Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015















Πως μπορούμε ακόμη και σήμερα να πιστεύουμε;

(Του θεολόγου/εκπαιδευτικού Κων/νου Παπαγεωργίου )

    Στις δυτικές κοινωνίες καλλιεργείται πολύ η λογική. Όλα τα  προβλήματα της ζωής γίνεται προσπάθεια να λυθούν διά της λογικής. Οι δυτικοί άνθρωποι μοιάζουν παραμορφωμένοι , μοιάζουν να έχουν ένα τεράστιο κεφάλι και μια ελάχιστη καρδιά. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η υπερτροφία της λογικής στο λεγόμενο «Δυτικό Πολιτισμό» σχετίζεται και με την προσπάθεια ανάδειξης του ορθού λόγου σε ρυθμιστή της συμπεριφοράς, σε «ανθρωπολογική σταθερά».
  
   
   Διότι ο ορθός λόγος όντως κατέστη κριτήριο του Πραγματικού, σε αντικατάσταση του Μύθου ( δηλαδή του μη-ορθού λόγου ), έπειτα από διαδικασίες «διανοητικής έκρηξης» - επανάστασης εναντίον ορισμένης θέασης του κόσμου, βασισμένης σε θρησκευτικά κοσμο-είδωλα. Αυτά τα κοσμοείδωλα άρχισαν σταδιακά να καταρρέουν και τη θέση τους να παίρνουν νέα κοσμοείδωλα, κατασκευασμένα όχι πλέον από Μύθο αλλά από Λόγο.


    Πολλοί από τους Δυτικούς  δεν πιστεύουν σήμερα στο θεό. Δεν πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής. Παρά ταύτα όμως…. Πιστεύουν στην απιστία τους . Πιστεύουν στην ύλη.  Όμως θέματα όπως : υπάρχει ή όχι Θεός ; δεν μπορούν να απαντηθούν με επιστημονικά πειράματα και μετρήσεις. Δεν μπορούν να τύχουν μιάς απόδειξης με βάση τη λογική σκέψη. Ο Ορθός λόγος δεν μπορεί να απαντήσει ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Μπορεί μόνο να συνειδητοποιήσει την αδυναμία του.  Γι΄ αυτό και η υπόθεση της πίστης « περνάει »  σε άλλο επίπεδο προσέγγισης , « πιο υπαρξιακό » .

    Η ανθρώπινη κατάσταση στις « οριακές » της στιγμές  φέρει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το πρόβλημα της πίστης. Διότι αυτό το πρόβλημα δεν είναι καθόλου δευτερεύον. Απεναντίας , μπορεί να θεωρηθεί σύμφυτο με την ίδια τη ζωή.  Από την στάση που θα κρατήσει κανείς , από την ενεργοποίηση θα λέγαμε κάποιας ανώτερης λειτουργίας,   εξαρτάται η υπέρβαση των ηθικών διλημμάτων που τίθενται ενώπιον του. Ανακαλύπτει ο άνθρωπος δυνάμεις που τις έχει παραμελήσει, δυνάμεις που ακόμη δεν έχει γνωρίσει.

 
    Όταν βρεθεί αντιμέτωπος με τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, τότε φτάνει στα όρια του νου, αισθάνεται την ανεπάρκειά του, κατανοεί ότι αυτά τα ερωτήματα ξεπερνούν τη λογική και τη δύναμη της σκέψης του και τότε ψάχνει μέσα του να βρεί κάποια άλλη δύναμη, δύναμη της ψυχής, που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με τα μεγάλα ερωτήματα.


     Ομως ο «σύγχρονος άνθρωπος» δύσκολα μπορεί να παραδεχθεί λογικά ό,τι δεν επαληθεύεται λογικά, και ως εκ τούτου η αναφορά εις το «επέκεινα» δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη θεολογική σκέψη, όταν αυτή θέλει να είναι κριτική και ταυτόχρονα εποικοδομητική.

     Ο π. Δημήτριος Staniloae (βλ. έργο του "εκκλησία και θεολογία", έκδ.Τήνος, σελ.20)   διατυπώνει εν προκειμένω την εξής παρατήρηση : « αν μπορεί κανείς σήμερα να ακούει και να υπακούει ένα λόγο περί θεού, αυτό το κάνει διότι μέσα του ενυπάρχει δεδομένη μια έμφυτος ικανότητα γνώσεως, που ο ίδιος ο θεός έχει ενσπείρει, ώστε να μας συνδέει μαζί του ως Υπέρτατη Πραγματικότητα». Μπορούμε να δώσουμε κατά συνέπεια κατ΄αρχήν θετική  απάντηση στο ερώτημα εάν και ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί (έστω, έτσι όπως είναι διαμορφωμένος ) να ακούσει έναν λόγο περί Θεού  Αποκαλυπτόμενου και περί πίστεως σε Αυτόν, με δεδομένο τον εγκατεστημένο μέσα του «πυρήνα πίστης», ως δείκτη πορείας.

  Όσο και αν η Νεωτερικότητα ( ως κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον )  διαμορφώνει τον αν  θρώπινο ψυχισμό με γήινο προσανατολισμό, τούτο γίνεται μόνο σε ένα «επιφανειακό στρώμα» του είναι.  Στο βάθος όμως, στον πυρήνα, βρίσκεται  μια αντιστοιχία με τον Δημιουργό, που καθιστά τον καθένα μία οντότητα  προορισμένη για την αληθινή ζωή "εν κοινωνία", παρά τις ιστορικές του περιπέτειες. Ακόμα και όταν αναζητεί την «όντως ζωή» σε λάθος διαδρομές.

   Στη συνάφεια αυτή οφείλουμε να επισημάνουμε πως και η Νεωτερικότητα, ως τρόπος αναζήτησης της αλήθειας εντάσσεται σ΄αυτές τις διαδρομές, αφού το πρόγραμμά της δεν έχει ακόμη εξαντληθεί, κατά την εκτίμηση κορυφαίων στοχαστών της εποχής μας, οι οποίοι βλέπουν κριτικά το συνολικό «εγχείρημα» και προβαίνουν στην αποτίμησή του.

  
    Στην εποχή της λεγόμενης μετανεωτερικότητας , συνεπώς, έχει και  η θεολογία  καινούργια καθήκοντα : να δείξει την ανεπάρκεια του «ορθού λόγου», δια της ενθέου φιλοσοφίας της, στρεφόμενη στις βιβλικές και Πατερικές πηγές.  Ο ορθόδοξος Γάλλος συγγραφέας /Θεολόγος Olivier Clement σημειώνει από την πλευρά του,  πως η  εκκοσμίκευση, βασική όψη και αυτή της Νεωτερικότητας  ( ως ανάληψη ευθύνης ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ, εκ μέρους του ωρίμου πλέον ανθρώπου )  προήλθε οπό την μήτρα του χριστιανικού ευαγγελίου, το οποίο διαμηνύοντας την αποϊεροποίηση του  κόσμου ( « ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον» ) ανοίγει το δρόμο   στην υπεύθυνη διαχείρισή του, μέσω της Επιστήμης και της Τεχνικής.

 
    Υπάρχει κάτι συνεπώς μέσα στην εκκοσμίκευση, πού είναι εγγενές με την χριστιανική Πίστη, έστω και αν της εναντιώνεται, ενίοτε με ιδιαίτερη σφοδρότητα.

    Την εμπιστοσύνη στην Αποκάλυψη δυσκολεύει αρκετά συχνά η σύγχρονη διανόηση που είναι απορριπτική απέναντι στους ανθρωπομορφισμούς ή κοινωνιομορφισμούς  της βιβλικής γλώσσας, την οποία εκλαμβάνει ως «μυθολογική έκφραση» του ανθρώπινου πνεύματος και μόνο! (φαινόμενο κοινό σε όλες τις θρησκείες). Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η αποφασιστική στροφή της εμπιστοσύνης μας στη δράση του Αγίου Πνεύματος, υπό την έμπνευση του οποίου ελάλησαν οι άνθρωποι του θεού (όπως δέχεται η ορθόδοξος Διδασκαλία).

    Ο Προτεσταντισμός, ως πνευματική επανάσταση απέρριψε την παράδοση, σε μία γιγαντιαία απόπειρα να «αποφλοιώσει» διαδοχικά στρώματα «επιχώσεων» ( Ρωμαϊκού – Δικανικού πνεύματος ) με την προοπτική να επιστρέψει στην πρωταρχική κοιτίδα της πίστης – στην Αρχέγονη Εκκλησιαστική Κοινότητα.

   Ωστόσο παρακάμπτοντας 16 αιώνες Χριστιανοσύνης ήταν ανέφικτο να έχει συνέχεια και συνέπεια στις επιδιώξεις του, εξ ου και η κατάτμησή του σε αναρίθμητες σέκτες. Διότι τώρα ο καθένας θα μπορούσε να ερμηνεύει τη Βίβλο «απ΄ευθείας», χωρίς τη μεσολάβηση της αυθεντίας της εκκλησίας που κατά τους Μεταρρυθμιστές ήταν υπεύθυνη για την αλλοίωση του αυθεντικού Χριστιανισμού.



     Και είναι ακριβώς στο σημείο αυτό που χρειάζεται να υπομνησθεί η σημασία της Παραδόσεως, την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί ως «εγγύηση» αληθείας και ως κανονιστικό της πρότυπο, όταν ευαγγελίζεται Χριστό – σωτηρία σε κάθε εποχή.

    Η Ορθοδοξία ανόθευτη από σχολαστικισμούς και επιμειξίες με εποχιακές ιδεολογίες είναι κατά τούτο πολύτιμη στο σύγχρονο άνθρωπο αφού τον καλεί να συνδεθεί  με τη θεία πραγματικότητα, μακριά από τα «επιχειρήματα»  της Σχολαστικής Θεολογίας (των εννοιών και των αποδείξεων) που μετέτρεψαν την περιπέτεια της ελευθερίας σε «λογική αναγκαιότητα».  Άλλωστε τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, διότι η θεολογία είναι αναγκασμένη από την δύναμη της επανάστασης στην ανθρώπινη διάνοια να εγκαταλείψει τις σχολαστικές μεθόδους (π. Δημ. Staniloae , EKKΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, εκλ.ΤΗΝΟΣ, σελ.206). 

   
    Όπως εξηγεί  σχετικά με το θέμα ο π.Γεώργιος Florofsky (ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ εκδ.ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 30 εξ.) «η Αποκάλυψη κατανοείται με την πίστη και η πίστη είναι θέα και διάκριση. Ο Θεός παρουσιάζεται στον άνθρωπο και ο άνθρωπος βλέπει το θεό. Οι αλήθειες της πίστεως είναι αλήθειες εμπειρίας, αλήθειες ενός γεγονότος. Η πίστη είναι  μια περιγραφική επιβεβαίωση γεγονότων «έτσι είναι» , «έτσι ήταν» και «έτσι θα είναι».  Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η πίστη είναι αναπόδεικτη. Η πίστη είναι μαρτυρία της εμπειρίας».


    Και πράγματι η πίστη χρειάζεται μια πράξη θέλησης – κίνησης  αυτοπαράδοσης στην θεϊκή πρωτοβουλία που μας τοποθετεί σε ένα άλλο επίπεδο ζωής. Η πίστη (θα υπογραμμίσει με έμφαση ο Paul Evdokimov: "η πάλη με τον θεό", εκδ.ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 56) φέρει μέσα της ένα εμπόδιο συμφυές με την πολύ αινιγματική φύση της, που είναι ακριβώς στα μέτρα του μεγαλείου της: Ο Θεός εν τω ουρανώ άνω και συ επί της γης» (εκκλ.5,1).  Ο Απ. Πέτρος (συνεχίζει ο  Paul Evdokimov) εγνώριζε το σκεπτικιστικό  και ειρωνικό πνεύμα που ερωτά: « που έστιν η επαγγελία της παρουσίας αυτού ;  αφ ης γαρ οι πατέρες εκοιμήθησαν πάντα ούτως διαμένει απ’ αρχής κτίσεως». (Β Πετρ. 3,4 ). 


    Παρόμοια οι Ιουδαίοι  θέλουν να αποσπάσουν μια σαφή απάντηση χωρίς διφορούμενα «εξορκίζω σε ...ίνα ημίν είπης, ει συ ει ο Χριστός» (Ματθ. 26,63). Ζητούν μάλιστα μια εγγύηση ασφαλέστερη: « δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν» (Ιωα. 14,8).

 Βεβαίως μια παρόμοια απόδειξη σχολιάζει ο Paul Evdokimov  «Θα ήταν κάτι περισσότερο από αρκετή, αλλά οι αποδείξεις τραυματίζουν την αλήθεια και η άρνηση του Κυρίου είναι άμεση και κατηγορηματική: « τι η γενεά αύτη ζητεί σημείον· αμήν λέγω υμίν ει δοθήσεται τη γενεά ταύτη σημείον» (Μαρκ 8,12).  

   Η επιστήμη επιβάλλει τη θεώρησή της για τα ορατά πράγματα, τα επαληθεύσιμα και με υποχρεώνει  να την δεχθώ. Δεν μπορώ να αρνηθώ την ύπαρξη ενός σκουληκιού της γης η ενός μικροβίου, όμως μπορώ  να αρνηθώ την ύπαρξη του Θεού ( Paul Evdokimov  Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ).

  Γιατί, η πίστη κατά τον Απ. Παύλο  «εστίν  ελπιζομένων υπόστασις πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων»  (Εβρ. 11,1). Υπερβαίνει την τάξη των αναγκαιοτήτων. «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», χωρίς να υποχρεωθούν, να βιασθούν, να εξαναγκασθούν. «Έτσι η πίστη» (συμπεραίνει ο   Paul Evdokimov) παρουσιάζεται σαν μια υπέρβαση της λογικής, που επιβάλλεται από τη ίδια τη λογική, μόλις φθάνει στα όρια της.   

     Η πίστη λέει: Δώσε τη μικρή σου λογική και δέξου το Λόγο. Είναι μια υπέρβαση προς την κρυμμένη πραγματικότητα, η οποία αποκαλύπτεται. Η βίωσή της αποτελεί δια μιας και την αποκάλυψή της. Αφαιρεί κάθε απόδειξη, κάθε ενδιάμεσο, κάθε αφηρημένη έννοια για το θεό και καθιστά άμεσα παρόντα αυτόν τον Κάποιον, ο οποίος είναι ο πιο βαθειά Γνωστός».  (Paul Evdokimov, "Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ", σελ.57).



   Και συνεχίζει ο π. Γεώργιος Florofsky : «Οι αμετάβλητες αλήθειες της εμπειρίας  μπορούν να εκφρασθούν με διαφορετικούς τρόπους «Υπάρχει βέβαια η γλώσσα των παραβολών και των εικόνων, η γλώσσα της θρησκευτικής ποιήσεως  ή η γλώσσα της θρησκευτικής τέχνης. Υπάρχει όμως  και «μια άλλη γλώσσα, η γλώσσα της "κατανοούσης" σκέψεως, η γλώσσα  του Δόγματος. 
 
    Ολόκληρο το πάθος του Δόγματος  βρίσκεται στο γεγονός, ότι αυτό δείχνει την πραγματικότητα του Θεού. Και κατά τούτο η μαρτυρία του Δόγματος είναι συμβολική : είναι η μαρτυρία της σκέψεως, μια «διανοητική όραση» της θείας πραγματικότητας «(π. Γεώργιος Florofsky, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ, σελ.33).

 Μπορούμε έτσι να βεβαιώσουμε την προσφορά των Αγίων Πατέρων στη θεμελίωση του Δόγματος ως δημιουργίας μιας άλλης γλώσσας, που ερμηνεύει τη Γραφή και τη μαρτυρία της για το θεό. Στα κείμενα των Πατέρων είναι ευδιάκριτη η δημιουργική τους σκέψη που καθιερώνει νέα ορολογία ( το «άγραφον», όπως τους καταλόγιζαν οι αιρετικοί), για να εκφράσει το περιεχόμενο της πίστεως, το οποίο ήδη έχει εκτεθεί στη Γραφή με σύμβολα και εικόνες.

   Με τη χρήση των φιλοσοφικών όρων «εκχριστιανίζουν» τον ελληνισμό και μεταγράφουν την μαρτυρία της Αποκάλυψης σε λέξεις / έννοιες προσιτές στο πολιτιστικό τους περιβάλλον , χωρίς να προδίδουν την ουσία του προφητικού και αποστολικού κηρύγματος.

  Η πατερική θεολογία επιτελεί κατά ταύτα μια ερμηνευτική και διαμεσολαβητική λειτουργία, κατά το παράδειγμα του Απ.Παύλου ο οποίος ομιλώντας προς τους Αθηναίους ερμηνεύει τη δική τους σοφία οδηγώντας την στην τελική της απόληξη.   Μπροστά στο βωμό του Άγνωστου Θεού ο Απ. Παυλος αποκρυπτογραφεί αυτόν τον Άγνωστο, δίνοντάς του το όνομα του Χριστού. «Ο λόγος δεν έχει πια ανάγκη (θα πει ο Paul Evdokimov) ούτε να ανακαλύπτει τον εαυτό του, ούτε να επινοεί , ούτε ακόμα λιγότερο να κατασκευάζει».  Αυτό μας προειδοποιεί για την αμείωτη αξία των  παραδεδομένων λόγων διότι ακόμα και ο Ιησούς δεν λέγει τίποτα «εξ εαυτού» αλλά ερμηνεύει  τον Πατέρα.
   
   Μια απόπειρα σύγχρονης ερμηνείας της πίστεως οφείλει να αναγνωρίζει πως : « τα Δόγματα αποτελούν ένα Ζωντανό Υπόμνημα, όπου  ο ίδιος ο Λόγος έρχεται αδιάκοπα μέσα από τις πολλαπλές μορφές για να ερμηνεύει τα ίδια του τα λόγια». Διαφορετικά  είναι δυνατόν να επαναλάβει κανείς  τη θεωρητική σκέψη των μεγάλων αιρετικών η οποία «νεκρώνεται τελματωμένη μέσα στη μάταιη στειρότητα του λόγου, που εργάζεται με μόνη την λογική » (P. Evdokimov, Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ).


 Δεν πρέπει εδώ να ξεχνάμε πως η θεολογία ως δημιουργία- προέκταση της "καινής κτίσεως" φέρει τον διφυή θεάνθρώπινο χαρακτήρα της εκκλησίας :  «βγαίνει από την κολυμβήθρα από όπου αναδυόμαστε αναγεννημένοι ψυχή τε και σώματι  και ντυμένοι το Χριστό».

    Είναι συνεπώς έκφραση της εμπειρίας του βαπτίσματός  μας στη ζωή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. (Ιερ.Βλάχου - Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, σελ.38). Οι Άγιοι Πατέρες ερμηνεύοντας την πίστη, δογμάτισαν θεοπνεύστως και απλανώς και εδώ βρίσκεται η σημασία τους στην  « αύξηση της παραδόσεως», αφού κινούνται από το Άγιο Πνεύμα το οδηγούν «εις πάσαν την Αλήθειαν» και εν τω οποίω «πάντα τα πατρώα Δόγματα ο Λόγος εκκαλύπτει « ( γ' αντίφωνο αναβαθμών, Δ' ήχου).



   Ο σύγχρονος άνθρωπος ανερμάτιστος (ως επί το πλείστον ) πνευματικά και υποκείμενος σε ποικίλες μορφές πλάνης (σαν νέο-γνωστικός που είναι, με πίστη στα υπερήφανα διανοήματά του, τα οποία ενισχύει και η «έκρηξη της γνώσης») έχει πολλά να ωφεληθεί από τον λόγο των πατέρων.

    Πρώτιστα όμως θα εννοήσει τη μέθοδο της θεολογίας τους και το ταπεινό τους φρόνημα, τα οποία τους έκαναν πρωταγωνιστές στη νίκη της ορθοδοξίας κατά της πλάνης.  Αυτή η νίκη δεν επετεύχθη απλώς στο επίπεδο ενός «λόγου που αντιμάχεται έναν άλλον λόγο » αλλά στο επίπεδο της μαρτυρίας Ζωής. Διότι: «ου δεινόν ηττηθήναι λόγω, ου γαρ πάντων ο λόγος. Δεινόν δε ζημιωθήναι θεότητα, πάντων γαρ η ελπίς » ( αγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ).





   “Η ζωή τού ανθρώπου έλκει την καταγωγή της από το θεό. Τα ακρορρίζια της ζωής κάθε ανθρώπινου όντος και όλων των ανθρώπων μαζί είναι βυθισμένα στα άπειρα βάθη του ουρανού και στα πανάγια βάθη της τρισηλίου Θεότητας. Το μυστήριο της ζωής, και του πιό μικρού και του πιό μεγάλου και του πιό απλού και του πιό σύνθετου όντος πάνω στη γη , στην ουσία του είναι άγιο, ουράνιο , έλλογο ( Χριστοκεντρικό ), τριαδικό. Ζώντας κάθε ζωντανό όν, είναι συνεχώς σε σύνδεσμο με την πηγή της ζωής , κάθε ζωής - το Θεό-Λόγο. Αλλά σε κάθε όν , ανάλογα με τα μέτρα του , έχει δοθεί από το Θεό το μέτρο της ζωής.
Κάθε όν με το δικό του τρόπο βιώνει και αναπτύσσει τη λογικότητά του μαζί με την ύπαρξή του. Τα πιό σύνθετα όντα βιώνουν τη λογικότητά τους συνθετότερα και δραματικότερα, και τα συνθετότατα με τρόπο συνθετότατο. Αναμφίβολα το πιό σύνθετο όν πάνω στη γη είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτό βιώνει τη ζωή του πιό δραματικά. Και εάν με συνέπεια ο άνθρωπος παρακολουθήσει τα αχνάρια του μυστηρίου της ζωής του, αυτή αναπόφευκτα τον έλκει στους υψηλότερους και επουράνιους κόσμους , στο Θεό και στα του Θεού. Γι’ αυτό με κανένα τρόπο δεν είναι σε θέση ο άνθρωπος να ερμηνεύσει τη ζωή του και τη ζωή γενικά πάνω στη γή χωρίς το Θεό και το Χριστό. “


   (Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας, κεφάλαια ασκητικο-γνωσιολογικά, σελ..311)




Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΩΣ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ











Αθανάσιος Γιέφτιτς, Η αγάπη ως θεμέλιο της γνώσης ( από το βιβλίο «Χριστός , η χώρα των ζώντων» Ινδικτος , Αθήναι, 2007



    Φθάνουμε, λοιπόν, στὴν ἀγάπη ὡς θεμελιώδη γνωσιολογικὴ κατηγορία τοῦ ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, φυσικὸ τέκνο τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ ἡσυχαστικὸ κίνημα κατὰ τὸν Μεσαίωνα. Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ δύο καινοδιαθηκικὲς «ἐντολὲς τῆς ἀγάπης» δὲν βιώνονται στὸν ἡσυχασμὸ ὡς ἠθικὲς κατηγορίες, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἀφοροῦν ἁπλῶς κάποιο «ἠθικὸ τμῆμα» τοῦ εἶναι καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καλύπτουν πλήρως τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τόσο στὴν προσωπικὴ ὅσο καὶ στὴν ἀτομική της πραγματικότητα.

   Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία, ἂς ὑπογραμμίσουμε ὅτι «ἡ πρώτη ἐντολὴ» τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης ἀναδεικνύει μὲ ἔμφαση ὅλα τὰ κύρια σημεῖα καὶ ὅλες τὶς πνευματικὲς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου». Ἡ «δεύτερη ἐντολή» τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, ἡ ὁποία εἶναι ἀπολύτως ἰσάξια μὲ τὴν πρώτη, ἐκφράζει τὸ ἴδιο περιεχόμενο μὲ ἄλλα λόγια: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»(1).

   Ἐν ὀλίγοις, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μετέχει στὴν πράξη καὶ στὸ γεγονὸς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα μοναδικὴ καὶ ἀδιαίρετη. Γι' αὐτόν, ἀκριβῶς, τὸ λόγο ἡ πρώτη ἐντολὴ δὲν ὑφίσταται χωρὶς τὴν ἑπόμενη, οὔτε ἡ δεύτερη χωρὶς τὴν πρώτη(2). Ὁ ἄνθρωπος μετέχει στὴν ἀγάπη μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ τὶς δυνατότητες, μὲ τὴν καρδιά, τὴν ψυχὴ καὶ μὲ τὸ νοῦ, δηλαδὴ μὲ ὁλόκληρη τὴν ψυχο-φυσική του προσωπικότητα ὅπως καὶ μὲ τὶς ἔλλογες δυνατότητές του.


   Ἐνδεχομένως, μπορεῖ νὰ φαίνεται παράδοξο ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ ἕνα δεδομένο τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας καὶ συγκεκριμένα τῆς ἡσυχαστικῆς ἐμπειρίας. Τὸ γεγονός, δηλαδή, ὅτι οἱ δύο «ἐντολὲς της ἀγάπης» τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, συνοψίζονται τελικὰ σὲ μία καὶ μοναδικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως ἤδη ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παύλος(3) καὶ στὴ συνέχεια ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ πατερικὴ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς ἕως τὶς μέρες μας(4).

    Ἂς ἐπιστρέψουμε ξανὰ πρὸς αὐτὴν ἐπιμένοντας γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ στὴ χριστοκεντρικὴ ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία, ἡ ὁποία εἶναι —τώρα λοιπὸν μποροῦμε ξεκάθαρα νὰ τὸ δηλώσουμε— μιὰ «ἀγαπητικὴ γνωσιολογία», δηλαδὴ μία γνωσιολογία της ἀγάπης μεταξὺ ἐκείνου ποὺ γνωρίζει καὶ ἐκείνου ποὺ γνωρίζεται.



   Πρίν, ὅμως, ἐπεκταθοῦμε περισσότερο στὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία, ἂς ὑπογραμμίσουμε ἀκόμη μιὰ φορὰ ὅτι, παρόλα αὐτά, τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῆς ἑβραϊκῆς καὶ τῆς ἑλληνικῆς γνωσιολογίας δὲν χάνονται. Ἀντιθέτως, εἶναι πάντοτε παρόντα στὴ γνωσιολογία τῆς ἀγάπης, μὲ τέτοιο τρόπο μάλιστα, ὥστε μόνο μὲ τὴ γνώση διὰ τῆς ἀγάπης ἀποκτοῦν πραγματικὰ τὸ πλῆρες νόημα καὶ τὴν τελειότητά τους, διότι μόνο μέσα στὴν ἀγάπη καὶ διὰ της ἀγάπης μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀνακαλύψει τὴν «ὁδὸ τῆς Ἀληθείας» καὶ τῆς ἀληθινῆς γνώσης. Σ' αὐτὴ τὴ γνωσιολογία ἡ ἀγάπη παρουσιάζεται πραγματικὰ ὡς ὁ σύνδεσμος τῆς τελειότητος(5).

   Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς τῆς ἀγάπης ὡς «συνδέσμου τῆς τελειότητος» ἀναφέρεται ἐπίσης ὁπωσδήποτε καὶ στὴ γνωσιολογικὴ τελειότητα, στὴν τελειότητα τῆς γνώσης ἀπὸ καὶ διὰ τῆς ἀγάπης. Πρέπει ἐπίσης νὰ τονίσουμε ὅτι στὴν ἡσυχαστικὴ αὐτὴ γνωσιολογία τῆς ἀγάπης ἡ γνώση μεταβάλλεται σὲ ἀνοικτὸ γεγονὸς καὶ βίωμα. Συνεπῶς καὶ ἡ γνωσιολογία ἀποβαίνει μιὰ ἀνοικτὴ καὶ σχεσιακὴ γνωσιολογία, ὅπου ἀκόμη ἡ γνώση δὲν εἶναι οὔτε κλειστὴ οὔτε κοσμοκεντρικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι βέβαια οὔτε ἀνθρωποκεντρικὴ οὔτε ἀποκλειστικὰ θεοκεντρικὴ ἀλλὰ θεανθρωποκεντρική. Γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία, κατὰ τὴ διαδικασία τῆς γνώσης ὁ ἄνθρωπος δὲν κλείνεται οὔτε ἀποκλειστικὰ στὸν ἑαυτὸ του οὔτε ἀποκλειστικὰ στὸν κόσμο οὔτε ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό. Ἀντίθετα, διὰ τῆς ἀγάπης ἀνοίγεται σὲ κοινωνία καὶ σὲ προσωπικὴ ἕνωση, σὲ ἕνα εἶδος κοινωνίας καὶ σχέσης τῆς ζωῆς μὲ τὴν Ἀλήθεια ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐν Χριστῷ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἀγάπης, τῆς Αλήθειας και της θεανθρώπινης Ζωής.


   Τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀφετηρίας τῆς ἡσυχαστικῆς γνωσιολογίας διαφαίνεται ἤδη στὴν ἴδια τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἰδιαίτερα δὲ στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, δηλαδὴ στὸν Ἀπόστολο ποὺ ὑπογράμμισε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ζωή, ἡ Ἀγάπη, ὁ Λόγος καὶ ὄντας ὅλα ἐτοῦτα εἶναι ἡ πηγὴ τῆς γνώσης.

   Μεταφέροντας τὴν τελευταία ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἀποστόλους του(7), ὅπου βρίσκονται οἱ γνωστοὶ λόγοι τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή», ὁ Ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐκφράζει ἐπίσης τὴν ἀκόλουθη θέση τῆς χριστιανικῆς γνωσιολογίας: «αὐτὴ δὲ ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γιγνώσκωσίν σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»(8). Μὲ αὐτὴ τὴν τόσο χαρακτηριστικὴ φράση ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς ἡσυχαστικῆς γνωσιολογίας βρισκόμαστε μὲ βεβαιότητα μπροστὰ σὲ μιὰ πνευματικὴ καὶ διανοητικὴ ἐμπειρία. Ἡ γνώση ταυτίζεται μὲ τὴ ζωή, προκειμένου νὰ ἀφομοιωθοῦν καὶ οἱ δύο στὴν ἐν Χριστῷ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ σὲ ἐκείνη τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τοῦ ἔργου αὐτοῦ του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή.


    Μποροῦμε φυσικὰ νὰ βροῦμε τὴν ἴδια αὐτὴν ἰδέα καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους πλὴν τοῦ Ἰωάννη τοῦ Εὐαγγελιστῆ καθὼς καὶ σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς ἡσυχαστὲς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα ποὺ ἀναδεικνύουν τὸν σχεσιακὸ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς γνωσιολογίας, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοὺς διαδόχους τους Σέρβους ησυχαστές.


   Ἐκεῖνο ποὺ χαρακτηρίζει θεμελιωδῶς τὴ χριστιανικὴ καὶ καινοδιαθηκικὴ ἀντίληψη τῆς γνώσης, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται στὸ κείμενο του Ἁγίου Ἰωάννη ποὺ ἀναφέραμε, εἶναι ὅτι ἡ γνώση συμπίπτει μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ γνώση ὡς ἐπίγνωση ἐκφράζει πρωτίστως τὴν ἕνωση ἐκείνου ποὺ γνωρίζει μὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος γνωρίζεται. «Ἡ γνῶσις ἑνωτικὴ τῶν ἐγνωκότων καὶ ἐγνωσμένων», θὰ πεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης(9), καὶ θὰ ἐπαναλάβει σχεδὸν αὐτολεξεὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής(10).

   Πρὶν ἀπὸ αὐτούς, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε ἤδη ἀναφερθεῖ στὸ ἴδιο θέμα μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Τὸ γὰρ ἰδεῖν ταὐτὸν σημαίνει τῷ σχεῖν ἐν τῇ τῆς Γραφῆς συνήθεια... Ἐπειδὴ τοίνυν ζωὴν μὲν ψυχῆς τὴν τοῦ Θεοῦ μετουσίαν ὁ λόγος εἴναί φησι, γνῶσις δὲ κατὰ τὸ ἐγχωροῦν ἐστιν ἡ μετουσία»(11). Τὴν ἴδια θέση ἐξέφρασαν καὶ ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς, ἰδιαίτερα ὁρισμένοι ἡσυχαστὲς συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τέλος, παραθέτουμε καὶ τὸν περίφημο λόγο τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Σερβίας, ὁ ὁποῖος ἐμμένει ἐπίσης σ' αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τελειότερη μέθοδος καὶ ἡ τελειότερη ὁδὸς πρὸς τὴν γνώση: «Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ σπουδαῖο ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Εἶναι ἡ κορωνίδα καὶ ἡ τελειότητα ὅλων τῶν ἀρετῶν [μεταξὺ τῶν ὁποίων βρίσκεται καὶ ἡ ἀληθινὴ γνώση(12)]. Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἀρετὲς εἶναι σὰν τὰ μέλη τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ ὁ σύνδεσμος ὅλου τοῦ σώματος (δηλαδὴ τοῦ ζωντανοῦ ὄντος).

   Ἡ ἀγάπη ταυτίζεται μὲ τὴ συμφιλίωση, τὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία, ποὺ εἶναι ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος»(13). Τὰ τελευταῖα λόγια τῆς παραπομπῆς αὐτῆς ἀναφέρονται στὸν ἐνσαρκωμένο Χριστό, δηλαδὴ στὴν ἐν Χριστῷ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, διὰ τῆς ἀγάπης καὶ λόγῳ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἄνθρωπο, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ, ὅπως θὰ δοῦμε, τὸ θεμέλιο τῆς ἡσυχαστικῆς γνωσιολογίας.

  Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ ποὺ προέρχονται ἄμεσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Ἰωάννη, μᾶς δείχνουν σὲ πιὸ βαθμὸ οἱ θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι ἡσυχαστές τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς ταυτίζουν τὴν ἀγάπη μὲ τὴ γνώση. Στὸ ἔργο του Κεφάλαια διάφορα, θεολογικά τε καὶ οἰκονομικά, στὸ ὁποῖο ἤδη ἀναφερθήκαμε, ὁ μεγάλος αὐτὸς Βυζαντινὸς ἡσυχαστὴς στοχαστὴς σημειώνει:

   Ἀλλήλων εἶναί φασι [οἱ θεολόγοι, δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι πατέρες] παραδείγματα, τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ τοσοῦτον τῷ ἀνθρώπῳ τὸν Θεὸν διὰ φιλανθρωπίαν ἀνθρωπίζεσθαι, ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἑαυτὸν τῷ Θεῷ δι' ἀγάπης δυνηθεὶς ἀπεθέωσε. καὶ τοσοῦτον ὑπὸ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπον κατὰ νοῦν ἁρπάζεσθαι πρὸς τὸ γνωστόν, ὅσον ὁ ἄνθρωπος τὸν ἀόρατον φύσει Θεὸν διὰ τῶν αρετών εφανέρωσε»


   Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ, ἡ ἡσυχαστικὴ μέθοδος καὶ τὸ γνωσιολογικὸ κριτήριο τῆς ἀμοιβαίας γνώσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου προσφέρονται μέσῳ τοῦ γεγονότος τῆς ἀγάπης. Τὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὀνομάζει «φιλανθρωπία» τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ «ἀγάπη» τὴ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦτο δὲν ἀλλοιώνει οὐσιαστικὰ τὰ πράγματα, ὅσον ἀφορᾶ τὴ γνωσιολογία.

   Συχνὰ συναντᾶμε τέτοιου εἴδους ἀποσπάσματα στὸ ἔργο του Ἁγίου Μαξίμου καὶ ἄλλων ἡσυχαστῶν: παρουσιάζουν τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογικὴ θέση καὶ τὰ συναντοῦμε ἤδη ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ, στὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὅπως καὶ σὲ ἄλλα καινοδιαθηκικὰ κείμενα. Ἔτσι λοιπὸν μποροῦμε νὰ συναντήσουμε τὴ γνωστὴ καὶ λίγο παράδοξη φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν ἐπιστολὴ Πρὸς Γαλάτας 4, 9: «νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ». Τὸ παράδοξο αὐτῆς τῆς θέσης ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο, ἡ ἀνθρώπινη γνώση τοῦ Θεοῦ καθορίζεται ἀπὸ τὴν προγενέστερη γνώση τοῦ ἀνθρώπου τὴν ὁποία ἔχει ὁ Θεός! Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ὑπογραμμίσει ἕνα πολὺ γνωστὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ ἐμπειρία γεγονός, τὴ ζωντανὴ καὶ προσωπικὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ καὶ τὴ ζωντανὴ κοινωνία μαζί του.

   Σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κάποιο εἶδος «ἀντικειμένου», ἀκόμη καὶ «ἀντικείμενο γνώσης», διότι ὁ Θεὸς εἶναι «τὸ κατ' ἐξοχὴν ὑποκείμενο», εἶναι πάντοτε καὶ παντοῦ τὸ ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Πρόσωπο. Γι’αὐτὸ καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει γνώση τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ χωρὶς τὴν ἐλεύθερη κοινωνία μαζὶ Του, χωρὶς ἀγαπητικὴ καὶ προσωπικὴ ἕνωση, ἐφόσον ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει δὲν διαχωρίζει τὴ γνώση ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζεται.

     Γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογικὴ ἐμπειρία εἶναι εὔκολα κατανοητὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σχέση οὔτε καὶ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἐκτὸς ἐλευθερίας, πέρα ἀπὸ κάθε φυσική, ἠθική, διανοητική, λογικὴ ἢ ἄλλη ἀναγκαιότητα. Μιὰ τέτοια σχέση ἐλευθερίας ἐκφράζει μιὰν ἑκούσια σχέση, δηλαδὴ μιὰ σχέση ποὺ καθίσταται δυνατὴ μόνο μέσῳ τῆς ἀγάπης. Καί, σύμφωνα μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ φανέρωση καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ στοὺς ἀνθρώπους πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν πρωτοβουλία τῆς θεϊκῆς πλευρᾶς, χάρις στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, «ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς»(15), ὅπως ἔλεγε καὶ πιὸ πάνω ὁ Ἀπόστολος Παῦλος(16), ὅταν ἐπεσήμανε ὅτι πάντα ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πρωτοβουλία ἀκόμη καὶ στὸ γεγονὸς τῆς θεανθρώπινης χριστιανικῆς γνώσης.

   Ἡ γνώση δὲν ἐπέρχεται καὶ δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴν προσεγγίσει παρὰ μόνο στὴν ἀγαπητικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἐκδηλώνεται πάντοτε ὡς μιὰ ἀμοιβαία καὶ ὄχι μονόπλευρη ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη δημιουργεῖ ἀμοιβαία κοινωνία καὶ ἕνωση, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν θὰ ἐπρόκειτο παρὰ γιὰ μονόπλευρο ἐξαναγκασμὸ ἢ γιὰ τυραννικὴ κατοχή.

   Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δείχνει ξεκάθαρα σὲ ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ κατανοεῖ κανεὶς τὸ κείμενο αὐτὸ της ἐπιστολῆς Πρὸς Γαλάτας 4, 9, ὅταν γράφει στὴν πρώτη ἐπιστολὴ Πρὸς Κορινθίους 8, 2-3: «εἴ τις δοκεῖ ἐγνωκέναι τι, οὔπω ἔγνω καθὼς δεῖ γνῶναι. εἰ δέ τις ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, οὗτος ἔγνωσται ὑπ' αὐτοῦ». Στόχος του Ἀποστόλου Παύλου γράφοντας αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἦταν βέβαια ἡ ὑποβάθμιση ἢ ἡ ἐξ ὁλοκλήρου ἄρνηση τῆς γνώσης καθ' ἑαυτῆς. Ἤθελε, ἁπλῶς, νὰ ἐκφράσει τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ γνώση ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Στόχος του ἦταν ἡ ἔκφραση τοῦ ἀγαπητικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς γνωσιολογίας.

   Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μπορεῖ ἔτσι νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἡσυχαστές. Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς (5ος αἰῶνας) γράφει στὸ ἔργο του Γνωστικὰ Κεφάλαια(17): «Ὁ ἐν αἰσθήσει καρδίας ἀγαπῶν τὸν Θεόν, ἐκεῖνος ἔγνωσται ὑπ' αὐτοῦ. Ὅσον γάρ τις ἐν αἰσθήσει ψυχῆς παραδέχεται τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, τοσοῦτον γίνεται ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ»(18). Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς συνδέει, λοιπόν, ἄμεσα τὴ γνώση μὲ τὴν ἀγάπη. Φυσικά, ἡ σύνδεση αὐτὴ ἀφορᾶ πρωτίστως τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἐν ἀγάπῃ καί, πέραν ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ αὐτὴ σχέση, σχετίζεται μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεται ὄχι μόνο τὸ θεμέλιο ἢ ἡ ἀφετηρία ἀλλὰ καὶ τὸ πέρας κάθε ἄλλης γνώσης. Καὶ τοῦτο συμβαίνει γιατί ἡ γνώση τῆς Ἀλήθειας προσφέρεται μαζὶ μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ γνώση τῆς Ἀλήθειας παρέχει τὴν αἰώνια καὶ ἀληθινὴ ζωή.

   Στὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία ἀναγνωρίζουμε ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν διαθέτει οὔτε τὶς ἀπαραίτητες ἱκανότητες οὔτε τὴ γνωστική, φυσικὴ ἢ μεταφυσικὴ δυνατότητα, διαμέσου τῶν ὁποίων θὰ μποροῦσε νὰ γνωρίσει ὑποχρεωτικὰ ἢ καταναγκαστικὰ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ φθάσει στὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει γνώση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο ἐὰν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ.

    Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἀπέδειξε μὲ τὴν Ἀποκάλυψή του ὅτι φανερώνεται στὸν ἄνθρωπο μόνο ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐλευθερίᾳ. Ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε τὴν ἐλεύθερη καὶ δίχως ὅρους ἀγάπη του φανερούμενος στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν κόσμο. ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς περιμένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει, τὴν ἴδια ἀπεριόριστη καὶ δίχως ὅρους ἐλεύθερη ἀγάπη. Τὴν ἀμοιβαία αὐτὴ «ἄνευ ὅρων ἐξάρτηση» τῆς ἀγάπης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου προϋπέθεταν καὶ οἱ προηγούμενοι λόγοι του Ἀποστόλου Παύλου(19).



   Ὁ γνωσιολογικὸς χαρακτήρας τῶν λόγων τοῦ Παύλου: «νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ», καὶ «εἰ δέ τις ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, οὗτος ἔγνωσται ὑπ' αὐτοῦ» εἶναι ξεκάθαρος. Τὰ λόγια, ὅμως, αὐτὰ ἐκφράζουν, κυρίως, τὸ νέο βιβλικὸ καὶ χριστιανικὸ περιεχόμενο τῆς ἔννοιας τῆς γνώσης ὡς ἐμπειρίας, δηλαδὴ πρωτίστως τὸν σχεσιακὸ καὶ ἀναφορικὸ χαρακτήρα τῆς γνώσης. Ὁ σχεσιακὸς χαρακτήρας τῆς γνώσης ἐκφράζει πρωτίστως τὴν πραγματικότητα τῆς ἑνωτικῆς πράξεως ποὺ συνδέει ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζεται μὲ ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει, καθὼς ὑπογράμμιζε ἐπίσης ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στὸ ἀπόσπασμα ποὺ προαναφέραμε. Πρὶν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν Ἀρεοπαγίτη (5ος αἰώνας) ἕνας ἀπὸ τοὺς θεολόγους τῆς περίφημης σχολῆς τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἡ ἐπίδραση τῆς ὁποίας ἦταν, ὡς γνωστόν, τεράστια γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἔγραφε τὰ παρακάτω σχετικὰ μὲ τὸ χριστιανικὸ καὶ καινοδιαθηκικὸ περιεχόμενο τῆς επιστήμης και της γνώσης:


   «Διττοῦ δὲ τοῦ τῆς γνώσεως ὀνόματος σημαινομένου, δηλοῖ ὁτὲ μὲν τὸ ἐπίστασθαι, ὁτὲ δὲ τὸ ἡνῶσθαι καὶ ἀνακεκράσθαι τὸν γινώσκοντα τῷ γινωσκομένῳ. Κατὰ τὸ πρότερον σημαινόμενον, πάντας γινώσκει ὁ Θεός, καὶ οὐ τοὺς σπουδαίους μόνους... Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον σημαινόμενον, μόνους τοὺς δικαίους εἰδέναι λέγεται. «Ἔγνω Κύριος τοὺς ὄντας αὐτοῦ»(20), τοὺς δὲ φαύλους ἠγνόει... . Ὁ γὰρ ἔτι τὰ τῆς κακίας ἐνεργῶν οὐ γινώσκεται. Ὁ δὲ παυσάμενος τῶν ἁμαρτημάτων, οὐκ ἐγνώσθη μὲν πρότερον, γινώσκεται δὲ νῦν. Τούτοις συνάδει τὸ ἀποστολικὸν φάσκον. "Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς φύσει μὴ οὔσιν θεοῖς. νῦν δὲ γνῶντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνώσθέντες ὑπὸ Θεοῦ"(21). Ὅτε γὰρ ἠγνόουν Θεόν, ἠγνοοῦντο ὑπ' αὐτοῦ. γνόντες δὲ αυτόν, εγνώσθησαν υπ’ αυτού.


  Τὰ λόγια αὐτὰ φωτίζουν τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα καὶ τὴ μέθοδο τῆς πατερικῆς ἡσυχαστικῆς γνωσιολογίας. Ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ γνώση δὲν ὁρίζονται αὐτονομημένα ἀλλὰ σὲ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους. Ἤδη μὲ τὴν πράξη τῆς γνώσης καὶ τῆς ἀναγνώρισης ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ἀπὸ τὴ γνωσιολογία αὐτὴ ὡς ἕνωση(23). Ὡς πράξη προσωπικῆς καὶ σχεσιακῆς γνώσης, ἡ ὁποία δὲν εἶναι πρωτίστως ἕνα «σύστημα» ἐννοιῶν ἢ ἰδεῶν ἀλλά, κυρίως, σχέση καὶ ἀμοιβαία κοινωνία μεταξὺ ζωντανῶν καὶ προσωπικῶν ὑπάρξεων.

    Μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία ἡ γνώση προκύπτει ἀπὸ τὴν ἕνωση καὶ τὸν κοινοτικὸ βίο, ἀπὸ τὴν «ἐγγύτητα» καὶ τὴν «οἰκειότητα», καθὼς τονίζει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἀκολουθώντας τὰ λόγια του Ἀποστόλου Παύλου(24) προσθέτει ὅτι στὴν πράξη αὐτὴ τῆς ἀμοιβαίας γνώσης «κατὰ τὸν αὐτὸν καὶ ἡμεῖς τρόπον προσοικειωθέντες αὐτῷ, γένος αὐτοῦ χρηματίζομεν... τῷ ἐθελῆσαι Χριστὸν εἰς οικειότητα λαβείν ημάς»


   Γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία, ἡ γνώση δὲν συνιστᾶ ἐπαγωγικὴ οὔτε θεωρητικὴ πράξη. Ἀποτελεῖ ζωντανὴ συνάντηση μεταξὺ ἐκείνου ποὺ γνωρίζει καὶ Ἐκείνου ποὺ γνωρίζεται. Συνεπῶς, ἡ γνώση δὲν συνίσταται στὴν ἐφεύρεση ἢ τὴν ἀνακάλυψη ἢ ἀκόμα καὶ τὴν σύλληψη μιᾶς «ἔννοιας» ἢ ἑνὸς «συστήματος» ἐννοιῶν, τὸ ὁποῖο θὰ ἐξηγεῖ τὰ πάντα, «φωτίζοντας» ἢ καθησυχάζοντας τὴν ἀνθρώπινη διάνοια. Μοναδικὸς στόχος μιᾶς ἀληθινῆς γνώσης ἢ μοναδικὸ της περιεχόμενο δὲν εἶναι παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ συναντηθεῖ ὁλόκληρος πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν ζῶσα Ἀλήθεια.

    Μπορεῖ νὰ φθάσει μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν διάνοιά του στὸ ὕψος τῆς προσωπικῆς συνάντησης μὲ τὸν ζῶντα καὶ ἀληθινὸ Θεὸ ἐν Χριστῷ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἤδη μιὰ ἀναφορικὴ σχέση συμβίωσης καὶ μιὰ ζωντανὴ συνάντηση. Εἶναι ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς σὲ ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος γνωρίζεται καὶ συγχρόνως παραμένει Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει, διότι ὁ ζωντανὸς καὶ ἀληθινὸς Θεὸς ποτὲ δὲν μεταμορφώνεται σὲ «ἀντικείμενο». Παραμένει πάντοτε Ὑποκείμενο ὅπως παραμένει, ἄλλωστε, καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.







"Ομιλία Περί Πίστεως" (όπου παρατίθεται έκθεσις της ορθόδοξης ομολογίας)




(Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς)




   1. Πιστεύομε στο Θεό, και πιστεύομε τον Θεό· άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πραγματικά πιστεύω τον Θεό σημαίνει ότι θεωρώ βέβαιες κι' αληθινές τις επαγγελίες που μας έδωσε· πιστεύω δε στον Θεό σημαίνει ότι φρονώ περί αυτού ορθώς.


 

   Πρέπει δε να τα έχωμε και τα δύο, να είμαστε αληθινοί και στα δύο και να συμπεριφερώμαστε έτσι, ώστε και να πιστευώμαστε από εκείνους που βλέπουν σωστά και πιστοί να είμαστε ενώπιον του Θεού προς τον οποίο απευθύνεται η πίστις, και ως πιστοί ακριβώς να δικαιούμαστε από αυτόν «διότι»,λέγει, «επίστευσε ο Αβραάμ και τούτο υπολογίσθηκε για την δικαίωσή του».

   Πώς λοιπόν πιστεύσας εδικαιώθηκε ο Αβραάμ; Έλαβε από τον Θεό υπόσχεσι για το σπέρμα του, που ήταν ο Ισαάκ, ότι θα ευλογηθούν όλες oι φυλές του Ισραήλ. Έπειτα διατάσσεται από τον Θεό να θυσιάση, παιδί ακόμη, τον Ισαάκ που ήταν ο μόνος διά του οποίου επρόκειτο να εκπληρωθη η υπόσχεσις. Και χωρίς ν' αντείπη τίποτε ο πατέρας, έσπευσε να γίνη αυτόχειρ του παιδιού του, ενώ εθεωρούσε αυτήν την δι' αυτού υπόσχεσι βέβαιη και έγκυρη.


   2. Βλέπετε ποια είναι η πίστις που δικαιώνει; Αλλά επαγγέλθηκε και σε μας ο Χριστός κληρονομιά ζωής αΐδιας και τρυφής και δόξης και βασιλείας, ενώ έπειτα παρήγγειλε να πτωχεύωμε, να νηστεύωμε, να ζούμε με ευτέλεια και θλίψι, να είμαστε έτοιμοι για θάνατο, να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες. Εάν λοιπόν σπεύδωμε προς αυτά και πιστεύομε εκείνη την επαγγελία του Χριστού, πραγματικά επιστεύσαμε τον Θεό κατά το παράδειγμα του Αβραάμ, και τούτο θα υπολογισθή για την δικαίωσί μας.


   3. Και παρατηρήσατε την ακολουθία των προτάσεων. Το ότι δηλαδή εδέχθηκε να προσφέρη για σφαγή τον Ισαάκ δεν έγινε μόνο ισχυρά μαρτυρία και απόδειξις της πίστεως του Αβραάμ, αλλά υπήρξε και αίτιο του ότι ο Χριστός εγεννήθηκε από το σπέρμα του, διά του οποίου ευλογήθηκαν όλες οι φυλές της γης κι εκπληρώθηκε η επαγγελία.

    Διότι κατά κάποιον τρόπο ο Θεός έγινε οφειλέτης σ' αυτόν που έδωσε για τον Θεό τον μονογενή και γνήσιο υιό του· οφειλέτης ν' αντιδώση γι' αυτόν και την προς αυτόν επαγγελία τον δικό του μονογενή και γνήσιο υιό. Έτσι και σε μας· η χάρη των εντολών του Θεού σωφροσύνη και δικαιοσύνη και ταπείνωσις, η υπομονή των κάθε είδους κακώσεων και μετάδοσις των αγαθών, καθώς και η κακοπάθεια του σώματος με νηστείες και αγρυπνίες και γενικώς το να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα παθήματα και τις επιθυμίες, όχι μόνο είναι απόδειξις ότι πιστεύομε αληθινά στις επαγγελίες του Χριστού, αλλά και καθιστά κατά κάποιον τρόπο τον Θεόν οφειλέτη να αντιπροσφέρη σε μας την αΐδια και άφθαρτη ζωή και τρυφή, την δόξα και βασιλεία.

    

    4. Γι' αυτό και ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τους μαθητάς του, έλεγε· μακάριοι είναι οι πτωχοί διότι δική σας είναι η βασιλεία των ουρανών· μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι ελεήμονες, μακάριοι οι διωκόμενοι για την δικαιοσύνη»· και, αλλοίμονο στους πλουσίους, αλλοίμονο στους γελώντας, αλλοίμονο στους χορτασμένους, αλλοίμονό σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας κολακεύουν. Αυτός λοιπόν που αποβλέπει όχι προς τα μακαριζόμενα από τον Κύριο, αλλά προς τα ταλανιζόμενα, ειπέ μου, πώς θα πιστευθή ότι εμπιστεύεται τον Θεό; «Δείξε μου», λέγει, «την πίστι σου από τα έργα σου», και «όποιος είναι σοφός, ας δείξη τα έργα του από την καλή συμπεριφορά».

    5. Ότι λοιπόν πιστεύομε αληθινά τον Θεό, δηλαδή αναγνωρίζομε αληθινές και βέβαιες τις επαγγελίες ή απειλές του προς εμάς, και περιμένομε να εκδηλωθούν γρήγορα, δεικνύεται διά των αγαθών μας έργων και της τηρήσεως των θείων εντολών. Ότι δε ορθώς πιστεύομε στον Θεό, δηλαδή καλώς και ασφαλώς και ευσεβώς φρονούμε γι' αυτόν, από που προέρχεται η απόδειξις; από την συμφωνία προς τους θεοφόρους πατέρες μας. Ότι δε το να εμπιστευώμαστε αδιαψεύστως τον Θεό προκαλεί την αντίθεσι όχι μόνο από τα πάθη της σαρκός και από τις παγίδες του πονηρού, αλλά και από τους εμπαθείς ανθρώπους, που θέλγουν και παρασύρουν κάτω προς τις εμπαθείς ηδονές, έτσι και το να πιστεύωμε ορθώς στον μόνο αληθινό Θεό προκαλεί την αντίθεσι όχι μόνο από την άγνοια και από τις υποβολές του Αντικειμένου, αλλά και από τους δυσσεβείς ανθρώπους που τον αρπάζουν και τον ρίπτουν μαζί τους κάτω προς την δική τους απώλεια.

Είναι όμως στη διάθεσί μας, για κάθε μια από τις περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, όχι μόνο από τον ίδιο τον Θεό και την από αυτόν δοσμένη σ' εμάς γνωστική δύναμι, αλλά και από τους αγαθούς αγγέλους και από τους θεοσεβείς ανθρώπους που ζουν κατά το θέλημα του θεού.


    6. Γι' αυτό η πνευματική και κοινή μητέρα και τροφός μας, η Εκκλησία του Χριστού, σήμερα αφ' ενός μεν αντικηρύσσει ολοφανέστερα και δημοσιώτερα αυτούς που έλαμψαν κατά την ευσέβεια και αρετή και τις πανίερες συνόδους των και τα θεία δόγματα που διατυπώθηκαν σ' αυτές, αφ' ετέρου δε αποκηρύσσει επισημότερα τους οπαδούς της δυσσεβείας και τα πονηρά διδάγματα και φρονήματά τους· έτσι ώστε εμείς αυτούς μεν αποστρεφόμενοι, τους δε ορθοδόξους ακολουθώντας, να πιστεύωμε σ' ένα Θεό, Πατέρα, Υιό και άγιο Πνεύμα, από τον οποίο και δια του οποίου και στον οποίο έγιναν τα πάντα, ο οποίος υπάρχει πριν από όλα και επάνω σε όλα και μέσα σε όλα και υπεράνω του παντός, μονάς σε τριάδα και τριάς σε μονάδα, ασυγχύτως ενουμένη και αμερίστως διαιρούμενη· μονάς η ίδια και τριάς παντοδύναμη.  


    7. Είναι Πατήρ άχρονος και άναρχος και αΐδιος, μόνος αιτία και ρίζα τής θεότητος που ενυπάρχει στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα· όχι μόνος δημιουργός, αλλά μόνος Πατήρ ενός Υιού και μόνος προβολεύς ενός αγίου Πνεύματος· πάντοτε ων και πάντοτε ων Πατήρ και πάντοτε ων μόνος Πατήρ και μόνος προβολεύς.

    8. Του οποίου ένας είναι Υιός, συναΐδιος με αυτόν και χρονικώς συνάναρχος· όχι άναρχος δε, διότι έχει γεννήτορα και ρίζα, πηγή και αρχή τον Πατέρα, από τον οποίο μόνον προήλθε πριν από όλους τους αιώνες ασωμάτως, απαθώς, αρρεύστως, γεννητώς, αλλά δεν διαιρέθηκε· που είναι Θεός από Θεό, όχι άλλος κατά το ότι είναι Θεός και άλλος κατά το ότι είναι Υιός· πάντοτε ων και πάντοτε ων Υιός και πάντοτε ων ασυγχύτως προς τον Θεό· λόγος ζωντανός, φως αληθινό, ενυπόστατος σοφία, αιτία και αρχή όλων των δημιουργημάτων, αφού όλα αυτά έγιναν δι' αυτού· αυτός εκένωσε τον εαυτό του χάριν της συντελείας των αιώνων, όπως προείπαν οι προφήτες, παίρνοντας για μας την δική μας μορφή, και, αφού εκυοφορήθηκε από την αειπάρθενη Μαρία μ' ευδοκία του Πατρός και συνεργία του αγίου Πνεύματος, εγεννήθηκε κι' ενανθρώπησε αληθινά, έγινε όμοιος μ' εμάς καθ' όλα, πλην της αμαρτίας, ενώ έμεινε ό,τι ήταν, Θεός αληθινός σε μια υπόσταση και μετά την ενανθρώπηση, ενεργών όλα τα θεία ως Θεός και όλα τα ανθρώπινα πάθη· απαθής και αθάνατος ων και διαμένων ως Θεός, εκουσίως δε παθών για μας κατά την σάρκα ως άνθρωπος, σταυρωθείς και αποθανών, ταφείς και αναστάς κατά την τρίτη ημέρα και καταργήσας δια του θανάτου και της αναστάσεώς του αυτόν που έχει την κυριαρχία του θανάτου· και μετά την ανάστασι επιφανείς, αναληφθείς στον ουρανό και καθίσας από τα δεξιά του Πατρός αφού έκαμε ομότιμο και ομόθρονο ως ομότιμο το φύραμά μας, με το οποίο πρόκειται να έλθη πάλι ενδόξως να κρίνη ζώντας και νεκρούς, που θα επανέλθουν προς την ζωή εξ αιτίας της παρουσίας του, και ν' αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.


    Αναγνωρίζοντας κι εμείς αισθητό και περιγραπτό τούτο το από εμάς πρόσλημμά του και φύραμα, εικονίζομε και προσκυνούμε ευσεβώς και αυτήν που τον εγέννησε παρθενικώς και τους ευαρεστήσαντας αυτόν τελείως. Τούτου τα σύμβολα των παθών, και μάλιστα τον σταυρό, τιμούμε και προσκυνούμε ως θεία τρόπαια κατά του κοινού πολεμίου. Την ανάμνησι τούτου τελώντας κατά την εντολή του καθημερινώς, ιερουργούμε τα θειότατα μυστήρια και μετέχομε σ' αυτά. Κατά την παραγγελία τούτου πριν από όλα βαπτιζόμαστε και βαπτίζομε σ' ένα όνομα σεπτό και προσκυνητό του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος.

   9. Διότι από τον αΐδιο και άναρχο Πατέρα εκπορεύεται το άγιο Πνεύμα, που είναι συνάναρχο με τον Πατέρα και τον Υιό ως άχρονο, όχι δε άναρχο, αφού και αυτό ρίζα και αρχή και αιτία έχει τον Πατέρα, από τον οποίο προήλθε πριν από όλους τους αιώνες αρρεύστως, απαθώς, εκπορευτώς, και είναι επίσης αδιαίρετο του Πατρός και του Υιού, ως προερχόμενο από τον Πατέρα και αναπαυόμενο στον Υιό· που έχει ασύγχυτη την ένωσι και αμέριστη τη διαίρεση· που είναι και αυτό Θεός από Θεό, όχι άλλος μεν ως Θεός, άλλος δε Παράκλητος ως Πνεύμα άγιο αυθυπόστατο· που έχει την ύπαρξι από τον Πατέρα και αποστέλλεται δια του Υιού, για την έναρξι αιωνίας ζωής, γι' αρραβώνα των μελλοντικών και πάντοτε διατηρουμένων αγαθών που είναι κι' αυτό αίτιο όλων των δημιουργημάτων, διότι σ' αυτό έγιναν όλα, το ίδιο και απαράλλακτο με τον Πατέρα και τον Υιό, χωρίς την αγεννησία και τη γέννησι.

 

     Εστάλθηκε δε από τον Υιό προς τους μαθητάς του, δηλαδή εφανερώθηκε· διότι πως αλλοιώς θα εστελλόταν το παντού παρόν και μη χωριζόμενο από τον πέμποντα; Γι' αυτό όχι μόνο από τον Υιό, αλλά και από τον Πατέρα στέλλεται και από τον εαυτό του έρχεται· διότι η αποστολή, δηλαδή η φανέρωσις, είναι κοινό έργο του Πατρός και του Πνεύματος.


     10. Φανερώνεται δε όχι κατά την ουσία, διότι κανείς ποτέ δεν είδε ούτε απεκάλυψε την φύσι του Θεού, αλλά κατά τη χάρι και τη δύναμι και την ενέργεια, η οποία είναι κοινή Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Διότι ίδιο στο καθ' ένα από αυτά είναι η υπόστασίς του και τα υποστατικώς γύρω από αυτήν παρατηρούμενα- κοινά δε αυτών δεν είναι μόνο η αφανέρωτη και υπερώνυμη και αμέθεκτη ουσία, αλλά και η χάρις και η δύναμις, η ενέργεια και η λαμπρότης, η αφθαρσία και η βασιλεία, και όλα εκείνα, διά των οποίων κοινωνεί κι' ενώνεται κατά χάρι με τους αγίους αγγέλους και ανθρώπους ο Θεός, χωρίς να εκπίπτη από το ενιαίο και την απλότητα ούτε εξ αιτίας του μεριστού και διαφόρου των υποστάσεων ούτε εξ αιτίας του μεριστού και ποικίλου και θείων δυνάμεων και ενεργειών.


    Έτσι πιστεύομε σ' ένα Θεό, σε μια τρισυπόστατη και παντοδύναμη θεότητα και ανακηρύσσομε αυτούς που με τέτοια πίστι ευαρέστησαν τον Θεό, ενώ αυτούς που δεν πιστεύουν με όμοιο τρόπο, αλλά ή εγκαινίασαν ιδιαίτερη αίρεσι ή ακολούθησαν μέχρι τέλους τους αρχηγούς της, τους απορρίπτομε. Να γνωρίζετε δε τούτο, αδελφοί, ότι τα πονηρά πάθη και τα δυσσεβή δόγματα αλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγω της δικαίας εγκαταλείψεως από το Θεό


 11. Ότι λοιπόν το μεγάλο πλήθος των αμαρτιών διαπράττονται δια της δυσσεβείας, μας το εδίδαξε ο μέγας Παύλος γράφοντας περί των Ελλήνων «επειδή δεν εφρόντισαν να επιγνώσουν τον Θεό», «άλλ' ενώ εγνώρισαν τον Θεό, δεν τον εδόξασαν ούτε τον εσεβάσθηκαν ως Θεό», «τους παρέδωσε ο Θεός σε νου αδόκιμο, ώστε να πράττουν τα ανεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε αδικία, πορνεία, πλεονεξία, και τα παρόμοια». Ότι δε πάλι δια της αμαρτίας εισάγεται η δυσσέβεια, η απόδειξις παρέχεται από πολλούς που το έπαθαν αθλίως. Ο Σολομών εκείνος, αφού παρέδωσε τον εαυτό του στις σαρκικές επιθυμίες, ωλίσθησε σε ειδωλολατρία. Ο Ιεροβοάμ, αφού ενικήθηκε από άκρα φιλαρχία, εθυσίασε στις χρυσές δαμάλεις. Ο προδότης Ιούδας αρρωστημένος από φιλαργυρία, περιέπεσε στη θεοκτονία.



   12. Γι' αυτά λοιπόν, επειδή και η πίστις χωρίς έργα είναι νεκρά και ανενέργητη, και τα έργα χωρίς πίστι είναι μάταια και άχρηστα, η χάρις του Πνεύματος σήμερα στον σεπτό καιρό της νηστείας και της ενάρετης ασκήσεως συνεδύασε την ανακήρυξι των ορθοτομούντων τον λόγο της ευσεβείας και την αποκήρυξι εκείνων που δεν εδιάλεξαν την ορθοδοξία, έτσι ώστε εμείς, σπεύδοντας και στα δυό συνδυασμένα, και την πίστι να επιδείξωμε με τα έργα και των κόπων το κέρδος να αποκτήσωμε διά τη πίστεως.


   13. Όχι δε μόνο εισάγονται δι' αλλήλων τα πονηρά πάθη και η δυσσέβεια, αλλά και ομοιάζουν μεταξύ τους. Και θα ειπώ λίγα προς την αγάπη σας για τους ετεροδόξους που αναφάνηκαν στην εποχή μας. Όπως ο Αδάμ, αφού έλαβε εξουσία από τον Θεό να τρώγη από κάθε δένδρο του παραδείσου, δεν αρκέσθηκε σ' όλα εκείνα, αλλά πειθόμενος στη συμβουλή του αρχεκάκου όφεως, έφαγε από το μόνο δένδρο που είχε προσταχθή να μη το εγγίση, έτσι συμβαίνει και με εμάς· ενώ τα υπάρχοντα στο Θεό αγαθά και οι πραγματικά αγαθοπρεπείς δωρεές προτίθενταν από αυτόν για μέθεξι στους θέλοντας, συμφώνως προς τον ειπόντα «όλα όσα είναι ο Θεός θα είναι και ο θεωμένος διά της χάριτος, χωρίς την ταυτότητα κατά την ουσία», υπάρχουν μερικοί που διδάσκουν ότι εμείς μετέχομε και της ιδίας της υπερουσίου ουσίας και ισχυρίζονται ότι μπορούν να την ονομάζουν αυθεντικώς, και μιμούμενοι τον αρχέκακο όφι, παρερμηνεύουν και διαστρέφουν τα λόγια των αγίων, όπως εκείνος τα του Θεού.

    Αλλά εμείς, αφού ελάβαμε δύναμι από τον Κύριο να πατούμε επάνω σε όφεις και σκορπιούς και σε κάθε δύναμι του εχθρού, αφού συντρίψωμε εύκολα κάθε μηχανή και παγίδα του, είτε κατά της ευσεβείας είτε κατά της ευσεβούς διαγωγής και φανούμε νικηταί εναντίον του σε όλα, θα επιτύχωμε τους ουράνιους και άφθαρτους στεφάνους της δικαιοσύνης, μέσα στον Χριστό, τον αδέκαστο κριτή και δοτήρα των ανταμοιβών.

14. Σ' αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.





  πηγή: Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 9, Πατερικαί εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", μτφρ. Παναγιώτης Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1985. 












 

Η ουσία του Θεού και η γνώση του εκ μέρους μας

Μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό;


    Να τον γνωρίσουμε; Και τι να γνωρίσουμε από το Θεό; Την ουσία, τη φύση, την τελειότητά του; Αδύνατο. Ως προς τούτο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει: «Ἄπειρον τό θεῖον καί ἀκατάληπτον· καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία». Δηλαδή· άπειρος είναι ο Θεός και παντέλειος και σε εμάς τους ατελείς και πεπερασμένους ανθρώπους ακατάληπτος. Τούτο μόνο μπορούμε ως προς το Θεό να εννοήσουμε· ότι ακριβώς είναι άπειρος και ακατάληπτος και ο νους μας ως εκεί είναι αδύνατο να φθάσει. Και αλήθεια, πώς να φθάσει; Και πώς να τον γνωρίσουμε το Θεό; Πώς να εισέλθουμε εμείς στα βάθη της ουσίας του και να ερευνήσουμε τη φύση, τη σύσταση και υπόστασή του; Αδύνατο.

    Και είναι αδύνατο, διότι ο Θεός είναι ουσία και φύση νοερά και εμείς άνθρωποι σαρκικοί και γήινοι. Ο Θεός είναι άπειρος και εμείς πεπερασμένοι. Ο Θεός είναι τέλειος και εμείς ατελείς. Ο Θεός είναι ο δημιουργός μας και εμείς τα δημιουργήματά του. Πώς, λοιπόν, να χωρέσει το άπειρο στο πεπερασμένο και να γνωρίσει το ατελές το τέλειο, το δημιούργημα το δημιουργό του; «Ὁ Θεός ἡμῶν ἀπρόσιτος καί τῷ νῷ ἡμῶν ἀχώρητος». Ούτε να τον πλησιάσουμε τόσο κοντά μπορούμε, για να τον γνωρίσουμε στην εντέλεια, ούτε ο μικρός και στενός και περιορισμένος νους μας μπορεί να χωρέσει τον άπειρο και παντέλειο Θεό.

   Αυτό εννοεί και η Αγία Γραφή, όταν λέγει· «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ιωάν. α΄ 18) και ότι το Θεό «εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται» (Α’ Τιμόθ. στ΄ 16) (1). Είπε και ο ίδιος ο Θεός στον προφήτη Μωυσή που ζήτησε να δει το Θεό· «οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Εξόδ. λγ΄ 20). Δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπό μου. Διότι δεν θα μπορέσει να ζήσει άνθρωπος, που θα αντικρύσει το πρόσωπό μου.

    Δεν μπορούμε, λοιπόν, οι άνθρωποι να γνωρίσουμε το Θεό, καθό μικροί και πεπερασμένοι και ατελείς. Και το πιο σημαντικό, καθό αμαρτωλοί εμείς και εκείνος άγιος. Άγνωστος λοιπόν σε εμάς ο Θεός. Άγνωστος και στους Αγγέλους. Και σε ποιον είναι γνωστός; Είναι γνωστός στο μονογενή του Υιό, ο οποίος γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων από αυτή την ουσία του Πατρός. Το λέγει σαφώς η Αγία Γραφή· «Θεὸν οὐδεὶς (από τους ανθρώπους) ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ιωάν. α΄  18).

  

    Το Θεό κανείς άνθρωπος δεν τον είδε ποτέ. Ο μονογενής Υιός του που είναι πάντοτε ενωμένος μαζί του, εκείνος μας τον φανέρωσε και μας μίλησε για το Θεό. Και «οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι» (Ματθ. ια΄ 27). Κανείς άλλος δε γνωρίζει καλά τον Υιό του Θεού παρά μόνο ο Πατήρ, και τον Πατέρα πάλι κανείς δεν τον γνωρίζει στην εντέλεια παρά ο Υιός, και από τους ανθρώπους εκείνος, στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να τον φανερώσει και όσο πρέπει θα τον φανερώσει. Ακόμη και το Πνεύμα το Άγιο, σαν Θεός που είναι και αυτό, γνωρίζει το Θεό, διότι λέγει· «τό Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορινθ. β΄ 10).

    Λέγει και ο Μέγας Βασίλειος, ότι η ουσία του Θεού είναι «παντί ἀπερίοπτος», σε όλους ακατάληπτη και απρόσιτη (απλησίαστη) «καί ὑπερβαίνει ἡ κατάληψις αὐτῆς», ξεπερνά η κατανόησή της «οὐκ ἀνθρώπους μόνον, ἀλλά καί πᾶσαν λογικήν φύσιν», όπως είναι οι Άγγελοι και όλα τα ουράνια πνεύματα, «Υιῷ δέ μόνον γνωστός ὁ Πατήρ καί Ἁγίῳ Πνεύματι». Μόνο στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα είναι γνωστός ο Πατήρ. Δεν μπορούμε, λοιπόν, οι άνθρωποι να γνωρίσουμε το Θεό, τη φύση, την ουσία του, την εσωτερική ζωή του Θεού.

  

     Εδώ, για να καταλάβουμε καλά το πράγμα, πρέπει να αναφέρουμε το παράδειγμα του αρχαίου φιλοσόφου Ιέρωνος. Τον κάλεσε, λέγει, ο βασιλιάς των Συρακουσών και του είπε· θέλω να μου πεις τι είναι ο Θεός. Ο φιλόσοφος του απάντησε. Δος μου τρις μέρες προθεσμία να σκεφθώ. Ο βασιλιάς του δίνει. Όταν σε τρεις μέρες παρουσιάσθηκε, λέγει στο βασιλιά. Θέλω άλλες τρεις μέρες. Και έπειτα άλλες τρεις και άλλες τρεις. Ο βασιλιάς απόρησε και τον ρωτά· γιατί τόσες αναβολές; Και ο Ιέρων του λέγει. Όσο περισσότερο σκέπτομαι τι είναι ο Θεός, τόσο πιο σκοτεινό μου φαίνεται το ζήτημα και τόσο πιο δύσκολη η απάντηση.


    Και όμως μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό, αφού ο Θεός «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν» (Πράξ. ιδ΄ 17). Δεν άφησε τον εαυτό του τελείως άγνωστο και κρυμμένο. Μας είναι αδύνατο να έχουμε βέβαια τέλεια γνώση του Θεού. Δεν έχουμε όμως και παντελή άγνοια του Θεού και αφού ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό του σε εμάς και με τη φύση και τα έργα της δημιουργίας του, και με την εσωτερική μαρτυρία της ψυχής μας.

    Ακόμη με το νόμο που μας έδωσε, και με τον Υιό του που μας απέστειλε. Λαμβάνουμε δε τόση γνώση, όση χωρεί η φύση μας, όσο παίρνει το μικρό μυαλό μας. Και όση μας χρειάζεται για τη θρησκευτική μας μόρφωση και κατάρτιση. Και όση μας προσφέρει ο Θεός με τη θεία του Αποκάλυψη. Και οι Πατέρες της Εκκλησίας, μολονότι τονίζουν το αδύνατο να γνωρίσουμε το Θεό, αναφέρουν το αδύνατο αυτής της γνώσεως στην ουσία του Θεού, στα βάθη, στο τι είναι ακριβώς ο Θεός στην εσωτερική του φύση και Θεότητα.

   

   Και μας λέγουν, ότι από τις θείες ενέργειες μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό. «Ἡμεῖς δέ, λέγει ο Μ. Βασίλειος, ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν (από τις ενέργειές του, από όσα κάνει για το καλό και τη σωτηρία μας, από αυτά) γνωρίζομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα» (στην ουσία του όμως δε λέμε πως μπορούμε να τον πλησιάσουμε) Γιατί; Διότι «αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Οι πράξεις και τα έργα του φθάνουν έως εμάς και τις βλέπουμε. Η ουσία του όμως μένει μυστηριώδης και απλησίαστος. Μερική γνώση του Θεού μπορούμε να λάβουμε, και τη λαμβάνουμε από τις θείες ιδιότητες και ενέργειές του, από την πρόνοια και φροντίδα που φθάνουν έως εμάς και με τις οποίες δείχνει ο Ύψιστος το ενδιαφέρον του για το καλό και την πρόοδο τη δική μας (2).

 

    Και τούτο το διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, λέγοντας· ότι η ψυχή «ὅτε πάντα τόν ἐπιχυθέντα ρύπον τῆς ἁμαρτίας ἀφ’ ἑαυτῆς ἀποτίθεται (όταν πετάξει η ψυχή από επάνω της όλη τη λέρα της αμαρτωλής ζωής της) καί μόνο τό «κατ’ εἰκόνα» καθαρόν φυλάττῃ… ὡς ἐν κατόπτρῳ θεωρεῖ τήν εἰκόνα τοῦ Πατρός, τόν Λόγον, καί ἐν αὐτῷ τόν Πατέρα», λέγει ο Μέγας Αθανάσιος. Ο άνθρωπος που διατηρεί αγνή και καθαρή την ψυχή του, είναι σαν να έχει εμπρός του καθρέπτη και βλέπει μέσα σε αυτόν το Θεό, και τον Πατέρα και τον Υιό.  


  Και ο Γρηγόριος ο Νύσσης τα ίδια διδάσκει και θεολογεί: «Ὁ πάσης τῆς κτίσεως καί ἐμπαθοῦς διαθέσεως τήν ἑαυτοῦ καρδίαν ἀποκαθάρας, ἐν τῷ ἰδίῳ κάλλει τῆς θείας φύσεως καθορᾷ τήν εἰκόνα», επειδή «τῆς ἰδίας φύσεως ἀγαθῶν ὁ Θεός ἐνετύπωσε», τῇ ἀνθρωπίνῃ «κατασκευῇ τά τιμήματα, οἷόν τινά κηρόν σχήματι γλυφῆς προτυπώσας». «Ἡ θεότης δέ ἐστί καθαρότης, ἀπάθεια καί κακοῦ παντός ἀλλοτρίωσις. Εἰ οὖν ταῦτα ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐστί, Θεός πάντως»· ἐν αὐτῷ ἐστί «καί ἡ καθαρότης, ὁ ἀγιασμός, ἡ ἁπλότης, πάντα τοιαῦτα τα φωτοειδῆ τῆς θείας φύσεως ἀπαυγάσματα, δι’ ὧν Θεός ὁρᾶται».

   Με απλά λόγια· Άνθρωπε, όσο η αμαρτία σκοτίζει την ψυχή σου, και εκείνα του Θεού τα μυστικά, που θα μπορούσες να τα γνωρίσεις από φυσικού σου, σου μένουν κρυφά και άγνωστα. Μόνο δε αν καθαρίσεις τον εαυτό σου από αμαρτωλά αισθήματα και πάθη, μόνο τότε σου ανοίγεται ο δρόμος και η θύρα της γνώσεως του Θεού, και κατά τη δύναμη του νου σου και ανάλογα προς το φωτισμό που παίρνεις από το Άγιο Πνεύμα πλησιάζεις το Θεό και γνωρίζεις τα απαραίτητα από όσα κάνει ο Θεός για τη σωτηρία σου.



Ονόματα του Θεού


     Έχει ονόματα ο Θεός με τα οποία πρέπει να τον ονομάζουμε και να τον προσφωνούμε; Έχει. Και τέτοια ονόματα χαρακτηριστικά του Θεού αναφέρει η Αγία γραφή. Έτσι τον ονομάζει «Πνεύμα», «Πνεῦμα ὁ Θεός». Τον λέγει «Αγάπη», «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής του. Τον αποκαλεί «Φως». «Ὁ Θεός φῶς ἐστί»· ο Θεός «φῶς οἰκεῖ ἀπρόσιτον», όπως λέγει ο Απόστολός του. Αλλά και ο ίδιος ο Θεός έδωσε όνομα στον εαυτό του. Το όνομα αυτό είναι το «ὁ Ὤν». Όταν έστειλε τον προφήτη Μωυσή στο Φαραώ και τους Αιγυπτίους, για να ελευθερώσει τους Εβραίους από την τυραννία τους, είπε ο Μωυσής στο Θεό. Και αν με ρωτήσουν ποιος σε έστειλε γι’ αυτόν τον σκοπό, τι θα τους απαντήσω; Και ο Θεός του είπε· θα τους πεις «ὁ Ὤν ἀπέσταλκέ με» (Εξόδ. γ΄ 12, 15). Και επειδή ο ίδιος ο Θεός έδωσε στον εαυτό του το όνομα τούτο, γι’ αυτό και γύρω από την κεφαλή του Παντοκράτορος Κυρίου στις εικόνες της Εκκλησίας μας είναι γραμμένο το τρισγράμματο αυτό όνομα: «ὁ Ὤν».

α) «Ὁ Ὤν»

Και τι θα πει «ὁ Ὤν»; Θα πει ο υπάρχων. Εκείνος που υπάρχει, όχι σαν να τον έφτιαξε κάποιος άλλος, αλλ’ υπάρχει από τον εαυτό του, που πάντοτε, αχρόνως, προαιωνίως και αϊδίως υπάρχει, εκείνος που υπάρχει, χωρίς να έχει αρχή ούτε και τέλος. Αυτό θα πει και το «αΐδιος»: πάντοτε, αενάως, ο ίδιος και απαράλλακτος, χωρίς ποτέ να μεταβάλλεται και να αλλάζει. Όπως τον λέγει και στη θεία του Λειτουργία ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος· «ἀεί ὤν, ὡσαύτως ὤν». Και αυτό το όνομα ταιριάζει μάλλον στο Θεό, αυτό «παρουσιάζεται μᾶλλόν πως τῆς θείας οὐσίας ὄνομα». «Ὁ Ὤν» θα πει: εγώ είμαι που πάντοτε υπάρχω. Γι’ αυτό και όταν κάνει την απόλυση ο ιερέας στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας, έτσι αρχίζει: «Ὁ Ὤν, εὐλογητός Θεός ἡμῶν».

β) Ο Θεός ονομάζεται Πνεύμα

Όπως είπε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα. Και τούτο πάλι τι θα πει; Ότι ο Θεός δεν είναι Ον υλικό με σώμα και μάτια και χέρια, όπως είμαστε εμείς οι άνθρωποι, αλλ’ είναι Πνεύμα, το Πνεύμα, το απόλυτο, το άυλο, το άπειρο, το άχρονο και υπερτέλειο Πνεύμα, πρόσωπο πέρα ως πέρα πνευματικό, που ούτε τα μάτια μας, ούτε η σκέψη μας μπορούν να το συλλάβουν και εννοήσουν. Και παρουσιάζει μεν η Γραφή το Θεό με μάτια και χέρια και αυτιά και πόδια, αλλ’ αυτές είναι εκφράσεις ανθρώπινες, και θέλει με αυτές να μας δηλώσει τις ενέργειες του Θεού για εμάς τους ανθρώπους.

γ) Ο Θεός ονομάζεται αγάπη

Τούτο είναι το πιο συγκινητικό όνομα και ιδίωμα του Θεού. Και τούτο θέλει να πει, πως ο Θεός είναι προσωπικός Θεός, διότι μόνο το πρόσωπο αγαπά και σκορπίζει αγάπη και ευσπλαχνία. Ο Θεός, λοιπόν, είναι όλος αγάπη. Γνωρίζει μόνο να αγαπά. Να αγαπά και να μη μισεί. Να αγαπά και να μην εκδικείται, όσο κακοί και βλάσφημοι και υβριστές της θείας του Μεγαλοσύνης είναι οι άνθρωποι. Να αγαπά και να ευλογεί, να ευεργετεί, να συγχωρεί, να σώζει από κάθε κακό, από κάθε κίνδυνο και τους χειρότερους ανθρώπους. Αυτό θα πει, ο Θεός είναι αγάπη. Και έπειτα «ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ», όπως λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής του. Ο Θεός αγάπη. Και η Θρησκεία του θρησκεία της αγάπης. Και η Εκκλησία του Εκκλησία αγάπης. Και η βασιλεία του βασιλεία αγάπης. Και τούτο πάλι σημαίνει, ότι όποιος είναι του Θεού και ανήκει στην Εκκλησία του Θεού και ακολουθεί τη θρησκεία του Θεού και εμπνέεται από το Ευαγγέλιο του Υιού του Θεού είναι και αυτός αγάπη, γεμάτος αγάπη και σκορπίζει προς όλους την αγάπη με τα έργα της αγάπης και φιλανθρωπίας, της συγγνώμης, της ευεργεσίας.

δ) Ο Θεός ονομάζεται Φως

Και τούτο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης το αποκαλύπτει και λέγει· «ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α΄ Ιωάν. α΄ 5). Ο Θεός είναι φως, άκτιστο φως, «φῶς νοερόν τούς τῆς ψυχῆς ἡμῶν ὀφθαλμούς εἰς τήν ἀντίληψιν αὐτοῦ ἀνακινοῦν» και «φῶς τῶν κεκαθαρμένων διανοιῶν, οὐχί τῶν σωματικῶν τούτων ὀφθαλμῶν», όπως λέγει ο ιερός Αυγουστίνος. Φως πνευματικό, το οποίο ανοίγει και φωτίζει τα μάτια της ψυχής στο να τον αντιλαμβανόμαστε και κατά κάποιον τρόπο να τον βλέπουμε. Είναι φως των καθαρισμένων διανοιών και όχι των σωματικών μας οφθαλμών. Φως νοερό και άγιο. Μπορούμε να το δούμε τούτο το φως; Αδύνατο. Μία ακτίνα είδαν οι μαθητές στο όρος Θαβώρ και έπεσαν κάτω από τη λάμψη του. Πώς να ατενίσουμε εμείς τούτο το φως της θεότητας, άνθρωποι γήινοι και σαρκικοί, δηλαδή χωματένιοι και αμαρτωλοί όντες; Είναι απρόσιτο και απροσπέλαστο. Πάντως ο Θεός είναι φως, «ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον».


   «Πνεύμα ο Θεός» – «Αγάπη ο Θεός» – «Φως ο Θεός». Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, αλλά και λαμπρά και ένδοξα ονόματα του Θεού ο θεολογικότατος ευαγγελιστής Ιωάννης μας τα δίδει. Και μας τα δίδει σαν ένα προνόμιο και πνευματικό κεφάλαιο σε εμάς τους ανθρώπους. Και να θεολογούμε κάπως και εμείς και να εισχωρούμε, έστω και λίγο, στα ασύλληπτα μεγαλεία του Θεού μας. Και έτσι να καταλαβαίνουμε την ύψιστη τιμή που μας γίνεται να ανήκουμε στο Θεό, που είναι Πνεύμα και αγάπη και φως. Και μόνο αυτό; Το ουσιαστικότερο. Να γνωρίζουμε καλά το Θεό μας και ενούμενοι και εμείς μαζί του να επιτυγχάνουμε τη θέωσή μας. Και θέωσή μας είναι να γινόμαστε και εμείς εν τω Θεώ και διά του Θεού πνεύμα και αγάπη και φως. Άνθρωποι δηλαδή πνευματικοί και φωτεινοί, που μεταδίδουν και στους άλλους ανθρώπους πνεύμα και αγάπη και φως.