Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ.

 


             Ορθοδοξία & Ανθρώπινα Δικαιώματα


anthropina_dikaiom_01_UP



Το»καυτό» και πάντα επίκαιρο ζήτημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί το αντικείμενο της άκρως ενδιαφέρουσας εργασίας: «Ορθοδοξία και ανθρώπινα δικαιώματα: τα εμπόδια στην αμοιβαία αποδοχή και συμπόρευση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των κινημάτων για ανθρώπινα δικαιώματα»  του  Παναγιώτη Πολυχρονόπουλου.


Με αφορμή το 1ο άρθρο της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Ο.Η.Ε., το οποίο αναφέρει ότι  «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Είναι προικισμένοι με λογική και συνείδηση, και οφείλουν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα αδελφοσύνης», και το γεγονός ότι η ορθόδοξη ανθρωπολογία επίκεντρό της έχει τον άνθρωπο, επιχειρήσαμε μέσα από την παρούσα εργασία να περιγράψουμε τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Συγκεκριμένα, επιχειρήσαμε να δείξουμε ότι η Ορθόδοξη Ανθρωπολογία, αντιμετωπίζοντας τον άνθρωπο ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, ως πρόσωπο, δεν μπορεί παρά να υπερασπίζεται τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τόσο τα ατομικά και πολιτικά, όσο και τα κοινωνικά, τα οποία εκφράζουν το κοινοτικό πνεύμα και την αλληλεγγύη των χριστιανών, το αίτημα της αδελφότητας με όλους τους ανθρώπους. Τέλος, η προστασία του περιβάλλοντος, η οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, η ειρήνη και ευημερία των ανθρώπων, δεν αφήνουν αδιάφορη την Ορθόδοξη Εκκλησία και Θεολογία. Αντίθετα διαπερνούν τη λατρεία και τη ζωή της Εκκλησίας ως αιτήματα προς τον Τριαδικό Θεό.


Προσεγγίσαμε τα ανθρώπινα δικαιώματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, διερευνήσαμε την ιστορικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την πολιτική τους διάσταση, τα εμπόδια που τίθενται στην προάσπισή τους και την απονομή δικαιοσύνης για όσους τα καταπατούν. Μελετήσαμε τη στάση της Ορθοδοξίας, του πληρώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Θεολογίας όπως αυτή εκφράζεται ιστορικά μέσα από τα έργα των Πατέρων, αλλά και σύγχρονων μεγάλων θεολογικών και φιλοσοφικών μορφών του Ορθόδοξου χώρου. Επιχειρήσαμε την αποτύπωση της Ορθόδοξης διδασκαλίας γενικά, αλλά και της Ορθόδοξης ανθρωπολογίας ειδικότερα, για να καταδειχθούν οι διαφορές των υπό διερεύνηση μεγεθών και η ιδιαίτερη ανθρωπολογική προσέγγιση του καθενός. Τέλος ασχοληθήκαμε με τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και τον Ακτιβισμό, καταγράφοντας τη δική τους σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του κινήματος για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 


Τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν κατά κοινή ομολογία ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας παρόμοιας σημασίας με την  κλιματική αλλαγή και την οικονομική κρίση. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν τον άνθρωπο και τη σχέση του με την κοινωνία, τη θέση του μέσα σ’ αυτήν, αλλά και την εν γένει πορεία του ως λογικής ύπαρξης, ως πολιτισμικής και πνευματικής υπόστασης. Όντας πάγιο κοινωνικό αίτημα της νεωτερικότητας έχουν τις ρίζες τους στις αρχέγονες ανθρώπινες κοινωνίες και στις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού. Συνδέονται άρρηκτα με τη φιλοσοφία και τη θρησκεία και αποτελούν αντικείμενο της νομικής επιστήμης, η οποία με βάση τη φιλοσοφική και τη θεολογική θεώρηση του ανθρώπου, κλήθηκε κατά το παρελθόν – καλείται και σήμερα – να θεσμοθετήσει τα πλαίσια και τις αρχές που (θα) εξασφαλίζουν τη δίκαιη  λειτουργία των ανθρωπίνων κοινωνιών.


Παρά τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές καταβολές του, » το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο επιλέξαμε να πραγματευτούμε στην παρούσα εργασία, είναι κυρίως πολιτικό[1] και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Την πολιτική του διάσταση αντλεί τόσο από την Οικουμενική Διακήρυξη του 1948 όσο και από αυτή καθαυτή την έννοια του δικαιώματος, η οποία αποτελεί νομικό όρο[2] και αφορά τη σχέση του ανθρώπου – πολίτη με την οργανωμένη κοινωνία, το κράτος. Η εμπλοκή της θρησκείας και κατ’ επέκταση της Ορθοδοξίας, δια τα καθ’ ημάς, αφορά τον άνθρωπο, τη σωτηρία του οποίου υπηρετεί. Η Ορθοδοξία δομεί τη σωτηρία επί της ανθρωπολογίας την οποία οι Πατέρες της Εκκλησίας διατύπωσαν με βάση την αποκάλυψη του Θεού στην Π.Δ. και το κήρυγμα του Χριστού και των αποστόλων στην Κ.Δ.


Η ορθόδοξη ανθρωπολογία αποτελεί τη sine qua non προϋπόθεση για την αποδοχή της σωτηριώδους αλήθειας του Χριστού από τον πιστό.  Για τους Πατέρες η κατανόηση της ανθρώπινης φύσης είναι δυνατή μέσα από το γεγονός της σαρκώσεως του Χριστού του Υιού του Θεού, ο οποίος «με τη Γέννησή Του, ανακεφαλαιώνει πράγματι στη σάρκα Του κάθε τι το κτιστό, με την Ανάστασή Του το αθανάτίζει και με την έκχυση του Πνεύματος ‘επί πάσαν σάρκα’ το θεοποιεί».[3]

Ορισμένοι από τους υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανήγαγαν την Οικουμενική Διακήρυξη του 1948 σε«ιερό κείμενο»[4] και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε «παγκόσμια κοσμική θρησκεία» (worldwide secular religion)[5], «το μέτρο σύγκρισης με το οποίο μετρούμε την ανθρώπινη πρόοδο» (the yardstick by which we measure human progress)[6], ντοκουμέντο που συνοψίζει τα πιστεύω που καθοδηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά[7], «κύριο άρθρο πίστης μιας κοσμικής κουλτούρας που φοβάται πως δεν πιστεύει σε τίποτα άλλο»[8] κλπ. Απέδωσαν έτσι μια θρησκευτική διάσταση στα ανθρώπινα δικαιώματα, πράγμα που συνιστά μια επιπλέον πρόκληση προς την ορθοδοξία για να οριοθετήσει τη σχέση της με την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη στάση της απέναντι σε αυτά. Για την οριοθέτηση αυτή απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί ο καθορισμός του περιεχομένου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο καθορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί θεμελιώδες και διαχρονικό αίτημα, η αρχική έκφραση του οποίου ανάγεται στις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας οργανωμένων κοινωνιών με κανόνες δικαίου υποχρεωτικούς για όλα τα μέλη τους. Τα αρχαιότερα νομικά κείμενα, υπό τη στενή ή την ευρεία έννοια (νομοθεσίες, κώδικες ηθικής, έθιμα που αφορούν τις επί μέρους εκδηλώσεις της ανθρώπινης ζωής και συμπεριφοράς), όπως ο κώδικας του Χαμουραμπί, ο εβραϊκός νόμος στην Π.Δ., η Κ.Δ., πατερικά κείμενα, κείμενα του Ισλάμ, Ινδουιστικά,  Βουδιστικά και των άλλων ανατολικών θρησκειών κλπ, εμπεριέχουν στοιχεία για το ανθρωπολογικό και ιδεολογικό υπόβαθρο και ίσως και τους αρχικούς ορισμούς των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά και στοιχεία που αντιβαίνουν προς τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως τα νοούμε σήμερα. Για να καθορίσει, όμως, κανείς τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να καθορίσει τις έννοιες άνθρωπος και δικαίωμα.


Οι παραπάνω έννοιες υπάρχουν και στην Ορθοδοξία, με την πρώτη εξ αυτών να αποτελεί τον πυρήνα της θεολογικής της σκέψης, όχι μόνο διότι η Ορθοδοξία εστιάζει στη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά και διότι ο ίδιος ο Θεός προσλαμβάνει την ανθρώπινη σάρκα, γίνεται Θε-άνθρωπος. Είναι, επομένως, απαραίτητο να αποσαφηνισθεί η έννοια της Ορθοδοξίας σε σχέση πάντα με το περιεχόμενο των εννοιών άνθρωπος και δικαίωμα, όπως αυτά προσλαμβάνονται από την Ορθόδοξη (Εκκλησιαστική) Συνείδηση.



Η προσπάθεια εξεύρεσης ορισμών βέβαια, ενέχει πάντα τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε μια ατέρμονη αναζήτηση στον ωκεανό των αντικρουόμενων απόψεων των φιλοσόφων, των θεολόγων, των νομικών, αλλά και των εκπροσώπων άλλων επιστημονικών πεδίων που άπτονται των ανωτέρω εννοιών και φιλοδοξούν να προβάλλουν τις οικείες θεωρήσεις ως τις πλέον ακριβείς και ρεαλιστικές. Ωστόσο είναι μία διαδικασία αναπόφευκτη η οποία βέβαια πάντοτε θα υπόκειται σε κριτική με σκοπό την βελτίωση και την αποσαφήνιση





Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΑΞΙΩΝ

 

Η αναζήτηση των πανανθρώπινων αξιών

Ποιες είναι οι βασικές αρχές που μπορούν να γίνουν αποδεκτές ακόμη και από εκπροσώπους διαφορετικών θρησκειών





Του Αρχιεπισκόπου ΑΛBΑΝΙΑΣ κ. Αναστασίου


1. Κατ' αρχήν δεν νομίζω ότι υπάρχει μία άποψη. Σήμερα εξακολουθούν να επιβιώνουν 19 θρησκείες, οι οποίες υποδιαιρούνται σε 240 κλάδους1. Συγχρόνως, στους κόλπους τους υπάρχουν αντιθέσεις μεταξύ των προσκολλημένων κατά γράμμα στην παράδοση και των αναζητούντων νέα ανοίγματα στον σύγχρονο κόσμο.

Οι διάφορες θρησκείες, όπου επικράτησαν, έχουν εν πολλοίς επηρεάσει συνολικά τον ανθρώπινο βίο. Και είναι επόμενο να σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με όλες τις πλευρές των διαφόρων αξιών, των λογικών, των αισθητικών, των ηθικών, και βεβαίως των μεταφυσικών2. Διότι τα θρησκεύματα δεν κινούνται ως ανεξάρτητες οντότητες. Bρίσκονται σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση με πολλούς άλλους παράγοντες: εθνικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς. Επηρεάζουν και επηρεάζονται.

Κάθε ανεπτυγμένο θρήσκευμα έχει α) έναν υπερβατικό προσανατολισμό, που κατευθύνει προς μια απόλυτη αλήθεια, προς έναν υπέρτατο σκοπό, και β) ένα σύστημα δογματικών, αξιωματικών θέσεων ερμηνείας του κόσμου. Αυτά προσδιορίζουν τις λογικές και μεταφυσικές αξίες, τις οποίες το θρήσκευμα υποστηρίζει.

Όπως είναι προφανές, η σύγκλιση απόψεων, στις περιοχές της απόλυτης αλήθειας και του υπερβατικού προσανατολισμού που καθορίζουν, είναι πολύ δύσκολη. Οι θρησκείες μάλιστα που επηρεάζουν συνολικά πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού της γης (Χριστιανισμός και Ισλάμ), καθώς και ο προγενέστερός τους Ιουδαϊσμός, είναι θρησκείες που στηρίζονται σε θεία αποκάλυψη. Οι θεμελιώδεις αξίες περί του αληθούς, του αγαθού, του αγίου που τις διέπουν, θεωρούνται δεδομένες «άνωθεν». Οι φιλοσοφικές αναλύσεις και οι νομοθετικές ρυθμίσεις ακολουθούν.

Το άλλο θρησκευτικό ρεύμα, που πηγάζει από την ινδική και την κινεζική αναζήτηση του υπερβατικού, εκ πρώτης όψεως δεν είναι εξαρτημένο από μια άπαξ διά παντός άνωθεν αποκάλυψη. Αναπτύχθηκαν εν τούτοις διάφορες σχολές, με συγκεκριμένες θεωρίες για την απόλυτη αλήθεια. [...]

Στη σύγχρονη αναζήτηση για την επίτευξη κάποιας συγκλίσεως των θρησκειών στο θέμα των πανανθρωπίνων αξιών, η έμφαση δίνεται κυρίως στις «ηθικές αξίες». Δεν πρέπει όμως να παραθεωρείται ότι οι λογικές, οι αισθητικές, οι ηθικές, οι μεταφυσικές αξίες συμπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται, όπως τα διάφορα συστήματα του οργανισμού: νευρικό, μυϊκό, κυκλοφορικό.

2. Από τα τέλη του 19ου αιώνος έγιναν προσπάθειες για μια καλύτερη αλληλογνωριμία και προσέγγιση ανθρώπων διαφόρων θρησκευμάτων, με διεθνή διαθρησκειακά συνέδρια και οργανισμούς. Προσπάθειες όμως για μονιμότερες δομές δεν τελεσφόρησαν. Η προσέγγιση κινήθηκε σε πιο βατό έδαφος, όταν καθορίσθηκαν συγκεκριμένα ζητήματα και στόχοι, με αναφορά σε σύγχρονα θέματα που αντιμετωπίζει όλη η ανθρωπότητα. Π.χ. η «Παγκόσμια Συνέλευση για τη Θρησκεία και την Ειρήνη» (World Conference oReligioand Peace) βρήκε μεγαλύτερη ανταπόκριση σε πολλές χώρες και συνεχίζει τη δράση και τις παρεμβάσεις της. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 σημειώθηκε επιτάχυνση διαθρησκειακών συνεδρίων, με την ελπίδα ότι αυτό θα βοηθούσε στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τη στήριξη της ειρήνης. Η αναζήτηση για κοινώς αποδεκτές πανανθρώπινες αξίες πολύτροπα επιταχύνεται.

Στην εποχή μας, όλο και περισσότερο συνειδητοποιείται η ιστορική πρόκληση και ευθύνη των θρησκευτικών κοινοτήτων έναντι της ενιαίας ανθρωπότητος. Διανοούμενοι που ανήκουν σε διάφορα θρησκεύματα, έστω και αν ορμώνται από διαφορετικές προϋποθέσεις, καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να συμφωνήσουν σε ορισμένες βασικές θέσεις.

[...] Εν τούτοις, πρέπει να αποφευχθούν οι απλουστεύσεις. Προ καιρού, ένας γνωστός μου καθηγητής πανεπιστημίου μού τηλεφώνησε για να με παρακινήσει να πάρουμε μια πρωτοβουλία για την ειρήνη. Η πρότασή του ήταν να συγκεντρωθούν ηγέτες και διανοούμενοι των μεγάλων θρησκευμάτων και να αποφασίσουμε να διαγράψουμε από τα ιερά μας κείμενα ό,τι αντιστρατεύεται στην ειρήνη και ενισχύει τον πόλεμο. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Διότι οι ιερές γραφές των διαφόρων θρησκευμάτων έχουν για τους οπαδούς τους αδιαπραγμάτευτο κύρος και δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση όπως τα συντάγματα των κρατών. Ούτε μπορεί να υπάρξει κάποιο όργανο, ένα είδος θρησκευτικού ΟHΕ, που θα τολμούσε να επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Ο μόνος τρόπος ενισχύσεως της ειρηνικής προσπάθειας σε παγκόσμιο πεδίο είναι η καλλιέργεια ηπίου κλίματος μεταξύ των εκπροσώπων των θρησκευμάτων, η τόνωση του ειρηνικού πυρήνα του θρησκευτικού συναισθήματος.

3. Στην αναζήτηση και αποσαφήνιση των πανανθρωπίνων αξιών συμβάλλουν ασφαλώς η αντικειμενική επιστημονική έρευνα και ο διαθρησκειακός διάλογος. Απαιτείται όμως πολλή υπομονή, διότι ο δρόμος είναι δύσκολος και ολισθηρός. Ο πρώτος ενθουσιασμός, τα τελευταία χρόνια, υπεχώρησε μπροστά σε σοβαρές επιφυλάξεις και απογοητεύσεις. Πολλοί φοβούνται το ενδεχόμενο του συγκρητισμού και τη σταδιακή αλλοίωση της πίστεώς τους, καθώς και νέους εσωτερικούς διχασμούς. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να επιδιώκεται με διάκριση η προσέγγιση και η ειρηνική συνύπαρξη χωρίς να θυσιάζεται η ιδιοπροσωπία ομάδων και λαών. [...]

B. Bασικές αξίες στις οποίες μπορεί να υπάρξει διαθρησκειακή συμφωνία

1. Στη δεκαετία του 1990 εντάθηκε η διαθρησκειακή προσπάθεια για τη συγκρότηση ενός ηθικού κώδικα με παγκόσμια εμβέλεια. Γνωστότερες είναι δύο προτάσεις που προωθήθηκαν στη διεθνή κοινότητα: η πρώτη εμφανίσθηκε ως πρόταση του Κοινοβουλίου των Θρησκειών του Κόσμου (Parliament of the World΄s Religions), που συνήλθε στο Σικάγο το 1993, με πρωταγωνιστή τον Γερμανό καθηγητή της Τυβίγγης Hans Κüng. Η δεύτερη πρόταση διαμορφώθηκε από τον Leonard Swidler του Πανεπιστημίου Τemple της Φιλαδελφείας των HΠΑ. Η τελευταία συζητήθηκε σε σειρά συνεδρίων, κυρίως όμως στο Διαδίκτυο με συντονιστή το Center for Global Εthics.

Η πρόταση του Κοινοβουλίου, γνωστή ως «Διακήρυξη προς μία Παγκόσμια Hθική» (DeclaratioΤoward a Global Εthic), καθορίζει ως αρχές μιας παγκόσμιας ηθικής: (α) Οτι δεν υπάρχει παγκόσμια τάξη χωρίς μια νέα παγκόσμια ηθική. (β) Θεμελιώδης αξίωση (demand) είναι, κάθε ανθρώπινο ον να αντιμετωπίζεται ανθρωπίνως. (γ) Τέσσερις βασικές υποχρεώσεις για ένα πολιτισμό: Μη βίας και σεβασμού ζωής. Αλληλεγγύης και δίκαιης οικονομικής τάξεως. Ανοχής και φιλαλήθειας. Ισων δικαιωμάτων και συντροφικότητος μεταξύ ανδρών και γυναικών. (δ) Ανάγκη ανανεώσεως της συνειδήσεως. Ολες σχεδόν αυτές οι δέσμες κανόνων έχουν αναφορά και στηρίζονται σε αρχαίους ηθικούς κώδικες των μεγάλων θρησκειών.



Η «Οικουμενική Διακήρυξη μιας Παγκόσμιας Hθικής» (Universal Declaratioof a Global Εthic) του L. Swidler, με άλλη διατύπωση και άλλες εμφάσεις τονίζει την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό προς όλα τα όντα, έμβια και μη, την οικουμενική αγάπη, την ανεξιθρησκεία και την ανάγκη διαθρησκειακού διαλόγου3.

Πολλοί, κυρίως Ασιάτες, επισημαίνουν ότι οι ανωτέρω απόπειρες, γραμμένες από λευκούς, ευκατάστατους, ρωμαιοκαθολικούς, προερχομένους από κυρίαρχους πολιτισμούς, είναι πολύ «Δυτικές» - περισσότερο βεβαίως η δεύτερη Διακήρυξη.





2. Από τις αναζητήσεις των τελευταίων δεκαετιών μπορούμε να επισημάνουμε συνοπτικά ως κοινώς αποδεκτές από τις θρησκείες τις ακόλουθες αρχές και αξίες:

(α) Κοινή καταγωγή όλων των ανθρώπων. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες βεβαιώνουν ότι ο Θεός εδημιούργησε το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος. Είναι γνωστοί οι στίχοι-κλειδιά της Αγίας Γραφής: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον· κατ΄ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1:27, πρβλ. 1:26, 5:1). Οπως και η φράση του Αποστόλου Παύλου: «Εποίησέ τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων ο Θεός» (Πραξ. 17:26). [...]

(β) Θεμελιώδης αρχή σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες θρησκείες είναι ο Χρυσός Κανόνας. Στο κλασικό ινδουιστικό βιβλίο Μαχαμπαράτα διαβάζουμε: «Αυτή είναι η σύνοψη του χρέους: Μην κάνεις ποτέ στους άλλους κάτι το οποίο θα σου προξενούσε πόνο αν γινόταν σε σένα». Οταν ο Κομφούκιος ρωτήθηκε: «Yπάρχει μια λέξη η οποία να χρησιμεύει ως κανόνας πρακτικός για όλη τη ζωή;», απάντησε: «Δεν είναι αυτή η λέξη η αμοιβαιότητα; Λοιπόν, μην κάνεις στους άλλους ό,τι δεν θα ήθελες να κάνουν σε σένα». [...]
Στην ιουδαϊκή σκέψη επαναλαμβάνεται συχνά η αρχή «ο μισείς, μηδενί ποιήσης» (Τωβίτ 4:15) ή με τα λόγια του μεγάλου ραββί Χιλέλ (1ος αι. π.Χ. - 1ος αι. μ.Χ.): «Μην κάνεις στους άλλους ό,τι δεν θα ήθελες να κάνουν αυτοί σε σένα». Στο κήρυγμα του Ιησού Χριστού διατυπώνεται δυναμικά ο κανόνας με θετικό τρόπο: «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» (Λουκ. 6:31, πρβλ. Ματθ. 7:12). Ο ισλαμικός κόσμος υιοθέτησε αυτή την ιδέα (περιορίζοντάς την συχνά στην ούμα, τη μουσουλμανική κοινότητα). Στα αποφθέγματα που αποδόθηκαν αργότερα στον Μωάμεθ, συναντούμε και το εξής: «Κανείς από σας δεν είναι πιστός εφόσον δεν επιθυμεί για τον αδελφό του αυτό το οποίο επιθυμεί για τον εαυτό του».
Για να μην δημιουργούνται όμως αποσπασματικές εξιδανικευμένες εικόνες, πρέπει να πούμε ότι στα διάφορα ιερά κείμενα των θρησκειών υπάρχουν και φράσεις που οδηγούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

(γ) Σεβασμός στη ζωή. Ολες οι θρησκείες απαγορεύουν τον φόνο. Ινδικές θρησκευτικές σχολές συνιστούν σεβασμό σε κάθε μορφή ζωής και την αποφυγή θανατώσεως των ζώων. Στις περί φόνου εντολές μπορεί να θεωρηθεί ότι λανθάνει και η απαγόρευση κάθε μορφής βασανισμού. Επίσης, η τρομοκρατία και η βία στις οικογενειακές, στις επαγγελματικές και στις διεθνείς σχέσεις. Το θέμα, πάντως, του πολέμου -αμυντικού ή επιθετικού- παραμένει πολύπλοκο και διατυπώνονται θέσεις εκ διαμέτρου αντίθετες.

(δ) Η δικαιοσύνη και η εντιμότητα αναγνωρίζονται ως θεμελιώδεις αρετές σε πολλές θρησκείες (π.χ. στον Κομφουκιανισμό η δικαιοσύνη είναι μία από τις τέσσερις σημαντικότερες· ο Μένκιος μάλιστα την ανύψωσε στο υψηλότερο επίπεδο των ηθικών αξιών). Και στις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες η δικαιοσύνη θεωρείται βασικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων του Θεού. Στην έννοιά της συνυπάρχουν οι έννοιες της εντιμότητος, της θεοσεβείας, ακόμη και της αγιότητος. Διότι αυτή φέρει τον άνθρωπο πλησιέστερα στον Θεό4. Η γενική αρχή αποσαφηνίζεται ακόμα ειδικότερα στις προστακτικές «ου κλέψεις», μην εκμεταλλεύεσαι, μη δωροδοκείς, μη στηρίζεις τη διαφθορά, μην εξαπατάς5. [...]

(ε) Σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν εντολές ή απλές οδηγίες για τη συμπεριφορά των φύλων μεταξύ τους, που καθορίζουν τον σεβασμό στις γενετήσιες σχέσεις. Εδώ, όμως, οι παραλλαγές είναι πολύ περισσότερες. Bασική πάντως παραμένει η εντολή «μην ασελγήσεις», μην εκτραπείς σε γενετήσια ανηθικότητα. Κατά βάσιν, οι εκπρόσωποι των διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων συμφωνούν ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να υποτιμά τους άλλους στις γενετήσιες σχέσεις, να τους οδηγεί ή να τους κρατεί σε σεξουαλική εξάρτηση. Η έξαρση της εκμεταλλεύσεως νεαρών γυναικών και παιδιών, που παρατηρείται στις ημέρες μας, καταδικάζεται ομόφωνα.

(στ) Τα περισσότερα θρησκεύματα αναφέρονται στην ειρήνη, ως ευχή, ως χρέος, ως σκοπό. Ως προσπάθεια χαλιναγωγήσεως της επιθετικότητος του ανθρώπου· ως τρόπο για την αρμονική συμβίωση μιας κοινωνίας βάσει συγκεκριμένων κανόνων συμπεριφοράς· και ως εσωτερική ειρήνη, με την κατασίγαση των παθών, του φόβου, της αγωνίας. [...]

Στις μονοθεϊστικές θρησκείες, η ειρήνη αφ΄ ενός μεν θεωρείται δώρο Θεού και καρπός της εμπιστοσύνης σ΄ Αυτόν, αφ΄ ετέρου έχει κοινωνικές και ιστορικές διαστάσεις. Για την επικράτησή της απαιτούνται και οι προσπάθειες του ανθρώπου. Επιδίωξή μας πρέπει να είναι μια πολυδιάστατη ειρήνη: με τον Θεό, με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με την κτίση ολόκληρη.

(ζ) Στο πρόβλημα της φτώχειας υπάρχει μεγαλύτερη απόκλιση ως προς τις ερμηνείες και τη λύση. Πρωτοποριακές θρησκευτικές προσωπικότητες προτρέπουν στην ευσπλαχνία και την καλοσύνη (Κομφούκιος, Λάο Τσε, Zωροάστρης, Bούδας). Και όλες οι θρησκείες, λίγο ή περισσότερο, ζητούν να ανακουφίσουν τη φτώχεια, τονίζοντας την ευσπλαχνία.

Θρησκευτικά συστήματα που ξεκίνησαν από την ινδική χερσόνησο υιοθέτησαν την άποψη ότι οι συνθήκες ζωής είναι συσσώρευση του «κάρμα», των καλών ή κακών έργων των προτέρων μορφών ζωής, των μεταβιώσεων («σαμσάρα»). Η διέξοδος από την κατάσταση αυτή είναι δυνατή σε μια επόμενη φάση υπάρξεως. Η καλοσύνη προς τους ενδεείς επαινείται και εξασφαλίζει θετικό «κάρμα». Ο Bουδισμός, υιοθετώντας τις περί «κάρμα» και «σαμσάρα» αρχές, πρότεινε ως ουσιαστική λύση, ως ιδανικό του τέλειου ανθρώπου, του βουδιστή μοναχού, την απόλυτη φτώχεια. Συγχρόνως έλαβε πρόνοια για τη συντήρηση των μοναχών, προβάλλοντας ως βασική αρετή των λαϊκών την ευσπλαχνία (τη «μέτα») προς όσους βρίσκονται σε ένδεια ή άλλη ανάγκη και καταδικάζοντας την πλεονεξία και τη χλιδή. [...]

Ο κατ΄ εξοχήν πάντως υπερασπιστής των φτωχών αναδείχθηκε ο Ιησούς Χριστός με τη ζωή και τη διδασκαλία Του. Yπογράμμισε την αξιοπρέπεια του φτωχού, την αξία του ενώπιον του Θεού, στηλίτευσε την ασπλαχνία των πλουσίων, ύμνησε τη δικαιοσύνη, αποκάλυψε την αγάπη και επέμεινε σ΄ αυτή.

(η) Ως κορύφωμα της προσφοράς στην κλίμακα των αξιών θεωρείται η αγάπη. Ο Χριστιανισμός με τρόπο μοναδικό τόνισε τις πανανθρώπινες διαστάσεις της αγάπης. Αποσαφήνισε με το δυνατότερο φως την πολυεδρική έννοια και σημασία της. Την επεξέτεινε πέρα από κάθε όριο, φυλετικό, θρησκευτικό, κοινωνικό (Επί του όρους ομιλία, παραβολή Καλού Σαμαρείτη, Yμνο της αγάπης στην Α΄ Κορινθ.). Την κατέστησε δύναμη οικουμενική, που αγκαλιάζει και μεταμορφώνει τα πάντα. Την ταύτισε με την υπέρτατη πραγματικότητα, με τον Θεό. «Ο Θεός αγάπη εστι, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α΄ Ιω. 4:16). Ενέπνευσε με μοναδικό τρόπο τη βίωση και την άσκησή της.

Στις ημέρες μας, παρατηρείται η τάση να ερμηνεύονται υπό το φως της αγάπης και άλλες θεμελιακές αρχές που κατά καιρούς έχουν υποστηρίξει άλλες θρησκείες (όπως λ.χ. η βουδιστική «μέτα»). [...]





3. Ανεξάρτητα από τις διαθρησκειακές πρωτοβουλίες, τις πανανθρώπινες ηθικές αξίες έχουν προωθήσει οι Διακηρύξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟHΕ. Ασφαλώς και αυτές δέχθηκαν πολλές επιρροές από θρησκευτικές ιδέες. Παρά τις αντιρρήσεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί για επί μέρους παραγράφους των εν λόγω Διακηρύξεων από εκπροσώπους κυρίως ασιατικών θρησκειών, αλλά ακόμη και ορισμένων χριστιανικών Εκκλησιών, τα κείμενα αυτά συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο τη συγκατάθεση των οπαδών διαφόρων θρησκειών. Επίσης συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας ηθικής ορολογίας με δεσπόζοντα χαρακτηριστικά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ελευθερία, την ανεξιθρησκία, την ειρήνη.

Κατά κανόνα, οι εκπρόσωποι των διαφόρων θρησκειών συμφωνούν με το πρώτο άρθρο της «Οικουμενικής Διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου» (Universal Declaratioof HumaRights) του Οργανισμού Hνωμένων Εθνών (η οποία υιοθετήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1948), ότι δηλαδή «όλοι οι άνθρωποι γεννώνται ελεύθεροι και ίσοι σε αξιοπρέπεια και δικαιώματα. Είναι προικισμένοι με λογικό και συνείδηση και οφείλουν να ενεργούν προς αλλήλους με πνεύμα αδελφοσύνης».

Τον Δεκέμβριο του 1989, η Ουνέσκο (UΝΕSCΟ) οργάνωσε στη Μπανγκόκ ένα Συνέδριο με θέμα «Η θέση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις θρησκευτικές και πολιτιστικές παραδόσεις του κόσμου». Αναπτύχθηκαν οι απόψεις των μεγάλων θρησκευτικών ρευμάτων σκέψεως (Ινδουισμού, Bουδισμού, Ιουδαϊσμού, Ορθοδοξίας, Pωμαιοκαθολικισμού, Προτεσταντισμού, Σιντοϊσμού και Ισλάμ). [...]

Ενα άλλο συνέδριο, το «Παγκόσμιο Συνέδριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα», πραγματοποιήθηκε το 1993 στη Bιέννη. Θυμούμαι ότι από την πρώτη συνδιάσκεψη, στην οποία μετείχα ως εισηγητής, καταλήξαμε σε αρκετά κοινά συμπεράσματα: Πρώτον, ότι το πρόβλημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί πλέον σοβαρό θέμα για όλες σχεδόν τις θρησκείες του κόσμου, άσχετα με το ποια έννοια και ερμηνεία δίνουν σ΄ αυτά. Δεύτερον, ότι η αναγνώριση της ιερότητος του ανθρωπίνου όντος και ο σεβασμός της αξιοπρέπειάς του βοηθούν στη συνεργασία των θρησκευτικών κοινοτήτων με τις διεθνείς οργανώσεις που ασχολούνται με το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και τρίτον, ότι η Οικουμενική Διακήρυξη και οι άλλες συναφείς προσπάθειες των Hνωμένων Εθνών αποτελούν σημαντική εξέλιξη στην αναγνώριση της αξίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. [...]

Παράλληλα, όμως, με αυτές τις κοινές τοποθετήσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν αρκετοί εκπρόσωποι των μη θεϊστικών θρησκειών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι προϋποθέσεις, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η Οικουμενική Διακήρυξη του 1948, είναι ξένες προς τις παραδόσεις τους ή και ακόμη απαράδεκτες από αυτές. [...]



4. Τέλος, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συμβολή των θρησκειών δεν περιορίζεται στα κοινά σημεία και στις κοινές αξίες, τις οποίες λίγο-πολύ στηρίζουν, αλλά και σε ορισμένες βασικές ιδιοτυπίες που παρουσιάζουν σε ξεχωριστά σημεία που τονίζουν. Επιπλέον, κατά την αναζήτηση των πανανθρωπίνων αξιών, οι θρησκείες επισημαίνουν το υπαρκτικό βάθος που έχει η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου. Επιμένουν ότι η λύση του προβλήματος του κακού δεν περιορίζεται στη βελτίωση μιας κοινωνικής επιφάνειας, αλλά ότι θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το βαθύτερο στρώμα του, ο αβυσσαλέος ανθρώπινος εγωισμός. Και προσφέρουν έμπνευση και δύναμη για την υπέρβασή του.

Στα αδιέξοδα στα οποία μάς οδηγεί ο τεχνικός πολιτισμός, καλλιεργώντας την αυτάρκεια, την υπερηφάνεια και την απληστία, υπενθυμίζουν ότι το μέσον για την πνευματική ισορροπία του ανθρώπου δεν είναι η υποταγή της φύσεως στις επιθυμίες του ατόμου, αλλά η υποταγή της ατομικής επιθυμίας, η απάρνηση, η άσκηση, η κάθαρση του εγώ, η αναζήτηση και η βίωση του αγίου.

...

Κλείνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω αυτό που σημείωσα στην αρχή: Οτι, εκτός των αξιών που αναφέρονται στην ηθική, η συνεισφορά των θρησκειών είναι σημαντική και για τις δέσμες των αξιών που σχετίζονται με την αλήθεια, που νοηματοδοτεί τη ζωή, και το κάλλος, που χαρίζει σ΄ αυτή λάμψη και χάρη. Κάθε δε θρησκεία έχει συμβάλει με τον δικό της τρόπο στην αναζήτηση της αλήθειας και την ανάδειξη διαφόρων πλευρών της αξίας του κάλλους.

Η ειρηνική επικοινωνία, ο διαθρησκειακός διάλογος και κυρίως ο «διάλογος ζωής» μεταξύ ανθρώπων διαφόρων θρησκευτικών πεποιθήσεων μπορούν να βοηθήσουν στη μεταφύτευση νέων ιδεών και αρχών από τον ένα πολιτισμό στον άλλον και στην ανάπτυξη σπόρων που κοιμούνται στο έδαφός τους. Δεν πρέπει δε να παραθεωρείται ότι οι θρησκείες, καθώς βιώνονται από ζωντανούς ανθρώπους, είναι ζώντα, οργανικά σύνολα, αναπτυσσόμενα και εξελισσόμενα. Εχουν τη δική τους εσωτερική δυναμική - θα έλεγα, εντελέχεια. Δέχονται επιδράσεις και απορροφούν νέες ιδέες, οι οποίες φθάνουν στα περιβάλλοντά τους. Προσαρμόζονται με δικό τους τρόπο στις καινούργιες προκλήσεις για να συμβάλουν στην περαιτέρω κοινή πορεία της ανθρωπότητος.

Σημειώσεις

1. Οι σημαντικότερες σε αριθμό οπαδών είναι ο Χριστιανισμός (περίπου 33,1%) και το Ισλαμ (σχεδόν 20%). Ακολουθούν ο Ινδουισμός (περίπου 13%), ο Bουδισμός (6%), ο Ταοϊσμός και ο λαϊκός Κομφουκιανισμός (περίπου 4%). Διάφορα νέα σχετικώς θρησκεύματα, τα παλαιά φυλετικά θρησκεύματα της Αφρικής (ανά 2% η κάθε μία δέσμη). Και σε χαμηλότερα του 0,5% ποσοστά κινούνται ο Ιουδαϊσμός, ο Σικκισμός, ο Μπαχαϊσμός, ο Τζαϊνισμός, ο Σιντοϊσμός. Οι θρησκειολογικές στατιστικές για πολλούς λόγους είναι κατ΄ εξοχήν σχετικές και μόνο ενδεικτικώς λαμβάνονται υπ΄ όψιν. Συγχρόνως, ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων του πλανήτη, και μάλιστα των τεχνολογικά ανεπτυγμένων κοινωνιών, δεν ανήκουν σε καμιά θρησκεία (15,2% υπολογίζονται οι Αγνωστικιστές και 3,5% οι δεδηλωμένοι Αθεοι). D. Barrett, «World ChristiaΕncyclopedia». Α Comparative Survey of Churches and Religions ithe ΜoderWorld, Οxford University Press, Οxford - Νew York 2001.

2. Σχετικά με τον προσδιορισμό και τη διαίρεση των αξιών, υπενθυμίζω ακροθιγώς ότι διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες. Η γνωστότερη στηρίζεται στη φιλοσοφία του Καντίου και διακρίνει τις αξίες σε λογικές, αισθητικές και ηθικές. Σε αυτές προστίθενται από ορισμένους στοχαστές οι θρησκευτικές αξίες (που αναφέρονται στο νόημα του κόσμου) και οι οικονομικές αξίες, που ανάγονται στη σφαίρα του ωφελίμου, (Λούβαρη, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Ε, σελ. 39). Εκτός της διαιρέσεως αυτής, που βασίζεται στην τριμερή διαίρεση της ψυχολογίας, διατυπώθηκαν και συστηματικές διαιρέσεις των αξιών. Οπως του H. Μünsterberg («Philosophie der Werte», 2 1921), ο οποίος αρχικά διακρίνει δύο κατηγορίες: τις ζωικές αξίες και τις πολιτιστικές, και σε κάθε μια από αυτές τέσσερα είδη αξιών: λογικές, αισθητικές, ηθικές, μεταφυσικές. Διάφορες διαιρέσεις έχουν προταθεί από άλλους στοχαστές (Ν. Hartman, Εd. Spranger, Joh. Hessen). Για νεότερες τοποθετήσεις βλ. Ch. Τaliaferro, «Contemporary Philosophy of Religion», Blackwell, ΜaldeΜΑ, Οxford 1998, 190-199, 211-218 κ.ά. H. Putman, «Τhe Collapse of the Fact / Value Dichotomy», Harvard University Press, Cambridge ΜΑ 2002. J. Raz, «Τhe Practice of Value», ClarendoPress, Οxford 2003.

3. Το πρώτο σχέδιο επικυρώνει 8 βασικά σημεία: 1. Την ελευθερία κάθε ανθρωπίνου προσώπου. 2. Την έμφυτη αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων. 3. Τον σεβασμό προς όλα τα όντα, έμβια και μη. 4. Την ανάγκη να υπερβαίνει το άτομο τον εαυτό του και να εναγκαλίζεται ευρύτερα σύνολα: την κοινότητα, το έθνος, την οικουμένη, το σύμπαν. 5. Μια αγάπη επεκτεινόμενη για να περιλάβει τα πάντα. 6. Σεβασμός και ελευθερία για κάθε θρησκεία και πίστη. 7. Διάλογος, αναγκαίος όρος για μια αρμονική ανθρώπινη συνύπαρξη στον πλανήτη. Ακολούθησε μια νεότερη διατύπωση με 10 σημεία, η οποία συντονίζεται με την Οικουμενική Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 1948, των Hνωμένων Εθνών. Αναλυτικότερα και κριτική, βλ. S. Κing, «Α Clobal Εthic ithe Light of Comparative Religious Εthics», S.B. Τwiss and B. Grelle, Εxplorations iGlobal Εthics, Westview, Οxford 2000, 118-140.

4. Τo χρέος της δικαιοσύνης τονίζεται επίμονα στην Αγία Γραφή. «Από παντός ρήματος αδίκου αποστήση. ..ου δικαιώσεις τον ασεβή ένεκεν δώρων» [Εξ. 23:6-8· πρβλ. Δευτ. 19:15, Ψαλμ. 57 (58): 2]. Δίκαιος είναι αυτός που ανταποκρίνεται στο θείο θέλημα, στους θείους κανόνες. «Δίκαιος ει, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου, ...η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εις τον αιώνα και ο νόμος σου αλήθεια», δέεται ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. 118, 137, 142). «Δικαιοσύνην μάθετε οι κατοικούντες επί της γης», επιμένει ο Hσαΐας (26:9). Στην Καινή Διαθήκη τίθεται πολύ υψηλότερα το ιδανικό της δικαιοσύνης· «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην» (Ματθ. 5:6). «Εάν μη περισσεύση υμών η δικαιοσύνη πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 5:20· πρβλ. Εφεσ. 4:24, 6:14, Φιλιπ. 1:11, Α΄ Τιμ. 6:11, Εβρ. 1:9).

5. Στη μνημονευθείσα Διακήρυξη του Κοινοβουλίου των Θρησκειών του Κόσμου προστέθηκε η θέση -όχι χωρίς αντιρρήσεις- ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την κάθε είδους περιουσία του χωρίς ενδιαφέρον για την ανάγκη της κοινωνίας και ολοκλήρου του πλανήτη. Η περιουσία, μεγάλη ή μικρή, συνεπάγεται ευθύνη - η χρήση της πρέπει συγχρόνως να εξυπηρετεί το κοινό καλό. Ειδικότερα για τη δικαιοσύνη στο Ισλάμ βλ. Μ. Κhadduri, Τhe Ιslamic Conceptioof Justice, JohHopkins University Press, Baltimore - London, 1984.



Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

 

                Η ΣΩΤΗΡΙΑ  ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

                                        




 ΣΥΝΕΡΓΙΑ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

(ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ )

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τ. 22, σελ. 586.


Είπαμε μέχρι τώρα τι γίνεται με το χριστιανό που μετέχει στα μυστήρια. Τώρα μένει να εξετάσουμε τι γίνεται αν διατηρήσει ότι πήρε απ’ αυτά, και πόσο μεγάλος γίνεται αν προσθέσει και τις δικές του προσπάθειες στη Θεία Χάρη.


Εκείνα που δημιουργούν και συντηρούν την πνευματική ζωή του χριστιανού, όπως έχουμε πει, είναι η Χάρη που πηγάζει απ’ τα μυστήρια και η επιμέλεια και φροντίδα όσων τη δέχτηκαν, για να τη διατηρήσουν. Τώρα πρέπει να κοιτάξουμε τη χριστιανική ζωή κάτω από ένα γενικό πρίσμα και να φανερώσουμε και τα δυο. Να δούμε μέχρι που μπορεί να συμπορευτεί η ανθρώπινη αρετή με τη Θεία Χάρη.


Αυτό θα το καταλάβουμε αν παρατηρήσουμε το χριστιανό που έχει και δυο στοιχεία, την ανθρώπινη προσπάθεια και τη Θεία Χάρη. ϳΌπως ακριβώς αν θελήσει κανείς να δείξει την αξία της υγείας, θα μας παρουσίαζε έναν υγιέστατο άνθρωπο. Αυτόν το χριστιανό που ζει έτσι, τον παρατηρούμε και γνωρίζουμε την πνευματική του υγεία και την ομορφιά του, εξετάζοντάς τον από όλες τις πλευρές. Και ιδιαίτερα προσέχουμε τον προσωπικό του στολισμό, δηλαδή την αρετή της ψυχής του και όχι τα εξωτερικά του χαρίσματα. Με τα θαύματα βέβαια που μπορεί να κάνει, μπορεί κάποιος θα θεωρήσει το χριστιανό άγιο, το οποίο όμως είναι ένα απλό τεκμήριο της αρετής. Το να δοκιμάσει όμως τους τρόπους της ζωής του, είναι σα να γνωρίζει τον ίδιο τον άνθρωπο. Τι χρειάζεται κανείς να ζητάει θαύματα, αφού μπορεί να μάθει την αξία της αρετής απ’ τον τρόπο ζωής του ανθρώπου;

Τα θαύματα δεν είναι πάντα η αναγκαία απόδειξη της ενάρετης ζωής. Πραγματικά, τα θαύματα δεν τα συναντάμε σε όλους τους Αγίους, αλλά και ούτε όσοι θαυματούργησαν ήταν εργάτες της αρετής. Πολλοί μεγάλοι Αγιοι που πέτυχαν θαυμαστά κατορθώματα ενώπιον του Θεού, δεν έκαναν κανένα θαύμα. Αντίθετα υπήρξαν μερικοί πονηροί και κακοί άνθρωποι που επέδειξαν θαυματουργικές ενέργειες.


Γι’ αυτό λοιπόν, για την κατάκτηση της αρετής χρειάζονται και τα ϳΑγια μυστήρια και κάθε κόπος. Κανείς όμως ποτέ απ’ τους Αγίους δεν πονηρεύτηκε με ποιον τρόπο πρέπει να κοπιάσει, για να αποκτήσει την ικανότητα να κάνει θαύματα. Πολλοί όταν δεν υπήρχαν στη ζωή τους τα θαύματα, ούτε τα πόθησαν ούτε τα ζήτησαν, ενώ όταν θαυματουργούν, δεν επιτρέπεται ούτε να χαίρονται γι’ αυτά.


Αφού, λοιπόν, τα θαύματα δεν κάνουν την αρετή στον άνθρωπο, ούτε μπορούν να την επιβεβαιώσουν, όταν υπάρχει, είναι περίεργο να ζητάει κανείς θαύματα, για να δείξει ότι υπάρχει αρετή. Ούτε επειδή ένας άνθρωπος μπορεί και βλέπει αποκαλύψεις και οράματα, πρέπει να τον αναγνωρίσουμε απ’ αυτά και να τον θαυμάσουμε. Βέβαια πολλές φορές αυτά έρχονται σαν επακόλουθα της ενάρετης χριστιανικής ζωής, αλλά δεν είναι απαραίτητες αποδείξεις της. ϳΏστε τίποτα δεν μπορούν επιπλέον να προσθέσουν στην αρετή κάποιου, που ενδιαφέρεται μόνο γι αυτά.


Επομένως, ας μην υπολογίσουμε όλα τα άλλα, αλλά ας δούμε μόνο τη θέληση της ψυχής, απ’ την οποία εξαρτάται η αρετή και η κακία του ανθρώπου, η αληθινή υγεία και η αρρώστια, η ζωή γενικά και ο θάνατος.

Όταν η θέλησή μας είναι αγαθή και στραμμένη προς το Θεό, μόνο τότε ζούμε την αληθινή χριστιανική ζωή.

Για να γίνει όμως η θέληση του ανθρώπου τέτοια, ώστε να θέλει μόνο το αληθινά αγαθό. Χρειάζεται συνεχής συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας μας και πολύ μελέτη.’ Αλλωστε όλη η φροντίδα του Θεού για το ανθρώπινο γένος, μπορεί να δει κανείς ότι έχει αυτό τον τελικό σκοπό. Γι’ αυτό άλλωστε δημιούργησε ο Θεός για μας αυτό τον κόσμο, έβαλε νόμους, έστειλε αμέτρητα αγαθά και τιμώρησε πολλές φορές με συμφορές, με μια προοπτική: να μας κάνει να επιστρέψουμε στον εαυτό Του. Να μας πείσει μόνο αυτόν να θέλουμε και μόνο Αυτόν να αγαπάμε. Να θέλουμε πάντα την αρετή και να είμαστε γεμάτοι καλοσύνη.


Αυτό μαρτυρούν όλες οι εντολές, όλες οι προτροπές και κάθε ωφέλιμος λόγος. Γιατί όταν ο Κύριος καταδικάζει την πλεονεξία, τη σαρκική επιθυμία, όταν καταπνίγει το θυμό και ξεριζώνει το μίσος, τίποτα άλλο δε ζητάει από την αγαθή διάθεση και την επιείκεια. Αλλά και η ταπείνωση, το πένθος, η ελεημοσύνη, η καλοσύνη και όλα τα άλλα, είναι ολοκληρωτικά έργα της θέλησής μας. Αλλά και η πίστη στην αλήθεια του Θεού και η εμμονή στα σωστά δόγματα της Εκκλησίας, είναι γνώρισμα των ανθρώπων που έχουν καλή διάθεση. Γενικά ο Θεός λέει ότι έδωσε το νόμο του στον άνθρωπο εξαιτίας της αγάπης. Αλλά και η αγάπη είναι αρετή της θέλησης.


Αφού λοιπόν ο Θεός μετά από τόση φροντίδα αναζητάει τη θέλησή μας, δίνει σ’ αυτήν τα πάντα και βάζει μέσα της όλη τη δύναμη και την κίνηση προς το αγαθό. Αρα το βάπτισμα και τα άλλα μυστήρια τα έδωσε, για να εξαγνίσει τη θέλησή μας. Και όλη η δύναμη των μυστηρίων ενεργοποιείται μέσα απ’ τη θέληση. Επομένως, τι μπορούν να μας προσφέρουν τα μυστήρια;


Μας προετοιμάζουν για τη μέλλουσα ζωή. Και τι είναι αυτό, που μόνο με το οποίο προετοιμαζόμαστε; Η τήρηση των εντολών του Θεού, ο οποίος μπορεί να μας στεφανώσει ή να μας τιμωρήσει στη μέλλουσα ζωή. Αυτό είναι που φέρνει μέσα μας τον ίδιο το Θεό να κατοικήσει. Αλλά το να γνωρίσει κάποιος πρώτα και μετά να τηρήσει τις εντολές, είναι έργο μόνο της θέλησης του καθενός. Αυτό είναι γνώρισμα της ψυχής: το να αναλαμβάνει καθένας τις ευθύνες του για όλα. Πουθενά δε θα βρει κανείς άνθρωπος να ζει μια ζωή άξια επαίνων ή τιμωριών, χωρίς να ενεργεί ο ίδιος με τη θέλησή του.


Επομένως, αν ανοίξουμε τη θέληση του χριστιανού που ζει κοντά στο Θεό, θα βρούμε να λάμπει μέσα της η μακάρια χριστιανική ζωή. Και για να γνωρίσουμε όλη τη δύναμη της, ας την εξετάσουμε στο αποκορύφωμά της, όπως και τη δύναμη του σώματος την παρατηρούμε, όταν είναι στην ακμή του.

Το τελικό αποτέλεσμα της θέλησης είναι η χαρά ή η λύπη. Την πρώτη την επιθυμούμε με κάθε τρόπο, ενώ τη δεύτερη την αποστρεφόμαστε. Ο,τι είναι λοιπόν ο κάθε άνθρωπος φαίνεται απ’ τη θέληση και τα έργα του. Αυτά χαρακτηρίζουν τον καθένα και χωρίζουν τους καλούς απ’ τους κακούς.

Ετσι η ζωή των ανθρώπων είναι διπλή. Των πονηρών που ευχαριστιούνται με τα αισχρά πράγματα, και των ενάρετων που χαίρονται με τα καλά. Και οι πρώτοι λυπούνται για όσα φαίνονται λυπηρά, ενώ οι άλλοθι λυπούνται για εκείνα που πραγματικά είναι κακά και καταστρεπτικά. Ας μη ξεχνάμε ότι όλα αυτά εξαρτούνται από τη θέληση και τα έργα της.Αφού λοιπόν μιλάμε για τη μακάρια πνευματική ζωή, πως δεν είναι ανάγκη να μελετήσουμε αυτά; Γιατί έτσι θα μάθουμε τη μορφή αυτής της ζωής αλλά και την αληθινή της ευτυχία.

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΚΛΗΣΙΑΣ

                          Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

                                               




                        ΘΕΑΝΔΡΙΚΟΤΗΤΑ : 

    ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΛΗΜΜΑΤΟΣ


Στη σύγχρονη εποχή, η Εκκλησία κάτω από την ασφυκτική πίεση του Κράτους και των «Διαφωτιστικών» ιδεών έχει απωθηθεί στην ιδιωτική σφαίρα, τουλάχιστον εκεί όπου η θρησκεία θεωρήθηκε πηγή συμφορών ( λ.χ. μετά από την εμπειρία θρησκευτικών πολέμων ). «Οι δικοί της ορισμοί της πραγματικότητας δεν είναι πλέον σημαντικοί», διότι «ο χριστιανισμός στον νεωτερικό και σύγχρονο κόσμο έχει απολέσει εν πολλοίς τον «πρόδηλο χαρακτήρα», που είχε για τους προγενέστερους πολιτισμούς. ( Rosino Gibellini, η Θεολογία του 20ΟΥ αιώνα, εκδ. Αρτος Ζωής, σελ. 381 ). Το γεγονός αυτό φέρει τους χριστιανούς μπροστά στο δίλημμα, αν θα αποδεχθούν να υπάρχουν ως «θρησκευτική σέκτα» η «γνωστική μειονότητα» ή αν θα ταχθούν αλληλέγγυοι στον κοινωνικοπολιτικό στίβο με τις δυνάμεις εκείνες που εργάζονται για την απελευθέρωση του ανθρώπου, χάνοντας όμως την ταυτότητά τους. Εδώ η ανάπτυξη της κοινωνιολογίας δεν είναι άσχετη με ελπίδες βελτίωσης της κοινωνίας ( στα όρια ενός ορθολογισμού, «Διαφωτιστικού τύπου» ) και επίλυσης των σημαντικώτερων προβλημάτων, που αφορούν στη συμβίωση των ανθρώπων, σε συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες .


Αν ο θεός αποχώρησε πρώτα από το Σύμπαν , προς όφελος της Φυσικής Επιστήμης ( στην αυγή των νεοτέρων χρόνων ), τους δύο τελευταίους αιώνες αποχώρησε και από την κοινωνία. Αυτή η έξοδος – «εξορία του θεού στους ουρανούς», ( όπως λένε οι δυτικοί θεολόγοι ), συνέπεσε με την απόπειρα οικοδομής μια διαφορετικής κοινωνίας , όπου ο καθένας ( ή όλοι μαζί ) θα έπαιρνε τις τύχες στα χέρια του, οργανώνοντας τη ζωή του και την ευτυχία του ( όπως και αν εννοηθεί αυτή ) πάνω στην άγνοια του θεού ( η εν πάσει περιπτώσει στο όνομα οποιουδήποτε ορισμού της πραγματικότητας, ) και στα πλαίσια ενός πλουραλισμού ιδεών ή κοσμοθεωριών. Αυτός είναι και ο ηθικός σχετικισμός, που εδραιώθηκε πάνω στην πεποίθηση – προπύργιο της Νεωτερικότητας , πως δεν υπάρχει Απόλυτη Αλήθεια, ο άνθρωπος είναι που καθορίζει τις αξίες της ζωής, αναλόγως των συμφερόντων του ή των αναγκών του.



Και τούτο εξακολουθεί να ισχύει παρ΄το ότι έχει εκ των πραγμάτων φανερωθεί, πως μαζί με τον «θάνατο του θεού» ( όπως ακριβώς ονομάστηκε η έκλειψή του στη συνείδηση των ανθρώπων ) πεθαίνει και ο άνθρωπος, χάνοντας τις υπερβατικές του ρίζες : δεν ξέρει πού να σταθεί, ποιο «κανονιστικό πρότυπο» να ακολουθήσει ή τι είναι εκείνο που δικαιώνει τελικά τη δράση του. Το γεγονός αυτό έχει αναλυθεί συστηματικά από τη σύγχρονη θεολογία και δεν θα επιμείνουμε περισσότερο επ΄αυτού. Οι πάσης φύσεως «κοινωνιστές» χαιρέτησαν την απομάκρυνση του θεού από τις ανθρώπινες υποθέσεις ως χειραφέτηση και ωρίμανση, εμείς όμως θα την ονομάσουμε απώλεια, χωρίς να θέλουμε να εξιδανικεύσουμε το Μεσαιωνικό παρελθόν , που ως γνωστόν είχε τις δικές του ανομίες.

Αν αναφέρουμε την απώλεια του θεού, ως καταστροφή για την κοινωνία ( ο καθένας αν θέλει ας διατηρεί τις ενστάσεις του ), το κάνουμε για να δείξουμε και να υπομνήσουμε μία «παλαιά αλήθεια» της θεολογικής παράδοσης : Η αλήθεια αυτή είναι, πως ο άνθρωπος εξανθρωπιζεται μόνο με την προσήλωσή του σε «υπερβατικές αξίες» ( τις οποίες εγγυάται ο Προσωπικός θεός της Αποκαλύψεως ). Ολα τα άλλα σχετικιστικά Ανθρωπιστικά ιδεώδη αποδεικνύονται ζωτικές ανάγκες μετά την απώλεια του Θεού, διότι οι άνθρωποι ειδωλοποιούν το σχετικό μπροστά στην απειλή του Μηδενός, που τους περικυκλώνει ( αφού αρνούνται να ζήσουν «εν τώ θεώ» ), προκειμένου να ζήσουν τη ζωή τους με ν’οημα και ελπίδα.





Β.


Στον εκπεσμένο κόσμο, όπου ζούμε ( και ο καθένας μας ζεί σε κοινωνία , που απαρτίζεται από ανθρώπους – απογόνους του Αδάμ, κατά την βιβλική Αποκάλυψη ) είναι ανέφικτη η άρση της αντινομίας που υφίσταται ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Ετσι η σύνθεση του μέρους με το όλον αποτελεί ένα από τα «μείζονα» κοινωνιολογικά προβλήματα, στα οποία γίνεται προσπάθεια να δοθεί ορθολογική λύση, όχι μόνο θεωρητικά , αλλά και πρακτικά ( εξ ου και τα διάφορα κοινωνικο-πολιτικά συστήματα ).


H διεκδίκηση της Ελευθερίας που αδιαφορεί για την Αλήθεια «στοιχειώνει» τη νεωτερικότητα με ένα επί πλέον «έιδωλο» : γράφει ο Ν. Berdiaeff πως : «η ελευθερία δεν πρέπει να κατανοείται μ’ έναν τρόπο αποκλειστικά αρνητικό και τυπικό, αλλά μάλλον μ’ έναν τρόπο θετικό, που θα της προσδώσει περιεχόμενο. Οφείλουμε να σώσουμε την ελευθερία συνδέοντάς την με την αλήθεια. Γιατί όσο θα είμαστε αδιάφοροι προς την αλήθεια, θα είμαστε ανίσχυροι. «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».

Η πορεία , όμως προς την αληθεια δεν συνιστά την αποδοχή ορισμένης θεωρίας, περισσότερο πειστικής - αποδεκτής από κάποια άλλη, διότι η αλήθεια δεν είναι ιδέα ή έννοια μέσα στο μυαλό του κάθε ανθρώπου. Είναι ο Ενυποστατος Λόγος του Θεού, η Πραγματικότητα Εκείνη με την οποία συνδέομαι και με αναγεννά. Η αποδοχή του θεού στη ζωή μου σημαίνει ταυτόχρονα και σχέση μαζί Του. Και όταν αρχίζω να συνδέομαι με την Πηγή της ζωής, όλα έχουν νόημα, η δική μου ζωή, η ζωή των άλλων, η ζωή της κοινωνίας, η συμπαντική ζωή. Διότι ήδη «τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» ( κανόνας του Πάσχα )


Στην πτωτική του κατάσταση ο άνθρωπος επιχειρεί να συγκροτήσει κοινωνική συν-υπαρξη και να υπερβεί ποικίλες αντινομίες. Μία από αυτές ( και η πιο κεντρική, αφετηρία όλων των άλλων ) είναι να συνθέση το όλον με το μέρος, να βρεί τη «χρυσή τομή» ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Δεν πρόκειται για αντίθεση μόνο στο οικονομικό πεδίο : πρόκειται για ευρύτερη «κοσμοθεωρητική τοποθέτηση», που λαμβάνει υπ’ όψιν το σύνολο της ανθρωπίνης δραστηριότητος, την ανάπτυξη και «άνθιση» του ατόμου στην εγκόσμια διαδρομή του.

Εάν αποφασιστεί η προτεραιότητα του ατόμου, τότε «καταστρέφεται» το όλον της κοινωνικής συνοχής, αφού ο καθένας προτιμά το συμφέρον του εις βάρος του άλλου. Εάν αποφασιστεί η προτεραιότητα της κοινωνίας, τότε «καταστρέφεται» το άτομο, αφού ευνουχίζεται για να «χωρέσει» σε μια προκατασκευασμένη ολότητα , που συχνά οδηγεί στον ολοκληρωτισμό.

Αυτό είναι συνοπτικά το «κοινωνιολογικό παράδοξο». Ανυπέρβλητο μέσα στον κόσμο της εμπειρίας, ανυπέρβλητο επίσης μέσα στον «εκπεσμένο κόσμο» για τον οποίο κάνει λόγο η Αποκάλυψη.



Ο θεός ως Πρόσωπο, επίσης και ο άνθρωπος ως πρόσωπο είναι απόλυτες αξίες στη θεολογική Αποκάλυψη, γι’ αυτό και ο λόγος της εμπεριέχει το «κλειδί» της υπέρβασης των αντινομιών που συναντάμε στον εκπεσμένο κόσμο, αντινομιών τις οποίες εδώ χαρακτηρίσαμε ως «κοινωνιολογικό δίλημμα». Το ότι ο άνθρωπος έχει άπειρη αξία μας το είπε ο ίδιος ο Κύριος : «τι γαρ ωφελήσει άανθρωπον εάν κερδήσει τον κόσμον όλον , ζημιωθεί δε την ψυχήν αυτού ; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της εαυτού ψυχης» ; Δεν μπορεί το ανθρώπινο πρόσωπο να τεθεί ως μέσον για κάτι άλλο. Είναι «εικόνα θεού», έστω και στην χειρότερη κατάσταση δουλείας στην οποία έχει περιέλθει. Για την ορθοδοξία, είναι η Γραφή που φανερώνει ( αποκαλύπτει ) την αλήθεια για το θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο ( στη συμβατική γλώσσα ), οπότε ο λόγος της είναι κριτήριο κάθε πραγματικότητος, είτε κοσμικής είτε υπαρκτικής.



Ετσι στη συνέχεια θα εξετάσουμε το περίφημο «κοινωνιολογικό παράδοξο» στο φως του θείου λόγου και θα δείξουμε τις δυνατότητες υπέρβασής του στο «χώρο» της εκκλησίας, με την υπέρβαση φυσικά της «εκπεσούσης» ατομικότητός μας. Θα δείξουμε πως η «εν θεώ κοινωνία» είναι η μοναδική κοινωνία, όπου ο καθένας είναι ταυτόχρονα όλος ο εαυτός του ( «εικόνα θεού» - ανεπανάληπτο πρόσωπο ) και ταυτόχρονα ένα με όλους τους άλλους εν θεώ .Και αυτό χάρις στην Καθολικότητα του Σώματος του Χριστού, όπου υπερβαίνεται η Αδαμική μας κατάσταση, αιτία όλων των διαιρέσεων και πολώσεων της ιστορίας. Είτε της προσωπικής ιστορίας του καθενός μας , είτε της ιστορίας των ομάδων και των εθνών.








Κάθε σύναξη ανθρώπων για έναν κοινό σκοπό, κάθε κοινωνικοποίηση ( αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τον ακριβή όρο της κοινωνιολογίας ) , εάν δεν είναι ζήτησις του άρτου «του καταβάντος εκ του ουρανού» ( κοινότητα πίστεως , δηλαδή ) περιπίπτει βαθμηδόν σε διάλυση ή σε «μερική κοινωνία» ανθρώπων, με συγκεκριμένους ενδοκοσμικούς στόχους. Τέτοια σύναξη – κοινωνία αδυνατεί να επιτύχει υπέρβαση ορισμένων «αιωνίων συνόρων», που σχετίζονται άμεσα με το ανθρώπινο. Αδυνατεί λ.χ. να υπερβεί το «φράγμα» του θανάτου, όπως αδυνατεί να θρέψει τα άτομα με «νόημα» , όταν αυτά τα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με τα έσχατα ερωτήματα.


Οι κοινωνίες που γνωρίζουμε εμπειρικά είναι κοινωνίες συγκροτημένες επι τη βάσει «μερικών στόχων» ( εδώ θα μπορούσε να υπομνησθεί η Αριστοτελική Φιλοσοφία για τη σύσταση της κοινωνίας ) και ως εκ τούτου «εύθραυστες» ήδη από τις απαρχές τους. Κυρίως , όμως, είναι κοινωνίες των οποίων οι τύχες προσδιορίζονται από την «ποιότητα» των μελών που τις συγκροτούν. Μέσα στην ιστορία υπήρξαν οραματισμοί για κάποια ιδανική Πολιτεία ( π.χ. Πλάτων ), αλλά η πραγματική ιστορία, όπως την έχουν διηγηθεί οι μελετητές της συνίσταται από μία δραματική σειρά παθών και ελαττωμάτων, τα οποία της προσδίδουν δραματικό χαρακτήρα.


Ετσι εάν λ.χ. κυριαρχείται κάποιος από την πλεονεξία ή το μίσος, πως θα εναρμονιστεί με ένα σύνολο ανθρώπων, όταν και οι άλλοι με τη σειρά τους είναι υποκείμενοι σε παρόμοια πάθη ; αυτό υποδηλώνει πως η υπέρβαση των παθών είναι ήδη κοινωνική εκδήλωση – είναι κίνηση που δεν έχει απλώς ατομικό χαρακτήρα – οι ασκητές λ.χ. είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικά πρόσωπα – όταν βέβαια η άσκησή τους είναι εκκλησιαστική και όχι βουδδιστική , Ινδουϊστική, κ.ά. –για όλα αυτά θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο.




                                     Ε.

Ανατρέχοντας στην Αγία Γραφή βρίσκουμε το παράδειγμα του Κυρίου , ο οποίος αρνήθηκε να μοιράση ( έστω, σωστά ) την περιουσία δύο αδελφών, όταν τον πλησίασαν για να του κάνουν τη σχετική ερώτηση. Η άμεση απάντηση που πήραν ήταν η εξής : «τις με κατέστησεν άρχοντα ή δικαστήν εφ’ υμάς» ; Τούτο σημαίνει ότι άλλη υπήρξε η αποστολή του Κυρίου στον κόσμο. Αποστολή όχι να μας διαμοιράση πρωταρχικά τον άρτο , τις περιουσίες, τα υλικά αγαθά ( προσαρμοζόμενος στις απαιτήσεις του «έχειν» ), αλλά να μας ενώσει με τον ουρανό, ανοίγοντας τις πύλες του Παραδείσου.



Αυτό ακριβώς κάνει και η Ιστορική του εκκλησία, όταν μένει συνδεδεμένη με τον Αρχηγό της , συνεχίζοντας το έργο του. Εάν εκκινήσουμε από αυτή τη βασική αποστολή της εκκλησίας στον κόσμο, μόνο τότε μπορούμε να κρίνουμε σωστά και τα «επι μέρους», θεμελιώνοντας έναν ορθόδοξο κοινωνισμό. Συνεπώς πριν από οποιαδήποτε τακτοποίηση ( εξωτερική προφανως ) των κοινωνικών προβλημάτων, κυρίως δε της δίκαιης μοιρασιάς του άρτου ( σε επίπεδο λ.χ. οικονομικού ανθρωπισμού ), χρειάζεται να εξετάσουμε το «πως» της λειτουργικής βιώσεως του μυστηρίου της Ενότητος ( σε σταυρικό σχήμα : οριζόντια, με τους άλλους ανθρώπους και κάθετα, με το θεό ). Γιατί αυτή η βιωμένη Ενότητα, ως περιχώρηση προσώπων δίνει αυτομάτως απάντηση και στο κοινωνιολογικό δίλημμα της προτεραιότητος της κοινωνίας έναντι του ατόμου ή το αντίστοφο, του ατόμου έναντι της κοινωνίας.


Η άρση ενός τέτοιου διλήμματος είναι ανέφικτη στον «πεπτωκότα» κόσμο, όπως θα υπογραμμίσει χαρακτηριστικά ο «προφήτης του ορθόδοξου κοινωνισμού» Νικόλαος Berdiaeff, μέσα από το σύνολο σχεδόν του έργου του. Ο Berdiaeff λέει κάπου πως το πρόσωπο δεν είναι «τμήμα» ενός όλου, αλλά είναι αυτό καθ’ εαυτό ολότητα και ακεραιότητα. Αντιθέτως το άτομο ( όπως φανερώνει και η ίδια η λέξη , εάν ετυμολογηθεί ) , είναι ήδη έκφραση διαίρεσης και έκπτωσης προς τη μοναξιά. Μιας μοναξιάς που βιώνεται οδυνηρά στις μοντέρνες κοινωνίες, παρά τις τόσες Ανθρωπιστικές προσδοκίες, μοναξιάς που επιτείνεται και από την έκλειψη του θεού στις καρδιές.



                                        Στ.


Στο χώρο του λεγόμενου Δυτικού Πολιτισμού ο Χριστιανισμός βρέθηκε στο προσκήνιο της κοινωνίας σε μία αιρετική του εκδοχή, φανερούμενος σταδιακά ως θρησκευτική ιδεολογία , ιδιαίτερα σε χώρες όπου επικράτησε ο Προτεσταντισμός. Το φαινόμενο λ.χ. της ανάπτυξης μιάς Πολιτικής Θεολογίας στους κόλπους των Δυτικών εκκλησιών δείχνει κάποιο «έλλειμα» στην Παράδοσή τους, το οποίο έρχεται να καλύψει ο τονισμός του κοινωνικού στοιχείου εκ μέρους των θεολόγων. Από ορθοδόξου πλευράς κάτι τέτοιο είναι φυσικό να γίνεται από τη στιγμή που έχει χαθεί το μυστηριακό και χαρισματικό πλαίσιο, μετά την αποστασιοποίηση της Δύσης από την ιστορική εκκλησία του Χριστού. Η τελευταία διατήρησε αναλλοίωτη την Καθολικότητά της, στα όρια της οποίας το κοινωνικό είναι παράγωγο του Πνευματικού και όχι το αντίστροφο.


Ο κοινωνισμός των Δυτικών Χριστιανών κατάγεται βέβαια απ’ αυθείας από τη βίβλο, αποτελεί όμως παραμόρφωση της εκκλησιολογίας και συμμόρφωση με μία απαίτηση Δικαιοσύνης ( όπως την εξέφρασαν οι προφήτες της Π. Διαθήκης ) σε «οριζόντια διάσταση». Παράγωγο αυτού του είδους του κοινωνισμού υπήρξε η «θεολογία της απελευθέρωσης» ( που καταφάσκει στη χρήση βίας ) στις τελευταίες δεκαετίες του 20 ου αιώνος, που πήρε το μέρος των φτωχών και των αδικημένων, σε μία μαρξιστική έκδοση των ευαγγελικών παραγγελμάτων.

Αναφέραμε ενδεικτικά ορισμένες σύγχρονες τάσεις της Δυτικής Θεολογίας, ( που σχετίζονται άμεσα με τη λεγόμενη «τακτοποίηση της κοινωνίας» ) με κίνητρο όχι τόσο την επίκρισή τους, αλλά το «φιλτράρισμά τους» μέσα από την Καθολικότητα της θεωρήσεως των ανθρωπίνων προβλημάτων, στο φως της απολυτρώσεως η οποία συντελείται «εν τη εκκλησία».





( εδώ θα υπομνήσουμε πως κάποιοι απομονωμένοι «ως προς το χώρο» ασκητές , ένοιωθαν δικά τους όλα τα βάσανα των ανθρώπων, αγαπούσαν τους πάντες και προσεύχονταν γι’ αυτούς – για να φανεί έτσι πιο καθαρά η διάκριση της θεολογίας : άτομο – πρόσωπο / οι αληθινοί ασκητές ζούσαν «εν κοινωνία» με τους άλλους, ήσαν δηλαδή πρόσωπα και όχι μονάδες- ατομικότητες, παρά το ότι είχαν απομακρυνθεί από τον κόσμο, στην τακτική τους του πολέμου κατά των παθών ).


Ηδη όμως υποδηλώθηκε πως γίνεται κανείς πρόσωπο, μέσα από το παράδειγμα των ασκητών. Οσο υπαρχουμε και ζούμε στην «πτωτική» μας κατάσταση, τουτέστιν τη φιλαυτία μας ( ρίζας όλων των παθών κατά τους Αγίους Πατέρες ), είμαστε άτομα - άλλος σε μεγαλύτερο και άλλος σε μικρότερο βαθμό ( και υπάρχει αυτή η διαβάθμιση, γιατί ο άνθρωπος είναι ένα όν, που εκτείνεται σε όλους τους κόσμους , από τον παράδεισο ως την κόλαση, όπως λέει ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς ). Εργο της εκκλησίας , όμως , είναι να ενώσει τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο Χριστός , η κεφαλή της εκκλησίας ονομάζεται, «άρχων ειρήνης».

Αλλά αυτή η ένωση δεν γίνεται μηχανικά. Εχει ήδη επιτευχθεί οριστικά στο πρόσωπο του Θεανθρώπου λυτρωτή και μας προσφέρεται δωρεάν με τα μυστήρια της εκκλησίας , εάν όμως δεν συνεργήσουμε και εμείς με τη θεία χάρη, δεν μπορούμε να οικειοποιηθούμε τη σωτηρία – την ακεραιότητά μας ως προσώπων, κατ’ άλλη ερμηνεία. Ετσι παραμένουμε ακόμη άτομα και μέσα στην παραμονή μας στην κατάσταση των ατόμων ευθυνόμαστε, όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, για το γεγονός ότι ο κόσμος δεν έχει μεταβληθεί ακόμα σε εκκλησία, όπως θα το ήθελε ο θεός ( αφού γι’ αυτό το λόγο ενσαρκώθηκε ). Η προσπάθεια διευθέτησης του «έκπτωτου» κόσμου δεν μπορεί να επιτύχει καμμία σωτηρία.






                                          Ζ.


Από τη σκοπιά της ορθοδόξου εκκλησιολογίας, είναι ερμηνεύσιμη η απόπειρα των ανθρώπων στο διάβα της ιστορίας να συγκροτήσουν κοινωνίες, να αναμετρηθούν με τα στοιχεία της φύσης, να ανυψωθούν με τη δημιουργία Πολιτισμου, να αναπτυχθούν ατομικά ή κοινωνικά καταρτίζοντας θεσμούς και κανόνες , να ξεπεράσουν γενικώτερα την κατάσταση ένδειας στην οποία βρίσκονται «εντός» του κόσμου : Και είναι ερμηνεύσιμη όλη αυτή η δραστηριότητα, γιατί αποτελεί εκδήλωση δυναμισμού με τον οποίο έχει εφοδιάσει τον άνθρωπο ο θεός για να μπορεί να εξελισσεται.


Ωστόσο, η εξέλιξη του ανθρώπου στην τωρινή του κατάσταση διακρίνεται από κάποια αντινομία, αφού είναι εξέλιξη «εντός» των δερματίνων χιτώνων. Και μία τέτοια εξέλιξη ωθεί ( όπως ήδη καθαρά το διακρίνουμε) σε έναν αυτόνομο πολιτισμό – χωρίς θεό. Έναν πολιτισμό της Βαβέλ. Το λάθος του ανθρώπου είναι ότι θέλησε να αυτονομήσει τον εαυτό του και τα έργα του, διακόπτοντας τη σχέση του με το θεό - μία σχέση ενταγμένη στο σχέδιο της ολοκλήρωσής του ( αλήθεια που μας φανερώνει η Αποκάλυψη και την οποία δεν θα μπορούσαμε να φτάσουμε από μόνοι μας ).


Επομένως η απαρχή της διόρθωσης του λάθους ( της αστοχίας – αμαρτίας ) γίνεται στο σημείο ακριβώς όπου βρίσκεται και η «αχίλλειος πτέρνα» της Αδαμικής παράβασης , δηλαδή στο σημείο της αποκαταστάσεως της διακοπείσης κοινωνίας, που προϋποθέτει ενσωμάτωση στην εκκλησία – ευχαριστιακή ζωή. Μία ορθόδοξος θεολογία του πολιτισμού θα ήταν χρησιμώτατη στην εποχή μας, στο μέτρο που θα έδειχνε πως και τα έργα του ανθρώπου μπορούν να υπηρετούν το σχέδιο του θεού για τη σωτηρία μας, όταν όντως εντάσσονται στο πλαίσιο ενός θεόνομου πολιτισμού.

Σήμερα η ευθύνη της ορθοδοξίας συνίσταται κυρίως στην απαγκίστρωσή της από ερμηνείες που την θέλουν απλή συντήρηση πολιτισμικών – κοινωνικών μορφών του παρελθόντος ( ένα είδος « ιστορικής αγκυλώσεως » ) και στην είσοδό της όχι μόνο στις καρδιές, αλλά και στις κοινωνίες, που θέλουν να χτίσουν ανθρωπισμό, χωρίς τη ζωογόνο πνοή του Πνεύματος – χωρίς τη βεβαίωση της εσχατολογικής πληρώσεως κάθε νοσταλγίας, κάθε εγκόσμιας δράσης προς το αγαθό. Γιατί , σύμφωνα με το λυτρωτικό μήνυμα του ευαγγελίου , κάθε θερισμός της ιστορίας προορίζεται να περάσει στην αιωνιότητα – να βρεί εκεί την ολοκλήρωσή του. Η Βασιλεία του Θεού αποτελεί το Πλήρωμα.






( ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΕΣΘΟΝΙΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ )


1. Ένα ή δύο βασίλεια ;

.

Η ζωή και ο κόσμος, όπως τα βλέπουμε διαμέσου του ανθρωπίνου προσώπου, μας δείχνουν σε βάθος την άθραυστη σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, την οποία φανερώνει η ύπαρξη της χριστιανικής κοινότητας στην καρδιά του κόσμου. Αν θέλουμε να ορίσουμε την Εκκλησία σε σχέση με τον κόσμο, δεν θα πρέπει να αντικαταστήσουμε απλά και καθαρά την εκκλησιολογία με τη χριστιανική κοινωνιολογία, αλλά να μετατρέψουμε την εκκλησιολογία σε αληθινή κοσμολογία- δηλαδή να θεωρήσουμε τον «κόσμο», δια μέσου της Εκκλησίας, ως ένα όλο δυνητικά σωζόμενο εν Χριστώ. Η σκέψη των Ελλήνων πατέρων χαράσσει μια μεγαλειώδη φιλοσοφία της κτίσεως. Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή επιβεβαίωση της κουλτούρας. Όταν η κουλτούρα γίνεται λειτούργημα στην υπηρεσία της βασιλείας του Θεού, τότε η κουλτούρα επιβεβαιώνει την ιστορία, τον άνθρωπο και το λειτούργημα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.

2. Μια παγκόσμια αποστολή

«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη», λέγει ο Κύριος. Η Εκκλησία, βέβαια, ασχολείται με την ψυχή του κάθε ανθρώπου αλλά έχει επίσης την ευθύνη για τα εθνικά σύνολα. Στο σχηματισμό της κουλτούρας και των πολιτισμών, έχει να πεί τον προφητικό της λόγο που είναι λόγος μάρτυρα. Θέτει το υπερβατικό με την ίδια την ευχαριστιακή της πραγματικότητα. Και το πασχάλιο μήνυμά της την καθιστά κάτι περισσότερο από σύγχρονη, καθ’ ότι βρίσκεται υπεράνω κάθε εποχής. Η Εκκλησία αγγέλλει ότι ο Χριστός ήρθε για να μεταβάλει τους νεκρούς σε κεκοιμημένους και για να ξυπνήσει τους ζωντανούς. Κάθε λαός, φυσικά, οικειοποιείται μια ιστορική αποστολή, οικοδομεί τον εαυτό του γύρω από αυτή και αργά ή γρήγορα καταλήγει να συναντήσει το σχέδιο του Θεού. Η παραβολή των ταλάντων μιλά γι’ αυτό το πρακτικό σχέδιο που προτείνεται στην ελευθερία του ανθρώπου. Η ευαγγελική ηθική είναι ηθική της ελευθερίας της δημιουργίας. Απαιτεί όλη την ωριμότητα του ενήλικα και περιέχει απείρως περισσότερη ασκητική πειθαρχία, περισσότερο ελεύθερο καταναγκασμό και διακινδύνευση, από κάθε ηθική του Νόμου.


Για ένα Χριστιανό η ιστορία δεν είναι καθόλου αυτόνομη- όλα τα γεγονότα της αναφέρονται σε Εκείνον που κατέχει «κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη». Ακόμη και ένας λόγος όπως το «απόδοτε τα του Καίσαρος Καίσαρι» δεν έχει νόημα παρά υπο το φως της πίστης: «Ο Καίσαρας είναι Καίσαρας μονάχα σε σχέση με τον Θεό». «Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε είμαι ακόμα λοχαγός;» αναρωτιέται ένας αξιωματικός στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι, στον οποίο ήθελαν να αποδείξουν ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Κατά συνέπεια, η ιστορικότητα δεν έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τις πρακτικές της προδιαγραφές, οι οποίες την κρίνουν. Αυτή είναι η σημασία των κρίσεων οι οποίες είναι έμφυτες σε κάθε πολιτισμό και είναι κρίσεις εσχατολογικές, είναι οι «καιροί», οι ξαφνικές εμφανίσεις του υπερβατικού που ελκύουν την προσοχή όσων «έχουν ωτα»…



3. Η Εκκλησία και ο κόσμος

Κλείνοντας, ας τολμήσουμε να πούμε εδώ ότι κάθε μανιχαϊκός δυαλισμός ή κάθε νεστοριανός διαχωρισμός, κάθε μονοφυσιτισμός που θέλει μόνο το θείο ή μόνο το ανθρώπινο, είναι καταδικασμένοι από τη διαυγή διατύπωση της Συνόδου της Χαλκηδόνος: το θείο και το ανθρώπινο, ενωμένα ασυγχύτως και αδιαιρέτως. Αυτή η διατύπωση καθορίζει επακριβώς τις σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του κόσμου, της Εκκλησίας και της ιστορίας, της Εκκλησίας και της κουλτούρας.Πρακτικά, η κοινωνική και πολιτισμική ζωή θα πρέπει να οικοδομείται σ’ ένα δόγμα, να εφαρμόζει, καθ’ όσον μας αφορά, τις αρχές μιας θεολογικής κοινωνιολογίας, επειδή ο «Χριστιανισμός είναι μίμηση της φύσεως του Θεού».


4. Προσδοκία ή ελπίδα;

Εάν η αποϊερωμένη, εκκοσμικευμένη εσχατολογία δεν διαθέτει το βιβλικό «έσχατο» και ονειρεύεται μια κοινωνία αγίων χωρίς τον Άγιο, μια βασιλεία του Θεού χωρίς Θεό, είναι γιατί αποτελεί μια χριστιανική αίρεση που γεννήθηκε από τις ελλείψεις της ίδιας της Χριστιανοσύνης. Η οποία Χριστιανοσύνη είτε εγκαταλείπει τη βασιλεία προς όφελος μιας κλειστής πόλεως, που είναι εξ ολοκλήρου εγκατεστημένη μέσα στην ιστορία, είτε αποφεύγει τον κόσμο και ξεχνιέται στην ενατένιση του ουρανού.



Ετσι λοιπόν, ο Μαρξισμός, για παράδειγμα, θέτει με βίαιο τρόπο στις συνειδήσεις μας το πρόβλημα του νοήματος της ιστορίας και αναγκάζει τη χριστιανική συνείδηση να δεχτεί μια μυστηριώδη συνέχεια μεταξύ ιστορίας και βασιλείας. Διότι η έσχατη επανάσταση μπορεί μονάχα να πηγάσει από την Εκκλησία η οποία είναι φορτισμένη με τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Από την ίδια τη φύση της, η Εκκλησία δεν μπορεί να υπερυψώνει κανένα αγιοποιημένο κοινωνικό τύπο και, γι’ αυτό ακριβώς, διαθέτει την πιο μεγάλη ευλυγισία, ανάλογα με τα τοπικά δεδομένα.

Εντούτοις, αν ο Λόγος παρηγορεί, κρίνει κιόλας, πράγμα που εξηγεί μια ορισμένη απόσταση που διατηρεί ο οξυδερκής μάρτυρας από τα πράγματα, ο οποίος καταδικάζει κάθε συμβιβασμό και κάθε κομφορμισμό, του οποίου όμως ο διεισδυτικός ρεαλισμός αποκαλύπτει τα δαιμονικά στοιχεία και οδηγεί τη μάχη. Στις συναντήσεις των «μεγάλων» συναθροίζονται οι επαγγελματίες πολιτικοί. Η απουσία πνευματικής διάστασης περιορίζει την οπτική τους στα πολύ ανθρώπινα και γι’ αυτό καθιστά τη δράση τους αναποτελεσματική και πολύ συχνά τις συμφωνίες τους απρόσιτες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει η «φρονιμάδα του φιδιού» αλλά λείπει «η ακεραιότητα της περιστεράς».


Επομένως, το πιο σύγχρονο παγκόσμιο εγχείρημα είναι να τεθούν οι καρποί της γης στη διάθεση όλων των ανθρώπων, χωρίς να τους στερείται ούτε η πολιτική ούτε η θρησκευτική ελευθερία. Αυτό είναι πράγματι το πρόβλημα των πλουσίων και των ψευδο-πτωχών που ορέγονται τον πλούτο. Το να αμφιβάλλουμε εδώ ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να είναι κύριος όχι του κόσμου αλλά του εαυτού του, θα σήμαινε ότι αρνούμαστε ό,τι του δίνει την αξιοπρέπειά του ως τέκνου του Θεού. Αυτόν ακριβώς τον κλειστό κόσμο καλείται να διαπεράσει η ακλόνητη βεβαιότητα της πίστης για να εκδηλωθεί η αόρατη παρουσία του Υπερβατικού, να αναστηθούν οι νεκροί και να μετακινηθούν τα βουνά, να ριχτεί η φωτιά της ελπίδας για τη σωτηρία όλων και να ενωθεί η κενότητα αυτού του κόσμου με την «πλήρη Τριάδος Εκκλησία»… Έχουμε πει ήδη ότι ο Λόγος που ο Χριστός άφησε μέσα στον κόσμο, κρίνει την κοινωνία, κρίνει επίσης την Εκκλησία και την αναγκάζει να αναλάβει μια άμεση δράση, την οποία κανείς άλλος δεν μπορεί να αναλάβει στη θέση της.


5. Σχέδιο του Θεού ή ουτοπία;

Αλλά δεν είμαστε ούτε ουτοπιστές: η Εκκλησία, για τον εκκοσμικευμένο μας κόσμο, δεν είναι πια ένας άμεσος παράγοντας της ιστορίας- στο επίπεδο της εμπειρίας δεν την κατευθύνει πλέον. Αντίθετα, αυτή η κατάσταση έχει το πλεονέκτημα να θέτει την Εκκλησία υπεράνω του άμεσου παρόντος ως μια αυθεντική «ηθική συνείδηση της ανθρωπότητας» και αυτό το προφητικό χάρισμα της προσδίδει σήμερα μια όλως ιδιαίτερη δύναμη. Μια τέτοια συνείδηση δεν είναι καθόλου ηθικισμός, είναι πρώτ’ απ’ όλα το φως μιας στρατευμένης εσχατολογίας. Προειδοποιεί για τον κίνδυνο μιας αφελούς εμπιστοσύνης προς τις αυτονομημένες ανθρώπινες αξίες και την τεχνολογία. Η Εκκλησία έχει ως αποστολή να θυμίζει με δύναμη το περιεχόμενο του βιβλικού μηνύματος, δηλαδή ότι κάθε ανθρώπινο ον βρίσκεται δυνητικά υπό το σημείο του Άρχοντος του αιώνος τούτου. Ακόμα, η χριστιανική στάση ενώπιον του κόσμου δεν μπορεί ποτέ να είναι άρνηση αλλά πάντα εσχατολογική κατάφαση.


6. Κόσμος και δημιουργία

Μπορεί εντούτοις να υπογραμμιστεί εδώ μια παραδοξότητα που είναι ίδιο της χριστιανικής πίστης: είναι το γεγονός ότι η πίστη παροτρύνει για δημιουργία μέσα σ’ αυτό τον κόσμο. Όμως η πραγματική κουλτούρα, στην τελική της φάση, με την εσχατολογική της διάσταση, κάνει τον κόσμο να εκραγεί, υποχρεώνει την ιστορία να εξέλθει από το πλαίσιό της. Με λίγα λόγια, όλες οι μορφές της κουλτούρας, θεωρούμενες από σκοπιά καθαρά χριστιανική, πρέπει να κατατείνουν στο πέρασμα από το επίγειο «έχειν» στο «είναι» της βασιλείας.

Η οπτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως προς το θέμα που μας απασχολεί είναι να παρουσιάσει τον κόσμο μέσα στην Εκκλησία σαν τη βιβλική άφλεκτη βάτο που είναι τοποθετημένη στην ίδια την καρδιά της ύπαρξης. Πράγματι, η Ορθόδοξη Εκκλησία θα επαγρυπνεί πάντοτε για να αποφύγει το ψεύτικο δίλημμα που εμφανίζεται στις μέρες μας: ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία ή ο Χριστός μέσα στον κόσμο; Από τη σκοπιά του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνος, το οποίο έχουμε ήδη παραθέσει, η Ορθοδοξία κατανοεί ότι μια ιστορική θεοκρατία, ένα χριστιανικό κράτος, μια δημοκρατία, ανήκουν στην περιοχή των συμβόλων- ενώ η αληθινή πραγματικότητα είναι «η κοινωνία των αγίων», η οποία είναι η μόνη ικανή να αλλάξει τον κόσμο.









Γι’ αυτό το λόγο, η πρώτης της έγνοια δεν θα είναι ποτέ να ζητήσει να προσαρμόσει την Εκκλησία στη νοοτροπία του κόσμου αλλά να προσαρμόσει και την Εκκλησία και το σημερινό κόσμο στη θεία αλήθεια, στη θεία σκέψη για το σημερινό κόσμο. Ο Χριστός αποστέλλει την Εκκλησία του στην ιστορία για να την κάνει, στις διάφορες στιγμές της, τόπο της παρουσίας του, για να δώσει σε όλους να ζήσουν το σήμερα του Θεού μέσα στο σήμερα των ανθρώπων. Ο Θεός δεν είναι πιο μακριά από τον καιρό μας απ’ ότι από οποιαδήποτε άλλη εποχή- η παρουσία του είναι περισσότερο αισθητή σε κάθε αληθινή διανθρώπινη συνάντηση. Ετσι ο Χριστός καλεί την Εκκλησία του να υπερβεί τις συμβολικές μορφές και να εισέλθει στην εκρηκτική πραγματικότητα του ευαγγελίου.