Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ











Θεανθρώπινη  Παιδεία

  (  το Μάθημα των Θρησκευτικών )
  
      Το θεολογικό Μάθημα, ως εκ της φύσεώς του, δικαιούται να έχει την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των Ανθρωπιστικών Μαθημάτων. Αυτό το υποστηρίζουμε, όχι διότι είναι δυνατή σήμερα  μία επιστροφή σε άλλες περιόδους της ιστορίας, όπου ο λόγος της εκκλησίας είχε ως «υποστήριγμα» ένα θεοκρατικό καθεστώς και επιβαλλόταν «άνωθεν» δια της ισχύος.

     Το υποστηρίζουμε, διότι η λεγόμενη Νεωτερικότητα έχει ήδη εξαντλήσει τις απαντήσεις της στα ουσιώδη ζητήματα της ζωής και βρίσκεται στη φάση της αυτοδιάλυσής της, ( αφού οι έσχατες παραδοχές της στερούνται οποιασδήποτε υπερβατικής εγκυρότητος – είναι πεποιθήσεις ενός «αυτοθεοποιημένου» Εγώ, με «αλήθειες»-υποκατάστατα της νοσταλγίας του Απολύτου ουσιαστικά δε με σύγχρονα είδωλα ).

      Συνεπώς χρειάζεται να επαναβεβαιώσουμε ( και να το αφομοιώσουμε καρδιακά ), πως  ο άνθρωπος μπορεί να βρεί ικανοποιητική απάντηση στα αιώνια προβλήματά του μόνο στον Ενυπόστατο Λόγο του Θεού, τον αιωνίως ζώντα Δημιουργό και τελειωτή του Παντός. Ούτε η οικονομία, ούτε η κοινωνιολογία, ούτε η ψυχολογία, ούτε η τεχνική ή όποια άλλη εγκόσμια δύναμη αρκούν για να ανταποκριθούν στη δίψα του  Πνεύματος για το Απόλυτο - το μαρτυρεί η πείρα των ίδιων των πραγμάτων.

      Ο άνθρωπος είναι ον, το οποίο μέσω της εκάστοτε Παιδείας καλλιεργείται ηθικά και πνευματικά, συντείνοντας στην καλυτέρευση της κοινωνίας, εντός της οποίας ζει και συν-υπάρχει με τους άλλους. Η δε θρησκευτική Αγωγή του δίνει τα εφόδια για μια συνεπή στάση ζωής και υπέρβαση των οιωνδήποτε εμποδίων. Αυτά όλα έχουν ενδελεχώς αναλυθεί από παιδαγωγούς , φιλοσόφους, ψυχολόγους και ανθρωπιστές της εποχής μας , ώστε να μη χρειάζεται εδώ κάποια ιδιαίτερη ανάλυση. Γι’αυτό θα επισημάνουμε το εξής : Μία θεανθρώπινη Παιδεία , ( όπως θα έλεγε ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς ), δεν συνιστά ουτοπία, τουλάχιστον εκεί, όπου δεν έχει νεκρωθεί ακόμη το υγιές Ορθόδοξο αισθητήριο.

   Ετσι, εντός του συγχρόνου Γνωσιοκεντρικού σχολείου, καλείται ο θεολόγος να βεβαιώνη την ακεραιότητα της ύπαρξης, τη δίψα της για τις έσχατες αλήθειες της ζωής. Ενώπιον της δύναμης της Τεχνικής και της ύπνωσης που δημιουργεί στις νέες γενιές, καλείται να βεβαιώνει τις αξίες της ψυχής – τον ανακαινισμένο «εν θεώ» άνθρωπο κ.ο.κ. Για να εκπληρώσει δε σωστά το έργο του ( ο θεολόγος ), είναι απαραίτητη και η «αναβάπτισή» του στις ζωντανές πηγές της Αποκαλύψεως, με παράλληλη αναδιάρθρωση του Σχολικού Θρησκευτικού Μαθήματος, του οποίου το περιεχόμενο θα παρέχει στο σύγχρονο νέο «ερείσματα» ορθής αντιμετώπισης των ποικίλων ατομικών ή κοινωνικών προβλημάτων.



    Για όσους συμμερίζονται τις προοπτικές αυτές του ΜτΘ θα είναι πολύ χρήσιμες και οι σκέψεις που καταχωρούνται στη συνέχεια από το βιβλίο του Μοναχού Αββακούμ του Αγιορείτου, με τίτλο « τα θρησκευτικά στις Ευρωπαϊκές χώρες  και η δίωξή τους στην Ελλάδα »  ( α’ έκδοση, Απρίλιος 2001 – Ι. Μ. Ασωμάτων, Πετράκη ).


    Το θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών και γενικότερα της παροχής θρησκευτικής αγωγής και παιδείας ( ορθόδοξης θρησκευτικής και εκκλησιαστικής αγωγής και παιδείας ) στα πλαίσια της θεσμικής όψης της παιδείας, δηλ. της δωρεάν από το κράτος παρεχόμενης σχολικής μάθησης, είναι ένα θέμα με το οποίο έχει μονίμως «ανοιχτούς λογαριασμούς» η Εκκλησία, στους οποίους λογαριασμούς φαίνεται συνήθως να μένει μονίμως «χρεωμένη» η ίδια.
   
    Ουσιαστικά η Εκκλησία αφήνει αναξιοποίητο, ένα μεγάλο κεφάλαιο, που είναι η παροχή θρησκευτικής παδείας ( ορθόδοξης χριστιανικής ) μέσα από την επίσημη Εκπαίδευση της χώρας μας. Δεν υπάρχει άλλος τομέας, του δημόσιου και κοινωνικού βίου, όσο αυτός, στον οποίο να έχει τόσο σαφή θεσμικό προσδιορισμό ή επίσημη αναγνώριση, η αποδοχή και η προώθηση της επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα ( Ορθοδοξία – άρθρο 3, παρ 1 Συντάγματος ) και προπαντός τόσο κατοχυρωμένη ( θεσμικώς ) δυνατότητα η Εκκλησία για ενεργό συμμετοχή της  και δράση της στο, επί σχολικού επιπέδου μαθησιακό γίγνεσθαι – και κατ’ επέκταση κατοχυρωμένη δυνατότητα εισχώρησης και ευεργετικής συμβολής της στην καθημερινότητα των σύγχρονων συνθηκών αυτού του του τόπου και στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι.

   Με τη συνέργεια της χάρης του Θεού, θα έρθει η ώρα που θα γίνει ευρύτερα αντιληπτό και κατανοητό ( πρωτίστως από τους αρμοδίους και υπευθύνους της ποιμενούσης και διοικούσης Εκκλησίας ), ότι δεν χρειάζεται το μάθημα των θρησκευτικών «εκκλησιοποίηση», αλλά δια του μαθήματος των θρησκευτικών εκκλησιοποίηση της σχολικής φοίτησης και της σχολικής ζωής και, στη συνέχεια, με το μπόλιασμα, έτσι, της κοινωνίας και της ζωής του τόπου με ( εκκλησιοποιημένους ) νέους βλαστούς – τους νέους και τις νέες της κάθε γενεάς.

    Θα γίνει επίσης ευρύτερα αντιληπτό και κατανοητό, ότι δεν χρειάζεται «κατηχητικοποίηση» το μάθημα των θρησκευτικών και απομόνωσή του για κάποια μόνο παιδιά του ενοριακού πληθυσμού ( που, κατά τεκμήριο ε΄’ιναι παιδιά πολύ καλών , ορθοδόξων, οικογενειών ), αλλά ανάδειξη της κατηχητικής δύναμης του μαθήματος των θρησκευτικών στο πλαίσιο των πλέον ενδεδειγμένων ( μαθησιακής δυναμικής ) συνθηκών, όπως είναι οι συνθήκεςς της σχολικής φοίτησης  και παιδευτικής διαδικασίας.

    Μα προπαντός θα γίνει ευρύτερα αντιληπτή και αποδεκτή η μέγιστης δυναμικότητας ιεραποστολική διάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών και γενικότερα της θεσμικώς ( μέσω του Εκπαιδευτικού Συστήματος ) παρεχόμενης θρησκευτικής και εκκλησιαστικής αγωγής και παιδείας. Τούτο θα γίνει αφορμή και κίνητρο να ξαναθυμηθούμε κάποια βασικά της «εσωτερικής ιεραποστολικής», η οποία είναι μάλλον αρκετά παραμελημένη εν σχέσει με την «εξωτερική» ιεραποστολική.

     Η φύση του μαθήματος των θρησκευτικών και της διδακτικής του, ο προσδιορισμός και η ενίσχυση της «φυσιογνωμίας» του και της παρουσίας του ανάμεσα στα άλλα μαθήματα της σχολικής φοίτησης, η αναβάθμιση της θέσης του στη συνείδηση της μαθητιώσας νεότητας, η προσέλκυση των μαθησιακών τους ενδιαφερόντων κ,α, συναποτελούν ένα πολύπλευρης και πολυσήμαντης σημασίας κεφάλαιο, που πρέπει να τύχει ανάλογης – σε βάθος, έκταση και διάρκεια – μελέτης και στη συνέχεια κατάρτισης ενός πλαισίου σταδίων εφαρμογών και μοφών προωθήσεως αυτών στην πράξη, παρακολουθήσεως και αξιολογήσεως της πορείας και των αποτελεσμάτων τους για επανεκτιμήσεις και βελτιωτικές αλλαγές.

      Τρεις βασικοί όροι που πρέπει να τηρηθούν προς την κατεύθυνση αυτή ( και προς ό,τι άλλο θετικό θα μπορούσε να υπάρξει ) είναι, α) ότι το μάθημα των θρησκευτικών δεν πρέπει να αποσυνδεθεί ούτε από το Σχολείο ούτε από την Εκκλησία, β) οτι το μάθημα των θρησκευτικών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη στενή έννοια του γνωστικού αντικειμένου στη σχολική φοίτηση και γ) ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να συνδεθεί με την ευχαριστιακή και την όλη ζωή της Εκκλησίας,

    Οι τρεις αυτοί όροι θα μπορούσαν να αποτελέσουν και τρεις θεματικές ευρύτερης ανάλυσης…Φθάνοντας όμως προς το τέλος της η εδώ θεώρηση του θέματος για το μάθημα των θρησκευτικών, ας γίνει μόνο για μία φορά ακόμη η επισήμανση, ότι δεν υπάρχει μέσα στην Επικράτεια  άλλος τομέας , που να παρέχει στην Εκκλησία τέτοια δυνατότητα συμμετοχής , επιρροής και συμβολής σε θεσμικό επίπεδο, όσο ο τομέας της Παιδείας.

  ( «τα θρησκευτικά στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η δίωξή τους στην Ελλάδα»
     Μοναχού Αββακούμ , Αγιορείτου, σελ.105-107 )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου