Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ



Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΩΣ ΤΡΙΑΔΑ








                            





                               Ομιλία  ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ 

                όπου παρατίθεται έκθεσις της ορθόδοξης ομολογίας

                                   (Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς) 



1. Πιστεύομε στο Θεό, και πιστεύομε τον Θεό· άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πραγματικά πιστεύω τον Θεό σημαίνει ότι θεωρώ βέβαιες κι' αληθινές τις επαγγελίες που μας έδωσε· πιστεύω δε στον Θεό σημαίνει ότι φρονώ περί αυτού ορθώς.


Πρέπει δε να τα έχωμε και τα δύο, να είμαστε αληθινοί και στα δύο και να συμπεριφερώμαστε έτσι, ώστε και να πιστευώμαστε από εκείνους που βλέπουν σωστά και πιστοί να είμαστε ενώπιον του Θεού προς τον οποίο απευθύνεται η πίστις, και ως πιστοί ακριβώς να δικαιούμαστε από αυτόν «διότι»,λέγει, «επίστευσε ο Αβραάμ και τούτο υπολογίσθηκε για την δικαίωσή του».

Πώς λοιπόν πιστεύσας εδικαιώθηκε ο Αβραάμ; Έλαβε από τον Θεό υπόσχεσι για το σπέρμα του, που ήταν ο Ισαάκ, ότι θα ευλογηθούν όλες oι φυλές του Ισραήλ. Έπειτα διατάσσεται από τον Θεό να θυσιάση, παιδί ακόμη, τον Ισαάκ που ήταν ο μόνος διά του οποίου επρόκειτο να εκπληρωθη η υπόσχεσις. Και χωρίς ν' αντείπη τίποτε ο πατέρας, έσπευσε να γίνη αυτόχειρ του παιδιού του, ενώ εθεωρούσε αυτήν την δι' αυτού υπόσχεσι βέβαιη και έγκυρη.



2. Βλέπετε ποια είναι η πίστις που δικαιώνει; Αλλά επαγγέλθηκε και σε μας ο Χριστός κληρονομιά ζωής αΐδιας και τρυφής και δόξης και βασιλείας, ενώ έπειτα παρήγγειλε να πτωχεύωμε, να νηστεύωμε, να ζούμε με ευτέλεια και θλίψι, να είμαστε έτοιμοι για θάνατο, να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες. Εάν λοιπόν σπεύδωμε προς αυτά και πιστεύομε εκείνη την επαγγελία του Χριστού, πραγματικά επιστεύσαμε τον Θεό κατά το παράδειγμα του Αβραάμ, και τούτο θα υπολογισθή για την δικαίωσί μας.


3. Και παρατηρήσατε την ακολουθία των προτάσεων. Το ότι δηλαδή εδέχθηκε να προσφέρη για σφαγή τον Ισαάκ δεν έγινε μόνο ισχυρά μαρτυρία και απόδειξις της πίστεως του Αβραάμ, αλλά υπήρξε και αίτιο του ότι ο Χριστός εγεννήθηκε από το σπέρμα του, διά του οποίου ευλογήθηκαν όλες οι φυλές της γης κι εκπληρώθηκε η επαγγελία.

Διότι κατά κάποιον τρόπο ο Θεός έγινε οφειλέτης σ' αυτόν που έδωσε για τον Θεό τον μονογενή και γνήσιο υιό του· οφειλέτης ν' αντιδώση γι' αυτόν και την προς αυτόν επαγγελία τον δικό του μονογενή και γνήσιο υιό. Έτσι και σε μας· η χάρη των εντολών του Θεού σωφροσύνη και δικαιοσύνη και ταπείνωσις, η υπομονή των κάθε είδους κακώσεων και μετάδοσις των αγαθών, καθώς και η κακοπάθεια του σώματος με νηστείες και αγρυπνίες και γενικώς το να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα παθήματα και τις επιθυμίες, όχι μόνο είναι απόδειξις ότι πιστεύομε αληθινά στις επαγγελίες του Χριστού, αλλά και καθιστά κατά κάποιον τρόπο τον Θεόν οφειλέτη να αντιπροσφέρη σε μας την αΐδια και άφθαρτη ζωή και τρυφή, την δόξα και βασιλεία.

4. Γι' αυτό και ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τους μαθητάς του, έλεγε· μακάριοι είναι οι πτωχοί διότι δική σας είναι η βασιλεία των ουρανών· μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι ελεήμονες, μακάριοι οι διωκόμενοι για την δικαιοσύνη»· και, αλλοίμονο στους πλουσίους, αλλοίμονο στους γελώντας, αλλοίμονο στους χορτασμένους, αλλοίμονό σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας κολακεύουν. Αυτός λοιπόν που αποβλέπει όχι προς τα μακαριζόμενα από τον Κύριο, αλλά προς τα ταλανιζόμενα, ειπέ μου, πώς θα πιστευθή ότι εμπιστεύεται τον Θεό; «Δείξε μου», λέγει, «την πίστι σου από τα έργα σου», και «όποιος είναι σοφός, ας δείξη τα έργα του από την καλή συμπεριφορά».

5. Ότι λοιπόν πιστεύομε αληθινά τον Θεό, δηλαδή αναγνωρίζομε αληθινές και βέβαιες τις επαγγελίες ή απειλές του προς εμάς, και περιμένομε να εκδηλωθούν γρήγορα, δεικνύεται διά των αγαθών μας έργων και της τηρήσεως των θείων εντολών. Ότι δε ορθώς πιστεύομε στον Θεό, δηλαδή καλώς και ασφαλώς και ευσεβώς φρονούμε γι' αυτόν, από που προέρχεται η απόδειξις; από την συμφωνία προς τους θεοφόρους πατέρες μας. Ότι δε το να εμπιστευώμαστε αδιαψεύστως τον Θεό προκαλεί την αντίθεσι όχι μόνο από τα πάθη της σαρκός και από τις παγίδες του πονηρού, αλλά και από τους εμπαθείς ανθρώπους, που θέλγουν και παρασύρουν κάτω προς τις εμπαθείς ηδονές, έτσι και το να πιστεύωμε ορθώς στον μόνο αληθινό Θεό προκαλεί την αντίθεσι όχι μόνο από την άγνοια και από τις υποβολές του Αντικειμένου, αλλά και από τους δυσσεβείς ανθρώπους που τον αρπάζουν και τον ρίπτουν μαζί τους κάτω προς την δική τους απώλεια.

Είναι όμως στη διάθεσί μας, για κάθε μια από τις περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, όχι μόνο από τον ίδιο τον Θεό και την από αυτόν δοσμένη σ' εμάς γνωστική δύναμι, αλλά και από τους αγαθούς αγγέλους και από τους θεοσεβείς ανθρώπους που ζουν κατά το θέλημα του θεού.


6. Γι' αυτό η πνευματική και κοινή μητέρα και τροφός μας, η Εκκλησία του Χριστού, σήμερα αφ' ενός μεν αντικηρύσσει ολοφανέστερα και δημοσιώτερα αυτούς που έλαμψαν κατά την ευσέβεια και αρετή και τις πανίερες συνόδους των και τα θεία δόγματα που διατυπώθηκαν σ' αυτές, αφ' ετέρου δε αποκηρύσσει επισημότερα τους οπαδούς της δυσσεβείας και τα πονηρά διδάγματα και φρονήματά τους· έτσι ώστε εμείς αυτούς μεν αποστρεφόμενοι, τους δε ορθοδόξους ακολουθώντας, να πιστεύωμε σ' ένα Θεό, Πατέρα, Υιό και άγιο Πνεύμα, από τον οποίο και δια του οποίου και στον οποίο έγιναν τα πάντα, ο οποίος υπάρχει πριν από όλα και επάνω σε όλα και μέσα σε όλα και υπεράνω του παντός, μονάς σε τριάδα και τριάς σε μονάδα, ασυγχύτως ενουμένη και αμερίστως διαιρούμενη· μονάς η ίδια και τριάς παντοδύναμη.


7. Είναι Πατήρ άχρονος και άναρχος και αΐδιος, μόνος αιτία και ρίζα τής θεότητος που ενυπάρχει στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα· όχι μόνος δημιουργός, αλλά μόνος Πατήρ ενός Υιού και μόνος προβολεύς ενός αγίου Πνεύματος· πάντοτε ων και πάντοτε ων Πατήρ και πάντοτε ων μόνος Πατήρ και μόνος προβολεύς.

8. Του οποίου ένας είναι Υιός, συναΐδιος με αυτόν και χρονικώς συνάναρχος· όχι άναρχος δε, διότι έχει γεννήτορα και ρίζα, πηγή και αρχή τον Πατέρα, από τον οποίο μόνον προήλθε πριν από όλους τους αιώνες ασωμάτως, απαθώς, αρρεύστως, γεννητώς, αλλά δεν διαιρέθηκε· που είναι Θεός από Θεό, όχι άλλος κατά το ότι είναι Θεός και άλλος κατά το ότι είναι Υιός· πάντοτε ων και πάντοτε ων Υιός και πάντοτε ων ασυγχύτως προς τον Θεό· λόγος ζωντανός, φως αληθινό, ενυπόστατος σοφία, αιτία και αρχή όλων των δημιουργημάτων, αφού όλα αυτά έγιναν δι' αυτού· αυτός εκένωσε τον εαυτό του χάριν της συντελείας των αιώνων, όπως προείπαν οι προφήτες, παίρνοντας για μας την δική μας μορφή, και, αφού εκυοφορήθηκε από την αειπάρθενη Μαρία μ' ευδοκία του Πατρός και συνεργία του αγίου Πνεύματος, εγεννήθηκε κι' ενανθρώπησε αληθινά, έγινε όμοιος μ' εμάς καθ' όλα, πλην της αμαρτίας, ενώ έμεινε ό,τι ήταν, Θεός αληθινός σε μια υπόσταση και μετά την ενανθρώπηση, ενεργών όλα τα θεία ως Θεός και όλα τα ανθρώπινα πάθη· απαθής και αθάνατος ων και διαμένων ως Θεός, εκουσίως δε παθών για μας κατά την σάρκα ως άνθρωπος, σταυρωθείς και αποθανών, ταφείς και αναστάς κατά την τρίτη ημέρα και καταργήσας δια του θανάτου και της αναστάσεώς του αυτόν που έχει την κυριαρχία του θανάτου· και μετά την ανάστασι επιφανείς, αναληφθείς στον ουρανό και καθίσας από τα δεξιά του Πατρός αφού έκαμε ομότιμο και ομόθρονο ως ομότιμο το φύραμά μας, με το οποίο πρόκειται να έλθη πάλι ενδόξως να κρίνη ζώντας και νεκρούς, που θα επανέλθουν προς την ζωή εξ αιτίας της παρουσίας του, και ν' αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.


Αναγνωρίζοντας κι εμείς αισθητό και περιγραπτό τούτο το από εμάς πρόσλημμά του και φύραμα, εικονίζομε και προσκυνούμε ευσεβώς και αυτήν που τον εγέννησε παρθενικώς και τους ευαρεστήσαντας αυτόν τελείως. Τούτου τα σύμβολα των παθών, και μάλιστα τον σταυρό, τιμούμε και προσκυνούμε ως θεία τρόπαια κατά του κοινού πολεμίου. Την ανάμνησι τούτου τελώντας κατά την εντολή του καθημερινώς, ιερουργούμε τα θειότατα μυστήρια και μετέχομε σ' αυτά. Κατά την παραγγελία τούτου πριν από όλα βαπτιζόμαστε και βαπτίζομε σ' ένα όνομα σεπτό και προσκυνητό του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος.

9. Διότι από τον αΐδιο και άναρχο Πατέρα εκπορεύεται το άγιο Πνεύμα, που είναι συνάναρχο με τον Πατέρα και τον Υιό ως άχρονο, όχι δε άναρχο, αφού και αυτό ρίζα και αρχή και αιτία έχει τον Πατέρα, από τον οποίο προήλθε πριν από όλους τους αιώνες αρρεύστως, απαθώς, εκπορευτώς, και είναι επίσης αδιαίρετο του Πατρός και του Υιού, ως προερχόμενο από τον Πατέρα και αναπαυόμενο στον Υιό· που έχει ασύγχυτη την ένωσι και αμέριστη τη διαίρεση· που είναι και αυτό Θεός από Θεό, όχι άλλος μεν ως Θεός, άλλος δε Παράκλητος ως Πνεύμα άγιο αυθυπόστατο· που έχει την ύπαρξι από τον Πατέρα και αποστέλλεται δια του Υιού, για την έναρξι αιωνίας ζωής, γι' αρραβώνα των μελλοντικών και πάντοτε διατηρουμένων αγαθών που είναι κι' αυτό αίτιο όλων των δημιουργημάτων, διότι σ' αυτό έγιναν όλα, το ίδιο και απαράλλακτο με τον Πατέρα και τον Υιό, χωρίς την αγεννησία και τη γέννησι.

Εστάλθηκε δε από τον Υιό προς τους μαθητάς του, δηλαδή εφανερώθηκε· διότι πως αλλοιώς θα εστελλόταν το παντού παρόν και μη χωριζόμενο από τον πέμποντα; Γι' αυτό όχι μόνο από τον Υιό, αλλά και από τον Πατέρα στέλλεται και από τον εαυτό του έρχεται· διότι η αποστολή, δηλαδή η φανέρωσις, είναι κοινό έργο του Πατρός και του Πνεύματος.


10. Φανερώνεται δε όχι κατά την ουσία, διότι κανείς ποτέ δεν είδε ούτε απεκάλυψε την φύσι του Θεού, αλλά κατά τη χάρι και τη δύναμι και την ενέργεια, η οποία είναι κοινή Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Διότι ίδιο στο καθ' ένα από αυτά είναι η υπόστασίς του και τα υποστατικώς γύρω από αυτήν παρατηρούμενα- κοινά δε αυτών δεν είναι μόνο η αφανέρωτη και υπερώνυμη και αμέθεκτη ουσία, αλλά και η χάρις και η δύναμις, η ενέργεια και η λαμπρότης, η αφθαρσία και η βασιλεία, και όλα εκείνα, διά των οποίων κοινωνεί κι' ενώνεται κατά χάρι με τους αγίους αγγέλους και ανθρώπους ο Θεός, χωρίς να εκπίπτη από το ενιαίο και την απλότητα ούτε εξ αιτίας του μεριστού και διαφόρου των υποστάσεων ούτε εξ αιτίας του μεριστού και ποικίλου και θείων δυνάμεων και ενεργειών.


Έτσι πιστεύομε σ' ένα Θεό, σε μια τρισυπόστατη και παντοδύναμη θεότητα και ανακηρύσσομε αυτούς που με τέτοια πίστι ευαρέστησαν τον Θεό, ενώ αυτούς που δεν πιστεύουν με όμοιο τρόπο, αλλά ή εγκαινίασαν ιδιαίτερη αίρεσι ή ακολούθησαν μέχρι τέλους τους αρχηγούς της, τους απορρίπτομε. Να γνωρίζετε δε τούτο, αδελφοί, ότι τα πονηρά πάθη και τα δυσσεβή δόγματα αλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγω της δικαίας εγκαταλείψεως από το Θεό


11. Ότι λοιπόν το μεγάλο πλήθος των αμαρτιών διαπράττονται δια της δυσσεβείας, μας το εδίδαξε ο μέγας Παύλος γράφοντας περί των Ελλήνων «επειδή δεν εφρόντισαν να επιγνώσουν τον Θεό», «άλλ' ενώ εγνώρισαν τον Θεό, δεν τον εδόξασαν ούτε τον εσεβάσθηκαν ως Θεό», «τους παρέδωσε ο Θεός σε νου αδόκιμο, ώστε να πράττουν τα ανεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε αδικία, πορνεία, πλεονεξία, και τα παρόμοια». Ότι δε πάλι δια της αμαρτίας εισάγεται η δυσσέβεια, η απόδειξις παρέχεται από πολλούς που το έπαθαν αθλίως. Ο Σολομών εκείνος, αφού παρέδωσε τον εαυτό του στις σαρκικές επιθυμίες, ωλίσθησε σε ειδωλολατρία. Ο Ιεροβοάμ, αφού ενικήθηκε από άκρα φιλαρχία, εθυσίασε στις χρυσές δαμάλεις. Ο προδότης Ιούδας αρρωστημένος από φιλαργυρία, περιέπεσε στη θεοκτονία.


12. Γι' αυτά λοιπόν, επειδή και η πίστις χωρίς έργα είναι νεκρά και ανενέργητη, και τα έργα χωρίς πίστι είναι μάταια και άχρηστα, η χάρις του Πνεύματος σήμερα στον σεπτό καιρό της νηστείας και της ενάρετης ασκήσεως συνεδύασε την ανακήρυξι των ορθοτομούντων τον λόγο της ευσεβείας και την αποκήρυξι εκείνων που δεν εδιάλεξαν την ορθοδοξία, έτσι ώστε εμείς, σπεύδοντας και στα δυό συνδυασμένα, και την πίστι να επιδείξωμε με τα έργα και των κόπων το κέρδος να αποκτήσωμε διά τη πίστεως.


13. Όχι δε μόνο εισάγονται δι' αλλήλων τα πονηρά πάθη και η δυσσέβεια, αλλά και ομοιάζουν μεταξύ τους. Και θα ειπώ λίγα προς την αγάπη σας για τους ετεροδόξους που αναφάνηκαν στην εποχή μας. Όπως ο Αδάμ, αφού έλαβε εξουσία από τον Θεό να τρώγη από κάθε δένδρο του παραδείσου, δεν αρκέσθηκε σ' όλα εκείνα, αλλά πειθόμενος στη συμβουλή του αρχεκάκου όφεως, έφαγε από το μόνο δένδρο που είχε προσταχθή να μη το εγγίση, έτσι συμβαίνει και με εμάς· ενώ τα υπάρχοντα στο Θεό αγαθά και οι πραγματικά αγαθοπρεπείς δωρεές προτίθενταν από αυτόν για μέθεξι στους θέλοντας, συμφώνως προς τον ειπόντα «όλα όσα είναι ο Θεός θα είναι και ο θεωμένος διά της χάριτος, χωρίς την ταυτότητα κατά την ουσία», υπάρχουν μερικοί που διδάσκουν ότι εμείς μετέχομε και της ιδίας της υπερουσίου ουσίας και ισχυρίζονται ότι μπορούν να την ονομάζουν αυθεντικώς, και μιμούμενοι τον αρχέκακο όφι, παρερμηνεύουν και διαστρέφουν τα λόγια των αγίων, όπως εκείνος τα του Θεού.

Αλλά εμείς, αφού ελάβαμε δύναμι από τον Κύριο να πατούμε επάνω σε όφεις και σκορπιούς και σε κάθε δύναμι του εχθρού, αφού συντρίψωμε εύκολα κάθε μηχανή και παγίδα του, είτε κατά της ευσεβείας είτε κατά της ευσεβούς διαγωγής και φανούμε νικηταί εναντίον του σε όλα, θα επιτύχωμε τους ουράνιους και άφθαρτους στεφάνους της δικαιοσύνης, μέσα στον Χριστό, τον αδέκαστο κριτή και δοτήρα των ανταμοιβών.

14. Σ' αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.




πηγή: Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 9, Πατερικαί εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", μτφρ. Παναγιώτης Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1985. 



Η ουσία του Θεού και η γνώση του εκ μέρους μας

Μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό;



Να τον γνωρίσουμε; Και τι να γνωρίσουμε από το Θεό; Την ουσία, τη φύση, την τελειότητά του; Αδύνατο. Ως προς τούτο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει: «Ἄπειρον τό θεῖον καί ἀκατάληπτον· καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία». Δηλαδή· άπειρος είναι ο Θεός και παντέλειος και σε εμάς τους ατελείς και πεπερασμένους ανθρώπους ακατάληπτος. Τούτο μόνο μπορούμε ως προς το Θεό να εννοήσουμε· ότι ακριβώς είναι άπειρος και ακατάληπτος και ο νους μας ως εκεί είναι αδύνατο να φθάσει. Και αλήθεια, πώς να φθάσει; Και πώς να τον γνωρίσουμε το Θεό; Πώς να εισέλθουμε εμείς στα βάθη της ουσίας του και να ερευνήσουμε τη φύση, τη σύσταση και υπόστασή του; Αδύνατο.

Και είναι αδύνατο, διότι ο Θεός είναι ουσία και φύση νοερά και εμείς άνθρωποι σαρκικοί και γήινοι. Ο Θεός είναι άπειρος και εμείς πεπερασμένοι. Ο Θεός είναι τέλειος και εμείς ατελείς. Ο Θεός είναι ο δημιουργός μας και εμείς τα δημιουργήματά του. Πώς, λοιπόν, να χωρέσει το άπειρο στο πεπερασμένο και να γνωρίσει το ατελές το τέλειο, το δημιούργημα το δημιουργό του; «Ὁ Θεός ἡμῶν ἀπρόσιτος καί τῷ νῷ ἡμῶν ἀχώρητος». Ούτε να τον πλησιάσουμε τόσο κοντά μπορούμε, για να τον γνωρίσουμε στην εντέλεια, ούτε ο μικρός και στενός και περιορισμένος νους μας μπορεί να χωρέσει τον άπειρο και παντέλειο Θεό.

Αυτό εννοεί και η Αγία Γραφή, όταν λέγει· «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ιωάν. α΄ 18) και ότι το Θεό «εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται» (Α’ Τιμόθ. στ΄ 16) (1). Είπε και ο ίδιος ο Θεός στον προφήτη Μωυσή που ζήτησε να δει το Θεό· «οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Εξόδ. λγ΄ 20). Δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπό μου. Διότι δεν θα μπορέσει να ζήσει άνθρωπος, που θα αντικρύσει το πρόσωπό μου.

Δεν μπορούμε, λοιπόν, οι άνθρωποι να γνωρίσουμε το Θεό, καθό μικροί και πεπερασμένοι και ατελείς. Και το πιο σημαντικό, καθό αμαρτωλοί εμείς και εκείνος άγιος. Άγνωστος λοιπόν σε εμάς ο Θεός. Άγνωστος και στους Αγγέλους. Και σε ποιον είναι γνωστός; Είναι γνωστός στο μονογενή του Υιό, ο οποίος γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων από αυτή την ουσία του Πατρός. Το λέγει σαφώς η Αγία Γραφή· «Θεὸν οὐδεὶς (από τους ανθρώπους) ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ιωάν. α΄  18).

Το Θεό κανείς άνθρωπος δεν τον είδε ποτέ. Ο μονογενής Υιός του που είναι πάντοτε ενωμένος μαζί του, εκείνος μας τον φανέρωσε και μας μίλησε για το Θεό. Και «οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι» (Ματθ. ια΄ 27). Κανείς άλλος δε γνωρίζει καλά τον Υιό του Θεού παρά μόνο ο Πατήρ, και τον Πατέρα πάλι κανείς δεν τον γνωρίζει στην εντέλεια παρά ο Υιός, και από τους ανθρώπους εκείνος, στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να τον φανερώσει και όσο πρέπει θα τον φανερώσει. Ακόμη και το Πνεύμα το Άγιο, σαν Θεός που είναι και αυτό, γνωρίζει το Θεό, διότι λέγει· «τό Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορινθ. β΄ 10).

Λέγει και ο Μέγας Βασίλειος, ότι η ουσία του Θεού είναι «παντί ἀπερίοπτος», σε όλους ακατάληπτη και απρόσιτη (απλησίαστη) «καί ὑπερβαίνει ἡ κατάληψις αὐτῆς», ξεπερνά η κατανόησή της «οὐκ ἀνθρώπους μόνον, ἀλλά καί πᾶσαν λογικήν φύσιν», όπως είναι οι Άγγελοι και όλα τα ουράνια πνεύματα, «Υιῷ δέ μόνον γνωστός ὁ Πατήρ καί Ἁγίῳ Πνεύματι». Μόνο στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα είναι γνωστός ο Πατήρ. Δεν μπορούμε, λοιπόν, οι άνθρωποι να γνωρίσουμε το Θεό, τη φύση, την ουσία του, την εσωτερική ζωή του Θεού.

Εδώ, για να καταλάβουμε καλά το πράγμα, πρέπει να αναφέρουμε το παράδειγμα του αρχαίου φιλοσόφου Ιέρωνος. Τον κάλεσε, λέγει, ο βασιλιάς των Συρακουσών και του είπε· θέλω να μου πεις τι είναι ο Θεός. Ο φιλόσοφος του απάντησε. Δος μου τρις μέρες προθεσμία να σκεφθώ. Ο βασιλιάς του δίνει. Όταν σε τρεις μέρες παρουσιάσθηκε, λέγει στο βασιλιά. Θέλω άλλες τρεις μέρες. Και έπειτα άλλες τρεις και άλλες τρεις. Ο βασιλιάς απόρησε και τον ρωτά· γιατί τόσες αναβολές; Και ο Ιέρων του λέγει. Όσο περισσότερο σκέπτομαι τι είναι ο Θεός, τόσο πιο σκοτεινό μου φαίνεται το ζήτημα και τόσο πιο δύσκολη η απάντηση.



Και όμως μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό, αφού ο Θεός «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν» (Πράξ. ιδ΄ 17). Δεν άφησε τον εαυτό του τελείως άγνωστο και κρυμμένο. Μας είναι αδύνατο να έχουμε βέβαια τέλεια γνώση του Θεού. Δεν έχουμε όμως και παντελή άγνοια του Θεού και αφού ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό του σε εμάς και με τη φύση και τα έργα της δημιουργίας του, και με την εσωτερική μαρτυρία της ψυχής μας.

Ακόμη με το νόμο που μας έδωσε, και με τον Υιό του που μας απέστειλε. Λαμβάνουμε δε τόση γνώση, όση χωρεί η φύση μας, όσο παίρνει το μικρό μυαλό μας. Και όση μας χρειάζεται για τη θρησκευτική μας μόρφωση και κατάρτιση. Και όση μας προσφέρει ο Θεός με τη θεία του Αποκάλυψη. Και οι Πατέρες της Εκκλησίας, μολονότι τονίζουν το αδύνατο να γνωρίσουμε το Θεό, αναφέρουν το αδύνατο αυτής της γνώσεως στην ουσία του Θεού, στα βάθη, στο τι είναι ακριβώς ο Θεός στην εσωτερική του φύση και Θεότητα.

Και μας λέγουν, ότι από τις θείες ενέργειες μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό. «Ἡμεῖς δέ, λέγει ο Μ. Βασίλειος, ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν (από τις ενέργειές του, από όσα κάνει για το καλό και τη σωτηρία μας, από αυτά) γνωρίζομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα» (στην ουσία του όμως δε λέμε πως μπορούμε να τον πλησιάσουμε) Γιατί; Διότι «αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Οι πράξεις και τα έργα του φθάνουν έως εμάς και τις βλέπουμε. Η ουσία του όμως μένει μυστηριώδης και απλησίαστος. Μερική γνώση του Θεού μπορούμε να λάβουμε, και τη λαμβάνουμε από τις θείες ιδιότητες και ενέργειές του, από την πρόνοια και φροντίδα που φθάνουν έως εμάς και με τις οποίες δείχνει ο Ύψιστος το ενδιαφέρον του για το καλό και την πρόοδο τη δική μας (2).

Και τούτο το διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, λέγοντας· ότι η ψυχή «ὅτε πάντα τόν ἐπιχυθέντα ρύπον τῆς ἁμαρτίας ἀφ’ ἑαυτῆς ἀποτίθεται (όταν πετάξει η ψυχή από επάνω της όλη τη λέρα της αμαρτωλής ζωής της) καί μόνο τό «κατ’ εἰκόνα» καθαρόν φυλάττῃ… ὡς ἐν κατόπτρῳ θεωρεῖ τήν εἰκόνα τοῦ Πατρός, τόν Λόγον, καί ἐν αὐτῷ τόν Πατέρα», λέγει ο Μέγας Αθανάσιος. Ο άνθρωπος που διατηρεί αγνή και καθαρή την ψυχή του, είναι σαν να έχει εμπρός του καθρέπτη και βλέπει μέσα σε αυτόν το Θεό, και τον Πατέρα και τον Υιό.



Και ο Γρηγόριος ο Νύσσης τα ίδια διδάσκει και θεολογεί: «Ὁ πάσης τῆς κτίσεως καί ἐμπαθοῦς διαθέσεως τήν ἑαυτοῦ καρδίαν ἀποκαθάρας, ἐν τῷ ἰδίῳ κάλλει τῆς θείας φύσεως καθορᾷ τήν εἰκόνα», επειδή «τῆς ἰδίας φύσεως ἀγαθῶν ὁ Θεός ἐνετύπωσε», τῇ ἀνθρωπίνῃ «κατασκευῇ τά τιμήματα, οἷόν τινά κηρόν σχήματι γλυφῆς προτυπώσας». «Ἡ θεότης δέ ἐστί καθαρότης, ἀπάθεια καί κακοῦ παντός ἀλλοτρίωσις. Εἰ οὖν ταῦτα ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐστί, Θεός πάντως»· ἐν αὐτῷ ἐστί «καί ἡ καθαρότης, ὁ ἀγιασμός, ἡ ἁπλότης, πάντα τοιαῦτα τα φωτοειδῆ τῆς θείας φύσεως ἀπαυγάσματα, δι’ ὧν Θεός ὁρᾶται».

Με απλά λόγια· Άνθρωπε, όσο η αμαρτία σκοτίζει την ψυχή σου, και εκείνα του Θεού τα μυστικά, που θα μπορούσες να τα γνωρίσεις από φυσικού σου, σου μένουν κρυφά και άγνωστα. Μόνο δε αν καθαρίσεις τον εαυτό σου από αμαρτωλά αισθήματα και πάθη, μόνο τότε σου ανοίγεται ο δρόμος και η θύρα της γνώσεως του Θεού, και κατά τη δύναμη του νου σου και ανάλογα προς το φωτισμό που παίρνεις από το Άγιο Πνεύμα πλησιάζεις το Θεό και γνωρίζεις τα απαραίτητα από όσα κάνει ο Θεός για τη σωτηρία σου.





Ονόματα του Θεού

Έχει ονόματα ο Θεός με τα οποία πρέπει να τον ονομάζουμε και να τον προσφωνούμε; Έχει. Και τέτοια ονόματα χαρακτηριστικά του Θεού αναφέρει η Αγία γραφή. Έτσι τον ονομάζει «Πνεύμα», «Πνεῦμα ὁ Θεός». Τον λέγει «Αγάπη», «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής του. Τον αποκαλεί «Φως». «Ὁ Θεός φῶς ἐστί»· ο Θεός «φῶς οἰκεῖ ἀπρόσιτον», όπως λέγει ο Απόστολός του. Αλλά και ο ίδιος ο Θεός έδωσε όνομα στον εαυτό του. Το όνομα αυτό είναι το «ὁ Ὤν». Όταν έστειλε τον προφήτη Μωυσή στο Φαραώ και τους Αιγυπτίους, για να ελευθερώσει τους Εβραίους από την τυραννία τους, είπε ο Μωυσής στο Θεό. Και αν με ρωτήσουν ποιος σε έστειλε γι’ αυτόν τον σκοπό, τι θα τους απαντήσω; Και ο Θεός του είπε· θα τους πεις «ὁ Ὤν ἀπέσταλκέ με» (Εξόδ. γ΄ 12, 15). Και επειδή ο ίδιος ο Θεός έδωσε στον εαυτό του το όνομα τούτο, γι’ αυτό και γύρω από την κεφαλή του Παντοκράτορος Κυρίου στις εικόνες της Εκκλησίας μας είναι γραμμένο το τρισγράμματο αυτό όνομα: «ὁ Ὤν».

α) «Ὁ Ὤν»

Και τι θα πει «ὁ Ὤν»; Θα πει ο υπάρχων. Εκείνος που υπάρχει, όχι σαν να τον έφτιαξε κάποιος άλλος, αλλ’ υπάρχει από τον εαυτό του, που πάντοτε, αχρόνως, προαιωνίως και αϊδίως υπάρχει, εκείνος που υπάρχει, χωρίς να έχει αρχή ούτε και τέλος. Αυτό θα πει και το «αΐδιος»: πάντοτε, αενάως, ο ίδιος και απαράλλακτος, χωρίς ποτέ να μεταβάλλεται και να αλλάζει. Όπως τον λέγει και στη θεία του Λειτουργία ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος· «ἀεί ὤν, ὡσαύτως ὤν». Και αυτό το όνομα ταιριάζει μάλλον στο Θεό, αυτό «παρουσιάζεται μᾶλλόν πως τῆς θείας οὐσίας ὄνομα». «Ὁ Ὤν» θα πει: εγώ είμαι που πάντοτε υπάρχω. Γι’ αυτό και όταν κάνει την απόλυση ο ιερέας στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας, έτσι αρχίζει: «Ὁ Ὤν, εὐλογητός Θεός ἡμῶν».

β) Ο Θεός ονομάζεται Πνεύμα

Όπως είπε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα. Και τούτο πάλι τι θα πει; Ότι ο Θεός δεν είναι Ον υλικό με σώμα και μάτια και χέρια, όπως είμαστε εμείς οι άνθρωποι, αλλ’ είναι Πνεύμα, το Πνεύμα, το απόλυτο, το άυλο, το άπειρο, το άχρονο και υπερτέλειο Πνεύμα, πρόσωπο πέρα ως πέρα πνευματικό, που ούτε τα μάτια μας, ούτε η σκέψη μας μπορούν να το συλλάβουν και εννοήσουν. Και παρουσιάζει μεν η Γραφή το Θεό με μάτια και χέρια και αυτιά και πόδια, αλλ’ αυτές είναι εκφράσεις ανθρώπινες, και θέλει με αυτές να μας δηλώσει τις ενέργειες του Θεού για εμάς τους ανθρώπους.

γ) Ο Θεός ονομάζεται αγάπη

Τούτο είναι το πιο συγκινητικό όνομα και ιδίωμα του Θεού. Και τούτο θέλει να πει, πως ο Θεός είναι προσωπικός Θεός, διότι μόνο το πρόσωπο αγαπά και σκορπίζει αγάπη και ευσπλαχνία. Ο Θεός, λοιπόν, είναι όλος αγάπη. Γνωρίζει μόνο να αγαπά. Να αγαπά και να μη μισεί. Να αγαπά και να μην εκδικείται, όσο κακοί και βλάσφημοι και υβριστές της θείας του Μεγαλοσύνης είναι οι άνθρωποι. Να αγαπά και να ευλογεί, να ευεργετεί, να συγχωρεί, να σώζει από κάθε κακό, από κάθε κίνδυνο και τους χειρότερους ανθρώπους. Αυτό θα πει, ο Θεός είναι αγάπη. Και έπειτα «ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ», όπως λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής του. Ο Θεός αγάπη. Και η Θρησκεία του θρησκεία της αγάπης. Και η Εκκλησία του Εκκλησία αγάπης. Και η βασιλεία του βασιλεία αγάπης. Και τούτο πάλι σημαίνει, ότι όποιος είναι του Θεού και ανήκει στην Εκκλησία του Θεού και ακολουθεί τη θρησκεία του Θεού και εμπνέεται από το Ευαγγέλιο του Υιού του Θεού είναι και αυτός αγάπη, γεμάτος αγάπη και σκορπίζει προς όλους την αγάπη με τα έργα της αγάπης και φιλανθρωπίας, της συγγνώμης, της ευεργεσίας.

δ) Ο Θεός ονομάζεται Φως

Και τούτο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης το αποκαλύπτει και λέγει· «ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α΄ Ιωάν. α΄ 5). Ο Θεός είναι φως, άκτιστο φως, «φῶς νοερόν τούς τῆς ψυχῆς ἡμῶν ὀφθαλμούς εἰς τήν ἀντίληψιν αὐτοῦ ἀνακινοῦν» και «φῶς τῶν κεκαθαρμένων διανοιῶν, οὐχί τῶν σωματικῶν τούτων ὀφθαλμῶν», όπως λέγει ο ιερός Αυγουστίνος. Φως πνευματικό, το οποίο ανοίγει και φωτίζει τα μάτια της ψυχής στο να τον αντιλαμβανόμαστε και κατά κάποιον τρόπο να τον βλέπουμε. Είναι φως των καθαρισμένων διανοιών και όχι των σωματικών μας οφθαλμών. Φως νοερό και άγιο. Μπορούμε να το δούμε τούτο το φως; Αδύνατο. Μία ακτίνα είδαν οι μαθητές στο όρος Θαβώρ και έπεσαν κάτω από τη λάμψη του. Πώς να ατενίσουμε εμείς τούτο το φως της θεότητας, άνθρωποι γήινοι και σαρκικοί, δηλαδή χωματένιοι και αμαρτωλοί όντες; Είναι απρόσιτο και απροσπέλαστο. Πάντως ο Θεός είναι φως, «ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον».

«Πνεύμα ο Θεός» – «Αγάπη ο Θεός» – «Φως ο Θεός». Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, αλλά και λαμπρά και ένδοξα ονόματα του Θεού ο θεολογικότατος ευαγγελιστής Ιωάννης μας τα δίδει. Και μας τα δίδει σαν ένα προνόμιο και πνευματικό κεφάλαιο σε εμάς τους ανθρώπους. Και να θεολογούμε κάπως και εμείς και να εισχωρούμε, έστω και λίγο, στα ασύλληπτα μεγαλεία του Θεού μας. Και έτσι να καταλαβαίνουμε την ύψιστη τιμή που μας γίνεται να ανήκουμε στο Θεό, που είναι Πνεύμα και αγάπη και φως. Και μόνο αυτό; Το ουσιαστικότερο. Να γνωρίζουμε καλά το Θεό μας και ενούμενοι και εμείς μαζί του να επιτυγχάνουμε τη θέωσή μας. Και θέωσή μας είναι να γινόμαστε και εμείς εν τω Θεώ και διά του Θεού πνεύμα και αγάπη και φως. Άνθρωποι δηλαδή πνευματικοί και φωτεινοί, που μεταδίδουν και στους άλλους ανθρώπους πνεύμα και αγάπη και φως.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου