Αγίου Γρηγορίου Νύσσης
(Η Δημιουργία)
“Στην αρχή”, λέει, “δημιούργησε ο Θεός τον
ουρανό και τη γη” και τα επόμενα που περιέχει το βιβλίο της Κοσμογονίας. Αυτά
είναι όσα έγιναν κατά την Εξαήμερο. Νομίζω όμως ότι πριν απ’ την εξέταση των
γραπτών, πρέπει να κατανοηθεί αυτό από τον λόγο, ότι η δύναμη συμβαδίζει με τη
βούληση στο θέμα της θείας φύσης, και μέτρο της δύναμης, είναι το θέλημα του
Θεού. Και το θέλημα είναι σοφία.
Γνώρισμα της σοφίας είναι να μην αγνοούμε
πως έγιναν τα διάφορα πράγματα, ενώ στη γνώση είναι σύμφυτη η δύναμη. Ώστε
μόλις έμαθε τι πρέπει να γίνει, η δύναμη των όντων που φέρνει σε ενέργεια αυτό
που εννοούμε, και δεν καθυστερεί καθόλου, συμπορεύτηκε με τη γνώση. Αλλά και
αδιαχώριστα με τη θέληση εμφανίζεται και το έργο. Γιατί η βουλή (θέληση) είναι
δύναμη που συγχρόνως κανονίζει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνουν τα πράγματα και
προσφέρει τις αφορμές για τη δημιουργία όσων πρόκειται να γίνουν, ώστε όλες οι
ενέργειες του Θεού που σχετίζονται με την κτίση να νοούνται μαζί, το θέλημα, η
σοφία, η δύναμη, η ουσία των όντων.
Αφού
λοιπόν τα πράγματα είναι έτσι κανείς δεν πρέπει να στεναχωριέται ερευνώντας τα
σχετικά με την ύλη και ζητώντας το πώς και το από πού, σα να λένε για
παράδειγμα: αν ο Θεός δεν έχει ύλη, από πού προέρχεται η ύλη, πως κάποια
ποσότητα προέρχεται από κάτι που δεν μετριέται και το ορατό από το αόρατο, και
αυτό που ορίζεται με κάποιον όγκο και μέγεθος από κάτι χωρίς μέγεθος και
αόριστο; Και όλα τα άλλα που υπάρχουν γύρω από την ύλη, πως τα έφτιαξε Αυτός
που δεν έχει τίποτα τέτοιο στη φύση Του;
Πραγματικά μία
είναι η λύση για όλα όσα κηρύττουμε εμείς για την ύλη, το να μην θεωρούμε ούτε
αδύνατη τη σοφία του Θεού, ούτε άσοφη τη δύναμή Του, αλλά να πιστεύουμε ότι
αυτά είναι μαζί και ότι είναι ένα, γιατί συγχρόνως και μαζί με το ένα
κατανοείται και το άλλο. Γιατί και το σοφό Του θέλημα φανερώθηκε με τη δύναμη
όσων έκανε και η ενεργητική Του δύναμη τελειώθηκε στο σοφό θέλημα. Αν λοιπόν η
σοφία και η δύναμη είναι μέσα στο ίδιο πράγμα, ούτε αγνοεί πως θα βρει ύλη για
την κατασκευή των όντων, ούτε αδυνατεί
να μετατρέψει σε ενέργεια κάθε σκέψη.
Και επειδή μπορεί
να κάνει τα πάντα για την επεξεργασία των όντων έβαλε με το σοφό και δυνατό
θέλημα μαζί όλα όσα συντελούν στην σύσταση των όντων, το ελαφρύ, το βαρύ, το
πυκνό, το αραιό, το μαλακό, το σκληρό, το υγρό, το ξηρό, το ψυχρό, το θερμό, το
χρώμα, το σχήμα, την περιγραφή, το διάστημα, που όλα είναι έννοιες και ψιλά
νοήματα, γιατί τίποτα απ’ αυτά δεν είναι ύλη από μόνα τους αλλά γίνονται ύλη
όταν αναμιχθούν μεταξύ τους.
Αν λοιπόν με την
υπεροχή της σοφίας και της δύναμης, όλα τα γνωρίζει και όλα τα μπορεί,
προσεγγίζουμε κατά κάποιο τρόπο στην υψηλή φωνή του Μωϋσή που λέει ότι “στην
αρχή έγινε από τον Θεό ο ουρανός και η γη”. Ο προφήτης συνέταξε το βιβλίο της
Γένεσης για να παιδαγωγήσει τους “υπόδουλους” στην αίσθηση προς τον ουρανό.
Με τον ουρανό δε
και με τη γη αρχίζει η γνώση μέσω των ορατών πραγμάτων. Γι’ αυτό ο λόγος
ονόμασε τα δυο άκρα όσων ξέρουμε με τις αισθήσεις ως περιεκτικά των όντων, έτσι
ώστε λέγοντας ότι απ’ τον θεό δημιουργήθηκαν αυτά που περιέχονται, να
συμπεριλαμβάνει κάθε τι που περιέχεται μέσα στα άκρα. Και αντί να πει ότι ο
Θεός έφτιαξε όλα τα όντα, είπε ότι “στην αρχή” (“στο κεφάλαιο”) έφτιαξε ο Θεός
τον ουρανό και τη γη.
Μία είναι η σημασία και των δυο λέξεων, της
αρχής και του κεφαλαίου. Γιατί και με τις δυο δηλώνεται εξίσου το “ασταμάτητα”.
Πράγματι με τη λέξη “στο κεφάλαιο” δηλώνεται ότι τα πάντα έγιναν συνολικά, ενώ
με “την αρχή” δηλώνεται το ακαριαίο και το αδιάσπαστο, εφόσον η αρχή είναι ξένη
προς κάθε χρονική έννοια. Όπως το σημείο είναι αρχή της γραμμής και το άτομο
αρχή του όγκου, έτσι και το ακαριαίο είναι αρχή του χρονικού διαστήματος. Η
αθρόα (ασταμάτητη) δημιουργία των όντων από την δύναμη του Θεού ονομάστηκε απ’
τον Μωϋσή αρχή, δηλαδή κεφάλαιο, κατά την οποία λέγεται ότι συστάθηκαν τα
πάντα, αφού τα ακραία, ουρανός και γη, δηλώθηκαν, ενώ τα μέσα υποδηλώθηκαν
σιωπηρά μαζί με τα άκρα. Και εννοώ άκρα σύμφωνα με την ανθρώπινη αίσθηση, η
οποία ούτε κάτω από τη γη διεισδύει ούτε τον ουρανό διαβαίνει.
Επομένως
η αρχή της κοσμογονίας επιβάλλει να εννοήσουμε αυτό, ότι ο Θεός έβαλε τις
αφορμές και τις αιτίες και τις δυνάμεις όλων των όντων μαζί και με την πρώτη
ορμή του θελήματος συγκροτήθηκε η ουσία κάθε όντoς, ο
ουρανός, ο αέρας, τα αστέρια, η φωτιά, η θάλασσα, η γη, τα ζώα, τα φυτά. Όλα
αυτά τα παρατηρούσε “ο θείος οφθαλμός” και όπως λέει η προφητεία “γνώριζε τα
πάντα πριν από τη γέννησή τους”.
Με τη δύναμη και τη σοφία όμως που έγιναν
μαζί ακολούθησε και μια αναγκαία τάξη, ώστε η φωτιά να προλάβει και να
εμφανιστεί πριν από όσα άλλα υπάρχουν στο σύμπαν, και έτσι μετά από εκείνο
έρχεται το επόμενο αναγκαίο, και μετά απ’ αυτό το τρίτο, και μετά το τέταρτο
και το πέμπτο και τα υπόλοιπα, εμφανιζόμενα όχι κατά τύχη, με κάποια άτακτη και
τυχαία σειρά, αλλά όπως η αναγκαία φύση της τάξης απαιτεί την ακολουθία των
κτισμάτων.
Έτσι λέει ο Μωϋσής ότι έγιναν τα διάφορα
κτίσματα λέγοντας και μερικά λόγια του Θεού που μας οδηγούν στο καθένα απ’ τα
κτίσματα με θεολογικά καλό τρόπο, κάνοντας και αυτό. Γιατί κάθε τι που γίνεται
σύμφωνα με τη λογική και τη σοφία οπωσδήποτε είναι φωνή του Θεού.
Γιατί ποια είναι η ουσία του Θεού, δεν το
ξέρουμε, λαμβάνοντας όμως υπόψη την σοφία και τη δύναμη, πιστεύουμε ότι έχουμε
βάλει στο μυαλό μας το Θεό. Γι’ αυτό, όταν δημιουργήθηκε το σύμπαν, πριν
εμφανιστεί το κάθε μέρος του χωριστά, υπήρχε σκοτάδι στο σύμπαν. Γιατί η αυγή
δεν είχε φανεί ακόμη, όπως και οι πολύτιμοι λίθοι μένουν άφαντοι στο σκοτάδι,
αν και μέσα τους έχουν τη φωτιστική δύναμη, γεννώντας τη φωτιά με την ανάμειξή
τους, όταν όμως παρουσιαστεί απ’ αυτούς κάποιος σπινθήρας, μαζί με τη λάμψη του
φαίνονται και αυτοί.
Έτσι όλα ήταν αόρατα και άφαντα, πριν
φανερωθεί η φωτιστική ουσία. Μόλις ολόκληρο το σύμπαν εμφανίστηκε εξαιτίας του
θείου θελήματος και όλα τα στοιχεία ήταν ανακατεμένα, η φωτιά που ήταν
σκορπισμένη παντού σκιάστηκε, αφού συμπιέστηκε από το πλεόνασμα της ύλης.
Επειδή όμως η δύναμή της είναι γρήγορη και
ευκίνητη, μόλις δόθηκε από τον Θεό το σύνθημα για τη γέννηση του κόσμου, τότε
αμέσως όλα φωτίστηκαν από το φως. Και αυτό που έγινε λόγω της σοφίας και της
δύναμης του δημιουργού, μνημονεύθηκε από τον Μωϋσή ως προστακτικός λόγος του
Θεού, το “είπε ο Θεός, ας γίνει φως, και έγινε φως”.
Γιατί σχετικά με τον Θεό κάθε έργο είναι
λόγος. Κάθε τι που γίνεται, γίνεται με λόγο. Και δεν υπάρχει τίποτα χωρίς λόγο,
τίποτα τυχαίο και αυτόματο που να εννοείται ότι δημιουργήθηκε απ’ τον Θεό. Αλλά
πρέπει να πιστεύουμε ότι σε κάθε κτίσμα υπάρχει μέσα κάποιος σοφός και τεχνικός
λόγος, έστω και αν είναι ανώτερος απ’ την διάνοια μας.
Τι είπε λοιπόν ο Θεός; Επειδή η φωνή αυτού
του είδους είναι παραστατική λόγου, νομίζω ότι πρέπει να εννοήσουμε το ρητό
θεολογικά, το οποίο αναφέρεται στο λόγο που βρίσκουμε “μέσα” στην κτίση. Γιατί
έτσι μας εξήγησε αυτές τις φωνές και ο Δαυίδ λέγοντας, “όλα τα έκανες με
σοφία”. Τα προστακτικά λόγια για τη δημιουργία των όντων, ο Δαυίδ τα ονόμασε
“εν υπάρχουσα σοφία”. Γ’ αυτό και λέει ότι οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του
Θεού, με την έννοια ότι στους επιστήμονες αντί για λόγο, η παρουσιαζόμενη σ’
αυτούς θεωρία γίνεται μέσω της αρμονικής περιφοράς.
Πραγματικά, λέγοντας ότι “οι ουρανοί
διηγούνται” και “το στερέωμα αναγγέλλει”, διδάσκει αυτούς που ακούν αυτά τα
λόγια και ίσως δέχονται και κάποια φωνή και έναρθρο λόγο από την διήγηση των
ουρανών, με όσα λέει ότι “δεν υπάρχουν λαλιές ούτε λόγοι που δεν ακούγονται οι
φωνές τους”, για να δείξει ότι η σοφία που υπάρχει στον κόσμο είναι λόγος, έστω
και αν δεν είναι έναρθρος.
Και πάλι, όταν ο Μωυσής είπε ότι άκουσε τις
διδακτικές φωνές του Θεού, στα θαύματα στην Αίγυπτο, ο ψαλμωδός εξήγησε: “έβαλε
μέσα τους, τους λόγους των σημείων και των θαυμάτων του στη γη του Χαμ”. Με
αυτή τη φράση ο ψαλμωδός υπαινίχθηκε σαφώς ότι η δύναμη κάθε κτίσματος
ενεργείται με κάποιο λόγο, αλλά λόγος ονομάζεται η δύναμη για την τέλεση των
θαυμαστών έργων.
Επομένως και εδώ πρότρεξε και ξεχώρισε η
φωτιστική δύναμη από τα όντα με την ταχύτητα και την ευκινησία της φύσης,
χωρίζοντας τον εαυτό της από τα διαφορετικά, και έτσι καταφωτίστηκαν όλα όσα
δημιουργήθηκαν με την δύναμή του. Με ποιον όμως λόγο κάνει αυτά τα πράγματα η
ουσία της φωτιάς, μόνο ο Θεός μπορεί να το πει ο οποίος εναποθέτει στην φύση
τον φωτιστικό λόγο. Και αυτό το μαρτυρεί ο Μωυσής με όσα λέει “και είπε ο Θεός,
ας γίνει φως”, διδάσκοντας αυτό, δηλαδή ότι θείος λόγος είναι το έργο του φωτός
που ξεπερνάει κάθε ανθρώπινη διάνοια.
Πραγματικά εμείς βλέπουμε μόνο αυτό που
γίνεται και δεχόμαστε το θαύμα με την αίσθηση. Που όμως βρίσκεται η φωτιά και
γεννιέται αυτόματα, αν γεννιέται μέσα από την τριβή πετρών, από ποιους ή από
ποια άλλη ύλη που τρίβεται με τον εαυτό της και ποια είναι η δύναμη η οποία
κατατρώγει ότι αρπαχθεί απ’ αυτό, ενώ λαμπρύνει με φως τον αέρα, αυτό δεν
μπορούμε ούτε να το δούμε ούτε να το καταλάβουμε κάπως. Ισχυριζόμαστε μόνο ότι
αυτό το θαύμα γίνεται μόνο απ’ τον Θεό, που με την δύναμή του έκανε απ’ τη
φωτιά να γίνει το φως, όπως μαρτυρεί και ο Μωυσής “και είπε ο Θεός, ας γεννηθεί
το φως, και έγινε φως, και είδε ο Θεός ότι το φως είναι καλό”.
Γιατί μόνο ο Θεός μπορούσε να κάνει κάτι
τόσο καλό. Ενώ η φτώχεια της δικής μας φύσης, βλέπει μεν αυτό που γίνεται, το
λόγο όμως για τον οποίο γίνεται, ούτε να τον δει ούτε να τον επαινέσει μπορεί,
αφού ο έπαινος είναι για όσα γνωρίζουμε και όχι για όσα αγνοούμε.
“Είδε λοιπόν”, λέει, “ο Θεός ότι το φως είναι καλό και
διαχώρισε τα όρια του φωτός από το σκοτάδι”. Ο Μωυσής αποδίδει πάλι αυτό σε
θεία ενέργεια, διδάσκοντας με τα λεγόμενα ότι όλα έχουν προκαταννοηθεί από τη
σοφία του Θεού, όσα πρόκειται να γίνουν με κάποια τάξη και συνέπεια. Όταν
δηλαδή η φωτιστική ουσία που είναι σκορπισμένη στο σύμπαν, αθροίστηκε όλη γύρω
από τον εαυτό της, όλα τα υπόλοιπα υλικά στοιχεία που κάλυψε σκιάστηκαν.
Αυτό λοιπόν που γίνεται με κάποια λογική
αιτία, για να μην το αποδώσει κανείς σε σύμπτωση, ο Μωυσής το ονομάζει έργο του
Θεού. Αλλά βέβαια είναι φανερό σε όλους από τα φαινόμενα, ότι η φύση της φωτιάς
είναι οξεία και δε σταματά ποτέ να κινείται.
Εκείνο όμως που ο λόγος επιβάλλει να
εννοήσουμε “κατ’ ακολουθία” έχει καταγραφθεί ιστορικά από τον Μωϋσή σαν είδος
διηγήματος “και έγινε βράδυ και έγινε πρωί”. Πράγματι ποιος δεν γνωρίζει ότι,
εφόσον η κτίση υπάρχει σε δυο κατηγορίες τη νοητή και την αισθητή, όλη η
φροντίδα του νομοθέτη είναι τώρα, όχι να εξηγήσει τα νοητά, αλλά να μας
υποδείξει μέσω των εννοούμενων όλα τα αισθητά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου