Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ( ζωή μέσα στους δερμάτινους χιτώνες )


                                         ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ






O άνθρωπος στην κοινωνία και τον πολιτισμό.

(  Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΙΝΩΝ ΧΙΤΩΝΩΝ )


(από το βιβλίο του Παν. ΝΕΛΛΑ : ΖΩΟΝ ΘΕΟΥΜΕΝΟΝ )


 Η πατερική διδασκαλία για την εικόνα και τους δερμάτινους χιτώνες, προσφέρει νομίζουμε, πέρα από μια ορθόδοξη κατανόηση του αν­θρώπου, και το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί η ορθόδοξη θεολογία, για να βοηθήσει α­ποτελεσματικά το σύγχρονο κόσμο. Η στάση της ορ­θόδοξης θεολογίας απέναντι στον κόσμο προσδιορίζε­ται από τα παραπάνω ως ριζικά κριτική και ταυτό­χρονα, ως το ίδιο ριζικά θετική. 

   Ή ορθόδοξη θεολογία καλείται κατ' αρχήν να κρίνει και να καταδικάσει ανυποχώρητα την αυτονομία σε όλα τα επίπεδα και όλες της τις μορ­φές. Μελετώντας την ανθρωπολογική διάσταση της αμαρτίας, βλέπουμε πώς η αυτονομία είναι η πηγή και το περιεχόμενο της αμαρτίας, επειδή αποτελεί παραχάραξη της αλήθειας του ανθρώπου, ακρωτηριασμό και εγκλω­βισμό του στη βιολογικότητα.  Το έγκλημα αυτό γίνε­ται μεγαλύτερο, όταν ο ντυμένος με τους δερμάτινους χιτώνες άνθρωπος τους αυτονομεί στη συνέχεια και αυτούς. Στην περίπτωση αυτή οι δερμάτινοι χιτώνες εμφανίζονται με την αρνητική μόνο όψη τους, λειτουρ­γούν ως φρόνημα της σαρκός και οδηγούν, κατά τον Παύλο, αναπότρεπτα στο θάνατο.

    Αυτό σημαίνει για τις μέρες μας, πώς ή αυτονόμηση του νόμου, της σε­ξουαλικότητας, της τεχνολογίας, της πολιτικής κλπ. κινδυνεύει να οδηγήση την ανθρωπότητα σε μια ηθική, πολιτιστική, ακόμα και βιολογική αυτοκαταστροφή. Ή χριστιανική θεολογία έχει χρέος να κηρύξη με ένταση την αλήθεια αυτή, γιατί πραγματικά "εσχάτη ώρα εστί".
 
  Αλλά για να κάνη το έργο αυτό η σύγχρονη χρι­στιανική θεολογία, οφείλει να ξαναβρεί την ευαγγελική και πατερική γνησιότητά της.  Είναι αδύνατο να ακου­στή ο λόγος της από οποιοδήποτε αξιοπρεπή σημερινό άνθρωπο, όταν παρουσιάζει την αμαρτία ως απειθαρχία σε εξωτερικές εντολές ή, ακόμη χειρότερα, ως απειθαρ­χία σε μια παγιωμένη κοινωνική ή πολιτιστική κατά­σταση.  Η παραχάραξη της βιβλικοπατερικής διδασκαλίας από τη χριστιανική θεολογία, τη δύση αρχικά, υπήρ­ξε μεγαλύτερη και είχε συνέπειες οδυνηρές. Ή αντίλη­ψη δτι αρχική φύση του Αδάμ ήταν η βιολογική του συγκρότηση, στην οποία προστέθηκε από το Θεό ως υπερφυσικό δώρο ή χάρις, οδήγησε σοβαρούς αναζη­τητές της γνησιότητας του ανθρώπου, μέσα σε γενικότερες βέβαια συνθήκες και κάτω και από άλλες επιδρά­σεις, στην απόρριψη του Θεού.
   

  Αντίστοιχες συνέπειες είχε το αξίωμα του Αυγου­στίνου σύμφωνα με το οποίο «si homo non periisset, Filius hominis non venisset». Αυτό παγίδεψε το Χριστό και κατ' επέκταση τη χριστιανική ζωή, τις πραγματικότητες της Εκκλησίας, των μυστηρίων, της πίστεως κλπ., στα όρια πού προσδιορίζει ή αμαρτία. Ο Χριστός δεν είναι στην προοπτική αυτή τόσο ό δη­μιουργός και ανακεφαλαιωτής των πάντων, το Α και το Ω πού λέει η Γραφή, αλλά μονοδιάστατα ο λυτρω­τής από την αμαρτία. Η χριστιανική ζωή δε νοείται τόσο ως πραγμάτωση του αρχικού προορισμού του Αδάμ, ως δυναμική μεταμόρφωση του ανθρώπου και του κόσμου και ένωση με το Θεό, αλλά ως απλή απο­φυγή της αμαρτίας. Τα μυστήρια δεν είναι πραγμάτωση εδώ και τώρα της Βασιλείας του Θεού και φανέρω­σή της, άλλα απλά θρησκευτικά καθήκοντα ή μέσα για να αποκτηθεί η χάρις. Το ίδιο τα καλά έργα και η πί­στη.

  Τα όρια στενεύουν με τον τρόπο αυτό ασφυκτικά. Η Εκκλησία ξεχνάει τον οντολογικό δεσμό της με τον κόσμο. Και ο κόσμος μη βλέποντας τη γνησιότητά του να καταξιώνεται μέσα στην Εκκλησία, μιλάει για αλλοτρίωση και κόβει τη σχέση του μ' αυτή.  Η θεολογία της εικόνας και των δερμάτινων χιτώ­νων ξεπερνάει τις δυσκολίες αυτές, κι άλλες παραπλή­σιες, και μπορεί να βοηθήσει πραγματικά τον κόσμο.

  Βλέποντας τον άνθρωπο και τον κόσμο ως εικόνα, τι­μά την εικόνα και το υλικό πού εικονίζει την εικόνα. Όταν το υλικό ζητάει να αυτονομηθεί, να μην εικονίζει το αρχέτυπο αλλά τον εαυτό του, δε διστάζει να διακη­ρύξη ότι με την πράξη του αυτή το υλικό αυτοκαταστρέφεται.  Καταδικάζει ριζικά την πράξη της αυτονό­μησης, αλλά συνεχίζει να αγαπά το τραυματισμένο και φθαρμένο υλικό, αφού ο Θεός το αποδέχθηκε και του'δωσε με την αγάπη του τις νέες δυνατότητες και την καινούργια λειτουργικότητα των δερμάτινων χιτώνων.

   Τιμά τους δερμάτινους χιτώνες, το γάμο, την επιστή­μη, την πολιτική, την τέχνη κλπ., χωρίς όμως να διστάζει να ειδοποιεί τους ανθρώπους ότι η αυτονόμηση και αυτών φέρνει την τελική παγίωση της αμαρτίας και την απώλεια του ανθρώπου μέσα της.  Με την ταυτό­χρονη αυτή κρίση και καταξίωση του κόσμου η ορθό­δοξη θεολογία μένει πιστή στη βιβλικοπατερική διδα­σκαλία για το δίμορφο χαρακτήρα των δερμάτινων χι­τώνων.  
       
  Η θέση αυτή της παραδόσεώς μας έχει για το σημερινό κόσμο ιδιαίτερη σημασία. Δείχνει από το ένα μέρος, ότι το να εναποθέση ό άνθρωπος την ελπίδα του αποκλειστικά στους δερμάτινους χιτώνες, σε ο­ποιαδήποτε έκφραση τους, αποτελεί όχι μόνο ματαιοπονία και ουτοπία, αλλά τραγικό λάθος.
    Γιατί αυτονομημένοι οι δερμάτινοι χιτώνες λειτουργούν αντίστροφα.  Πραγματικά, δεν είναι τυχαίο αλλά φυσικό και αναπόφευκτο για την αντεστραμμένη αυτή τάξη των πραγμάτων, ειλικρινείς επαναστάσεις για την ελευθερία να οδηγούν μόλις πετύχουν στην υποδούλωση, η μεγάλη ανάπτυξη της παραγωγής να οδηγεί στον πληθω­ρισμό, η διατήρηση της ειρήνης να απαιτεί την αύξηση των εξοπλισμών, δηλαδή την προετοιμασία του πολέ­μου.

    Φωτισμένοι κοινωνιολόγοι οδηγήθηκαν από την ορθή μελέτη των φαινομένων αυτών να προτείνουν, ότι το πρόβλημα της ανθρωπότητας στις μέρες μας είναι ηθικό, μεγάλοι οικονομολόγοι ότι είναι πρόβλημα αυ­τοσυγκράτησης στην κατανάλωση ή εγκράτειας, μεγά­λοι φιλόσοφοι ότι είναι πρόβλημα οντολογικό.  Έχουν δίκαιο, αλλά όλες αυτές οι θέσεις είναι ακόμη ανεπαρ­κείς. Για την αγία Γραφή και τους ορθόδοξους πατέ­ρες, το κέντρο του προβλήματος είναι η πίστη στο Θεό, δηλαδή το αν ο άνθρωπος τοποθετεί ή όχι το σκοπό του στο Θεό.

  Αν ο σκοπός του ανθρώπου τοποθετηθεί μέσα στην κτίση, σε χαμηλότερο (ευημερία) ή υψηλότερο (ηθική τάξη) επίπεδο, πολύ περισσότερο αν το είναι του ανθρώπου κατανοηθεί ενδοκοσμικά, δημιουργείται οπωσδήποτε αδιέξοδο, αφού η κίνηση, η εξέλιξη προς το άκτιστο ανακόπτεται και ο θεοειδής από τη φύση του άνθρωπος ακρωτηριάζεται περιοριζόμενος στην ενδοκοσμικότητα.  Στην περίπτωση αυτή οι δυνάμεις πού κινούν τον άνθρωπο και τον κόσμο αποπροσανατολί­ζονται, αλληλοσυγκρούονται και αυτοεξουδετερώνονται.  Για το λόγω αυτό, από αγάπη δηλαδή για τον άν­θρωπο, η ορθόδοξη θεολογία νοιώθει το χρέος να είναι στην καταδίκη της αυτονομίας ριζική και ανυποχώρη­τη.

   Από το άλλο μέρος όμως, ή ίδια αγάπη κάνει την ορθόδοξη θεολογία να τοποθετείται θετικά μπροστά στον κόσμο, με την ίδια και στο σημείο αυτό ανυ­ποχώρητη ριζικότητα.  Γιατί ό κόσμος είναι δη­μιούργημα του Θεού και οι ίδιοι οι δερμάτινοι χιτώνες, η δεύτερη θετική όψη τους, ευλογία και δώρο του Θεού.
   
  Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι στο θέμα αυτό χαρακτηριστικά σαφής και επίμονος. Διδάσκει, μιλώντας για το συγκεκριμένο θέμα των τεχνών,ότι οι τέχνες αναπτύχθηκαν μετά την πτώση προοδευτικά πάνω στη γη. Και βλέπει στην κοινωνική και επιστημονική, όπως θα λέγαμε σή­μερα, αυτή εξέλιξη να λειτουργεί και να αναπτύσσεται θετικά η δύναμη με την οποία προίκισε την ανθρώπινη φύση ο Θεός.  

   «Ορα δε μοι κατά μικρόν, αγατητέ, πώς η του κόσμου σύστασις οικονομείται· και έκαστος υπό της παρά Θεού σοφίας εγκειμένης τη φύσει ευρετής εκ προοιμίων τέχνης τινός γέγονε, και ούτως είς τον βίον εισήνεγκε τα των τεχνών επιτηδεύματα. Ο γαρ πρώτος την έργασίαν εύρε επί της γης, ο μετ' αυτόν την ποιμαντικήν,  έτερος  την  κτηνοτροφίαν  και  άλλος  την μουσικήν, έτερος την χαλκευτικήν, ούτος δε (ό Νώε) την άμπελουργικήν από της έγκειμένης τη φύσει διδασκαλίας επενόησε».
     
  Σε άλλη ομιλία του, θεωρεί τη φυσική ικανότητα του ανθρώπου να υποτάσσει και να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της αλόγου φύσεως, ως δώρο και ευλογία του Θεού. Ο ίππος, λέει, είναι ταχύτερος από τον άνθρω­πο.  Αλλά όσο ταχύς κι αν είναι, δε μπορεί να διανύσει πάνω από διακόσια στάδια τη μέρα. Ο άνθρωπος ό­μως, αλλάζοντας υποζύγια μπορεί να διανύσει πάνω από δυο χιλιάδες στάδια.

   «Ώστε, συμπεραίνει, όπερ εκείνω το τάχος, τούτω ό λογισμός και ή τέχνη παρ­έσχε μετά πλείονος της υπερβολής... Των αλόγων ουδέ έν ζώων, συνεχίζει, έτερον προς την εαυτού χρείαν υπόζευξαι δύναται, ο δε άνθρωπος πάντα έπεισι, καί δια της ποικίλης τέχνης της παρά του Θεού δο­θείσης αυτώ, προς την μάλιστα αυτώ προσήκουσαν οικονομίαν έκαστον υπάγει των ζώων».  Αναμφίβο­λα βρίσκεται στην κατεύθυνση της διδασκαλίας αυτής το να πούμε σήμερα, πώς είναι δώρο του Θεού η τέχνη με την οποία ό άνθρωπος δαμάζει «προς την μάλιστα αυτώ προσήκουσαν οικονομίαν», τη δύναμη του ατμού ή του ηλεκτρισμού ή του ατόμου.
  
  Νοιώθουμε συχνά φόβο μπροστά στα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης, στην ατομική π.χ. ενέργεια. Όπως ένοιωθαν φόβο πολλοί χριστιανοί τον καιρό του Γαλιλαίου, επειδή έβλεπαν ένα ορισμένο κοσμοείδωλο, μέσα στο οποίο αισθάνονταν ασφαλισμένοι να αλλάζει. Αλλά οι άγιοι, πού δεν εναποθέτουν την ελπίδα τους σε κανένα κοσμοείδωλο και σε καμιά συγκεκριμένη μορφή πολιτισμού, δε φοβούνται . Αντίθετα χαίρουν και δοξάζουν το Θεό για τις καινούργιες τέχνες πού μ' αυτές οι άνθρωποι μέσα στις καινούργιες ανάγκες κάθε εποχής οικονομούν τη σύσταση του κόσμου τους.  Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το βιβλίο της Γενέσεως, γράφει επί πλέον ότι ο Θεός «της οικείας φιλανθρωπίας την ύπερβολήν επεδείξατο» και με το ότι  «πολλά έτερα και αναρίθμητα είδη είς αυ­τόν (τον πεπτωκότα άνθρωπο) κατέθετο».
      
 
   Πρόκειται για τις νέες λειτουργίες με τις οποίες προίκισε ό Θεός τον αμαρτήσαντα άνθρωπο, για τη θετική όψη των δερμάτινων χιτώνων. «Σύ δε σκόπει», δηλαδή άνοιξε τα μάτια σου, βλέπε, επιμένει αλλού : «και τα νηχόμενα δια του βάθους των υδάτων και τα είς ύψος αίρόμενα (και τις επίγειες και τις θαλάσσιες ή υποθαλάσσιες και τις κοσμικές δυνάμεις, θα λέγαμε σήμερα) υπέταξε σοι δια της τέχνης ο Δεσπότης».  Όλα αυτά είναι αίτια δο­ξολογίας του Δημιουργού: «Μένωμεν τοίνυν τα αυτά λέγοντες, συνεχίζει αίτιολογώντας την επιμονή του, θαυμάζοντες Αυτού την κηδεμονίαν, εκπληττόμενοι την σοφίαν, την φιλανθρωπίαν, την υπέρ ημών πρόνοιαν».
       
   Τίθεται βέβαια εδώ και παραμένει με κρίσιμη διαρ­κώς οξύτητα το πρόβλημα της χρήσης των δερ­ματίνων χιτώνων. Γιατί ή ίδια πραγματικότητα, η βιολογικότητά μας, σε όλες τις διαστάσεις και λειτουρ­γίες της, μπορεί με την παρέμβαση της ελευθερίας μας να παρουσιάση σε κάθε στιγμή την αρνητική αποτρό­παια όψη της ή τη θετική.  Αλλά κι' όταν παρουσιάζουν την αρνητική όψη τους οι δερμάτινοι χιτώνες δε φταίνε αυτοί οι ίδιοι, πα­ρά η ελευθερία μας. Ό ίερός Χρυσόστομος, στη συνέ­χεια του κειμένου για τίς τέχνες πού παραθέσαμε, δια­πιστώνει ότι ο Νώε  «εφύτευσεν αμπελώνα και έπιεν εκ του οίνου και εμεθύσθη. (Έτσι) το της αθυμίας φάρμακον, το της υγείας ποιητικόν, επειδή εις αμετρίαν υπερ­έβη δια την άγνοιαν ου μόνον ουδέν ώφέλησεν, αλλά και έλυμήνατο αυτού τη καταστάσει».
       
  Και θέτοντας το κρίσιμο ερώτημα:  «Άλλ' ίσως είποι τις άν· και τίνος έ­νεκεν τοσούτων γέμον κακών φυτόν είς τον βίον εισηνέχθη;», και απαντά:  «Μη απλώς τα επιόντα φθέγγου, άνθρωπε. Ου γαρ το φυτόν κακόν, ούτε ο οίνος πονηρόν, άλλ' η παρά το δέον χρήσις... Όταν (λοιπόν) ίδης την του οίνου χρήσιν, επιλέγει, μη τω οίνω το πάν λογίσθηστι,  αλλά τη προαιρέσει τη διεφθαρμένη και προς την κακίαν αυτομολησάση.  Άλλως δε και εννόησον, που χρήσιμος γέγονεν ο οίνος και φρίξον, άν­θρωπε. Ή γαρ ύπόθεσις της σωτηρίας ημών... δια τού­του τελείται· ίσασιν οί μεμυημένοι» .

  Ο άγιος είναι κατηγορηματικός στη δήλωσή του πού θα είχε ασφαλώς και στις μέρες μας πολλές εφαρμογές— ότι η αμπελουργική τέχνη και το παραγό­μενο από αυτή αγαθό, είναι πράγματα καλά και ότι ό κίνδυνος να δημιουργηθεί από τη χρήση τους κακό δεν προέρχεται από αυτά, αλλά από την ελεύθερη προαίρε­ση του ανθρώπου.
    
Την κοινή και θεμελιώδη αυτή θέση των πατέρων εκφράζει με την ίδια κατηγορηματικότητα και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός:  «Μη κάκιζε την ύλην· ου γαρ άτιμος. Ουδέν γαρ άτιμον, ο παρά Θεού γεγένηται. Των Μανιχαίων τούτο το φρόνημα.  Μόνον δε άτιμον, ο μη την αιτίαν έσχεν εκ Θεού, άλλ' ημέτερον εστίν εύρημα, τη εκ του κατά φύσιν είς το παρά φύσιν αυτεξουσίω εκκλίσει τε και ροπή του θελήματος, τουτέστιν η αμαρτία».
   Αλλά ο ιερός Χρυσόστομος προχωρεί στο παρα­πάνω κείμενο του βαθύτερα.  Ο οίνος, που «ελυμήνατο του Νώε τη καταστάσει», δεν είναι μόνο «αθυμίας φάρμακον» και «υγείας ποιητικόν», είναι πολύ περισσότερο εκείνος δια του οποίου τελείται «η υπόθεσις της σωτηρίας ημών», η θεία Ευχαριστία.
      
Δεν είναι άσχετο προς το θέμα μας να υπογραμμίσουμε ότι με βάση τη μεγαλειώδη αυτή πατερική αρχή, ότι δηλαδή ο κόσμος αποτελεί μέσο ένωσής μας με το Θεό, δομήθηκε η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.  Στο Αγιασματάριο βρίσκουμε ακολουθίες για τη σπο­ρά, τον τρυγητό, το ξεκίνημα μιας δουλειάς, για όλες τις χαρές και τις λύπες του ανθρώπινου βίου.  Όλες οι λειτουργίες της ζωής προσλαμβάνονται από την Εκ­κλησία και αγιαζόμενες λειτουργούν ορθά: βοηθούν τον ανθρώπινο βίο, ... ξεπερνούν τα όρια του συγκεκριμένου χώρου και χρόνου και μυούν τον άνθρωπο στο άπειρο, δηλαδή υψώνονται σε μυστήρια.
     
Θα έπρεπε να επιμείνουμε αναλυτικά και δια μα­κρών στη μελέτη της ορθής και πλήρους αυτής χρή­σης των δερματίνων χιτώνων. Άλλα κάτι τέτοιο θα ωδηγούσε την έρευνα τούτη μακριά από το συγκεκρι­μένο θέμα της. Θα περιοριστούμε να αναφέρουμε εδώ, πώς στην πατερική  προοπτική η ορθή χρήση προσδιορίζεται βασικά από την αρχή του μέτρου.  «Το μείζον της χρείας περιττόν της χρείας εστί καί άχρηστον· υπόδεισαι υπόδημα του ποδός μείζον· εμπο­δίζει γαρ σοι προς το βάδισμα», γράφει ο ιερός Χρυσό­στομος.  Η πλήρης εξ άλλου ανάπτυξη των δερματίνων χιτώνων γίνεται με την ύψωσή τους σε πνευματικές αισθήσεις, δηλαδή με τη μεταμόρφωση τους σε λειτουργίες του σώματος του Χριστού.
 

   Τα θέ­ματα «πνευματικές αισθήσεις» και «ενοίκησις Χριστού», παραθεωρημένα από τη σύγχρονη θεολογία, αποτελούν ωστόσο κεντρικούς άξονες της πατερικής διδασκαλίας. Από τον Ωριγένη, τους Καππαδόκες και τον Μακάριο τον Αιγύπτιο, περνούν αναπτυσσόμενα στους Μάξιμο Όμολογητή, Ιωάννη Δαμασκηνό, Συμεών το νέο Θεο­λόγο, Γρηγόριο Παλαμά, Νικόλαο Καβάσιλα και φθά­νουν ως το Νικόδημο Αγιορείτη. 



 Σύμφωνα με τη δι­δασκαλία αυτή o Χριστός ενοικώντας στον άνθρωπο ενώνει με τις αισθήσεις και λειτουργίες του δικού του σώματος τις ποικίλες ψυχοσωματικές αισθήσεις και λειτουργίες του ανθρώπου, κι έτσι οι τελευταίες γίνον­ται αισθήσεις και λειτουργίες του αναστημένου σώματος του Χρiστο;y, δηλαδή πνευματικές και αθάνα­τες. Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού τόσο πολύ μιλάει για το μεταπτωτικό ένδυμα των δερματί­νων χιτώνων, καταλήγει, μέσα στην καινούργια πραγ­ματικότητα πού δημιουργεί ό Χριστός, να πή ότι Αυ­τός τελικά γίνεται και αποτελεί το καινό ένδυμα του ανθρώπου: «Ίησούν δε λέγει είναι το ένδυμα».




        Κείμενο 2ο :

 

Η ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ- Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ


Οι πειρασμοί έχουν διπλό χαρακτήρα. Γιατί ή οι τύψεις βασανίζουν τη καρδιά, ή οι πολυτέλειες γίνονται κόλαση για τους περισσότερους. Γιατί είναι εξίσου δύσκολο και να μείνεις ταπεινός στις δυσκολίες και να και να μην γίνεις αλαζόνας στις ευτυχισμένες ώρες. Και μεγαλύτερο παράδειγμα στους πειρασμούς είναι ο μεγάλος Ιώβ. Αυτός ο αξεπέραστος αθλητής. Αυτός που αντιμετώπισε με ακλόνητη καρδιά και σταθερό φρόνημα όλη την ορμή του διαβόλου, και αποδείχθηκε ανώτερος απ’ τους πειρασμούς. Παραδείγματα για τους πειρασμούς που προέρχονται απ’ την πλούσια ζωή θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά. Ένα ήταν και αυτό για τον πλούσιο που μόλις αναφέραμε. Αυτός ήταν μεν πλούσιος, αλλά επιθυμούσε και άλλα πλούτη. Ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον κατηγόρησε απ’ την αρχή, αλλά πάντοτε του έδινε περισσότερα πλούτη μήπως και τον χορτάσει, και γινόταν η ψυχή του καλή. Γιατί λέει “στα χωράφια ενός πλούσιου έφερα μεγάλη σοδιά. Τι να κάνω; Θα κατεδαφίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες”.

Γιατί λοιπόν έφεραν μεγάλη σοδιά τα χωράφια ενός ανθρώπου που δεν επρόκειτο να κάνει κανένα καλό σε άλλους; Για να φανεί καλύτερα η αγαθότητα και η μεγαλοσύνη του Θεού που φτάνει σε τέτοιο σημείο. Γιατί “βρέχει για τους δίκαιους και για τους άδικους, και ανατέλλει τον ήλιο για τους πονηρούς και τους αγαθούς”. Αυτή όμως η καλοσύνη του Θεού συσσωρεύει μεγαλύτερη κόλαση για τους πονηρούς. Και αυτά που παρέχει ο Θεός είναι τέτοια: γόνιμη γη, εύκρατο κλίμα, αφθονία σποράς, και όλα τα’ άλλα με τα οποία η γεωργία ακμάζει. Απ’ τον άνθρωπο όμως ποια; Η ανηθικότητα, το μίσος, ο εγωισμός. Δεν θυμήθηκε ο άνθρωπος την ίδια φύση, και δεν μοίρασε το πλεόνασμα στους φτωχούς, γιατί δεν λογάριασε καθόλου την εντολή “μην αρνηθείς βοήθεια στους φτωχούς” και “ας μη σε εγκαταλείψουν το έλεος και η αγαθή πίστη”. Και παρόλο που το φώναξαν δυνατά όλοι οι Απόστολοι αυτοί δεν άκουσαν. Και ενώ γέμιζαν οι αποθήκες τους και έσπαζαν, η άπληστη καρδιά τους όμως δεν χόρταινε. Γι’ αυτό τα σχέδιά του ήταν ακατόρθωτα και οι φροντίδες του πολύ μεγάλες. “τι να κάνω;” Ποιος δεν θα ελεούσε αυτόν που τόσο πολύ στεναχωριέται; Ο πλούσιος θρηνεί το ίδιο με αυτούς που είναι φτωχοί. Ή μήπως και οι φτωχοί δεν θα φωνάξουν το ίδιο “τι να κάνω; Που θα βρω φαγητό και ρούχα;” Το ίδιο λέει και ο πλούσιος. Γιατί δεν χαίρεται που όλα στο σπίτι του είναι γεμάτα, αλλά ο πλούτος που ξεχειλίζει απ’ τις αποθήκες του, του τρυπάει την ψυχή, μην τυχόν και το δουν οι έξω και επωφεληθούν οι φτωχοί.

Άκουσε άνθρωπε τον χορηγό σου. Θυμήσου ποιος είσαι, τι έχεις, από ποιόν το πήρες, γιατί προτιμήθηκες ανάμεσα σε πολλούς. Έχεις γίνει υπηρέτης του αγαθού Θεού και οικονόμος των συνανθρώπων σου. Να μην νομίζεις ότι όλα προορίζονται για σένα. Αυτά που έχεις να τα θεωρείς ξένα. Σε ευχαριστούν για λίγο και ύστερα χάνονται. Γι’ αυτά όμως θα δώσεις λόγο με κάθε λεπτομέρεια. Εσύ όμως τα φυλάς μόνο για τον εαυτό σου και σκέφτεσαι “τι να κάνω;”. Το εύκολο θα ήταν να πεις ας τα μοιράσω στους φτωχούς. Να μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας. Αλλά εσύ δεν είσαι τέτοιος. Εσύ μισείς τους ανθρώπους που έχουν περισσότερα και φροντίζεις μόνο το πώς θα αποκτήσεις παραπάνω και δεν θα χάσεις τίποτα απ’ αυτά. Βρέθηκαν μπροστά του αυτοί που θα του έπαιρναν την ψυχή και εκείνος παζάρευε την ψυχή του με τα υλικά αγαθά. Πέθαινε και σκεφτόταν τις υλικές απολαύσεις.

Αυτό να μην το πάθεις εσύ. Να μιμείσαι την γη και να καρποφορείς όπως εκείνη. Να μην φανείς κατώτερος απ’ την άψυχη γη. Εκείνη βγάζει τους καρπούς όχι για τον εαυτό της αλλά για σένα. Εσύ όμως ότι φτιάχνεις το κρατάς για τον εαυτό σου μόνο. Γιατί οι χάρες των αγαθών έργων επιστρέφουν σε αυτούς που τις δίνουν. Δίνεις σε αυτόν που πεινά, και αυτό γίνεται πάλι δικό σου. Γιατί όπως ο σπόρος του σιταριού όταν πέσει στη γη γίνεται κέρδος για τον γεωργό, έτσι και το ψωμί που δίνεις στον πεινασμένο φέρνει σε σένα μεγάλη ωφέλεια. Γιατί λέει “να σπέρνετε δικαιοσύνη για τον εαυτό σας”. Γιατί λοιπόν προσπαθείς να συγκεντρώσεις όλο και περισσότερα πλούτη; “είναι προτιμότερο το καλό όνομα απ’ τα μεγάλα πλούτη”. Τα χρήματα βεβαίως έστω και αν δεν θέλεις θα τα αφήσεις εδώ. Την υπόληψή σου όμως θα την παρουσιάσεις στον Κύριο. Ο Θεός είναι αυτός που θα σε υποδεχθεί. Άγγελοι θα σε συνοδεύουν. Αιώνια δόξα, στεφάνι δικαιοσύνης και ουράνια βασιλεία θα είναι τα έπαθλά σου αν διαχειριστείς καλά τα φθαρτά υλικά αγαθά. Εμπρός λοιπόν να διαθέσεις τον πλούτο σου, να γίνεις φιλότιμος γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη. Να μην περιμένεις την έλλειψη σιταριού για να ανοίξεις τις αποθήκες σου. Μην γίνεσαι έμπορος των ανθρώπινων συμφορών. Μην εκμεταλλευτείς την οργή του Θεού για να κερδίσεις χρήματα. Εσύ όμως αποβλέπεις στο χρήμα και δεν νοιάζεσαι για τον αδελφό σου. Και γνωρίζεις τα αληθινά από τα πλαστά νομίσματα, ξεχνάς όμως τελείως τον αδελφό σου όταν βρίσκεται σε ανάγκη.
  
Και το χρώμα του χρήματος σε ευχαριστεί πάρα πολύ. Δεν λογαριάζεις όμως πόσο μεγάλος είναι ο πόνος του φτωχού. Εκείνος κοιτάζοντας το σπίτι του βλέπει ότι ούτε χρήμα υπήρξε ποτέ ούτε θα υπάρξει στο μέλλον. Τα σκεύη και τα ρούχα του είναι τέτοια που αξίζουν ελάχιστα. Και τι λοιπόν; Η πείνα τον απειλεί με θάνατο ενώ η στοργή για τα παιδιά του τον πείθει να πεθάνει μαζί μ’ αυτά. Και τι σκέφτεται ο πατέρας; Ποιο παιδί να πουλήσω πρώτο; Ποιο θα δει ο αγοραστής με καλύτερο μάτι; Ντρέπομαι για όλα τα παιδιά μου. Το ένα είναι πολύ μικρό και αδύναμο. Το άλλο είναι φιλότιμο και καλός μαθητής. Αχ, τι αδιέξοδο! Πώς να ξεχάσω τα αισθήματά μου; Εάν τα κρατήσω όλα, θα τα δω να πεθαίνουν απ’ την πείνα. Εάν πουλήσω το ένα με τι μάτια θα αντικρίσω τα υπόλοιπα; Πως θα καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι; Η πείνα τον καταστρέφει τον ταλαίπωρο και εσύ τον ειρωνεύεσαι και του μεγαλώνεις την συμφορά. Αυτός προσφέρει το παιδί του για να φάει, και το δικό σου όμως χέρι όχι μόνο δεν ξεραίνεται που δέχεται λεφτά από τέτοια συμφορά, αλλά και αγωνίζεσαι να βγάλεις περισσότερα. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα δάκρυα ούτε οι αναστεναγμοί της καρδιάς, αλλά είσαι σκληρός σαν πέτρα. Όλα τα βλέπεις σαν χρυσάφι. Περισσότερο ευχάριστα θα έβλεπες το χρυσάφι παρά τον ήλιο. Εύχεσαι να αλλάξουν όλα και να γίνουν χρυσός.

Και τι δεν κάνεις για να αποκτήσεις περισσότερα χρήματα! Κάθε εμπορική σου δουλειά σου φέρνει περισσότερα χρήματα. Και τα χρήματα φέρνουν περισσότερα χρήματα, με το πολλαπλασιάζονται με τον δανεισμό. Και όμως δεν χορταίνεις την επιθυμία σου. Όσο πιο πολλά αποκτάει ο πλεονέκτης τόσο περισσότερα ζητάει. Και εσύ έχεις τον πλούτο που όλο και περισσότερο αυξάνει. Τι καλό νομίζεις σου κάνει; Σου καταστρέφει τις αποθήκες και τα χρηματοκιβώτια, σαν να πέρασε από πάνω τους κάποιος εχθρός. Εσύ θα χτίσεις μεγαλύτερες; Εσείς όμως αν με πιστεύετε και ανοίξετε τα χρηματοκιβώτιά σας, θα προσφέρετε διέξοδο στον πλούτο, προς τα σπίτια των φτωχών. Όταν ο πλούτος μένει σταθερός είναι άχρηστος, ενώ όταν κινείται γίνεται όλα και πιο καρποφόρος. Και πόσο μεγάλος είναι ο έπαινος από όσους ευεργετούνται! Να μην τον περιφρονήσεις. Και πόσο μεγάλος ο μισθός απ’ τον δίκαιο κριτή! Να έχεις πάντα στο μυαλό σου το παράδειγμα του πλούσιου που κατηγορείται. Αυτός με το να αγωνιά αν θα κερδίσει παραπάνω και με το να αγνοεί αν θα ζήσει αύριο, αμαρτάνει ήδη από σήμερα για αύριο. Δεν μάζεψε τους καρπούς και έχει ήδη κατηγορηθεί για πλεονεξία. Γιατί ενώ ακόμα δεν έχει, μισεί κιόλας αυτούς που έχουν ανάγκη. Και όμως, πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν πριν γίνει η συγκομιδή των καρπών! Δεν προσεύχεσαι λοιπόν στον Κύριο να ολοκληρωθεί η δωρεά; Εσύ όμως εκ των προτέρων κάνεις τον εαυτό  σου ανάξιο να δεχθεί αυτά που σου έχουν φανερωθεί.

  Και εσύ κρυφά συνομιλείς με τον εαυτό σου, τα λόγια σου όμως κρίνονται στον ουρανό. Ποια όμως είναι αυτά που λες; “ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά για πολλά χρόνια! Φάε, πιες, ευχαριστήσου”. Τι παραλογισμός! Πόσο μοιάζεις με ζώο και πόσο άμυαλος είσαι απέναντι στα αγαθά της ψυχής. Εάν έχεις αρετή και αν είσαι γεμάτος από αγαθά, αν είσαι κοντά στον Θεό η ψυχή σου έχει πολλά αγαθά. Επειδή όμως σκέφτεσαι τα επίγεια και έχεις για θεό σου την ύλη, υποδουλωμένος στα πάθη, άκουσε το όνομα που σου ταιριάζει και το οποίο στο έδωσε ο ίδιος ο Κύριος: “ανόητε αυτή τη νύχτα σου ζητούν την ψυχή σου. Αυτά που ετοίμασες ποιος θα τα πάρει;” Το γέλιο της ανοησίας είναι μεγαλύτερο κακό απ’ την αιώνια κόλαση. Γιατί αυτός που σε λίγο πεθαίνει τι σκέφτεται; “θα κατεδαφίσω τις αποθήκες μου και θα φτιάξω μεγαλύτερες”. Και εσύ βέβαια κάνεις καλά, θα μπορούσα να σου πω. Γιατί τα ταμεία της αδικίας αξίζει να καταστραφούν. Σπάσε τις αποθήκες του σιταριού απ’ τις οποίες ποτέ κανένας δεν έφυγε παρηγορημένος. Βγάλε απ’ την φυλακή τον φυλακισμένο πλούτο. Και εάν λοιπόν γεμίσεις και τις μεγαλύτερες αποθήκες, τι θα καταλάβεις; Εάν θέλεις, να έχεις αποθήκες τα σπίτια των φτωχών. Θησαύρισε, αλλά με ουράνιους θησαυρούς. Αυτά που αποθηκεύονται εκεί ούτε τα τρώει ο σκόρος, ούτε σαπίζουν, ούτε τα κλέβουν οι ληστές. Έχεις κερδίσει για τον εαυτό σου πολλά χρόνια ζωής.

Αν πεις ότι θα δώσω σε όσους έχουν ανάγκη, όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες, θα αποδείξεις την πονηριά σου. Τι είναι αυτό που σε εμποδίζει να δώσεις τώρα; Δεν είναι γεμάτες οι αποθήκες; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Ο φτωχός πεινά και εσύ αναβάλλεις για αύριο την ελεημοσύνη; Άκουσε τον Σολόμωντα: “να μην πεις πήγαινε και γύρισε, θα σου δώσω αύριο”. Γιατί δεν ξέρεις τι θα γίνει αύριο. Πόσο χαρούμενος πρέπει να είσαι που δεν είσαι εσύ αυτός που χτυπά τις ξένες πόρτες, αλλά άλλοι χτυπούν τις δικές σου! Εσύ όμως μια λέξη γνωρίζεις! Δεν έχω, ούτε θα δώσω, γιατί είμαι φτωχός. Πράγματι είσαι φτωχός και στερείσαι από όλα τα αγαθά. Είσαι φτωχός από φιλανθρωπία, φτωχός από πίστη στο Θεό, φτωχός από αιώνια ελπίδα. Αυτό που αύριο σαπίζει, δώσε το σήμερα σε αυτόν που έχει ανάγκη. Η χειρότερη μορφή πλεονεξίας είναι το να μην δίνει κανείς στους φτωχούς, ούτε απ’ αυτά που σαπίζουν.

 Και λέει, ποιόν αδικώ με το να προστατεύω τα δικά μου; Πες μου ποια είναι δικά σου; Από πού τα πήρες; Δηλαδή αφού πρώτα κυρίευσαν τα κοινά αγαθά λένε ότι είναι δικά τους επειδή αυτοί πρόλαβαν να τα πάρουν. Γιατί αν ο καθένας, κρατούσε μόνο αυτά που του χρειάζονται, και άφηνε τα υπόλοιπα στους άλλους, τότε κανένας δεν ήταν ούτε πλούσιος ούτε φτωχός. Δεν βγήκες γυμνός απ’ την κοιλιά της μάνας σου; Δεν θα επιστρέψεις στη γη πάλι γυμνός; Αυτά που έχεις τώρα από πού τα έχεις; Εάν δεν παραδέχεσαι ότι είναι του Θεού, πες μου το λόγο για τον οποίο τα πήρες. Μήπως ο Θεός είναι άδικος που μοιράζει άδικα τα αγαθά; Γιατί εσύ είσαι πλούσιος και ο άλλος φτωχός; Για κανένα άλλο λόγο παρά για να πάρεις και εσύ το μισθό της καλοσύνης και της αγαθότητας, και εκείνος για να τιμηθεί με τα έπαθλα της υπομονής. Εσύ όμως, αφού τα πάρεις νομίζεις ότι δεν αδικείς κανέναν, όταν τα στερείς από τόσους πολλούς. Ποιος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν αρκείται στην αυτάρκεια. Δεν είσαι εσύ ο πλεονέκτης; Ή αυτός που ξεγυμνώνει το ντυμένο θα ονομαστεί άπληστος, ενώ εκείνος που ντύνει το γυμνό ενώ θα μπορούσε να το κάνει, αξίζει να ονομαστεί με άλλο όνομα; Το ψωμί που κρατάς εσύ είναι αυτού που πεινάει. Τα παπούτσια που σαπίζουν σε σένα είναι παπούτσια του ξυπόλητου. Τα λεφτά που έχεις κρύψει είναι αυτού που τα χρειάζεται. Τόσους λοιπόν αδικείς, όσους θα μπορούσες να ευεργετήσεις.

Καλά είναι τα λόγια, λες, αλλά ακόμα καλύτερο είναι το χρήμα. Πώς να σου πω για τα βάσανα του φτωχού, για να μάθεις από πόσους καημούς θησαυρίζεις για τον εαυτό σου; Πόσο  πολύτιμος θα σου φανεί την ημέρα της κρίσεως αυτό ο λόγος: “ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που είναι ετοιμασμένη για σας απ’ τον καιρό της δημιουργίας του κόσμου. Γιατί πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε νερό, ήμουν γυμνός και με ντύσατε”. Και πόσο μεγάλη φρίκη και σκοτάδι θα σε περιβάλλει όταν ακούσεις την καταδίκη: “φύγετε από μένα καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους αγγέλους του. Γιατί πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω, ήμουν γυμνός και δεν με ντύσατε”. Και εγώ είπα όσα νόμιζα για το καλό σας, και εάν εσύ πιστέψεις είναι ολοφάνερα τα αγαθά που σε περιμένουν. Αν με παρακούσεις όμως η απειλή σου έχει ήδη διατυπωθεί γραπτά. Σου εύχομαι να διαφύγεις απ’ αυτήν την εμπειρία και να βαδίσεις στα ουράνια, με την χάρη Αυτού που μας κάλεσε όλους στη βασιλεία Του, στον Οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες. Αμήν.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου