Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ










Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ : αφήγηση 

Κων/νος Γ. Παπαγεωργίου,  θεολόγος.


Ολοι οι άνθρωποι, από την νηπιακή μας ηλικία, είμαστε εξαρτημένοι από το άμεσο περιβάλλον μας. Μέσα σ' αυτό αναπτυσσόμαστε, παίρνοντας την πρώτη ύλη των γνώσεων και των εμπειριών, πάνω στις οποίες θα χτίσουμε το χαρακτήρα μας. Επειτα, ανάλογα με τα περιστατικά και τις εμπειρίες της ζωής μας, προχωρούμε μέσα στη ζωή και περνάμε στο στάδιο της ενηλικίωσης, κατά το οποίο έχομε σχετικά “μορφοποιήσει” ορισμένη στάση ζωής και ορισμένη “φιλοσοφία” για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της. Εχομε δηλαδή την πρέπουσα στάση απέναντι στον κόσμο, απέναντι στο ανθρώπινο ή το φυσικό περιβάλλον μας. Συνεπώς οι πρώτες μας εμπειρίες είναι καθοριστικές για την πορεία της ζωής μας. Οχι όμως και “δεσμευτικές”. Γιατί πολλοί ανθρωποι , με αρνητικές λ.χ. εμπειρίες , στη συνέχεια άλλαξαν τη “μοίρα” τους και εξελίχτηκαν σε δημιουργικές “θετικές” προσωπικότητες.


Τις πρώτες μας εικόνες για τον κόσμο που μας περιβάλλει μας τις δίνει επίσης το περιβάλλον μας. Για παράδειγμα στην αρχή βλέπουμε το κόσμο “με τα μάτια” των γονέων μας. Αργότερα όμως έχομε εμείς οι ίδιοι άποψη για τον κόσμο , γιατί εμπλουτιζόμαστε και με “άλλες εικόνες” τις οποίες δεν ήταν δυνατόν να έχομε από την αρχή. Η αγάπη , για παράδειγμα, δεν είναι μόνο μία έννοια, που τη συλλαμβάνουμε με το μυαλό μας. Η αγάπη είναι και μία εικόνα την οποία έχομε, ανάλογα με το πώς μας έχει αντιμετωπίσει το άμεσο περιβάλλον μας. Και πρώτιστα οι γονείς μας, διότι αυτοί μας έφεραν στον κόσμο. Μάλιστα η εικόνα αυτή είναι που χρησιμοποιούμε για κάνουμε πιό αισθητή την θεία “φροντίδα” - πρόνοια προς εμάς : λέμε ότι “είμαστε παιδιά του θεού” και “ο θεός είναι Πατέρας μας” θέλοντας να δώσουμε μια εικόνα της αγάπης που έχει ο θεός για εμάς.


Η πρώτες εμπειρίες της ζωής μας , επομένως , πάντα παίζουν το ρόλο τους στις επιλογές που θα κάνουμε, αλλά έχει μεγάλη σημασία το “πως” θα χειριστούμε αυτές τις εμπειρίες στη συνέχεια. Διότι είμαστε ελεύθεροι να οικοδομήσουμε τον εαυτό μας , με τον τρόπο που εμείς θέλουμε. Εχομε το “αυτεξούσιο”, όπως θα μας έλεγαν οι φιλοσοφούντες γύρω από τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Αυτοί μας είπαν πως εμείς οι άνθρωποι έχομε τις “καταβολές” μας στα χαρίσματα με τα οποία έχομε “προικιστεί” από το θεό - όσοι δεν Τον πιστεύουν αποδίδουν αυτά τα χαρίσματα στη φύση – αλλά είμαστε ελεύθεροι να τα αξιοποιήσουμε με σωστό τρόπο , για να αναπτυχθούμε. Τα βιώματά μας είναι συχνά καθοριστικά για το μέλλον.


Ωστόσο για τη σχέση μας με το θεό χρησιμοποιούμε την έκφραση “θρησκευτικά βιώματα”. Αυτά δεν μπορούμε βέβαια να τα ορίσουμε ακριβώς, αλλά δεν είναι σπάνιο να ακούσουμε ανθρώπους να λένε πως κάποια στιγμή στη ζωή τους έννοιωσαν κοντά τους το θεό, είχαν πείρα της παρουσίας Του . Η ότι ξαφνικά πλησίασαν κάτι το “υπερκόσμιο” , για παράδειγμα μία κατάσταση εσωτερικής γαλήνης και ασφάλειας.


Για να μιλήσει κάποιος για το θεό, πρέπει πρώτα να έχει αποκτήσει πείρα της Παρουσίας Του, να έχει εσωτερικά βιώματα. Τότε η πίστη του έχει ουσιαστικό “περιεχόμενο” και δεν είναι κούφια και παραπλανητικά λόγια. Οταν κάποιος θέλει να μιλήσει για το θεό , χωρίς να τον έχει πρώτα γνωρίσει, είναι δυνατόν να λαθεύει, γιατί προσπαθεί να τον καταλάβη με το μυαλό του. Και το μυαλό μας, ως γνωστόν, δεν μπορεί να “χωρέσει” τα πάντα. Για παράδειγμα αγνοεί πολλά από τα μυστικά της φύσης, του δημιουργημένου κόσμου, που τον “αγγίζει με τις αισθήσεις του. Πως τότε θέλει να εξηγεί λ.χ. την “ουσία” του θεού η της άπειρη σοφία Του ; Μόνο οι Αγιοι, και αυτοί σε ορισμένο μέτρο - “εν αινίγματι” - μας είπαν κάτι , όχι για τη “φύση του θεού” , γιατί αυτό είναι αδύνατο και παρανοϊκό, αλλά για τις εμπειρίες των ενεργειών Του.



Εμεις έχομε μάθει από τον ευαγγελικό λόγο ότι όταν ο Χριστός συνάντησε το Φίλιππο και αυτός τον ρώτησε :”πού μένεις” , ο Κύριος του απάντησε : “έρχου και ίδε”. Δηλαδή τον παρέπεμψε στο βίωμα : να έρθει και “να δεί” ο ίδιος. Να αποκτήσει προσωπική πείρα για το “πού μένει” ο Χριστός. Μόνο τότε θα γνωρίσει τον “τόπο” του Θεϊκού προσώπου Του . Διότι ο θεός έρχεται σ' εμάς μόνο όταν πράγματι “του αφήνουμε τόπο”. Οταν καλλιεργούμε την καρδιά μας για να Τον υποδεχτεί. Αυτή είναι πείρα του θεού και μόνο έτσι μπορούμε ειλικρινά να Τον προσεγγίσουμε.



Η πίστη μας στο θεό δεν είναι οικοδομημένη μόνο πάνω σε κάποια διδασκαλία - αν και στην αρχή πολλές φορές υπάρχει “μαθητεία” στις αλήθειες της θρησκείας – ούτε σε κάποια έρευνα, λ.χ. επιστημονική ή φιλοσοφική. Ζει κανείς πρώτα μία ζωή “αντίστοιχη” με τη θεία ζωή , λαμβάνει πείρα των ενεργειών του θεού και κατόπιν διατυπώνει με λέξεις και προτάσεις το περιεχόμενο των εμπειριών του. Γι' αυτό και σωστή ερμηνεία των αληθειών της πίστεως μας δίνεται μόνο από εκείνους που τις βίωσαν. Εκείνους που έκαναν πράξη τα λόγια και γνώρισαν εμπειρικά το θεό. Μόνο αυτοί μπορούν και γίνονται “ζύμη” που μεταπλάθει όλο το “φύραμα”. Οσοι μιλούν αποκλειστικά με τη λογική τους περιορίζονται σε ένα “σχολαστικό” μάθημα, ανίκανο να μεταμορφώσει καρδιές.


Η μεταμόρφωση των καρδιών πρώτιστα επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή στη λειτουργική πράξη, μέσα στην οποία είναι ο ίδιος ο θεός που μας προσφέρεται, όχι απλώς ως λόγος , αλλά και “εν σαρκί”. Στο λόγο που μας απευθύνει ο θεός , μέσω του ιερέα που διαβάζει το ευαγγέλιο, ανταποκρινώμαστε με την υπακοή μας και την προσπάθεια εφαρμογής του στην καθημερινότητα. Συνεπώς ο χριστιανισμός δεν είναι κάποια θεωρία, την οποία “συνέλαβαν” ορισμένοι με το μυαλό τους. Είναι νέα ζωή, στην οποία όλοι καλούμαστε να συμμετάσχουμε , ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως, φύλου ή εθνότητας.


Το ατομικό βίωμα έχει βέβαια τη αξία του για να μπορεί κάποιος να “κοινωνεί” ουσιαστικά με το θεό , αλλά δεν πρέπει να το αντιλαμβανώμαστε σαν “υποκειμενική” κατάσταση , ξεκομμένη από την σχέση μας με τους άλλους. Ο πιστός είναι κοινωνική ύπαρξη, διότι και ο θεός είναι “κοινωνία προσώπων”. Στη Λειτουργία τον αποκαλούμε Πατέρα μας : “πάτερ ημών”. Ολη η ανθρωπότητα είναι δημιουργία Του, αλλά με την ειδική έννοια , παιδιά Του είναι όσοι τον αναγνώρισαν ήδη ως Πατέρα και θέλουν να ζουν “στον οίκο Του”. Ο θεός επιθυμεί όλοι να συμμετέχουμε”στο τραπέζι της βασιλείας Του”.


Εαν η ανθρωπότητα ζεί μακρυά από το θεό , και εν πολλοίς αυτό κάνει σήμερα, αυτό το επιχειρεί διότι εσφαλμένα νομίζει ότι θα θεοποιηθεί με τις δικές της δυνάμεις. Από εδώ αρχίζει και η απεγνωσμένη αναζήτηση κάποιου στηρίγματος , όταν εξαντλούνται όλες “δοκιμές”. Αυτό το ζούμε ιδιαίτερα σήμερα, γιατί παρά την Επιστήμη και την Τεχνολογία μας αδυνατούμε να ¨πληρώσουμε” την εσωτερική μας ορμή της ζωής. Αυτό το επιτυγχάνει η επιστροφή στον “οίκο του Πατρός” , η οποία αρκετά συχνά γίνεται μετά από πολλές οδύνες και βάσανα : οταν λ.χ. τρεφόμαστε “με ξυλοκέρατα”.


Ακόμα κι έτσι όμως ο θεός μας δέχεται , αφού ο σκοπός όλων Του των ενεργειών δεν είναι άλλος παρά η αιώνια ευτυχία μας , την οποία αναζητούμε ίσως , αλλά με δρόμους και μεθόδους απατηλές . Διότι τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς το θεό και αυτό είναι κάτι που επίσης η “πείρα” μας το μαθαίνει. Είναι η “θρησκευτική εμπειρία” που μας εισάγει σε ένα δρόμο ο οποίος οδηγεί στό θεό. Μόνο που θα χρειαστεί διαρκής επαγρύπνηση για να κρατήσουμε το δώρο της Πίστεως σταθερό για πάντα.


  



ΚΕΙΜΕΝΑ 

1. ΔΡΟΜΟΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΕΟ

του  π. Ιλαρίωνος Αλφέγιεφ

από το βιβλίο του :
    εισαγωγή στην ορθόδοξο θεολογία 

Οί άνθρωποι έρχονται πρός τόν Θεό άπό διαφορετικούς δρόμους. Ενίοτε ή συνάντηση μέ τόν Θεό είναι ξαφνική καί απροσδόκητη καί ενίοτε προετοιμασμένη άπό μακρά διαδρομή αναζητήσεων, αμφιβολιών, απογοητεύσεων. Σέ κάποιες περιπτώσεις ό Θεός «προφταίνει» τόν άνθρωπο αιφνιδιάζοντας τον. σέ άλλες ό άνθρωπος βρίσκει τόν Θεό, στρεφόμενος πρός Αυτόν. 

Αυτή ή στροφή μπορεί νά συμβεί νωρίς ή άργά, κατά τήν παιδική ηλικία ή κατά τή νεανική, κατά τήν ώριμη ή τήν προχωρημένη. Δέν υπάρχουν δύο άνθρωποι, πού νά έφτασαν στόν Θεό άπό τόν ϊδιο δρόμο. Δέν υπάρχει πεπατημένη οδός, όπου νά μπορεί ό ένας νά συμπορευτεί μέ κάποιον άλλο. 

Ό καθένας έδώ είναι πρωτοπόρος, καθένας πρέπει νά κάνει όλο τόν δρόμο μόνος του καί νά βρεϊ τόν προσωπικό του Θεό, στόν Όποιο λέμε: «ό Θεός, ό Θεός μου!» (Ψαλμ. 62:2). Ό Θεός είναι ένας καί ό Αυτός γιά όλους τους ανθρώπους, άλλά πρέπει νά ανακαλυφθεί άπό έμενα καί νά γίνει δικός μου.


"Ενα άπό τά παραδείγματα ξαφνικής στροφής τού άνθρωπου είναι ό απόστολος Παύλος. Πρίν γίνει απόστολος, ήταν πιστός Ιουδαίος καί μισούσε τόν χριστιανισμό ώς βλαβερή καί επικίνδυνη αίρεση: «έχοντας απειλητικές καί φονικές διαθέσεις» πήγαινε στή Δαμασκό διατεθειμένος νά προκαλέσει μεγάλο κακό στήν Εκκλησία. "Οταν είχε ήδη πλησιάσει στήν πόλη, «ξαφνικά τόν φοότισε μιά αστραπή άπό τόν ουρανό. 

Αυτός έπεσε στή γή κι άκουσε μιά φωνή νά τοϋ λέει: "Σαούλ. Σαούλ, γιατί μέ καταδιώκεις;"."Ποιος είσαι. Κύριε;", ρώτησε. Κι ό Κύριος τοϋ απάντησε: "Έγώ είμαι ό Ιησούς, πού εσύ καταδιώκεις"» (Πράξ. 9:1-5). "Εκθαμβος άπό τό θεϊκό φώς. ό Σαύλος έχασε τήν όραση του τρεις ημέρες δέν είδε, δέν έφαγε ούτε ήπιε. "Επειτα έλαβε τό Βάπτισμα, είδε καί έγινε απόστολος τοϋ Χριστού, εκείνος πού μοιραία «περισσότερο άπό όλους» κοπίασε γιά τό κήρυγμα τοϋ Ευαγγελίου (Α' Κορ. 15:10). Αμέσως μετά τό Βάπτισμα του πήγε νά κηρύξει Αυτόν τόν Χριστό. Αυτόν πού τοϋ αποκαλύφθηκε προσωπικά, πού έγινε δικός του Θεός.


Νά καί ένα παράδειγμα ενός συγχρόνου μας. τού μητροπολίτη Σουρόζ Αντωνίου. Στήν παιδική του ηλικία ήταν άθεος καί όσα άκουγε γιά τόν Χριστό δέν τού προκαλούσαν καμιά συμπάθεια γιά τόν χριστιανισμό. Κάποτε, αγανακτισμένος άπό τό κήρυγμα ενός ιερέα, αποφάσισε νά ελέγξει, εάν ό χριστιανισμός πραγματικά είναι τόσο απωθητικός, όσο τόν παρουσιάζουν στίς γλυκερές διηγήσεις. Πήρε τήν Καινή Διαθήκη, επέλεξε άπό τά τέσσερα Ευαγγέλια τό συντομότερο, ούτως ώστε νά μή σπαταλήσει πολύ χρόνο, καί άρχισε νά διαβάζει. 

«Ένώ διάβαζα τό κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», διηγείται ό ίδιος, «ανάμεσα στό πρώτο κεφάλαιο καί τήν άρχή τοϋ τρίτου, ένιωσα ξαφνικά ότι στήν άλλη πλευρά τού τραπεζιού, όπου ήμουν καθισμένος, Κάποιος στεκόταν άοράτως, άλλά απολύτως αίσθητά. Όταν σήκωσα τά μάτια, τίποτα δέν ειδα. τίποτα δέν άκουσα, καμιά αισθητή εντύπωση δέν είχα. άλλά είχα απόλυτη βεβαιότητα, ότι στήν άλλη πλευρά στεκόταν ό Ιησούς Χριστός...


Άπό αύτό άρχισε γιά μένα ή ολοκληρωτική ανατροπή... Αισθάνθηκα ότι κανένας άλλος σκοπός δέν μπορεί νά υπάρχει στή ζωή. έκτος άπό τό νά μοιραστώ μέ τούς άλλους αυτή τή χαρά πού μεταμορφώνει τή ζωή καί ή οποία μοΰ αποκαλύφθηκε εις έπίγνωσιν τοϋ Θεοϋ καί τοϋ Χριστού. 

Καί τότε. έφηβος ακόμη, άρχισα εύκαίρως άκαίρως, στό σχολικό θρανίο, στό μετρό, στίς παιδικές κατασκηνώσεις, νά μιλώ γιά τόν Χριστό, όπως αποκαλύφθηκε σε μένα: ώς ζωή. ως χαρά, ως νόημα, ως κάτι τόσο νέο, ώστε νά ανακαινίζει τά πάντα... Θά μπορούσα νά πώ μαζί μέ τόν απόστολο Παύλο: "Αλίμονο μου άν δέν κηρύττω τό ευαγγέλιο!" (Α' Κορ. 9:16). Αλίμονο, διότι τό νά μή μοιραστώ αυτό τό θαύμα, αυτό τό θαύμα πού έπετελέσθη, θά ήταν έγκλημα ενώπιον τοϋ Θεοϋ καί τών ανθρώπων, πού διψούν τώρα σέ όλη τή γή τόν ζωντανό λόγο περί Θεοϋ, άνθρωπου, ζωής...».


Λιγότερο ξαφνική, άλλά όχι λιγότερο αναπάντεχη ήταν ή στροφή πρός τή θρησκεία τοϋ Γάλλου ιστιοπλόου Μπερ¬νάρ Μουατεσιέ. Συμμετείχε σέ ατομικούς αγώνες γιά τόν περίπλου τής γής, τόν νικητή τών οποίων περίμενε τεράστιο χρηματικό βραβείο καί παγκόσμια δόξα, προχωρούσε μέ σιγουριά πρός τό τέρμα καί είχε όλες τίς πιθανότητες, ώστε νά υπολογίζει στή νίκη (ήδη τοϋ ετοίμαζαν πανηγυρική υποδοχή στήν Αγγλία). Αναπάντεχα γιά όλους άλλαξε διαδρομή καί κατεύθυνε τό ιστιοφόρο πρός τίς ακτές τής Πολυνησίας... 

Μόνο μετά αρκετούς μήνες μπόρεσαν νά μάθουν, γιατί βγήκε άπό τούς αγώνες. Ευρισκόμενος πολύ χρόνο μόνος του μαζί μέ τόν ωκεανό καί τόν ουρανό, όλο καί βαθύτερα συλλογιζόταν τό νόημα της ζωής καί όλο καί λιγότερο ελκυστικός τοΰ φαινόταν αυτός ό στόχος, τόν όποιο επρόκειτο νά κατακτήσει: χρήματα, επιτυχία, δόξα. Στόν ωκεανό ένιωσε τήν πνοή της αιωνιότητας, αισθάνθηκε τήν παρουσία τοΰ Θεού καί δέν ήθελε πιά νά επιστρέψει στήν συνήθη κοσμική ματαιότητα.





  











Βεβαίως, ή στροφή πρός τόν Θεό σπάνια είναι ξαφνική καί αναπάντεχη: πιό συχνά ό άνθρωπος ψάχνει πολύ καιρό, προτού νά βρει. Ό μακάριος Αυγουστίνος έπρεπε νά περάσει μέσα άπό πολλές πλάνες καί δοκιμασίες, νά διαβάσει πλήθος φιλοσοφικών καί θεολογικών βιβλίων, προτού στά τριάντα τρία του χρόνια καταλάβει ότι δέν μπορεί νά ζήσει χωρίς τόν Θεό. Στήν εποχή μας μερικοί αρχίζουν νά ψάχνουν τήν αφηρημένη καί θεωρητική «αλήθεια» καί φτάνουν στήν ανακάλυψη τού Προσωπικού Θεού. Κάποιες φορές φτάνουν στόν χριστιανισμό άπό πλάγιο δρόμο διά μέσου ανατολικών θρησκειών καί λατρειών, βουδισμού, γιόγκας. Άλλοι φτάνουν στόν Θεό έχοντας ζήσει καταστροφές: απώλεια κοντινών προσώπων, θλίψεις, ασθένεια, κατάρρευση ελπίδων. Στή δυστυχία ό άνθρωπος αισθάνεται τή φτώχεια του, καταλαβαίνει ότι τά έχασε όλα καί δέν έχει τίποτα, έκτος άπό τόν Θεό. Τότε μπορεί νά κράξει πρός τόν Θεό de profundis, εκ βαθέων (Ψαλμ. 129:1), έξ αβύσσου θλίψεως καί απελπισίας.


Ή στροφή πρός τόν Θεό μπορεί νά συμβεί χάρη σέ μιά συνάντηση μέ έναν αληθινό πιστό: ιερέα, ευσεβή λαϊκό. Ό Χριστός είπε: «"Ετσι νά λάμψει καί τό δικό σας φώς μπροστά στους ανθρώπους, γιά νά δούν τά καλά σας έργα καί νά δοξολογήσουν τόν ουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5:16). Έάν οί χριστιανοί άστραφταν τό θεϊκό φώς, έάν στά μάτια τους αντικατοπτριζόταν ή θεία αγάπη, αυτή θά ήταν ή καλύτερη μαρτυρία γιά τόν Θεό καί τεκμήριο τής υπάρξεως Του. Κάποιος νέος αποφάσισε νά αφιερώσει τή ζωή του στόν Θεό. αφότου είδε έναν ιερέα, ό όποιος στά μάτια του μεταμορφώθηκε, όπως ό Χριστός στό Θαβώρ, καί άστραψε μέ ουράνιο φώς...




Υπάρχει καί ή πιό φυσική, όπως φαίνεται, οδός πρός τόν Θεό: τό παιδί γεννιέται σέ θρησκευόμενη οικογένεια καί μεγαλώνει ώς πιστός. Κι εδώ, όχι λιγότερο, ή πίστη, άν καί πιθανώς προγονικής προελεύσεως, πρέπει νά γίνει αντικείμενο συλλογισμού καί νά επιτευχθεί μέ μόχθο άπό τόν ϊδιο τόν άνθρωπο, πρέπει νά γίνει μέρος τής δίκης του προσωπικής εμπειρίας. Είναι γνωστές περιπτώσεις, κατά τίς όποιες άπό θρησκευόμενες ή ακόμη καί ιερατικές οικογένειες βγήκαν άθεοι: άρκεϊ νά θυμηθούμε τούς Τσερνιτσέφσκι καί Ντομπρολιούμπωφ. οί όποιοι καί οί δύο κατάγονταν άπό τό περιβάλλον τού κλήρου, άλλά αποκόπηκαν άπό τή θρησκευτικότητα τών προγόνων τους. Οι πιστοί δέν γεννιούνται. Ή πίστη δίνεται, άλλά δίνεται κατόπιν προσπαθειών καί ώς κατόρθωμα εκείνου πού τή ζήτησε





                            2.   Clement olivier

                                     αυτοβιογραφικό απόσπασμα


  Ὁ συγγραφέας  γνωστὸς θεολόγος σήμερα ἀφηγεῖται τὰ παιδικά του χρόνια μέσα σ’ ἕνα συνειδητὰ ἀθεϊστικὸ περι­βάλλον καὶ τὶς ἀφετηρίες τῶν προσωπικῶν, ἐκείνων, ἀναζητήσεων ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσαν, ἀργότερα, ν’ ἀσπαστεῖ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. 

 Ὁ Θεὸς γινόταν τὸ μεγάλο μυστικὸ τῆς ἐποχῆς μας. Δὲ μοῦ μίλησαν ποτὲ γι’ αὐτόν. Κι ἀκόμα λιγότερο γιὰ τὸν Χριστό. Ὅταν κάποτε ἔκανα στὸν πατέρα μου τὶς ἀποφασιστικὲς ἐρωτήσεις: «Γιατί ζοῦμε; Γιατί πεθαίνουμε;» μ’ ἀπάντησε θυμᾶμαι βρισκόμουνα στὰ ἑπτὰ ἢ στὰ ὀχτώ μου χρόνια: Ὅταν πεθαίνουν, δὲν ὑπάρχει, παρὰ τὸ μηδέν. Ὅμως, παρ’ ὅλο αὐτό, πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νάμαστε καλοί, νάμαστε δίκαιοι. Κι οἱ ἄλλοι τί κάνουν; Ξέρεις πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲν ὑπακούουν, παρὰ μονάχα στὸ συμφέρον τους. Ὅμως, πρέπει, παρ’ ὅλο αὐτό… Ὁ πατέρας μου, ὅταν ἀπαντοῦσε σὲ τέτοιες ἐρωτήσεις ἔδειχνε παράξενος. Ἡ ἰδεολογία τῶν πρότυπων σχολῶν τῆς ἀρχῆς τοῦ αἰώνα μας [20οῦ] χρωματισμένη μὲ λίγο σοσιαλισμό, ποὺ εἶχε καταντήσει θλιμμένος, σχηματοποιόταν ἀπ’ αὐτὸν αὐθόρμητα. Γιὰ τὸ θεμελιακὸ θέμα, ποὺ τὸ ἐρευνοῦσε μέσα στὴ βιογραφία τοῦ ἁγίου Σεργίου, δὲν εἶχε λεξιλόγιο νὰ μιλήσει. Μιὰ μόνη λέξη σφράγιζε τὴν τυποποιημένη φιλοσοφία του: τὸ μηδέν.

Μὲ τὴν ἀδερφή μου − εἶναι δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου, εἶναι μιὰ μεγάλη ἀδερφὴ  περνῶ κάτω ἀπὸ μιὰ ὄμορφη γέφυρα τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα. Ἡ γέφυρα αὐτὴ συνδέει τὴν παλιὰ πόλη μὲ τὸν λόφο. Ἐκεῖ κανονίσαμε νὰ πᾶμε, γιὰ νὰ λουστοῦμε στὸ φῶς.  Εἶναι παλιὰ ἡ γέφυρα; Ὤ, ναί! Τὴ χτίσαν τὸν καιρὸ τοῦ Λουδοβίκου τοῦ δέκατου πέμπτου. Πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ μᾶς, τὴν εἶδαν. Καὶ θὰ τὴ δοῦν πολλοὶ ὕστερα ἀπὸ μᾶς.  Κι ἐμεῖς;  Τὸ ξέρεις… ἐμεῖς θάμαστε νεκροί… Τί εἶναι ὁ θάνατος;  Εἶναι τὸ μηδέν. Μιὰ στιγμή. Δὲ μπορῶ πιὰ ν’ ἀναπνεύσω. Μονάχα ἀναπνέοντας δυνατά, ὅπως εἶχα μάθει, μαζεύοντας τὴν κοιλιά, λιγοστεύει κανεὶς τὴν ἀγωνία. Καλοὶ ἄνθρωποι, σοφοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δουλεύετε γιὰ χρόνια πολλὰ σὲ πανεπιστημιακὴ καρριέρα, δίχως ποτὲ ν’ αὐτοκτονήσετε (ὅμως, μερικοὶ ἀπ’ τοὺς φοιτητές σας αὐτοκτονοῦν) μέσα στὴν καταπίεση ἑνὸς αὐτονομημένου λεξιλογίου ἐπειδὴ δὲν παραπέμπει, παρὰ στὸν ἑαυτό του ἔτσι, ποὺ ὅλα καταντοῦν ἀνακόλουθα, ἀνόμοια, ἀδιάφορα.

Καλοὶ ἄνθρωποι, σοφοὶ ἄνθρωποι, ἐσεῖς φαντάζεστε, πὼς δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ ρωτήσω κάποιον γιὰ τὸ νόημα, γιὰ τὸ μή νόημα ἢ γιὰ τὴν ἀπουσία τοῦ νοήματος τῆς λέξης «μηδέν». Ὅταν πεθαίνουν, ὑπάρχει τὸ μηδέν. Ὅλοι οἱ προηγούμενοι ἔχουν πεθάνει. Κι ὅλοι οἱ ἑπόμενοι θὰ πεθάνουν.

Κατοικοῦμε κοντὰ σ’ ἕνα σταθμό. Τὰ τρένα, τὰ τρένα εἶναι γεμάτα ἀπὸ πρόσωπα, ποὺ δὲ θὰ μπορέσω ποτὲ πιὰ νὰ τὰ ξαναδῶ. Τὰ τείχη μ’ ἐνοχλοῦν: ποιός κατοικεῖ πίσω ἀπ’ αὐτά; Ἀκόμα κι ἂν τὸ ἤξερα γιὰ τοῦτο τὸν τοῖχο, ποὺ ὀρθώνεται μπροστά μου, στὸ βάθος τῆς αὐλῆς ὑπάρχουν κι ἄλλοι, ὁλοένα κι ἄλλοι. Κάποτε μᾶς πῆγαν ὅλους τοὺς μαθητὲς τοῦ σχολείου μου στὸ δημοτικὸ θέατρο, γιὰ νὰ δοῦμε τοὺς φολκλορικοὺς χοροὺς μιᾶς χώρας τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης. Ἀγάπησα μιὰ χορεύτρια, ποὺ μίλησα μαζί της ἐκεῖ. Ἔφυγε γιὰ πάντα. Ἄρχισα νὰ σκαλίζω ἀδιάκοπα, γιὰ χάρη της, μαλακὲς πέτρες στὴν αὐλὴ καὶ νὰ τὶς θάβω, λειτουργώντας τὸ τελετουργικὸ τῆς ἀπελπισίας.

Τὰ πολυαγαπημένα μου ἀστέρια, ξαφνικά, μὲ γέμιζαν μὲ τρόμο: ἴσως  ἔλεγε κάποιος μέσα μου  νάναι σβησμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια κι ἐμεῖς νὰ βλέπαμε μὲ τὰ μάτια μας τὰ φαντάσματα τῶν πτωμάτων τους. Ἡ νύχτα κι ἡ ἀγωνία μὲ ξυπνοῦσαν. Μέσα στὴ νύχτα, κάποιο πράγμα, κάποιος εἶχε καθίσει πάνω στὸ στῆθος μου καὶ μοῦ προκαλοῦσε ἀσφυξία. Τὸ νομάτιζα «μηδέν». Τώρα ξέρω τὸ πραγματικό του ὄνομα. Δὲν ἄντεχα πιὰ τὸν ἀκανόνιστο χτύπο τοῦ αἵματός μου, ποὺ ἀναμεταδινόταν στὸ μαξιλάρι μου. Ἔτρεχα στὸ παράθυρο. Κι ἀπὸ κεῖ ἔβλεπα τὰ νεκρὰ ἀστέρια, τὸ παράλογο ἄπειρο, τὸ διάστημα, ποὺ ἁπλωνόταν ἀκόμα κι ἀκόμα. Τίποτα πάνω ἀπ’ τὸ κενὸ καὶ μετὰ τὸ κενό.

Ἀνοιγόταν μιὰ τρύπα ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές, ἔτσι, ποὺ νὰ πέφτει κανεὶς ἀδιάκοπα, μὲ μιὰ σιωπηλὴ κραυγή. Ρώτησα: Τί ὑπάρχει πιὸ μακριὰ ἀπ’ τὰ ἀστέρια; − Κι ἄλλο μαῦρο, κι ἄλλα ἀστέρια. Καὶ πιὸ μακριά; − Ἀκόμα κι ἄλλο, πάντοτε, χωρὶς τέλος, χωρὶς τέλος… Ἔτσι ἔζησα, μὲ τὸν τρόπο μου, αὐτὴ τὴν ἀνακάλυψη, ποὺ ἀφανίζει τὴ Δύση καί, ξεκινώντας ἀπ’ αὐτή, σιγά-σιγὰ ὁλόκληρη τὴ γῆ, ἀπ’ τὴν ἐποχὴ τοῦ δέκατου ἕβδομου αἰώνα: ὁ μαῦρος οὐρανός, τὸ κενό. Καὶ τὸ ἄγγελμα, ποὺ ὁ Ἰωάννης-Παῦλος κι ὁ Βινὺ ἔχουν βάλει στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ: ὁ οὐρανὸς εἶναι κενός, ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θάνατος.

Ἀργότερα διάβασα τὴν κραυγὴ τοῦ τρελλοῦ: «Τί κατορθώσαμε, ὅταν ξεκολλήσαμε τὴ γῆ ἀπ’ τὸν ἥλιο της; Ποῦ πάει ἡ γῆ τώρα; Ποῦ θὰ πᾶμε καὶ μεῖς οἱ ἴδιοι; Μακρυὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἥλιους; Δὲ γκρεμιζόμαστε ἀδιάκοπα; Μπροστά, πίσω, στὰ πλάγια, ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές; Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα «πάνω», ἕνα «κάτω»; Δὲν προχωροῦμε χαμένοι μέσα σ’ ἕνα ἀπέραντο ἄπειρο; Δὲ νοιώθουμε τὸ φύσημα τοῦ κενοῦ στὸ πρόσωπό μας; Δὲν κρυώνουμε; Δὲν ἔρχεται ἡ νύχτα, πάντοτε περισσότερη νύχτα;»

Ἡ ἐμπειρία τοῦ κακοῦ, καθημερινὸ νόμισμα τοῦ θανάτου, σιγά-σιγὰ μὲ συνέπαιρνε: ὁ πόνος, ποὺ δὲ βαθαίνει τὴν ὕπαρξη, ἡ κατάπτωση, ὁ θάνατος τῶν νεαρῶν ὑπάρξεων. Ἀκόμα, τὸ ἱστορικὸ κακό, ἡ ἀνεργία, ἡ οἰκονομικὴ ἀσφυξία, ἡ αὔξηση τῶν ὁλοκληρωτισμῶν καὶ τῶν πολέμων. Ὅλα αὐτὰ ἔπαιρναν, γιὰ μένα, τὸ γκρίζο χρῶμα τοῦ «μηδέν», ὅπως οἱ χέρσες περιοχὲς τῆς πόλης, στὶς ὁποῖες ἄρχισα ν’ ἀλητεύω. Καὶ δὲν ὑπῆρχε καταφύγιο.

Δὲν εἶχα μπεῖ ποτὲ σὲ μιὰ ἐκκλησία. Οὔτε ποὺ μοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα. Κι ἂν ἔκλειναν ὅλες τὶς ἐκκλησίες, δὲ θὰ τόπαιρνα εἴδηση. Ὅταν ἔκανα τὸ πρῶτο μου ταξίδι στὸ Παρίσι εἴμουνα δώδεκα χρονῶν. Οἱ γονεῖς μου ἐπισκεφτήκανε τότε πολλὲς ἐκκλησίες ἀπὸ χρέος «πολιτιστικό». Νομίζω, πώς, ἴσως, ὁ πατέρας μου ζητοῦσε κάτι ἄλλο σ’ αὐτὴ τὴν ἄσκοπη περιπλάνηση. Ακολουθοῦσα ἐνοχλημένος. Οἱ μόνες, ποὺ μὲ γοήτεψαν ἦταν οἱ κολῶνες τῆς Παναγίας, αὐτὰ τὰ λεπτοκαμωμένα δεμάτια, ποὺ ἀνέβαιναν, ἀνέβαιναν καὶ μοῦ φαινόταν πὼς χάνονταν στὸ μισόφωτο.

Ὁ Θεὸς τῆς γοτθικῆς τέχνης ἔχει ἐξοριστεῖ στὸν οὐρανό. Κι ὁ οὐρανὸς εἶναι ἄδειος, τὸ ἤξερα. Οἱ κολῶνες τῆς Παναγίας ἦταν γιὰ μένα σὰ μιὰ φωτιὰ ἀρχιτεκτονικῆς τέχνης, ποὺ τραβοῦσε πρὸς τὸ κενό. Μιὰ ἀνάμνηση πιὸ παλιά. Μιὰ πλατεία μὲ μαύρη ἄσφαλτο. Ἕνας πελώριος γκριζοπράσινος σταυρός. Πάνω στὸν σταυρὸ ἕνας ἄνθρωπος πεθαμένος. Πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του μιὰ ἐπιγραφή: Ι.Ν.Β.Ι. Φανταζόμουνα, πὼς ἤταν τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου. Στὴ βάση τοῦ σταυροῦ τυλιγόταν ἕνα φίδι. Στὸ στόμα του κρατοῦσε ἕνα μῆλο. Μοῦ ἄρεσε αὐτὴ ἡ «ἀνάπτυξη» τοῦ «ἑλικοειδοῦς» γύρω ἀπὸ ἕνα ἄξονα. Κι οἱ λεπτὲς νευρώσεις τῶν φύλλων, ποὺ ἔφταναν ἀκόμα καὶ στὰ κοτσάνια τῶν φρούτων.

Ὅμως, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἔβλεπα, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἦταν πεθαμένος. Χριστιανοὶ καὶ πρέπει νὰ τὸ προσδιορίσω  Χριστιανοὶ τῆς Δύσης, γιατί ἔχετε ἀναπαραστήσει παντοῦ τὸν Χριστὸ σὰν πτῶμα, σὰν ἕναν πεθαμένο δίχως ἐλπίδα; Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου; Τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἕνα πτῶμα. Τὸ Πνεῦμα δὲ σταμάτησε νὰ τὸ διαπερνάει… Πρὶν τρία χρόνια πέρασα μερικὲς βδομάδες τοῦ καλοκαιριοῦ σὲ μιὰ ὑπέροχη κοιλάδα τῶν Πυρηναίων, πού ‘χε μιὰ γλυκύτητα πράσινη καὶ γκρίζα. Ἡ περιοχὴ αὐτή, γιὰ μακρὸ διάστημα, εἶναι χώρα τῆς Χριστιανοσύνης. Παντοῦ ὑπῆρχαν σταυροὶ ἀπὸ γκρίζα πέτρα. Κι ὁ Ἰησοῦς νεκρός. Τὸ μικρό μου ἀγόρι ἦταν τότε στὰ τρία του χρόνια. Δὲ μποροῦσα νὰ τοῦ πῶ, πὼς ὁ Ἰησοὺς εἶναι ἀναστημένος. Οἱ σταυροὶ μὲ διάψευδαν. Ὁ θάνατος καταβρόχθιζε τὴ ζωή. Αὐτὸ τουλάχιστον ἔβλεπε.

Πάει καιρός, ποὺ κι ἐγὼ βλέπω αὐτό. Περπατάω μαζὶ μ’ ἕνα φίλο, μέσα σὲ μία δεντροστοιχία ἀπὸ ἀμυγδαλιές. Ἐκεῖνος μοῦ μιλάει γιὰ τὴν ἱστορία, γιὰ τὸ ἀνέβασμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς προόδου. Διστάζει ἀνάμεσα στὴν εὐτυχία καὶ στὸ μεγαλεῖο.  Κι ἐγώ, τοῦ λέω, φεῦ… Ἀπὸ τί;  Ἀπ’ ὅλα. Δὲν ὑπάρχουν, παρὰ μονάχα πρόσωπα. Ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση, ποὺ καθένας ἀπὸ μᾶς μποροῦσε νὰ ζήσει χίλια χρόνια, ἕνα ἑκατομμύριο χρόνια, ἂν ὅλα καταβροχθίζονται μέσα στὸ μηδέν, γιατί νὰ ζήσουμε καὶ γιατί δὲ θάταν καλύτερο νὰ μὴν ὑπάρξουμε; Ἢ τότε, ἂς ξεχνᾶμε. Τότε ὅλα πρέπει νὰ τὰ ξεχνᾶμε. Ὅμως, δὲν ξεχνᾶμε ἡ λήθη δὲν εἶναι ἀλήθεια δὲ μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε. Κι ὅμως, ὁ Θεὸς ἦταν ἐκεῖ. «Ὁ ἐρχόμενος». Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἀγωνία.








                                         ΤΟ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ


Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του.


Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακρυά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα ονειρά τους.


Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά ανάπηροι στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδωκόμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία.


Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην δηθενικότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων.

Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής.

Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουιτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρνουν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους.


Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς και ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές, είναι το θεικό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής. Το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωινό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου.


Φθινόπωρο 2013. Γιώργος Δ. Δημακόπουλος. Δημοσιογράφος. Icon by Serhei Vandalovskiy.                         





                                       ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ
                                                 Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ

Να αγαπάς τον Θεό έτσι όπως Εκείνος μας πρόσταξε να τον αγαπάμε και όχι όπως τον αγαπούν τάχα οι πλανεμένοι ονειροπόλοι.


Μην επιδιώκεις εκστάσεις, μην προξενείς στον εαυτό σου νευρική έξαψη,μη φλογίζεις την καρδιά σου με φλόγα σαρκική,με τη φλόγα του αίματος σου. Θυσία ευπρόσδεκτη από τον Θεό είναι η ταπείνωση της καρδιάς και η συντριβή του πνεύματος.Αποστρέφεται ο κύριος τη θυσία που του προσφέρεται με αυτοπεποίθηση με υπερηφάνεια έστω κι αν πρόκειται για Ολοκαύτωμα.


Η υπερηφάνεια ταράζει τα νεύρα, θερμαίνει το αίμα, διεγείρει τη φαντασία συντηρεί τη ζωή της πτώσεως. Η ταπείνωση γαληνεύει τα νεύρα, κατευνάζει την κυκλοφορία του αίματος, καταπαύει την ονειροπόληση, τερματίζει τη ζωή της πτώσεως, δίνει τη ζωή που έφερε ο Ιησούς Χριστός. Η υπακοή είναι για τον Κύριο καλύτερη από κάθε θυσία και η υποταγή στο θέλημα του ανώτερη από το λίπος των κριαριών» είπε ο προφήτης Σαμουήλ στον βασιλιά Σαούλ, που τόλμησε να προσφέρει στον Θεό θυσία ανάρμοστη. Αν λοιπόν θέλεις να προσφέρεις στον Θεό τη θυσία της αγάπης μην την προσφέρεις αυθαίρετα και αλόγιστα, να την πρόσθεση με ταπείνωση όταν και όπου όρισε ο Θεός. Ο πνευματικός τόπος που μας δόθηκε εντολή να προσθέσουμε πνευματικές θυσίες είναι η ταπείνωση.


Θέλεις να διδαχθείς την αγάπη προς τον Θεό; Με επιμέλεια να μελετάς το Ευαγγέλιο τις εντολές του κυρίου και να προσπαθείς να τις εφαρμόζεις στην πράξη, αποκτώντας έτσι σιγά σιγά τις ευαγγελικές αρετές και κάνοντάς τες έξεις σου,ιδιότητες της ψυχής σου. Χαρακτηριστικό του ανθρώπου που αγαπά είναι η ακριβής εκπλήρωση του θελήματος του αγαπημένου του προσώπου.


Με την σταθερή απομάκρυνση από το κακό και την οικείωση των ευαγγελικών αρετών φτάνουμε στην αγάπη προς τον Θεό. Με τον ίδιο τρόπο παραμένουμε σε αυτή την αγάπη: «Αν τηρήσετε τις εντολές μου, θα μείνετε πιστοί στην αγάπη μου» είπε ο Σωτήρας.


Η τελειότητα της αγάπης βρίσκεται στην ένωση με τον Θεό. Η πρόοδος στην αγάπη συνοδεύεται από ανέκφραστη πνευματική παρηγοριά, γλυκύτητα και φώτιση. Αλλά στην αρχή του αγώνα του ο μαθητής της αγάπης πρέπει να πολεμήσει σκληρά με τον ίδιο του τον εαυτό, με τη βαριά αρρωστημένη φύση του. Το κακό λόγο του προπατορικού αμαρτήματος έγινε στοιχείο της φύσεώς μας, έγινε νόμος γι αυτή τη μεταπτωτική φύση, νόμος που αντιστρατεύεται τον νόμο του Θεού, τον νόμο της Αγίας αγάπης.


Να θυμάσαι πάντα πως η αγάπη προς τον Θεό είναι η ύψιστη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να ετοιμάσει τον εαυτό του με την καθαρότητα και την ταπεινοφροσύνη, για να δεχθεί αυτή τη δωρεά, με την οποία αλλοιώνονται ο νους, η καρδιά και το σώμα.


Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ



                     

                              Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.

Ο Θεός είναι φως, και δίνει τη λαμπρότητά Του σ” εκείνους που καθαρίζουν τη σβησμένη λαμπάδα της ψυχής τους κι’ ενώνονται με το «Θείον πυρ». Θαύμα παράδοξο! Ο άνθρωπος να ενώνεται με τον Θεό όχι μόνο πνευματικά, αλλά και σωματικά. Άνθρωπος και Θεός να γίνονται ένα, όπως ένα είναι και το ζωντανό ανθρώπινο σώμα με την ψυχή. Με την ένωση αυτή ο άνθρωπος γίνεται «κατά χάριν Θεός», όπως λέει ο ψαλμωδός Δαβίδ: «Εγώ είπα, θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες».

Ο Χριστός βεβαίωσε: «Ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν. Εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτόν και εις το πυρ βάλλουσι. Μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν». Πως όμως μένουμε εμείς στον Χριστό κι’ Αυτός σε μας;

Την απάντηση μας την έδωσε ο Ίδιος, όταν, λίγο πριν από το πάθος Του, προσευχήθηκε στον Πατέρα: «Συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν ώσιν…καγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσιν τετελειωμένοι εις εν…». Αλλά και στους μαθητές Του με σαφήνεια είπε: «Πιστεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί … εγώ εν τω πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν».

Εναργέστατα είναι τα θεϊκά κι’ αλάθητα λόγια του Κυρίου. Όπως ο Πατέρας είναι ενωμένος με τον Υιό Του, έτσι κι’ εμείς είμαστε ενωμένοι με τον Θεό. Και όπως ο Πατέρας μένει «κατά φύσιν εν τω Υιώ», έτσι και όσοι πίστεψαν στον Χριστό και αναγεννήθηκαν «δια Πνεύματος Αγίου», μένουν «κατά χάριν εν τω Θεώ» και ο Θεός μένει σ’ αυτούς ως «κατά χάριν υιούς» Του.

Τι θαυμαστή, θεανθρώπινη ένωση! Η ένωση όμως Πατέρα και Υιού δεν είναι παρά ένωση άπειρης και άφατης αγάπης. Και η αγαπη του Υιού προς τον Πατέρα φανερώνεται με την «εν άκρα ταπεινώση» άρνηση του θελήματός Του και την εκπλήρωση του θελήματος του πατρός.

Αυτό ακριβώς χαρακτηρίζει πρωταρχικά την Θεία Ένωση. Αυτό όμως πρέπει να χαρακτηρίζει και τη δική μας αγαπητική ένωση με τον Χριστό, για να είναι γνήσια: η ταπεινή εκπλήρωση του αγίου θελήματός Του, δηλαδή η τήρηση των εντολών Του. Το είπε ο ίδιος: «Εάν αγαπάτε με, τα εντολάς τας εμάς τηρήσατε… Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με… Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήση αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν».

Ο Θεός έρχεται και «ποιεί μονήν παρ’ ημίν», -με άλλα λόγια: ενώνεται μαζί μας- μόνον αν Τον αγαπάμε έμπρακτα, τηρώντας το νόμο Του. Τότε ζούμε την παρουσία Του μέσα μας. Τότε πραγματοποιείται ο λόγος Του: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι». Τότε προγευόμαστε τη μυστική και απερίγραπτη γλυκύτητα της βασιλείας Του, την άρρητη από το φθαρτό σώμα. Γιατί, όπως βεβαιώνει ο ίδιος, «ου πας ο λέγων μοι ‘Κύριε, Κύριε’ εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς».

Με όλα όσα είπαμε ως τώρα, δείξαμε τον ένα τρόπο ενώσεώς μας με τον Θεό: την τήρηση των εντολών Του. Υπάρχει όμως και άλλος, παράλληλος, που συμπληρώνει και ενισχύει τον πρώτο. Αυτός είναι η συχνή συμμετοχή μας στο μυστικό δείπνο Του, η μετάληψη των αχράντων μυστηρίων Του. Ο Ίδιος ο Χριστός πάλι είπε: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα, εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ… Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς, εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσει εις τον αιώνα… Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα».

Για να είμαστε λοιπόν ενωμένοι με τον Κύριο και να έχουμε ζωή αιώνια, πρέπει να κοινωνούμε συχνά το Σώμα και το Αίμα Εκείνου, που είναι η Πηγή της ζωής. Αλλιώς, όχι μόνον είμαστε χωρισμένοι απ’ Αυτόν, αλλά και νεκροί: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε Αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς».

Ας προσέξουμε όμως, να μην κοινωνούμε χωρίς βαθειά μετάνοια, συντριβή καρδιάς, καθαρή ζωή και πνευματική προετοιμασία, γιατί τότε η Θεία Κοινωνία όχι μόνο δεν συντελεί στην ένωσή μας με τον Χριστό, αλλά, αντίθετα, μας καταδικάζει και μας κατακαίει. «Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως», λέγει ο απόστολος Παύλος, «κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει». Γι’ αυτό «δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω».

Ας φυλάξουμε λοιπόν με προθυμία και επιμέλεια τις εντολές του Χριστού, και ας προσερχόμαστε με συναίσθηση και ακατάκριτη συνείδηση στα πανάγια μυστήριά Του, για να ενωθούμε μαζί Του• για να κληρονομήσουμε την αιώνια βασιλεία Του• για να μην υποστούμε στην παρούσα ζωή ο,τι λέει ο Τίμιος Πρόδρομος: «Ο απειθών τω Υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ’ η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν». Για να μην ακούσουμε στην άλλη ζωή τον φοβερό λόγο του Κυρίου: «Απέλθετε απ’ εμού… Ουκ οίδα υμάς!…». Για να δεχθούμε, τέλος, την πανευφρόσυνη πρόσκληση: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».

Από το βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”.