Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης





Ο άθρησκος χαρακτήρας που έχει λάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απολύτως αντίθετος με τις χριστιανικές πνευματικές ρίζες της Ευρώπης.

 

Ο χαρακτήρας αυτός (που εμπεριέχει στοιχεία όπως η δράση πολιτικών ομάδων για τον αποκλεισμό της θρησκείας από τη δημόσια ζωή, αλλά και άφθονα φαινόμενα «χριστιανοφοβίας» σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες) οφείλεται κατά κύριο λόγο στα αθεράπευτα τραύματα των δυτικών κοινωνιών από τους εκπροσώπους της χριστιανικής θρησκείας, που κυριάρχησαν σ’ αυτές τα τελευταία χίλια χρόνια. Ο φρικτός Μεσαίωνας, αλλά και η Αποικιοκρατία, οι θρησκευτικοί πόλεμοι, ο ηθικισμός και πλείστα άλλα πόνεσαν και πονούν το δυτικοευρωπαίο τόσο, ώστε τον ανάγκασαν να πετάξει από πάνω του τη χριστιανική θρησκεία σαν βαρύ πάπλωμα.

 

Δε γνωρίζει ωστόσο ο δυτικοευρωπαίος αδελφός μας ότι όλες οι εκδοχές του χριστιανισμού που κυριάρχησαν στο δυτικοευρωπαϊκό κόσμο τα τελευταία χίλια χρόνια, τόσο στο ρωμαιοκαθολικό χώρο όσο και στον προτεσταντικό, είναι αιρετικές και συνιστούν εκτροπή από την αυθεντική διδασκαλία και ζωή της Εκκλησίας που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός, εκτροπή σε όλα τα βασικά σημεία της.

 

Είναι αυτονόητο πως η διδασκαλία του Ιησού Χριστού για την αγάπη στον πλησίον δεν έχει σχέση με το φανατισμό, τη σκληρότητα, τον ευσεβισμό και τον ηθικισμό, που γνωρίζουν οι δυτικοευρωπαίοι ως χαρακτηριστικά της χριστιανικής θρησκευτικότητας. Δε γνωρίζουν όμως – αν και κάποιοι σιγά σιγά το ανακαλύπτουν – ότι η αυθεντική, αρχέγονη Εκκλησία που ίδρυσε Εκείνος, η Εκκλησία των φτωχών αποστόλων και των μαρτύρων, των πνευματικών αγωνιστών και των ανοιχτόμυαλων διδασκάλων της αγάπης, ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει. Υπήρξε και υπάρχει σε απόσταση μιας ανάσας από τα σπίτια τους. Είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία.

 

Επηρεασμένοι από τις κρίσεις προκατειλημμένων ιστορικών για τον ιστορικό χώρο της Ορθοδοξίας, πιθανόν οι περισσότεροι δυτικοευρωπαίοι να ταυτίζουν την Ορθοδοξία με βυζαντινές αυτοκρατορικές ραδιουργίες ή με την τσαρική φεουδαρχία. Όμως η Ορθοδοξία δεν ταυτίζεται καθόλου με αυτά – αντίθετα, οι πραγματικοί άγιοι ορθόδοξοι διδάσκαλοι αγωνίστηκαν ενάντια στην αδικία και την καταπίεση, απ’ όπου κι αν προερχόταν.


Η Ορθοδοξία επίσης δεν ταυτίζεται με κάποιο πλούσιο και ισχυρό εκκλησιαστικό οργανισμό, που διαχειρίζεται την πίστη και τη δεισιδαιμονία των ανθρώπων. Η Ορθοδοξία είναι ο λαός του Θεού, το Σώμα του Χριστού, στο οποίο όλοι οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, παιδιά και ενήλικες, πλούσιοι και φτωχοί, μορφωμένοι και αγράμματοι, άρχοντες και εργάτες, ακόμη και ενάρετοι και αμαρτωλοί, γενναίοι και δειλοί, πιστοί και άπιστοι, είναι προσκεκλημένοι ισότιμα να ενωθούν με το συνάνθρωπο, με τον Ιησού Χριστό, με τον Τριαδικό Θεό και κατ’ επέκτασιν με όλα τα όντα, και να φτάσουν (ενώ ακόμα ζουν, όχι απλώς «μετά θάνατον») στην τελειότερη πνευματική κατάσταση που μπορεί να φτάσει άνθρωπος: να γίνουν κατά χάριν θεοί, δηλαδή άγιοι, και να βασιλεύσουν μαζί με το Χριστό στην αιώνια Βασιλεία Του.

 

Πρόκειται για ένα τρόπο ζωής, που, όταν ακολουθείται με σοβαρότητα και συνέπεια, οδηγεί τον άνθρωπο στη θεραπεία της ψυχής του από τα πάθη (δηλαδή από ό,τι του προκαλεί εξάρτηση) και την εγκατάσταση μέσα του της ταπεινής και ανιδιοτελούς αγάπης προς όλους τους ανθρώπους και προς όλα τα όντα. Όλα τα στοιχεία που περιέχει, όπως η εξομολόγηση, η θεία κοινωνία, η προσευχή, η νηστεία, αλλά και η άσκηση των αρετών, υπάρχουν για να βοηθήσουν τον άνθρωπο να βαδίσει αυτό το δρόμο, το δρόμο που δίδαξε ο Χριστός.

 

Ιστορικά, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κάθε εποχής έχουν προοδεύσει πνευματικά σ’ αυτή την πορεία και έχουν γίνει άγιοι. Βέβαια, ακόμη και στους παραδοσιακά ορθόδοξους λαούς δεν ακολουθούν όλοι οι άνθρωποι αυτή την πορεία. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, που τα πνευματικά ρεύματα της Δύσης πνέουν και στα μέρη μας, η πνευματική σύγχυση εξαπλώνεται ολοένα και περισσότερο ακόμη και στις χώρες μας. Όμως η πορεία αυτή αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του πολιτισμού μας και ακολουθείται ακόμη και σήμερα από πολλούς – μάλιστα, ανακαλύπτεται από ολοένα και περισσότερους.

 

Σημαντικοί άγιοι διδάσκαλοι του 20ού αιώνα, αλλά και ορθόδοξοι διανοητές (από τον άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς ώς το γέροντα Σωφρόνιο του Essex κι από τους πατέρες Γεώργιο Φλωρόφσκι και Ιωάννη Ρωμανίδη ώς τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο κ.ά. – παρακάτω θα αναφέρουμε ορισμένους από δυτικές χώρες), έχουν πλουτίσει την πρόσφατη βιβλιογραφία με εξαίρετα έργα, που μπορούν πλέον να κατατοπίσουν τον αναγνώστη για τον αυθεντικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας.

 

Στη δυτική Ευρώπη, η απελευθέρωση από τη θρησκεία μοιραία δεν συνοδεύτηκε από κάποια ηθική πρόοδο, ούτε φυσικά από την κατάκτηση της ευτυχίας. Ακόμη και σήμερα τον κόσμο τον κυβερνούν οι ισχυροί του χρήματος, ενώ ο λαός είναι βυθισμένος στην απελπισία και την εξαθλίωση, αν και με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στην εποχή της φεουδαρχίας ή, αργότερα, της βιομηχανικής επανάστασης. Και, αναζητώντας υποκατάστατα στο πνευματικό κενό που άφησε ο εξοβελισμός της θρησκείας, καταφεύγει σε νέα «όπια», όπως η γιόγκα, ο οικολογικός και κοινωνικός ακτιβισμός, οι πολιτισμικές εκδηλώσεις, τα καλλιτεχνικά προγράμματα, η τηλεόραση και το διαδίκτυο και τα καταναλωτικά αγαθά υψηλής τεχνολογίας (κοινώς, gadgets). Το αίτημα για ελευθερία και δικαιοσύνη εξακολουθεί να ταλανίζει τη δυτική Ευρώπη, ακριβώς όπως την εποχή του Διαφωτισμού.

 

Όπως ο δυτικοευρωπαίος δεν υποψιάζεται ότι ο χριστιανισμός που γνώρισαν οι μεσαιωνικοί πρόγονοί του είναι ένα μωσαϊκό αιρέσεων, όμοια δεν υποψιάζεται ότι σε παρελθόν παλαιότερο των χιλίων ετών (πριν το Μεγάλο Σχίσμα του 1054) η δυτική Ευρώπη ήταν μια ορθόδοξη χριστιανική ήπειρος.

 

Πολλοί σήμερα λένε πως με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μοιραζόμαστε μια κοινή θρησκευτική κληρονομιά των πρώτων χιλίων ετών του χριστιανισμού. Δυστυχώς, δε μπορώ να συμφωνήσω. Αν και είναι αυτονόητο ότι στο ρωμαιοκαθολικό χώρο (όπως και σε όλες τις θρησκείες) έχουν αναδειχθεί πολλές αξιέπαινες προσωπικότητες, γεμάτες ειλικρίνεια και αγάπη, η αλήθεια όμως είναι ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποτελεί την απόρριψη και αναίρεση των αυθεντικών χριστιανικών καταβολών.

Η Ορθοδοξία όντως διαθέτει κοινή θρησκευτική παράδοση με τη δυτική Ευρώπη των πρώτων δέκα χριστιανικών αιώνων, αλλά η νεώτερη δυτική Ευρώπη δεν ακολούθησε αυτή την παράδοσης.

 

Οι δυτικοί ευρωπαϊκοί λαοί έχουν στο παρελθόν τους εκατοντάδες αγίους, ασκητές, μάρτυρες, πνευματικούς αγωνιστές και διδασκάλους του παρελθόντος, που είναι ορθόδοξοι άγιοι, ασκητές, αγωνιστές κ.τ.λ. (1), η πνευματική κληρονομιά των οποίων αγνοήθηκε, όταν στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο κυριάρχησε ο Καθολικισμός, μεταλλάσσοντας το χριστιανισμό, από οδό αγάπης, θεραπείας, αυτογνωσίας και αγιότητας, σε καταπιεστική δεισιδαιμονία.

 

Προβάλλει λοιπόν έντονο και επιτακτικό το αίτημα, όχι απλώς για ανακάλυψη από τους δυτικοευρωπαίους αδελφούς μας των αρχαίων χριστιανικών καταβολών τους, αλλά για επιστροφή τους σε αυτές.

 

Η επιστροφή αυτή είναι αναγκαία και επείγουσα, για σοβαρούς λόγους όπως:

 

Α) Η Ορθοδοξία αποτελεί την αυθεντική ευρωπαϊκή πνευματική κληρονομιά, αυτήν που θα προσφέρει στον Ευρωπαίο εσωτερική ειρήνη, αυτογνωσία και χαρά και θα γιατρέψει τις πληγές προσώπων και κοινωνίας. Ο διαρκής και ασυμβίβαστος αγώνας των αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της Ορθοδοξίας υπέρ του πλησίον φανερώνει πως έχουμε να κάνουμε με ένα θησαυροφυλάκιο πνευματικής ενέργειας, που ωθεί σε δράση, αλλά δράση με κίνητρο την αγάπη και τη συγχώρηση, όχι το μίσος ή το αμείλικτο αίτημα για δικαιοσύνη ή τη δίψα για εκδίκηση.

 

Β) Ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις του καθενός, πρέπει να διαβεβαιώσουμε με επίγνωση και εντιμότητα ότι η Ορθοδοξία αποτελεί το δρόμο της ένωσης του ανθρώπου με το Θεό διά του Χριστού – ένωσης που συνιστά και την ένωση αγάπης των ανθρώπων μεταξύ τους και με τα άλλα όντα. Αυτό που αναζητά σήμερα ο δυτικός άνθρωπος στον πανθεϊσμό των αυτοχθόνων της Αμερικής ή των σαμάνων ή στις μυστικιστικές πρακτικές του βουδισμού και του ινδουισμού (την αρμονία με τον εαυτό του και με το σχεδόν κατεστραμμένο φυσικό περιβάλλον, το να γίνει «ένα με τα πλάσματα»), είναι η καρδιά της ίδιας της δικής του πνευματικής παράδοσης, εγκαταλελειμμένης από αιώνες, που όμως ακριβώς δίπλα του – στις ορθόδοξες χώρες – δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ. Για να είμαστε ακριβείς, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ εντελώς, γιατί οι κοινωνίες μας έχουν υποστεί σοβαρές ήττες από το δυτικό (πνευματικό κυρίως) επεκτατισμό και οι απώλειές μας είναι βαριές. Αλλά, δόξα τω Θεώ, ακόμη ζούμε και ακόμη και σήμερα στους δρόμους των πόλεών μας, στα χωριά μας, στα δάση και στα μοναστήρια μας κυκλοφορούν άγιοι και αγίες.

 

Γ) Η πραγματικά κοινή χριστιανική παράδοση όλης της Ευρώπης, η Ορθοδοξία, είναι ο ενοποιητικός παράγοντας των ευρωπαϊκών λαών ανατολής και δύσης. Η Ορθοδοξία ενώνει τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης και αποτελεί τον πολυτιμότερο θησαυρό μας. Αυτή μας ενώνει και με τους λαούς της δύσης. Χωρίς την Ορθοδοξία, κατ’ ουσίαν – ας μου επιτραπεί να το πω – δύσκολα θα βρούμε συνδετικούς κρίκους με τη Δύση. Η ιστορία των τελευταίων αιώνων μας χωρίζει από τη Δύση (και χωρίζει και τους δυτικούς λαούς από τις ηγεσίες τους, αλλά και τους μη ευρωπαϊκούς λαούς από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες), ενώ η Ορθοδοξία μας συνδέει.

 

Προ ετών, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ ανακήρυξε προστάτες αγίους της Ευρώπης τους ορθόδοξους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο (11 Μαΐου) και τον (επίσης ορθόδοξο) δυτικό άγιο Βενέδικτο της Νουρσίας (14 Μαρτίου).

 

Στην πραγματικότητα, ως ορθόδοξους χριστιανούς, η πράξη αυτή (και οποιαδήποτε πράξη) του αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δε μας αφορά καθόλου. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν ανήκει στην ίδια παράδοση με μας, αλλά, αντίθετα, συνιστά την άρνηση αυτής της παράδοσης, της ίδιας της αρχέγονης και αυθεντικής χριστιανικής ευρωπαϊκής παράδοσης (η οποία είναι και παγκόσμια παράδοση, καθώς περιλαμβάνει μεγάλο μέρος των ασιατικών και αφρικανικών λαών, που ανέδειξαν πλήθος ορθόδοξων αγίων, μαρτύρων και διδασκάλων, ιδίως πριν την κατακτητική εξάπλωση του Ισλάμ αλλά και πριν την επικράτηση του μονοφυσιτισμού σε αρκετές χώρες, δηλ. των λεγόμενων «Oriental Orthodox Churches»).

 

Ιδέες και πρακτικές των Φράγκων και, στη συνέχεια, του Καθολικισμού, έχουν καταδικαστεί ως αιρετικές από τις εκκλησιαστικές συνόδους του 879-880 και του 1341 (που από κάποιους θεωρούνται 8η και 9η Οικουμενικές Σύνοδοι), ενώ ευθεία και αναλυτική καταδίκη των παπικών αιρέσεων συναντούμε στη Σύνοδο των Πατριαρχείων της Ανατολής του 1848, και βέβαια σε πλήθος μεμονωμένων αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της Ορθοδοξίας, από τον άγιο Μάρκο Εφέσου ώς το σύγχρονο άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς (ακόμη και δυτικούς, όπως οι πάπες Ιωάννης Η΄, που συμμετείχε στη Σύνοδο του 879-880, και Λέων Γ΄). Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα μήπως ο Καθολικισμός «δεν αποτελεί αίρεση». Αλλά το πράγμα αποκαλύπτεται και διά της κοινής λογικής: μια απλή σύγκριση της ιστορίας του Καθολικισμού με το Ευαγγέλιο αρκεί για να φανερώσει το μεγάλο χάσμα που τα χωρίζει.

 

Παρόμοια ισχύουν και για τον προτεσταντικό χώρο και φυσικά για το χώρο των πεντηκοστιανών και των λεγόμενων «αναγεννημένων» ή «χαρισματικών χριστιανών» (ομάδων που πέφτουν σε έκσταση και πιστεύουν ότι «το Άγιο Πνεύμα» μπαίνει μέσα τους και τους οδηγεί σε διάφορες προφητικές και θαυματουργικές καταστάσεις), με τον οποίο σχεδόν τίποτε κοινό δε μοιραζόμαστε, εκτός από την επίκληση κάποιας πίστης στο Χριστό.

 

Με όλους τους ανωτέρω η Ορθοδοξία διεξάγει διάλογο, για να βοηθήσει στην αυτοσυνειδησία τους και την ανακάλυψη από πλευράς τους του θησαυρού που οι πρόγονοί τους κάποια στιγμή έχασαν και, στη συνέχεια, ξέχασαν.

 

Ωστόσο, το αίτημα για επιστροφή του Ευρωπαίου στις ορθόδοξες ρίζες του δεν σημαίνει καθόλου μια επιστροφή του δυτικού ανθρώπου «σε μας», στην «ορθόδοξη αγκαλιά μας», γιατί κι εμείς χρειαζόμαστε μια παρόμοια επιστροφή εις Χριστόν. Σημαίνει ακριβώς αυτό που είπαμε προηγουμένως· η δύση ανακάλυψε τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, κάθε ηλικίας, φύλου, μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, ακόμη και τα δικαιώματα των ζώων, των φυτών και του ίδιου του πλανήτη (πράγματα, για τα οποία συχνά εμπνέεται από την παγανιστική ή πανθεϊστική κουλτούρα αλλότριων πολιτισμών), αλλά δεν ανακάλυψε τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος θα υπερβεί τα πάθη του και θα σεβαστεί στην πράξη τα ανωτέρω δικαιώματα (του άλλου), ούτε το δρόμο που, μέσα από αυτό το σεβασμό, οδηγεί τον άνθρωπο στο θείο προορισμό του. Φυσικά δε γνωρίζει τις δικές της πηγές έμπνευσης γι’ αυτά τα θέματα, που θα μπορούσαν να την καθοδηγήσουν, και που είναι οι βίοι και η διδασκαλία των δικών της αρχαίων αγίων, της ενιαίας και Ορθόδοξης – δυτικής, με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αλλά Ορθόδοξης – Εκκλησίας. Ανάλογη κρίση, όπως είπαμε, υφιστάμεθα ώς ένα βαθμό και εμείς, εκδυτικισμένοι και αλλοτριωμένοι.

 

Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται στο δυτικό κόσμο αρκετοί πνευματικοί ερευνητές, που ανακαλύπτουν την αρχαία χριστιανική Εκκλησία, την Ορθοδοξία, και βρίσκουν το σθένος να ενταχθούν σ’ αυτήν. Ας αναφέρω ενδεικτικά τον Ισπανό φραγκισκανό μοναχό Παύλο ντε Μπαγεστέρ Κονβαλλιέρ (που δολοφονήθηκε στο Μεξικό, ως ορθόδοξος επίσκοπος πλέον, το 1984), το Γάλλο μοναχό π. Πλακίδα Deseille, το Γάλλο καθηγητή Πατρολογίας Ζαν Κλωντ Larcet (συγγραφέα του έργου Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, όπου αναδεικνύει τον θεραπευτικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας), τον Άγγλο καθηγητή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης π. Κάλλιστο Ware, τον Ελβετό θεολόγο και μοναχό π. Γαβριήλ Bunge, τον Αμερικανό φιλόσοφο π. Σεραφείμ Ρόουζ, τον πολυπλάνητο πνευματικό αναζητητή Κλάους Κένεθ κ.π.ά.  Φυσικά υπάρχουν χιλιάδες ακόμη, ενώ ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μιας προτεσταντικής Ομολογίας στις ΗΠΑ, που επέστρεψε ομαδικά στην Ορθοδοξία τη δεκαετία του 1980, μαζί με τους ιερείς και τους επισκόπους της, μετά από προσεκτική έρευνα των αρχαίων πηγών του χριστιανισμού. Η ιστορία της καταγράφεται από τον επίσκοπό της π. Πήτερ Γκίλκουιστ στο βιβλίο του Καλώς ήλθατε στο σπίτι σας (Becoming Orthodox).

 

Αν και εκτός της Ευρώπης, ας αναφέρουμε ότι στη Λατινική Αμερική αυτή τη στιγμή παρατηρείται κίνηση προς την Ορθοδοξία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, ιδιαίτερα στη Γουατεμάλα, προερχόμενων από τον Καθολικισμό και το «χαρισματικό κίνημα».

 

Αυτό είναι το μέλλον της Ευρώπης. Με μεγάλη αγάπη και σεβασμό προς όλους, οφείλω να ομολογήσω ότι εκτός της Ορθοδοξίας, ακόμη και στον ευγενέστερο αθεϊστικό ανθρωπιστικό ακτιβισμό ή στις περιπλανήσεις στους δρόμους του αρχαίου ευρωπαϊκού παγανισμού, της μαγείας και του ασιατικού μυστικισμού, μαίνεται η κόλαση: η προσωπική κόλαση της μοναξιάς, της απελπισίας, της κατάθλιψης, και η κοινωνική κόλαση της κυριαρχίας των νεοαποικιοκρατικών οικονομικών κολοσσών, που διαχειρίζονται τις τύχες των λαών όχι μόνο της ηπείρου, αλλά και ολόκληρου του πλανήτη μας.

 

Σημείωση:

(1) Κατονομάζω πρόχειρα και από μνήμης τους αρχαίους δυτικούς αγίους Ειρηναίο της Λυών, Κλήμεντα Ρώμης, Ιλάριο του Πουατιέ, Γρηγόριο το Διάλογο, Ιωάννη Κασσιανό, Αμβρόσιο Μιλάνου, Μαρτίνο της Τουρ, Γενεβιέβη των Παρισίων, Βενέδικτο της Νουρσίας, Δαβίδ της Ουαλίας, Κολούμπα της Αϊόνα, Κάθμπερτ του Λίντισφαρν, Πατρίκιο της Ιρλανδίας, Χίλντα του Γουΐτμπυ, Ισίδωρο και Λέανδρο της Σεβίλλης κ.λ.π. Σημειωτέον ότι ο ιερός Αυγουστίνος, αν και άγιος της Ορθοδοξίας και μεγάλο ηθικό ανάστημα, αντιμετωπίζεται με προσοχή, λόγω σοβαρών φιλοσοφικών αστοχιών του, που οδήγησαν – αιώνες μετά – σε κάποιες από τις παπικές αποκλίσεις.


ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ - ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

 

                            ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

                                       Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


                                      ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ

(ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ )


Η ανθρώπινη ύπαρξη, όταν χωρίζεται από το Θεό, καταλαμβάνεται από ταραχή, χάνει τον ειρμό της, τρόπον τινά, αποσυντίθεται. Η ίδια η δομή του ανθρώπου χάνει την σταθερότητά της. Η ενότητα της ψυχής και του σώματος γίνεται επισφαλής. Η ψυχή χάνει τη ζωτική της δύναμη, δεν είναι πια ικανή να ζωογονήσει το σώμα. Το σώμα μεταβάλλεται σε τάφο ή φυλακή της ψυχής. Και ο φυσικός θάνατος γίνεται αναπότρεπτος. Το σώμα και η ψυχή δεν αλληλοασφαλίζονται, τρόπον τινά, δεν προσαρμόζονται μεταξύ τους.

Η παράβαση της εντολής, λέγει ο άγ. Αθανάσιος, «επανέφερε τον άνθρωπο στην κατάσταση της φύσεως» («είς το κατά φύσιν επέστρεφεν») «ώστε όπως αυτός πλάστηκε από το μηδέν, έτσι και στην ίδια του την ύπαρξη, όταν έφτανε ο κατάλληλος καιρός, διαλυόταν (πάθαινε φθορά), σύμφωνα με κάθε έννοια δικαιοσύνης». Γιατί το δημιούργημα, δημιουργημένο από το μηδέν, βρίσκεται επίσης πάνω από την άβυσσο του μηδενός, έτοιμο πάντοτε να πέσει μέσα της.

Η δημιουργημένη φύση, λέγει ο άγ. Αθανάσιος, είναι θνητή και ασταθής, «ρέουσα και υποκείμενη σε διάλυση» («φύσις ρευστή και διαλυομένη»). Και σώζεται από αυτή τη «φυσική φθορά» μόνο με τη δύναμη της ουράνιας Χάρης, «με την ενοίκηση του Λόγου». Ετσι ο χωρισμός από το Θεό οδηγεί το δημιούργημα σε αποσύνθεση και φθορά. «Γιατί εμείς αναπόφευκτα θα πεθάνουμε και είμαστε σαν το νερό που χύθηκε πάνω στη γή, που δεν μπορεί να μαζευτεί και πάλι» (Βασιλειών Β’ ιδ’,14).


Στην Χριστιανική εμπειρία ο θάνατος παρουσιάζεται κατ’ αρχήν ως μεγάλη τραγωδία, ως οδυνηρή μεταφυσική καταστροφή, ως μυστηριώδης αποτυχία του ανθρώπινου προορισμού. Γιατί ο θάνατος δεν είναι η φυσική κατάληξη της ανθρώπινης υπάρξεως. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Ο θάνατος του ανθρώπου είναι αφύσικος, είναι μια αποτυχία. Ο Θεός δε δημιούργησε το θάνατο, δημιούργησε τον άνθρωπο για την αφθαρσία και την αληθινή ζωή, «εις το είναι» (πρβλ.Σοφία Σολομ. Στ’,18 και β’,23). Ο θάνατος του ανθρώπου είναι «τα οψώνια της αμαρτίας» (Ρωμ.στ’,23). Είναι απώλεια και φθορά. Και από την πτώση (το προπατορικό αμάρτημα) και εξής το μυστήριο της ζωής εκτοπίζεται από το μυστήριο του θανάτου.

Τι σημαίνει για τον άνθρωπο ότι πεθαίνει; Εκείνο που στην πραγματικότητα πεθαίνει είναι προφανώς το σώμα, γιατί το σώμα μόνο είναι θνητό, ενώ μιλούμε για την «αθάνατη» ψυχή. Στις τρέχουσες φιλοσοφίες των ημερών μας, η «αθανασία της ψυχής» τονίζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε η «θνητότητα του ανθρώπου» σχεδόν παραγνωρίζεται. Με το θάνατο αυτή η εξωτερική, ορατή και γήινη σωματική ύπαρξη παύει να υπάρχει. Κι όμως, παρακινούμενοι από κάποιο προφητικό ένστικτο, λέμε ότι είναι «ο άνθρωπος» που πεθαίνει.


Γιατί ο θάνατος ασφαλώς διαλύει την ανθρώπινη ύπαρξη, αν και, ομολογουμένως, η ανθρώπινη ψυχή είναι «αθάνατη» και η προσωπικότητα δεν μπορεί να καταστραφεί. Ετσι το πρόβλημα του θανάτου είναι καταρχήν το πρόβλημα του ανθρώπινου σώματος, της σωματικότητας του ανθρώπου. Και ο Χριστιανισμός δε διακηρύσσει μόνο τη μεταθανάτια ζωή της αθάνατης ψυχής, αλλά και την ανάσταση του σώματος.

Ο άνθρωπος έγινε θνητός κατά την Πτώση, και πραγματικά πεθαίνει. Και ο θάνατος του ανθρώπου γίνεται μια κοσμική καταστροφή. Γιατί στο θνήσκοντα άνθρωπο, η φύση χάνει το αθάνατο κέντρο της, και η ίδια, τρόπον τινά, πεθαίνει «εν τω ανθρώπω». Ο άνθρωπος «ελήφθη» από τη φύση, πλάστηκε από «τον χούν» της γής. Αλλά κατά κάποιο τρόπο «ελήφθη» έξω από τη φύση, γιατί ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής».

Ο άγ. Γρηγόριος ο Νύσσης κάνει το εξής σχόλιο πάνω στη διήγηση της Γενέσεως. «Γιατί ο Θεός, λέγει, παίρνοντας χώμα από τη γή, έπλασε τον άνθρωπο και με την πνοή Του φύτεψε τη ζωή μέσα στο δημιούργημα που έπλασε, για να μπορεί το γήινο στοιχείο να υψωθεί από την ένωση με το Θεό, και έτσι να μπορέσει η θεία χάρις με μια παρόμοια κίνηση να επεκταθεί παντού σ’ όλη τη δημιουργία, «της κάτω φύσεως προς την υπερκόσμιον συγκερναμένης».


Ο άνθρωπος είναι ένα είδος «μικροκόσμου», κάθε είδος ζωής συνδυάζεται μέσα του, και μόνο μέσα του ολόκληρος ο κόσμος έρχεται σε επαφή με το Θεό. Συνεπώς η αποστασία του ανθρώπου αποξενώνει ολόκληρη την κτίση από το Θεό, την ερημώνει, και, τρόπον τινά, της αποστερεί το Θεό. Η πτώση του ανθρώπου καταστρέφει την αρμονία του κόσμου. Η αμαρτία είναι αταξία, δυσαρμονία, ανομία. Κατά κυριολεξία μόνο ο άνθρωπος πεθαίνει. Ο θάνατος είναι πράγματι νόμος της φύσεως, νόμος της οργανικής ζωής.

Αλλά ο θάνατος του ανθρώπου σημαίνει ακριβώς την πτώση του ή την εμπλοκή του μέσα σ’ αυτή την κυκλική κίνηση της φύσεως, αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε να είχε συμβεί καθόλου. Όπως λέγει ο άγ. Γρηγόριος, «από τη φύση των αλόγων ζώων η θνητότητα μεταβιβάζεται σε μια φύση που πλάστηκε για την αθανασία». Μόνο για τον άνθρωπο είναι ο θάνατος αφύσικος και η θνητότητα κακό. Μόνο ο άνθρωπος τραυματίζεται και ακρωτηριάζεται από το θάνατο. Στη ζωή του γένους των αλόγων ζώων, ο θάνατος είναι μάλλον μια φυσική κίνηση στην ανάπτυξη του είδους, είναι η έκφραση μάλλον της γενετικής δυνάμεως της ζωής παρά της αδυναμίας.

Και όμως, με την πτώση του ανθρώπου, η θνητότητα, ακόμα και μέσα στη φύση, παίρνει μια κακή και τραγική σημασία. Η ίδια η φύση, τρόπον τινά, δηλητηριάζεται από το θανατηφόρο φαρμάκι της ανθρώπινης παρακμής. Στα άλογα ζώα, ο θάνατος είναι το σταμάτημα μόνο της ατομικής υπάρξεως. Στον κόσμο των ανθρώπων, ο θάνατος καταστρέφει την προσωπικότητα, και η προσωπικότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από την απλή ατομικότητα. Εκείνο που γίνεται φθαρτό και υπόκειται στο θάνατο με την αμαρτία είναι το σώμα. Μόνο το σώμα μπορεί να αποσυντεθεί. Κι όμως δεν είναι το σώμα που πεθαίνει, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος. Γιατί ο άνθρωπος αποτελείται οργανικά από σώμα και ψυχή. Ούτε η ψυχή μόνη της ούτε το σώμα μόνο του αντιπροσωπεύουν τον άνθρωπο. Ένα σώμα χωρίς ψυχή δεν είναι παρά ένα πτώμα, και μια ψυχή χωρίς σώμα είναι ένα πνεύμα. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα άσαρκο πνεύμα, και ένα πτώμα δεν είναι ένα μέρος του ανθρώπου.


Ο άνθρωπος δεν είναι ένας «ασώματος δαίμων», που απλώς κλείστηκε μέσα στη φυλακή του σώματος. Οσο ακατανόητη κι αν είναι πράγματι η ένωση της ψυχής και του σώματος, η άμεση συνείδηση του ανθρώπου μαρτυρεί την οργανική ολότητα της ψυχο-σωματικής του δομής.

Αυτή η οργανική ολότητα της ανθρώπινης συστάσεως τονίστηκε με δύναμη από την αρχή απϳ όλους τους Χριστιανούς δασκάλους. Γι’ αυτό ο χωρισμός της ψυχής και του σώματος είναι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου, το σταμάτημα της υπάρξεώς του, της ολότητας, δηλαδή της υπάρξεώς του ως ανθρώπου. Συνεπώς ο θάνατος και η φθορά του σώματος είναι ένα είδος αμαυρώσεως της «εικόνας του Θεού» στον άνθρωπο. Ο αγ.Ιωάννης ο Δαμασκηνός, σ’ ένα από τα περίφημα τροπάριά του της Νεκρώσιμης Ακολουθίας λέγει πάνω σ’ αυτό: «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοίς τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος».

Ο άγ. Ιωάννης δε μιλά για το σώμα του ανθρώπου, αλλά για αυτόν τον άνθρωπο. Η «κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσα ωραιότης» δεν είναι το σώμα, αλλά ο άνθρωπος. Αυτός είναι πράγματι «εικών αρρήτου δόξης», ακόμα και πληγωμένος από την αμαρτία. Και στο θάνατο αποκαλύπτεται ότι ο άνθρωπος, αυτό «το λογικό άγαλμα» που πλάστηκε από το Θεό, για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του αγ. Μεθοδίου, δεν είναι παρά ένα πτώμα. «Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ξερά οστά, δυσωδία, και η τροφή των σκωλήκων». Αυτός είναι ο γρίφος και το μυστήριο του θανάτου. «Ο θάνατος είναι όντως μυστήριο: γιατί η ψυχή χωρίζεται βιαίως από το σώμα, αποχωρίζεται, με τη θεία βουλή, από τη φυσική σύνδεση και σύνθεση.. ‘Ω του θαύματος! Πώς παραδοθήκαμε στη φθορά και συζευχθήκαμε με το θάνατο»;

Στο φόβο του θανάτου, που συχνά είναι τόσο μηδαμινός και αδύνατος, αποκαλύπτεται ένας βαθύς μεταφυσικός πανικός, όχι μόνο μια εφάμαρτη προσκόλληση στη γήινη σάρκα. Στο φόβο του θανάτου φανερώνεται το πάθος για την ανθρώπινη ολότητα. Οι Πατέρες συνήθιζαν να βλέπουν στην ενότητα ψυχής και σώματος μέσα στον άνθρωπο μια αναλογία της αδιαίρετης ενότητας των δυό φύσεων μέσα στη μια υπόσταση του Χριστού. Η αναλογία μπορεί να μας παραπλανήσει. Αλλά πάλι αναλογικά μπορεί κανείς να πεί για τον άνθρωπο ότι είναι απλώς «μια υπόσταση σε δυό φύσεις», και όχι μόνο από δυό φύσεις, αλλά ακριβώς σε δυό φύσεις. Και κατά το θάνατο αυτή μια ανθρώπινη υπόσταση διαλύεται. Γι’ αυτό δικαιολογείται ο θρήνος και ο κλαυθμός. Ο τρόμος του θανάτου αντιμετωπίζεται μόνο με την ελπίδα της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής.


Εν τούτοις, ο θάνατος δεν είναι μόνο η αυτό-αποκάλυψη της αμαρτίας. Ο ίδιος ο θάνατος είναι, τρόπον τινά, ήδη η προσδοκία της αναστάσεως. Με το θάνατο ο Θεός δεν τιμωρεί μόνο αλλά και θεραπεύει την πεσμένη και συντριμμένη ανθρώπινη φύση. Και τούτο όχι απλώς με την έννοια ότι συντομεύει με το θάνατο την αμαρτωλή ζωή και έτσι προλαβαίνει τη διάδοση της αμαρτίας και του κακού. Ο Θεός μετατρέπει την ίδια την θνητότητα του ανθρώπου σ’ ένα μέσο θεραπείας. Στο θάνατο η ανθρώπινη φύση αποκαθαίρεται, προ-ανασταίνεται τρόπον τινά. Τέτοια ήταν η κοινή γνώμη των Πατέρων.

Αυτή η αντίληψη διατυπώθηκε με μεγαλύτερη έμφαση από τον άγ.Γρηγόριο τον Νύσσης. «Η θεία Πρόνοια εισήγαγε το θάνατο μέσα στην ανθρώπινη φύση μ’ ένα ειδικό σκοπό», λέγει, «ούτως ώστε με το χωρισμό του σώματος και της ψυχής το κακό να μπορέσει να αποβληθεί και ο άνθρωπος να μπορέσει να αναπλασθεί και πάλι δια της αναστάσεως, υγιής, ελεύθερος από τα πάθη, καθαρός, και χωρίς καμιά πρόσμιξη του κακού».

Αυτή η θεραπεία είναι ιδιαιτέρως μια θεραπεία του σώματος. Κατά τη γνώμη του άγ.Γρηγορίου, το ταξίδι του ανθρώπου πέραν του τάφου είναι ένα μέσο καθάρσεως. Η σωματική δομή του ανθρώπου καθαρίζεται και ανανεώνεται. Στο θάνατο, τρόπον τινά, ο Θεός καθαρίζει το δοχείο του σώματός μας σαν μέσα σ’ ένα κλίβανο. Με την ελεύθερη άσκηση της αμαρτωλής θελήσεώς του ο άνθρωπος ήρθε σε κοινωνία με το κακό, και η δομή μας συγκεράστηκε με το δηλητήριο του κακού. Στο θάνατο ο άνθρωπος γίνεται κομμάτια, όπως ένα πήλινο δοχείο, και το σώμα του αποσυντίθεται και πάλι μέσα στη γή, ούτως ώστε αυτός, καθαρισμένος από το ρύπο που προσκολλήθηκε επάνω του, να μπορέσει να αποκατασταθεί στην κανονική του μορφή, δια μέσου της αναστάσεως. Κατά συνέπεια ο θάνατος δεν είναι ένα κακό, αλλά μια ευεργεσία. Ο θάνατος είναι ο καρπός της αμαρτίας, όμως ταυτόχρονα είναι και μια θεραπευτική μέθοδος, ένα φάρμακο, ένα είδος αποκαταστάσεως, δια του πυρός, της ελαττωματικής δομής του ανθρώπου.

Η γή είναι, τρόπον τινά, σπαρμένη με ανθρώπινα λείψανα (ashes) , που θα βλαστήσουν την έσχατη ημέρα, με τη δύναμη του Θεού, αυτή ήταν η αναλογία που έφερε ο Παύλος. Τα θνητά λείψανα εναποτίθενται στη γή μέχρι της αναστάσεως. Ο θάνατος ενέχει μέσα του μια δυνατότητα αναστάσεως. Ο προορισμός του ανθρώπου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα στην ανάσταση, και μέσα στη γενική ανάσταση. Αλλά μόνο η Ανάσταση του Κυρίου μας αναζωογονεί την ανθρώπινη φύση και καθιστά δυνατή τη γενική ανάσταση. Η δυνατότητα της αναστάσεως, που είναι εγγενής μέσα σε κάθε θάνατο, έγινε πραγματικότητα μόνο εν Χριστώ, που είναι η «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α’ Κορ. ιε’, 20).


Η λύτρωση πάνω απ’ όλα είναι απαλλαγή από το θάνατο και τη φθορά, η απελευθέρωση του ανθρώπου από τη «δουλεία της φθοράς» (Ρωμ. Ή,, 21), η αποκατάσταση της αρχικής ολότητας και σταθερότητας της ανθρώπινης φύσεως. Η ολοκλήρωση της λυτρώσεως είναι «εν τη αναστάσει». Η λύτρωση θα ολοκληρωθεί στη γενική ανάσταση οπότε «έσχατος εχθρός καταργείται, ο θάνατος» (Α’ Κρο.ιε’,26). Αλλά η αποκατάσταση της ενότητας μέσα στην ανθρώπινη φύση είναι δυνατή μόνο ύστερα από μια αποκατάσταση της ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό. Η ανάσταση είναι δυνατή μόνο εν τω Θεώ. Ο Χριστός είναι η Ανάσταση και η Ζωή. «Αν ο άνθρωπος δεν είχε ενωθεί με το Θεό, δε θα μπορούσε ποτέ να είχε γίνει μέτοχος της αφθαρσίας», λέγει ο άγ.Ειρηναίος. Η οδός και η ελπίδα της αναστάσεως αποκαλύπτεται μόνο δια της Σαρκώσεως του Λόγου.

Ο άγ. Αθανάσιος εκφράζει αυτή την άποψη με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση. Το έλεος του Θεού δε θα επέτρεπε «ώστε τα δημιουργήματα που κάποτε είχαν πλασθεί λογικά, και είχαν μεθέξει του λόγου, να καταστρέφονταν και να ξαναγύριζαν στην ανυπαρξία εξ αιτίας της φθοράς». Η παράβαση του νόμου και η απείθεια δεν κατάργησαν την αρχική πρόθεση του Θεού. Η κατάργηση εκείνης της προθέσεως θα είχε θίξει την αλήθεια του Θεού. Αλλά η ανθρώπινη μετάνοια ήταν ανεπαρκής. «Η μετάνοια δεν απαλλάσσει τον άνθρωπο από την κατάσταση της φύσεως (μέσα στην οποία ξανακύλλησε με την αμαρτία), διακόπτει μονάχα την αμαρτία». Γιατί ο άνθρωπος δεν αμάρτησε μόνο, αλλά και έπεσε στη φθορά.

Κατά συνέπεια, ο Λόγος του Θεού κατέβηκε και έγινε άνθρωπος, προσέλαβε το σώμα μας, «για να επιστρέψει πάλι στην αφθαρσία τους ανθρώπους, που στρέφονταν προς τη φθορά, και να τους ζωοποιήσει από το θάνατο με την ιδιοποίηση του σώματός του και τη χάρη της Αναστάσεως «εξαφανίζων τον θάνατον απ’ αυτών ως καλάμην από πυρός». Ο θάνατος εκκεντρίστηκε στο σώμα, γι’ αυτό η ζωή πρέπει να εκκεντρισθεί ξανά στο σώμα, για να μπορέσει το σώμα να αποβάλει τη φθορά και να ντυθεί τη ζωή. Αλλιώς το σώμα δε θα αναστηθεί. «Αν ο θάνατος κρατιόταν μακρυά από το σώμα με μια απλή μόνο προσταγή, αυτό θα εξακολουθούσε και πάλι να παραμένει θνητό και φθαρτό, σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων μας. Αλλά για να μη γίνει τούτο, το σώμα ντύθηκε τον ασώματο Λόγο του Θεού, κι έτσι δε φοβάται πια ούτε το θάνατο ούτε τη φθορά, γιατί έχει ως ένδυμα τη ζωή, και η φθορά αφανίστηκε μέσα του». Ετσι, κατά τον άγ. Αθανάσιο, ο Λόγος έγινε σάρκα, για να καταργήσει τη φθορά, στην ανθρώπινη φύση.

Εν τούτοις, ο θάνατος νικήθηκε, όχι με την εμφάνιση της Ζωής μέσα στο θνητό σώμα, αλλά μάλλον με τον εκούσιο θάνατο της Σαρκωμένης Ζωής. Ο Λόγος σαρκώθηκε για να πεθάνει, τονίζει με έμφαση ο άγ. Αθανάσιος. «Για να δεχθεί το θάνατο Αυτός είχε ένα σώμα», και μόνο με το θάνατό Του ήταν δυνατή η ανάσταση.


Ο έσχατος λόγος για το θάνατο του Χριστού πρέπει να αναζητηθεί στη θνητότητα του ανθρώπου. Ο Χριστός θανατώθηκε, αλλά πέρασε ανάμεσα από το θάνατο και νίκησε τη θνητότητα και τη φθορά. Προκάλεσε τον ίδιο το θάνατο. Με το θάνατό Του καταργεί τη δύναμη του θανάτου.



«Το βασίλειο του θανάτου καταργείται με το θάνατό Σου, Δυνατέ». Και ο τάφος γίνεται η ζωοδότρα «πηγή της αναστάσεώς μας». Κάθε τάφος γίνεται μάλλον ένα «κρεββάτι ελπίδας» για τους πιστούς. Στο θάνατο του Χριστού, ο ίδιος ο θάνατος απέκτησε μια καινούρια σημασία και σπουδαιότητα. «Με το θάνατο ο Χριστός πάτησε το θάνατο




ΟΜΑΔΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ : ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ



ΚΕΙΜΕΝΟ 1Ο

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ . ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τ. 1, σελ. 234.

ΕΕνδέχεται ν' απορείς, γιατί τελοσπάντων, ενώ σκοπεύαμε να μιλήσουμε για την ενανθρώπη­ση του Λόγου, τώρα κάνουμε λόγο για την αρχή των ανθρώπων. Κι αυτό, όμως, δεν είναι άσχετο προς το σκοπό της διαπραγμάτευσης. Γιατί είναι ανάγκη, αφού μιλάμε για την εμφάνιση του Σωτήρα σ' εμάς, να πούμε και για την αρχή των ανθρώπων, ώστε να γνωρίζεις ότι η δική μας παράβαση κάλεσε σε βοή­θεια τη φιλανθρωπία του Λόγου, ώστε να έρθει κο­ντά μας, και να εμφανιστεί ο Κύριος μεταξύ των αν­θρώπων. Για λογαριασμό μας εκείνος έλαβε ανθρώ­πινο σώμα και για τη σωτηρία μας, από φιλανθρω­πία, έγινε άνθρωπος και εμφανίστηκε με σώμα.

Έτσι, λοιπόν, ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και θέλησε να παραμένει στην αφθαρσία. Οι άνθρωποι, όμως, επειδή έδειξαν αμέλεια και απομακρύνθηκαν απ' την υγιή αντίληψη για τον Θεό, και επιπλέον σκέφθηκαν και επινόησαν για τους εαυτούς τους την κακία — όπως αναλύθηκε στο λόγο για τα είδωλα — καταδικάσθηκαν σε θάνατο όπως τους είχε εκ των προτέρων αναγγελθεί και στο εξής δεν παρέμεναν όπως είχαν πλαστεί, αλλά διαφθείρονταν σύμφωνα με τους λογισμούς τους κι ο θάνατος τους κρατούσε ως βασιλιάς. Γιατί η παράβαση της εντολής τους επανέφερε στο κατά φύσιν, ώστε, όπως δημιουργή­θηκαν ενώ δεν υπήρχαν, έτσι ύπαρξή τους είναι εύ­λογο να υφίσταται με το χρόνο φθορά.

Γιατί αν απ' τη φύση τους είναι τέτοιοι, που να μη υπάρχουν ποτέ, και με την παρουσία και φιλανθρωπία του Λόγου κλήθηκαν στην ύπαρξη, ήταν επόμενο, όταν οι άν­θρωποι έχασαν την περί του Θεού έννοια κι επέστρε­ψαν στα μη όντα (μη όντα είναι τα κακά, όντα δε τα καλά επειδή ακριβώς έγιναν από τον όντα Θεό), να χάσουν και το χάρισμα τού να υπάρχουν πάντοτε (της αφθαρσίας δηλαδή).


Αυτό σημαίνει ότι όταν διαλύονται, παραμένουν στο θάνατο και τη φθορά. Γιατί ο άνθρωπος απ' τη φύση του είναι θνητός, επειδή βέβαια πλάστηκε απ' το μηδέν. Εξαιτίας, όμως, της ομοιότητας προς τα όντα, την οποία θα προστάτευε με την ορθή κατα­νόηση του Θεού, θα μπορούσε να μετριάσει τη φυσι­κή φθορά και να παραμείνει άφθαρτος, όπως λέει η Σοφία (Σολομώντα, 6, 18)


" Η τήρηση των νόμων (του Θεού) εξασφαλίζει την αφθαρσία. Όντας στην αφθαρσία, θα ζούσε στο εξής σαν θεός, καθώς κάπου το επισημαίνει και η Γραφή όταν λέει " Σκέφτηκα εγώ, εσείς είστε θεοί, είσαστε όλοι σας παιδιά του Υψίστου" κι ωστόσο θα πεθάνετε σαν όλους τους αν­θρώπους" θα πέσετε νεκροί, το ίδιο όπως κι οι άρχο­ντες (Ψαλμ. 81, 6-7).


Ο μεν Θεός όχι μόνο μας έπλασε απ' το μηδέν, αλλά μας δώρισε, με τη χάρη του Λόγου, και τη δυνατότητα να ζούμε κατά Θεόν. Οι άνθρω­ποι, όμως, αφού πήραν το πρόσωπο τους απ' τα αι­ώνια κι επέστρεψαν, με τη συμβουλή του διαβόλου, στα φθαρτά, έγιναν στον εαυτό τους αίτιοι της φθο­ράς του θανάτου. Ενώ όμως, όπως ανέφερα ήδη, εί­ναι απ' τη φύση τους φθαρτοί, με τη χάρη της κοι­νωνίας τους με το Λόγο νίκησαν το κατά φύσιν, εφό­σον παρέμεναν καλοί.

Επειδή ο Λόγος συνυπάρχει μέσα τους, δεν θα τους άγγιζε η φυσική φθορά, κα­θώς λέει και η Σοφία (Σολομώντα 2, 23-24)" ο Θε­ός δημιούργησε τον άνθρωπο για την άφθαρτη ζωή ", τον έφτιαξε σύμφωνα με τη δική του εικόνα, την ει­κόνα του αιώνιου Θεού. όμως, από το φθόνο του δια­βόλου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο.


Όταν συνέβη αυτό, οι μεν άνθρωποι πέθαιναν, η δε φθορά πολλαπλασιαζόταν σε βάρος τους και υπε­ρίσχυε της φυσικής κατάστασης του ανθρώπινου γέ­νους, γιατί υπήρχε απ' την αρχή και η θεϊκή απειλή εξαιτίας της παράβασης της εντολής. Γιατί ακόμα και στα αμαρτήματα οι άνθρωποι δεν στάθηκαν σε κάποια συγκεκριμένα όρια, αλλά σιγά σιγά επεκτά­θηκαν και στη συνέχεια έφτασαν στο απροχώρητο.

Στην αρχή έγιναν εφευρέτες κακίας και προκάλεσαν στον εαυτό τους το θάνατο και τη φθορά. Κατόπιν εκτράπηκαν σε αδικίες και ξεπέρασαν κάθε παρανο­μία, και δεν σταμάτησαν σε ένα κακό, αλλά επινο­ούσαν στα νέα άλλα νεότερα κι έγιναν αχόρταγοι στο να αμαρτάνουν. Παντού γίνονταν μοιχείες και κλο­πές και όλη η γη γέμισε από φόνους και αρπαγές και δεν φρόντιζε κανένας νόμος για την πάταξη της φθο­ράς και της αδικίας, όλα δε τα κακά, χωριστά το κα­θένα και από κοινού, τα διέπρατταν όλοι, πολεμού­σαν πόλεις εναντίον πόλεων και εξεγείρονταν έθνη εναντίον εθνών. Ολόκληρη η οικουμένη ήταν διαιρε­μένη από εσωτερικές επαναστάσεις και μάχες κι ο καθένας συναγωνιζόταν στην παρανομία.

Ούτε και τα παρά φύσιν αμαρτήματα τους ήταν άγνωστα, αλ­λά όπως είπε ο μάρτυρας του Χριστού απόστολος (Παύλος) " Οι γυναίκες αντικατέστησαν τις φυσικές σχέσεις με τις αφύσικες" το ίδιο και οι άντρες , άφη­σαν τη φυσική σχέση με τη γυναίκα και φλογίστηκαν με σφοδρό πάθος ο ένας για τον άλλο, διαπράττο­ντας ασχήμιες αρσενικοί με αρσενικούς, και πληρώ­νοντας έτσι με το ίδιο τους το σώμα το τίμημα που ταίριαζε στην πλάνη τους " (Ρωμ. 1, 26-27).


Επειδή, λοιπόν, κυριάρχησε περισσότερο ο θάνατος και η φθορά εδραιώθηκε στους ανθρώ­πους, το μεν ανθρώπινο γένος φθειρόταν, ο δε λογι­κός και κατ' εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος αφα­νιζόταν, και το έργο του Θεού χανόταν. Διότι και ο θάνατος, όπως ανέφερα, μας εξουσίαζε σύμφωνα με νόμο και δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει κανείς απ' το νόμο, διότι αυτός θεσπίστηκε απ' τον Θεό εξαιτίας της παράβασης. Και θα 'ταν πράγματι αταξία μαζί και απρέπεια αυτό που θα γινόταν: Διότι θα ήταν σί­γουρα αταξία, πρώτα να πει ο Θεός κάτι κι έπειτα να φανεί ψεύτης, δηλαδή ενώ νομοθέτησε ότι ο άν­θρωπος θα πεθαίνει, αν παραβεί την εντολή, μετά την παράβαση να μη πεθαίνει, αλλά να μη ισχύει ο λό­γος του Θεού. Γιατί δεν θα ήταν, φυσικά, ειλικρινής ο Θεός αν ενώ είπε ότι θα πεθαίνουμε, δεν θα πέθαι­νε ο άνθρωπος.


Αλλά και πάλι θα ήταν απρεπές, αυ­τοί που πλάστηκαν μια φορά ως λογικά όντα και με­τείχαν του Λόγου, να εξαφανιστούν και να επιστρέ­ψουν στην ανυπαρξία διά της φθοράς. Διότι δεν θα ταίριαζε στην αγαθότητα του Θεού να καταστρέφο­νται τα πλάσματά του, εξαιτίας της εξαπάτησης των ανθρώπων από τον διάβολο. Εξάλλου θα ήταν πάρα πολύ απρεπές να εξαφανίζεται η τέχνη του Θεού που φαίνεται στους ανθρώπους, είτε απ' την αμέλειά τους είτε εξαιτίας της δολιότητας των δαιμόνων.


Επειδή, λοιπόν, φθείρονταν τα λογικά (όντα) και χάνονταν σ' αυτά τα έργα, τι έπρεπε να κάνει ο Θεός που είναι αγαθός; Ν' αφήσει να υπερισχύσει σε βάρος τους η φθορά και να κυριαρχήσει ο θάνατος; Σ' αυτή την περίπτωση ποια ανάγκη υπήρχε της δημιουργίας του απ' την αρχή; Γιατί θα έπρεπε να μη δημιουργη­θούν, παρά — αφού έγιναν — να παραμεληθούν και να καταστραφούν. Αφού αναγνωρίζεται μεγαλύτερη αδυναμία από αμέλεια στον Θεό και όχι αγαθότητα, αν αδιαφορεί για τη φθορά εκείνου που έπλασε, πα­ρά αν απ' την αρχή δεν είχε πλάσει τον άνθρωπο. Διότι αν μεν δεν τον είχε πλάσει, δεν θα υπήρχε κανείς να του καταλογίσει την αδυναμία. Αφού, όμως, τα δημιούργησε και τα έφερε στην ύπαρξη, θα ήταν πολύ παράλογο να καταστρέφονται τα έργα του και μάλιστα μπροστά στα μάτια του Δημιουργού. Επο­μένως, έπρεπε να μη αφεθούν οι άνθρωποι να οδη­γούνται προς τη φθορά, γιατί αυτό θα ήταν άπρεπο και ανάξιο προς την αγαθότητα του Θεού.


Αλλ' όπως έπρεπε να συμβεί αυτό, έτσι πάλι απ' την άλλη πλευρά αντιτίθεται το δίκαιο του Θεού, ώστε να φανεί αληθής ο Θεός στην απόφαση του για το θάνατο. Γιατί θα ήταν παράλογο να φα­νεί ψεύτης ο πατέρας της αλήθειας Θεός, για χάρη της δικής μας ωφέλειας και παραμονής (στην αφθαρ­σία) .

Τι έπρεπε, λοιπόν, να γίνει ή να κάνει γι' αυτό ο Θεός; Να απαιτήσει απ' τους ανθρώπους μετάνοια για την παράβαση; Γιατί αυτό, θα έλεγε κανείς, εί­ναι άξιο του Θεού, αν υποστήριζε ότι, όπως εξαιτίας της παράβασης οδηγήθηκαν στη φθορά, έτσι με τη μετάνοια θα επανέρχονταν και πάλι στην αφθαρσία. Αλλά η μετάνοια δεν θα κάλυπτε ούτε το δίκαιο του Θεού, γιατί θα φαινόταν και πάλι όχι ειλικρινής, αν οι άνθρωποι δεν υπόκεινταν στο θάνατο. Εξάλλου η μετάνοια δεν επαναφέρει από τη φυσική κατάσταση, αλλά μόνο συγχωρεί τα αμαρτήματα.




Αν, λοιπόν, ήταν μόνο αμάρτημα και δεν ακολουθούσε η φθορά, θα αρκούσε η μετάνοια, αφού, όμως, ( διότι προηγήθηκε η παράβαση) , οι άνθρωποι αιχμα­λωτίστηκαν στη φυσική φθορά και είχαν χάσει το χά­ρισμα του κατ' εικόνα τι άλλο έπρεπε να γίνει; Ή ποιόν θα χρειάζονταν για τη χάρη αυτή και την επα­ναφορά τους, παρά εκείνον που δημιούργησε τα πά­ντα απ' το μηδέν εξαρχής, το Λόγο του Θεού; Διότι αυτός είχε την εξουσία να επαναφέρει και πάλι το φθαρτό στην αφθαρσία και να περισώσει το δίκαιο του Θεού-Πατέρα έναντι όλων.

Επειδή, λοιπόν, εί­ναι Λόγος του Πατέρα και βρίσκεται πάνω απ' όλα, έπεται ότι ήταν ο μόνος δυνατός να ξανακτίσει τα πάντα και να πάθει υπέρ όλων και ήταν σε θέση να μεσιτέψει για όλους προς τον Πατέρα.




ΚΕΙΜΕΝΟ 2Ο

ΓΙΑΤΙ “ΕΝ ΣΑΡΚΙ” ΠΑΡΟΥΣΙΑ ;

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τ. 1, σελ. 260.


ΟΟταν ζωγραφίστηκε ( κάποια μορφή ) πάνω σε ξύλο και παραμορφώ­θηκε από εξωτερικές κηλίδες, χρειάζεται να ξανάρθει εκείνος του οποίου είναι ζωγραφισμένη η μορφή (και να ποζάρει), για να καταστεί δυνατό να ανακαινι­στεί η προσωπογραφία πάνω στο ίδιο ξύλο — διότι δεν πετάγεται το ξύλο πάνω στο οποίο ζωγραφίστη­κε, επειδή είναι η μορφή εκείνου, αλλά ξαναζωγραφίζεται πάνω σ' αυτό.


Καθ' όμοιο τρόπο κι ο πανάγιος Υιός του Πατέρα, που είναι εικόνα του Πατέρα, ήρθε στους τόπους μας (τη γη), για να ανα­καινίσει τον πλασμένο σύμφωνα με την εικόνα του άνθρωπο και σαν χαμένο να τον βρει με την άφεση των αμαρτιών, όπως λέει κι ο ίδιος στο Ευαγγέλιο" ήρθα για ν' αναζητήσω και να σώσω αυτό που έχει χάσει το δρόμο του (Λουκ. 19, 10). Γι' αυτό και έλεγε προς τους Ιουδαίους " αν κάποιος δεν αναγεννη­θεί "(Ιω. 3, 5), εννοώντας όχι τη γέννηση από γυ­ναίκες, όπως καταλάβαιναν εκείνοι, αλλά φανερώ­νοντας την ψυχή που ξαναγεννιέται και ξαναδημι­ουργείται στο κατ' εικόνα.

Επειδή, όμως, είχε εξα­πλωθεί στην οικουμένη η μανία των ειδώλων και η αθεΐα και είχε χαθεί η γνώση του Θεού, ποιος θα μπορούσε να διδάξει τον κόσμο για τον Πατέρα; Θα έλεγε κανείς,μήπως κάποιος άνθρωπος; Αλλά δεν ήταν δυ­νατόν σε ανθρώπους να γυρίσουν απαρατήρητοι όλη τη γη, ούτε οι φυσικές αντοχές τους θα το επέτρε­παν, ούτε θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτοί ότι θα φέρουν σε πέρας το έργο, ούτε θα ήταν ικανοί να αντισταθούν στην απάτη και τη φαντασία των δαι­μόνων.

Διότι, αφού οι πάντες έχουν πληγωθεί στην ψυχή και είναι ταραγμένοι απ' τη δαιμονική απάτη και τη ματαιότητα των ειδώλων, πώς θα ήταν δυνα­τό να μεταπείσουν την ψυχή του ανθρώπου και το νου των ανθρώπων, για θέματα τα οποία ούτε οι ίδιοι μπορούν να δουν; Και σε κάτι που κανείς δεν βλέπει, πώς μπορεί να εκπαιδεύσει και άλλους; Αλλά θα έλεγε ίσως κανείς, ότι η κτίση ήταν αρκε­τή. Μα αν αρκούσε η κτίση, δεν θα είχαν γίνει τόσο μεγάλα κακά. Διότι και η κτίση υπήρχε και παρά ταύτα οι άνθρωποι δεν βυθίζονταν λιγότερο στην πε­ρί του Θεού πλάνη.


Ποιου, λοιπόν, άλλου υπήρχε ανάγκη, παρά του Λόγου του Θεού, που βλέπει και την ψυχή και το νου, που κινεί τα πάντα στην κτίση και μέσω αυτών κάνει γνωστό τον Πατέρα; Αυτού, που με τη δική του πρόνοια και τάξη σε όλα διδάσκει για τον Πα­τέρα, αυτού ήταν έργο και η ανανέωση της διδασκα­λίας. Και πώς, λοιπόν, θα γινόταν αυτό;

Ίσως θα έλεγε κανείς, ότι θα μπορούσε να γίνει με τα ίδια, ώστε να αποκαλύψει τα περί του εαυτού του, με τη βοήθεια των έργων της κτίσης. Αλλ' αυτό δεν ήταν πλέον ασφαλές. Οπωσδήποτε όχι γιατί οι άνθρωποι το είχαν προηγουμένως παραβλέψει και είχαν στραμμένα τα μάτια τους όχι προς τα άνω, αλλά προς τα γήινα. Εύλογα, λοιπόν, θέλοντας να ωφε­λήσει τους ανθρώπους, έρχεται ως άνθρωπος, λαμ­βάνοντας σώμα όμοιο με εκείνους και από κάτω, ώστε όσοι δεν θέλησαν να τον αναγνωρίσουν από την πρόνοια και την υπεροχική του θέση στο σύμπαν, να γνωρίσουν τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού, και μέσω αυτού τον Πατέρα, έστω και από τα έργα αυ­τού του σώματος.

Διότι, όπως ο καλός δάσκαλος που μεριμνά για τους μαθητές του, εκείνους που δεν μπορούν να εννοήσουν τα σπουδαιότερα, σε κάθε πε­ρίπτωση τους εκπαιδεύει με τα απλούστερα, κατε­βαίνοντας στο επίπεδο τους, έτσι κι ο Λόγος του Θεού, καθώς και ο Παύλος λέει " επειδή οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν με τη σοφία τους ν' αναγνωρίσουν τον αληθινό Θεό μέσα στα δημιουργήματά του, ο Θεός ευδόκησε να σώσει με τη μωρία του κηρύγματος, από τον τελικό όλεθρο, εκείνους που θα πιστέψουν " (Α' Κορ. 1, 21) .

Διότι, αφού οι άνθρωποι απομακρύνθη­καν από την ορθή πίστη για τον Θεό και είχαν προς τα κάτω τα μάτια τους σαν βυθισμένοι στο νερό, αναζητούσαν τον Θεό στη Δημιουργία και τα αισθητά, κατασκευάζοντας σαν θεούς τους θνητούς ανθρώπους και δαίμονες.


Γι' αυτό το λόγο ο φιλάνθρωπος και κοινός Σωτήρας όλων, ο Λόγος του Θεού, παίρνει για τον εαυτό του σώμα και σαν άνθρωπος συνανα­στρέφεται μεταξύ των ανθρώπων και προσλαμβάνει όλες τις αισθήσεις των ανθρώπων, ώστε κι εκείνο που σκέπτονται (πως ο Θεός είναι σωματικός), παίρνοντας αφορμή απ' τα έργα που επιτελεί ο Κύριος με το σώμα του, με τη βοήθεια (αυτών) των έργων να κατανοήσουν την αλήθεια και δι' αυτού να σκεφθούν τον Πατέρα.


Όντας, μάλιστα, άνθρωποι και κατανοώντας τα πάντα ως άνθρωποι, όσα έπεφταν στις αισθήσεις τους, έβλεπαν να βοηθιούνται με τις αισθήσεις τους και από παντού να διδάσκονται την αλήθεια. Διότι είτε λάτρευαν την κτίση με φόβο, όμως την έβλεπα να ομολογεί Κύριο το Χριστό, είτε είχε αιχμαλωτιστεί η διάνοιά τους από ανθρώπους, ώστε να τους θεωρεί θεούς, Τον αναγνώριζαν όμως σαν Σωτήρα από τα έργα του, τα οποία σε σύγκριση με τα έργα εκείνων, έδειχναν στους ανθρώπους ότι είναι Υιός του Θεού και μοναδικός Σωτήρας, αφού δεν συναντούσες σ' εκείνους τέτοια έργα, σαν αυτά που έκανε ο Λόγος του Θεού.


Και παρόλο που ήταν προκατειλημμένοι και με τους δαίμονες, βλέποντάς τους να διώχνονται απ' τον Κύριο, καταλάβαιναν καλά ότι αυτός είναι ο Λόγος του Θεού και ότι δεν είναι θεοί οι δαίμονες. Και παρόλο που ο νους τους είχε κυριευτεί από νεκρούς, ώστε να λατρεύει ήρωες και τους αναφερόμενους απ' τους ποιητές θε­ούς, βλέποντας όμως την ανάσταση του Σωτήρα, ομολογούσαν ότι εκείνοι (οι θεοί) είναι ψεύτικοι και μόνον ο Κύριος είνα αληθινός, ο Λόγος του Θεού, που κυριαρχεί και πάνω στο θάνατο. Γι' αυτό και γεννή­θηκε και έζησε ως άνθρωπος και πέθανε κι αναστή­θηκε κι εξασθένησε κι επισκίασε τα παλαιά έργα των ανθρώπων με τα δικά του έργα, με σκοπό όπου κι' αν έχουν πέσει οι άνθρωποι να τους σηκώσει και να τους βγά­λει από κει και να διδάξει τον αληθινό Πατέρα του, καθώς και ο Ίδιος λέει : " ήρθα για ν' αναζητήσω και να σώσω αυτό που έχει χάσει το δρόμο του " (Λουκ. 19,10).


Διότι, αφού έπεσε στα αισθητά η διάνοια των ανθρώπων, επιφορτίστηκε ο Λόγος να εμφανιστεί με σώμα, για να μεταφέρει τους ανθρώ­πους ως άνθρωπος στον εαυτό του και να στρέψει τις αισθήσεις τους προς αυτόν. Και στο εξής, βλέποντας τον εκείνοι ως άνθρωπο απ' τα έργα που κάνει, να τους πείσει πως δεν είναι μόνον άνθρωπος αλλά και Θεός και Λόγος του αληθινού Θεού και Σοφία.

Αυ­τό μάλιστα θέλοντας να επισημάνει και ο Παύλος λέει " (να είστε) ριζωμένοι και θεμελιωμένοι στην αγάπη... έτσι, θα μπορέσετε μαζί με ολόκληρο το λαό του Θεού να συλλάβετε ποιο είναι το πλάτος και το μήκος, το βάθος και το ύφος του μυστηρίου της σω­τηρίας και να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού, που ξεπερνάει κάθε ανθρώπινη γνώση. Έτσι θα γεμίσει η ζωή σας με την πλούσια χάρη του Θεού " (Εφεσ. 3ν 18-19).


Γιατί ο Λόγος είναι απλωμένος παντού και πάνω και κάτω και στα βάθη και» στα πλάτη. Πάνω μεν είναι με τη δημιουργία, κάτω δε με την ενανθρώπηση, στα βάθη με τον Άδη και στα πλάτη με τον κόσμο. Τα πάντα είναι γεμάτα με τη γνώση του Θεού.


Γι' αυτό, ακριβώς, δεν επιτέλεσε την υπέρ πά­ντων θυσία του αμέσως μόλις ήρθε κοντά μας, πα­ραδίνοντας το σώμα του στο θάνατο και ανασταίνο­ντας το, διότι έτσι θα έμενε ο ίδιος άγνωστος. Αλλά έκανε τον εαυτό του γνωστό , και με το ότι διέμεινε στο (ανθρώπινο) σώμα και με τα τόσα έργα που έκα­νε και με τα σημεία που έδωσε και με τα οποία όχι ως άνθρωπο αλλ' ως Θεό Λόγο τον αναγνώριζαν. Και τα δύο τα έκανε από φιλανθρωπία ο Σωτήρας, με την ενανθρώπηση του, Διότι και το θάνατο εξαφά­νισε από μας και μας ανανέωσε και διότι, όντας αφα­νής και αόρατος, με τα έργα του έδειχνε και γνω­στοποιούσε ότι ο ίδιος είναι ο Λόγος του πατέρα, ο ηγεμόνας και βασιλιάς του παντός.



ΚΕΙΜΕΝΟ 3Ο

Ο ΣΤΑΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τ. 1, σελ. 276.


ΓΓΓια την αιτία της σωματικής παρουσίας (του θεού ) στη γη, όσο ήταν δυνατό να κατανοή­σουμε κι εμείς, είπαμε ήδη : ότι δηλαδή δεν μπορού­σε άλλος να μεταβάλλει το φθαρτό σε άφθαρτο, πα­ρά μόνον ο ίδιος ο Σωτήρας που δημιούργησε τα πά­ντα εξαρχής απ' την ανυπαρξία" κι ότι δεν μπορούσε άλλος να ξανακτίσει στους ανθρώπους το κατ' εικόνα παρά μόνον η εικόνα του Πατέρα" και ότι δεν μπο­ρούσε άλλος να κάνει το θνητό αθάνατο, παρά μόνον η αυτοζωή που είναι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός" κι ότι δεν μπορούσε άλλος να διδάξει για τον Πατέ­ρα και να γκρεμίσει τη θρησκεία των ειδώλων, παρά μόνον ο Λόγος που τα ρυθμίζει όλα και είναι ο αλη­θινός μονογενής Υιός του Πατέρα.


Επειδή, όμως, έπρεπε να εξοφληθεί και το κοινό χρέος όλων των ανθρώπων — γιατί, όπως προείπα, έπρεπε όλοι να πεθάνουν, γι' αυτό κατεξοχήν και ενανθρώπησε — , ακριβώς για το λόγο αυτό, μετά τις αποδείξεις της θεότητάς του από τα έργα του, πρό­σφερε κατόπιν και τη θυσία του υπέρ όλων, παραδί­νοντας το ναό (του σώματός) του σε θάνατο υπέρ όλων, με σκοπό αφενός να κάνει τους πάντες ανενόχους και ελεύθερους απ' την αρχαία παράβαση , αφε­τέρου δε ν' αποδείξει τον εαυτό του ανώτερο απ' το θάνατο και να προβάλλει το δικό του σώμα άφθαρτο και απαρχή της ανάστασης όλων. Και μην απορήσεις αν πολλές φορές επαναλαμβάνουμε τα ίδια, για τα ίδια θέματα. Επειδή μιλούμε για την ευδοκία του Θεού, γι' αυτό ερμηνεύουμε την ίδια έννοια με πε­ρισσότερα, για να μη θεωρηθεί ότι παραλείπουμε κά­τι και κατηγορηθούμε πως μιλήσαμε με ελλείψεις. Διότι είναι προτιμότερο να κατηγορηθούμε για επα­ναλήψεις, παρά να παραλείψουμε κάτι απ' αυτά, που οφείλουμε να γραψομε.


Το σώμα, λοιπόν, επειδή και αυτό είχε την ίδια ουσία όπως και τ' άλλα (αφού ήταν ανθρώπινο σώ­μα) , παρόλο που δημιουργήθηκε με παράδοξο θαύ­μα μόνον από Παρθένο, εντούτοις ήταν θνητό και θα πέθαινε, όπως και τα όμοιά του. Επειδή, όμως, σ' αυτό κατοίκησε ο Λόγος, δεν καταστρεφόταν σύμ­φωνα με τη φύση του, αλλά χάρη στο Λόγο του Θε­ού που κατοίκησε μέσα του, έμεινε μακριά απ' τη φθορά.


Και συνέβη, ανεξήγητα, να γίνονται σ' αυτό και τα δύο : δηλαδή και ο κοινός σε όλους θάνατος να εκπληρώνεται στο σώμα του Κυρίου, και ο θάνατος και η φθορά να εξαφανίζεται εξαιτίας του Λόγου που συνυπήρχε σ' αυτό. Διότι ήταν-αναγκαίος ο θάνατος κι έπρεπε να συμβεί θάνατος υπέρ όλων, ώστε να εξοφληθεί αυτό που χρωστούσαν όλοι.



Γι' αυτό, όπως προανέφερα, ο Λόγος, αφού δεν ήταν σ' αυτόν δυνατό να πεθάνει (διότι ήταν αθάνατος), έλαβε σώ­μα που μπορεί να πεθάνει, ώστε να το προσφέρει σαν δικό του για λογαριασμό όλων. Και (έτσι), πάσχοντας ο ίδιος για όλους, επειδή ο ίδιος κατοικούσε στο σώμα του, να καταργήσει με το θάνατό του αυτόν που εξου­σίαζε το θάνατο, δηλαδή το διάβολο. Μ' αυτόν τον τρόπο απελευθέρωσε όσους ο φόβος του θανάτου τους είχε καταδικάσει να είναι δούλοι σ' όλη τους τη ζωή (Εβρ. 2, 14-15).


Αφού ο κοινός Σωτήρας όλων πέθανε για χάρη μας, τώρα πια οι πιστοί στο Χριστό δεν πε­θαίνουμε με θάνατο, όπως παλιότερα σύμφωνα με την απειλή του νόμου (γιατί έχει πάψει πλέον αυτή η καταδίκη). Αλλ' αφού παύει η φθορά κι εξαφανίζε­ται με τη χάρη της ανάστασης, στο εξής μόνον ως προς το θνητό του σώματος διαλυόμαστε, σε καιρό που όρισε για τον καθένα μας ο Θεός, για να μπορέ­σουμε να πετύχουμε ανώτερη ανάσταση. Γιατί, όπως τα σπέρματα που ρίχνονται στη γη, δεν χανό­μαστε όταν πεθάνουμε, αλλά σπειρόμαστε για ν' αναστηθούμε, αφού καταργήθηκε ο θάνατος με τη χάρη του Σωτήρα.


Γι' αυτό, λοιπόν, κι ο μακάριος Παύλος, που γίνεται για όλους ο εγγυητής της ανάστασης, λέει " Πρέπει αυτό που είναι φθαρτό να μετα­μορφωθεί σε άφθαρτο, κι αυτό που είναι θνητό να γί­νει αθάνατο. Όταν αυτό το φθαρτό μεταμορφωθεί σε άφθαρτο και το θνητό μεταμορφωθεί σε αθάνατο, τό­τε θα πραγματοποιηθεί ο λόγος της Γραφής: ο θάνα­τος αφανίστηκε, η νίκη είναι πλήρης! Θάνατε, πού είναι το κεντρί της δύναμης σου; Άδη, πού είναι η νίκη σου; " (Α'Κορ. 15, 53-55).



Β ΜΕΡΟΣ


(α) Λοιπόν, θα έλεγε κανείς, εφόσον ήταν αναγκαίο για χάρη όλων να παραδώσει ο Χριστός το σώμα του στο θάνατο, γιατί δεν πέθανε με φυσικό θάνατο σαν άνθρωπος, αλλά έφτασε και μέχρι το σταυρό; Δεν θα έπρεπε να αποθέσει το σώμα με περισσότερη αξιο­πρέπεια, παρά να υπομείνει τον υβριστικό αυτό (σταυρικό) θάνατο; Κοίταξε, όμως, μήπως αυτή η αντίρρηση είναι ανθρώπινη, ενώ αυτό που έκανε ο Σωτήρας είναι πραγματικά θεϊκό και για πολλούς λόγους αντάξιο της θεότητάς του.

Πρώτον μεν, διότι ο θάνατος που συμβαίνει στους ανθρώπους επέρχεται σύμφωνα με την αδυναμία της φύσης τους . Αφού, δη­λαδή, δεν μπορούν για πολύ να κρατηθούν στη ζωή, με την πάροδο του χρόνου διαλύονται. Γι' αυτό και τους συμβαίνουν αρρώστιες κι αφού εξασθενήσουν πε­θαίνουν. Αλλ' ο Κύριος δεν είναι ασθενής ' είναι δύναμη Θεού και Λόγος Θεού και αυτοζωή.


Αν, λοιπόν, πέθαινε κάπου κατά τον συνηθισμένο ανθρώπινο θά­νατο, πάνω σ' ένα κρεβάτι, θα νόμιζαν ότι κι αυτός το έπαθε αυτό σύμφωνα με την ασθένεια της φύσης κι ότι δεν έχει τίποτα παραπάνω απ' τους άλλους αν­θρώπους. Επειδή, όμως, ήταν και ζωή και Λόγος Θεού κι έπρεπε να υπομείνει το θάνατο για χάρη όλων, γι' αυτό ακριβώς, σαν ζωή και δύναμη που ήταν, δυνάμωνε μαζί και το σώμα. Επειδή, όμως, όφειλε να υποστεί το θάνατο, έπαιρνε την αφορμή να ολοκληρώσει τη θυσία όχι απ' τον εαυτό του, αλλ' απ' τους άλλους. Διότι, ούτε έπρεπε να αρρωστήσει ο Κύριος, που θεράπευε τις ασθένειες των άλλων, αλλ' ούτε πάλι έπρεπε να εξασθενήσει το σώμα, με το οποίο ενδυνάμωνε και τις αδυναμίες των άλλων.


Γιατί, λοιπόν, δεν εμπόδισε το θάνατο, όπως έκα­νε με την ασθένεια; Διότι το σώμα το είχε γι' αυτό το σκοπό και ήταν αταίριαστο να εμποδίσει το θάνα­το, για να μη ματαιωθεί και η ανάσταση. Αλλά και το να προηγηθεί απ' το θάνατο η αρρώστια και πάλι θα ήταν αταίριαστο, για να μη θεωρηθεί αδυναμία εκείνου που βρισκόταν μέσα στο σώμα. Δεν πείνασε, λοιπόν; Ναι, πείνασε, εξαιτίας της ιδιότητας του σώ­ματος. Δεν πέθανε, όμως, από πείνα, επειδή έφερε μέσα του τον Κύριο.




Γι' αυτό και παρόλο ότι πέθανε για να λυτρώσει τους πάντες, εντούτοις δεν γνώρισε φθορά. Διότι αναστήθηκε ολόκληρο, επειδή δεν ανή­κε σε άλλον κανένα, αλλά ήταν το σώμα της ίδιας της ζωής.


(β) Αλλά, θα 'λεγε κανείς, έπρεπε ν' αποφύγει την επιθετικότητα των Ιουδαίων, για να φυλάξει το σώμα του εντελώς αθάνατο. Ας ακούσει, λοιπόν, κι αυτός, ότι και τούτο ήταν ανάρμοστο στον Κύριο. Διότι, όπως δεν ταίριαζε στο Λόγο του Θε­ού, που είναι η ζωή, να δώσει από μόνος του το θά­νατο στο σώμα του, έτσι δεν ταίριαζε ν' αποφεύγει το θάνατο που του προκαλούσαν άλλοι, αλλά μάλ­λον να τον επιδιώκει, με σκοπό να τον καταργήσει.

Επομένως εύλογα, ούτε με φυσικό θάνατο άφησε το σώμα του, ούτε και τον απέφυγε όταν τον επιδίωξαν οι Ιουδαίοι. Αυτό, όμως, δεν φανέρωνε αδυναμία του Λόγου, αλλά μάλλον τον έδειχνε και Σωτήρα και Ζωή, διό­τι και καρτέρι έστησε για να καταργήσει το θάνατο και το θάνατο που του δινόταν αφορμή να υπομείνει για τη σωτηρία όλων, βιαζόταν να ολοκληρώσει ' εξάλλου όχι το δικό του θάνατο, αλλά το θάνατο που του έδιναν οι άνθρωποι ήρθε να προσφέρει ως θυσία ο Σωτήρας.

Επομένως, όχι με δικό του θάνατο (διό­τι δεν είχε θάνατο αφού είναι η ζωή) απέθεσε το σώ­μα, αλλά δέχτηκε το θάνατο που του προκάλεσαν οι άνθρωποι, ώστε και αυτόν, που προσήλθε στο σώμα του, να τον εξαφανίσει τελείως. Αλλά κι απ' το εξής μπορεί κανείς να δει ότι καλώς το σώμα του Κυρίου εκπλήρωσε το χρέος του θανάτου: Ο Κύριος ενδια­φερόταν κατ' εξοχήν για την ανάσταση του σώμα­τος, που επρόκειτο να κάνει. Γιατί αυτό θα ήταν το τρόπαιο κατά του θανάτου, να την δείξει σε όλους και να διαπιστώσουν όλοι τη διαγραφή της φθοράς που ενήργησε και την αφθαρσία των σωμάτων που θα ακολουθήσει, προς χάρη των οποίων φύλαξε άφθαρτο το σώμα του, ως ενέχυρο και διακριτικό γνώρισμα της ανάστασης, που θα συμβεί σε όλους.


Γιατί πάλι, αν είχε αρρωστήσει το σώμα και απ' αυ­τό πέθαινε ο Λόγος μπροστά στα μάτια όλων, θα ήταν αταίριαστο, αυτός που θεράπευε τις αρρώστιες των άλλων, να παραβλέπει το δικό του σώμα, καθώς θα έλιωνε απ' τις αρρώστιες. Διότι, πώς θα πίστευ­αν ότι έδιωξε τις αρρώστιες των άλλων, αν την ίδια στιγμή υπέφερε ο δικός του ναός (το σώμα); Έτσι, ή θα τον περιγελούσαν σαν μη ικανό να διώξει την αρρώστια, ή αν μπορούσε και δεν το έκανε, θα θεω­ρούνταν πως δεν ήταν φιλάνθρωπος και προς τους άλλους.

(γ) Αν, πάλι, χωρίς κάποια αρρώστια και χωρίς κάποιο πόνο έκρυβε το σώμα του, κά­που ιδιαίτερα σε μία γωνία ή σε έρημο τόπο ή σε κά­ποιο σπίτι ή οπουδήποτε αλλού, κι ύστερα εμφανιζό­ταν ξαφνικά κι έλεγε ότι εγέρθηκε απ' τους νεκρούς, όλοι θα νόμιζαν ότι λέει παραμύθια και θα αμφισβη­τούσαν πολύ περισσότερο αν υποστήριζε και τα περί ανάστασης, αφού δεν θα υπήρχε κανένας που να βε­βαιώνει το θάνατό του. Απ' την ανάσταση πρέπει να προηγηθεί ο θάνατος, γιατί δεν θα υπήρχε ανάσταση αν δεν είχε προηγηθεί θάνατος. Επομένως, αν είχε συμβεί κάπου κρυφά ο θάνατος του σώματος, χωρίς να είναι φανερός ο θάνατος και να βεβαιώνεται από μάρτυρες, θα ήταν αφανής και χωρίς μαρτυρίες η ανάστασή του.


Ή, για ποιο λόγο, μετά την ανάστα­ση θα διαλαλούσε την ανάσταση, αλλά το θάνατό του θα τον άφηνε στο σκοτάδι; Ή, γιατί τους μεν δαίμονες εκδίωκε μπροστά στα μάτια όλων, και τον εκ γενετής τυφλό τον έκανε να βλέπει, και μετέβαλε το νερό σε κρασί, για να πιστέψουν ότι είναι Λόγος Θεού, και δεν θα έδειχνε μπροστά σε όλους πως το φθαρτό σώμα είναι άφθαρτο, για να πιστέψουν ότι αυτός είναι η ζωή; Και πώς οι μαθητές του θα είχαν το θάρρος να κηρύττουν την ανάσταση, αν δεν μπο­ρούσαν να υποστηρίξουν ότι προηγουμένως είχε πε­θάνει; Ή, πώς θα γίνονταν πιστευτοί ότι ο θάνατος προηγήθηκε απ' την ανάσταση, αν δεν ήταν μάρτυ­ρες του θανάτου αυτοί οι ίδιοι, προς τους οποίους κήρυτταν με παρρησία;


Γιατί αν κι έτσι που έλαβε χώραν ο θάνατος και η ανάσταση, μπροστά στα μάτια όλων, δεν θέλησαν να πιστέψουν οι τότε φαρισαίοι, αλλά και κείνους που είδαν την ανάσταση τους ανάγκασαν να την αρνη­θούν, σε κάθε περίπτωση αν αυτά είχαν γίνει στα κρυφά, πόσες προφάσεις απιστίας θα επινοούσαν; Και πώς, λοιπόν, θα εκπλήρωνε το χρέος του θανά­του και θα τον νικούσε, αν δεν τον προσκαλούσε και δεν τον έδειχνε μπροστά σε όλους νεκρό και χωρίς δύναμη εξαιτίας της αφθαρσίας του σώματος; Αυτά που και άλλοι θα μπορούσαν να έχουν πει, είναι ανάγκη να τα προβάλλου­με για αντίκρουση των κατηγοριών.

(δ) Ενδεχομένως κάποιος να έλεγε και τούτο: Αν έπρεπε ο θάνατος του να συμβεί μπροστά σε όλους και ν' αποδεικνύε­ται με μάρτυρες, για να πιστευτεί και ο λόγος της ανάστασης, έπρεπε τουλάχιστο να επινοήσει για τον εαυτό του ένδοξο θάνατο, προκειμένου ν' αποφύγει οπωσδήποτε την ατίμωση του σταυρού.


Αλλ' αν το είχε κάνει αυτό, θα έδινε αφορμή για εναντίον του υπόνοια, ότι δεν έχει δύναμη εναντίον κάθε είδους θανάτου, αλλά μόνο εναντίον εκείνου που επινοήθηκε γι' αυτόν ' και δεν θα ήταν πάλι μικρότερη η δικαιο­λογία για απιστία στην ανάσταση. Γι' αυτό, όχι από τον ίδιο αλλά από άλλους του επιβλήθηκε ο σωματι­κός θάνατος, ώστε το θάνατο που θα παρουσίαζαν αυτοί στον Σωτήρα, αυτόν και να εξαφανίσει εκεί­νος.


Και (συμβαίνει) όπως κάποιος γενναίος παλαιστής, που είναι μεγάλος ως προς τη φρόνηση και την ανδρεία, (και) δεν εκλέγει τους αντιπάλους του ο ίδιος, για να μη δώ­σει την υπόνοια ότι δειλιάζει μπροστά σε κάποιους, αλλά αφήνει την εξουσία της εκλογής στους θεατές, και μάλιστα όταν τύχει να είναι εχθρός του, ώστε αφού συντρίψει εκείνον που θα του φέρουν, να παρα­δεχτούν ότι είναι ο καλύτερος όλων.



Έτσι και η ζωή των όλων, ο Κύριος και Σωτήρας μας, ο Χριστός, δεν επινόησε ο ίδιος το θάνατο του σώματός του, για να μη φανεί πως δειλιάζει μπροστά σε άλλο (θάνατο) αλλ' εκείνον που επέλεξαν άλλοι, και μάλιστα οι εχθροί του, αυτόν που εκείνοι θεωρούσαν φοβερό και ατιμωτικό και απο­κρουστικό, αυτόν δέχθηκε και υπέμεινε εκείνος στο σταυρό, ώστε, όταν κι αυτός καταλύθηκε, να πιστέ­ψουν ότι αυτός μεν είναι η ζωή, κι ότι η δύναμη του θανάτου καταργήθηκε τελείως.

Έγινε, λοιπόν, κάτι θαυμαστό και παράδοξο. Διότι, ο θάνατος που του επέβαλαν και τον θεωρούσαν ατιμωτικό, αυτός υπήρ­ξε σύμβολο νίκης εναντίον του θανάτου. Γι' αυτό ού­τε το θάνατο του Ιωάννη (του Προδρόμου) υπέμει­νε, με αποτομή της κεφαλής, ούτε σαν τον Ησαΐα πριονίστηκε, ώστε και στο θάνατό του να φυλάξει ατεμάχιστο και ολόκληρο το σώμα, και να μη γίνει αφορμή σ' αυτούς που θέλουν να διχάζουν την Εκκλησία.



ΚΕΙΜΕΝΟ 4Ο

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τ. 1, σελ. 292.


Τ Ταίριαζε, λοιπόν, και ήταν για το συμφέρον μας ο σταυρικός θάνατος. Και η αιτία του φάνηκε εύλογη κατά πάντα και δικαιολογημένη, επειδή δεν μπορούσε αλλιώς παρά μόνο με το σταυ­ρό να πραγματοποιηθεί η σωτηρία των πάντων. Και διότι και μ' αυτό τον τρόπο δεν άφησε αφανέρωτο τον εαυτό του ούτε πάνω στο σταυρό, αλλά με έντο­νο τρόπο, την μεν κτίση την έκανε να μαρτυρεί την παρουσία του Δημιουργού της, το δε ναό του, δηλαδή το σώμα, δεν ανέχθηκε να μένει επί πολύ νεκρό, αλλ' αφού το έδειξε νεκρό στη σύγκρουσή του με το θάνατο, την τρίτη μέρα ευθύς το ανέστησε, φέροντας ως τρόπαια και νίκες κατά του θανάτου την αφθαρ­σία και την απάθεια, που απέκτησε το σώμα.

Φυσι­κά, μπορούσε αμέσως να αναστήσει το νεκρό σώμα και να το ξαναδείξει ζωντανό, αλλά κι αυτό δεν το έκανε ο Σωτήρας, επειδή πρόβλεψε σωστά. Γιατί θα έλεγε κανείς πως δεν είχε πεθάνει καθόλου, ή δεν τον άγγιξε πλήρως ο θάνατος, αν έδειχνε αμέσως (μετά το θάνατο) την ανάσταση. Ίσως, μάλιστα, αν ήταν μικρό το χρονικό διάστημα μεταξύ του θανάτου και της ανάστασης, να μη αποκαλυπτόταν και η δό­ξα της αφθαρσίας.


Για να δειχτεί, λοιπόν, το σώμα νεκρό, ο Λόγος υπέμεινε και μία μέρα (μεταξύ θανάτου και ανάστασης) και την τρίτη μέρα το έδειξε σ' όλους άφθαρτο. Για να αποδειχτεί, λοιπόν, ο θάνατος στο σώμα, το ανάστησε την τρίτη μέρα. Και για να μη μείνει πε­ρισσότερο (στον τάφο) κι αφού φθαρεί τελείως, ύστε­ρα το αναστήσει και προκαλέσει απιστία για το αν φέρει το ίδιο ή άλλο σώμα", γιατί σίγουρα εξαιτίας του πολλού χρόνου θα μπορούσε κανείς να μη πιστεύ­ει στο φαινόμενο και να ξεχάσει τα γενόμενα, γι' αυ­τό δεν ανέχτηκε (τον τάφο) περισσότερες από τρεις μέρες. Ούτε καθυστέρησε για πολύ να εμφανιστεί σ' όσους τον είχαν ακούσει να μιλάει για την ανάσταση. Αλλ' ενώ ακόμα στα αφτιά τους ηχούσε ο λόγος του, κι ενώ τα μάτια τους τον περίμεναν με προσδοκία και η σκέψη τους ήταν γαντζωμένη σ' αυτόν και ζούσαν στη γη και βρίσκονταν στον τόπο εκείνων που τον θα­νάτωσαν και βεβαίωναν για το θάνατο του σώματος του Κυρίου, αυτός ο Υιός του Θεού φανέρωσε αθά­νατο και άφθαρτο το σώμα, που για τρεις μέρες ήταν γυμνό.


Και έγινε σε όλους φανερό, ότι το σώμα στο οποίο κατοικούσε ο Λόγος δεν πέθανε από φυσική ασθένεια, αλλά με σκοπό να εξαφανιστεί ο θάνατος δι' αυτού, με τη δύναμη του Σωτήρα.

(β) Για το ότι καταλύθηκε ο θάνατος και νικήθηκε απ' τον σταυρό και δεν έχει πλέον δύ­ναμη, αλλ' είναι πραγματικά νεκρός, όχι μικρή από­δειξη και πεποίθηση έντονη είναι το ότι ο θάνατος περιφρονείται απ' όλους τους μαθητές του Χριστού κι όλοι τον ξεπερνούν, και δεν τον φοβούνται, αλλά με το σημείο του σταυρού και την πίστη στο Χριστό τον καταπατούν σαν νεκρό. Γιατί, παλαιότερα, προ­τού να εμφανιστεί στη γη ο Σωτήρας, ο θάνατος προ­καλούσε φόβο και σ' αυτούς τους αγίους κι όλοι θρη­νούσαν όσους πέθαιναν, διότι νόμιζαν πως καταστρέ­φονται.

Τώρα, όμως, που ο Σωτήρας ανέστησε το σώμα, ούτε ο θάνατος είναι πια φοβερός, κι όλοι εκείνοι που πιστεύουν στο Χριστό, καταπατούν τον θάνατο σαν να μη είναι τίποτα και προτιμούν να πε­θάνουν από το ν' αρνηθούν την πίστη στο Χριστό. Γιατί πραγματικά γνωρίζουν, ότι πεθαίνοντας δεν χάνονται, αλλά και ζουν και με την ανάσταση γίνο­νται άφθαρτοι. Εκείνος δε, ο διάβολος, που ανέκα­θεν με όργανο το θάνατο ορμούσε πονηρά κατά των ανθρώπων, επειδή διαλύθηκαν τα σπλάχνα του, απέ­μεινε ο μόνος πραγματικά νεκρός.


Και τεκμήριο γι' αυτό είναι το ότι, προτού να πι­στέψουν οι άνθρωποι στο Χριστό, θεωρούν το θάνα­το φοβερό και τα χάνουν μπροστά του. Οταν, όμως, αποδεχτούν τη δική του πίστη και διδασκαλία, τόσο πολύ περιφρονούν το θάνατο, ώστε και με προθυμία να ορμούν προς αυτόν και μάρτυρες να γίνονται της ανάστασης που έκανε ο Σωτήρας σε βάρος του θανά­του. Γι' αυτό, ακόμα και νήπια σπεύδουν να πεθά­νουν και επιδίδονται σε ασκητικούς αγώνες εναντίον του, όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες. Τόσο αδύ­ναμος κατάντησε, ώστε και γυναίκες που είχαν πριν απατηθεί απ' αυτόν, τώρα τον περιπαίζουν σαν νε­κρό και παράλυτο.

(γ) Όπως, για παράδειγμα, συμβαί­νει όταν κάποιος αληθινός βασιλιάς υποτάξει έναν τύραννο και τον δέσει χειροπόδαρα, όλοι πλέον οι περαστικοί τον περιγελούν, χτυπώντας και διασύρο­ντας τον, διότι δεν φοβούνται πια τη μανία και την αγριότητΆ του, χάρη στο βασιλιά που τον νίκησε. Έτσι, όταν ο Σωτήρας πάνω στο σταυρό νίκησε και στιγμάτισε το θάνατο και τον έδεσε χειροπόδαρα, όλοι όσοι ζουν με το Χριστό καταπατούν το θάνατο και ομολογώντας το Χριστό κοροϊδεύουν το θάνατο και κακολογώντας τον λένε κι εκείνα που έχουν γρα­φεί εναντίον του " θάνατε, πού είναι η νίκη σου; Άδη, που είναι το κεντρί της δύναμης σου; " (Α' Κορ. 15, 55).


Λοιπόν, είναι αυτό μικρή δοκιμασία της αδυναμίας του θανάτου; Ή είναι μικρή απόδειξη της εναντίον του νίκης του Σωτήρα, όταν οι χριστιανόπαιδες και οι νεαρές παρθένες περιφρο­νούν την παρούσα ζωή και αποφασίζουν να πεθάνουν; Ο άνθρωπος βέβαια, απ' τη φύση του φοβάται το θά­νατο και τη διάλυση του σώματος. Αλλά το πιο πα­ράξενο είναι αυτό: ότι όποιος ντύθηκε την πίστη του σταυρού, περιφρονεί και τις φυσικές αδυναμίες και δεν τρομάζει το θάνατο για χάρη του Χριστού.

Για παράδειγμα, η φυσική ιδιότητα της φωτιάς είναι να καίει. Θα έλεγε, όμως, κανείς ότι υπάρχει κάτι που όχι μόνο δεν τρομάζει μήπως καεί, αλλά μάλλον αποδεικνύει την καύση αδύνατη, όπως, βέβαια, λένε για τον αμίαντο των Ινδιών. Φυσικά, αν κάποιος δεν πείθεται σ' αυτά που λέγονται, αν θέλει να λάβει πεί­ρα τους, ας φορέσει οπωσδήποτε αυτό που δεν καί­γεται και αφού μπει στη φωτιά, θα διαπιστώσει σί­γουρα την αδυναμία της απέναντι του. Ή, αν θελή­σει κάποιος να δει τον τύραννο δεμένο, πηγαίνει .οπωσδήποτε στη χώρα και το βασίλειο του νικητή και βλέπει αδύναμο αυτόν που στους άλλους ήταν φοβερός.


(δ) Έτσι, αν κάποιος είναι άπιστος ακόμα και μετά από τόσα, και ύστερα από τόσο πολλούς μάρτυρες για το Χριστό και μετά από την καθημερινή λοιδωρία του θανάτου εκ μέρους των χριστιανών που δια­κρίνονται εν Χριστώ, τότε, αν ακόμα αμφιβάλλει για το αν καταργήθηκε και έλαβε τέλος ο θάνατος, καλά κάνει απορώντας για κάτι τόσο μεγάλο. Πλην, όμως, δεν πρέπει να φανεί σκληρός και άπιστος, ού­τε αναιδής για τόσο ζωηρά πράγματα.

Αλλ' όπως αυτός που πήρε τον αμίαντο διαπιστώνει πως η φω­τιά δεν μπορεί να τον αγγίξει, κι αυτός που θέλει να δει δεμένο τον τύραννο επισκέπτεται το βασίλειο του νικητή, έτσι κι αυτός που δεν πιστεύει στη νίκη κατά του θανάτου, ας πάρει την πίστη του Χριστού κι ας προσεγγίσει τη διδασκαλία του και τότε θα δει την αδυναμία του θανάτου και την εναντίον του νίκη. Γιατί πολλοί που προηγουμένως ήταν άπιστοι και κορόιδευαν, όταν ύστερα πίστεψαν, τόσο πολύ περι­φρόνησαν το θάνατο, ώστε έγιναν και μάρτυρες του Ίδιου του Χριστού.


Αν μάλιστα καταπατείται ο θάνατος με το σημείο του σταυρού και την πίστη στο Χρι­στό, θα ήταν φανερό, με κριτή την αλήθεια, ότι δεν είναι άλλος παρά μόνο ο ίδιος ο Χριστός που έστησε τρόπαια και νίκησε το θάνατο και τον έκανε να εξα­σθενήσει. Κι αν προηγουμένως μεν είχε ο θάνατος δύναμη και γι' αυτόν ήταν φοβερός, τώρα δε, μετά την ενσάρκωση του Σωτήρα και το σωματικό του θά­νατο και την ανάστασή του περιφρονείται, είναι φα­νερό ότι απ' αυτόν το Χριστό, που ανέβηκε στο σταυ­ρό, καταργήθηκε και νικήθηκε ο θάνατος.

Όπως, ακριβώς, κι όταν μετά τη νύχτα ανατέλλει ο ήλιος κι ολόκληρη η γη φωτίζεται απ' αυτόν και σίγουρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ήλιος που σκόρπισε πα­ντού το φως, είναι αυτός ο ίδιος που έδιωξε το σκο­τάδι και φώτισε τα πάντα, έτσι, όταν περιφρονήθηκε και καταπατήθηκε ο θάνατος, απ' όταν έλαβε χώραν η σωτήρια εμφάνιση με σώμα του Σωτήρα και το σταυρικό τέλος, είναι φανερό ότι αυτός είναι ο Σωτήρας που εμφανίστηκε με σώμα, που κατάργησε το θάνατο και που δείχνει καθημερινά, στο πρόσωπο των μαθητών του, τρόπαια κατά του θανάτου.


(ε) Γιατί, όταν δει κανείς ανθρώπους που απ' τη φύ­ση τους είναι αδύνατοι, να τρέχουν να πηδήσουν στο θάνατο και να μη τρέμουν τη φθορά του, ούτε να δει­λιάζουν για την κάθοδο στον Άδη, αλλά με πρόθυμη ψυχή να τον προκαλούν και να μη φοβούνται τους βασανισμούς, αλλά να προτιμούν αντί για την πα­ρούσα ζωή να ορμούν στο θάνατο για χάρη του Χρι­στού ' ή όταν κανείς βλέπει άντρες και γυναίκες και νέα παιδιά να ορμούν και να πηδούν στο θάνατο για χάρη της ευσέβειας προς το Χριστό, ποιος είναι τόσο ανόητος, ή ποιος είναι τόσο άπιστος, ή ποιος έχει τό­σο ανάπηρο μυαλό, ώστε να μη εννοεί και σκέπτεται , ότι ο Χριστός για χάρη του οποίου μαρτυρούν οι άνθρωποι, είναι εκείνος που παραχωρεί και δίνει στον καθένα τη νίκη κατά του θανάτου και κάνει το θάνα­το να εξασθενεί μπροστά στον καθένα που πιστεύει και φέρει πάνω του το σημείο του σταυρού;

Αυτός που βλέπει να καταπατιέται το φίδι, ενώ γνω­ρίζει πολύ καλά την προηγούμενη αγριότητα του, δεν αμφιβάλλει πλέον, ότι είναι νεκρό και τελείως εξασθενημένο, εκτός αν του έχουν σαλέψει τα λογικά και δεν έχει υγιείς ούτε τις αισθήσεις του σώματος. Η αυτός, που βλέπει λιοντάρι να περιπαίζεται από παιδιά, γνωρίζει ή ότι είναι νεκρό ή ότι έχει χά­σει όλη τη δύναμη του. Όπως, λοιπόν, είναι δυνατό να τα δούμε αυτά με τα μάτια μας πως είναι αληθι­νά, έτσι κι όταν περιπαίζεται και περιφρονείται ο θά­νατος απ' όσους πιστεύουν στο Χριστό, ας μη αμφι­βάλλει πλέον κανείς, ούτε να δείχνει απιστία, ότι απ' το Χριστό καταργήθηκε ο θάνατος και η φθορά (που προκαλούσε) διαλύθηκε και έπαψ



ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ


Για το ότι, λοιπόν, καταργήθηκε ο θάνατος κι ότι ο σταυρός του Κυρίου είναι το σύμβολο της εναντίον του νίκης, δεν αποτελούν μι­κρή απόδειξη τα όσα ειπώθηκαν ήδη. Για δε την αθάνατη ανάσταση του σώματος που έγινε από τον κοινό Σωτήρα των όλων και αληθινή ζωή, το Χρι­στό, πιο ζωηρή από τα λόγια είναι η απόδειξη των όσων φαίνονται, σε όσους έχουν υγιείς τους οφθαλ­μούς της διάνοιάς τους.

Διότι, αν έχει καταργηθεί ο θάνατος, όπως απέδειξε ο λόγος και με τη χάρη του Χριστού όλοι τον καταπατούν, πολύ περισσότερο αυ­τός ο Ίδιος τον καταπάτησε πρώτος με το σώμα του και τον κατάργησε. Αφού δε νεκρώθηκε ο θάνατος απ' αυτόν, τι έπρεπε να γίνει, αν όχι να αναστηθεί το σώμα και αυτό να δειχτεί ως σύμβολο νίκης κατά του θανάτου; Ή πώς θα φαινόταν καταργημένος ο θάνατος, αν το σώμα του Κυρίου δεν είχε αναστη­θεί; Αν δε σε κάποιον δεν επαρκεί η απόδειξη αυτή για την ανάσταση του, τότε απ' αυτά που γίνονται μπροστά στα μάτια του, ας βεβαιωθεί για το λεγό­μενο.


Όταν κάποιος είναι νεκρός δεν μπορεί να κάνει τί­ποτα' η ικανότητά του τον συνοδεύει μέχρι τον τάφο και σταματάει εδώ. Μόνο οι ζωντανοί μπορούν να πράττουν και να ενεργούν. Ας κοιτάξει, λοιπόν, αυ­τός που θέλει κι ας γίνει κριτής για να ομολογήσει την αλήθεια απ' όσα βλέπει. Διότι όταν ο Σωτήρας ενεργεί στους ανθρώπους τόσο μεγάλα και κάθε μέ­ρα από παντού, και από την Ελλάδα και απ' εκεί­νους που κατοικούν σε βαρβαρικές χώρες, τόσο με­γάλο πλήθος ανθρώπων πείθει να προσχωρήσουν στη δική του πίστη κι όλοι να συμμορφώνονται προς τη δική του διδασκαλία, άραγε υπάρχει κανείς που ν' αμφιβάλλει αν έγινε η ανάσταση του Σωτήρα και αν ζει ο Χριστός, ή ότι μάλλον αυτός ο ίδιος είναι η ζωή;

Μήπως, επομένως, είναι γνώρισμα του νεκρού, τις μεν διάνοιες των ανθρώπων να συγκινεί, ώστε να αρνούνται τη θρησκεία των προγόνων, τη δε διδα­σκαλία του Χριστού να την παραδέχονται; Ή, αν δεν ενεργεί — αφού αυτό είναι γνώρισμα του νε­κρού — πώς σταματάει τις ενέργειες εκείνων που ζουν και ενεργούν, ώστε ο μοιχός να μη μοιχεύει πλέον, ο φονιάς να μη φονεύει, ο άδικος να μη είναι πλεονέκτης κι ο ασεβής να είναι στο εξής ευλαβής; Και αν δεν αναστήθηκε αλλ' είναι νεκρός, πώς διώ­χνει και καταδιώκει και νικάει τους ψευτοθεούς και τους λατρευόμενους δαίμονες, για τους οποίους οι άπιστοι λένε ότι ζουν;


Διότι, όπου επικαλούνται το Χριστό και την πί­στη σ' αυτόν, εκεί γκρεμίζεται κάθε πίστη στα είδω­λα, ξεσκεπάζεται κάθε απάτη των δαιμόνων και κά­θε δαίμονας δεν μπορεί ούτε τ' όνομα του Χριστού να υποφέρει, παρά τρέπεται σε φυγή και μόνον αν τ' ακούσει. Αυτό, φυσικά, δεν είναι έργο νεκρού, αλλά ζωντανού και μάλιστα Θεού.



Εξάλλου θα ήταν και γελοίο να λέμε, ότι οι μεν δαίμονες που διώχνονται απ' αυτόν είναι ζωντανοί, όπως και τα είδωλα που καταργούνται, αυτός δε που τους διώχνει και με τη δύναμη του δεν τους αφήνει ούτε να εμφανιστούν και που ομολογείται από όλους ότι είναι Υιός Θεού, γι' αυτόν να λέμε πως είναι νεκρός.


Μεγάλο, μάλιστα, έλεγχο προκαλούν σε βάρος τους όσοι δεν πιστεύουν στην ανάστα­ση, αφού τον Χριστό που τον θεωρούν νεκρό, όλοι οι δαίμονες και οι θεοί τους οποίους προσκυνούν, δεν τον εκδιώκουν, αλλά κατεξοχήν ο Χριστός αποδει­κνύει όλους αυτούς νεκρούς. Γιατί αν αληθεύει πως ο νεκρός δεν μπορεί να πράξει κάτι, αλλά ο Σωτήρας κάθε μέρα κάνει τόσα πολλά : δηλαδή ελκύει στην ευσέβεια, πείθει στην αρετή, διδάσκει για την αθανασία, οδηγεί στην επιθυμία των ουρανίων, φα­νερώνει τη γνώση για τον Πατέρα, εμπνέει τη δύνα­μη κατά του θανάτου, δείχνει τον εαυτό του στον κα­θένα και γκρεμίζει την αθεΐα των ειδώλων.

Απ' αυ­τά τίποτα δεν είναι σε θέση να κάνουν οι θεοί και οι δαίμονες των απίστων, αλλά μάλλον με την παρου­σία του Χριστού νεκρώνονται, γιατί η εμφάνισή τους είναι χωρίς έργο και άδεια. Με το σημείο, μάλιστα, του σταυρού σταματάει κάθε μαγεία, καταργείται κάθε μαγγανεία και όλα μεν τα είδωλα ερημώνονται κι εγκαταλείπονται, κάθε δε ανόητη ηδονή σταμα­τάει κι ο καθένας απ' τη γη στρέφει το βλέμμα του προς τον ουρανό.


Ποιόν θα ονομάσει κανείς νεκρό; Τον Χριστό που πράττει τόσο μεγάλα; Δεν είναι, όμως, γνώρισμα του νεκρού να εργάζεται. Ή (θα' ονομάσει νεκρό) αυτόν που δεν πράττει τίποτα, αλλά είναι ξαπλωμέ­νος ως άψυχος, πράγμα που χαρακτηρίζει τους δαί­μονες και τα είδωλα; Διότι, ο μεν Υιός του Θεού, όντας ζωντανός και δραστήριος, εργάζεται κάθε μέ­ρα και μεριμνά για τη σωτηρία όλων' ο δε θάνατος αποδεικνύεται καθημερινά ότι έχει εξασθενήσει και ότι τα είδωλα και οι δαίμονες, όντας μάλλον νεκροί, δεν πρέπει ν' αφήνουν σε κανέναν αμφιβολία για την ανάσταση του σώματός του.

Αυτός που δεν πιστεύει στην ανάσταση του σώματος του Κυρίου, μοιάζει να αγνοεί τη δύναμη του Θεού Λόγου και της Σοφίας. Διότι, αφού έλαβε για τον εαυτό του σώμα και το έκανε δικό του, κατά φυσική συνέπεια, όπως απέδειξε ο λόγος, τι έπρεπε να κάνει ο Κύριος γι' αυτό; Ή ποιο έπρεπε να είναι το τέλος του σώματος, μια και πάνω του βρισκόταν ο Λόγος; Δεν ήταν δυνατόν να μη πεθάνει, αφού ήταν θνητό, και ήταν προορισμένο να προσφερθεί στο θάνατο, για τη σωτηρία όλων ' άλ­λωστε γι' αυτό το είχε κατασκευάσει ο Σωτήρας. Να παραμείνει, πάλι, νεκρό δεν ήταν δυνατό, διότι είχε γίνει ναός ζωής. Γι' αυτό ως θνητό μεν πέθανε, λό­γω όμως της ζωής που είχε μέσα του ανέζησε. Και γνώρισμα (απόδειξη) της ανάστασης είναι τα έργα




ΚΕΙΜΕΝΟ 5Ο

ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΕΙΔΟΛΩΛΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ :Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τα 1, σελ. 332.


ΕΕίναι, μάλιστα, ν' απορεί κανείς και με τους εθνικούς (ειδωλολάτρες), διότι απ' τη μια κοροϊδεύουν όσα δεν πρέπει να χλευάζονται, απ' την άλλη, όμως, είναι τυφλωμένοι από τα αίσχη τους, τα οποία δεν βλέπουν αφού τα αφιερώνουν σε ξύλα και πέτρες. Επειδή, όμως, ο λόγος μας δεν στε­ρείται από επιχειρήματα, ας τους πείσουμε κι αυτούς από τα αυτονόητα, κατεξοχήν δε απ' αυτά που κι εμείς βλέπουμε. Τι το άτοπο ή άξιο χλευασμού υπάρχει σ' εμάς, εκτός απ' το ότι διακηρύττουμε ότι ο Λόγος φανερώθηκε σε σώμα; Αλλά κι αυτό θα συ­νομολογήσουν μαζί μας ότι δεν συνέβη άτοπα, αν συμφιλιωθούν με την αλήθεια.


Αν, λοιπόν, αρνούνται εντελώς ότι υπάρχει Λό­γος Θεού, είναι παράλογο να κοροϊδεύουν αυτό που δεν παραδέχονται. Αν, όμως, ομολογούν πως υπάρ­χει Λόγος Θεού κι ότι είναι ο ηγεμόνας του παντός κι ότι δι' αυτού ο Πατέρας δημιούργησε την κτίση κι ότι με την πρόνοιά του τα πάντα φωτίζονται και ζω­ογονούνται και υπάρχουν, κι ότι βασιλεύει ο Ίδιος πά­νω σε όλα, ώστε να γνωρίζεται απ' τα έργα της πρό­νοιάς του και μέσω αυτού (να γνωρίζεται) ο Πατέ­ρας, εξέτασε, παρακαλώ, μήπως αγνοούν ότι προ­καλούν τη χλεύη σε βάρος τους. Ο κόσμος είναι τε­ράστιο σώμα, λένε οι φιλόσοφοι των Ελλήνων, και λένε την αλήθεια. Γιατί, βλέπουμε ότι πέφτουν στις αισθήσεις μας αυτός και τα μέρη του.


Αν, λοιπόν, στον κόσμο που είναι σώμα υπάρχει ο Λόγος του Θεού και βρίσκεται και στο όλο και στα επιμέρους του, τι το παράδοξο ή τί το άτοπο, αν θα λέγαμε ότι έχει βρεθεί και στον άνθρωπο; Γιατί, αν γενικώς είναι άτοπο να βρεθεί σε σώμα, θα ήταν άτο­πο και το να βρεθεί στο σύμπαν και να φωτίζει και κινεί τα πάντα με την πρόνοιά του, αφού και το σύ­μπαν είναι σώμα.

Αν, όμως, πρέπει αυτός να επι­βαίνει στον κόσμο και νά αναγνωρίζεται στο σύμπαν, θα έπρεπε να εμφανιστεί και σε ανθρώπινο σώμα και να φωτιστεί αυτό απ' αυτόν και να ενεργεί, διότι και το ανθρώπινο γένος είναι μέρος του σύμπαντος. Κι αν δεν ταιριάζει να γίνει το επιμέρους όργανό του για να γνωστοποιηθεί η θεότητα του, θα ήταν κατεξοχήν αταίριαστο να γνωρίζουμε τον Θεό με τη βοήθεια του σύμπαντος.


Μοιάζει με το εξής, αν όλο το σώμα μπαί­νει σε ενέργεια και κατευθύνεται απ' τον άν­θρωπο, κι αν κάποιος έλεγε πως είναι άτοπο να βρίσκεται η δύναμη του ανθρώπου και στο δάχτυλο του ποδιού θα θεωρούνταν ανόητος, διότι ενώ παραδέ­χτηκε ότι αυτός φτάνει και ενεργεί στο σύνολο, δεν δέχεται ότι αυτός μπορεί να βρίσκεται και στο επι­μέρους. Έτσι, ακριβώς, κι εκείνος που δέχεται και πιστεύει ότι ο Θεός Λόγος βρίσκεται στο σύμπαν και το σύμπαν φωτίζεται και κινείται απ' αυ­τόν, δεν θα θεωρήσει άτοπο ότι κι ένα ανθρώπινο σώ­μα κινείται και φωτίζεται απ' Αυτόν.

Αν, όμως, επειδή το ανθρώπινο γένος έχει δημιουργηθεί και πλά­στηκε απ' το μηδέν και γι' αυτό δεν θεωρούν πως είναι ευπρεπές να λέμε ότι εμφανίστηκε ο Σωτήρας ως άνθρωπος, ώρα είναι να τον αποβάλλουμε κι από το σύμπαν. Γιατί κι αυτό ήρθε στην ύπαρξη απ' την ανυπαρξία δια του Λόγου. Αν μάλιστα, έστω κι αν η κτίση είναι δημιουργημένη, δεν είναι άτοπο να υπάρ­χει σ' αυτήν ο Λόγος, έπεται ότι δεν είναι άτοπο αν υπάρχει αυτός και στον άνθρωπο. Διότι ό,τι σκε­φτούμε για το όλο, είναι ανάγκη να θυμόμαστε και για το επιμέρους αφού, όπως είπα προηγουμένως, κι ο άνθρωπος είναι μέρος του όλου.

Επομένως, δεν είναι καθόλου αταίριαστο να υπάρχει ο Λόγος στον άνθρωπο και τα πάντα να φωτίζονται και να κινού­νται και να ζουν απ' αυτόν και μ' αυτόν, καθώς και οι δικοί τους συγγραφείς λένε, ότι μέσα σ' αυτόν ζού­με και κινούμαστε και υπάρχουμε. (Πράξ. 17, 28).


Τι, λοιπόν, θεωρούμε άξιο για χλευασμό, στην περίπτωση κατά την οποία ο Λόγος χρησιμοποιεί αυτό στο οποίο βρίσκεται ως όργανό του για να απο­καλυφτεί; Διότι αν δεν βρισκόταν σ' αυτό, δεν θα μπορούσε και να το χρησιμοποιήσει. Αφού, όμως, προαποδείξαμε ότι αυτός υπάρχει στο σύμπαν και στα επιμέρους, τι το αναξιόπιστο θα ήταν αν εμφανί­ζει τον εαυτό του μ' αυτά στα οποία υπάρχει; Διότι αυτός, με τις δυνάμεις που έχει, καθώς βρίσκεται ολόκληρος στο καθένα και σε όλα και στολίζει τα πά­ντα με αφθονία, αν ήθελε να αποκαλύψει τον εαυτό του και από το επιμέρους του όλου, κανένας δεν θα έλεγε ότι κακώς το έκανε, όπως για παράδειγμα όταν στολίζει τα πάντα αφειδώλευτα, αν επιθυμούσε να μιλήσει και να γνωστοποιήσει τον εαυτό του και τον Πατέρα του, με όργανο τον ήλιο ή τη σελήνη ή τον ουρανό ή τη γη ή τη θάλασσα ή τη φωτιά, απ' τη στιγμή κατά την οποία αυτός συγκρατεί τα πάντα και βρίσκεται σε όλα και στο επιμέρους και φανερώ­νει τον εαυτό του αοράτως.


Έτσι δεν θα ήταν άτοπο, αυτός που διαρρυθμίζει τα πάντα και τα ζωοποιεί και θέλησε ν' αποκαλυφθεί με μορφή ανθρώπου, αν χρησιμοποιούσε ως όργανο το ανθρώπινο σώμα, για να φανερώσει την αλήθεια και να κάνει γνωστό τον Πατέρα του. Διότι και η ανθρωπότητα είναι μέρος του όλου.

Κι όπως ο νους, ενώ υπάρχει σ' όλο το σώμα, φανερώνεται από ένα μέρος του σώματος, εννοώ τη γλώσσα, και κανένας φυσικά δεν υποστηρίζει ότι εξ αυτού του λόγου μειώ­νεται η ουσία του νου, έτσι κι ο Λόγος, αφού υπάρ­χει σε όλα, αν χρησιμοποιούσε ανθρώπινο όργανο δεν θα φαινόταν αυτό απρεπές. Διότι, όπως προανέ­φερα, αν είναι απρεπές να χρησιμοποιήσει το σώμα ως όργανο, είναι απρεπές και το να υπάρχει αυτός στο σύμπαν.

Αν λοιπόν διερωτώνται (οι ειδωλολάτρες), γιατί δεν εμφανίστηκε μέσω άλλων ωραιό­τερων μερών της κτίσης και μέσω ωραιότερου οργά­νου, όπως για παράδειγμα γιατί δεν χρησιμοποίησε τον ήλιο ή το φεγγάρι ή τα άστρα ή τη φωτιά ή τον αιθέρα, αλλά μόνο τον άνθρωπο, ας μάθουν ότι ο Κύριος δεν ήρθε για να επιδειχτεί, αλλά για να θε­ραπεύσει και διδάξει τους πάσχοντες.

Διότι γνώρι­σμα εκείνου που θέλει να επιδειχτεί είναι μόνο το να φαντάζει και να εντυπωσιάζει τους θεατές του θερα­πευτή, όμως, και του Δασκάλου είναι όχι απλά να έρθει στη γη, αλλά ν' αποβεί (η έλευση του) χρήσιμη στους έχοντες ανάγκη και στο βαθμό που εκείνοι μπορεί να τον χρειάζονται, (για να μη αναστατώσει τους ενδεείς με κάτι που ξεπερνάει τις ανάγκες των πασχόντων και γίνει ανώφελη σ' αυτούς η ενσάρκω­ση του Θεού στη γη.) .

Τίποτα, λοιπόν, απ' τα όντα της κτίσης δεν είχε λαθεμένη για το Θεό αντίληψη, εκτός από τον άνθρωπο. Χωρίς αμφιβολία, ούτε ο ήλιος ούτε το φεγγάρι ούτε ο ουρανός ούτε τα άστρα ούτε το νερό ούτε ο αιθέρας διέστρεψαν την τάξη, αλ­λά γνωρίζοντας το Δημιουργό τους και βασιλιά Λό­γο, παραμένουν όπως δημιουργήθηκαν. Και μόνον οι άνθρωποι, αφού αποστράφηκαν το καλό, στο εξής αντικατέστησαν την αλήθεια με τα μη υπάρχοντα και την τιμή και τη γνώση του Θεού την αφιέρωσαν σε πέτρινα ομοιώματα δαιμόνων και ανθρώπων.


Γι' αυτό δικαιολογημένα, επειδή δεν ταίριαζε στην αγαθότητα του Θεού να αγνοήσει την τόσο με­γάλη πτώση, αλλά κι επειδή οι άνθρωποι δεν κατά­φεραν να τον γνωρίσουν, παρόλο που ρυθμίζει και κυ­βερνάει τα πάντα, παίρνει σαν όργανο ένα μέρος του όλου, δηλαδή το ανθρώπινο σώμα, κι επιβιβάζεται σ' αυτό, με σκοπό, επειδή στο όλο δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν, τουλάχιστο να μη τον αγνοήσουν στο επιμέρους.

Κι επειδή δεν μπόρεσαν να σηκώσουν τα μάτια ψηλά για να δουν την αόρατη δύναμη του, τουλάχιστο να μπορέσουν να τον σκεφτούν και να τον δουν με τη βοήθεια των ομοίων. Διότι, όντας άνθρω­ποι, με το κατάλληλο σώμα και τα θεία έργα του θα μπορέσουν να γνωρίσουν τον Πατέρα του γρηγορό­τερα και από πιο κοντά, διαπιστώνοντας απ' τη σύ­γκριση, πως τα έργα που γίνονται απ' αυτόν δεν είναι ανθρώπινα αλλά του Θεού. Κι αν κατά την άποψή τους θα ήταν εξίσου άτοπο να γνωρίζεται ο Λόγος με τα έργα του σώματος, θα ήταν εξίσου άτοπο να γνω­ρίζεται αυτός από τα έργα του σύμπαντος.


Όπως ακριβώς, ενώ υπάρχει στην κτίση, τίποτα απολύτως δεν παίρνει απ' την κτίση, αλλά αντίθετα τα πάντα παίρνουν απ' τη δύναμη του, έτσι και χρη­σιμοποιώντας ως όργανο το σώμα, σε κανένα από τα κακά του σώματος δεν συμμετείχε, αλλά κατεξο­χήν αυτός αγίαζε και το σώμα. Αν μάλιστα κι αυτός ο Πλάτωνας, που θαυμάζεται απ' τους Έλληνες, λέ­ει ότι" Βλέποντας, αυτός που τον δημιούργησε, τον κόσμο να ταλαιπωρείται και να κινδυνεύει να δύσει στον τόπο της ανομοιότητας, αφού κάθισε στα πη­δάλια της ψυχής, βοηθάει και διορθώνει όλα τα λά­θη (πρβλ. Πολιτικός, 273 άε) τι απίστευτο λέγεται από μας, αν καθώς πλανιόταν η ανθρώπινη φύση, ήρ­θε και κάθισε πάνω σ' αυτήν ο Λόγος με τη μορφή ανθρώπου, ώστε, ενώ αυτή δεινοπαθούσε, να την πε­ρισώσει με την καθοδήγηση και την αγαθότητα.