Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ




 Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ







Ο άνθρωπος
( Αγίου Γρηγορίου Νύσσης,  Περί κατασκευής του ανθρώπου )

A. εισαγωγικά σχόλια

                   

   O άνθρωπος μόνος μεταξύ των άλλων έμψυχων όντων διακρίνεται και ξεχωρίζει από την όρθια στάση του σώματός του, η οποία κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης επιτρέπει την ανάπτυξη του λόγου. Οι πατέρες γενικά βλέπουν το σώμα ως «υπηρέτη» της ψυχής χωρίς να το υποτιμούν, αφού είναι πράγματι θεόπλαστο. Ο ίδιος ο θείος Λόγος κατοίκησε σε σώμα και δι’ αυτού ενήργησε «σημεία και τέρατα» και δίδαξε τους ανθρώπους. Η κατασκευή του σώματος είναι τέτοια, που να εξυπηρετεί ορισμένες βασικές λειτουργίες και ενώ τα ζώα απλώς τρέφονται και αναπαράγονται, σκύβουν προς τα κάτω αναζητώντας υλική τροφή και εκτελούν ενστικτώδεις κινήσεις (οι οποίες κατά τον Μ.Βασίλειο επίσης αντανακλούν το σχέδιο του Θεού γι’ αυτά), ο άνθρωπος έχει επιπλέον το προνόμιο της όρθιας στάσης, ακριβώς γιατί είναι έλλογος .Αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του τον κόσμο, συνάμα δε ερμηνεύει τον κόσμο με τη νόησή του και καλλιεργεί πολιτισμό ποικιλοτρόπως.

    Γράφει λοιπόν, ο άγιος Γρηγόριος μεταξύ άλλων και τα παρακάτω, άκρως διαφωτιστικά για το φαινόμενο της ζωής: «Και εγώ  νομίζω πως ο Μωυσής, με όλα όσα λέει, μας φανερώνει κάποια από τις κρυμμένες αλήθειες της πίστης μας και ότι με τα μυστήρια της δημιουργίας, μας παρουσιάζει τη διδασκαλία περί της ψυχής. Γι’ αυτήν έκανε βέβαια υποθέσεις και η ανθρώπινη παιδεία, χωρίς όμως και να την κατανοήσει σαφώς. Μας διδάσκει λοιπόν με αυτά ο λόγος, ότι η ζωτική και ψυχική δύναμη εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές μορφές.
    Η μια είναι μόνο για να αυξάνει και να τρέφει, προσφέροντας σε όσα τρέφονται με αυτή το απαραίτητο για την ανάπτυξη : αυτή ονομάζεται φυσική και εμφανίζεται στα φυτά. Γιατί μπορεί να βρεις και στα φυτά κάποια ζωτική δύναμη, που δεν μετέχει όμως σε καμία αίσθηση. Μια άλλη μορφή ζωής, εκτός από την πρώτη, την των φυτών… βρίσκεται στη φύση των ζώων. Γιατί αυτά, όχι μόνον αυξάνουν και τρέφονται, αλλά διαθέτουν αλλά διαθέτουν και τη λειτουργία της αίσθησης και της αντίληψης.
   Η τέλεια όμως σωματική ζωή, εμφανίζεται καθαρά στη λογική φύση, δηλαδή στην ανθρώπινη. Αυτή και  τρέφεται και αισθάνεται και μετέχει στο λόγο και κυβερνάται από το νου» ( Γρηγ.Νύσσης.  Απαντα, τομ.5 ).
    
Τα τελευταία τούτα λόγια του Αγίου, σαφώς υπονοούν τον άρρηκτο σύνδεσμο ψυχής σώματος, αφού ο άνθρωπος έχει «σχεδιαστεί» κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μετέχει και του υλικού και πνευματικού σύμπαντος. Η ίδια η κατασκευή του σώματος (η όρθια στάση) εξυπηρετεί τη λειτουργία του λόγου και στο σημείο αυτό βρίσκεται  μια ουσιώδης διαφορά από το ζωώδες στοιχείο.

  Η σύγχρονη όμως νατουραλιστική (φυσιοκρατική) ερμηνεία του ανθρώπου, θα βρει σ’ αυτόν, μόνο ένα «ζώο που κατασκευάζει εργαλεία» και έτσι «αναπτύσσεται ο εγκέφαλός του», παράγοντας πολιτισμό. Είναι και αυτή μια υπόθεση της ανθρώπινης σοφίας-παιδείας (όπως την χαρακτηρίζει ο Αγιος Γρηγόριος), η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της Εξελικτικής θεωρίας, για την οποία  έχει γίνει ήδη λόγος. Γι’ αυτό και οι αδυναμίες αυτής της υπόθεσης, ταυτίζονται σχεδόν με τις αδυναμίες κάθε εξελικτικού συστήματος, το οποίο θέλει να εξηγήσει την ανωτερότητα του ανθρώπου (την οποία άλλωστε δεν μπορεί να αρνηθεί), ως προϊόν διαδικασιών τυφλής φύσης, χωρίς Δημιουργό.




Β. κείμενο

 

ΓΙΑΤΙ  ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΙΟ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΩΜΑ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ :  Ε.Π.Ε.  εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »
 Εργα ΓΡΗΓ. Νύσσης

Το σώμα είναι όρθιο για τον άνθρωπο και ανυψώνεται προς τον ουρανό και βλέπει προς τα επάνω. Είναι κι αυτά δείγματα της εξουσίας κι αποκαλύπτουν το βασιλικό αξίωμα. Γιατί μόνος ο άνθρωπος μεταξύ των άλλων ζώων είναι έτσι πλασμένος, όλων δε των άλλων τα σώματα σκύβουν προς τα κάτω. Κι αυτό είναι σαφής απόδειξη της διαφοράς της αξίας τόσο εκείνων που υποκύπτουν, όσο και της εξουσίας, η οποία στέκεται πάνω απ`αυτά.

 Γιατί σ' όλα τα άλλα ζώα τα μπροστινά μέλη του σώματος είναι τα πόδια, γιατί το σκυφτό μέρος χρειάζεται οπωσδήποτε ένα υποστήριγμα. Κατά τη δημιουργία όμως του ανθρώπου μπροστινά μέλη του σώματος έγιναν τα χέρια. Γιατί για την ανάγκη της όρθιας στάσης επαρκεί η μια βάση, όταν στηρίζει με ασφάλεια στα δυο πόδια τον άνθρωπο σ`αυτή τη θέση.   Άλλωστε η υπηρεσία των χεριών συνεργάζεται και με την ανάγκη του λόγου. Κι αν κανείς χαρακτηρίζει ως γνώρισμα της λογικής φύσης την εξυπηρέτηση που προσφέρεται από τα χέρια, δε σφάλλει καθόλου.

   Και για να το διαπιστώσεις αυτό, είναι αρκετό να ανατρέξεις με τη σκέψη σου σ`αυτό το κοινό και πρόχειρο παράδειγμα  στο ότι δηλ. φανερώνουμε το λόγο με τα γράμματα, τα οποία σχηματίζουν τα χέρια. Άλλωστε δεν είναι καθόλου αμέτοχο της λογικής κι αυτό, το να μιλάμε, δηλ. με τα γράμματα, και κατά κάποιο τρόπο να συνδιαλεγόμαστε με το χέρι, αφού διασώζουμε τις λέξεις μέσα από τις μορφές των γραμμάτων. Εγώ όμως αποβλέπω και σ`έναν άλλο σκοπό, όταν ισχυρίζομαι ότι συνεργάζονται τα χέρια για την εκφώνηση του λόγου.
      
   Καλύτερα όμως πριν ασχοληθούμε με την εξέταση αυτών, να μελετήσουμε το λόγο, που αφήσαμε ατελείωτο. Γιατί από λάθος μας διέφυγε για λίγο η σειρά των γεγονότων της δημιουργίας. Για χάρη ποιας σκοπιμότητας προηγείται η βλάστηση των φυτών από τη γη και μεταγενέστερα εμφανίζονται τα άλογα ζώα, και μετά τη δημιουργία αυτών έρχεται ο άνθρωπος; Γιατί ίσως να διδασκόμαστε κι αυτό που υπονοείται με αυτό το πρόχειρο παράδειγμα, το ότι δηλ. η χλόη φάνηκε στο Δημιουργό ωφέλιμη για χάρη των ζώων, και τα ζώα για τον άνθρωπο. Για χάρη αυτού, πρίν μεν από τα ζώα βλαστάνει η τροφή τους, και πριν από τον άνθρωπο δημιουργείται αυτό που επρόκειτο να εξυπηρετεί την ανθρώπινη ζωή.


   Αλλά εγώ νομίζω πως ο Μωυσής, με όλα αυτά που γράφει, μας φανερώνει κάποια από τις κρυμμένες αλήθειες της πίστης μας κι ότι με τα μυστήρια της δημιουργίας μας, παρουσιάζει τη διδασκαλία περί τα ψυχής.  Γι`αυτήν έκανε βέβαια υποθέσεις και η ανθρώπινη παιδεία, χωρίς όμως και να την κατανοήσει σαφώς. Μας διδάσκει, λοιπόν, με αυτά τα ο λόγος, ότι η ζωτική και η ψυχική δύναμη εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές μορφές :

  Η μια είναι μόνο για να αυξάνει και να τρέφει, προσφέροντας σε όσα τρέφονται με αυτήν το απαραίτητο για την ανάπτυξη. Αυτή ονομάζεται φυσική κι εμφανίζεται στα φυτά. Γιατί μπορεί να βρεις και στα φυτά κάποια ζωτική δύναμη , που δεν μετέχει όμως σε καμία αίσθηση.  Μια άλλη μορφή ζωής, εκτός από την πρώτη, την των φυτών, είναι κι αυτή η οποία έχει πάρει πάνω της( ως οικονόμος) και το να αισθάνεται. Αυτή η μορφή ζωής βρίσκεται στη φύση των αλόγων ζώων.  Γιατί αυτά όχι μόνο αυξάνουν και τρέφονται, όπως τα φυτά, αλλά διαθέτουν και τη λειτουργία της αίσθησης και της αντίληψης.

  Η τέλεια όμως σωματική ζωή εμφανίζεται καθαρά στη λογική φύση, δηλ. στην ανθρώπινη. Αυτή και τρέφεται και αισθάνεται και μετέχει στο λόγο και κυβερνάται από το νου.


   Εγώ διαιρώ τη λογική φύση των όντων ως εξής:  Το ένα μέρος των όντων αποτελεί το νοητό κόσμο, το δε άλλο αποτελεί οπωσδήποτε τον υλικό κόσμο. (Αλλά τώρα ας αφήσουμε την ανάλυση του νοητού κόσμου στα μέρη του, γιατί δεν είναι γι`αυτά ο λόγος.). Από τον υλικό κόσμο ένα μέρος είναι εντελώς αμέτοχο ζωής, ένα άλλο όμως έχει μέσα του κάποια ζωτική ενέργεια. Και πάλι ένα μέρος των σωμάτων, που έχουν μέσα τους ζωτική ενέργεια, ζει μαζί με την αίσθηση, ενώ το άλλο είναι αμέτοχο αίσθησης. Έπειτα κι αυτό το μέρος των σωμάτων, που έχει αίσθηση, χωρίζεται σε λογικό και άλογο.

   Γι`αυτό κι ο νομοθέτης Μωυσής (που εκθέτει τα της δημιουργίας του κόσμου), λέγει ότι πρώτα, σαν άλλο υπόβαθρο του γένους των εμψύχων, δημιουργείται αυτή η φυσική ζωή, στην οποία εμφανίζεται η βλάστηση των φυτών. Έπειτα απ`αυτά προχωρεί ο Θεός στη δημιουργία εκείνων, που διευθύνονται ανάλογα με την αίσθηση. Σύμφωνα με την ίδια φυσική τάξη, τα ζώα εκείνα που έλαβαν ως κλήρο τη σαρκική ζωή και διαθέτουν αίσθηση, μπορούν να διατηρούν την ύπαρξή τους και χωρίς να μετέχουν στη νοητή φύση.  Εκείνα όμως που ανήκουν στη λογική φύση, δεν μπορούν να υπάρχουν εν σώματι κατά κάποιο τρόπο διαφορετικό, παρά μόνο αν συνανακραθούν με τα αισθητά.
 


   Γι`αυτό άνθρωπος δημιουργείται τελευταίος μετά από τα φυτά και τα ζώα, επειδή η φύση ακολουθεί με συνέπεια κάποιο δρόμο προς την τελειότητα. Γιατί ο άνθρωπος, αυτό το λογικό ζώο, σχετίζεται με κάθε σημασία που αποδίδεται στις ψυχές. Και τρέφεται μεν σύμφωνα με το φυσικό τρόπο διατροφής των εμψύχων, δίπλα όμως από την αυξητική δύναμη έχει φυτευτεί και η αισθητική, που βρίσκεται κατά τη φύση της μεταξύ νοερής και υλικής ουσίας. Και είναι αφενός μεν πιο πυκνή ( η αισθητική) από τη νοερή ουσία, αφ`ετέρου δε πιο καθαρή από εκείνη, δηλ. την υλική. Έπειτα γίνεται μια κάποια προσαρμογή, κι ανάμιξη της νοερής ουσίας με το λεπτό και φωτεινό μέρος της αισθητικής φύσης, ώστε με αυτά τα τρία συστατικά, δηλαδή το νοερό, το αισθητό και το υλικό, να αποτελείται ο άνθρωπος. 

  Όπως ακριβώς και το διδασκόμαστε αυτό από τον Απόστολο, με όσα γράφει προς τους Θεσσαλονικείς (Α`, Θες. 5,23), όταν εύχεται σ`αυτούς να φυλάξουν ολόκληρη τη χάρη και στο σώμα και στην ψυχή και στο πνεύμα, κατά την ημέρα της Παρουσίας του Κυρίου.  Εκεί αντί για το θρεπτικό μέρος αναφέρει το σώμα, το δε αισθητικό το υποδηλώνει με την ψυχή και το νοερό με το πνεύμα.

   Επίσης κι ο Κύριος διδάσκει με το ευαγγέλιο το γραμματέα, να βάλει μπροστά από κάθε άλλη εντολή την αγάπη προς τον Θεό, που γίνεται ενεργητική με όλη την καρδιά και την ψυχή και την διάνοια. Νομίζω δε ότι κι εδώ την ίδια παραλλαγή αποσαφηνίζει ο λόγος, όταν ονομάζει την μεν σωματική κατάσταση καρδιά, ψυχή δε τη μεσαία, διάνοια δε την ανώτερη φύση, που είναι νοητική και ποιητική δύναμη.
Γι`αυτό κι ο Απόστολος γνωρίζει τρεις παραλλαγές προαίρεσης. Την πρώτη ονομάζει σαρκική, επειδή ασχολείται με τη γαστέρα και τις γύρω από αυτήν ηδονές και απολαύσεις. Την άλλη ψυχική, η οποία βρίσκεται μεταξύ αρετής και κακίας. Σ`αυτή την κατάσταση η προαίρεση στέκεται πάνω από την κακία, αλλά δε μετέχει εξ ολοκλήρου και στην αρετή. Την Τρίτη τη αποκαλεί πνευματική. Μέσα σ`αυτή βρίσκεται η τελειότητα του κατά Θεόν τρόπου ζωής.

   Γι`αυτό γράφει στους Κορινθίους και τους επιπλήττει για την τάση τους προς τις απολαύσεις και τα πάθη: «Είσαστε σαρκικοί και δεν είσαστε ικανοί να κλείσετε μέσα σας τα τελειότερα δόγματα». Και σε άλλο σημείο κάνει σύγκριση της μέσης κατάστασης της προαίρεσης προς τη τέλεια και γράφει: «Ο ψυχικός άνθρωπος δεν αποδέχεται τα λόγια του Πνεύματος, γιατί τα θεωρεί ανοησία, ενώ ο πνευματικός διακρίνει τα πάντα, χωρίς ο ίδιος να γίνεται κατανοητός από κανέναν» (Α` Κορ. 3,1 και 2, 14-15). Όπως λοιπόν βρίσκεται ψηλότερα ο ψυχικός από τον σαρκικό, σύμφωνα με την ίδια αναλογία, στέκεται πιο ψηλά κι ο πνευματικός από τον ψυχικό.
  Όταν, λοιπόν, λέγει η Γραφή ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε τελευταίος, μετά από κάθε έμψυχο ον, δεν κάνει τίποτε άλλο ο νομοθέτης από το να μας διδάσκει τα περί ψυχής, βλέποντας το τέλειο δημιούργημα, τον άνθρωπο, μεταξύ των τελευταίων σύμφωνα με κάποια αναγκαία σειρά της φυσικής τάξης. Γιατί μέσα στο λογικό συμπεριλαμβάνονται και τα υπόλοιπα. Και στο αισθητικό μέρος υπάρχει οπωσδήποτε και το φυσικό. Εκείνο όμως φαίνεται μόνο γύρω από το υλικό. Φυσικά, λοιπόν, ανεβαίνει η φύση από τα μικρότερα προς το τέλειο, χρησιμοποιώντας σκαλοπάτια, δηλαδή τις ιδιότητες της ζωής.
Κι επειδή ο άνθρωπος είναι ζώο λογικό, έπρεπε κατά συνέπεια , το όργανο του σώματος να κατασκευασθεί ανάλογο για τη χρήση του λόγου, όπως μπορείς να δείς και στους μουσικούς, οι οποίοι γράφουν τις μουσικές συνθέσεις, ανάλογα με το είδος του οργάνου, που θα τις εκτελέσει. Και με τις λύρες δεν παίζουν συνθέσεις, που είναι γραμμένες για αυλό, ούτε εκείνες που είναι για αυλούς με κιθάρες. Κατά τον ίδιο τρόπο έπρεπε και η κατασκευή των οργάνων για το λόγο, να είναι κατάλληλη, ώστε να ηχεί φυσικά, όταν θα σχηματίζεται από τα φωνητικά μέρη, ανάλογα με τη χρήση των λέξεων. Γι` αυτό προσκολλήθηκαν στο σώμα και τα χέρια.

   Πράγματι μπορεί καθένας να απαριθμήσει αμέτρητες ανάγκες κατά τη διάρκεια του βίου, για τις οποίες χρησιμεύουν αυτά τα εφευρετικά και υπερεπαρκή όργανα για κάθε τέχνη και για κάθε ενέργεια, σε κείνον που τα χρησιμοποιεί και κατά τον πόλεμο και κατά την ειρήνη, όταν τα χρησιμοποιεί καλά. Αλλά η φύση πρόσθεσε στο σώμα τα χέρια, πέρα από κάθε άλλο σκοπό, κυρίως για χάρη του λόγου.
  
  Γιατί, αν ο άνθρωπος δε διέθετε τα χέρια, οπωσδήποτε τα μέρη του προσώπου θα ήταν κατασκευασμένα και σ`αυτόν όμοια με τα των τετραπόδων, κατάλληλα για τη χρήση της τροφής. Έτσι θα είχε το πρόσωπο μακρουλό, που θα γινόταν πιο λεπτό κοντά στα ρουθούνια. Τα χείλη θα προεξείχαν μπροστά από το στόμα σκληρά, σαν να είχαν κάλους, σταθερά και χονδρά, για να είναι κατάλληλα για να συλλέγουν τη χλόη. Μέσα από τα δόντια θα βρισκόταν η γλώσσα, διαφορετική όμως και αυτή. 

   Πως ακριβώς θα ήταν; Πολύσαρκη, σκληρή, τραχειά για να κατεργάζεται μαζί με τα δόντια, αυτό που βρίσκεται κάτω από τα δόντια; Ή ακόμη θα ήταν υγρή κι απλωμένη προς τα πλάγια, όπως είναι των σκύλων και των άλλων ζώων, που τρώγουν ωμά κρέατα, και του καρχαρία, που διαρρέει μέσα από τα μεταξύ των δοντιών διαστήματα; Αν, λοιπόν, δεν υπήρχαν τα χέρια στο σώμα, πως θα αποτυπωνόταν σ`αυτό η έναρθρη φωνή, όταν η κατασκευή των γύρω από το στόμα τμημάτων δεν διαμορφωνόταν μαζί με αυτά για τη χρήση του λόγου;

   Τότε ως αναπόφευκτη συνέπεια θα ερχόταν ή το βέλασμα, ή ο βρυχηθμός, ή το γαύγισμα, ή το να χρεμετίζει ο άνθρωπος, ή να φωνάζει παρόμοια με τα βόδια και τους όνους, ή να μουγκρίζει σαν θηρίο. Τώρα όμως με το να τεθεί στο σώμα το χέρι, μένει απερίσπαστο το στόμα στην υπηρεσία του λόγου. Συνεπώς τα χέρια έχουν δοθεί ως ιδιαίτερο γνώρισμα της λογικής φύσης, μια και ο Δημιουργός επενόησε έτσι, ώστε ο λόγος να διευκολυνθεί με τα χέρια.







                          
Γ. Η ανθρωποεικόνα της νεωτερικότητας και ο Αγιοπατερικός λόγος

( του Κων/νου Παπαγεωργίου, θεολόγου )

        Στο πλαίσιο του στοχασμού πάνω στην ανθρωποεικόνα της Νεοτερικότητας επιβάλλεται να σταθούμε περισσότερο στην θεωρία της εξελίξεως ( ή καλύτερα στις εκδοχές της εξελίξεως, αφού έχουμε διαφορετικές απόψεις των επιστημόνων επί του ιδίου θέματος) αναπτύσσοντας ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις , που μπορεί να φωτίσουν κάπως περισσότερο την «αξιολόγηση» της εκ μέρους της ορθοδόξου θεολογίας.

       Η βασική αδυναμία την θεωρίας προέρχεται από έναν "εκβιασμό" σχεδόν της λογικής, ο οποίος υποβάλλει  την προέλευση  του ανωτέρου από το κατώτερο (αν και οι εξελικτικοί ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει να κάνουμε τέτοιες αξιολογικές κρίσεις (ανώτερο - κατώτερο), της έμβιας ύλης από την άβια ύλη, της λογικότητας του ανθρώπου από το άλογο και ζωώδες κ.ο.κ) με μοναδικό «εννοιολογικό εργαλείο» τη φυσική επιλογή.

    Για τους εξελικτικούς, από μια αρχική τυχαία και στοιχειώδη σύνθεση ύλης και μέσω μιας βραδείας εξελικτικής πορείας φτάνουμε στην «πολυπλοκότητα της συνείδησης», χωρίς σχέδιο και χωρίς πρόγραμμα.

    Παρά το ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να το αποδείξει η παρατήρηση και το πείραμα, και παρά το ότι προσκρούει στη λογική εποπτεία του ανθρώπου,εν τούτοις αποτελεί την πεμπτουσία της σύγχρονης βιολογίας και επιχειρεί να ισχύσει όχι ως θεωρία (όπως λένε οι ίδιοι οι βιολόγοι) αλλά ως γεγονός, όπως γεγονός είναι για τη φυσική λ.χ ο νόμος της βαρύτητας.

   Το θεμέλιο του νέου τρόπου εξήγησης της καταγωγής (των ειδών και) του ανθρώπου είναι η πληθυσμική σκέψη, (όπως την ονομάζει ο Ernest Mayr, βλ. «τι είναι η εξέλιξη;»), που ως εννοιολογικό πλαίσιο αντικαθιστά την …ουσιοκρατία  : «οι  χριστιανοί και αγνωστικιστές φιλόσοφοι», λέει ο Mayr, αυτήν παραδέχονται (δηλ. την ουσιοκρατία) ως κύριο μέρος της κοσμοθεωρίας τους. Μία από τις γενικά αποδεκτές ιδέες ήταν και απόλυτη πίστη στην αλήθεια κάθε λέξης της Βίβλου.

   Με τα λόγια του Ernst Mayr «η ουσιοκρατία ήταν η σχεδόν καθολικά αποδεκτή κοσμοθεωρία από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του Δαρβίνου.  Θεμελιωμένη από τους Πυθαγορείους και τον Πλάτωνα δίδασκε ότι όλα τα φαινομενικά ευμετάβλητα φαινόμενα της φύσης, μπορούν να ταξινομηθούν σε κατηγορίες. Κάθε μια κατηγορία χαρακτηρίζεται από τον ορισμό της (την ουσία της). Η ουσία αυτή είναι σταθερή / ….. και αυστηρά οριοθετημένη, σε σχέση με όλες τις άλλες ουσίες αυτού του είδους. Για παράδειγμα οι Πυθαγόρειοι έλεγαν ότι ένα τρίγωνο είναι πάντοτε τρίγωνο, ό,τι σχήμα και να έχει, ενώ δεν συνδέεται  μέσω ενδιάμεσων μορφών με τα τετράγωνα (ή οποιαδήποτε άλλα γεωμετρικά σχήματα).  Η κατηγορία των δένδρων ορίζεται από έναν κορμό και μια φυλλώδη κορυφή. Ένα άλογο ορίζεται από τα μεγάλα του δόντια και το πόδι με το μοναδικό δάκτυλο.

Σύμφωνα με τη Χριστιανική Πίστη κάθε γένος, κάθε τύπος έχει δημιουργηθεί ξεχωριστά και όλα τα εν ζωή μέλη ενός είδους είναι απόγονοι του πρώτου εκείνου ζεύγους, που δημιούργησε ο Θεός. Η ουσία μιας κατηγορίας – τύπου είναι εντελώς σταθερή, είναι η ίδια σήμερα, όπως ήταν και την ημέρα της Δημιουργίας» (Ernst Mayr, "τι είναι η εξέλιξη", σελ. 109).  

  Η τελεοκρατία (ή φιναλισμός, πίστη που ανάγεται στον Αριστοτέλη) , από την άλλη πλευρά αποδεχόταν ότι ο έμβιος κόσμος είχε την τάση να προχωρεί προς «όλο και μεγαλύτερη τελειότητα».  Εθεωρείτο ως δεδομένη η ύπαρξη μιας ενυπάρχουσας δύναμης, διότι (όπως έλεγαν), πως αλλιώς θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει τη βαθμιαία εξέλιξη από τα κατώτερα βακτήρια μέχρι τις ορχιδέες, τα γιγάντια δένδρα, τις πεταλούδες, τους πιθήκους και τους ανθρώπους.

   Οι εξηγήσεις της ουσιοκρατίας και της τελεοκρατίας αντιστοιχούν σε «μοντέλα σκέψης», τα οποία ίσχυαν στη Βιολογία μέχρι την εποχή που ο Δαρβίνος καθιέρωσε έναν άλλο τρόπο σκέψης , που αρμόζει στην εξέλιξη: « όλες οι θεωρίες των εξελικτικών αλμάτων βασίζονται στην ουσιοκρατία, ενώ η πληθυσμική σκέψη δέχεται τις βαθμιαίες αλλαγές» (Ernst Mayr, τι είναι η εξέλιξη;  σελ. 109).

   «Μέχρι το 1859 επικρατούσε κάποιο λίγο-πολύ βιβλική  κοσμοαντίληψη» (γράφει  ο  Ε.  Mayr)  όχι  μόνο  μεταξύ  των  απλών  ανθρώπων,  αλλά  και  μεταξύ  των  φυσικών  επιστημόνων  και  των  φιλοσόφων.  Σύμφωνα  με  αυτή  την  κοσμοαντίληψη  η  απάντηση  σε  όλα  τα  ερωτήματα  σχετικά  με  τον  κόσμο  ήταν  πολύ  απλή:  ο  Θεός  είχε  δημιουργήσει  τον  κόσμο  και  μάλιστα  είχε  σχεδιάσει  τόσο  σοφά  τον  δημιουργημένο  του  κόσμο  ώστε  κάθε  οργανισμός  ήταν  τέλεια προσαρτημένος στη θέση του μέσα στη φύση» (Ε.  Mayr, σελ. 37).

   Ο  Δαρβίνος ήταν εκείνος που πρότεινε για την εξέλιξη μια εξήγηση, η οποία δεν στηριζόταν σε καμία υπερφυσική δύναμη.  Χρησιμοποίησε φαινόμενα και διαδικασίες που μπορούσε ο καθένας να παρατηρήσει καθημερινά στη φύση (παρακολουθούσε με μοναδική προσήλωση τη φυσική ιστορία). Τούτη ακριβώς η ικανότητα να παρατηρεί ενδιαφέροντα στοιχεία, αλλά και να θέτει τα κατάλληλα ερωτήματα γι’ αυτά επέτρεψε στον Δαρβίνο να πραγματοποιήσει τόσο πολλές επιστημονικές ανακαλύψεις και να αναπτύξει τόσο πολλές άκρως πρωτότυπες έννοιες (Mayr, σελ 42).

 Εδώ βλέπουμε με τα λόγια των ιδίων των εξελικτικών (και υποστηρικτών του Δαρβίνου) τη μέθοδο εργασίας, που αντιστοιχεί ακριβώς στη μέθοδο του Νεύτωνα (την οποία άλλωστε  και αποδεχόταν πλήρως ο Δαρβίνος), στην έρευνα του κοσμικού σύμπαντος. Ποια θα μπορούσε, όμως, να είναι η απάντηση της ορθοδόξου θεολογίας στις αιτιάσεις των εξελικτικών επιστημόνων;                                                                                            


 Κατά τον Sherrard υπάρχει μία μηχανική εξήγηση της ζωής στη βιολογία, «η οποία χαρακτηρίζει τον επιστήμονα, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο, όταν προτείνει θεωρίες, (εδώ λ.χ. την φυσική επιλογή) από το να αντικειμενοποιεί τους περιορισμούς της δικής του ατομικής συνείδησης».  Αν είχε έναν υψηλότερο βαθμό συνείδησης, από αυτόν που στην πραγματικότητα διαθέτει, θα έβλεπε τα πράγματα κάτω από ένα εντελώς διαφορετικό φώς και έτσι θα αποκτούσε για  αυτά μία εντελώς διαφορετική αντίληψη, μία αντίληψη που θα ήταν ίσως αδύνατον να εκφραστεί στη γλώσσα των πσοτ’ητων. (Φ. Σέρραρντ  ο βιασμός του ανθρώπου και της φύσεως σελ. 99) 

   Στη βιολογία, λέει ο Σέρραρντ, η επιστημονική σκέψη είναι περισσότερο μηχανιστική από οπουδήποτε αλλού  : το κύτταρο είναι ένα «χημικό εργοστάσιο», τα ριβοσώματα διευθύνονται από μια « μηχανή προγραμματισμού», το DNA μοιάζει με «εργάτη βιομηχανίας πολυγραφήσεων, που αντιγράφει το πρόγραμμα μιας αυτόματης μηχανής σε μια διατρητική μηχανή» κ. α…..». «Στην επιστήμη» (δηλώνει ο Ιωσήφ Needham, από την πλευρά του ), «ο άνθρωπος είναι μια μηχανή, κι αν δεν είναι αυτό ,δεν είναι τίποτε».

  Για την ανθρώπινη αντίληψη αυτού του είδους ο Φ. Σέρραρντ γράφει :  «όταν η διάνοια αφώτιστη από κάθε πνευματική και υπερφυσική αρχή γνώσης, αρέσκεται για πληροφόρηση στον κόσμο των φαινομένων, αυτό που συλλαμβάνει προσδιορίζεται από τις δικές της παραδεδεγμένες προϋποθέσεις, οποιεσδήποτε κι αν είναι αυτές.  Επίσης, όταν η διάνοια αναλύει και ταξινομεί, παίρνει υπόψη μόνο αυτές τις όψεις των πραγμάτων, που μπορούν να δεχθούν μέτρηση και μηχανική σύνδεση.  Οποιαδήποτε άλλη όψη των πραγμάτων, που δεν μπορεί να δεχθεί  μέτρηση και μηχανική σύνδεση, διαφεύγει από τη σύλληψη της διάνοιας…όταν διατυπώνει τα συμπεράσματά της με βάση την παρατήρηση».( Φ. Σέρραρντ, ο βιασμός κ.λ.π. σελ.107). 

   Η σύγχρονη επιστήμη, συμπεραίνει ο Σέρραρντ «έχει ως αφετηρία της μια απώλεια της μνήμης , μια λησμονιά του τι είναι ο άνθρωπος. Σύμφωνα με έναν αναπόφευκτο λογικό συνειρμό, έμφυτο σ’ αυτή την αφετηρία, η σύγχρονη επιστήμη ακολουθεί ένα δρόμο, που το κάθε της βήμα σημαδεύεται από μια παραπάνω πτώση του ανθρώπου, σε μια ακόμη βαθύτερη άγνοια της φύσεώς του και επομένως σε μια βαθύτερη άγνοια της φύσης των πραγμάτων».

   «Μόνο μια θρησκευτική κατανόηση του ανθρώπου , που να συνειδητοποιεί τις ουσιαστικές ιδιότητές του, μπορεί να αποκαταστήσει αυτό που χάθηκε και να κάνει έτσι την αρχή για να διορθωθεί η βαθιά αυτή διαδρομή».  Σε μια τέτοια θρησκευτική κατανόηση, να υπενθυμίσουμε εδώ, μπορούν να βοηθήσουν οι Πατέρες της εκκλησίας, αφού όλα όσα διατύπωσαν για τη φύση του ανθρώπου και τον προορισμό του, πηγάζουν από μια πνευματική πηγή, την ένθεο Αποκάλυψη (της οποίας διευρύνουν την ερμηνεία, χρησιμοποιώντας φιλοσοφικές και επιστημονικούς όρους).

   Γιατί  οι Πατέρες της εκκλησίας έβλεπαν τα πάντα μέσα στον Κόσμο, ως απαύγασμα της Σοφίας του Πατρός και επόπτευαν τη Δημιουργία από ένα σημείο πολύ υψηλότερο της Μηχανιστικής επιστήμης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι απέρριπταν την ανθρώπινη σοφία και γνώση.  Άλλωστε αυτός είναι ο λόγος που προχώρησαν και στο δημιουργικό / συνθετικό τους έργο. Πίστη και γνώση δεν ευρίσκοντο σε διάζευξη, αλλά εναρμονίζονταν μέσα από τη θέαση των πάντων , που κινούνται στη σφαίρα του Θεού.




   Ωστόσο η ανατρεπτικότητα της Νεοτερικής Εποχής εντοπίζεται και σε αυτό το σημείο, αφού δημιούργησε διλήμματα του τύπου πίστη ή γνώση, επιστήμη ή θρησκεία , μέσα από τη μονομερή ( σχεδόν μυστικιστική) ανάδειξη της επιστήμης ως νέας ( και μόνης αληθούς) θεότητας.  

   Έτσι  ερχόμαστε τώρα στο επίμαχο σημείο της "νατουραλιστικής" εξήγησης του Κόσμου και της Ζωής,  που διατρέχει τον Δυτικό Πολιτισμό, ως σημαντικό κομμάτι της πνευματικής του Ιστορίας. Το ερώτημα που τίθεται ενώπιον και της Ορθόδοξης Θεολογίας είναι το εξής:  Ενσωματώνονται οι παραδοχές/ τα πορίσματα αυτού του τύπου επιστήμης με το περιεχόμενο της πίστης σε Θεό Δημιουργό , όταν εκ των συνεπειών τους έρχονται σε αντίθεση με τις Αγιογραφικές αλήθειες;    

  Και για να συγκεκριμενοποιήσουμε το ερώτημα στην περίπτωση του ανθρώπου :  Η θεωρία της εξέλιξης μπορεί να εναρμονιστεί με τη Χριστιανική Πίστη σε Θεό Πατέρα, ποιητή και προνοητή του Κόσμου;  

  
   Θα μπορούσε εν τέλει δηλαδή να γραφεί ένα έργο ανάλογο του «περί κατασκευής του ανθρώπου »  του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, όπου θα ενσωματώνονταν και γνώσεις της σύγχρονης Βιολογίας, ώστε να διαφανεί η σύσταση του ανθρώπινου όντος, με αποκλεισμό ταυτόχρονα των θέσεων εκείνων που προσκρούουν στην Αποκάλυψη ; ( όπως λ.χ  η άνευ σχεδίου εξέλιξη του ανθρώπου από το ζωώδες, η τυχαία του "δόμηση", η έλλειψη προορισμού / μέσα στο σύμπαν κ.α ).

  Η απάντηση νομίζουμε ότι είναι καταφατική, γιατί στο επίπεδο της κτιστής πραγματικότητας κάθε γνώση που προσφέρει η επιστήμη ( και η μηχανιστική εξήγηση ακόμη), μπορεί να αφομοιωθεί  από την Ορθόδοξη Θεολογία (και να τοποθετηθεί σε άλλη προοπτική), εκτός από την περίπτωση των μεταφυσικών γενικεύσεων/αποφάνσεων που εξ ορισμού αντιτίθενται στην πίστη, αφού συνιστούν "εναλλακτική" αλήθεια , απέναντι στην ένθεο φιλοσοφία. Διότι δεν μπορεί να  κατασκευάζει κάποιος ερμηνείες της πραγματικότητας  γενικεύοντας ορισμένες παρατηρήσεις, και (με την ιδίου τύπου γνώση του), να  ζητεί να τις  επιβάλη ως Απόλυτες αλήθειες (τη στιγμή που αποτελούν, απλώς, άλλη μορφή πίστης ).

  Η εκτίμησή μας είναι, πως αν παραμεριστούν οι δυσκολίες, που προκαλεί η αποδοχή μιας τυφλής και τυχαίας πορείας στη γραμμή «μοριοάνθρωπος» (από την ανόργανη ύλη) προς την πολυπλοκότητα της συνείδησης/ το ανθρώπινο εγώ, τότε ακόμη και εξελικτικές θεωρίες (το έχει κάνει ήδη ο Francis Collins, στο έργο του λ.χ. «η γλώσσα του Θεού») μπορούν να ενσωματωθούν στην ερμηνεία της Γενέσεως, όπως άλλωστε υπονοεί και το έργο του Γρηγορίου  Νύσσης.

 Γιατί ο Άγιος Πατήρ φαίνεται να δέχεται, πως με ένα αρχικό δημιουργικό πρόσταγμα του Θεού «εν κεφαλαίω» εδόθησαν ως δυνατότητες στο υλικό σύμπαν, όλα όσα σταδιακά θα προέκυπταν στη συνέχεια (με νέα πρoστάγματα του δημιουργού). Αυτά ( τα δημιουργικά πραστάγματα)  η επιστήμη δεν μπορεί να τα «εντοπίση» , αλλά γι'αυτό ακριβώς το λόγο οφείλει ταπεινότητα, απέναντι σε εκείνο, που πάντοτε θα την υπερβαίνει. Ωστόσο,αν κανείς είναι τίμιος και προσεκτικός, δεν μπορεί παρά να νοιώθει έκπληξη και θαυμασμό απέναντι στο μυστήριο του ανθρώπου. Κάτι τέτοιο γίνεται ευκρινές σε πολλά γραπτά φορέων της επιστήμης και θα μπορούσαν  να αφομοιωθούν δημιουργικά όσα λ.χ. ένας σύγχρονος ερμηνευτής  της ζωής, έχει διατυπώσει πάνω στο θέμα της Γενετικής εέλιξης του ανθρώπου Με τα λόγια του Albert Jacquard ( καθηγητή γενετικής και δημογράφου / παν. Παρισίου / Γενεύης) .

   «Η ιστορία του ανθρώπου, ενσωματωμένη στην ιστορία του κόσμου, αρχίζει με τη Μεγάλη Έκρηξη. Η πορεία αυτή κατέληξε σε ένα ον, που ανατρέπει τη ροή των γεγονότων. Καρπός του σύμπαντος, φτιαχμένος από τα στοιχεία που σχηματίζουν οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο μέσα σ’ αυτό, ικανός να στοχαστεί για το Συμπάν , να ανακεφαλαιώσει την ιστορία του παρελθόντος και να πάρει τη σκυτάλη για να αποφασίσει για τη μελλοντική του ιστορία, ο άνθρωπος είναι η ακρότατη αιχμή  της πορείας που ξεκίνησε από την αρχή του σύμπαντος» (   Albert Jacquard, Η ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ,  σελ. 99)  Το κυριότερο μυστήριο ( λέει ο A. Jacquard) δεν είναι ότι υπάρχουμε, αλλά ότι γνωρίζουμε. Εγώ, ένα αντικείμενο, απειροελάχιστο στοιχείο του σύμπαντος , μιλώ για το σύμπαν , το περιγράφω, διηγούμαι την ιστορία του και υπέρτατη έπαρση!) τολμώ να έχω μια γνώση γι’ αυτό.

   Το βλέμμα με το οποίο αντικρύζω τον κόσμο τον καθιστά θαυμαστό: το βλέμμα που στρέφω στους ανθρώπους και στον εαυτό μου , μας καθιστά θαυμάσιους. Εξηγείται αυτό από την πορεία προς την πολυπλοκότητα, την  «πολυπλοκοποιητική ορμή» της βιολογίας;  Είναι αδύνατο να απαντήσουμε (συμπεραίνει ο ίδιος επιστήμονας). Στην πραγματικότητα το ερώτημα αφορά τη «συνείδηση»: αυτή την έννοια που, σύμφωνα με ορισμένους φιλοσόφους, δεν μπορούμε καν να ορίσουμε.

  Ωστόσο είναι εφικτή μια διαπίστωση: λέω «εγώ». Αυτό το προφανές στοιχείο είναι τόσο ισχυρό, τόσο άξιο να ληφθεί υπόψη, όσο και τα αποτελέσματα των πειραμάτων για την πτώση των σωμάτων ή την αλληλεπίδραση των οξέων και των βάσεων. Είναι συστατικό της πραγματικότητας που μας περιβάλλει ή μάλλον του μέρους της, το οποίο είμαστε ικανοί να γνωρίζουμε.


    Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι το πιο σύνθετο «αντικείμενο»που υπάρχει , όχι μόνο εξαιτίας του αριθμού των δομικών στοιχείων του (εκατοδισεκατομμύρια νευρώνες και ένα εκατομμύριο δισεκατομμύρια  συνάψεις), αλλά κυρίως από το γεγονός ότι όλα αυτά τα στοιχεία αλληλοσυνδέονται.. Χάρη σ’ αυτό τον πλούτο οι άνθρωποι μπόρεσαν να δαμάσουν τη φωτιά να τη χρησιμοποιήσουν για να προστατευτούν ή για να ψήσουν τα τρόφιμα και να κατασκευάσουν εργαλεία.


  Ακόμη πιο αποφασιστικό ήταν ότι κατόρθωσαν να αναπτύξουν με την ομιλία και κατόπιν με τη γραφή, τα μέσα επικοινωνίας που συνδέουν τον καθένα με τους άλλους , συνθέτοντας έτσι το μόνο «αντικείμενο» που είναι πιο πολύπλοκο από τον άνθρωπο: το σύνολο των ανθρώπων.

   Όντας στο επίκεντρο των σχημάτων βλεμάτων των άλλων , καθένας εμπλουτίζεται από αυτό που παράγει  η κοινότητα. Αναδύεται και αναπτύσσεται μέσα του μια πραγματικότητα ξένη προς τη βιολογική του κληρονομιά εμφυτευμένη  από αυτό, που δημιούργησαν οι άνθρωποι σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας τους: την «ανθρωποσύνη». Η φύση τους έδωσε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να κατασκευάσουν τον οργανισμό τους. Η πολυπλοκότητα του οργανισμού αυτού τους επέτρεψε να αναλάβουν τη συνέχεια των γεγονότων.  Από τότε που εμφανίστηκαν στη γη, οι άνθρωποι κατάφεραν να στραφούν με ένα συγκινημένο βλέμμα στο σύμπαν : την τέχνη,  με ένα ερευνητικό βλέμμα στις διεργασίες που συντελούνται σ’ αυτό : την επιστήμη,  και με ένα απαιτητικό βλέμμα στους εαυτούς τους : την ηθική.  

Το σημερινό εγώ μου δεν ήταν παρόν ούτε μέσα στο αρχικό ωάριο, ούτε μέσα στο αρχικό σπερματοζωάριο, δεν ξεπήδησε αυτόματα από τον οργανισμό μου.. Το έσπειραν μέσα μου όλοι εκείνοι ζωντανοί ή νεκροί πλέον, με τους οποίους βρέθηκα σε επικοινωνία. Η ανθρώπινη ιστορία μετέτρεψε το άτομό μου σε πρόσωπο. (A. Jacquard ο.π. , σελ. 95,96).

  Μια σύγχρονη δημιουργική θεολογία οφείλει να αφομοιώσει τέτοια πορίσματα (των θετικών πλέον επιστημών, φυσική, βιολογία κ.α) για να ερμηνεύσει την εικόνα του ανθρώπου ως Θείου Δημιουργήματος, υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι ικανή να απομονώνει των «ψυχική και δαιμονιώδη» σοφία εκείνων που υπερβαίνουν τα σύνορα της πεπερασμένης κατάστασής τους και θέλουν να ενθρονίσουν θεωρίες (ιδίας εμπνεύσεως) ως αποδεδειγμένες επιστημονικές αλήθειες.

   Ιδιαίτερα σήμερα, που η ανθρωπολογία έρχεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και αφορά το ίδιο το μέλλον των ανθρωπίνων κοινωνιών (με τις ηθικές της προεκτάσεις), δεν είναι άνευ σημασίας η επανεκτίμηση της θεολογίας των πατέρων (της σχετικής με τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού) και με όλη την δυναμική, που αυτή εμπεριέχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου