Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

ΟΙ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ "ΘΑΝΑΤΟΥ" ΤΟΥ ΘΕΟΥ










«ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Του Απόστολου Νικολαϊδη

 
   Σε όλες τις θρησκείες Θεός σημαίνει ζωή και κατά κανόνα υπέρβαση του θανάτου. Κατεξοχήν ισχύει αυτό στη χριστιανική αποκάλυψη, όπου ο Θεάνθρωπος δηλώνει απερίφραστα «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή». Αλλά και πολιτισμός σημαίνει ζωή ταυτισμένη με την υπέρβαση των φυσικών αδυναμιών- αντιξοοτήτων και των ανθρώπινων παθών. Ενας πιθανός «θάνατος» του Θεού είναι δυνατόν να σηματοδοτήσει και «θάνατο του πολιτισμού», με την έννοια της αποτυχίας, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι στην παραδοσιακή του μορφή ο πολιτισμός ήταν συνήθως θρησκευτική έκφραση ή άρρηκτα συνδεδεμένος με θρησκευτικές παραμέτρους και εκφράσεις.
    Ωστόσο ο λεγόμενος ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ένας ανθρωποκεντρικός πολιτισμός και είναι φυσικό και αυτονόητο να θέλει να είναι και είναι τελικά ένας πολιτισμός χωρίς Θεό, ή τουλάχιστον χωρίς τον παραδοσιακό Θεό. Δείγματα αυτής της επιθυμίας έχομε παλαιόθεν. Κορυφώθηκε όμως με κάθε επισημότητα τους τελευταίους αιώνες. Το παράδοξο είναι ότι ο Θεός δεν θανατώθηκε από τους λεγόμενους αθεϊστές ανθρωπιστές ή κοινωνιστές- φιλόσοφους.
    Αυτοί διέπραξαν άλλου είδους «αμαρτήματα» και επεφύλαξαν για τον εαυτό τους άλλους ρόλους, όπως το ρόλο του χαιρέκακου που θριαμβολογεί ότι «ο θεός είναι νεκρός» και βέβαια το ρόλο του «νεκροθάφτη» του Θεού. Το Θεό «δολοφόνησαν» με τούτον ή τον άλλον τρόπο τα ίδια του τα παιδιά και κατεξοχήν αυτοί που ορκίστηκαν στο όνομά του να μιλούν γι’ αυτόν,  δηλαδή οι θεολόγοι του.
   Ετσι ο σύγχρονος άνθρωπος βρήκε έτοιμο το δρόμο για να θεοποιήσει τον εαυτό του και τα έργα των χειρών του δημιουργώντας έναν τρόπο ζωής και δράσης που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό και στόχο όχι πλέον το θάνατο του θεού, αλλά το θάνατο του ανθρώπου. Αυτό είναι και το πλέον παράδοξο: Να θάβεις το νεκρωμένο θεό για να αναπνεύσει δήθεν ο άνθρωπος και στο τέλος μαζί με το Θεό να θάβεται και ο άνθρωπος. Ετσι η «αξιοπρέπεια» που γέννησε η παντοειδής απουσία του Θεού κατέληξε σε πλήρη ευτελισμό του ανθρώπου και του πολιτισμού του.
   Ο «θάνατος του Θεού» σηματοδοτεί το θάνατο της κτίσης και τον φυσικό (ή καλύτερα αφύσικο) θάνατο του ανθρώπου. Στα πλαίσια της παραδοσιακής αγιοπατερικής θεολογίας ο Θεός θεολογείται ως δημιουργός, προπονητής της κτίσης και βέβαια ως ο απόλυτος κύριός της. Ο άνθρωπος ορίζεται ως κατ’ εικόνα Θεού κύριος της κτίσης. Ως κορωνίδα της δημιουργίας δικαιούται να ισχυρίζεται ότι ο κόσμος πλάστηκε γι’ αυτόν και τις ανάγκες του. Υποχρεούται όμως να λειτουργεί ως φύλακας και διαχειριστής φροντίζοντας, ώστε η διαχείριση να μην καταστρέφει τον κόσμο και τη ζωή.
   Οίκοθεν νοείται ότι καθίσταται κάθε στιγμή υπόλογος έναντι του θεού και των συνανθρώπων του για τον τρόπο που χρησιμοποιεί και διαχειρίζεται τη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η παρουσία του Θεού αποτελεί το κριτήριο για την ανθρώπινη συμπεριφορά έναντι της κτίσης και των συνανθρώπων, αλλά και το εμπόδιο για μια ανεξέλεγκτη στάση και συμπεριφορά.

   Στην απαίτηση που εγείρει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός για πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου από αναγκαιότητες και εξαρτήσεις, για αυτοδιαχείριση και αυτόνομη και κυριαρχική δραστηριότητα στη φύση, ήταν φυσικό μια «θεολογία θανάτου του Θεού», που απαλλάσσει τον άνθρωπο από κάθε έλεγχο, να είναι καλοδεχούμενη. Ετσι ανοίγει ο δρόμος για κατάχρηση της δημιουργίας και εργαλειοποίησή της χάρη της άπληστης καταναλωτικής διάθεσης του σύγχρονου ανθρώπου. Διάθεση που εκβιάζεται να λαμβάνει μέρος στο θέατρο του άκρατου συναγωνισμού ανάμεσα στην αφύσικη επιθετική παραγωγική σχέση και την καθοδηγούμενη και παραπλανούσα κατανάλωση.
   Είναι φανερό ότι ο σύγχρονος πολιτισμός στηρίζεται σε μια εχθρική προς τη φύση ανθρώπινη συμπεριφορά, της οποίας οι συνέπειες δεν πλήττουν μόνο το φυσικό περιβάλλον, αλλά και το κοινωνικό, αφού οι κρίσεις στο φυσικό περιβάλλον συνδέονται άρρηκτα με τις κρίσεις στην κοινωνία. Οι μεν παραπέμπουν στις δε, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο αλληλεπίδρασης με αρνητικές συνέπειες και για τους δύο χώρους.
    Η έλλειψη στοιχειώδους δικαιοσύνης, πνεύματος ισοτιμίας, σύνεσης, εκλογικευμένης χρήσης και διαχείρισης των αγαθών, η μανία κυριαρχίας και άλλοι παράγοντες οδηγούν τους ισχυρούς να χρησιμοποιούν τους φυσικούς πόρους κατά το δοκούν, και με γνώμονα το ίδιον συμφέρον, χωρίς να αναλογίζονται ότι έτσι αυξάνει η απόσταση ανάμεσα σε πλούσιες και πτωχές χώρες, σε αναπτυγμένες και υπανάπτυκτες, σε χώρες του λεγόμενου πρώτου και σε άλλες του τρίτου κόσμου, αποδεικνύοντας ακόμη και φορά ότι  ο πολιτισμός μας είναι ωφελιμιστικός, επιφανειακός, διχαστικός, υποκριτικός, ανάλγητος και εγωϊστικός.
Έτσι ο σύγχρονος πολιτισμός έχει δύο «προνόμια». Από τη μια καθίσταται αδιάψευστος μάρτυρας του αργού θανάτου του πλανήτη και των κατοίκων του και από την άλλη πεδίο κοινωνικών και εθνικών συγκρούσεων που παράγει η άλογη και ιδιοτελής χρήση του φυσικού πλούτου. Η ιστορία  και η συγκυρία μπορεί βέβαια να του επιφυλάξει και κάτι ακόμη ξεχωριστό: να είναι ο υπαίτιος του τέλους αλλά και ο τελευταίος πολιτισμός στον ζωντανό πλανήτη γή, αποδεικνύοντας ότι ο άνθρωπος χωρίς Θεό γίνεται και λειτουργεί ως το πιο επικίνδυνο ον της δημιουργίας διακατεχόμενος από τη μανία της αυτοκαταστροφής. Το πιο τραγικό και ευτελιστικό για το ανθρώπινο γένος είναι ότι το τέλος δεν φαίνεται να έρχεται από την αποκαλυπτική συντέλεια ή από το λεγόμενο φυσικό κακό που προσπάθησε να εξουδετερώσει ο πολιτισμός, αλλά από τα ίδια τα έργα του ανθρώπου και τη δραστηριότητά του.
   Ο «θάνατος του Θεού» συνδέεται άμεσα με τη διάθεσης του ανθρώπου να πάρει τις τύχες του κόσμου στα χέρια του, εννοώντας να παίξει το ρόλο του παντοδύναμου Θεού, αυτόν που κατήργησε, μια και η πίστη στην παντοδυναμία του Θεού σχετικοποιεί τη δύναμη του ανθρώπου.

   Είναι φανερό ότι έτσι έρχεται στο προσκήνιο η «θέληση για δύναμη» με την προστακτική «γενείτε σκληροί», που έγινε αρκετά αισθητή στον αιώνα μας, όταν η μείωση της επιρροής του Θεού και της Εκκλησίας ενίσχυσε όχι μόνο την κρατική αυθεντία, αλλά και κάθε άλλης μορφής αυθεντίες. Πρόκειται για διάθεση που εξελίχθηκε και συνοδεύτηκε από μια μεγάλη ποικιλία ολοκληρωτισμών ανατολικού και δυτικού τύπου, με συνέπειες που δεν φτάνουν και ξεπερνούν μόνο την εποχή μας, αλλά προβλέπεται ότι θα αποτελούν τρόπο ζωής και δράσης στο μέλλον.
    Είναι φανερό ότι η απουσία του Θεού σήμανε την τραγικότητα και κρίση του πολυδιαφημισμένου ανθρωπισμού που στάθηκε και στέκεται ανίκανος να ανακόψει την επέλαση ολοκληρωτικών ιδεολογιών και πρακτικών. Αναφέρω δύο παραδείγματα: την απειλή της τεχνολογίας που καταργεί κάθε ίχνος προσωπικής αυτοδιάθεσης, αλλά και την απειλή της Γενετικής που έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει δραστικά στο DNA και να παράγει κατά παραγγελία ανθρώπους, έτοιμους να υπηρετήσουν τις ολοκληρωτικές διαθέσεις των υπερανθρώπων δημιουργών τους κλπ.
   Ισως τώρα κατανοούμε καλύτερα τα λόγια του Nietzsche: «Σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί» και «δήτε. Σας δείχνω τον τελευταίο άνθρωπο» και «η γή έχει δέρμα. Και το δέρμα τούτο είναι γεμάτο αρρώστιες. Μια απ’ αυτές τις αρρώστιες τη λένε άνθρωπο». 

    Ο «θάνατος του Θεού» λειτούργησε ως αναγκαία προϋπόθεση ανεξαρτητοποίησης και απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά ενός προσωπικού κυρίως Θεού, αυτόν που κηρύσσει ο θεϊσμός. Αν υπάρχει Θεός, τότε είναι ανύπαρκτη η ελευθερία. Αυτός ο Θεός, κατά τον J.Robinson, πρόδρομο της «θεολογίας θανάτου του Θεού», έπρεπε να φονευθεί, για να μη μείνει ο άνθρωπος ανήλικος και πνευματικά ανελεύθερος.

   Η ανθρώπινη προσπάθεια για χειραφέτηση και απόδραση από το χώρο του Θεού παραπέμπει στην αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να κόψει όλες τις γέφυρες ζωτικής εξάρτησης, να καταργήσει κάθε είδους ετερονομίες με στόχο την πλήρη αυτονόμησή του. Αυτό αποτέλεσε τη θεωρητική βάση για την ανάπτυξη και μεγιστοποίηση του πνεύματος του ατομικού και ομαδικού ατομικισμού.
    Σε πείσμα της χριστιανικής θρησκευτικής παράδοσης που υπογραμμίζει την ενότητα του ανθρώπινου γένους και την ανάγκη δραστηριοποίησης της αγάπης που μπορεί να ενώνει τα εκάστοτε διεστώτα, ο κατά τα άλλα χριστιανικός πολιτισμός επιδεικνύει συμπεριφορές που τονίζουν και αποδεικνύουν την αποθέωση του εγωϊσμού. Το Εμείς διασπάστηκε και μοιράστηκε σε πολλά μοναχικά Εγώ που αναπτύσσουν πολωτικές και ανταγωνιστικές σχέσεις με κύριο χαρακτηριστικό την εξόντωση ή εκμετάλλευση ή υποτίμηση του συνανθρώπου.


    Τα τρία κακά του παρελθόντος «ηδυπάθεια, κυριαρχομανία, εγωϊσμός» μεταλλάχτηκαν και βαπτίστηκαν προ πολλού σε τρία καλά. Είναι και πάλι χαρακτηριστικός ο λόγος του Ζαρατούστρα: «Δεν σας συμβουλεύω την αγάπη προς τον πλησίον… Την αγάπη προς τον μη πλησίον σας συμβουλεύω». «Η αγάπη σας προς τον πλησίον σας είναι η κακή αγάπη για τον εαυτό σας», προτείνοντας ταυτόχρονα την αγιοποίηση του Εγώ σε διαφοροποίηση προς το αγιοποιημένο Σύ του παρελθόντος: «Τον ίδιο τον εαυτό μου προσφέρω στην αγάπη μου, και τον πλησίον μου επίσης στον εαυτό μου».
    Αυτό γίνεται φανερό σε κάθε πτυχή της ζωής. Και πρώτα στις σχέσεις των δύο φύλων. Από τη μία πλευρά ο πολιτισμός μας ευνοεί την υποτίμηση της γυναίκας, δημιουργώντας τις κατάλληλες δυνατότητες για μετατροπή και χρήση της γυναίκας ως αντικειμένου κατοχής, ηδονής και καταναλωτικού αγαθού και από την άλλη την ωθεί σε ακραίες φεμινιστικού τύπου συμπεριφορές που ευτελίζουν και την ίδια τη γυναίκα και τους θεσμούς στους οποίους είναι ενταγμένη. Ο ίδιος πολιτισμός καθιστά το γάμο συμβατική υποχρέωση και γι’ αυτό άχρηστο και προβληματικό, υιοθετώντας την προσωρινότητα, βραβεύοντας με τούτο  ή τον άλλο τρόπο την εναλλαγή των συντρόφων και υπογραμμίζοντας την εγωϊστική αυτοδιάθεση των συζύγων.
   Την ίδια εικόνα διάλυσης παρουσιάζουν βέβαια και άλλοι θεσμοί, όπως η εκπαίδευση, η πολιτική, η οικονομία ή χώροι ανθρώπινης δραστηριοποίησης, όπως είναι ο χώρος της εργασίας, όπου συγκρούεται το συμφέρον του εργαζόμενου με το συμφέρον του εργοδότη, όποιος κι αν είναι αυτός. Ο πολιτισμός μας είναι, όπως πάντα, πολιτισμός των ανταγωνιστών και της δυναμικής αχρήστευσης του άλλου, του απέναντι.

    Αυτό το πνεύμα της απόλυτης αυτοδιάθεσης καθιστά το σύγχρονο άνθρωπο ανέραστο, άφιλο και μοναχικό, παρά την αυξημένη ικανότητα και δυνατότητα επικοινωνίας, συνύπαρξης και σύμπραξης. Ο πολιτισμός εικονίζει πλέον την κόλαση ως μια κατάσταση ακοινωνησίας και απόλυτης μοναξιάς. Η μετατροπή του ουρανού σε γή και η αναζήτηση του παραδείσου στον «αναπτυγμένο» πολιτισμό μας οδήγησε σε υποκατάστατα που δεν κατάφεραν να παράξουν και να ενεργοποιήσουν αληθινές σχέσεις κοινωνικότητας, αφού καταργήθηκε το μοναδικό κριτήριο υπέρβασης των ατομικιστικών συμπεριφορών και εγγύησης της   πραγματικής και ουσιαστικής κοινωνικότητας που είναι ο Θεός. Ο άνθρωπος δεν κατάφερε ποτέ, παρά την ενδεχόμενη πρόθεση και την διαφημιζόμενη πολιτιστική αναβάθμισή του, να παίξει αυτό το ρόλο, λόγω της φύσης και των εγγενών αδυναμιών των δικών του και του πολιτισμού του.
«Ο θάνατος του Θεού» ως θάνατος του απόλυτου και ανώτατου αγαθού οδηγεί στη δαιμονοποίηση του πολιτισμού με τη γιγάντωση της παρουσίας, δράσης και αντίδρασης του κακού. Αναφέρομε δύο παραδείγματα:

    Α) Την επιδεικτική παρουσία, διαφήμιση και υιοθέτηση του κακού και στην αντίστοιχη αποσιώπηση του καλού σε σημείο που να δημιουργείται η εντύπωση ότι το κακό είναι εκείνο που κυριαρχεί σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και ακόμη της θρησκευτικής ζωής. Διαπίστωση που συνέχει κυρίως τους νέους ανθρώπους που αναζητούν ισχυρά πρότυπα, ανόθευτη βιοτή, αξιόπιστους θεσμούς και εξουσίες και ασφαλείς εγγυητές για ένα καλύτερο μέλλον. Αντίθετα προς τις παραπάνω προσδοκίες εδραιώνεται μια ανασφάλεια που προκαλεί η γένεση και δράση δυνάμεων με χαρακτηριστικό την ανωνυμία, την παρασκηνιακή δυναμική, τις ολοκληρωτικές διαθέσεις, και την αίσθηση ότι είναι οι κυρίαρχες δυνάμεις σε όλους τους ζωτικούς τομείς. Χαρακτηριστική είναι επίσης η εξάπλωση του σατανισμού με τα γνωστά αποτελέσματα.

    Β) Την απειλή που δέχεται η ανθρωπότητα από την ερευνητική, τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο. Η αιτία βρίσκεται στη διπλή και αμφίρροπη λειτουργικότητα αυτής της προόδου. Από τη μια μεριά φαίνεται να διευκολύνεται η ζωή του ανθρώπου και από την άλλη να απειλείται είτε με εξαφάνισή της από τον πλανήτη γή, είτε με την αλλοίωση της ποιότητας ζωής. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρομε την πυρηνική ενέργεια και τους φόβους που συνοδεύουν τη χρήση της, την τεχνολογία και το ρόλο της στην αχρήστευση του ανθρώπινου δυναμικού.

    Με το «θάνατο του Θεού» μετακινείται η αιτία και το κριτήριο της αυθεντικότητας και της αλήθειας των πραγμάτων στον άνθρωπο. Παρά την προσπάθειά του για χειραφέτηση ο σύγχρονος ευρωπαίος είναι γνήσιο τέκνο της παράδοσής του με κύρια χαρακτηριστικά το αλάθητο και τον ορθολογισμό. Ετσι καθίσταται φυσιολογική η αλλοίωση των κριτηρίων με την απολυτοποίηση- μεταφυσικοποίηση του υποκειμενικού λόγου και την υποταγή στη λογική του ωφέλιμου και συμφέροντος. Η εμπειρία έδειξε ότι το ωφέλιμο και το συμφέρον ήσαν πάντοτε με το μέρος των ολίγων αλλά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ισχυρών. Εδειξε επίσης την ευκολία με την οποία οι καλοί ή δήθεν καλοί σκοποί εξαγιάζουν ακόμη και τα πιο απάνθρωπα μέσα, ένα ακόμη χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού.

   Γίνεται έτσι ολοφάνερη η κρίση όλων των μεταχριστιανικών και ανθρωπιστικών αξιών, αφού κέντρο δεν είναι πια ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος που επιθυμεί να παίξει το ρόλο του θεού ως ρόλο λυτρωτή.
   Οι αξίες διακρίνονται και κινούνται στα πλαίσια μιάς άκρατης ενδοκοσμικότητας και ενός εκκοσμικευμένου ψευδοχριστιανισμού. Γιατί πώς είναι  δυνατόν στα πλαίσια του σύγχρονου πολιτισμού να γίνεται λόγος για την ανάγκη διευθέτισης των ανθρώπινων σχέσεων με το κριτήριο της αγάπης, όπως προτείνει ακόμη και η περίφημη Σχολή της Φρανκφούρτης στο πρόσωπο του M.Horkheimer, όταν το περιεχόμενο της αγάπης είναι απαρφανισμένο και αποξενωμένο από το χώρο που γεννήθηκε, δηλαδή τη ζωή του τριαδικού Θεού; Δείτε για παράδειγμα την εντυπωσιακή σύνδεση αγάπης και διαζυγίου, όπως την εμφανίζει ο σχολιαστής του J.A.T.Robinson H.Benckert: Το διαζύγιο είναι πράξη αγάπης, αρκεί να αποβαίνει προς το καλό των γονέων και των τέκνων.

   Πόσο αληθινή και αποτελεσματική μπορεί να είναι επίσης η ιδεολογία του αγαπισμού, το υποκατάστατο της αγάπης, όταν το μόνο που φροντίζει είναι να αναζητά καταστάσεις, στις οποίες θα μπορούσε να εκπληρωθεί καλύτερα η εντολή της αγάπης, ή κανόνες που θα αντιστοιχούσαν καλύτερα στην εντολή της αγάπης;
Το ίδιο προβληματικές είναι και οι έννοιες ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία κλπ., στο όνομα των οποίων διαπράττονται και στη συνέχεια εξαγιάζονται προμελετημένα και οργανωμένα εγκλήματα εναντίον ατόμων, κοινωνικών ομάδων, λαών και γενεών.
Πολύ σωστά παρατηρήθηκε ότι «εάν η θεολογία είναι όντως θεο-λογία, τότε είναι αύτη λόγος πρί του ζώντος και ουχί περί του νεκρού Θεού. Εάν δε αύτη είναι λόγος περί του νεκρού Θεού, δεν είναι θεολογία. Και πάλιν: τι σημαίνει «θάνατος του Θεού;» Εάν ο Θεός υπήρξε κάποτε, είναι δυνατόν να απέθανε τώρα, να μην υπάρχη πλέον; Εάν δε ουδέποτε υπήρξε, τι νόημα έχει να ομιλώμεν περί θανάτου του Θεού;»
Επομένως η αναζήτηση του θανάτου δεν επιτρέπεται να γίνεται στο χώρο του Θεού , αλλά στο χώρο του ανθρώπου. Καθώς σημειώνει ο G.Hasenhuttl το μόνο που πέθανε και έχει σχέση με το θεό είναι η εμπειρία μας, δηλαδή η δική μας εικόνα για το Θεό.



 Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πέθανε ο Θεός, αλλά μια ορισμένη μορφή της πίστης μας και βέβαια μια ορισμένη μορφή της χριστιανικής  πράξης μας, αφού αυτή κυρίως έγινε η αιτία για τον ευτελισμό της εννοίας και την απόρριψη του ρόλου του Θεού στον σύγχρονο πολιτισμό.
   Εδώ ακριβώς  έγκειται η ευθύνη των εκπροσώπων αλλά και των λοιπών ανθρώπων του Θεού, να «νεκραναστήσουν» και να επαναφέρουν στη ζωή και στον πολιτισμό ένα Θεό απαλλαγμένο από τις αμαρτίες του παρελθόντος, Θεό αληθινό, αξιόπιστο, έτοιμο να συμπορευθεί με τον άνθρωπο προς τα έσχατα της ιστορίας. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μας και η μοναδική προοπτική «νεκρανάστασης» και υπέρβασης της κρίσης όχι μόνο του ευρωπαϊκού αλλά και σύνολου του πανανθρώπινου πολιτισμού. Σημαντικός θα μπορούσε να θεωρηθεί στο σημείο αυτό ο ρόλος της ορθόδοξης θεολογίας που κρατά ζωντανό και αλώβητο το Θεό και τις ενέργειές του δια μέσου των αιώνων και έχει την ευκαιρία να υποδείξει καταπληκτικά δείγματα πολιτισμού και αληθινών ανθρώπινων σχέσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου