Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

                                          ΠΑΡΑΔΟΣΗ  ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ


                                                 




ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΙΕΡΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ;



Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης άρχισαν να γράφονται είκοσι περίπου έτη μετά την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, το τελευταίο από αυτά συγγράφηκε περί το 90 μ.Χ.. Έως ότου λοιπόν γραφούν όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και αποτελεσθεί ο Κανόνας (η συλλογή των βιβλίων) της Κ. Διαθήκης, η διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων παραδιδόταν από στόμα σε στόμα προφορικά. Επιπλέον στα Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της Κ. Διαθήκης δεν γράφτηκαν όλα όσα δίδαξε και είπε και έκανε ο Κύριος. Όπως γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, υπάρχουν ακόμη:«καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. κα΄25). Είναι , λέει, τόσο πολλά αυτά που έκανε και είπε ο Ιησούς Χριστός, ώστε, εάν γράφονταν ένα-ένα λεπτομερώς δεν θα χωρούσαν όλα τα βιβλία του κόσμου.



Γραπτώς αλλά και προφορικώς λοιπόν παραδόθηκαν από τους αγίους Αποστόλους στους διαδόχους τους και από εκείνους στους δικούς τους διαδόχους και έφθασαν μέχρι σε μας αυτές οι διδασκαλίες. Σαφώς το γράφει αυτό ο απόστολος Παύλος προς τους Χριστιανούς με τα εξής: «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου (προφορικώς) εἴτε δι’ ἐπιστολῆς (γραπτώς) ἡμῶν» (Β΄ Θεσσαλ. β΄ 15). Αποτελούν οι άγραφες αυτές και προφορικώς παραδεδομένες αποστολικές διδασκαλίες μαζί με τα θεόπνευστα βιβλία, που συνέγραψαν οι μαθητές και Απόστολοι του Κυρίου, τη λεγόμενη Ιερά Αποστολική Παράδοση, η οποία είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Πίστεως.



Αυτή η άγραφη καταρχάς ιερή Αποστολική Παράδοση λίγο-λίγο στους κατόπιν αιώνες συστηματοποιήθηκε από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας και διατυπώθηκε γραπτώς και περιλήφθηκε στους δογματικούς όρους και τους κανόνες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Σε τούτο συντέλεσε και το ότι με την πάροδο των ετών άρχισαν να διαδίδονται μεταξύ των Χριστιανών εσφαλμένες και ψευδείς διδασκαλίες. Τότε λοιπόν οι Επίσκοποι της Εκκλησίας μαζεύονταν και συγκροτούσαν Οικουμενικές Συνόδους. Με οδηγό τη γραπτή διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τη γραπτή ή άγραφη διδασκαλία της Αποστολικής Παραδόσεως, υπό την έμπνευση, το φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος εξέταζαν τις νεοφανείς αιρετικές διδασκαλίες και καταδείκνυαν το ψεύδος και την πλάνη που υπήρχαν σε αυτές και τις καταδίκαζαν. Έτσι διατύπωναν βάσει της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως τα δόγματα και τους όρους της Πίστεως.



Κάθε διδασκαλία, η οποία δεν ήταν σύμφωνη προς όσα οι άγιοι Απόστολοι δίδαξαν είτε γραπτώς είτε προφορικώς, καταδικαζόταν. Με τον τρόπο αυτόν, η Ιερή Παράδοση πλουτιζόταν τώρα πλέον με τις εν Αγίω Πνεύματι αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Στις Οικουμενικές Συνόδους έλαβαν μέρος μεγάλοι της Εκκλησίας Πατέρες, όπως ο Μέγας Αθανάσιος στην πρώτη το 325 μ.Χ. στη Νίκαια, ο Θεολόγος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στη δεύτερη το 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη κλπ.. Αλλά και όταν αυτοί για οποιονδήποτε λόγο δεν ήταν παρόντες, λαμβάνονταν σοβαρά υπόψιν τα συγγράμματά τους και η διδασκαλία τους μέχρι σημείου, ώστε ολόκληρη η έκτη Οικουμενική Σύνοδος να υιοθετεί γνώμες και κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου και να γράφει στον 102ο κανόνα της ότι διατυπώνει την απόφασή της: «καθώς ὁ ἱερός ἡμᾶς ἐκδιδάσκει Βασίλειος».



Τοιουτοτρόπως η Ιερά Παράδοση βάσει πάντοτε της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως και της λατρευτικής ζωής της ολοένα αναπτυσσομένης Εκκλησίας ολοκληρώθηκε και συμπληρώθηκε τον όγδοο αιώνα με την έβδομη Αγία και Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787 μ.Χ.. Έτσι σύμφωνα με τη ζωή της Εκκλησίας και τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως απαρτίσθηκε η ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει και μερικά τα οποία δεν αναφέρονται μεν συγκεκριμένα στην Αγία Γραφή, είναι όμως σύμφωνα με τη διδασκαλία της.



ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Η Ιερή Παράδοση περιέχει ό,τι διαλαμβάνει και διδάσκει και η Αγία Γραφή, αλλά και κάτι περισσότερο, μερικά που, όπως και παραπάνω είπαμε, δεν τα έχει η Αγία Γραφή. Να αναφέρουμε μερικά προς κατατόπισή μας. Το να κτίζουμε τις εκκλησίες μας και να προσευχόμαστε κατά Ανατολάς δεν το λέει η Γραφή, είναι της Παραδόσεως. Ομοίως το να κάνουμε το σημείο του Σταυρού, και αυτό της Παραδόσεως είναι.

Η τέλεση του Βαπτίσματος, όπως γίνεται, η ευλογία του ύδατος της ιερής κολυμβήθρας, ο νηπιοβαπτισμός, η χρίση του βαπτιζομένου με άγιο έλαιο, η τριττή κατάδυση στο νερό της κολυμβήθρας, η χρίση και σφράγιση του βαπτισθέντος με το Άγιο Μύρο, της Παραδόσεως είναι και αυτά. Από την Παράδοση επίσης είναι ο τρόπος, κατά τον οποίο τελείται η θεία Λειτουργία, όπως και οι διάφοροι λειτουργικοί τύποι, οι ευχές της αγίας Αναφοράς και του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, ο τρόπος της κοινωνίας των πιστών. Ακόμη οι νεκρώσιμες ακολουθίες, τα μνημόσυνα, τα μνημονεύματα ζώντων και τεθνεώτων και άλλα. Όλα αυτά τα διδασκόμαστε από την άγραφη, όπως ήταν στην αρχή, Παράδοση. Και για τα μνημόσυνα λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Οὐκ εἰκῆ ταῦτα (όχι δηλαδή τυχαία και άσκοπα) ἐνομοθετήθη ὑπό τῶν Ἀποστόλων τό ἐπί τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων».



Αυτή λοιπόν η Ιερή Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει την Αποστολική Παράδοση και την Εκκλησιαστική Παράδοση, είναι η δεύτερη πηγή της Ορθοδόξου πίστεως. Σαν επίλογος και επισφράγιση τρόπον τινά της Ιερής Παραδόσεως τέθηκαν από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο οι εξής λόγοι: «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε».





Την Ιερή αυτή Παράδοση, έτσι όπως διαμορφώθηκε οριστικά και τελικά και έκλεισε με την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως πηγή της διδασκαλίας της γνήσια και ισόκυρη της Αγίας Γραφής. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι οι μεν Προτεστάντες έχουν απορρίψει τελείως την Ιερή Παράδοση και αρκούνται μόνο στην Αγία Γραφή. Και επειδή δεν έχουν ως οδηγό της ερμηνείας της Αγίας Γραφής την Ιερή Παράδοση, έχουν περιπέσει σε πλήθος κακοδοξιών και είναι διηρημένοι σε εκατοντάδες κοινοτήτων και παραφυάδων. Οι δε Ρωμαιοκαθολικοί (Παπικοί) και μετά την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο πρόσθεσαν νέα δόγματα, τα οποία ή είναι σαφώς αντίθετα προς την Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση (όπως είναι το δόγμα τους ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «και εκ του Υιού», το περίφημο filioque), ή δεν μαρτυρούνται και δεν στηρίζονται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην Ιερή Παράδοση των οκτώ πρώτων αιώνων.



Μόνο λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τις δύο αυτές θείες και ουράνιες πηγές της διδασκαλίας της, την Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση. Και η μεν Αγία Γραφή είναι γνωστή σε όλους. Της δε Ιερής Παράδοσης συντομότατη και περιληπτική έκθεση είναι το ιερό Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω».





(Από την έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας που έχει τίτλο: "ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ" - δια μεγάλους προσερχομένους στο άγιο Βάπτισμα - και την επιμελήθηκε ο θεολόγος κ. Γεώργιος Κομιώτης, Πρόεδρος της Δ.Ε. της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων Παραρτήματος Νομού Ηλείας).








































ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
 του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (†)



Όταν κάνουμε λόγο για την αγία Γραφή και την ιερή παράδοση δεν εννοούμε δύο ξεχωριστά ή αντίθετα πράγματα, αλλά ένα αρμονικό όλο· την όλη αποκάλυψη του Θεού για χάρη της σωτηρίας του ανθρώπου.


Ο Μ. Βασίλειος συνοψίζει αυτή τη διδαχή της Ορθοδοξίας με τα ακόλουθα λόγια:
«Από τα δόγματα και τας αληθείας που διαφυλάσσει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχομε πάρει από τη γραπτή διδασκαλία, άλλα δε, που μυστικά έφθασαν μέχρις εμάς, τα εκάναμε δεκτά από την παράδοση των αποστόλων. Και τα δύο έχουν την ίδια σημασία για την πίστη. Και κανείς από όσους έχουν ακόμη και μικρή γνώση των Εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα προβάλει αντίρρηση σ' αυτά... Γιατί αν επιχειρήσουμε να εγκαταλείψουμε όσα από τα ''έθη" είναι άγραφα, γιατί δήθεν δεν έχουν μεγάλη σημασία, χωρίς να το καταλάβουμε, θα ζημιώναμε το ευαγγέλιο στην ουσία του ή μάλλον θα μετατρέπαμε το ευαγγέλιο σε "κενόν νοήματος όνομα"».


Ο Μ. Βασίλειος δεν παραλείπει να αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα από τα «έθη» της Εκκλησίας στην εποχή του, τα οποία κανείς δεν αμφισβητούσε και όμως δεν βρίσκονταν σε καμμία γραπτή παράδοση:


«Λόγου χάρη (για να θυμηθώ το πρώτο και πιο συνηθισμένο από όλα), ποιος εδίδαξε γραπτώς ότι όσοι ελπίζουν στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτή την πίστη με το να κάνουν το σημείο του σταυρού; Το να στρεφόμαστε προς ανατολάς κατά την προσευχή, ποιο γραπτό κείμενο μας το δίδαξε; Τους λόγους της Εκκλησίας κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας ευχαριστίας και του ποτηρίου, ποιος από τους αγίους μας τους άφησε γραπτώς; Δεν αρκούμεθα ασφαλώς σ' αυτά που οι απόστολοι ή το ευαγγέλιο μνημονεύουν, αλλά προ της ευχαριστίας και μετά από αυτήν λέγομεν και άλλα, γιατί διδαχθήκαμε από την άγραφη διδασκαλία πως έχουν μεγάλη δύναμη στην επιτέλεση του μυστηρίου».


Αλλά ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας αναφέρεται και στην τέλεση άλλων ιερών μυστηρίων. «Ευλογούμε», λέγει, «επίσης και το νερό του βαπτίσματος και το έλαιο του χρίσματος και ακόμη και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποία γραπτά κείμενα τα πήραμε αυτά; Δεν τα γνωρίζουμε από την σιωπηρή και μυστική παράδοση;... Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτή τη διδασκαλία που κρατήθηκε μυστική και δεν δημοσιεύθηκε, την οποία οι πατέρες μας διατήρησαν με σιγή, χωρίς να την πολυερευνήσουν και να την περιεργάζονται, επειδή ορθά είχαν μάθει ότι πρέπει με σιωπή να προστατεύουμε τη σεμνότητα των μυστηρίων;».


Αυτή η διατήρηση «εν σιωπή» ήταν στο φρόνημα των αποστόλων και αναφερόταν στη σωστή στάση των πιστών απέναντι στο μυστήριο του Θεού.«Οι απόστολοι και οι πατέρες που έθεσαν από την αρχή στην Εκκλησία θεσμούς, επιδίωκαν να διαφυλάξουν τη μυστικότητα. Άλλωστε αυτό που εύκολα πληροφορείται ο οποιοσδήποτε παύει να είναι μυστήριο· αυτό είναι το νόημα της άγραφης παράδοσης», καταλήγει ο Μ. Βασίλειος. Όμως στη συνέχεια επανέρχεται, φέρει σαν παράδειγμα την ομολογία κατά το ιερό βάπτισμα και γράφει:«Την ομολογία της πίστης στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα από ποία γραπτή παράδοση την έχουμε; Γιατί, αν με βάση την παράδοση του βαπτίσματος θέτουμε σαν ουσιαστικό στοιχείο του βαπτίσματος την ομολογία, από συνέπεια στην ευσέβεια, αφού όπως βαπτιζόμαστε έτσι οφείλουμε να πιστεύουμε, ας μας επιτρέψουν από συνέπεια πάλι στην ευσέβεια, να προσφέρουμε τη δοξολογία με τρόπο όμοιο προς την πίστη. Αν όμως απορρίπτουν αυτό τον τρόπο της δοξολογίας σαν άγραφο, τότε ας μας παρουσιάσουν γραπτές αποδείξεις και για την ομολογία της πίστης και για τα άλλα που αναφέραμε».


Δεν υπάρχει λοιπόν αξιολογική διαφορά ανάμεσα στη γραπτή και άγραφη αποκάλυψη του Θεού, ανάμεσα στη γραπτή και άγραφη παράδοση της Εκκλησίας, που ανάγεται στους πρώτους εκκλησιαστικούς αιώνες και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής της Εκκλησίας διά μέσου των αιώνων.


Υπογραμμίζουμε πως το ευαγγελικό μήνυμα φυλάσσεται και μεταδίδεται από την Εκκλησία. Οι Απόστολοι εμπιστεύθηκαν τη διδαχή του Χριστού στους ποιμένες της Εκκλησίας, που βρίσκονται σε αδιάσπαστη αποστολική διαδοχή και εγγυώνται για την καθαρότητα και την ασφαλή μετάδοση αυτής της διδαχής στις επερχόμενες γενεές. Αυτή η «παράδοση» ή «παρακαταθήκη» που παρελήφθη «άπαξ» από τους αγίους και μεταδίδεται χωρίς «χάσματα» και «διακοπές» από γενεά σε γενεά δεν αποτελεί «εντάλματα ανθρώπων», αλλά είναι το αποτέλεσμα της συνεχούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία που έχει κεφαλή τον Χριστό.


Ο Χριστός δεν ήλθε να γράψει βιβλία, αλλά να οδηγήσει τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού σε ενότητα υπό τον ίδιο σαν Κεφαλή. Αυτό ήταν και το βασικό μήνυμα της Παλαιάς Διαθήκης, που κατανοείται ορθά με κέντρο το πρόσωπο του ερχόμενου μεσσία. Για τους χριστιανούς το νέο, το κεντρικό γεγονός δεν είναι η σύνταξη κάποιων βιβλίων, που ονομάσθηκαν Καινή Διαθήκη, αλλά το ίδιο το γεγονός της εν Χριστώ σωτηρίας. Οι απόστολοι έλαβαν την εντολή να «αυξήσουν» το σώμα του Χριστού κτίζοντας πάνω στο ένα θεμέλιο, τον Χριστό· δεν ήταν έργο τους να γράψουν βιβλία. Αλλά και τα κείμενα που έγραψαν συγκεντρώθηκαν μετά το θάνατό τους από την ίδια την Εκκλησία και συγκρότησαν τον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Ήταν κείμενα περιπτωσιακά, προϋπέθεταν το προφορικό κήρυγμα και δεν το καθιστούσαν περιττό, ούτε το αντικαθιστούσαν.


Ο «Κανόνας» της Καινής Διαθήκης (ο κατάλογος των βιβλίων που ανήκουν στην Καινή Διαθήκη) δεν γίνεται κατανοητός χωρίς την ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Χωρίς την Εκκλησία δεν μπορούμε με πειστικότητα να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια βιβλία ανήκουν στην Αγία Γραφή και για ποιο λόγο, ούτε μπορούμε να προχωρήσουμε στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής χωρίς κίνδυνο να δημιουργούνται ατέλειωτες ξεχωριστές ομάδες, σχίσματα και αιρέσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη σωτηρία του ανθρώπου.


Όλες οι αιρετικές ομάδες, που προβάλλουν διαφορετικό «Κανόνα» της Γραφής ή που αποκλίνουν από την αλήθεια της αγίας Γραφής οφείλουν τις κακοδοξίες τους σ' αυτό τον ένα λόγο: Απέρριψαν την Εκκλησία και αποκόπηκαν από την κοινωνία με αυτήν. Έτσι έχασαν το σταθερό μέτρο κρίσεως και το σημείο αναφοράς που θα τους εξασφάλιζε την κοινωνία «μετά πάντων των αγίων» και την μετοχή στην σωτήρια πίστη που παραδόθηκε «άπαξ» στους αγίους (Ιούδα 3). Όταν κανείς απορρίψει την Εκκλησία, γίνεται ο ίδιος σημείο αναφοράς και μέτρο κρίσεως· αυτόματα πέφτει θύμα της υποκειμενικής πλάνης· μετατίθεται σε «άλλο ευαγγέλιο» (Γαλ. α' 6-8).


Αν ο άνθρωπος διατηρούσε την καθαρότητα της καρδιάς του ο Θεός θα συνέχιζε να επικοινωνεί με περισσότερο άμεσο τρόπο με τον άνθρωπο, δεν θα χρειαζόταν ο γραπτός λόγος. Αυτό σημαίνει πως τα βιβλία της αγίας Γραφής δόθηκαν σαν είδος φαρμάκου, που πρέπει να χρησιμοποιεί ο ασθενής άνθρωπος. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο γραπτός λόγος απομονώνεται και απολυτοποιείται, γιατί είναι μέρος της «παρακαταθήκης», όχι το όλον. Η ιερή παράδοση της Εκκλησίας είναι το όλον και αυτή δεν νοείται έξω από την Εκκλησία.


Πρόκειται για την ιερή μνήμη της Εκκλησίας, για την κοινή εμπειρία «πάντων των αγίων» όχι για εντάλματα ανθρώπων. Είναι η αποστολική διαδοχή, που συνδέεται άμεσα με την αποστολική διδαχή και εκφράζεται σαν κοινή συνείδηση της Εκκλησίας, με «στόμα» τις οικουμενικές συνόδους.


Απόσπασμα από το βιβλίο του «Ή Ορθοδοξία μας»










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου