Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ

 

Η ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ

Η «ΓΛΩΣΣΑ» ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ




Ο «ΖΩΝ ΘΕΟΣ» ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ

«Πίστις ηγείσθω των περί θεού λόγων ‘πίστις και μη απόδειξις’. Πίστις η υπέρ τας λογικάς μεθόδους την ψυχήν εις συγκατάθεσιν έλκουσα ‘πίστις ουχ η γεωμετρικαίς ανάγκαις, αλλ’ η ταις του Πνεύματος ενεργείαις εγγινομένη... Εκ του θαύματος αναγκαία η παραδοχή της θεότητος του Μονογενούς τοις ορώσιν εγένετο. Τι αναγκαστικώτερον εις συγκατάθεσιν; προτάσεων πλοκαί το συμπέρασμα ακόλουθον εαυταίς εφελκόμεναι ή θαύμα τοσούτον εναργώς ορώμενον, πάσαν ανθρώπου δύναμιν υπερβαίνον ;

  (Μ. Βασίλειος, Mg 30 104 Β)



   «Γνώση και Πίστη; Ανάμεσά τους συνωθούνται αναρίθμητα βάσανα και κόποι του ανθρώπινου πνεύματος. Αν κάτι αποτελεί μόχθο γιά το ανθώπινο πνεύμα , αυτό είναι η γνώση. Μήπως άραγε όχι και η πίστη; Βεβαίως και αυτή. Εδώ ακριβώς βρίσκονται αναρίθμητοι ναυαγοί αλλά και σωσμένοι. Και η γνώση και η πίστη έχουν φυσικά και λογικά την ίδια ισχύ. Στην ουσία της ολόκληρη η γνώση είναι βασισμένη πάνω στην πίστη. Στην πίστη ότι η συνείδησί μας είναι κάτι το υγιές, λογικό, φυσιολογικό και άξιο εμπιστοσύνης. Δεχόμαστε τον κόσμο έτσι , όπως μας τον παριστούν και παρουσιάζουν τα δικά μας όργανα της γνώσεως, και αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη γνώση μας , που κατά τη φύση της είναι και αόρατη και αψηλάφητη.

   Η πίστη, ως όργανο της γνώσεως, συλλαμβάνει ό,τι είναι γιά την αισθητή ανθρώπινη γνώση πάνω από τη νόηση και σύλληψη. Διαθέτει το δικό της οφθαλμό, ο οποίος βλέπει τα αόρατα. Βέβαια και το οπτικό πεδίο της πίστεως και η γνώση της πίστεως κινούνται μέσα σε περιορισμένα όρια. Και τότε αυτό που είναι υπέρ-σύλληψιν καθίσταται ασύλληπτο. Εν τούτοις είναι προσφιλές, μαρτυρικά προσφιλές, στην ψυχή που πιστεύει και με χαρά ασπάζεται την επιταγή της φλογερής πίστεως του Τερτυλλιανού: Credo quia absurdum est, πιστεύω γιατί είναι παράλογο, ή μάλλον υπέρλογο και ασύλληπτο. Η γνώση γιά το Θεό είναι τόσο υπερλογική, ώστε συχνά φαίνεται παράλογη.»

(Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας,

κεφάλαια ασκητικο-γνωσιολογικά, σελ. 269)


Η ΠΙΣΤΗ


   Ολοι μας χρησιμοποιούμε τη λέξη “πίστη”, στην επικοινωνία που εχουμε με τους συνανθρώπους μας. Και μάλιστα γνωρίζουμε πολύ καλά τι “εννοούμε” με τη λέξη αυτή. Συμβαίνει, για παράδειγμα, ένας να λέει στο φίλο του : “σε πιστεύω σ' αυτά που λές”. Η ο/η σύζυγος να υπόσχεται στο σύντροφό του “πίστη”. Η κάποιος να αρχίζει μία έρευνα και να λέει : “πιστεύω ότι θα βρώ την αλήθεια” .Ο επιστήμονας, επίσης , που μελετάει τα φυσικά φαινόμενα ,να ισχυρίζεται , ότι η “πίστη“ του στην ύπαρξη νόμων που διέπουν τη φύση τον ωθεί στο να καταβάλει προσπάθειες για την ανακάλυψή τους. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά , γιατί σε όλες σχεδόν τις δραστηριότητές μας προϋποτίθεται πίστη. Χωρίς αυτήν δε θα μπορούσαμε καν να κινηθούμε. Η πίστη είναι η κινητήρια δύναμη που μας ωθεί “προς τα εμπρός”.

   Κατά ανάλογο τρόπο μιλάμε όταν λέμε ότι “πιστεύουμε στο θεό”. Ενδόμυχα έχουμε τη σταθερή πεποίθηση ότι ο θεός υπάρχει και μας “ακούει”. Συμμερίζεται δηλαδή τα προβλήματα και τις αγωνίες μας. Ομως δεν μπορούμε με τη λογική μας να αποδείξουμε το “γεγονός της πίστης”. Το γεγονός αυτό ανήκει στα πνευματικά φαινόμενα, όπου δεν ισχύουν “μετρήσεις” και “πειράματα”.

   Η αίσθηση της παρουσίας του θεού , εμπεριέχει μέσα της την ίδια την απόδειξη της ύπαρξής Του. Είναι όπως όταν έχει κάποιος γίνει οικείος με έναν συνάνθρωπό του , οπότε κανείς δεν χρειάζεται να του “μάθει” τίποτα περισσότερο γι' αυτόν. Να του δώσει, ας υποθέσουμε μερικές πληροφορίες, για το “χαρακτήρα του “. Ετσι και ο άνθρωπος έχει “άλλα μάτια”, με τα οποία “βλέπει το θεό”. Τα υλικά του μάτια είναι κατάλληλα μόνο για το φυσικό του περιβάλλον. Ρίχνει βέβαια τις ματιές του στον κόσμο που τον περιβάλλει, τον αισθητό κόσμο, αλλά για να πάει “μακρύτερα”, πρέπει να έχει εφοδιαστεί με το κατάλληλο όργανο : να βλέπει με “νοερό οφθαλμό” δηλαδή να έχει καθαρίσει το μέσα του κόσμο. Αυτή είναι η βασική αρχή για να Τον γνωρίσει. Η πίστη είναι γνώση, όχι ευπιστία και αφέλεια, όπως συχνά νομίζουμε.


   Οι φαρισαίοι της εποχής του Χριστού , επειδή είχαν φθόνο για το πρόσωπό του, ήταν”τυφλοί” απέναντι στις ευεργεσίες που σκόρπιζε στο λαό. Δεν παραδέχονταν τη θεϊκότητά του, ήταν κλεισμένοι στο δικό τους “σύμπαν”, ανίκανοι να δουν λίγο παραπέρα. Αντίθετα, όσοι ήσαν “ανοιχτοί” στις ενέργειές Του, καταλάβαιναν με την Πίστη, το μεγαλείο της θεότητός Του. Το ίδιο γίνεται σε όλες τις εποχές. Γιατί και σήμερα πολλοί ζητούν αποδείξεις για την αλήθεια ότι ο Χριστός είναι ο απεσταλμένος στον κόσμο από τον Πατέρα, για να μας επαναφέρει “στον οίκο Του”. Δεν βλέπουν , όμως, ότι ο τρόπος της ζωής τους είναι που τους εμποδίζει να “δουν” την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια είναι Πρόσωπο, το οποίο γνωρίζεται “υπαρξιακά”. Γνωρίζεται από εμάς μόνο όταν του ανοίγουμε την πόρτα για να μπεί στην καρδιά μας.

Οι άνθρωποι σήμερα έχομε πιστέψει πολύ στην ύλη. Μας είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε κάποια Πραγματικότητα, που μας υπερβαίνει. Ωστόσο, μέσα από τα αδιέξοδά μας περιμένει πάντα ο στοργικός Πατέρας. Επειδή ο θεός είναι ελευθερία και θέλει και εμείς ελεύθερα να κινούμαστε προς Αυτόν, μόνο “προσκλήσεις” μας απευθύνει και περιμένει. Αν θέλουμε να προχωρήσουμε προς το μέρος Του, οφείλουμε να δείχνουμε εμπιστοσύνη στο λόγο Του και να τηρούμε τις εντολές Του. Αυτό μας επαναλαμβάνουν όλοι οι ιεροί άνδρες της ιστορίας, ο καθένας με τον τρόπο του και το ιδιαίτερο “ύφος” του.

Αξίζει, λοιπόν να δούμε τί λέει επί του θέματος της Πίστης ο Προκόπιος ο Μεγαλοσπηλαιώτης, σε μια ομιλία που διασώζεται και έχει τίτλο : “λόγος για τη σταθερότητα, που οφείλουμε να έχουμε στην ευσέβεια της πίστεώς μας”. Αυτός ο λόγος θα φωτίσει ακόμη περισσότερο τα όσα εγράφησαν εδώ.



Η ΑΓΙΑ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

( Λόγος Προκοπίου του Μεγαλοσπηλαιώτου : γλωσσική προσαρμογή

Κων/νος Γ.Παπαγεωργίου, θεολόγος )



Η χριστιανική πίστη δεν είναι κάποια απλοϊκή πίστη, που μπορεί να φέρη στο νου μας αμφιβολίες. Είναι μια πίστη ουράνια, που δεν καταδέχεται κανένα κίνημα δισταγμοί ή αμφισβήτησης. Και αιτία αυτής της αναντίρρητης βεβαιότητας είναι η θεία αλήθεια , πάνω στην οποία στηρίζεται και θεμελιώνεται αυτή η άγια πίστη των χριστιανών.

Η εμπιστοσύνη που δίνουμε εμείς οι άνθρωποι στα λόγια κάποιου , έχει σαν θεμέλιό της δύο αφορμές. Η μία είναι η γνώση του και η άλλη είναι η αγαθότητά του. Κι έτσι σκεφτόμαστε ότι αυτός που μας μιλάει δεν μας παραπλανά με όσα μας λέει. Επειδή έχει ορθή γνώση των πραγμάτων αφ' ενός και επειδή είναι καλός άνθρωπος αφ' ετέρου. Γι' αυτό και δίνουμε περισσότερη εμπιστοσύνη στα λόγια ενός σοφού , παρά ενός που βρίσκεται στην αμάθεια. Εμπιστευόμαστε έναν ενάρετο άνθρωπο, παρά έναν πονηρό.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα , γίνεται φανερό ότι εμείς οφείλουμε να δίνουμε μία απεριόριστη πίστη σ' εκείνα που μας λέει ο θεός, αν βέβαια υποθέσουμε ότι ο νους μας θα ήταν ικανός για μία τέτοια απειρότητα πίστεως. Ο θεός επειδή είναι η ουσιώδης σοφία – ενυπόστατος λόγος – είναι αδύνατον να μη γνωρίζει τα πράγματα στη φυσική τους κατάσταση και σειρά. Και επειδή είναι η αυτοαγαθότητα και η αυτοαλήθεια , είναι αδύνατον να μας εξαπατήσουν τα λόγια του. Συνεπώς εμείς είμαστε κάτι περισσότερο από βέβαιοι , ότι δίνουμε όλη μας την πίστη σε έναν Πάνσοφο και Πανάγαθο Κύριο.

Ο λόγος για τον οποίο εμείς οι χριστιανοί οφείλουμε να κρατούμε την πίστη μας , σαν μια αναμφισβήτητη βεβαιότητα , δεν είναι το γεγονός ότι γεννηθήκαμε μέσα σ' αυτήν ούτε ότι ανατραφήκαμε με τις διδαχές της. Δεν είναι λόγου χάριν εξ αιτίας του παραδείγματος το οποίο έχομε από τους προγόνους μας , ο λόγος που κρατάμε σαν βέβαιη αυτή την πίστη. Ούτε ακόμη εξ αιτίας των ισχυρών αποδείξεων , με τις οποίες οι διδάσκαλοι της εκκλησίας στερεώνουν την αλήθεια. Η πρώτη και ουσιαστική αιτία , για την οποία πρέπει να κρατάμε ως βέβαιη την πίστη μας είναι ότι την φανέρωσε ο ίδιος ο θεός – την αποκάλυψε στην αγία μας εκκλησία. Και διά μέσου της εκκλησίας την φανέρωσε και σ' εμάς.







Επανερχόμενοι  στο θεμελιακό μας πρόβλημα της απολογητικής της πίστεως στη σημερινή εποχή προϋποθέτουμε ότι πολλοί από τους Δυτικούς δεν πιστεύουν σήμερα στο θεό. Δεν πιστεύουν αναπόφευκτα και στην αθανασία της ψυχής. Παρά ταύτα όμως πιστεύουν στην απιστία τους . Διότι απαραίτητα πρέπει να πιστεύουν σε κάτι. Πιστεύουν στην ύλη. ( πως όλα κατάγονται π.χ. από την “αυτοοργάνωση” της άψυχης ύλης – έχομε πληθώρα θεωριών και κοσμοθεωριών ) . Αρα θεός ως Πνεύμα δεν υπάρχει . Υπάρχει μόνο η επιστημονική γνώση του κόσμου και της ζωής .


Σε όλες τις ενστάσεις κατά των θείων πραγματικοτήτων θεμελιακά θα θέσουμε ως αξίωμα , ότι θέματα όπως : υπάρχει ή όχι Θεός ; δεν μπορούν να απαντηθούν με επιστημονικά πειράματα και μετρήσεις. Δεν μπορούν να τύχουν μιάς απόδειξης με βάση τη λογική σκέψη. Ο Ορθός λόγος δεν μπορεί να απαντήσει ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Μπορεί μόνο να συνειδητοποιήσει την αδυναμία του. Γι΄ αυτό και η υπόθεση της πίστης χρειάζεται να στηρίζεται σε άλλο επίπεδο προσέγγισης , « πιο υπαρξιακό » διότι πράγματι αποτελεί υπόθεση της καρδιάς η οποία βιώνει το θεό . Δεν τον αποδεικνύει . Διότι τότε θα ήταν σαν να μπορεί ο ανθώπινος νούς να περικλείση το Απειρο μέσα στο πεπερασμένο . Οι άγιοι Πατέρες το έχουν τονίσει ήδη επιτακτικά αυτό . Το έχουν θέσει ως “προμετωπίδα” της ενθέου σκέψεώς τους .



Κατά ταύτα πως είναι δυνατόν να πιστεύουμε ; είναι δυνατόν διότι η ανθρώπινη κατάσταση , στις « οριακές » της στιγμές , φέρει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το πρόβλημα της πίστης. Οταν φθάνουμε στα όριά μας συνειδητοποιούμε καλύτερα την αδυναμία μας. Ξεπερνάμε τις ψευδαισθήσεις της Παντοδυναμίας και της τρόπον τινά Θεϊκότητάς μας . Τότε το πρόβλημα της πίστης δεν είναι καθόλου δευτερεύον. Απεναντίας , μπορεί να θεωρηθεί σύμφυτο με την ίδια τη ζωή. Η ιστορική αποκάλυψη, ως γνωστόν , δόθηκε σε έναν λαό που συνεχώς επεκαλείτο τη θεία αρωγή . Τα θαύματα της Π.Δ. δεν είναι μαρτυρίες ενός ζωντανού θεου , που στηρίζει και ελευθερώνει το λαό του ; Ετσι καλλιεργείται η εμπιστοσύνη στη μέριμνά του ( θεία πρόνοια ).


Η εμπιστοσύνη-πίστη συνδέεται με την ενεργοποίηση θα λέγαμε κάποιας ανώτερης λειτουργίας , από όπου εξαρτάται η υπέρβαση των δυσκολιών και των προβλημάτων , που τίθενται ενώπιον του ανθρώπου σε όλες τις εποχές . Αναγκάζεται τρόπον τινά να πιστέψει για « υπαρξιακούς λόγους » και όχι ορθολογικούς. Να βρεί λ.χ. “αποδείξεις” . Ανακαλύπτει δυνάμεις που τις έχει παραμελήσει, δυνάμεις που ακόμη δεν έχει γνωρίσει.


Όταν δε βρεθεί αντιμέτωπος και με τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, τότε φτάνει στα όρια του νου, αισθάνεται την ανεπάρκειά του, κατανοεί ότι αυτά τα ερωτήματα ξεπερνούν τη λογική και τη δύναμη της σκέψης του , και τότε ψάχνει μέσα του να βρεί κάποια άλλη δύναμη, δύναμη της ψυχής, που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με τα μεγάλα ερωτήματα.


Αυθόρμητα στρέφεται προς το θεό και του ζητάει να τον βοηθήσει. Εκ της πείρας μαθαίνει ότι “εστι θεός” ., όπως λέγει ο Ιωάνης ο Δαμασκηνός , και δεν προπαθεί να ερευνήσει το “τι εστιν ο θεός” , ήτοι να γνωσίσει την ουσία του , όπως θα το λέγαμε φιλοσοφικώς .





Ομως ο «σύγχρονος άνθρωπος» δύσκολα μπορεί να παραδεχθεί ό,τι δεν επαληθεύεται λογικά, και ως εκ τούτου η αναφορά εις το «επέκεινα» δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη θεολογική σκέψη, όταν αυτή θέλει να είναι ποιμαντικά προσανατολισμένη και εποικοδομητική. Ωστόσο η απολογητική της πίστεως έχει ανανεωθεί σήμερα .


Είναι συνεπώς απαραίτητο να δώσουμε ορισμένες “θεολογικές κατυθύνσεις” , όπως τις επεξεργάστηκαν διαπρεπείς ορθόδοξοι θεολόγοι , στην προσπάθειά τους να διαλεχθουν με τον σύγχρονο “κοπιώντα και πεφορτισμένον” άνθρωπο .



Ο π. Δημήτριος Staniloae (βλ. έργο του "εκκλησία και θεολογία", έκδ. Τήνος, σελ. 20) διατυπώνει συμπερασματικά σχεδόν την εξής παρατήρηση : « αν μπορεί κανείς σήμερα να ακούει και να υπακούει ένα λόγο περί θεού, αυτό το κάνει διότι μέσα του ενυπάρχει δεδομένη μια έμφυτος ικανότητα γνώσεως, που ο ίδιος ο θεός έχει ενσπείρει, ώστε να μας συνδέει μαζί του ως Υπέρτατη Πραγματικότητα».


Μπορούμε, κατά ταύτα , να δώσουμε κατ' αρχήν θετική απάντηση στο ερώτημα εάν και ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ακούσει έναν λόγο περί Θεού Αποκαλυπτόμενου , και περί πίστεως σε Αυτόν, με δεδομένο τον εγκατεσπαρμένο μέσα του «πυρήνα πίστης», ως δείκτη πορείας. Αφού έχομε εντός μας έναν “πυρήνα γνώσης” δεν απομένει παρά να τον ανασύρουμε από το χώρο της λήθης και να τον καλλιεργήσουμε . Να εστιάσουμε στις βαθύτερες εφέσεις μας και στη γνησιότητά μας. Μόνο με αυτογνωσία μπορούμε να αρχίσουμε να βαδίζουμε προς τη θεογνωσία .



Εαν ο άνθρωπος φθάσει σε αυτογνωσία τότε αντιλαμβάνεται οτι είναι πεπερασμένος και φθαρτός . Αδυνατεί να περάση από μόνος του σε ένα ανώτερο επίπεδο ,να οικοδομήσει μια θεία ζωή , θα λέγαμε. Η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη , ιδιαιτέρως η υπαρξιακή δεν μας λέγει τίποτα περισσότερο από εκείνο που γνώριζαν ήδη οι άγιοι Πατέρες. Διότι εάν δούμε με καθαρό οφθαλμό την παραγματικότητα , θα διαπιστώσουμε αυτό που ονομάζεται ¨πτώση” στην αγιοπατερική γραμματεία . Ο άνθρωπος όντως κινείται στο σκοτάδι , είναι τυφλός πνευματικά , διότι έχει στρέι το νου του στην ύλη και μόνο αυτή λατρεύει . Αν τώρα θελήσει να υψωθεί πάνω από την ύλη αδυνατεί αφ' εαυτού να υψωθεί . Του χρειάζονται τα φτερά της πίστεως .


Καταλαβαίνει ότι πρέπει να συνδεθεί με ένα Άπειρο Πρόσωπο μετά του οποίου θα συνάψη δεσμούς , για να υπερβεί την έλλειψη ελπίδας και να δώσει νόημα στην « εν χρόνω » πορεία της ζωής του. Εξ άλλου τα “ουράνια αγαθα”, για τα οποία γνωρίζουμε από τις θείες επαγγαλίες , είναι “ελπιζόμενα”. Ωστόσο η ίδια η ελπίδα είναι “έλεγχος πραγμάτων ου βλεπομένων” . Τούτο σημαίνει , ότι η ελπίδα μαζί με την πίστη είναι το “μικροσκόπιο” ή το “τηλεσκόπιο” για τις υπερβατικές πραγματικότητες . Οχι το τηλεσκόπιο της επιστήμης .



Στο πλαίσιο αυτής της επίγνωσης , μπορεί να δειχτεί ότι όσο κι αν η Νεωτερικότητα ( ως κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον ) διαμορφώνει τον ανθρώπινο ψυχισμό με γήινο προσανατολισμό, τούτο γίνεται μόνο σε ένα «επιφανειακό στρώμα» του είναι. Στο βάθος όμως, στον πυρήνα, βρίσκεται μια αντιστοιχία με τον Δημιουργό, που καθιστά τον καθένα μία οντότητα προορισμένη για την αληθινή ζωή "εν κοινωνία", παρά τις όποιες εκτροπές στην ιστορική διαδρομή . Ακόμα και όταν αναζητεί την «όντως ζωή», με αυτεπινοημένους τρόπους.


Στη συνάφεια αυτή οφείλουμε να επισημάνουμε πως η Νεωτερικότητα, ως τρόπος αναζήτησης της αλήθειας, εντάσσεται σ΄αυτούς τους επινοημένους τρόπους , το δε πρόγραμμά της δεν έχει ακόμη εξαντληθεί, ( κατά την εκτίμηση κ στοχαστών της εποχής μας , π.χ. Του Jurgen Habermas κ.α. )




Αυτοί βλέπουν κριτικά το νεωτερικότητα και προβαίνουν στην αποτίμησή της. Ετσι, είναι επιτακτική ανάγκη , στην εποχή της λεγόμενης μετανεωτερικότητας , να αποκτήσει και η θεολογία καινούργια καθήκοντα : να δείξει την ανεπάρκεια του «ορθού λόγου», δια της ενθέου φιλοσοφίας της, στρεφόμενη στις βιβλικές και Πατερικές πηγές. Αλλά πρώτα να δούμε αν στην ίδια τη νεωτερικότητα υπάρχουν σημεεία επαφής με τη ρωμαλέα ορθόδοξο παράδοση , την αγιοπνευματική.


Ο ορθόδοξος Γάλλος συγγραφέας /Θεολόγος Olivier Clement σημειώνει εν προκειμένω , πως η εκκοσμίκευση, βασική όψη και αυτή της Νεωτερικότητας ( ως ανάληψη ευθύνης ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ, εκ μέρους του ωρίμου πλέον ανθρώπου ) προήλθε οπό την μήτρα του χριστιανικού ευαγγελίου, το οποίο διαμηνύοντας την αποϊεροποίηση του κόσμου ( « ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον» ) ανοίγει το δρόμο στην υπεύθυνη διαχείριση του κόσμου , μέσω της Επιστήμης και της Τεχνικής.




#


Υπάρχει συνεπώς κάτι μέσα στην εκκοσμίκευση, πού είναι συγγενές με την χριστιανική Πίστη, έστω και αν η νεωτερικότητα εναντιώνετα σ' αυτή την παραδοσιακή πίστη , ενίοτε με ιδιαίτερη σφοδρότητα.


Την εμπιστοσύνη στην Αποκάλυψη δυσκολεύει κατά ταύτα η σύγχρονη διανόηση , που είναι απορριπτική απέναντι στους ανθρωπομορφισμούς ή κοινωνιομορφισμούς της βιβλικής γλώσσας, την οποία εκλαμβάνει ως «μυθολογική έκφραση» του ανθρώπινου πνεύματος και μόνο! (φαινόμενο κοινό σε όλες τις θρησκείες). Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η αποφασιστική στροφή της προσπάθειας για ερμηνεία των ανθρωπομορφισμών αυτών , που είναι νοητοί στα όρια της γλώσσας με την οποία εκφράστηκε η Αποκάλυψη στο συγκεκριμένο ιστορικοκοινωνικό περιβάλλον .





Η δράση του Αγίου Πνεύματος, υπό την έμπνευση του οποίου ελάλησαν οι άνθρωποι του θεού (όπως δέχεται η ορθόδοξος διδασκαλία) δεν υπήρξε ”μηχανική” . Ο θεός ελάλησε στη γλώσσα των συγκεκριμένων ανθρώπων και μέσα στην ιστορική τους κατάσταση.


Χρησιμοποίησε σύμβολα της ανθρώπινης γλώσσας και παραστάσεις με τις οποίες οι άνθρωποι επικοινωνούν και μεταδίδουν έτσι ο ένας στον άλλον , όσα σκέπτονται και νοούν . Η ανόθετη αγιοπατερική παράδοση κινήθηκε προς την κατεύθυνση της ενθέου ερμηνείας της βίβλου “εν Αγίω Πνεύματι”, διότι ο σχολαστικισμός δεν την επηρρέασε , όπως έγινε με τη Ρωμαιοκαθολική θεολογία . ο Προτεσταντισμός στη συνέχεια , απέρρριψε την παράδοση ολοκληρωτικά, σε μία γιγαντιαία απόπειρα να «αποφλοιώσει» διαδοχικά στρώματα «επιχώσεων» ( Ρωμαϊκού – Δικανικού πνεύματος ) και με την προοππτική να επιστρέψει στην πρωταρχική κοιτίδα της πίστης – στην Αρχέγονη Εκκλησιαστική Ακεραιότητα. Με πνεύμα κριτικό ωστόσο ( ορθολογιστικά κριτικό ) και παρακάμπτοντας 15 αιώνες Χριστιανοσύνης , πηγαίνοντας “απ' ευθείας” στη βίβλο , ήταν επόμενο να παραβλέπει την αγιοπνευματική παράδοση των Ανατολικών Πατέρων.


Ετσι τώρα ο καθένας θα μπορούσε να ερμηνεύει τη Βίβλο «απ΄ευθείας», χωρίς τη μεσολάβηση της αυθεντίας της εκκλησίας , που κατά τους Μεταρρυθμιστές ήταν υπεύθυνη για την αλλοίωση του αυθεντικού Χριστιανισμού.


#


Και είναι ακριβώς σ' αυτο σημείο που χρειάζεται να υπομνησθεί η σημασία της Παραδόσεως, την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί ως «εγγύηση» αληθείας και ως κανονιστικό της πρότυπο, όταν ευαγγελίζεται Χριστό – ως σωτηρία σε κάθε εποχή. Η Ορθοδοξία, ανόθευτη από σχολαστικισμούς και επιμειξίες με εποχιακές ιδεολογίες , είναι κατά τούτο πολύτιμη στο σύγχρονο άνθρωπο , αφού τον καλεί να συνδεθεί με τη θεία πραγματικότητα, μακριά από τα «επιχειρήματα» της Σχολαστικής Θεολογίας (των εννοιών και των αποδείξεων) που μετέτρεψαν την περιπέτεια της ελευθερίας σε «λογική αναγκαιότητα».





Άλλωστε τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο ( να καταφεύγουμε σε λογικά επιχειρήματα ) διότι η θεολογία είναι αναγκασμένη από την δύναμη της επανάστασης στην ανθρώπινη διάνοια να εγκαταλείψει τις σχολαστικές μεθόδους (π. Δημ. Staniloae , EKKΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, εκλ.ΤΗΝΟΣ, σελ.206).

Εξηγεί σχετικά ο π.Γεώργιος Florofsky (ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ εκδ.ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 30 εξ.) : «η Αποκάλυψη κατανοείται με την πίστη και η πίστη είναι θέα και διάκριση. Ο Θεός παρουσιάζεται στον άνθρωπο και ο άνθρωπος βλέπει το θεό. Οι αλήθειες της πίστεως είναι αλήθειες εμπειρίας, αλήθειες ενός γεγονότος. Η πίστη είναι μια περιγραφική επιβεβαίωση γεγονότων : «έτσι είναι» , «έτσι ήταν» και «έτσι θα είναι». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η πίστη είναι αναπόδεικτη. Η πίστη είναι μαρτυρία της εμπειρίας».


Και πράγματι η πίστη χρειάζεται μια πράξη θέλησης – κίνησης αυτοπαράδοσης στην θεϊκή πρωτοβουλία που μας τοποθετεί σε ένα άλλο επίπεδο ζωής. Η πίστη (θα υπογραμμίσει με έμφαση ο Paul Evdokimov: "η πάλη με τον θεό", εκδ.ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 56), φέρει μέσα της ένα εμπόδιο συμφυές με την πολύ αινιγματική φύση της, που είναι ακριβώς στα μέτρα του μεγαλείου της: Ο Θεός εν τω ουρανώ άνω και συ επί της γης» (εκκλ.5,1).


Ο Απ. Πέτρος (συνεχίζει ο Paul Evdokimov) εγνώριζε το σκεπτικιστικό και ειρωνικό πνεύμα που ερωτά: « που έστιν η επαγγελία της παρουσίας αυτού ; αφ ης γαρ οι πατέρες εκοιμήθησαν πάντα ούτως διαμένει απ’ αρχής κτίσεως». (Β Πετρ. 3,4 ). Παρόμοια οι Ιουδαίοι θέλουν να αποσπάσουν μια σαφή απάντηση χωρίς διφορούμενα «εξορκίζω σε ...ίνα ημίν είπης, ει συ ει ο Χριστός» (Ματθ. 26,63). Ζητούν μάλιστα μια εγγύηση ασφαλέστερη : « δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν» (Ιωα. 14,8).


Βεβαίως μια παρόμοια απόδειξη σχολιάζει ο Paul Evdokimov «Θα ήταν κάτι περισσότερο από αρκετή, αλλά οι αποδείξεις τραυματίζουν την αλήθεια και η άρνηση του Κυρίου είναι άμεση και κατηγορηματική: « τι η γενεά αύτη ζητεί σημείον· αμήν λέγω υμίν ει δοθήσεται τη γενεά ταύτη σημείον» (Μαρκ 8,12). Η επιστήμη επιβάλλει τη θεώρησή της για τα ορατά πράγματα, τα επαληθεύσιμα και με υποχρεώνει να την δεχθώ.


Δεν μπορώ να αρνηθώ την ύπαρξη ενός σκουληκιού της γης η ενός μικροβίου, όμως μπορώ να αρνηθώ την ύπαρξη του Θεού ( Paul Evdokimov Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ).


Γιατί, η πίστη κατά τον Απ. Παύλο «εστίν ελπιζομένων υπόστασις πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 11,1). Υπερβαίνει την τάξη των αναγκαιοτήτων. «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», χωρίς να υποχρεωθούν, να βιασθούν, να εξαναγκασθούν. «Έτσι η πίστη» (συμπεραίνει ο Paul Evdokimov) παρουσιάζεται σαν μια υπέρβαση της λογικής, που επιβάλλεται από τη ίδια τη λογική, μόλις φθάνει στα όρια της. Η πίστη λέει: Δώσε τη μικρή σου λογική και δέξου το Λόγο. Είναι μια υπέρβαση προς την κρυμμένη πραγματικότητα, η οποία αποκαλύπτεται. Η βίωσή της αποτελεί δια μιας και την αποκάλυψή της. Αφαιρεί κάθε απόδειξη, κάθε ενδιάμεσο, κάθε αφηρημένη έννοια για το θεό και καθιστά άμεσα παρόντα αυτόν τον Κάποιον, ο οποίος είναι ο πιο βαθειά Γνωστός». (Paul Evdokimov, "Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ", σελ.57).




Και συνεχίζει ο π. Γεώργιος Florofsky : «Οι αμετάβλητες αλήθειες της εμπειρίας μπορούν να εκφρασθούν με διαφορετικούς τρόπους «Υπάρχει βέβαια η γλώσσα των παραβολών και των εικόνων, η γλώσσα της θρησκευτικής ποιήσεως ή η γλώσσα της θρησκευτικής τέχνης. Υπάρχει όμως και «μια άλλη γλώσσα, η γλώσσα της "κατανοούσης" σκέψεως, η γλώσσα του Δόγματος. Ολόκληρο το πάθος του Δόγματος βρίσκεται στο γεγονός, ότι αυτό δείχνει την πραγματικότητα του Θεού. Και κατά τούτο η μαρτυρία του Δόγματος είναι συμβολική : είναι η μαρτυρία της σκέψεως, μια «διανοητική όραση» της θείας πραγματικότητας «(π. Γεώργιος Florofsky, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ, σελ.33).


Μπορούμε έτσι να βεβαιώσουμε την προσφορά των Αγίων Πατέρων στη θεμελίωση του Δόγματος ως δημιουργίας μιας άλλης γλώσσας, που ερμηνεύει τη Γραφή και τη μαρτυρία της για το θεό. Στα κείμενα των Πατέρων είναι ευδιάκριτη η δημιουργική τους σκέψη που καθιερώνει νέα ορολογία ( το «άγραφον», όπως τους καταλόγιζαν οι αιρετικοί), για να εκφράσει το περιεχόμενο της πίστεως, το οποίο ήδη έχει εκτεθεί στη Γραφή με σύμβολα και εικόνες. Με τη χρήση των φιλοσοφικών όρων «εκχριστιανίζουν» τον ελληνισμό και μεταγράφουν την μαρτυρία της Αποκάλυψης σε λέξεις / έννοιες προσιτές στο πολιτιστικό τους περιβάλλον , χωρίς να προδίδουν την ουσία του προφητικού και αποστολικού κηρύγματος.


Η πατερική θεολογία επιτελεί κατά ταύτα μια ερμηνευτική και διαμεσολαβητική λειτουργία, κατά το παράδειγμα του Απ.Παύλου ο οποίος ομιλώντας προς τους Αθηναίους ερμηνεύει τη δική τους σοφία οδηγώντας την στην τελική της απόληξη. Μπροστά στο βωμό του Άγνωστου Θεού ο Απ. Παυλος αποκρυπτογραφεί αυτόν τον Άγνωστο, δίνοντάς του το όνομα του Χριστού. «Ο λόγος δεν έχει πια ανάγκη (θα πει ο Paul Evdokimov) ούτε να ανακαλύπτει τον εαυτό του, ούτε να επινοεί , ούτε ακόμα λιγότερο να κατασκευάζει». Αυτό μας προειδοποιεί για την αμείωτη αξία των παραδεδομένων λόγων διότι ακόμα και ο Ιησούς δεν λέγει τίποτα «εξ εαυτού» αλλά ερμηνεύει τον Πατέρα.



Μια απόπειρα σύγχρονης ερμηνείας της πίστεως οφείλει να αναγνωρίζει πως : « τα Δόγματα αποτελούν ένα Ζωντανό Υπόμνημα, όπου ο ίδιος ο Λόγος έρχεται αδιάκοπα μέσα από τις πολλαπλές μορφές για να ερμηνεύει τα ίδια του τα λόγια». Διαφορετικά είναι δυνατόν να επαναλάβει κανείς τη θεωρητική σκέψη των μεγάλων αιρετικών η οποία «νεκρώνεται τελματωμένη μέσα στη μάταιη στειρότητα του λόγου, που εργάζεται με μόνη την λογική » (P. Evdokimov, Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ).


Δεν πρέπει εδώ να ξεχνάμε πως η θεολογία ως δημιουργία- προέκταση της "καινής κτίσεως" φέρει τον διφυή θεάνθρώπινο χαρακτήρα της εκκλησίας : «βγαίνει από την κολυμβήθρα από όπου αναδυόμαστε αναγεννημένοι ψυχή τε και σώματι και ντυμένοι το Χριστό». Είναι συνεπώς έκφραση της εμπειρίας του βαπτίσματός μας στη ζωή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. (Ιερ.Βλάχου - Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, σελ.38). Οι Άγιοι Πατέρες ερμηνεύοντας την πίστη, δογμάτισαν θεοπνεύστως και απλανώς και εδώ βρίσκεται η σημασία τους στην « αύξηση της παραδόσεως», αφού κινούνται από το Άγιο Πνεύμα το οδηγούν «εις πάσαν την Αλήθειαν» και εν τω οποίω «πάντα τα πατρώα Δόγματα ο Λόγος εκκαλύπτει « ( γ' αντίφωνο αναβαθμών, Δ' ήχου).



Ο σύγχρονος άνθρωπος ανερμάτιστος (ως επί το πλείστον ) πνευματικά και υποκείμενος σε ποικίλες μορφές πλάνης (σαν νέο-γνωστικός που είναι, με πίστη στα υπερήφανα διανοήματά του, τα οποία ενισχύει και η «έκρηξη της γνώσης») έχει πολλά να ωφεληθεί από τον λόγο των πατέρων. Πρώτιστα όμως θα εννοήσει τη μέθοδο της θεολογίας τους και το ταπεινό τους φρόνημα, τα οποία τους έκαναν πρωταγωνιστές στη νίκη της ορθοδοξίας κατά της πλάνης. Αυτή η νίκη δεν επετεύχθη απλώς στο επίπεδο ενός «λόγου που αντιμάχεται έναν άλλον λόγο » αλλά στο επίπεδο της μαρτυρίας Ζωής. Διότι: «ου δεινόν ηττηθήναι λόγω, ου γαρ πάντων ο λόγος. Δεινόν δε ζημιωθήναι θεότητα, πάντων γαρ η ελπίς » ( αγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ).



                                                      







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου