Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

ΕΡΩΤΑΣ-ΓΑΜΟΣ

                                                 ΕΡΩΤΑΣ - ΓΑΜΟΣ

·          



Εκκλησία - έρωτας - γάμος. 

Η Κοινωνική ανάληψη ευθύνης του Μεταφυσικού



    Ο έρωτας - κατεξοχήν μορφή γνώσης - δεν θα μπορούσε να λείπει από το εκκλησιαστικό γεγονός. «Η των πάντων συνεκτικότατη δύναμη» φαίνεται να περιορίζεται όταν η εκκλησία τον εντάσσει (τον έρωτα) στο μυστήριο του γάμου.
-Προς τι όλες αυτές οι "απαγορεύσεις" ή "υπαγορεύσεις", (προγαμιαίες σχέσεις, τέλεση μυστηρίου αρραβώνα-γάμου) για να αναδείξουν την αυθεντικότητα της σχέσης μου με τον άλλον;
-Αν δεν τελέσω εκκλησιαστικό γάμο σε τι υστερώ από τα «παντρεμένα ζευγάρια» στη σχέση μου με τον άλλον ή πολύ περισσότερο στη σχέση μου με το Θεό;
-Γιατί αφορίζονται με χαρακτηρισμούς ("πόρνοι") και οι σχέσεις απορρίπτονται εξ’ορισμού ως "πορνικές" εφ’όσον στα επί μέρους στοιχεία φαίνεται να μη διαφέρουν και καθόλου από τις «αποδεκτές» σχέσεις;
   Το ιστορικό πλαίσιο σίγουρα είναι πολύτιμος βοηθός αρκεί να ερμηνεύουμε όχι με ιδιοτέλεια – έχοντας υπόψη να δικαιώσω τη δική μου πρακτική επιλογή – αλλά διεισδύοντας στις ιστορικές ανάγκες και ανιχνεύοντας το σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε ως εκκλησιαστικό μυστήριο ο γάμος. Κοντολογίς να μετέχω στο νόημα της αιτίας και του σκοπού του μυστηρίου.

   Θεωρώντας ως βασικά ιστορικά στοιχεία τρία σημεία:
α) ότι η εκκλησιαστική κοινότητα ήταν η ίδια η κοινότητα επί τη βάση της κοινής πίστης, και δε διαχωρίζονταν σε εκκλησία και κοινωνία όπως σήμερα,
β) ότι η κοινή πίστη δεν ήταν κάποια αφηρημένη αλήθεια, αλλά απηχούσε την αντιμετώπιση σε πολύ πρακτικές βασικές ανάγκες, οι προτεραιότητες των οποίων, αναγνωρίζονταν από όλα τα μέλη.
γ) ότι οι πρώτες εκκλησίες ήταν πολύ ανεκτικές ή καλύτερα ανοικτές στην πρόσληψη των διαφορετικών ερμηνειών, μέχρι το σημείο όμως που απειλούνταν το «σώμα»της - η συνοχή των μελών της - χωρίς την οποία δεν υπάρχει η βάση για την πρακτική εφαρμογή της κοινής πίστης.

   Προχωράμε λοιπόν στην πρακτική ψηλάφηση της αιτίας και του σκοπού του γάμου ως θεσπισμένου εκκλησιαστικού μυστηρίου.
   Εξαρχής να πούμε ότι ως «μυστήριο» τελετουργικό ο γάμος θεσπίστηκε πολύ αργότερα από ότι τα ίδια τα δόγματα ως όροι-όρια αληθείας. Αυτό όμως είναι επόμενο του πρώτου βασικού ιστορικού στοιχείου. Όσο η κοινότητα η ίδια είναι και εκκλησία δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη επικύρωση! Αρκούσε η επισημοποίηση της σχέσης με την ανακοίνωση, το γλέντι του γάμου. Μόνες προϋποθέσεις η άδεια από τον οικείο επίσκοπο και φυσικά να μην υπάρχει αντίρρηση από τα μέλη της κοινότητας-εκκλησίας.
Γάμος λοιπόν υπήρχε και πρίν δημιουργηθεί το ιδιαίτερο τελετουργικό όπως και λειτουργίες – οι αγαπητικές συνάξεις σε σπίτια – πριν οριστικοποιηθούν σε συγκεκριμένο λειτουργικό τυπικό.

   Αργότερα όταν οι κοινότητες «μεγάλωσαν» περισσότερο από το όριο της κοινής πίστης, έτσι ώστε το κοινωνικό σώμα να χάσει την ομοιογένεια της πίστης ως ιδρυτικό του στοιχείο, έπρεπε με κάποιον τρόπο να δηλωθεί η διαφορετική εκκλησιαστική νοηματοδότηση του έρωτα ,της σχέσης, του γάμου. Νοηματοδότηση η οποία απηχούσε και διαφορετική στάση ζωής, διαφορετικές σχέσεις μεταξύ των μελών στα πλαίσια της ίδιας της κοινωνίας.
Ποιο είναι όμως το κοινό στοιχείο (αν υπάρχει) μεταξύ του γάμου των πρώτων κοινοτήτων-εκκλησιών με το ορθόδοξο τελετουργικό τυπικό; Το Άγιο πνεύμα δεν σφραγίζει το μυστήριο «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» στην εποχή του Παύλου τόσο όσο και στη δική μας.
   Σε πολύ πρακτικό επίπεδο και στις δύο «εκδοχές» έχουμε μια ανάληψη ευθύνης-υπόσχεσης των δύο προσώπων απέναντι στο εκκλησίασμα, και του εκκλησιάσματος απέναντι στο ζευγάρι. Δεσμεύομαι να διάγω τον υπόλοιπο βίο μου με το σύντροφό μου και η αμοιβαιότητα αυτής της δέσμευσης ανακοινώνεται στην κοινότητα και μετουσιώνεται σε γιορτή, γαμήλιο γλέντι. Απεναντίας η κοινότητα δεσμεύεται απέναντι στο παντρεμένο ζευγάρι να σεβαστεί αυτήν την αποκλειστική σχέση, σχέση αμοιβαίας αφοσίωσης και αγάπης, αμυδρό απήχημα του Τρισυπόστατου ομοουσίου.
   Οι μελλόνυμφοι δεν φοβούνται να ανακοινώσουν τον «έρωτά» τους, δεν φοβούνται να δηλώσουν την επιλογή τους απέναντι στην εκκλησία, επιλογή που τους φέρνει αντιμέτωπους με το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Να μην μπορέσω τελικά να μοιραστώ την «ουσία» μου με το άλλο πρόσωπο, να αστοχήσω να κοινωνήσω με τον άλλον τις επιθυμίες , τους δισταγμούς, τις αβεβαιότητες, τη χαρά, τη λύπη ακόμα και την ηδονή που κομίζω και αποκομίζω στη σχέση συν-ουσίας. Δηλαδή την ίδια τη ζωή ως κοινό δώρο. Οι μελλόνυμφοι παίρνουν το ρίσκο, αναλαμβάνουν την ευθύνη απέναντι στην κοινότητα να απηχήσουν στη σχέση τους την αγαπητική και θυσιαστική σχέση που αποκάλυψε ο Χριστός στην εκκλησία Του- τον κόσμο όλο. Η περίπτωση της αποτυχίας «καραδοκεί» ως όνειδος και ντροπή απέναντι στην κοινότητα, εκθέτοντας τους εαυτούς τους για την επιπολαιότητα και την άγνοια της ευθύνης που ανέλαβαν απέναντι στην κοινότητα και άρα απέναντι στον Θεό.
   Αστοχία δεν σημαίνει αφορισμός από την εκκλησία, αλλά στίγμα και ντροπή απέναντι σ’αυτή, και θα είναι πάντοτε μπροστά μου να μου υπενθυμίζει την ανεκπλήρωτη υπόσχεση, αποτέλεσμα ψευδαισθητικό για τις «ικανότητές» μου. Γονιμοποιητική πάντοτε (η αστοχία) ως υπενθύμιση για την μη επανάληψη των ίδιων λαθών. Τόπος ταπείνωσης και συνειδητοποίησης της σοβαρότητος και της ευθύνης απέναντι στον άλλο. Ας μην ξεχνάμε σε πρακτικό επίπεδο με τι συνθήκες είχε να αντιπαλέψει η εκκλησιαστική κοινότητα λίγο μετά την εποχή του Χριστού όσο και όταν θεσπίζεται ως επίσημο «μυστήριο» ο γάμος. Πολυγαμίες και χρησιμοποίηση ηδονοθηρική της γυναίκας, η αντιμετώπισή της ως αντικείμενο και όχι ως πρόσωπο ισότιμο με τον άνδρα είναι πολύ πρακτικές δυσκολίες που αντιμετώπισε η κοινότητα. Έπρεπε λοιπόν να βάλει κάποια όρια.
   Δεν μπορεί να πιστεύεις σε Θεό της αγάπης ακόμα και προς τους εχθρούς αλλά να ξυλοφορτώνεις τη γυναίκα σου τρείς φορές τη μέρα!!! Ή να την διώχνεις και να την αντικαθιστάς με άλλη και την άλλη με άλλη και πάει λέγοντας.
Αργότερα όταν η εκκλησία γίνεται κομμάτι-μέρος της κοινωνίας και ο πλουραλισμός των σχέσεων απειλεί την αλήθεια των σχέσεων των μελών της, η εκκλησία απαντά όπως και στις αιρέσεις με σαφή οριοθέτηση τόσο του νοήματος του γάμου όσο και επιβολής συγκεκριμένου εθιμικού τελετουργικού με το οποίο κατοχυρώνεται, όχι η αποκλειστικότητα της ευλογίας του Αγίου Πνεύματος – το οποίο όπου θέλει πνέει- αλλά η μετοχή στην εκκλησιαστική ιδιαιτερότητα. Είναι η ευλογία και το αμήν της εκκλησίας ως πληρώματος της υπαρκτικής μας κίνησης προς τον άλλον που μεταβάλλει την αμοιβαιότητα των ερωτευμένων νεόνυμφων σε «εικόνα» του Χριστού προς την εκκλησία. Με τη δική μου θέληση και τη δικιά μου ιδιοπροσωπία μετέχω (μέσα από το κοινό τελετουργικό του γάμου) σε μια ιδιαιτερότητα συλλογική, την εκκλησιαστική, η οποία έχει συγκεκριμένη πίστη και μου προσφέρει τη δυνατότητα της προσωπικής εμπειρικής μου πρόσβασης σ’αυτή, επαληθεύοντας επί κοινωνικού την πίστη του μεταφυσικού.
  Προϋπόθεση μετοχής σε οποιαδήποτε συλλογική κοινότητα είναι η ελεύθερη αποδοχή των όρων και των κανόνων που θέτουν οι ίδιοι οι μετέχοντες για να μπορέσει να «λειτουργήσει». Το ίδιο συμβαίνει και στην εκκλησία. Για να έχουν πρακτικό αντίκρισμα οι σχέσεις κοινωνίας στις Σχέσεις Αληθείας οι ίδιοι οι μετέχοντες αναγκάζονται υπό την απειλή διχαστικών αποπροσανατολιστικών ατομοκεντρικών θελημάτων και θεωριών να συμβάλλουν από κοινού τα βιώματά τους ώστε να εκφραστεί η αλήθεια ως ελάχιστο κοινό όριο-σύμβολο πέρα απ’ το οποίο η αλήθεια ως θέα θεού δεν επαληθεύεται πρακτικά.
   Έξω από την εκκλησία δεν έχω τη δυνατότητα του κοινωνικού καθρεφτίσματος της πίστης μου. Ακροβατώ ανάμεσα στο αληθινό και στην ψευδαίσθηση. Μπορεί να βιώνω έναν έρωτα «μοναδικό», αλλά η χαρά μου δεν θα δεξιωθεί ποτέ από την εκκλησία ως χαρά που παραπέμπει στον πρότυπο έρωτα του Χριστού προς την εκκλησία. Είναι χαρά ακοινώνητη, αγώνας εκτός σταδίου!!! Η εκκλησία δεν αποφαίνεται αρνητικά γιατί είναι ψεύτικος (ο έρωτας). Αλλά γιατί δεν μπορεί να συμβάλλει στο εκκλησιαστικό ερωτικό γεγονός, αφού δεν μπορεί να επαληθευτεί κοινωνικά, μη αναλαμβάνοντας την ευθύνη και το «κόστος» της επιλογής, τη δέσμευση απέναντι στην κοινότητα.
Αυτή η πρόταση εκκλησιαστικής μετοχής του έρωτα στο γάμο δεν είναι υποχρεωτική ούτε συνιστά αξιωματική αλήθεια. Δεν αποφαίνεται ποιος θα καεί στην κόλαση και ποιος θα χαίρεται στον παράδεισο.

   Το να θέλω όμως να μετέχω στην εκκλησιαστική πραγματικότητα του έρωτα με τους δικούς μου ατομικούς όρους-κανόνες, αυτό ακριβώς με κάνει πόρνο και τις σχέσεις μου πορνικές. Όπως η πόρνη πληρώνεται για να ικανοποιεί σεξουαλικά τους «απρόσωπους» περιστασιακούς πελάτες της, έτσι και εγώ «πληρώνομαι» υπαρξιακά με την ηδονή που αποκομίζω από την εξωεκκλησιαστική εκδοχή του έρωτα με τίμημα όμως την ίδια μου την προσωπική μετοχή στην αιτία και το σκοπό του!
Ας έχω τουλάχιστον επίγνωση της «αμαρτίας» ως απόσταση που χωρίζει καισαρικά την ακοινώνητη ηδονή με τον εκκλησιαστικό έρωτα όπως επαληθεύεται στη χαρά του γάμου και το γλέντι που ακολουθεί!
πηγή: αντίφωνο






Μάθημα  - Ο Γάμος
Κείμενα του π. Παύλου Yazigi, από το βιβλίο «ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ»
  
Είναι, όπως καταδείχθηκε, χαρακτηριστικό, ότι ο Χρυσόστομος με την εσχατολογική του προοπτική φρονεί και κηρύττει ότι η αρετή και η άσκηση δεν είναι τέχνη αποκλειστικά μοναχική, αλλά και κοινωνική. Είναι λοιπόν εξαιρετικά χρήσιμη η συμβολή της μελέτης, όταν μ’ αυτήν εξηγείται η θεώρηση αυτή του ι. πατρός, η οποία για την σύγχρονη κοινωνία είναι «παράδοξον», ακριβώς επειδή η κοινωνία αυτή επηρεάζεται ως επί το πλείστον από τη δυτική θεολογία και τις δυτικές δοξασίες.

Στη συνέχεια θ’ αναφερθούμε στις βασικές αυτές κι εσχατολογικές προϋποθέσεις, στην οικογένεια δηλαδή, την παιδαγωγία, την εργασία, την πολιτεία, και τις κοινωνικές δομές γενικώς, όπως τις τονίζει ο Χρυσόστομος ιδιαιτέρως.
  
Στα κείμενα των Ελλήνων ορθοδόξων και ανατολικών πατέρων, όπως του Μ. Αθανασίου, του Γρηγορίου Νύσσης, και του Ιωάννου Χρυσοστόμου, η εσχατολογική εμβάθυνση μετατοπίζει την ουσία της χριστιανικής ηθικής από την αγαμία στην άσκηση, στα πλαίσια της στενής οδού γενικά. Έτσι χάρη σ’ αυτή την εμβάθυνση, ο ενιαίος εσχατολογικός στόχος της στενής οδού επιτρέπει την ετερότητα των μεθόδων. Συνέπεια τούτου είναι να διαφοροποιείται σαφώς η χριστιανική ηθική από το γνωστικισμό. Με βάση την ορθή αυτή εσχατολογική τοποθέτηση διασφαλίστηκε η ισορροπία στην έξαρση των θετικών στοιχείων τόσο της παρθενίας όσο και του γάμου. Αντίθετα στα κείμενα των εκκλησιαστικών πατέρων και συγγραφέων της Δύσεως, όπως του Κυπριανού, του Αμβροσίου, του Ιερωνύμου, και του Αυγουστίνου, η απόκλιση προς την αγαμία είναι εμφανής και η μείωση της αξίας του γάμου πολύ ενδεικτική. Από τις απόψεις αυτών δυστυχώς αντλούν οι περισσότερες ανθρωπολογικές μελέτες, με αναπόφευκτο επακόλουθο να διασαλευθή η προειρημένη ισορροπία και να παρερμηνευθεί ή ακόμη και ν’ αγνοηθεί η εσχατολογική προοπτική της Βίβλου και των Πατέρων γενικώς.



Σκοπός.

   Στο Χρυσόστομο είναι σαφές ότι, ενώ ο γάμος δεν μπορεί ν’ αποτελέσει πρόφαση ραθυμίας ή φυγομαχίας κατά τον κοινό για όλους τους Χριστιανούς αγώνα, εν τούτοις λόγω της «κοσμικής» και «εφθαρμένης» διακρίσεως που τον αποκόπτει από τον εσχατολογικό του προορισμό, λόγω δηλαδή του ότι ο σκοπός του κακώς μετατοπίστηκε από τη «βασιλεία του Θεού» στην «κοινωνία», έχει καταντήσει «εμπόδιον» στην ταχύτερη πρόοδο προς τον έσχατο και κοινό όλων των Χριστιανών στόχο, δηλαδή προς την τελείωση.

Βασική εσχατολογική αρχή για το Χρυσόστομο είναι ότι η «σοφία» της οικογενείας είναι αυτή η ίδια η «κατά Χριστόν φιλοσοφία». Ο γάμος είναι μεν μεταπτωτική μορφή του παρόντος βίου, η υπεροχή όμως της παρθενίας συνίσταται όχι τόσο στην προπτωτική της καταγωγή όσο στη δυνατότητα που φαίνεται να εξασφαλίζει για μια ταχύτερη επάνοδο ή μάλλον άνοδο προς την ερχομένη βασιλεία. Η διάκριση δηλαδή αφορά στο ήθος, όπου αυτό υπάρχει.

Εν τούτοις η εσχατολογική αυτή προοπτική του Χρυσοστόμου διέφυγε την προσοχή μερικών ερευνητών του, οι οποίοι και απέδωσαν τις απόψεις του σφαλερά. Υποστήριξαν δηλαδή, ότι ο ι. πατήρ δίνει την εντύπωση ότι θεωρεί το γάμο σαν κάτι το κατώτερο. Διατείνονται μάλιστα ότι στη διαμόρφωση της κατ’ αυτούς απόψεώς του καθοριστική υπήρξε η επίδραση του γνωστικισμού, η χηρεία της μητέρας του, η περιπέτεια του φίλου του Θεοδώρου, η έντονη προσωπική του κλίση προς το μοναχισμό, κι επί πλέον ο αυστηρός κι απαισιόδοξος προσωπικός του χαρακτήρας.
  
Παρά ταύτα για τον ι. Χρυσόστομο κάθε εκ των υστέρων εισηγμένη μέθοδος, όπως εν προκειμένω ο γάμος, είναι αναμφίβολα καλή και θεραπευτική, εφ’ όσον αποτελεί μέτρο της «προνοίας» του φιλανθρώπου Θεού και εντάσσεται στην εσχατολογική «οικονομία» του. Μετά την πτώση ο γάμος αντί περιττού κατέστη «πράγμα σφόδρα χρήσιμον και αναγκαίον». Ενώ λοιπόν στην αρχή, ερμηνεύει ο Χρυσόστομος, πριν δηλαδή από την πτώση, περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν η ανιδιοτελής αγάπη, η αρμονική συμβίωση με τον πλησίον, μετά την πτώση, όταν παρεισήλθε η αμαρτία, ο άνθρωπος εξέπεσε από το πρόσωπο στο άτομο και σαν ατομιστής πλέον στράφηκε από τον έτερο στον εαυτό του. Διχοτομήθηκε λοιπόν η ενότητα και διαρράγηκε η αγάπη. Έρχεται τότε ο φιλάνθρωπος Θεός κι εξασφαλίζει την ένωση ενσπείροντας την επιθυμία για την επανασύνδεση των «διχασμένων».



Όπως παρατηρεί ο Χρυσόστομος, στην αρχή οι πρωτόπλαστοι είχαν μεταξύ τους τόση αγάπη και οικειότητα, ώστε να είναι σαν «εν», καθώς φαίνεται κι ο Θεός μέσα στο βιβλικό κείμενο «ως περί ενός περί αμφοτέρων διαλεγόμενος». Στη «συζυγία» εκείνη η πρόνοια του Θεού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν υπήρχε στη γυναίκα αγάπη μεγαλύτερη από εκείνη που ένιωθε προς τον άντρα της . και αντιστρόφως. Αργότερα όμως, όταν υπεισήλθε και υπερίσχυσε η «φιλαυτία», η επιθυμία κρίθηκε σα στοιχείο θετικό, ακριβώς επειδή αξιολογήθηκε σα μέσο αποκαταστάσεως της ενότητος εκείνης. Την ενότητα αυτή αποκαθιστά ο γάμος, όταν ασφαλώς καταργούνται μέσα σ’ αυτόν «τα εμά» και «τα σα». Συνεπώς η επιθυμία εντάσσεται μέσα στο εσχατολογικό σχέδιο και αποβαίνει σε μέσο αγάπης του άλλου και τελειώσεως, καθώς μάλιστα και το νόημα της τελειώσεως και της ομοιώσεως με το Θεό δεν ανευρίσκεται παρά μόνο στην αγάπη.
  
Μετά την πτώση επίσης ο γάμος καταπραΰνει και σα «φάρμακον» την «λύτταν της φύσεως» και γίνεται μέσο «σωφροσύνης» και αποφυγής κάθε ασχημοσύνης. Αναδεικνύεται λοιπόν «τίμιος ο γάμος». Ο εσχατολογικός εντοπισμός της μορφής του παρόντος βίου ουσιαστικά στην άσκηση και η θεραπευτική κλίμακα της χριστιανικής ηθικής δίνουν στο Χρυσόστομο τη δυνατότητα τόσο να προτρέπει στην παρθενία όσο και να επιτρέπει το γάμο, ενώ το δεύτερο γάμο τον επιτρέπει σα «συγκατάβασιν» και παραχωρήσει πάντοτε προς θεραπεία της ασελγείας και όχι σαν εντολή.

 Οι γάμοι βέβαια που γίνονται κατά συγκατάβαση τόσο του Παύλου όσο και του Χρυσόστομου δεν θεωρούνται αξιέπαινοι . είναι μεν εκτός κολάσεως και τιμωρίας, αλλά «επαίνων και εγκωμίων ουκ αν δύναιτο κοινωνείν». Επεί πλέον «το συγκαταβήναι τοσούτον, ουδέν ετερόν έστιν ή σημείον ασθενείας και απροσεξίας πολλής». Εξ άλλου ο ι. πατήρ συνδέει τον αγιασμό, «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον», με την άσκηση, και διευκρινίζει . αν κάποιος είναι «χωρίς γάμον», «αγνός μενέτω» ή «γαμείτω» . αν πάλι βρίσκεται «εν γάμω», «μη πορνευέτω».

Για το Χρυσόστομο λοιπόν ο αγιασμός κατά τεκμήριο δεν ευδοκιμεί ιδιαιτέρως στο γάμο, αλλά ούτε και είναι αποκλειστικό προνόμιο της παρθενίας. Απόκειται κυρίως στην προσπάθεια που μπορούν να αναλάβουν και οι μεν και οι δε. Εφ όσον λοιπόν ο αγιασμός πραγματοποιείται με την άσκηση, η παραβολή εγγάμου και αγάμου δεν θα πρέπει να περιορίζεται στη «σωφροσύνη», αλλά ν’ αφορά  στο σύνολο των αρετών. Η εσχατολογική προοπτική του Χρυσοστόμου και γενικώς της Χριστιανικής ηθικής δεν αποτιμάει τον άνθρωπο από τον έγγαμο ή τον παρθενικό του βίοι αποκλειστικά. Σα μόνο αδιάψευστο κριτήριο καταδεικνύεται η ενάρετη ζωή, ο αγιασμός και η άσκηση. Αυτό είναι και το έρεισμα της απόψεως του ότι ο γάμος σε καμμία περίπτωση  δεν παρακωλύει την αρετή. Προς επίρρωση της επικαλείται πολλά βιβλικά πρότυπα, όπως τον Ενώχ, τον Ακύλα, την Πρίσκιλλα.
Οπωσδήποτε μετά την πτώση και την επεισαγωγή του θανάτου ο γάμος υπηρετεί και τη διαδοχή του ανθρώπινου γένους. Στον Κλημέντα Αλεξανδρέα και στους πατέρες γενικώς παρατηρείται μια συσχέτιση του γάμου με την παιδοποιία και το θάνατο. Η γέννηση μάλιστα σαν συνδημιουργία αποδίδεται στο «κατ’ εικόνα». Οι απολογηταί όπως οι Ιουστίνος και Αθηναγόρας θέτουν σαν πρώτιστο του γάμου και της επιθυμίας την τεκνογονία, την οποία βλέπουν σαν αντίδοτο του θανάτου. Στην άποψη αυτή συγκλίνει και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς. Την τεκνογονία σα σκοπό του γάμου συναντούμε και στους Λατίνους πατέρες, όπως ο Αμβρόσιος κι ο Αυγουστίνος.

 Ο Χρυσόστομος όμως έχει στο εν λόγω θέμα ιδιαίτερη θέση εμφανώς εσχατολογική. Σ’ αυτόν ο γάμος σχετίζεται μεν με την πτώση, όχι όμως τόσο σαν αντίδοτο του θανάτου απαραίτητο για τη διαιώνιση του γένους, όσο και κυρίως σα θεραπευτικό φάρμακο για την τελείωση των ανθρώπων. Ο ι πατήρ τονίζει ότι η γέννηση οφείλεται στον ίδιο λόγο του Θεού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», και όχι στο γάμο. Τη θέση αυτή την επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ασφαλώς υπάρχουν έγγαμοι που δεν έγιναν πατέρες, ενώ πολλές γεννήσεις, όπως και η του Ισαάκ, οφείλονται αποκλειστικά στο θέλημα του Θεού. Αν λοιπόν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει, ο Θεός θα μπορούσε και με άλλο τρόπο να κάνη εφικτό τον πολλαπλασιασμό του ανθρώπινου γένους, όπως γίνεται φανερό κι από τη γέννηση του Αδάμ και της Εύας.

Ούτε η παρθενία μειώνει τον ανθρώπινο πληθυσμό ούτε η αύξηση του πληθυσμού εξαρτάται αποκλειστικά από τον γάμο. Κι αν δεν μεσολαβούσε η αμαρτία των πρωτοπλάστων, λέγει ο Χρυσόστομος, ο Θεός «ουκ αν ηπόρησεν οδόυ, δι ης το των ανθρώπων γένος αυξήσει».

Κατά το Χρυσόστομο ο γάμος και η επιθυμία εισήχθησαν για λόγους καθαρά θεραπευτικούς και ασκητικούς, για την εν Χριστώ τελείωση. Την άποψη του αυτή την τεκμηριώνει εσχατολογικά όχι απλώς από τα «πρώτα» του ανθρώπου, αλλά κι από την ανάσταση του Χριστού, η οποία κατ’ αυτόν υπαινίσσεται τα έσχατα. Όπως δηλαδή ερμηνεύει ο ίδιος, πριν από την ανάσταση κυριαρχούσε ο θάνατος, οπότε η τεκνογονία ήταν κάτι ποθητό, διότι αποτελούσε «παρηγορίαν κατά του θανάτου» και όλοι στήριζαν την ελπίδα τους σ’ αυτή για ν’ αφήσουν «μνημόσυνον» η λείψανα ζωής», τη συνέχεια και τη διαδοχή της ζωής των. Έφτασαν μάλιστα να επιτρέπουν για το λόγο αυτό και την πολυγαμία. Διότι οι άνθρωποι δεν είχαν διευκρινισμένη  ελπίδα της αναστάσεως, όπως δείχνουν και περιπτώσεις εναρέτων ανθρώπων, λ.χ. του Ιωβ.

Τώρα όμως που η ανάσταση διέλαμψε, έγινε περιττή» η βλέψη αυτή. Προσθέτει μάλιστα ο Χρυσόστομος και άλλο ένα επιχείρημα. Εφ’ όσον τώρα η γη «εμπέλησται» από τους ανθρώπους, δεν υπάρχει ανάγκη να ποθεί και να επιδιώκει κανείς τα τέκνα τόσο, όσο τους «πνευματικούς τόνους». Φθάνει μάλιστα και να συμπεράνη «Ώστε μια τις έστι γάμου πρόφασις, το μη πορνεύειν». Βλέπει δηλαδή το γάμο σα φάρμακο θεραπείας της επιθυμίας. Αλλού πάλι υποστηρίζοντας πρώτα ότι ο γάμος επεισήλθε, τόσο για να «σωφρονώμεν» όσο και για να « γινώμεθα πατέρες», καταλήγει ότι «των δύο τούτων προηγούμενη η της σωφροσύνης εστί πρόφασις».

Είτε λοιπόν από τα «πρώτα» του ανθρώπου είτε από την «ανάστασιν» του Χριστού εξετάζεται ο γάμος, εσχατολογικώς χαρακτηρίζεται κυρίως σαν «άσκησις» και «θεραπεία» για την τελείωση. Βέβαια στη σκέψη του Χρυσοστόμου αυτό δεν αποτελεί υποβιβασμό της τεκνογονίας και των παιδιών και της οικογενείας, θέμα που θα εξετασθή στη συνέχεια, αλλ’ απλώς μετατοπίζει την παιδοποιϊα από το σκοπό στο φυσικό αποτέλεσμα. από το στόχο στη μέθοδο. Διότι τα παιδιά είναι θεμελιώδης παράγων για την τελείωση των γονέων. Είναι όμως ευνόητο ότι η τεκνογονία, όταν δεν οδηγή στην ενότητα, την αγάπη και την πνευματική δημιουργία, γίνεται αξιοθρήνητη. Η διδασκαλία αυτή του ι. πατρός οφείλεται στο έντονο ενδιαφέρον του ν’ αποδείξη ότι η τεκνογονία δεν προσπορίζει στο γάμο τέτοια υπεροχή, ώστε να μειονεκτή απέναντι του η παρθενία.

Πρώτο λοιπόν συμπέρασμα σχετικό με τη διδασκαλία αυτή του Χρυσοστόμου είναι ότι κατ’ αυτόν σκοπός του γάμου είναι η «άσκησις» και η «θεραπεία» για την «τελείωσιν» και την αγάπη και τη σωφροσύνη. Μιλάει δε για τη σωφροσύνη περισσότερο, όχι διότι η σπουδαιότητα της έχει στη σκέψη του προτεραιότητα, αλλά διότι το κάνει αυτό χάριν του ακροατηρίου του. Μένει άλλωστε πιστός στο χωρίο του Παύλου Α΄Κορ. 7,5 όπου σκοπός της σωφροσύνης είναι η αγάπη, κι αυτό πάλι χάριν του ακροατηρίου του. Δεύτερο δε συμπέρασμα είναι ότι την τεκνογονία δεν τη θεωρεί πλέον σα κύριο σκοπό του γάμου, την κρατάει όμως σα μέσο τελειώσεως και την απαιτεί μόνον όταν αρχίζει να καταλαμβάνη την πρώτη θέση, δεν της αναγνωρίζει τη θέση αυτή. Η εσχατολογική μετατόπιση του κυρίου σκοπού του γάμου από την τεκνογονία στην άσκηση οφείλεται στο ότι η ανθρωπολογία του Χρυσοστόμου εξετάζει τον άνθρωπο όχι φυσιολογικά ούτε ψυχολογικά αλλά σαν πολίτη της βασιλείας των ουρανών, οπότε ο γάμος καθίσταται «μυστήριον».

Η υψηλή αυτή και βαθειά θεώρηση του γάμου είναι άμεση απάντηση προς τους γνωστικούς και προς τους δυτικούς, αφού ο Χρυσόστομος εντάσσει το γάμο στην ίδια την «οικονομία» και πρόνοια του Θεού. Εξ’ άλλου η υψηλή και ιδιαίτερη θέση του ιερού πατρός διαφαίνεται από το ότι όλοι οι μεταγενέστεροι και ερευνηταί καταφεύγουν σ’ αυτόν, όταν θέλουν να τεκμηριώσουν το γάμο. Ο Meyendorf μάλιστα, όταν αρχίζει τις από την παράδοση αποδείξεις, αρχίζει και το Χρυσόστομο.



















 

O. Κλεμάν: Απομάκρυνση και πίστη




     Ο δεσμός «πίστεως» ανάμεσα σ' έναν άνδρα και μια γυναίκα πέρα από κάθε σαρκικό «έχειν» και κάθε κοινωνικό κομφορμισμό, φανερώνεται στην πιστότητα κατά τον χωρισμό. Η ακραία περίπτωση που αναφέρει συχνά ο Σολζενίτσυν είναι εκείνη των πολιτικών κρατουμένων και των συζύγων τους. Οι τελευταίες, υποτιθέμενες συνένοχοι των «εχθρών του λαού», γίνονται αντικείμενο μιας αποδοκιμασίας που τους δημιουργεί κάθε λογής δυσκολίες στις πανεπιστημιακές τους σπουδές ή στην άσκηση του επαγγέλματός τους. «Ήταν σαν να έσερναν μαζί τους την ανεξίτηλη ντροπή του συζύγου τους. Στα μάτια, όλων, ήταν σαν να μοιράζονταν την ενοχή του προδότη». (Πρώτος Κύκλος, 159). Τα σπάνια γράμματα των ανδρών τους τις στιγματίζουν, ακόμη κι οι απλές κάρτες χωρίς φάκελο που τις πληροφορούν για τήν ημερομηνία της ετησίας επισκέψεως, της μόνης που επιτρέπεται  στους κρατουμένους της «σαράσκα».
Έτσι η γυναίκα του Σολογντίν, για ν' αποφύγη να τη διώξουν άλλη μια φορά, «αρνήθηκε την ύπαρξη του συζύγου της και σταμάτησε κάθε αλληλογραφία μαζί του» (Πρώτος Κύκλος, 137), παίρνοντας μόνο πού και πού κανένα σύντομο προφορικό μήνυμα μέσω μιας φίλης της. Ο Νερζίν αρνείται ν'  αποκαλύψη τη διεύθυνση της γυναίκας του, μια φοιτητική εστία όπου αυτή έχει δηλώσει πως ο άνδρας της χάθηκε στον πόλεμο.
Αντιμέτωπες μ' αυτόν τον κοινωνικό αφορισμό και τις διαρκώς αυξανόμενες δυσκολίες της επικοινωνίας με τους «θαμμένους ζωντανούς», μερικές προσπαθούν να ξεχάσουν, παίρνουν διαζύγιο όχι για τους τύπους αλλά στην ουσία, και ξαναπαντρεύονται ή «ζουν τη ζωή τους». Άλλες, ανώριμες, ανίκανες να εξασφαλίσουν μόνες τους την υλική τους υπόσταση, χωρίς ψυχική δύναμη, γερνούν πρόωρα κι εγκαταλείπονται στην απελπισία, όπως η γυναίκα του Γερασίμοβιτς που βλέπουμε μια στιγμή το μαραμένο της πρόσωπο κι ακούμε τη σβησμένη της φωνή, βαρειά από «μια απεριόριστη οδύνη»: «...Δεν έχω πια δύναμη για τίποτα. Νομίζω πως θα παντρευόμουνα οποιονδήποτε ευκατάστατο γέρο που θα μ' ήθελε» (Πρώτος Κύκλος, 220).
Πολλές όμως μένουν πιστές. Ταπεινή πίστη των γυναικών του λαού που, με το αίσθημα της τροφού πιο δυνατό παρά ποτέ, ασχολούνται να ετοιμάζουν πακέτα: «Απαριθμούσαν τα είδη, τα κιλά και τα γραμμάρια των τροφίμων που είχαν φέρει (Πρώτος Κύκλος, 218). Βυθισμένες ακόμη στη διαιώνιση του είδους» αλλά και μ' ενα αόριστο αίσθημα καθαρά προσωπικής πίστεως. Την προσωπική αυτή πίστη την βρίσκομε ανόθευτη σε κείνες – δεν ξέρομε πόσες – που   αντλούν   από   τη   δοκιμασία  την   πλήρη   συνείδηση της κοινωνίας. Ένα από τα πιο συγκινητικά πρόσωπα του Περιπτέρου Καρκινοπαθών είναι εκείνη η  διανοούμενη  με τα γυαλιά, με την «καταπληκτική μόρφωση» που έχει γίνει καθαρίστρια και που ο λόγος υπάρξεώς της «κρέμεται από μια κλωστή, μόνο μια κλωστή»: το υποθετικό γράμμα που θα λάβη απ' τον φυλακισμένο άνδρα της (Περίπτερο, 758). Δεν πρόκειται για αγχώδη αναμονή που θα την έκανε να κλειστή στην αγωνία της, αλλά για μια προσμονή γεμάτη πίστη που της δίνει βάθος κι ευαισθησία σε κάθε πόνο. Με σιωπηλή αφοσίωση, «σέρνεται   κάτω απ' τα κρεβάτια για να σφουγγαρίση»  και   «μεταφέρει   κάθετι   που είναι βαρύ, αποκρουστικό κι ακάθαρτο»  (698).
Η γυναίκα του Σολογντίν – ο ίδιος την συγκρίνει με την Ιζόλδη – θα ζήση για μήνες, για χρόνια ίσως, με το σύντομο προφορικό μήνυμα που της στέλνει: «Την αγαπά! Πιστεύει σ' αυτήν! Ελπίζει!» (Πρώτος Κύκλος, 147). Αυτές είναι οι θεολογικές αξίες κατά τον Απόστολο Παύλο, πίστις, ελπίς και αγάπη – αντανακλώμενες όμως στο οριζόντιο επίπεδο μιας ανθρώπινης αγάπης και γι'  αυτό με διαφορετική σειρά. Η αγάπη είναι η γενεσιουργός αιτία – είναι η δρώσα ουσία και γι' αυτό και ο σκοπός. Γίνεται ανθρώπινη εμπειρία «εις σάρκα μίαν», όπως λέει το Ευαγγέλιο∙ «επιφοίτηση ενός πύρινου αγγέλου» (Πρώτος Κύκλος, 131) όταν ο έρωτας συναντήση τη στοργή, όταν η δύναμή της περάση στο εσωτερικό μιας προσωπικής σχέσεως και το «ένα» της σάρκας γίνει μεσολάβηση προς το «άλλο» τού προσώπου. Ύστερα, όπως σε κάτι παραμύθια όπου οι σύζυγοι χωρίζονται ξαφνικά για να υποστούν μια μακροχρόνια δοκιμασία μυήσεως, έρχεται η απομάκρυνση και κάθε μεσολάβηση καταργείται. Μένει μόνο η πίστη, η εμπιστοσύνη, και ο δεσμός από πρόσωπο σε πρόσωπο. Και η πίστη ανοίγει ένα μέλλον, την προσδοκία πως δύο όντα που έχουν βαθιά μεταμορφωθή στη σάρκα και στο χαρακτήρα τους, θα αναγνωριστούν παρ' όλα ταύτα, θα αναγνωρίσουν το ένα στο άλλο το μέρος εκείνο της αιωνιότητας που δεν υπόκειται σε καμιά αλλαγή και που αναλάμπει έξαφνα σ' ένα βλέμμα, σ' ένα τόνο, στον όμοιο τρόπο να δίνεται ύπαρξη σ' ένα σώμα, σε μια ψυχή, σε μια μοίρα που έχουν κουρελιαστή από ασυνέχειες: «Δεν μπορεί κανείς νά γυρίση πίσω. Ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια στο μέτωπο και στη φυλακή, σίγουρα δεν μένει πια στον οργανισμό ούτε ένα κύτταρο του παρελθόντος...» (Πρώτος Κύκλος, 206). Αλλά σ' αυτόν «τον άγνωστο που θα ερχόταν», η προσωπική πίστη θα μπορούσε να διακρίνη το πρόσωπο κι έτσι ν' ανανεώση το σύμφωνο το σφραγισμένο στη σάρκα. Ο άνθρωπος, έχει πει ο Σολζενίτσυν, ξεφεύγει από τη σειρά, από την κοινωνική ομοιομορφία, με τη «φυσιολογική» του διάσταση και την «πνευματική» του διάσταση (Έρνα, 117). Στήν αγάπη ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα, οι δυο αυτές διαστάσεις συγχωνεύονται.
Ο Γκλεμπ και η Νάντια Νερζίν δεν είχαν ζήσει μαζί παρά ενα χρόνο, στις παραμονές του πολέμου, μέσα στη δίνη των διπλωματικών τους εξετάσεων. Στη διάρκεια του πολέμου, με την ευκαιρία μιας περιόδου ηρεμίας στο μέτωπο του Δνειπέρου, η Νάντια, με πλαστά χαρτιά, κατορθώνει να συναντήση τον Γκλεμπ, και να ζήσουν οι δυο τους «τις σύντομες ημέρες μιας κλεμένης ευτυχίας» (Πρώτος Κύκλος, 207). Ύστερα το καμίνι παίρνει πάλι φωτιά, ο Γκλεμπ εξαφανίζεται, και δεν θα ξανασυναντηθούν πια παρά μόνο στη φυλακή. Σύντομες συναντήσεις, θερμές, στην αρχή αρκετά συχνές όταν μέσα στη σχετική αταξία που ακολουθεί τον πόλεμο, ο Γκλεμπ βρίσκεται σ' ένα μικρό στρατόπεδο στην περιφέρεια της πρωτευούσης. Τον κυριεύει μια τρυφερότητα, «φιλούσε τα χέρια τής γυναίκας του και παρακολουθούσε τις σπίθες που άναβαν στα μάτια της» (214). Κι αμέσως υστέρα, υπέρτατη απόδειξη αγάπης, αγάπης που παραιτείται από κάθε κτητικό δικαίωμα, όχι μόνο σαρκικό αλλά και ηθικό, ο καθένας αποδίδει στον άλλον την ελευθερία του. «Μην καταστρέψης τα νειάτα σου, λέει ο Γκλεμπ στη Νάντια. Άφησέ με! Ξαναπαντρέψου». Κι εκείνη, που έχει δει γυναίκες ανάμεσα στους κρατουμένους, του γράφει. «Επιμένω να μου απιστήσης» (215). Αυτός ακριβώς ο σεβασμός του άλλου και της ελευθερίας του, στάθηκε στήριγμα στην πίστη τους όταν αργότερα ο Γκλεμπ έφυγε απ' τη Μόσχα για το Βορρά κι έπαψαν να βλέπονται. Τώρα βρίσκεται πάλι κοντά στη Μόσχα, στη «σαράσκα», δεν μπορεί όμως να δη τη γυναίκα του παρά μόνο μια φορά το χρόνο, για μισή ώρα, και σύμφωνα με το νέο κανονισμό δεν έχει ούτε καν το δικαίωμα να τη φιλήση. Περιπλάνηση στην έρημο, όπου η συζυγική πίστη φτάνει στο αποκορύφωμα της συνειδήσεως. «Ξέρετε κάτι, λέει ο Γκλεμπ, νόμιζα πως όλα τα είχα πάρει απόφαση. Υπάρχει όμως ένα στην καρδιά μου που ζη και δεν μπορεί να πεθάνη: η αγάπη μου για τη γυναίκα μου» (204). Και η Νάντια σκέπτεται, επικαλείται, «εκείνο που δεν ήταν ούτε αυτός ούτε αυτή, αλλά αυτός κι αυτή μαζί, και που το λένε «αγάπη» (218). Μέσα σ' αυτήν τη «ντελικάτη γυναίκα», ωριμάζει «μια αποφασιστικότητα από γρανίτη» και ο αξιωματικός της πολιτικής αστυνομίας που διοικεί το κέντρο του Μαρβίνο κι ύστερα συναντά τυχαία τη Νάντια στον υπόγειο σιδηρόδρομο, ξαφνιάζεται με την καυτή, αγανακτισμένη ματιά που του ρίχνει όταν τής απευθύνη το λόγο: «Μα ποια δύναμη την έδενε με τέτοιο πείσμα, με τέτοια λύσσα, με κάποιον που δεν θα ξανάβρισκε παρά μετά από χρόνια και που δεν θάκανε τίποτ' άλλο παρά να τής καταστρέψη τη ζωή;» (160).
Ωστόσο, το πραγματικό εμπόδιο ανάμεσα στη Νάντια και τον Γκλεμπ, δεν είναι ο χωρισμός αλλά ο διαφορετικός βαθμός της πνευματικής τους ωριμότητας. Διαφορά που θα μπορούσε καλά να εξηγήση η αποστροφή του Νίτσε πως η γυναίκα αγαπά τον άνδρα, αλλά ο άνδρας αγαπά το Θεό. «Η πνευματική συνείδηση της Νάντιας εξαντλείται στη συζυγική της πίστη. Η Νάντια δεν έχει ακόμη αυθύπαρκτη υπόσταση μέσα σε μια αυθεντική αμοιβαιότητα. Δεν υπάρχει παρά με τη μεσολάβηση του Γκλεμπ. Οι σπουδές της καρκινοβατούν, η διατριβή της για τον «Αγώνα κατά της δουλείας» έχει μπει στο ράφι μετά τη σκλήρυνση της δικτατορίας. Η Νάντια δεν καταφέρνει να συνδεθή με τις φοιτήτριες που μένουν στο ίδιο δωμάτιο, η παρουσία της είναι κλειστή – ξυνισμένη «γεροντοκόρη» τήν φαντάζονται εκείνες. Η πίστη του Γκλεμπ, αντίθετα, έχει την πηγή της σε μια συνείδηση ήδη αφυπνισμένη από την περιπαθή αναζήτηση της αλήθειας. Είναι άλλωστε εν μέρει αυτή η αναζήτηση που τον έχει παρασύρει στον κόσμο των στρατοπέδων, όπου ήξερε ότι βρίσκονται οι πιο αξιόπιστοι μάρτυρες του δράματος που ζούσε η Ρωσία από το 1917. Η Νάντια δεν μετέχει σ' αυτή την αναζήτηση που τώρα εσωτερικεύεται και προχωρεί ψηλαφητά προς τις πνευματικές ρίζες της ζωής. Πληγώνεται που ο Γκλεμπ δεν την βλέπει και δεν ακούει που τον φωνάζει από την πόρτα όπου έχει στήσει καρτέρι, όταν εκείνος βγαίνη για πρώτη φορά από την φυλακή με μια φάλαγγα κρατουμένων: «Άκουγε με βαθύ ενδιαφέρον έναν επιβλητικό γέρο με σταχτιά γενειάδα» (213). Αυτή η διαφορά στάσεως εξηγεί επίσης γιατί, τη στιγμή, που, από αγάπη, αποδίδουν ο ένας στον άλλο την ελευθερία τους, ο Γκλεμπ λέει στη Νάντια «Ξαναπαντρέψου», ενώ η Νάντια τελειώνει το γράμμα της με τη συγκεκαλυμμένη   κτητικότητα που εκφράζουν αυτά τα λόγια: «Μετά, θα ξανάρθεις σε μένα, δεν είν' έτσι;» (215).

Η σχέση ανάμεσα στην συνείδηση και στην αγάπη παρουσιάζεται λοιπόν με τις πιο ποικίλες μορφές. Στη Νάντια, η αγάπη ξυπνά την συνείδηση. Στον Ιννοκέντιο Βολοντίν και στον Γκλεμπ Νερζίν η ήδη αφυπνισμένη συνείδηση θεμελιώνει την αγάπη. Αυτό όμως που σώζει την αγάπη πέρα απ' το χρόνο, πέρα απ' τον κόσμο, κινδυνεύει να γίνη ο χαμός της σ' αυτόν τον κόσμο. Ο Ιννοκέντιος ανακαλύπτει τη γυναίκα του σαν πρόσωπο μόνο τη στιγμή που πρόκειται να την χάση επειδή προσπάθησε να σώση τον «πλησίον» του από την αδικία. Ο Γκλεμπ συναισθάνεται πιο έντονα την πίστη του προς τη Νάντια τη στιγμή που πρόκειται να βυθιστή χωρίς ελπίδα επιστροφής στους κατώτερους κύκλους της κολάσεως για ν' αναζήτηση την αλήθεια της ιστορίας και το νόημα της ζωής. Ο Γερασίμοβιτς, άλλος φυλακισμένος της «σαράσκα», ανακαλύπτει στην ετήσια επίσκεψη της γυναίκας του τη βαθειά στοργή που τρέφει γι' αυτήν. Όταν την βλέπη γερασμένη, αξιοθρήνητη, «άσχημη», καταλαβαίνει συγκινημένος πως οι δυό τους μαζί έχουν μια μόνο κοινή μνήμη: «Ποια νέα κοπέλα, ελκυστική και δροσερή αλλά ακατανόητη άγνωστη με δικές της, διαφορετικές, αναμνήσεις, θα μπορούσε να έχει γι' αυτόν μεγαλύτερη σημασία απ' τη γυναίκα του;» (230). Κι όμως θα αντισταθή στην κραυγή τής απελπισίας της: «Έχεις σπουδαίο μυαλό. Σέ παρακαλώ, βρες τους κάτι. Σώσε με! Σώσε με!» (233) και θα αρνηθή να φτιάξη τα όργανα αστυνομεύσεως, που του ζητούν και που θα του εξασφάλιζαν την απόλυση πριν εκτίση ολόκληρη την ποινή του. Αρνείται να σώση τη γυναίκα του αν το τίμημα είναι να βασανιστούν τόσοι αθώοι. Η γνήσια αγάπη ξεπερνά τον έρωτα κατά το μέτρο που δεν κλείνεται στον εαυτό της. Το αντίθετο την ζωντανεύει μωλοπίζοντάς την.  Μόνο ένα ανώτερο πάθος, που προϋποθέτει πάντα παραίτηση, μπορεί να παραλάβη και να ξεπεράση το ερωτικό πάθος, να κάνη δυνατή την πραγματική συνάντηση. Τότε διανοίγεται μια συντροφικότητα υπηρεσίας, μια κοινή δημιουργία, ή, αν επέλθη και διαρκέση η απομάκρυνση, ένα κοινό βάθος, η προσοχή στο ίδιο κάλεσμα, η προαίσθηση του ίδιου κέντρου «όπου συγκλίνουν οι γραμμές».
***
Η συνάντηση του Γκλεμπ και της Νάντιας στη φυλακή του Λεφόρτοβο είναι, στην συγκρατημένη επιφυλακτικότητά της, μια από τις πιο έντονες ερωτικές σκηνές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η μοναδική ετήσια επίσκεψη – τουλάχιστον όσο ο Γκλέμπ βρίσκεται στη «σαράσκα», και δεν θα βρίσκεται για πολύ – γίνεται σ' ένα ανακριτικό γραφείο. Αντίθετα με το όραμα του Δάντη, το τόσο λίγο ευαγγελικό κατά βάθος, η αγάπη δεν φεύγει προς τον ουρανό, αλλά κατεβαίνει στον Άδη, όπως ο Χριστός μαζί του. Η συνάντηση, όπου παρευρίσκεται ένας φύλακας, διαρκεί μισή ώρα. Η συνεννόηση γίνεται με υπονοούμενα. Ο έρωτας δέν απουσιάζει, αλλά είναι κι αυτός υπονοούμενος, απλή προέκταση της συναντήσεως πρόσωπο με πρόσωπο. Το χαμόγελο του Γκλεμπ όταν καλωσορίζει τη Νάντια, της μεταδίδει «μια ριπή χαράς» (222). Μισανοίγει το παλτό της, το τραβάει πίσω, προσφέροντας στο βλέμμα του το καινούριο της πορτοκαλί κορσάζ, θύμηση της γιορτής του σώματος, της συμφωνίας που είχε σφραγιστή στη γιορτή του ήλιου, τότε που το φως της ματιάς ευλογούσε το πρόσωπο, τότε που το φως του προσώπου ευλογούσε το σώμα. «Με μια ματιά, ο Νερζίν κοίταζε τη γυναίκα του: το πρόσωπό της, το λαιμό της, το σκίσιμο του κορσάζ». (233). Αυτή ανοίγει ακόμα λίγο το παλτό και τονίζει την προσφορά του σώματος. Ο λαιμός της φαίνεται στον Γκλεμπ πάντα λεπτός και ντελικάτος «κοριτσίστικος». Μαντεύει τους στενούς της ώμους «που του άρεσε να σφίγγη όταν την αγκάλιαζε». Μόνο τα στήθη της που τα μαντεύει κι αυτά κάτω απ' τις πτυχές του κορσάζ, έχουν λιγάκι μαραθή, σημάδι της οδυνηρής στειρότητας των χρόνων της μοναξιάς. Ο Γκλεμπ καταλαβαίνει πως η ιστορία έχει συντρίψει και τη Νάντια – «θυμήθηκε πως τα τοιχώματα της γκρίζας κυτταρικής τσιμπίδας είχαν εξαρθρώσει και τη δική της ζωή»  (223).  Η όμορφη αγάπη τους σταυρώθηκε.
Για ποια ανάσταση; Τα λόγια που έρχονται πιο δύσκολα απ' τις χειρονομίες – η ώρα είναι πολύ λίγη, η παρουσία του τρίτου πολύ αισθητή – είναι πρώτα λόγια που σταυρώνουν. Η Νάντια αναγγέλλει στον Γκλεμπ πως είναι ανάγκη νά πάρη διαζύγιο, αλλιώς είναι αδύνατο να επιζήση, δεν θα πρόκειται παρά γιά ένα νομικό παραμύθι. Ο Γκλεμπ εγκρίνει αλλά υποφέρει, ύστερα δίνει στη Νάντια να καταλάβη πως η κράτησή του θα διαρκέση πάρα πολύ καιρό. Τότε απελπίζεται αυτή, προπάντων που νιώθει και πάλι σαν απόσταση μεταξύ τους την παράξενη απόσπαση τού ανδρός της, αυτή τη σοβαρή ηρεμία που του έχει έρθει. «Δεν είναι δυνατόν! φωνάζει, όταν εκείνος υπαινίσσεται κράτηση επ' αόριστον. Ή μήπως νόμισες πως είχα αληθινά σκοπό να σ' εγκαταλείψω;» (227). Με τη διαίσθηση της γυναίκας, της μάνας, έχει νιώσει τον πόνο, την επίκληση, την κρυφή αδυναμία στον άνδρα που φαινομενικά μοιάζει τόσο αποφασισμένος, τόσο ήρεμος. Ανανεώνεται τότε σαν από θαύμα η γαμήλια πίστη τους, κι είναι αυτή η πρώτη ανάσταση. «Το απάνω χείλος (της Νάντιας) έτρεμε, το πρόσωπό της ήταν συσπασμένο, τα μάτια της εκφράζουνε την πίστη, μόνο την πίστη. «Σέ πιστεύω, σε πιστεύω, Ναντιουσένκα!» της είπε με αλλαγμένη φωνή» (227)
Ο Γκλέμπ, πιο προχωρημένος, έχει φτάσει να θεμελιώση στην πίστη του Θεού τη συζυγική του πίστη. Διακριτικά, δίνει στη Νάντια να καταλάβη. «Μη μου πεις πως αρχίζεις να πιστεύης στο Θεό;…». Αυτός χαμογελά: «Πασκάλ, Νεύτων, Αϊνστάιν» (228) – οι   μεγάλοι σοφοί πιστεύουν στο Θεό, όπως υπογραμμίζει συχνά ο Σολζενίτσυν. Είναι κι αυτό ανάσταση. Την φιλάει, παρά τον νέο κανονισμό. Στο σημερινό κόσμο η αληθινή αγάπη, όπως κι ο Θεός, είναι παραβάτης. Και η φωνή του Γκλεμπ «τρέμει από τρυφερότητα» όταν θυμίζη στη Νάντια την εμπιστοσύνη του, ό,τι κι αν κάνη. «Κάνε ό,τι είναι το καλύτερο για σένα» (228). Το νεύμα που του κάνει τότε εκείνη «με τα δάχτυλά της που δεν τα στολίζει βέρα», είναι η υπέρτατη υπόσχεση, που δεν έχει πια ανάγκη από σύμβολα. Για να μιλήσουμε όπως ο Μπερντιάεφ, πρόκειται εδώ για τη μετάβαση «από το σύμβολο στην πραγματικότητα».
***
Η ανανεωμένη αυτή πίστη επιβεβαιώνεται αμέσως απ' τη δοκιμασία.
Τις προηγούμενες ημέρες, ο Γκλεμπ, είχε αρχίσει μια διφορούμενη περιπέτεια με μια ελεύθερη υπάλληλο, τη Σιμόσκα, που δουλεύει στο ίδιο εργαστήριο μαζί του. Είναι μια κοπέλα άσχημη, με μακριά μύτη, κοντή και «κάνει τη γελοία εντύπωση πως δεν έχει βάρος, σαν πουλάκι» (65). «Τελείως απροσδόκητα», γιατί ο ρόλος της ήταν όχι μόνο να τον βοηθάη αλλά και να τον επιβλέπη, η Σιμόσκα έχει ερωτευτή τον Γκλεμπ: «Αυτή η μικρή ρίχτηκε από μόνη της στην αγκαλιά σου και σφίχτηκε απάνω σου με τόσο τρομακτική προθυμία. Γιατί να τής το αρνηθής, γιατί να το αρνηθής στον εαυτό σου;» (65). Υπάρχει όμως κάποιο λάθος στο μοίρασμα των χαρτιών: Η Σιμόσκα είναι ειλικρινής, μια ιδέα αρπακτική, και σκέπτεται το μέλλον. Στη μεταπολεμική κοινωνία, όπου οι νόμοι της προσφοράς και της ζητήσεως λειτουργούν απάνθρωπα εναντίον των γυναικών, προπάντων εκείνων που δεν έχουν ομορφιά, ο Νερζίν είναι στά μάτια της ένας πιθανός σύζυγος. Ξέρει πως είναι παντρεμένος, αλλά η γυναίκα του θα τον έχη χωρίσει ή θα τον έχη απατήσει. Είναι η φορά των πραγμάτων. Αυτή όμως θα τον περιμένη. Ο Νερζίν παίζει αρκετά κυνικά μ' αυτή την αρπακτική ειλικρίνεια. Ας του δοθή και θα κάνουν ένα παιδί. Δεν είναι λοιπόν μια σύντομη συνάντηση που της προτείνει, αλλά το μέλλον. Όχι πως υπήρξε ποτέ αμφιβολία για την πίστη του προς τη Νάντια. Αλλά ξέρει πως σύντομα θα φύγη από τη «σαράσκα». Με λίγη ειρωνεία, με λίγη τρυφερότητα, σκέπτεται να κάνη μια χάρη στο σώμα του και στο μάλλον γελοίο κορμί της κοπέλας. Δεν αγαπά όμως τη Σιμόσκα, και δεν την εμπιστεύεται. Δεν της αποκαλύπτει τη φύση των ιστορικών του ερευνών – στις ελεύθερες ώρες του γράφει ένα δοκίμιο ερμηνείας του σταλινισμού. Διατηρεί τη δυσπιστία που τού έχει διδάξει η ιστορία; «Αυτά τα γεμάτα εμπιστοσύνη, τα γεμάτα αγάπη, μάτια της... μπορούσαν πολύ καλά να δουλεύουν για τον αξιωματικό της ασφάλειας» (66).
Αυτός λοιπόν που θέλει να κάνη μια χάρη στο σώμα του, στερημένο τόσα χρόνια τη θηλυκή παρουσία, κι αυτή που θέλει να δημιουργήση το μέλλον της, έχουν αποφασίσει να συναντηθούν κρυφά τη Δευτέρα στο θάλαμο του εργαστηρίου ακουστικής. Η Σιμόσκα ετοιμάζεται με επιμέλεια, λες για γάμο: Κάνει μπάνιο, αρωματίζεται, φοράει το καλύτερό της φόρεμα. «Ναι! Επιθυμούσε πολύ να κάνη ένα παιδί και να το μεγαλώση μόνη της μέχρι να ελευθερωθή ο Γκλεμπ» (511).
Αλλά ο Γκλεμπ είδε τη Νάντια την Κυριακή. Η ακτινοβολία της συζυγικής πίστεως τού κάνει αδύνατη κάθε περιπέτεια. Δεν πρόκειται για απαγόρευση, αλλά για μια ανανεωμένη φώτιση που αλλιώς δεν θα μπόρεση να τη διατηρήση. «Μετά την επίσκεψη της προηγουμένης ημέρας αισθανόταν τα χείλη του και τα χέρια του καθαρά, του φαινόταν τώρα αδιανόητο να πλησίαση τη Σιμόσκα, να την πάρη στην αγκαλιά του, να τη φιλήση» (513). Κανοναρχεί λοιπόν μπροστά στο δολοφονημένο πουλάκι, τον παιάνα της συνειδήσεως: «Δεν είχα ιδέα τι ήταν το κακό και ό,τι ήταν δυνατόν, μου φαινόταν καλό. Αλλά όσο πιο βαθιά μπαίνω σ' αυτόν τον κόσμο της απάνθρωπης σκληρότητας, τόσο πιο πολύ ανοίγω τ' αυτιά μου στα λόγια μερικών που, μέσα σ' ένα τέτοιο κόσμο, κάνουν έκκληση στη συνείδηση» (515). Η Σιμόσκα δε μπορεί πια να κλάψη, δεν επιχειρεί πια να αμυνθή, τα μάτια της «λάμπουν από οδύνη» μέσα στη σιωπή. Ο Νερζίν καταλαβαίνει πως πάει να γίνη φαρισαίος της συνειδήσεως: «Να ξέρη κανείς όταν πεθαίνη, πως δε στάθηκε παλιάνθρωπος... είναι οπωσδήποτε μια ικανοποίηση» (515). Αισθάνεται πως αυτά τα λόγια ηχούν σαν κούφιο «κήρυγμα». Μονολογεί για την ίδια του τη δόξα, και η Σιμόσκα «έχει την εντύπωση πως μιλάει μόνο για τον εαυτό του». Στην αμηχανία του, ανοίγει το ραδιόφωνο, κι αντηχούν ερωτικά τραγούδια, όλη η τρέλα κι ο πόνος της αγάπης. Λυπητερή ομορφιά που συγκινεί τις καρδιές τους και κάνει τα δάκρυά τους να τρέχουν. Ο Γκλεμπ ζητάει συγγνώμη στη Σιμόσκα.
Η ομορφιά, πέρα από μια αδύναμη ηθική, καλεί στο μυστήριο. Ο Γκλεμπ θα μείνη πιστός στη Νάντια. Θα σεβαστή τη Σιμόσκα χωρίς να την περιφρονήση: Η αγάπη, η ίδια αγάπη, αρχίζει να βρίσκεται μέσα της. Δεν είναι πια υπεροπτικά μόνος με τη συνείδησή του: «Ήταν σαν κάποιος άλλος να είχε πάρει την υπέρτατη απόφαση» (517). Ακουμπάει το μέτωπό του στο τζάμι και κοιτάζει τη νύχτα. Τα φώτα παύουν να είναι τα φώτα των προαστείων της Μόσχας και γίνονται το Φως.
***
Πίσω στη φοιτητική εστία όπου κατοικεί, η Νάντια δε θυμάται για την ώρα τίποτ' άλλο από τη συνάντησή της με τον Γκλεμπ, παρά τη μοιραία είδηση: Δεν θα ελευθερωθή πριν περάση πολύς καιρός, ίσως και ποτέ. Η ψυχή της παγώνει. Θα ήθελε να είναι μόνη κι αντιδρά με κακία στην ξεγνοιασιά, στα μικρά προβλήματα των κοριτσιών που βρίσκονται γύρω της. Έρχεται τότε ένας φίλος τής ηλικίας της – καθυστερημένος στις σπουδές του εξ αιτίας του πολέμου. Αυτός ο Σαγκώφ έχει πολεμήσει όπως ο Γκλεμπ. Αλλά είναι πιο απλός, λιγότερο διανοούμενος και η στέρεα προσωπικότητά του αρέσει στη Νάντια και την ηρεμεί. Θα του ήταν ευχάριστη μια περιπέτεια μαζί της, μια απλή περιπέτεια, γιατί επιδιώκει μεθοδικά ένα πλούσιο γάμο που θα του εξασφαλίση την αναγκαία υποστήριξη για τις φιλοδοξίες του. Για μια στιγμή, η Νάντια εγκαταλείπεται κοντά του στην παρηγοριά μιας ανδρικής παρουσίας. Πολύ γρήγορα όμως συνέρχεται, φωνάζει πως ο άνδρας της ζη, στη φυλακή, πως μόλις τον είδε. Ο Σαγκώφ φεύγει, η Νάντια μένει μόνη, σαν πεθαμένη. Στο διπλανό δωμάτιο, κάποιος παίζει ένα κομμάτι του Λιστ disperato. Πάει στο παράθυρο, τεντώνει τα χέρια για να αισθανθή στους καρπούς της τα κρύα τζάμια: «Μένει εκεί, σα σταυρωμένη στο μαύρο σταυρό του παραθύρου». Τότε ο Σαγκώφ, πρωτόγονος αλλά καλός φίλος, ξανάρχεται μ' ένα μπουκάλι και δυο ποτήρια: «Έλα, γυναίκα του στρατιώτη: Μη χάνης το θάρρος σου... Ας πιούμε [...] στην ανάσταση των νεκρών!» (Πρώτος Κύκλος, 293-294).
Μυστήριο της συζυγικής πίστεως. Η Νάντια, που «δεν πιστεύει στο Θεό», έχει μετάσχει, τώρα μόλις, στη νεκρανάσταση του άγνωστου Θεού που μάς περιμένει μέσα στα ίδια τα σκότη της κολάσεως. Δυο παράθυρα ανοιχτά στην ίδια νύχτα. Ανάμεσα σε δυο χωρισμένους συζύγους, η νύχτα, μόνο η νύχτα, αλλά μαζί σταυρός και φως.

Από το κεφάλαιο «Ο έρωτας και η αγάπη, II» του βιβλίου «Το πνεύμα του Σολζενίτσυν», εκδ. Βιβλιοπωλείου της Εστίας σε μετάφραση Ελένης Δαλαμπίρα. (σελ. 123-135)

Πηγή: Αντίφωνο



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου