Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015















Πως μπορούμε ακόμη και σήμερα να πιστεύουμε;

(Του θεολόγου/εκπαιδευτικού Κων/νου Παπαγεωργίου )

    Στις δυτικές κοινωνίες καλλιεργείται πολύ η λογική. Όλα τα  προβλήματα της ζωής γίνεται προσπάθεια να λυθούν διά της λογικής. Οι δυτικοί άνθρωποι μοιάζουν παραμορφωμένοι , μοιάζουν να έχουν ένα τεράστιο κεφάλι και μια ελάχιστη καρδιά. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η υπερτροφία της λογικής στο λεγόμενο «Δυτικό Πολιτισμό» σχετίζεται και με την προσπάθεια ανάδειξης του ορθού λόγου σε ρυθμιστή της συμπεριφοράς, σε «ανθρωπολογική σταθερά».
  
   
   Διότι ο ορθός λόγος όντως κατέστη κριτήριο του Πραγματικού, σε αντικατάσταση του Μύθου ( δηλαδή του μη-ορθού λόγου ), έπειτα από διαδικασίες «διανοητικής έκρηξης» - επανάστασης εναντίον ορισμένης θέασης του κόσμου, βασισμένης σε θρησκευτικά κοσμο-είδωλα. Αυτά τα κοσμοείδωλα άρχισαν σταδιακά να καταρρέουν και τη θέση τους να παίρνουν νέα κοσμοείδωλα, κατασκευασμένα όχι πλέον από Μύθο αλλά από Λόγο.


    Πολλοί από τους Δυτικούς  δεν πιστεύουν σήμερα στο θεό. Δεν πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής. Παρά ταύτα όμως…. Πιστεύουν στην απιστία τους . Πιστεύουν στην ύλη.  Όμως θέματα όπως : υπάρχει ή όχι Θεός ; δεν μπορούν να απαντηθούν με επιστημονικά πειράματα και μετρήσεις. Δεν μπορούν να τύχουν μιάς απόδειξης με βάση τη λογική σκέψη. Ο Ορθός λόγος δεν μπορεί να απαντήσει ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Μπορεί μόνο να συνειδητοποιήσει την αδυναμία του.  Γι΄ αυτό και η υπόθεση της πίστης « περνάει »  σε άλλο επίπεδο προσέγγισης , « πιο υπαρξιακό » .

    Η ανθρώπινη κατάσταση στις « οριακές » της στιγμές  φέρει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το πρόβλημα της πίστης. Διότι αυτό το πρόβλημα δεν είναι καθόλου δευτερεύον. Απεναντίας , μπορεί να θεωρηθεί σύμφυτο με την ίδια τη ζωή.  Από την στάση που θα κρατήσει κανείς , από την ενεργοποίηση θα λέγαμε κάποιας ανώτερης λειτουργίας,   εξαρτάται η υπέρβαση των ηθικών διλημμάτων που τίθενται ενώπιον του. Ανακαλύπτει ο άνθρωπος δυνάμεις που τις έχει παραμελήσει, δυνάμεις που ακόμη δεν έχει γνωρίσει.

 
    Όταν βρεθεί αντιμέτωπος με τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, τότε φτάνει στα όρια του νου, αισθάνεται την ανεπάρκειά του, κατανοεί ότι αυτά τα ερωτήματα ξεπερνούν τη λογική και τη δύναμη της σκέψης του και τότε ψάχνει μέσα του να βρεί κάποια άλλη δύναμη, δύναμη της ψυχής, που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με τα μεγάλα ερωτήματα.


     Ομως ο «σύγχρονος άνθρωπος» δύσκολα μπορεί να παραδεχθεί λογικά ό,τι δεν επαληθεύεται λογικά, και ως εκ τούτου η αναφορά εις το «επέκεινα» δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη θεολογική σκέψη, όταν αυτή θέλει να είναι κριτική και ταυτόχρονα εποικοδομητική.

     Ο π. Δημήτριος Staniloae (βλ. έργο του "εκκλησία και θεολογία", έκδ.Τήνος, σελ.20)   διατυπώνει εν προκειμένω την εξής παρατήρηση : « αν μπορεί κανείς σήμερα να ακούει και να υπακούει ένα λόγο περί θεού, αυτό το κάνει διότι μέσα του ενυπάρχει δεδομένη μια έμφυτος ικανότητα γνώσεως, που ο ίδιος ο θεός έχει ενσπείρει, ώστε να μας συνδέει μαζί του ως Υπέρτατη Πραγματικότητα». Μπορούμε να δώσουμε κατά συνέπεια κατ΄αρχήν θετική  απάντηση στο ερώτημα εάν και ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί (έστω, έτσι όπως είναι διαμορφωμένος ) να ακούσει έναν λόγο περί Θεού  Αποκαλυπτόμενου και περί πίστεως σε Αυτόν, με δεδομένο τον εγκατεστημένο μέσα του «πυρήνα πίστης», ως δείκτη πορείας.

  Όσο και αν η Νεωτερικότητα ( ως κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον )  διαμορφώνει τον αν  θρώπινο ψυχισμό με γήινο προσανατολισμό, τούτο γίνεται μόνο σε ένα «επιφανειακό στρώμα» του είναι.  Στο βάθος όμως, στον πυρήνα, βρίσκεται  μια αντιστοιχία με τον Δημιουργό, που καθιστά τον καθένα μία οντότητα  προορισμένη για την αληθινή ζωή "εν κοινωνία", παρά τις ιστορικές του περιπέτειες. Ακόμα και όταν αναζητεί την «όντως ζωή» σε λάθος διαδρομές.

   Στη συνάφεια αυτή οφείλουμε να επισημάνουμε πως και η Νεωτερικότητα, ως τρόπος αναζήτησης της αλήθειας εντάσσεται σ΄αυτές τις διαδρομές, αφού το πρόγραμμά της δεν έχει ακόμη εξαντληθεί, κατά την εκτίμηση κορυφαίων στοχαστών της εποχής μας, οι οποίοι βλέπουν κριτικά το συνολικό «εγχείρημα» και προβαίνουν στην αποτίμησή του.

  
    Στην εποχή της λεγόμενης μετανεωτερικότητας , συνεπώς, έχει και  η θεολογία  καινούργια καθήκοντα : να δείξει την ανεπάρκεια του «ορθού λόγου», δια της ενθέου φιλοσοφίας της, στρεφόμενη στις βιβλικές και Πατερικές πηγές.  Ο ορθόδοξος Γάλλος συγγραφέας /Θεολόγος Olivier Clement σημειώνει από την πλευρά του,  πως η  εκκοσμίκευση, βασική όψη και αυτή της Νεωτερικότητας  ( ως ανάληψη ευθύνης ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ, εκ μέρους του ωρίμου πλέον ανθρώπου )  προήλθε οπό την μήτρα του χριστιανικού ευαγγελίου, το οποίο διαμηνύοντας την αποϊεροποίηση του  κόσμου ( « ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον» ) ανοίγει το δρόμο   στην υπεύθυνη διαχείρισή του, μέσω της Επιστήμης και της Τεχνικής.

 
    Υπάρχει κάτι συνεπώς μέσα στην εκκοσμίκευση, πού είναι εγγενές με την χριστιανική Πίστη, έστω και αν της εναντιώνεται, ενίοτε με ιδιαίτερη σφοδρότητα.

    Την εμπιστοσύνη στην Αποκάλυψη δυσκολεύει αρκετά συχνά η σύγχρονη διανόηση που είναι απορριπτική απέναντι στους ανθρωπομορφισμούς ή κοινωνιομορφισμούς  της βιβλικής γλώσσας, την οποία εκλαμβάνει ως «μυθολογική έκφραση» του ανθρώπινου πνεύματος και μόνο! (φαινόμενο κοινό σε όλες τις θρησκείες). Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η αποφασιστική στροφή της εμπιστοσύνης μας στη δράση του Αγίου Πνεύματος, υπό την έμπνευση του οποίου ελάλησαν οι άνθρωποι του θεού (όπως δέχεται η ορθόδοξος Διδασκαλία).

    Ο Προτεσταντισμός, ως πνευματική επανάσταση απέρριψε την παράδοση, σε μία γιγαντιαία απόπειρα να «αποφλοιώσει» διαδοχικά στρώματα «επιχώσεων» ( Ρωμαϊκού – Δικανικού πνεύματος ) με την προοπτική να επιστρέψει στην πρωταρχική κοιτίδα της πίστης – στην Αρχέγονη Εκκλησιαστική Κοινότητα.

   Ωστόσο παρακάμπτοντας 16 αιώνες Χριστιανοσύνης ήταν ανέφικτο να έχει συνέχεια και συνέπεια στις επιδιώξεις του, εξ ου και η κατάτμησή του σε αναρίθμητες σέκτες. Διότι τώρα ο καθένας θα μπορούσε να ερμηνεύει τη Βίβλο «απ΄ευθείας», χωρίς τη μεσολάβηση της αυθεντίας της εκκλησίας που κατά τους Μεταρρυθμιστές ήταν υπεύθυνη για την αλλοίωση του αυθεντικού Χριστιανισμού.



     Και είναι ακριβώς στο σημείο αυτό που χρειάζεται να υπομνησθεί η σημασία της Παραδόσεως, την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί ως «εγγύηση» αληθείας και ως κανονιστικό της πρότυπο, όταν ευαγγελίζεται Χριστό – σωτηρία σε κάθε εποχή.

    Η Ορθοδοξία ανόθευτη από σχολαστικισμούς και επιμειξίες με εποχιακές ιδεολογίες είναι κατά τούτο πολύτιμη στο σύγχρονο άνθρωπο αφού τον καλεί να συνδεθεί  με τη θεία πραγματικότητα, μακριά από τα «επιχειρήματα»  της Σχολαστικής Θεολογίας (των εννοιών και των αποδείξεων) που μετέτρεψαν την περιπέτεια της ελευθερίας σε «λογική αναγκαιότητα».  Άλλωστε τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, διότι η θεολογία είναι αναγκασμένη από την δύναμη της επανάστασης στην ανθρώπινη διάνοια να εγκαταλείψει τις σχολαστικές μεθόδους (π. Δημ. Staniloae , EKKΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, εκλ.ΤΗΝΟΣ, σελ.206). 

   
    Όπως εξηγεί  σχετικά με το θέμα ο π.Γεώργιος Florofsky (ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ εκδ.ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 30 εξ.) «η Αποκάλυψη κατανοείται με την πίστη και η πίστη είναι θέα και διάκριση. Ο Θεός παρουσιάζεται στον άνθρωπο και ο άνθρωπος βλέπει το θεό. Οι αλήθειες της πίστεως είναι αλήθειες εμπειρίας, αλήθειες ενός γεγονότος. Η πίστη είναι  μια περιγραφική επιβεβαίωση γεγονότων «έτσι είναι» , «έτσι ήταν» και «έτσι θα είναι».  Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η πίστη είναι αναπόδεικτη. Η πίστη είναι μαρτυρία της εμπειρίας».


    Και πράγματι η πίστη χρειάζεται μια πράξη θέλησης – κίνησης  αυτοπαράδοσης στην θεϊκή πρωτοβουλία που μας τοποθετεί σε ένα άλλο επίπεδο ζωής. Η πίστη (θα υπογραμμίσει με έμφαση ο Paul Evdokimov: "η πάλη με τον θεό", εκδ.ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 56) φέρει μέσα της ένα εμπόδιο συμφυές με την πολύ αινιγματική φύση της, που είναι ακριβώς στα μέτρα του μεγαλείου της: Ο Θεός εν τω ουρανώ άνω και συ επί της γης» (εκκλ.5,1).  Ο Απ. Πέτρος (συνεχίζει ο  Paul Evdokimov) εγνώριζε το σκεπτικιστικό  και ειρωνικό πνεύμα που ερωτά: « που έστιν η επαγγελία της παρουσίας αυτού ;  αφ ης γαρ οι πατέρες εκοιμήθησαν πάντα ούτως διαμένει απ’ αρχής κτίσεως». (Β Πετρ. 3,4 ). 


    Παρόμοια οι Ιουδαίοι  θέλουν να αποσπάσουν μια σαφή απάντηση χωρίς διφορούμενα «εξορκίζω σε ...ίνα ημίν είπης, ει συ ει ο Χριστός» (Ματθ. 26,63). Ζητούν μάλιστα μια εγγύηση ασφαλέστερη: « δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν» (Ιωα. 14,8).

 Βεβαίως μια παρόμοια απόδειξη σχολιάζει ο Paul Evdokimov  «Θα ήταν κάτι περισσότερο από αρκετή, αλλά οι αποδείξεις τραυματίζουν την αλήθεια και η άρνηση του Κυρίου είναι άμεση και κατηγορηματική: « τι η γενεά αύτη ζητεί σημείον· αμήν λέγω υμίν ει δοθήσεται τη γενεά ταύτη σημείον» (Μαρκ 8,12).  

   Η επιστήμη επιβάλλει τη θεώρησή της για τα ορατά πράγματα, τα επαληθεύσιμα και με υποχρεώνει  να την δεχθώ. Δεν μπορώ να αρνηθώ την ύπαρξη ενός σκουληκιού της γης η ενός μικροβίου, όμως μπορώ  να αρνηθώ την ύπαρξη του Θεού ( Paul Evdokimov  Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ).

  Γιατί, η πίστη κατά τον Απ. Παύλο  «εστίν  ελπιζομένων υπόστασις πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων»  (Εβρ. 11,1). Υπερβαίνει την τάξη των αναγκαιοτήτων. «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», χωρίς να υποχρεωθούν, να βιασθούν, να εξαναγκασθούν. «Έτσι η πίστη» (συμπεραίνει ο   Paul Evdokimov) παρουσιάζεται σαν μια υπέρβαση της λογικής, που επιβάλλεται από τη ίδια τη λογική, μόλις φθάνει στα όρια της.   

     Η πίστη λέει: Δώσε τη μικρή σου λογική και δέξου το Λόγο. Είναι μια υπέρβαση προς την κρυμμένη πραγματικότητα, η οποία αποκαλύπτεται. Η βίωσή της αποτελεί δια μιας και την αποκάλυψή της. Αφαιρεί κάθε απόδειξη, κάθε ενδιάμεσο, κάθε αφηρημένη έννοια για το θεό και καθιστά άμεσα παρόντα αυτόν τον Κάποιον, ο οποίος είναι ο πιο βαθειά Γνωστός».  (Paul Evdokimov, "Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ", σελ.57).



   Και συνεχίζει ο π. Γεώργιος Florofsky : «Οι αμετάβλητες αλήθειες της εμπειρίας  μπορούν να εκφρασθούν με διαφορετικούς τρόπους «Υπάρχει βέβαια η γλώσσα των παραβολών και των εικόνων, η γλώσσα της θρησκευτικής ποιήσεως  ή η γλώσσα της θρησκευτικής τέχνης. Υπάρχει όμως  και «μια άλλη γλώσσα, η γλώσσα της "κατανοούσης" σκέψεως, η γλώσσα  του Δόγματος. 
 
    Ολόκληρο το πάθος του Δόγματος  βρίσκεται στο γεγονός, ότι αυτό δείχνει την πραγματικότητα του Θεού. Και κατά τούτο η μαρτυρία του Δόγματος είναι συμβολική : είναι η μαρτυρία της σκέψεως, μια «διανοητική όραση» της θείας πραγματικότητας «(π. Γεώργιος Florofsky, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ, σελ.33).

 Μπορούμε έτσι να βεβαιώσουμε την προσφορά των Αγίων Πατέρων στη θεμελίωση του Δόγματος ως δημιουργίας μιας άλλης γλώσσας, που ερμηνεύει τη Γραφή και τη μαρτυρία της για το θεό. Στα κείμενα των Πατέρων είναι ευδιάκριτη η δημιουργική τους σκέψη που καθιερώνει νέα ορολογία ( το «άγραφον», όπως τους καταλόγιζαν οι αιρετικοί), για να εκφράσει το περιεχόμενο της πίστεως, το οποίο ήδη έχει εκτεθεί στη Γραφή με σύμβολα και εικόνες.

   Με τη χρήση των φιλοσοφικών όρων «εκχριστιανίζουν» τον ελληνισμό και μεταγράφουν την μαρτυρία της Αποκάλυψης σε λέξεις / έννοιες προσιτές στο πολιτιστικό τους περιβάλλον , χωρίς να προδίδουν την ουσία του προφητικού και αποστολικού κηρύγματος.

  Η πατερική θεολογία επιτελεί κατά ταύτα μια ερμηνευτική και διαμεσολαβητική λειτουργία, κατά το παράδειγμα του Απ.Παύλου ο οποίος ομιλώντας προς τους Αθηναίους ερμηνεύει τη δική τους σοφία οδηγώντας την στην τελική της απόληξη.   Μπροστά στο βωμό του Άγνωστου Θεού ο Απ. Παυλος αποκρυπτογραφεί αυτόν τον Άγνωστο, δίνοντάς του το όνομα του Χριστού. «Ο λόγος δεν έχει πια ανάγκη (θα πει ο Paul Evdokimov) ούτε να ανακαλύπτει τον εαυτό του, ούτε να επινοεί , ούτε ακόμα λιγότερο να κατασκευάζει».  Αυτό μας προειδοποιεί για την αμείωτη αξία των  παραδεδομένων λόγων διότι ακόμα και ο Ιησούς δεν λέγει τίποτα «εξ εαυτού» αλλά ερμηνεύει  τον Πατέρα.
   
   Μια απόπειρα σύγχρονης ερμηνείας της πίστεως οφείλει να αναγνωρίζει πως : « τα Δόγματα αποτελούν ένα Ζωντανό Υπόμνημα, όπου  ο ίδιος ο Λόγος έρχεται αδιάκοπα μέσα από τις πολλαπλές μορφές για να ερμηνεύει τα ίδια του τα λόγια». Διαφορετικά  είναι δυνατόν να επαναλάβει κανείς  τη θεωρητική σκέψη των μεγάλων αιρετικών η οποία «νεκρώνεται τελματωμένη μέσα στη μάταιη στειρότητα του λόγου, που εργάζεται με μόνη την λογική » (P. Evdokimov, Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ).


 Δεν πρέπει εδώ να ξεχνάμε πως η θεολογία ως δημιουργία- προέκταση της "καινής κτίσεως" φέρει τον διφυή θεάνθρώπινο χαρακτήρα της εκκλησίας :  «βγαίνει από την κολυμβήθρα από όπου αναδυόμαστε αναγεννημένοι ψυχή τε και σώματι  και ντυμένοι το Χριστό».

    Είναι συνεπώς έκφραση της εμπειρίας του βαπτίσματός  μας στη ζωή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. (Ιερ.Βλάχου - Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, σελ.38). Οι Άγιοι Πατέρες ερμηνεύοντας την πίστη, δογμάτισαν θεοπνεύστως και απλανώς και εδώ βρίσκεται η σημασία τους στην  « αύξηση της παραδόσεως», αφού κινούνται από το Άγιο Πνεύμα το οδηγούν «εις πάσαν την Αλήθειαν» και εν τω οποίω «πάντα τα πατρώα Δόγματα ο Λόγος εκκαλύπτει « ( γ' αντίφωνο αναβαθμών, Δ' ήχου).



   Ο σύγχρονος άνθρωπος ανερμάτιστος (ως επί το πλείστον ) πνευματικά και υποκείμενος σε ποικίλες μορφές πλάνης (σαν νέο-γνωστικός που είναι, με πίστη στα υπερήφανα διανοήματά του, τα οποία ενισχύει και η «έκρηξη της γνώσης») έχει πολλά να ωφεληθεί από τον λόγο των πατέρων.

    Πρώτιστα όμως θα εννοήσει τη μέθοδο της θεολογίας τους και το ταπεινό τους φρόνημα, τα οποία τους έκαναν πρωταγωνιστές στη νίκη της ορθοδοξίας κατά της πλάνης.  Αυτή η νίκη δεν επετεύχθη απλώς στο επίπεδο ενός «λόγου που αντιμάχεται έναν άλλον λόγο » αλλά στο επίπεδο της μαρτυρίας Ζωής. Διότι: «ου δεινόν ηττηθήναι λόγω, ου γαρ πάντων ο λόγος. Δεινόν δε ζημιωθήναι θεότητα, πάντων γαρ η ελπίς » ( αγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ).





   “Η ζωή τού ανθρώπου έλκει την καταγωγή της από το θεό. Τα ακρορρίζια της ζωής κάθε ανθρώπινου όντος και όλων των ανθρώπων μαζί είναι βυθισμένα στα άπειρα βάθη του ουρανού και στα πανάγια βάθη της τρισηλίου Θεότητας. Το μυστήριο της ζωής, και του πιό μικρού και του πιό μεγάλου και του πιό απλού και του πιό σύνθετου όντος πάνω στη γη , στην ουσία του είναι άγιο, ουράνιο , έλλογο ( Χριστοκεντρικό ), τριαδικό. Ζώντας κάθε ζωντανό όν, είναι συνεχώς σε σύνδεσμο με την πηγή της ζωής , κάθε ζωής - το Θεό-Λόγο. Αλλά σε κάθε όν , ανάλογα με τα μέτρα του , έχει δοθεί από το Θεό το μέτρο της ζωής.
Κάθε όν με το δικό του τρόπο βιώνει και αναπτύσσει τη λογικότητά του μαζί με την ύπαρξή του. Τα πιό σύνθετα όντα βιώνουν τη λογικότητά τους συνθετότερα και δραματικότερα, και τα συνθετότατα με τρόπο συνθετότατο. Αναμφίβολα το πιό σύνθετο όν πάνω στη γη είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτό βιώνει τη ζωή του πιό δραματικά. Και εάν με συνέπεια ο άνθρωπος παρακολουθήσει τα αχνάρια του μυστηρίου της ζωής του, αυτή αναπόφευκτα τον έλκει στους υψηλότερους και επουράνιους κόσμους , στο Θεό και στα του Θεού. Γι’ αυτό με κανένα τρόπο δεν είναι σε θέση ο άνθρωπος να ερμηνεύσει τη ζωή του και τη ζωή γενικά πάνω στη γή χωρίς το Θεό και το Χριστό. “


   (Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας, κεφάλαια ασκητικο-γνωσιολογικά, σελ..311)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου