Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ΘΕΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 

-Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ-





Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

                      - οπως την ερμηνεύει ο Μ. Βασίλειος - 


Η πληρότητα της Ζωής και υπάρξεως είναι ο εν Τριάδι Θεός, ως αγάπη. Για το λόγο αυτό δημιούργησε τον κόσμο, ούτως ώστε να μετάσχουν όλα τα όντα στην ένθεο Ζωή και μέσω αυτών να φανερώνεται και να δοξάζεται ο Ίδιος. Ο άνθρωπος συναντάει το Δημιουργό εντός του κόσμου, κυρίως όμως τον συναντάει στο εσώτατο βάθος της καρδιάς του. Κατϳ αυτόν τον τρόπο, ο Δημιουργός του Σύμπαντος και του ανθρώπου αποκαλύπτεται «εν ταις καρδίαις ημών». Είναι ο Θεός «ο ειπών εκ σκότους φώς λάμψαι» (Β’ Κυρ. 4,6). Γι’ αυτό το λόγο η αλήθεια για την κτιστή φύση είναι αδιαχώριστη από την θεογνωσία.

Η θεογνωσία κατά ταύτα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την μέθοδο της σταδιακής αποδέσμευσης από το μετα-πτωτικό φαινόμενο του «σκοτασμού του νοός». Θα χρειαστεί το φώς της προσωπικής αποκαλύψεως του Θεού, ώστε ο άνθρωπος να αρχίσει να αντιλαμβάνεται, πως ότι βλέπει γύρω του δεν είναι παρά ίχνη- αποτυπώματα του Τεχνουργού Θείου Λόγου, ο οποίος φανερούται ασάρκως στην εποχή της Π.Διαθήκης και περιπατεί «εν σαρκί», «επ’ εσχάτων των χρόνων», δείχνοντας την κυριαρχία του επί της φύσεως.

Η κοσμογνωσία δεν αποτελεί κατά ταύτα το επιστέγασμα των επαγωγικών συλλογισμών του ανθρώπου προς πλήρη κατανόηση του φυσικού κόσμου και των λειτουργιών του. Κατά την ορθόδοξο διδασκαλία χρειάζεται μια «εν Χριστώ Λόγω» θέαση της Δημιουργίας , που απαιτεί προκαταβολικά την πνευματική καθαρότητα. Οι Πατέρες τονίζουν πως από μόνοι μας, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ουσία ούτε του πιο μικρού χορταριού. (Γρ. Νύσσης, Κατά Ευνομίου P.G.45). Ο Αγιοι στα όρια της ένωσής τους με το Θεό, δέχονται την τέλεια γνώση των κτισμάτων (Clement Olivier, η θεολογία μετά το θάνατο του Θεού, σελ. 116).


Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής γράφει: «Όπως ο ήλιος, που ανατέλλει και φωτίζει το σύμπαν, φανερώνεται ο ίδιος και ταυτόχρονα φανερώνει τα πράγματα που φωτίζει, έτσι και ο ήλιος της δικαιοσύνης όταν ανατέλλει για το εξαγνισμένο πνεύμα, φανερώνει τον εαυτό του και ταυτόχρονα φανερώνει τους λόγους των πραγμάτων, που είναι δικά του ποιήματα…» (Αγ.Μάξιμος ο ομολογητής, περί διαφόρων αποριών, P.G. 91 )

Ο Μέγας Βασίλειος, αρχίζοντας την εξαήμερό του, μας εισάγει ευθύς εξαρχής στο αληθές πλαίσιο της κοσμο-γνωσίας, εξιστορώντας όχι το τι λέει η Γένεση , αλλά το ποιος είναι εκείνος που την έγραψε. Εξυφαίνεται έτσι η αρετή του προφήτου Μωϋσέως, ο οποίος είχε το μέγα προνόμιο (κατά Ιω. τον Χρυσόστομο), να αφηγηθεί όχι εκείνα που συμβαίνουν στην εποχή του, ή εκείνα που θα συμβούν στο μέλλον, αλλά εκείνα που διαδραματίσθηκαν πολύ πριν αυτός γεννηθεί και αυτό έγινε, καθώς η ζωή του Μωϋσέως δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά μια διαρκής πορεία προς την τελειότητα.


Τούτη την πορεία προς την τελειότητα μπορούμε να την παρακολουθήσουμε με λεπτομέρειες στο έξοχο έργο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που φέρει τον τίτλο «Είς τον Βίον του Μωϋσέως». Σ’ αυτό το έργο, μετά την έκθεση των Ιστορικών γεγονότων εκ μέρους του συγγραφέως, γίνεται αναφορά στην διαρκή «επέκταση» της ψυχής προς το ανώτερο (μια κίνηση που δεν μπορεί να γνωρίσει τέλος), που καθιστά τον Μωϋσή φίλο του Θεού, ο οποίος του εμπιστεύεται τα μυστικά του.

Γιατί, το ότι ο Μωϋσής πέτυχε τη δυνατή στον άνθρωπο τελειότητα, ποιος άλλος μάρτυρας πιο αξιόπιστος από το Θεό, θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει, λέγοντάς του «σε γνωρίζω περισσότερο από όλους» και ότι αυτός ονομάστηκε «φίλος του Θεού» (Εξ. 33,12,11), και προτιμούσε μάλλον να πέθαινε μαζί με όλους, αν ο Θεός δεν ελεούσε από συμπάθεια και εκείνους…, αφού μετέβαλε την απόφασή του, για να μη λυπήσει το φίλο του». (Γρ. Νύσσης, Εις τον Βίον του Μωϋσέως).

Είναι προφανές ότι η κοσμογνωσία, με τον ορθόδοξο έννοια, προϋποθέτει την «επιστήμη και τέχνη» της μετά του Θεού κοινωνίας, διότι μόνον έτσι προστίθεται σοφία και γνώση σε εκείνον που θέλει να διαβάσει, όχι απλώς το Βιβλίο της Γένεσης, αλλά το ίδιο το βιβλίο του κόσμου (το «Liber Maundi» του Ιερού Αυγουστίνου), αφού «τα πάντα εν Αυτώ έκτισται».


Συνεπώς μέσα στις πρώτες λέξεις της Γένεσης δεν φανερώνονται μόνο η προέλευση του κόσμου , το πώς της καταγωγής του. Φανερώνεται ταυτοχρόνως και ο άπειρος Δημιουργός του, μέσα από τη διαδοχή των ενεργειών του, οι οποίες «χτίζουν» τον κόσμο και τον συντηρούν στην ύπαρξη. Η αλήθεια περί της Δημιουργίας φανερώνεται καθαρά σε εκείνον που φροντίζει να γίνεται «κάτοπτρο» της Θεότητος και να υψώνει το νου πάνω από τα γήϊνα, τονίζουν ομόφωνα οι Πατέρες.

Η Βιβλική αποκάλυψη δεν καταργεί βέβαια τον ανθρώπινο λόγο, έρχεται όμως «φωτιστικώς» προς τον άνθρωπο, για να ολοκληρώσει «παν νόημα εις υπακοήν Χριστού» (Απ. Παύλος). Γι’ αυτό και κάθε επιστήμη καλείται να «πληρωθεί» νοήματος, μέσω του «ανοίγματός» της προς τον Ενυπόστατο Θείο Λόγο.



Η ανάγνωση των Αγιογραφικών κειμένων περικλείει πάντοτε το ζήτημα της ερμηνείας τους από τον άνθρωπο. Είναι το περίφημο πρόβλημα της υποκειμενικότητας, το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και την υφή της γλώσσας, ως επικοινωνιακού/ συμβολικού μέσου.


Γι’ αυτό και ο ερμηνευτής καλείται, στην περίπτωση της βιβλικής γλώσσας, να περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, με την θεοπρεπή κατανόηση των λεγομένων και την διαυγή «έκθεσή» τους , προς οικοδομήν του λαού του Θεού. Η Θεία πρόνοια βρήκε τον εκλεκτότερο γι’ αυτό το έργο στο πρόσωπο του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος κατείχε στον ύψιστο βαθμό τις γνώσεις της εποχής του, ήταν δηλαδή πανεπιστήμων. Διέθετε , άρα, όλο τον απαραίτητο οπλισμό για να προσπελάσει τα νοήματα του Βιβλίου της Γενέσεως. Αλλά ο Μ.Βασίλειος ήταν και ασκητής, άνθρωπος της Πίστης: Ηταν εκείνος που έθεσε τη Γνώση στην υπηρεσία του Θείου Λόγου, προσπαθώντας να δεί τον κόσμο ως αρμονικό σύνολο που βρίσκεται στα χέρια του Θεού.

Αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν οι σύγχρονοι γνωστικοί, που βλέπουν τα πάντα «κατ’ εικόνα» της δικής τους πνευματικής «έκπτωσης», συσκοτίζουν και διαστρεβλώνουν τον κόσμο και τον καθιστούν αδιαφανή.


Διότι εν τέλει η ανάγνωση της Γενέσεως θέτει πάντοτε ένα a priori σε εκείνον που αποπειράται να προσεγγίσει το Μέγα θαύμα της Δημιουργίας και να εξιχνιάσει το μυστήριο της ύπαρξης και του προορισμού του.






ΚΕΙΜΕΝΟ 

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4, σελ. 24.


Είναι ο Μωυσής αυτός πού μάς έδωσε το θεμελιακό αυτό σύγγραμμα ( το βιβλίο της Γενέσεως ). Ό Μωυσής, για τον οποίο έχομε τη μαρτυρία ότι έγινε οικείος του Θεού, βρέφος ακόμα της αγκαλιάς. Πού τον έκανε παιδί της η κόρη του Φαραώ, τον μεγάλωσε βασιλικά και έβαλε τους πιο σοφούς δασκάλους της Αιγύπτου να φροντίζουν τη μόρφωση του. Μί­σησε το μεγαλείο της βασιλείας και, επιστρέφοντας στον ταπεινό κόσμο των ομοφύλων του, προτίμησε να ταλαιπωρείται μαζί με το λαό του Θεοί, παρά να έχει μία πρόσκαιρη απόλαυση της α­μαρτίας.

Είναι ο Μωυσής πού είχε από την ίδια τη φύση του την αγάπη για το δίκαιο, και τον βλέπομε, πριν ακόμα του ανατεθεί η αρχηγία του λαού, να πολεμά θανάσιμα τους κακούς από φυσι­κό μίσος κατά της κακίας. Τον έδιωξαν έπειτα αυτόν πού είχε ευεργετήσει και, παραιτώντας με χαρά την αιγυπτιακή βοή και φθάνοντας στην Αιθιοπία, μακριά από όλα τα άλλα, για σαράν­τα ολόκληρα χρόνια επιδόθηκε στη θεωρητική μελέτη των όντων.

Όταν ήταν ογδόντα ετών είδε το Θεό, όπως μπορεί να τον δει ο άνθρωπος ή μάλλον όπως δεν έτυχε σε κανέναν άλλο, κατά την μαρτυρία του ίδιου του Θεού. «Αν παρουσιαστεί ανάμεσα σας προφήτης του Κυρίου θα του φανερωθώ σε όραμα και θα του μιλήσω στον ύπνο. Δεν θα κάνω όπως το δούλο μου το Μωυσή, πού είναι πιστός στο σπίτι μου όλο και πού θα του μιλήσω κατά πρόσωπο και όχι με υπαινιγμούς».


Μιλάει λοιπόν σε μας παίρ­νοντας όσα άκουσε από το Θεό, αυτός πού αξιώθηκε να δει με τα μάτια του το Θεό, ίδια με τους αγγέλους. Ας ακούσομε λοιπόν λόγους της αλήθειας πού διατυπώθηκαν όχι με πειστικά επιχει­ρήματα σοφίας ανθρώπινης, αλλά σαν διδάγματα του Πνεύμα­τος, πού δεν επιζητούν τον έπαινο των ακροατών αλλά τη σωτη­ρία, όσων θέλουν να διδαχθούν απ’ αυτούς.

« Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον Ουρανόν και την Γην». Το θάμπωμα του νου μου καθηλώνει το νου μου, τι να πω πρώτο; Από που να αρχίσω τη διαπραγμάτευση μου; Να ελέγξω τις ματαιολογίες των ειδωλολατρών; Να επαινέσω την αλήθεια τη δική μας;

Πολλές γνώμες διατύπωσαν οι σοφοί των Ελλήνων για τη φύση και ούτε ένας λόγος τους δε στάθηκε σταθερός και ασάλευτος- πάντοτε ο δεύτερος έριχνε τον προηγούμενό του, ώ­στε εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά να τους ελέγξουμε, φθάνουν οι ίδιοι για την αλληλοανατροπή τους. Αυτοί πού αγνόησαν το Θεό, δε δέχτηκαν ότι είχε προϋπάρξει από τη γένεση όλων μία Έλλογη αιτία, παρά ανάλογα με την αρχική τους άγνοια έβγαλαν συμπεράσματα και για τα επόμενα.

Γι' αυτό άλλοι κατέφυ­γαν στις υλικές υποδομές, αποδίδοντας την αιτία του παντός στα στοιχεία του κόσμου, άλλοι φαντάστηκαν ότι τη φύση των πραγμάτων την συγκροτούν άτομα και αδιαίρετα σωμάτια, όγκοι και πόροι, γιατί οι γενέσεις και οι φθορές προκαλούνται άλλοτε από τη συνένωση των αδιαίρετων σωμάτων μεταξύ τους και άλλοτε με τον αποχωρισμό τους. Η ισχυρότερη αλληλοσύνδεση των ατόμων παρέχει την αιτία της διατήρησης των σωμάτων, πού διαρκούν περισσότερο. Αληθινά υφαίνουν ιστό αράχνης, όσοι διατυπώνουν αυτές τις γνώμες και βάζουν ως θεμέλια του ουρανού, της γης και της θάλασσας τέτοιες λεπτές και ανυπόστατες αρχές. Δεν ήξεραν να πουν " εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην " .

Γι' αυτό στη γνώμη τους, ότι τα σύμπαντα είναι ακυβέρνητα και αδιοίκητα και πηγαίνουν όπως τύχει, απατήθη­καν από την αθεΐα πού είχαν μέσα τους. Για να μην πάθουμε κι εμείς το ίδιο, ο συγγραφέας της δημιουργίας του κόσμου ευθύς από τις πρώτες λέξεις καταφώτισε το νου μας, με το όνομα του Θεού . Είπε " εν αρχή εποίησαν ο Θεός " .

Β.

Τι ωραίο πράγμα ή τάξη. Έβαλε πρώτα την αρχή, για να μη νομίσουν μερικοί ότι ο κό­σμος είναι άναρχος. Έπειτα πρόσθεσε το "εποίησεν" για να δείξει , ότι αυτό πού έγινε είναι ένα ελάχιστο μέρος από τη δύναμη του δημιουργού. Όπως ο κεραμέας με τη μία τέχνη, πλάθοντας μύ­ρια σκεύη, ούτε την τέχνη του εξαντλεί ούτε τη δύναμη του έτσι και ο δημιουργός του σύμπαντος τούτου. Η δημιουργική του δύ­ναμη δεν περιορίζεται στα μέτρα ενός μόνον κόσμου αλλά την υ­περβαίνει στο απειροπλάσιο· μ' ένα μόνο νεύμα του θελήματος του έφερε στην ύπαρξη τους πελώριους όγκους πού βλέπομε.


Αν λοιπόν ο κόσμος και αρχή έχει και έχει δημιουργηθεί, εξέτασε ποιος του έδωσε την αρχή και ποιος είναι ο δημιουργός του, ή μάλλον, για να μην απομακρυνθείς σε κάποιο σημείο από την α­λήθεια, εξετάζοντας με τον ανθρώπινο λογισμό σου, πρόλαβε με τη διδασκαλία του να αποθέσει σαν σφραγίδα και φυλαχτό στις ψυχές μας το πολυτιμημένο όνομα του θεού λέγοντας : η απέραντη αγαθότητα, το αγαπημό όλων των λογικών όντων, η πολυπόθητη ωραιότη­τα, η αρχή των όντων, η πηγή της ζωής, το νοερό φως, η απρό­σιτη σοφία, αυτός είναι πού εποίησεν «εν αρχή» τον ουρανόν και την γην.


Μη φαντάζεσαι, λοιπόν, άνθρωπε, ότι όσα βλέπεις δεν έχουν αρχή· κι επειδή τα σώματα πού κινούνται στον ουρανό διαγρά­φουν κυκλικές τροχιές —και μ' £να συνηθισμένο κοίταγμα δεν αντιλαμβανόμαστε εύκολα την αρχή του κύκλου —μη νομίσεις ότι τα σώματα πού κινούνται κυκλικά είναι από τη φύση τους χωρίς αρχή , γιατί ούτε και το γνωστό μας κύκλο, εννοώ το επίπεδο σχήμα πού περικλείεται από μια γραμμή, ούτε κι αυτόν δεν πρέπει να τον θεωρήσομε χωρίς αρχή, επειδή ξεφεύγει την ι­κανότητα της αίσθησης μας και δεν μπορούμε να βρούμε από που άρχισε ούτε που καταλήγει.

Αλλά κι αν ξεφεύγει την αίσθηση μας, στην πραγματικότητα ωστόσο αυτός πού τον σχημάτισε μ' ένα κέντρο και μία ακτίνα, άρχισε από κάποιο σημείο. Έτσι λοι­πόν κι εσύ, επειδή τα σώματα πού κινούνται κυκλικά στρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, μην παρασυρθείς στην πλάνη ότι ο κό­σμος είναι άναρχος και ατελεύτητος, από το ότι ή κίνηση τους εί­ναι ομαλή και τίποτα δεν την διακόπτει με την παρεμβολή του. «Παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» και « Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται » .

Αποτελούν προεξαγγελία της διδα­σκαλίας για τη συντέλεια και τη μετατροπή του κόσμου, όσα με συντομία παραδίδονται κατά τη στοιχειώδη έκθεση της θεόπνευστης διδασκαλίας «Έν αρχή εποίησεν ό Θεός».

Όσα άρχισαν από κάποιο σημείο του χρόνου είναι ανάγκη και να τελειώσουν σε άλλο σημείο. Αν έχουν χρονική αρχή, μην αμφιβάλεις για το τέλος τους. Τι νόημα έχουν οι γεωμετρίες και οι μέθοδοι των μαθηματικών και οι στερεομετρίες και η πολυθρύλητη αστρονο­μία, όλη η πολυάσχολη ματαιότητα, αν όσοι ασχολούνται με ζή­λο με αυτά έκαναν τη σκέψη, ότι ο κόσμος πού βλέπομε είναι συναίτιος με τον κτίστη των όλων Θεό, εξισώνοντας στο μεγαλείο τον περιορισμένο και με υλικό σώμα κόσμο με την απεριόριστη και αόρατη φύση;

Και δεν μπόρεσαν να σκεφτούν ούτε τόσο λίγο ότι, αυτό πού τα μέρη του δέχονται φθορές και αλλοιώσεις, είναι ανάγκη και στο όλον του να υποστεί τα ίδια παθήματα , όπως και τα μέρη του. Αλλά τόσο πολύ «εματαιώθησαν τοις διαλογισμοίς αυτών και εσκοτίσθη ή ασύνετος αυτών καρδία και φάσκοντες είναι σοφοί έμωράνθησαν», ώστε άλλοι δογμάτισαν ότι ο κόσμος συνυπάρχει από πάντοτε με το Θεό και άλλοι ότι ο ίδιος ο κόσμος είναι ο χωρίς αρχή και χωρίς τέλος Θεός και ο αί­τιος της επιμέρους οικονομίας.


Ασφαλώς ή περίσσεια της κοσμικής σοφίας τους θα προκαλέ­σει κάποτε προσθήκη στη βαριά καταδίκη τους, γιατί είχαν τόση οξυδέρκεια για τα μάταια πράγματα κι ωστόσο αποτυφλώθηκαν θεληματικά σχετικά με την κατανόηση της αλήθειας. Αυτοί όμως πού μετρούν τις αποστάσεις των άστρων ( και καταγράφουν τα αειφανή και βορινά και πόσα βρίσκονται στο νότιο πόλο και φαίνονται στους εκεί, ενώ σ' εμάς είναι άγνωστα, κι αυτοί που διαιρούν σε μύρια διαστήματα το βόρειο πλάτος και τον κύκλο των ζωδίων και κράτησαν με ακρίβεια τις επαναφορές των άστρων, τα σημεία ακινησίας, τις αποκλίσεις και την κίνηση όλων προς τα προηγούμενα και σε πόσο χρόνο καθένας από τους πλα­νήτες συμπληρώνει την τροχιά του ), μία μέθοδο ανάμεσα σε όλες δεν μπόρεσαν να βρουν, για να αντιληφθούν το Θεό ως δημιουρ­γό του κόσμου και κριτή δίκαιο πού ενεργεί την ανταπόδοση την αντάξια στο βίο καθενός.

Ούτε με το λόγο για την κρίση μπόρεσαν να συλλάβουν την επακόλουθη έννοια της συντέλειας, ότι είναι ανάγκη να μεταποιηθεί ο κόσμος, αν πρόκειται να μεταβλη­θεί σε άλλο είδος ζωής η κατάσταση των ψυχών.

Όπως δηλαδή η ζωή αυτή έχει ανάλογή της τη φύση του κόσμου τούτου, έτσι και η μελλοντική ζωή των ψυχών μας θα δεχτεί κληρονομιά , πού θα αντιστοιχεί στην κατάστασή της. Αυτοί όμως απέχουν τόσο πολύ από το να τα προσέχουν αυτά ως αληθινά, ώστε αφήνουν να ξεσπάσει εις βάρος μας πλατύ γέλιο, όταν τους μιλούμε για την παλιγγενεσία της ζωής. Επειδή όμως από τη φύση της η αρχή προτάσσεται όσων αρχίζουν από αυτήν, αφού μιλάει για όσα έχουν την ύπαρξη τους από ένα χρονικό σημείο, κατ' ανάγκη προτάσσει σε όλα αυτά την α­ναφώνηση λέγοντας «εν αρχή εποίησεν».

Γ.

Όπως φαίνεται, υπήρχε κάτι πριν από αυτόν τον κόσμο, πού ή διάνοια μας μπορεί να το συλλάβει θεωρητικά, έμεινε όμως έξω από αυτή την εξιστόρηση, επειδή ήταν ακατάλληλο για αν­θρώπους πού μαθήτευαν ακόμα και ήταν νήπιοι στη γνώση. Υ­πήρχε μία κατάσταση αρχαιότερη από τη γένεση του κόσμου, αρμόδια στις υπερκόσμιες δυνάμεις, η κατάσταση η πάνω από το χρόνο, ή αιώνια, ή παντοτινή. Και μέσα σ' αυτήν ο κτίστης και δημιουργός όλων έπλασε τα δημιουργήματα του, το νοητό φως πού αρμόζει στη μακαριότητα όσων αγαπούν τον Κύριο, τις λο­γικές και αόρατες φύσεις και όλη την αρμονική διάταξη των νοη­τών, όσα ξεπερνούν τη διάνοια μας και πού ούτε τα ονόματά τους δεν είναι δυνατόν να βρούμε.

Αυτά συμπληρώνουν την ου­σία του αόρατου κόσμου, όπως μας διδάσκει ο Παύλος, λέγοντας ότι " διαμέσου αυτού δημιουργήθηκαν τα πάντα είτε ορατά εί­τε αόρατα είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχές είτε εξουσίες είτε δυνάμεις είτε στρατιές αγγέλων είτε αρχηγίες των αρχαγ­γέλων " . Όταν ήρθε λοιπόν η ώρα να μπει και ο κόσμος τούτος στον κύκλο των όντων, πρώτα σχολείο και παιδευτήριο των αν­θρώπινων ψυχών, έπειτα όμως κατάλληλη κατοικία όλων γενι­κά, όσα βρίσκονται μέσα στη γένεση και τη φθορά, τότε πια μπή­κε υπόβαθρο στον κόσμο, στα ζώα και τα φυτά πού υπάρχουν μέσα του , της ίδιας φύσης με αυτά, η ροή του χρόνου, πού πάντοτε βιάζεται, κυλά και φεύγει και ποτέ δεν παύει το τρέξιμο του.


Η μήπως δεν είναι έτσι ο χρόνος; Το παρελθόν εξαφανί­στηκε, το μέλλον δεν ήρθε ακόμα και το παρόν προτού το καταλάβομε ξεφεύγει από την αντίληψη μας. "Έτσι είναι και ή φύση όσων γίνονται : τη βλέπεις ή να αυξάνει ή να φθίνει και δεν έχει που να δεις το σταθερό και το μόνιμο. Χρειαζόταν λοιπόν στα σώματα των ζώων και των φυτών, που είναι από κάποια ανάγκη έτσι κάπως δεμένα μ' ενα ρεύμα και που συνέχονται από την κί­νηση πού οδηγεί στη γένεση ή τη φθορά, να περιέχονται από τη φύση του χρόνου, που έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα ανάλογα με τα μεταβαλλόμενα.

Από εδώ ξεκινώντας ο σοφός δάσκαλος της δημιουργίας του κόσμου έβαλε πολύ ταιριαστά στο λόγο του γι αυτήν αρχίζοντας τη φράση «εν αρχή εποίησεν». Θέλει να πει, αυτή την αρχή, τη χρονική. Δε μαρτυρεί βέβαια ότι τους ξεπερνά όλους, όσοι έχουν γίνει στα πρεσβεία της γένεσης και γι' αυτό λέει ότι έγινε στην αρχή· αλλά διηγείται την αρχή της ύπαρξης, τούτων των ορατών και των αισθητών μετά τα αόρατα και νου τα. Αρχή λέγεται και ή πρώτη κίνηση, πως « Αρχή οδού αγαθής το ποιείν δίκαια».

Γιατί καταρχήν από τις δίκαιες πράξεις ξεκινούμε προς το μακάριο βίο. Αρχή λέγεται κι από ποιό γίνεται κάτι, από το άλλο δηλαδή πού υπάρχει σε αυτό, όπως ή θεμελιόπετρα για το σπίτι και ή καρίνα για το πλοίο και σύμφωνα με αυτό έχει λεχθεί « Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου». Γιατί ή ευλάβεια είναι κρηπίδα αλλά και βάθρο προς τελείωση. Η τέχνη πάλι λέγεται αρχή των τεχνικών έργων, όπως η σοφία του Βεσελεήλ είναι η τέχνη της διακόσμησης της σκηνής. Η αρχή των πράξεων γίνεται πολλές φορές και το ωφέλιμο τέλος όσων γίνον­ται. "Όπως αρχή της ελεημοσύνης είναι να γίνεται δεκτή από το Θεό, έτσι και σύνολης της ενάρετης δράσης ο σκοπός πού υπάρχει στις επαγγελίες.





                              


                                               

                            Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                       ( ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ )


 Από που μάθαμε κάτι βέβαιο και αληθινό για το Θεό ή για όλον τον κόσμο ή για μας τους ίδιους; Όχι από τη διδασκαλία του Πνεύματος; Αυτή μας δίδαξε ότι μόνο ο Θεός είναι ο αληθινά Ων και πάντοτε Ων και αμετάβλητα Ων και ότι δεν έλαβε το είναι από την ανυπαρξία, ούτε πηγαίνει προς την ανυπαρξία. Και ότι είναι τρισυπόστατος και παντοδύναμος. Αυτός σε έξι ημέρες έφερε τα όντα από το μηδέν στην ύπαρξη με το λόγο, ή μάλλον τα δημιούργησε αμέσως, όπως λέει ο Μωυσής: «Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη»(Γεν. 1,1). Όχι βέβαια με κενό, ούτε χωρίς τα ενδιάμεσα όλα. Η γη ήταν ανάμικτη με το νερό, και το καθένα από τα δύο κυοφορούσε τόσο τον αέρα, όσο και τα αντίστοιχα διάφορα ζώα και φυτά. Ο ουρανός πάλι κυοφορούσε τα διάφορα φώτα και πυρά, πάνω στα οποία έχει την ύπαρξή του το σύμπαν. Έτσι λοιπόν ο Θεός δημιούργησε στην αρχή τον ουρανό και τη γή, σαν ύλη που δέχεται τα πάντα κι έχει τη δυνατότητα να παράγει τα πάντα, ανατρέποντας ορθά από τότε εκείνους που κακώς νομίζουν ότι η ύλη προϋπήρχε από μόνη της.


 Μετά την αρχική αυτή δημιουργία, ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα από την ανυπαρξία, φιλοκαλώντας κατά κάποιο τρόπο και κοσμώντας παραπέρα τον κόσμο, απένειμε μέσα σε έξι μέρες στο καθένα το αρμόδιο σύνολο των γνωρισμάτων που συμπλήρωναν τον διάκοσμό του, ξεχωρίζοντας το καθένα με μόνο το πρόσταγμά του, σαν να έβγαζε από θησαυροφυλάκια κατ’ είδος ό,τι είχε τοποθετήσει σ’ αυτά, διαθέτοντας και συνθέτοντας αρμονικά, εξαίρετα και κατάλληλα στο καθένα το ένα προς το άλλο, το καθένα προς όλα και όλα προς το καθένα. Και την ακίνητη γη την έβαλε σαν κέντρο στον μέγιστο κύκλο του ουρανού, συνδέοντας πάνσοφα με τα ενδιάμεσα τον αεικίνητο ουρανό, για να μένει πάντοτε ο ίδιος κόσμος και σταθερός και κινούμενος. Αφού δηλαδή τα αεικίνητα και πάρα πολύ ταχυκίνητα σώματα τοποθετήθηκαν γύρω-γύρω, αναγκαστικά το ακίνητο, η γη, κατέλαβε το μέσο, για να είναι η ακινησία του αντίρροπη της κινήσεως, ώστε να μη μετακινείται σαν κύλινδρος ή παγκόσμια σφαίρα.


 Αφού λοιπόν ο Αριστοτέχνης έδωσε τέτοια θέση στα δύο πέρατα του παντός —τον ουρανό δηλαδή και τη γη—, όλον αυτόν τον κόσμο εύκοσμα, για να πω έτσι, και στερέωσε και εκίνησε. Στο καθένα πάλι από τα ενδιάμεσα απένειμε το πρέπον. Και άλλα τα τοποθέτησε επάνω και διέταξε να περιφέρονται μετέωρα στα ουράνια και να συμπεριστρέφονται με το ανώτατο όριο του παντός πάρα πολύ συνετά και κόσμια χωρίς παύση —εδώ υπάγονται όσα είναι ελαφρά και ενεργά και επιτήδεια να μεταβάλλουν σε χρήσιμα τα κάτω από αυτά. Αυτά είναι υψωμένα πάνω από το μέσο με τόσο πολύ μεγάλη σύνεση, ώστε και το υπερβολικό ψύχος που υπάρχει εκεί να το σπάζουν επαρκώς, αλλά και τη δική τους υπερβολική θερμότητα να την κρατούν στη θέση της, κι ακόμη να συγκρατούν κάπως και την υπερβολική κίνηση των υψηλοτάτων άκρων με δική τους αντίστροφη κίνηση, έτσι που κι εκείνα να κρατούν στη θέση τους με τη δική τους αντίστροφη περιστροφή, και σ’ εμάς να παρέχουν τις πολύ ωφέλιμες ετήσιες διαφορές των εποχών, τα μέτρα των διαστημάτων του χρόνου και —όταν εμβαθύνομε σ’ αυτά — τη γνώση του Θεού που τα δημιούργησε και τα κατέταξε και τα στόλισε. Αυτά λοιπόν που μετεωροπορούν στα ύψη, τα άφησε να περιφέρονται έτσι με πολλές κινήσεις για δύο λόγους· για χάρη του παγκόσμιου κάλλους και για πολύμορφη ωφέλεια. Τα άλλα πάλι τα τοποθέτησε κάτω και γύρω στό μέσον, όσα δηλαδή έχουν βάρος και μεταβλητή φύση, γίνονται και ξαναγίνονται, χωρίζονται και ενώνονται και τείνουν να μεταβληθούν σε εύχρηστα· τα έβαλε κι αυτά σε ευκοσμία ανάλογα με τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση, για να μπορεί να λέγεται το παν αληθινά «κόσμος», δηλαδή στολισμός.


 Έτσι λοιπόν έγινε το πρώτο ον στην κτίση, και μετά το πρώτο άλλο, και ύστερα απ’ αυτό πάλι άλλο και ούτω καθεξής, και ύστερα από όλα ο άνθρωπος. Ο οποίος αξιώθηκε να έχει από το Θεό τόση τιμή και πρόνοια, ώστε ο αισθητός αυτός κόσμος να γίνει πριν από αυτόν γι’ αυτόν, η βασιλεία των ουρανών να ετοιμαστεί ευθύς από την αρχή του κόσμου(Ματθ. 25, 34) πριν από αυτόν γι’ αυτόν, να προηγηθεί διαβούλευση του Θεού περί αυτού κι έπειτα να πλαστεί με το χέρι του Θεού κατ’ εικόνα Του(Γεν. 1, 26), έτσι που να μη λάβει το παν, όπως τα άλλα ζώα, από την ύλη και τον αισθητό κόσμο, αλλά μόνο το σώμα. Την ψυχή όμως την έλαβε από τα υπερκόσμια, ή μάλλον από τον ίδιο το Θεό, με απόρρητο φύσημα(Γεν. 2, 7), ώστε να γίνει κάτι μεγάλο και θαυμαστό και πιό πάνω απ’ όλα, να επιτηρεί και να επιβλέπει το παν και να επιστατεί σε όλα και άρα να γνωρίζει το Θεό, να τον δέχεται και να είναι αποτέλεσμα που να δείχνει περισσότερο από κάθε άλλο δημιούργημα την ύψιστη μεγαλοσύνη του Τεχνίτη. Κι όχι μόνο είναι δεκτικός του Θεού και της χάρης Του με αγώνα, αλλά είναι δυνατό και να ενωθεί με Αυτόν σε μία υπόσταση.


 Αυτά και άλλα όμοια που είναι η αληθινή σοφία και η σωτηριώδης γνώση και προξενούν την άνω μακαριότητα, ποιός Ευκλείδης, ποιος Μαρίνος, ποιος Πτολεμαίος μπόρεσε να τα κατανοήσει, ή ποιος Εμπεδοκλής και Σωκράτης και Αριστοτέλης και Πλάτων, με τις λογικές τους μεθόδους ή τις μαθηματικές αποδείξεις τους; Ή μάλλον, ποιά αίσθηση τα έχει αντιληφθεί; Ποιος νους τα συνέλαβε; Κι αν σ’ εκείνους που εκ φύσεως φιλοσοφούσαν και στους ομοίους τους φάνηκε χαμαίζηλη η πνευματική σοφία, αποδεικνύεται κι από αυτό η υπεροχή της. Σχεδόν όσο νιώθουν τα άλογα ζώα τη σοφία εκείνων κι όλες τις γνώσεις τους, ή, αν θέλεις, όπως τα μικρά παιδιά, που θεωρούν σπουδαιότερα τα γλυκίσματα που κρατούν από το βασιλικό στέμμα, έτσι στέκονται κι αυτοί απέναντι στην αληθινή και υψηλότατη σοφία και διδασκαλία του Πνεύματος.


 Όχι μόνο το να γνωρίζει κανείς —κατά το δυνατόν— το Θεό, είναι ασυγκρίτως καλύτερο της φιλοσοφίας των Ελλήνων, αλλά και μόνο το να γνωρίζει ποιά θέση έχει ο άνθρωπος κοντά στο Θεό, ξεπερνά όλη τη σοφία τους. Γιατί μόνον ο άνθρωπος απ’ όλα αυτά τα επίγεια και τα ουράνια δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Πλάστη του, για να βλέπει προς Εκείνον και να τον αγαπά και μόνον Εκείνου να είναι μύστης και προσκυνητής, και να διατηρεί το κάλλος αυτό με την προς Αυτόν πίστη και κλίση και διάθεση. Όλα τ’ άλλα, όσα έχει η γη και αυτός ο ουρανός, ο άνθρωπος να τα θεωρεί κατώτερα από τον εαυτό του και ολότελα στερημένα νου. Αυτό οι Έλληνες σοφοί δεν μπόρεσαν καθόλου να αντιληφθούν και ατίμασαν την ανθρώπινη φύση, ασέβησαν στο Θεό και σεβάστηκαν και λάτρεψαν την κτίση αντί τον Κτίστη(Ρωμ. 1, 25). Απέδωσαν δηλαδή νου στα αισθητά, μα αναίσθητα άστρα, και στο καθένα, ανάλογα με το μέγεθός του, του έδωσαν ανάλογη δύναμη και αξίωμα. Ήταν θλιβερό το σέβας τους γι’ αυτά, που αφού τα ονόμασαν θεούς, μεγαλύτερους και μικρότερους, παραχώρησαν σ’ αυτά την εξουσία του παντός. Αυτοί λοιπόν, από τα αισθητά και τη γύρω απ’ αυτά φιλοσοφία, δεν προξένησαν στις ψυχές τους ντροπή και ατιμία και έσχατη πενία και πράγματι νοητό και τιμωρητικό σκοτάδι;


 Η γνώση ότι γίναμε κατ’ εικόνα του Δημιουργού, δεν επιτρέπει να θεοποιούμε ούτε τον νοητό κόσμο. Γιατί αυτό το «κατ’ εικόνα» δεν αναφέρεται στο σώμα, αλλά στη φύση του νου, από τον οποίο τίποτε δεν είναι καλύτερο κατά τη φύση. Γιατί αν υπήρχε κάτι καλύτερο, το «κατ’ εικόνα» θα υπήρχε σ’ εκείνο. Αφού λοιπόν το καλύτερο μέσα μας είναι ο νους, και τούτο, αν και είναι κατ’ εικόνα θεϊκή, κτίσθηκε όμως από το Θεό, δεν είναι εύκολο να καταλάβομε, ή μάλλον δεν είναι από αυτό ολοφάνερο, ότι ο Ποιητής του νοερού μας μέρους είναι ο Ποιητής και κάθε νοερού; Κάθε νοερή λοιπόν φύση, όλοι δηλαδή οι Άγγελοι, είναι δούλοι μαζί μ’ εμάς και κατ’ εικόνα του Δημιουργού. Αν και είναι ανώτεροι από μας, γιατί δεν έχουν σώμα και πλησιάζουν περισσότερο την εντελώς ασώματη και άκτιστη φύση. Ή μάλλον, όσοι απ’ αυτούς φύλαξαν την τάξη τους και αποδέχονται το σκοπό για τον οποίο έγιναν, αν και ομόδουλοί μας, είναι σεβαστοί σ’ εμάς και πολύ ανώτεροί μας κατά την τάξη. Εκείνοι όμως που δε φύλαξαν την τάξη τους, αλλά επαναστάτησαν και αθέτησαν το σκοπό για τον οποίο έγιναν, πήγαν όσο γινόταν πιο μακριά από εκείνους που πλησιάζουν το Θεό και ξέπεσαν από την τιμή που είχαν. Και καθώς προσπαθούν να συμπαρασύρουν κι εμάς στην έκπτωση, δεν είναι μόνον αχρείοι και άτιμοι, αλλά και αντίθετοι, και στο ανθρώπινο γένος ολέθριοι και εχθρικότατοι.


 Αλλά οι φυσιολόγοι και οι αστρολόγοι αυτοί που καυχιούνται ότι γνωρίζουν τα πάντα, αφού δεν μπόρεσαν με τη φιλοσοφία ν’ αντιληφθούν τίποτε απ’ όσα προείπαμε, ονόμασαν επιπλέον τον άρχοντα του σκότους και τις κάτω απ’ αυτόν δυνάμεις της αποστασίας, όχι μόνον ανωτέρους τους, αλλά και θεούς. Τους τίμησαν με ναούς, πρόσφεραν σ’ αυτούς θυσίες και υποτάχθηκαν στις ολεθριότατες προσταγές τους. Κι εκείνοι εύλογα τους εξαπάτησαν για πολύ με ανίερες ιεροτελεστίες και καθαρμούς που μόλυναν και πρόσθεταν την επικατάρατη οίηση, και με προφήτες και προφήτισσες που παραπλανούσαν τους ανθρώπους όσο γίνεται μακρύτερα από την πραγματική αλήθεια.


 Το να γνωρίζει κανείς το Θεό, ή να γνωρίζει τον άνθρωπο και την αξία του (πράγματα που τώρα και οι απλοϊκοί Χριστιανοί γνωρίζουν) είναι γνώση υψηλότερη από τη φυσιολογία, την αστρολογία και όλη τη γύρω απ’ αυτές φιλοσοφία. Επιπλέον όμως, το να γνωρίζει ο ανθρώπινος νους την ασθένειά του και αυτήν να ζητά να θεραπεύσει, αυτό είναι πολύ ανώτερο ασυγκρίτως από το να γνωρίζει και να ερευνά τα μεγέθη των άστρων και τους λόγους των φύσεων, τις γενέσεις των επιγείων και τις περιόδους των ουρανίων σωμάτων, τις μεταβολές και τις ανατολές των αστέρων, τις ακινησίες και τις οπισθοδρομήσεις τους, τις μεταξύ τους αποστάσεις και συνελεύσεις, και γενικά τις ποικίλες σχέσεις που προέρχονται από την εκεί πολυκινησία. Γιατί ο νους που γνώρισε την ασθένειά του, βρήκε από που μπορεί να μπει για να βρεί τη σωτηρία, να πλησιάσει το φως της γνώσεως και να λάβει σοφία αληθινή, η οποία δεν καταλύεται μαζί με τον αιώνα τούτον.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου