Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ΘΕΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

      Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ










Αγίου Γρηγορίου Νύσσης

(Η Δημιουργία)

“Στην αρχή”, λέει, “δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη” και τα επόμενα που περιέχει το βιβλίο της Κοσμογονίας. Αυτά είναι όσα έγιναν κατά την Εξαήμερο. Νομίζω όμως ότι πριν απ’ την εξέταση των γραπτών, πρέπει να κατανοηθεί αυτό από τον λόγο, ότι η δύναμη συμβαδίζει με τη βούληση στο θέμα της θείας φύσης, και μέτρο της δύναμης, είναι το θέλημα του Θεού. Και το θέλημα είναι σοφία.

Γνώρισμα της σοφίας είναι να μην αγνοούμε πως έγιναν τα διάφορα πράγματα, ενώ στη γνώση είναι σύμφυτη η δύναμη. Ώστε μόλις έμαθε τι πρέπει να γίνει, η δύναμη των όντων που φέρνει σε ενέργεια αυτό που εννοούμε, και δεν καθυστερεί καθόλου, συμπορεύτηκε με τη γνώση. Αλλά και αδιαχώριστα με τη θέληση εμφανίζεται και το έργο. Γιατί η βουλή (θέληση) είναι δύναμη που συγχρόνως κανονίζει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνουν τα πράγματα και προσφέρει τις αφορμές για τη δημιουργία όσων πρόκειται να γίνουν, ώστε όλες οι ενέργειες του Θεού που σχετίζονται με την κτίση να νοούνται μαζί, το θέλημα, η σοφία, η δύναμη, η ουσία των όντων.



Αφού λοιπόν τα πράγματα είναι έτσι κανείς δεν πρέπει να στεναχωριέται ερευνώντας τα σχετικά με την ύλη και ζητώντας το πώς και το από πού, σα να λένε για παράδειγμα: αν ο Θεός δεν έχει ύλη, από πού προέρχεται η ύλη, πως κάποια ποσότητα προέρχεται από κάτι που δεν μετριέται και το ορατό από το αόρατο, και αυτό που ορίζεται με κάποιον όγκο και μέγεθος από κάτι χωρίς μέγεθος και αόριστο; Και όλα τα άλλα που υπάρχουν γύρω από την ύλη, πως τα έφτιαξε Αυτός που δεν έχει τίποτα τέτοιο στη φύση Του;

Πραγματικά μία είναι η λύση για όλα όσα κηρύττουμε εμείς για την ύλη, το να μην θεωρούμε ούτε αδύνατη τη σοφία του Θεού, ούτε άσοφη τη δύναμή Του, αλλά να πιστεύουμε ότι αυτά είναι μαζί και ότι είναι ένα, γιατί συγχρόνως και μαζί με το ένα κατανοείται και το άλλο. Γιατί και το σοφό Του θέλημα φανερώθηκε με τη δύναμη όσων έκανε και η ενεργητική Του δύναμη τελειώθηκε στο σοφό θέλημα. Αν λοιπόν η σοφία και η δύναμη είναι μέσα στο ίδιο πράγμα, ούτε αγνοεί πως θα βρει ύλη για την κατασκευή των όντων, ούτε αδυνατεί να μετατρέψει σε ενέργεια κάθε σκέψη.

Και επειδή μπορεί να κάνει τα πάντα για την επεξεργασία των όντων έβαλε με το σοφό και δυνατό θέλημα μαζί όλα όσα συντελούν στην σύσταση των όντων, το ελαφρύ, το βαρύ, το πυκνό, το αραιό, το μαλακό, το σκληρό, το υγρό, το ξηρό, το ψυχρό, το θερμό, το χρώμα, το σχήμα, την περιγραφή, το διάστημα, που όλα είναι έννοιες και ψιλά νοήματα, γιατί τίποτα απ’ αυτά δεν είναι ύλη από μόνα τους αλλά γίνονται ύλη όταν αναμιχθούν μεταξύ τους.

Αν λοιπόν με την υπεροχή της σοφίας και της δύναμης, όλα τα γνωρίζει και όλα τα μπορεί, προσεγγίζουμε κατά κάποιο τρόπο στην υψηλή φωνή του Μωϋσή που λέει ότι “στην αρχή έγινε από τον Θεό ο ουρανός και η γη”. Ο προφήτης συνέταξε το βιβλίο της Γένεσης για να παιδαγωγήσει τους “υπόδουλους” στην αίσθηση προς τον ουρανό.

Με τον ουρανό δε και με τη γη αρχίζει η γνώση μέσω των ορατών πραγμάτων. Γι’ αυτό ο λόγος ονόμασε τα δυο άκρα όσων ξέρουμε με τις αισθήσεις ως περιεκτικά των όντων, έτσι ώστε λέγοντας ότι απ’ τον θεό δημιουργήθηκαν αυτά που περιέχονται, να συμπεριλαμβάνει κάθε τι που περιέχεται μέσα στα άκρα. Και αντί να πει ότι ο Θεός έφτιαξε όλα τα όντα, είπε ότι “στην αρχή” (“στο κεφάλαιο”) έφτιαξε ο Θεός τον ουρανό και τη γη.



Μία είναι η σημασία και των δυο λέξεων, της αρχής και του κεφαλαίου. Γιατί και με τις δυο δηλώνεται εξίσου το “ασταμάτητα”. Πράγματι με τη λέξη “στο κεφάλαιο” δηλώνεται ότι τα πάντα έγιναν συνολικά, ενώ με “την αρχή” δηλώνεται το ακαριαίο και το αδιάσπαστο, εφόσον η αρχή είναι ξένη προς κάθε χρονική έννοια. Όπως το σημείο είναι αρχή της γραμμής και το άτομο αρχή του όγκου, έτσι και το ακαριαίο είναι αρχή του χρονικού διαστήματος. Η αθρόα (ασταμάτητη) δημιουργία των όντων από την δύναμη του Θεού ονομάστηκε απ’ τον Μωϋσή αρχή, δηλαδή κεφάλαιο, κατά την οποία λέγεται ότι συστάθηκαν τα πάντα, αφού τα ακραία, ουρανός και γη, δηλώθηκαν, ενώ τα μέσα υποδηλώθηκαν σιωπηρά μαζί με τα άκρα. Και εννοώ άκρα σύμφωνα με την ανθρώπινη αίσθηση, η οποία ούτε κάτω από τη γη διεισδύει ούτε τον ουρανό διαβαίνει.

Επομένως η αρχή της κοσμογονίας επιβάλλει να εννοήσουμε αυτό, ότι ο Θεός έβαλε τις αφορμές και τις αιτίες και τις δυνάμεις όλων των όντων μαζί και με την πρώτη ορμή του θελήματος συγκροτήθηκε η ουσία κάθε όντoς, ο ουρανός, ο αέρας, τα αστέρια, η φωτιά, η θάλασσα, η γη, τα ζώα, τα φυτά. Όλα αυτά τα παρατηρούσε “ο θείος οφθαλμός” και όπως λέει η προφητεία “γνώριζε τα πάντα πριν από τη γέννησή τους”.

Με τη δύναμη και τη σοφία όμως που έγιναν μαζί ακολούθησε και μια αναγκαία τάξη, ώστε η φωτιά να προλάβει και να εμφανιστεί πριν από όσα άλλα υπάρχουν στο σύμπαν, και έτσι μετά από εκείνο έρχεται το επόμενο αναγκαίο, και μετά απ’ αυτό το τρίτο, και μετά το τέταρτο και το πέμπτο και τα υπόλοιπα, εμφανιζόμενα όχι κατά τύχη, με κάποια άτακτη και τυχαία σειρά, αλλά όπως η αναγκαία φύση της τάξης απαιτεί την ακολουθία των κτισμάτων.

Έτσι λέει ο Μωϋσής ότι έγιναν τα διάφορα κτίσματα λέγοντας και μερικά λόγια του Θεού που μας οδηγούν στο καθένα απ’ τα κτίσματα με θεολογικά καλό τρόπο, κάνοντας και αυτό. Γιατί κάθε τι που γίνεται σύμφωνα με τη λογική και τη σοφία οπωσδήποτε είναι φωνή του Θεού.



Γιατί ποια είναι η ουσία του Θεού, δεν το ξέρουμε, λαμβάνοντας όμως υπόψη την σοφία και τη δύναμη, πιστεύουμε ότι έχουμε βάλει στο μυαλό μας το Θεό. Γι’ αυτό, όταν δημιουργήθηκε το σύμπαν, πριν εμφανιστεί το κάθε μέρος του χωριστά, υπήρχε σκοτάδι στο σύμπαν. Γιατί η αυγή δεν είχε φανεί ακόμη, όπως και οι πολύτιμοι λίθοι μένουν άφαντοι στο σκοτάδι, αν και μέσα τους έχουν τη φωτιστική δύναμη, γεννώντας τη φωτιά με την ανάμειξή τους, όταν όμως παρουσιαστεί απ’ αυτούς κάποιος σπινθήρας, μαζί με τη λάμψη του φαίνονται και αυτοί.

Έτσι όλα ήταν αόρατα και άφαντα, πριν φανερωθεί η φωτιστική ουσία. Μόλις ολόκληρο το σύμπαν εμφανίστηκε εξαιτίας του θείου θελήματος και όλα τα στοιχεία ήταν ανακατεμένα, η φωτιά που ήταν σκορπισμένη παντού σκιάστηκε, αφού συμπιέστηκε από το πλεόνασμα της ύλης.

Επειδή όμως η δύναμή της είναι γρήγορη και ευκίνητη, μόλις δόθηκε από τον Θεό το σύνθημα για τη γέννηση του κόσμου, τότε αμέσως όλα φωτίστηκαν από το φως. Και αυτό που έγινε λόγω της σοφίας και της δύναμης του δημιουργού, μνημονεύθηκε από τον Μωϋσή ως προστακτικός λόγος του Θεού, το “είπε ο Θεός, ας γίνει φως, και έγινε φως”.



Γιατί σχετικά με τον Θεό κάθε έργο είναι λόγος. Κάθε τι που γίνεται, γίνεται με λόγο. Και δεν υπάρχει τίποτα χωρίς λόγο, τίποτα τυχαίο και αυτόματο που να εννοείται ότι δημιουργήθηκε απ’ τον Θεό. Αλλά πρέπει να πιστεύουμε ότι σε κάθε κτίσμα υπάρχει μέσα κάποιος σοφός και τεχνικός λόγος, έστω και αν είναι ανώτερος απ’ την διάνοια μας.



Τι είπε λοιπόν ο Θεός; Επειδή η φωνή αυτού του είδους είναι παραστατική λόγου, νομίζω ότι πρέπει να εννοήσουμε το ρητό θεολογικά, το οποίο αναφέρεται στο λόγο που βρίσκουμε “μέσα” στην κτίση. Γιατί έτσι μας εξήγησε αυτές τις φωνές και ο Δαυίδ λέγοντας, “όλα τα έκανες με σοφία”. Τα προστακτικά λόγια για τη δημιουργία των όντων, ο Δαυίδ τα ονόμασε “εν υπάρχουσα σοφία”. Γ’ αυτό και λέει ότι οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού, με την έννοια ότι στους επιστήμονες αντί για λόγο, η παρουσιαζόμενη σ’ αυτούς θεωρία γίνεται μέσω της αρμονικής περιφοράς.

Πραγματικά, λέγοντας ότι “οι ουρανοί διηγούνται” και “το στερέωμα αναγγέλλει”, διδάσκει αυτούς που ακούν αυτά τα λόγια και ίσως δέχονται και κάποια φωνή και έναρθρο λόγο από την διήγηση των ουρανών, με όσα λέει ότι “δεν υπάρχουν λαλιές ούτε λόγοι που δεν ακούγονται οι φωνές τους”, για να δείξει ότι η σοφία που υπάρχει στον κόσμο είναι λόγος, έστω και αν δεν είναι έναρθρος.

Και πάλι, όταν ο Μωυσής είπε ότι άκουσε τις διδακτικές φωνές του Θεού, στα θαύματα στην Αίγυπτο, ο ψαλμωδός εξήγησε: “έβαλε μέσα τους, τους λόγους των σημείων και των θαυμάτων του στη γη του Χαμ”. Με αυτή τη φράση ο ψαλμωδός υπαινίχθηκε σαφώς ότι η δύναμη κάθε κτίσματος ενεργείται με κάποιο λόγο, αλλά λόγος ονομάζεται η δύναμη για την τέλεση των θαυμαστών έργων.

Επομένως και εδώ πρότρεξε και ξεχώρισε η φωτιστική δύναμη από τα όντα με την ταχύτητα και την ευκινησία της φύσης, χωρίζοντας τον εαυτό της από τα διαφορετικά, και έτσι καταφωτίστηκαν όλα όσα δημιουργήθηκαν με την δύναμή του. Με ποιον όμως λόγο κάνει αυτά τα πράγματα η ουσία της φωτιάς, μόνο ο Θεός μπορεί να το πει ο οποίος εναποθέτει στην φύση τον φωτιστικό λόγο. Και αυτό το μαρτυρεί ο Μωυσής με όσα λέει “και είπε ο Θεός, ας γίνει φως”, διδάσκοντας αυτό, δηλαδή ότι θείος λόγος είναι το έργο του φωτός που ξεπερνάει κάθε ανθρώπινη διάνοια.



Πραγματικά εμείς βλέπουμε μόνο αυτό που γίνεται και δεχόμαστε το θαύμα με την αίσθηση. Που όμως βρίσκεται η φωτιά και γεννιέται αυτόματα, αν γεννιέται μέσα από την τριβή πετρών, από ποιους ή από ποια άλλη ύλη που τρίβεται με τον εαυτό της και ποια είναι η δύναμη η οποία κατατρώγει ότι αρπαχθεί απ’ αυτό, ενώ λαμπρύνει με φως τον αέρα, αυτό δεν μπορούμε ούτε να το δούμε ούτε να το καταλάβουμε κάπως. Ισχυριζόμαστε μόνο ότι αυτό το θαύμα γίνεται μόνο απ’ τον Θεό, που με την δύναμή του έκανε απ’ τη φωτιά να γίνει το φως, όπως μαρτυρεί και ο Μωυσής “και είπε ο Θεός, ας γεννηθεί το φως, και έγινε φως, και είδε ο Θεός ότι το φως είναι καλό”.

Γιατί μόνο ο Θεός μπορούσε να κάνει κάτι τόσο καλό. Ενώ η φτώχεια της δικής μας φύσης, βλέπει μεν αυτό που γίνεται, το λόγο όμως για τον οποίο γίνεται, ούτε να τον δει ούτε να τον επαινέσει μπορεί, αφού ο έπαινος είναι για όσα γνωρίζουμε και όχι για όσα αγνοούμε.

“Είδε λοιπόν”, λέει, “ο Θεός ότι το φως είναι καλό και διαχώρισε τα όρια του φωτός από το σκοτάδι”. Ο Μωυσής αποδίδει πάλι αυτό σε θεία ενέργεια, διδάσκοντας με τα λεγόμενα ότι όλα έχουν προκαταννοηθεί από τη σοφία του Θεού, όσα πρόκειται να γίνουν με κάποια τάξη και συνέπεια. Όταν δηλαδή η φωτιστική ουσία που είναι σκορπισμένη στο σύμπαν, αθροίστηκε όλη γύρω από τον εαυτό της, όλα τα υπόλοιπα υλικά στοιχεία που κάλυψε σκιάστηκαν.



Αυτό λοιπόν που γίνεται με κάποια λογική αιτία, για να μην το αποδώσει κανείς σε σύμπτωση, ο Μωυσής το ονομάζει έργο του Θεού. Αλλά βέβαια είναι φανερό σε όλους από τα φαινόμενα, ότι η φύση της φωτιάς είναι οξεία και δε σταματά ποτέ να κινείται.

Εκείνο όμως που ο λόγος επιβάλλει να εννοήσουμε “κατ’ ακολουθία” έχει καταγραφθεί ιστορικά από τον Μωϋσή σαν είδος διηγήματος “και έγινε βράδυ και έγινε πρωί”. Πράγματι ποιος δεν γνωρίζει ότι, εφόσον η κτίση υπάρχει σε δυο κατηγορίες τη νοητή και την αισθητή, όλη η φροντίδα του νομοθέτη είναι τώρα, όχι να εξηγήσει τα νοητά, αλλά να μας υποδείξει μέσω των εννοούμενων όλα τα αισθητά;





Πίστη και Επιστήμη: Έννοιες αντίθετες ή αλληλοσυμπληρούμενες;


Μιχαήλ Γ. Χούλης

( Θεολόγος καθηγητής, ειδικός συνεργάτης Ι. Μ. Σύρου )


Τα τελευταία χρόνια επανέρχεται, ως μη όφειλε, στο προσκήνιο των ερευνών, δοκιμίων και αρθρογραφιών διαφόρων θετικών επιστημόνων, η παλαιά παρεξηγημένη «έχθρα» μεταξύ επιστήμης και πίστης ή λογικής και θρησκείας. Το φαινόμενο ανατροφοδοτείται από εκπροσώπους των θετικών επιστημών κυρίως, με αρκετά νέα και με έντονο μένος κατά του Χριστιανισμού βιβλία, αλλά και από κύκλους συντηρητικών προτεσταντών στην Αμερική, που βάλλουν κατά των συγχρόνων πορισμάτων της βιολογίας, αστρονομίας, φυσικής κ.λπ., ερμηνεύοντας κατά γράμμα τα πρώτα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου της Αγίας Γραφής, της Γένεσης, και πολεμώντας ορισμένους κλάδους της Επιστήμης με επιστημονικά και με θρησκευτικά κριτήρια.



Ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής ότι Θεολογία και Επιστήμη δεν αντιμάχονται εκ φύσεως η μια την άλλη, αφού η Επιστήμη ασχολείται με την δομή και λειτουργία της φύσεως, ενώ η Θεολογία εντρυφά στην αποκαλυφθείσα αλήθεια του Θεού και στο αγιοπνευματικό νόημα της ζωής. Η Επιστήμη μπορεί να μας απαντήσει στο ερώτημα πώς είναι κατασκευασμένος ο κόσμος και το σύμπαν, αλλά δεν μπορεί φυσικά να μας απαντήσει στο ερώτημα ποιος δημιούργησε το σύμπαν και γιατί. Αυτά τα τελευταία ερωτήματα είναι δουλειά της Θεολογίας και κατ’ επέκτασιν της Εκκλησίας. Ο μεγάλος σύγχρονος επιστήμονας Στίβεν Χόκινγκ έχει γράψει ότι “ακόμη κι αν η επιστήμη καταφέρει να εξηγήσει τι έχει συμβεί από τη γέννηση του σύμπαντος μέχρι σήμερα, δεν θα μπορέσει να απαντήσει στο γιατί” (περιοδ. FOCUS, τεύχος 2, Απρίλιος 2000, σελ. 80-84).


Η Επιστήμη δεν έχει το δικαίωμα να μεθοδολογεί κάνοντας μεταφυσική, δεχόμενη ή αρνούμενη τον Θεό, αν και ο κάθε επιστήμονας μπορεί να είναι προσωπικά πιστός ή άπιστος. Από την άλλη μεριά, χρέος της Θεολογίας είναι να μας βοηθήσει μέσα από την πνευματική πείρα της Εκκλησίας στο να οδηγηθούμε στους (πνευματικούς) ουρανούς. Η Θεολογία, ακόμη, δεν έχει δικαίωμα να ασχολείται επιστημονικά ούτε με το πώς έγιναν οι «κοσμικοί» ουρανοί, ούτε με το πώς εμφανίσθηκε ο άνθρωπος πάνω στη γη, διότι αυτό είναι μέλημα της Επιστήμης και όχι δικό της.


Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γένεσης έχουν σκοπό να αποκαλύψουν ότι ολόκληρο το σύμπαν έχει Θεό Δημιουργό, ότι δεν προήλθε τυχαία ως δια μαγείας, και πως τα ουράνια σώματα και ολόκληρη η πλάση δεν είναι θεοί, όπως πίστευαν οι γύρω από τους Ισραηλίτες ειδωλολατρικοί λαοί. Δεν είναι ο σκοπός επομένως των θεοπνεύστων συγγραφέων να κάνουν επιστήμη, αλλά υψηλή θεολογία, χρησιμοποιώντας προς τούτο θρησκευτικές και επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους. Θεόπνευστο επομένως δεν μπορεί να είναι το επικουρικώς περιγραφόμενο επιστημονικό κοσμοείδωλο της εποχής των θεοπνεύστων οπωσδήποτε συγγραφέων, αλλά το θεολογικό μήνυμα της Βίβλου. Εκεί και μόνο βρίσκεται το αλάθητο της Αγίας Γραφής. Όχι απαραίτητα στις επιστημονικές γνώσεις που χρησιμοποιεί.


Βλέπουμε λοιπόν ότι δεν δικαιολογείται κανένας εκπρόσωπος εκ των δύο παρατάξεων να αναβιώνει καταστάσεις και περιβάλλοντα, που φάνηκαν να είχαν περιοριστεί εδώ και 100 χρόνια. Ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε ότι η Επιστήμη προδίδει τον εαυτόν της, αν και εφόσον προσπαθεί να ανακαλύψει με φυσικό τρόπο τον άκτιστο Θεό, διότι ξεφεύγει έτσι από τα όρια έρευνάς της. Αλλά και η Θεολογία δεν είναι σίγουρα υποχρεωμένη να δέχεται αδιαμαρτύρητα κάθε επιστημονική θεωρία που έρχεται σε αντίθεση με την χριστιανική κοσμοθεωρία για τον Θεό και τον κόσμο.



Στα πλαίσια αυτά ο Αθεϊσμός δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί την Επιστήμη ως εμπροσθοφυλακή κατά του Χριστιανισμού και των θρησκειών, διότι η Επιστήμη ερευνώντας το επιστητό δεν διαθέτει όργανο, αντικείμενο και μέθοδο τα οποία αναλογικά να μπορούν να πλησιάσουν έστω την έννοια του Θεού, αφού η ουσία του Θεού είναι επέκεινα παντός επιστητού και εντελώς ακατάληπτος.


Οι άθεοι επιστήμονες επομένως δεν είναι άθεοι εξαιτίας των πορισμάτων της επιστήμης τους, αλλά ένεκα συγκεκριμένης υλιστικής ιδεολογίας. Πίστη και Λογική, Θρησκεία και Επιστήμη, δεν συγκρούονται για τους καλοθελητές. Λανθασμένες τοποθετήσεις εκπροσώπων τους μόνο συγκρούονται. Απόδειξη είναι το γεγονός ότι επιφανείς χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, αλλά και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, υπήρξαν για την εποχή τους πολύ μορφωμένοι και ορισμένοι, όπως ο Μέγας Βασίλειος, πανεπιστήμονες.


Ο Βέλγος αστρονόμος Ζωρζ Λεμαίτρ, ο «πατέρας» της θεωρίας της ‘Μεγάλης Εκρήξεως’ της Αρχής του σύμπαντος δεν ήταν εξάλλου ιερέας; Πολλοί από τους Δασκάλους του Γένους επί Τουρκοκρατίας, όπως οι: Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Βενιαμίν ο Λέσβιος κ.α., δεν ήσαν οι πρώτοι διδάσκαλοι των θετικών επιστημών στην πατρίδα μας και ταυτόχρονα ιερείς;


Από την άλλη, πολύ μεγάλοι επιστήμονες ήσαν και είναι θρησκευόμενοι. Κέπλερ, Πασκάλ, Νεύτων, Λάϊμπνιτς, Βόλτα, Αμπέρ, Γκάους, Καρρέλ, Φαραντέϊ, Μάξγουελ, Λινναίος, Κυβιέ, Παστέρ, Λίστερ, Γιούνγκ και τόσοι άλλοι, υπήρξαν εξαίρετοι επιστήμονες και άνθρωποι ταυτόχρονα με βαθειά θρησκευτική πίστη (βλ. και Ανδρέα Κεφαλληνιάδη, ΜΙΑ ΤΑΞΗ ΓΕΜΑΤΗ ΑΠΟΡΙΕΣ, εκδ. Φωτοδότες, σελ. 66 & 119). Η επιστήμη τους δεν αναίρεσε ή αναιρεί την πίστη τους. Μάλλον την συμπλήρωνε και την συμπληρώνει. Διότι με την Επιστήμη διερευνούν οι επιστήμονες διαχρονικά τον φυσικό και εμπειρικό κόσμο, ενώ με την πίστη τους και την προσευχή επικοινωνούν με το "Όντως Ον", τον προσωπικό Τριαδικό Θεό, και αντλούν δύναμη και θάρρος στη ζωή και την εργασία τους.


Όταν στα πλαίσια της μελέτης και της έρευνάς του ο επιστήμονας ανακαλύψει αίφνης το μεγαλείο της φύσης ως ποιήματος της Θείας Πρόνοιας, δεν είναι υποχρεωμένος συνειδησιακά να αναφωνήσει το: “Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε. Τα πάντα εν σοφία εποίησας”; (Ψλμ. ργ' 24). Σε ακολουθία αυτού, ο Άγγλος φυσικός Πολ Ντέϊβις γράφει: “Το γεγονός ότι οι φυσικοί νόμοι του σύμπαντος επέτρεψαν την ανάπτυξη πολύπλοκων βιολογικών δομών οι οποίοι οδήγησαν στην εμφάνιση της συνείδησης αποτελεί για μένα την προφανή απόδειξη ότι υπάρχει στη φύση κάτι που μας ξεπερνά. Είμαι πεπεισμένος ότι πίσω από το θαύμα του σύμπαντος υπάρχει ένα σχέδιο θεϊκής πνοής” (FOCUS, όπου ανωτέρω). Ο πολύ σημαντικός επιστήμονας, μελετητής του ανθρωπίνου γονιδιώματος, Φράνσις Κόλινς, στο βιβλίο του “Η Γλώσσα του Θεού” γράφει: “Ο Θεός της Βίβλου είναι ο ίδιος ο Θεός του ανθρωπίνου γονιδιώματος. Μπορείς να τον λατρεύεις και στην Εκκλησία και στο εργαστήριο” (www.nationalgeographic.gr, ΑΠΟΨΕΙΣ, Συνέντευξη στον Τζον Χόργκαν).


Ακόμη, ο Άγγλος αστρονόμος καθηγητής Smart κάνει τις ακόλουθες σκέψεις: “Όταν σπουδάζουμε το Σύμπαν, εκτιμούμε το μέγεθος και τη ρυθμικότητά του και οδηγούμαστε στο να αναγνωρίσουμε Δημιουργική Δύναμι και Κοσμικό Σκοπό, ο οποίος υπερβαίνει όλα τα όρια της ανθρώπινης καταλήψεως” (Δ. Κωτσάκη, ΤΟ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΌ ΣΥΜΠΑΝ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ Ή ΤΥΧΗ;, εκδ. Ζωή, 1983, σελ. 108). Αλλά και ο μεγάλος μαθηματικός Αϊνστάιν γράφει: “Κάθε ερευνητής της φύσης καταλαμβάνεται από ένα είδος θρησκευτικού δέους μπροστά στην τάξη που επικρατεί στη φύση και η οποία δεν μπορεί να είναι τυχαία. Το σύμπαν αποκαλύπτει στον άνθρωπο μια απεριόριστα ανώτερη διάνοια” (Ferdinand Krenzer, ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ, εκδ. Πορεία Πνευματική, σελ. 32-33)

Του απειροτέλειου Θεού δεν είναι δυνατόν με επιστημονικό τρόπο να αποδειχθεί η ύπαρξη και πολύ περισσότερο να γίνει γνωστή η ουσία του. Γιατί τότε ο άνθρωπος θα ήταν τέλειος και ο Θεός ατελής. Ο Θεός δεν είναι πτώμα στο χειρουργείο για ιατροδικαστική εξέταση, αλλά πρόσωπο, το όντως πρόσωπο, με το οποίο ερχόμαστε σε κοινωνία και επαφή. Η αδυναμία να αποδειχθεί λογικά η ύπαρξη του Θεού δεν σημαίνει ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Σημαίνει μόνο ότι η διάνοιά μας δεν μπορεί να συλλάβει τον άπειρο Θεό. Η εγκεφαλική λογική λειτουργεί με τους ίδιους νόμους και την ίδια δομή με την οποία λειτουργεί η φύση. Ο Θεός, που ως προς την φύση και την ουσία Του είναι το «όλως Άλλον» αναφορικά με τους κοσμικούς μας νόμους, δεν μπορεί να κατανοηθεί με μόνη την ιδεολογική και επιστημονική μας ικανότητα.


Ένας επιστήμονας, ένθεος ή αγνωστικιστής, αλλά και κάθε πιστός χριστιανός, μπορούν να ανιχνεύσουν μόνο τα ίχνη της παρουσίας Του στον κόσμο, την Πρόνοια και τις ενέργειές Του στην πλάση, την περι-ουσία Του, όχι όμως και την ουσία Του, δηλαδή το απύθμενο βάθος Του. Ο Θεός δεν είναι μονάδα, ατομικότητα, σε κάποιο θρόνο του ουρανού. Είναι η πηγή της ζωής, το ίδιο το Είναι. Και αποκαλύπτεται (δεν ανακαλύπτεται), μέσω των ακτίστων ενεργειών Του, στον ταπεινό και υγιή ψυχικά άνθρωπο (κεκαθαρμένο) δια της προσευχής και της λατρείας, ενώ ο γεμάτος οίηση νους απαιτεί ο Θεός να προσαρμοστεί στις ανάγκες του, χωρίς ο ίδιος ο άνθρωπος να ταπεινωθεί.


Αυτός είναι ο αυτονομημένος και σκοτισμένος νους, ο οποίος δεν βλέπει τα πράγματα του Θεού διότι βρίσκεται σε πτώση. Η σωτηρία αντίστροφα επιτυγχάνεται με την κάθαρση δια της ασκήσεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, μέσω του οποίου και εν τω προσώπω του οποίου ο Θεός αποκαλύφθηκε και αποκαλύπτεται στον κόσμο. Αυτή είναι η εμπειρία των προφητών, των αγίων, των Πατέρων της Εκκλησίας. Και οι χριστιανοί γνωρίζουμε εκ καρδίας ότι αυτή είναι η αλήθεια και η οδός, που προσανατολίζει προς τον προσωπικό Τριαδικό Θεό.


Σήμερα ο άνθρωπος κατόρθωσε να θέσει στην υπηρεσία του τη φύση με την Επιστήμη και την Τεχνολογία και νομίζει ότι αυτό έκανε περιττή την παρουσία του Θεού. Το να χειρίζεται όμως κανείς το ηλεκτρικό ρεύμα δεν σημαίνει πως το κατασκεύασε και ο ίδιος. Για να λύσει κανείς ένα μαθηματικό πρόβλημα, πρέπει να ακολουθήσει σωστά την μαθηματική μέθοδο επίλυσης ασκήσεων. Για να πετύχει ένα πείραμα στην Χημεία πρέπει να ανακατέψουμε στις σωστές αναλογίες συγκεκριμένα υλικά. Για να δουλέψει ένα μηχάνημα απαιτείται να τηρηθούν οι οδηγίες του κατασκευαστή. Για να μάθει κανείς χορό είναι απαραίτητο να ακολουθήσει τα βήματα του δασκάλου. Για να μάθουμε ένα όργανο μουσικής πρέπει να κατανοήσουμε τις νότες και να αποκτήσουμε δεξιότητα στα χέρια. Έτσι και για να φτάσει κανείς στην πίστη αλλά και την θέα του Θεού (που είναι το μόνο τέλειο θείο θαύμα) είναι αναγκαίο να ακολουθήσει βήμα προς βήμα τις οδηγίες της Εκκλησίας (τις εντολές δηλαδή του Χριστού), που είναι η μόνη αρμόδια για να μας δείξει το δρόμο: δηλαδή ταπείνωση, έμπρακτη αγάπη, μυστηριακή ζωή, άσκηση, στροφή της θέλησης προς τον Θεό. Δεν ωφελεί καθόλου να ρωτάμε εγκεφαλικά αν υπάρχει Θεός, εάν πρώτα δεν έχουμε εισέλθει στον δρόμο αυτό, που οδηγεί κατευθείαν προς την φανέρωσή Του.


Η Επιστήμη παρέχει κυρίως γνώσεις και τεχνολογική εφαρμογή αυτών των γνώσεων για την υγεία και καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων, ενώ η Θεολογία και ιδιαίτερα η Εκκλησία παρέχει την ψυχοσωματική θεραπεία και σωτηρία, τον αγιασμό και την θέωση, δια της ασκήσεως, της μυστηριακής ζωής και της αγάπης. Το έργο λοιπόν της Εκκλησίας είναι πολύ ευρύτερο από εκείνο της επιστήμης. Και ο γνήσιος επιστήμονας ή ο διανοούμενος δεν απορρίπτει το θαύμα, αν το συναντήσει, στη ζωή του, διότι η Διανόηση και η Επιστήμη δεν κλείνουν ποτέ δρόμους και τρόπους έρευνας, ούτε τελματώνονται και αποκρυσταλλώνονται σε τελεσίδικες συνταγές και λύσεις.


Ο οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να δηλώνει αγνωστικιστής, αλλά προδίδει την αναζήτησή του και τον ίδιο τον εαυτόν του αν δηλώσει άθεος. Η αλήθεια βρίσκεται στο μέλλον της Επιστήμης, αλλά και ο Χριστός έρχεται πάντοτε από το μέλλον, σε κάποια στροφή του υπαρξιακού δρόμου μας, ποτέ από το παρελθόν.

Τα δύο κορυφαία αυτά μεγέθη στη ζωή των ανθρώπων, Πίστη και Επιστήμη, διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι δεν συγκρούονται, μάλλον δε συνεργάζονται αρμονικά για το καλό της ανθρωπότητας. Οπωσδήποτε δηλαδή αλληλοσυμπληρώνονται, και μάλιστα στις ημέρες μας, που τα προβλήματα τα οποία ανακύπτουν είναι πολύπλευρα και χρήζουν πολύπλευρης αντιμετώπισης. Η ανθρωπότητα βρίσκεται πλέον, αν θέλει να επιζήσει, στη φάση της σύνθεσης και συνδιαλλαγής και όχι στη φάση της στείρας αντιπαράθεσης και διαίρεσης.


Μας ενδιαφέρει το μέλλον του πλανήτη μας και του σύμπαντος και όχι οι ψευδοσυμφεροντολογικές επιδιώξεις διαφόρων μεμονωμένων εκπροσώπων τους. Όπου πάντως η Θρησκεία βάλλεται από την πλευρά της Επιστήμης, εκεί κάποιοι εκπρόσωποι της Επιστήμης κάνουν ιδεολογικό και μεταφυσικό πόλεμο και όχι επιστημονικό. Η Επιστήμη είναι ουδέτερη στην έρευνά της, δεν έχει ούτε υλιστικές, ούτε θεϊστικές προϋποθέσεις κατά την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας. Και εκεί που η Επιστήμη δυσκολεύεται στο έργο της από θρησκευτικούς εκπροσώπους διαφόρων ομολογιών, εκεί ο ρόλος της Θρησκείας έχει παρεξηγηθεί και αντορθόδοξα ερμηνευθεί.


Βέβαια, έχει γίνει σαφές πλέον στους επιστήμονες ότι κάθε Επιστήμη δεν είναι ένα είδος μαγείας με άπειρες δυνατότητες, ούτε διατείνεται πως κατέχει, χωρίς αδυναμίες, την άκρα βεβαιότητα με τα πορίσματά της περί παντός επιστητού. Η φυσική πραγματικότητα έχει πολλές όψεις, όπως και μια οικοδομή. Και η επιστημονική θεώρηση του κόσμου και της φύσεως έχει γίνει συνείδηση πια πως καταδεικνύει μία μόνο από τις πολλές λειτουργίες του κόσμου. Άλλωστε, η πηγή κάθε γνώσης αδιαμφισβήτητα είναι η πίστη στις δυνατότητες αυτής της γνώσης, ενώ ακόμη και τα βασικά επιστημονικά πιστεύω μας είναι αναπόδεικτα. Οποιαδήποτε ακόμη θεώρηση του κόσμου είναι κατά βάθος εσωτερική και θρησκευτική. Ξεκινάς από εκεί που πιστεύεις ενδόμυχα και προχωράς με πίστη στο αποτέλεσμα.


Ο φιλόσοφος Ε. Block αναφέρει: “Υπάρχουν γνώσεις που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε παρά μόνο εφόσον το θέλουμε” (Ferdinand Krenzer, όπου ανωτέρω, σελ. 31). Μην ξεχνάμε ότι όλοι οι επιστήμονες, κατά την εργασία τους, επιστημονικές θέσεις και έρευνες άλλων εμπιστεύονται καθημερινά, όσων συναδέλφων τους έχουν προηγηθεί, χωρίς να προσπαθούν να αποδείξουν από την αρχή τα πάντα (βλ. Χωρεπισκόπου Αρσινόης Γεωργίου: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ, Ομιλία στο Σύλλογο “Οι φίλοι του Αγίου Μενίγνου του Κναφέως”, προστάτου των Χημικών, Αθήνα 23.11.2003).


Ως εκ τούτου, διαφαίνεται στις ημέρες μας μια συνεργασία σε όλα τα επίπεδα μεταξύ Επιστήμης και Θρησκείας, και ειδικότερα για μας, μεταξύ Επιστήμης και Χριστιανισμού. Η Επιστήμη χωρίς την Θρησκεία ακουμπά στο ένα της πόδι. Αυτό γιατί “πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία και ου σοφία φαίνεται”, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Η ταπείνωση της Επιστήμης μάλιστα, θα τη σώσει από την αυτάρκεια και απομόνωσή της, όταν αντιλαμβάνεται πλέον πως γνωρίζει τα όρια και τις δυνατότητές της και πως δεν έχει την λύση πάντα έτοιμη σε όλα τα προβλήματα και ερωτήματα της ζωής. Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να ζήσει μόνο με τις επιστημονικές γνώσεις. Απαιτούνται επιπλέον ηθική, νόημα, ποιότητα ζωής, αίσθηση του ωραίου, του αγίου, του υψηλού και του δικαίου.


Όταν ο Τρίτος Κόσμος και εκατομμύρια συνάνθρωποί μας βρίσκονται κάτω από τα όρια επιβίωσης, δεν ενδιαφέρονται για τα χρωματοσώματα, το DNA, ή για τον αριθμό των πρωτονίων και νετρονίων που αποτελείται ο πυρήνας των κυττάρων τους. ΄Οταν πεθαίνει κανείς από πείνα δεν μπορεί να χορτάσει με quark και υποατομικά σωματίδια. Χριστιανισμός, Επιστήμη και Τεχνολογία είναι γι' αυτό οι υπηρέτες και διάκονοι προς όφελος του κόσμου, ενόψει μάλιστα της ραγδαίας ανάπτυξης των Βιοεπιστημών και της Βιοτεχνολογίας και μπροστά στα κρίσιμα αδιέξοδα που προκύπτουν.


Ο Γερμανός νομπελίστας φυσικός Μαξ Πλανκ λέγει μάλιστα ότι “οι δρόμοι επιστήμης και θρησκείας προχωρούν παράλληλα και συναντιώνται στο αχανές άπειρον, δηλαδή τον Θεόν” (ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Αρχιμ. Τιμοθέου Κοντογιάννη, www.imlarisis.gr).


Επομένως, “τόσο η Επιστήμη όσο και η Τεχνολογία είναι όργανα δοσμένα από το Θεό, που αν χρησιμοποιηθούν ορθά επεκτείνουν τις δυνατότητές μας για το καλό... είναι η κατάχρηση κι όχι η λελογισμένη χρήση της Επιστήμης που επιφέρει κακά, όπως και κάθε κατάχρηση. Αν πάλι κάποιοι άλλοι από πλευράς Επιστήμης ... παρουσιάζονται ως άθεοι, θα πρέπει κι αυτοί να θυμούνται πως η αθεΐα τους δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην Επιστήμη, αλλά είναι απλώς μια υπαρξιακή τοποθέτησή τους.... Η σχέση Χριστιανισμού και Θετικών Επιστημών είναι σχέση συμπόρευσης, γιατί θετικοί είναι όλοι οι παράγοντες που τη διαμορφώνουν” (Αρσινόης Γεωργίου, όπου ανωτέρω). Το δίλημμα λοιπόν “Επιστήμη ή Πίστη” είναι ένα ψευτοδίλημμα. Επιστήμη και Πίστη είναι η διαχρονική απάντηση.






Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΚΟΣΜΙΚΗ ΓΝΩΣΗ

                           ( Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ )


    Η επιδρομή της σύγχρονης αθεϊστικής σκέψης στον Χριστιανισμό έχει υπάρξει τόσο αποτελεσματική, ώστε να κάνει πολλούς Ορθόδοξους Χριστιανούς να αμύνονται και να αισθάνονται κατωτερότητα για την δική τους Ορθόδοξη σοφία, και να γίνονται υπερβολικά πρόθυμοι να παραδεχθούν πως υπάρχει αλήθεια και σοφία μέσα στην σύγχρονη κοσμική γνώση, για την οποία η Ορθοδοξία «δεν έχει καμμία γνώμη». Με τον τρόπο αυτό, υποτιμούν την αμέτρητα πλούσια παράδοση των Αγίων Πατέρων, αυτή που μας δίνει Χριστιανική γνώση, όχι μονάχα επί στενών εκκλησιαστικών ή θεολογικών θεμάτων, αλλά επί πολύ περισσοτέρων.


Η Πατερική σοφία αποτελεί για τον Ορθόδοξο Χριστιανό μια ολοκληρωμένη φιλοσοφία ζωής, συμπεριλαμβανομένης και της στάσης απέναντι τις μοντέρνες ευκολίες, την επιστημονική γνώση, και άλλα πράγματα που δεν υπήρχαν στην σύγχρονή τους μορφή κατά την διάρκεια της ζωής των Αγίων Πατέρων του παρελθόντος.

Η Ρωμαιοκαθολική θεολογία προ πολλού παραιτήθηκε από την προσπάθειά της να αποτελεί το μέτρο σοφίας για τους σύγχρονους ανθρώπους, με αποτέλεσμα σήμερα πλέον να «εννοείται γενικά» πως οι απαντήσεις σε πολλά σύγχρονα ερωτήματα βρίσκονται στους σύγχρονους «σοφούς», ήτοι στους επιστήμονες, ή, ακόμα, και στους φιλοσόφους.


Όμως οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ξέρουν καλύτερα, και οφείλουν να είναι πάρα πολύ προσεκτικοί όταν πρόκειται να αποφασίσουν πόσο πρέπει να πιστέψουν αυτούς τους «σοφούς».


Μία περιοχή κοινής σύγχυσης είναι η ερμηνεία της Γένεσης, ειδικά εν όψει της «επιστημονικής» θεωρίας της εξέλιξης.

Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πει κανείς πως πολλοί άνθρωποι - ακόμα και ανάμεσα στους Ορθοδόξους Χριστιανούς - υποθέτουν πως η επιστήμη έχει αρκετό λόγο στο να βοηθά τους Χριστιανούς να «ερμηνεύουν» το κείμενο της Γένεσης. Εμείς θα εξετάσουμε την υπόθεση αυτή, όχι αρχίζοντας με την μελέτη της ίδιας της θεωρίας της Εξέλιξης - στην οποία φυσικά δεν αναφέρθηκαν άμεσα οι Άγιοι Πατέρες αφού είναι προϊόν της «Διαφωτισμένης» σκέψης του18ου και του 19ου αιώνα και ήταν κάτι το ανήκουστο στους προηγούμενους αιώνες - αλλά πρωτίστως με την μελέτη της στάσεως των Αγίων Πατέρων προς την κοσμική γνώση από την μία, και με τις αρχές τους για την κατανόηση και την ερμηνεία της Γένεσης από την άλλη (καθώς και την δική τους ερμηνεία της ίδιας της Γένεσης).

     

Κανείς δεν θα τολμήσει να πει πως οι Άγιοι Πατέρες - και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί εν γένει - είναι «εναντίον της επιστήμης», δηλαδή, πως εναντιώνονται στην επιστημονική γνώση, εφ' όσον αυτή είναι όντως η γνώση της φύσης. Δεδομένου ότι ο Θεός είναι ο Συγγραφέας και της αποκάλυψης και της φύσης, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει η οποιαδήποτε διαφωνία ανάμεσα στην θεολογία και την επιστήμη, φτάνει το καθένα τους να είναι πιστό και να περιορίζεται στην σφαίρα που του ανήκει εκ φύσεως. Επί πλέον, όσοι Άγιοι Πατέρες έγραψαν σχόλια επί του βιβλίου της Γένεσης δεν δίστασαν να κάνουν χρήση της επιστημονικής γνώσης για την φύση όπως ήταν γνωστή την εποχή εκείνη, στον βαθμό βέβαια που αυτή σχετιζόταν με το θέμα.

Έτσι, ο πατήρ Μιχαήλ Πομαζάνσκυ (1888-1989), σε ένα οξυδερκές άρθρο του, όπου συγκρίνει την «Εξαήμερο» του Μεγάλου Βασιλείου με τις «Ομιλίες επί των ημερών της Δημιουργίας» του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης, παρατηρεί: «Η ‘Εξαήμερος' του Μεγάλου Βασιλείου είναι, ως ένα βαθμό, μία εγκυκλοπαίδεια γνώσης των φυσικών επιστημών της εποχής του, ως προς τα θετικά τους επιτεύγματα».


Ο σκοπός του ήταν να αποδείξει το μεγαλείο του Θεού όπως αυτό φανερώνεται στα ορατά είδη των δημιουργημάτων. Η γνώση των φυσικών επιστημών είναι μια γνώση που σίγουρα επιδέχεται συνεχώς την αναθεώρηση εξ αιτίας των νέων ευρημάτων που οφείλονται στην παρατήρηση και τον πειραματισμό, και ως εκ τούτου, μπορεί κανείς να βρει λάθη ακόμα και στα γραπτά του Αγίου Βασιλείου και των άλλων Πατέρων - όπως υπάρχουν λάθη σε όλα τα έργα εκείνων που γράφουν σχετικά με επιστημονικά δεδομένα. Όμως τα λάθη αυτά καθόλου δεν μειώνουν την συνολική αξία των έργων όπως είναι η «Εξαήμερος», όπου τα επιστημονικά δεδομένα ποτέ δεν χρησιμοποιούνται για κάτι περισσότερο από το να απεικονίζουν τις αρχές οι οποίες προέρχονται, όχι από γνώση της φύσης, αλλά από αποκάλυψη. Σε ό,τι αφορά την γνώση των δεδομένων της φύσης, τα σύγχρονα έργα της επιστήμης είναι βεβαίως πολύ ανώτερα από το «επιστημονικό» μέρος της «Εξαημέρου» και των παρεμφερών έργων Αγίων Πατέρων, καθώς βασίζονται σε πολύ πιο ακριβείς παρατηρήσεις της φύσης. Αυτή είναι η μία και μόνη άποψη όπου η επιστήμη μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ανώτερη, ή ότι «βελτιώνει» τα γραφόμενα από τους Πατέρες. Όμως αυτό είναι ένα σημείο το οποίο – στους Αγίους Πατέρες – συμπίπτει αρκετά με άλλες, θεολογικές και ηθικές διδαχές.


Ας διακρίνουμε όμως πολύ προσεκτικά ανάμεσα στα πραγματικά επιστημονικά δεδομένα και κάτι εντελώς διαφορετικό που είναι το σήμερα, όπου τα διάφορα είδη γνώσης συχνά δεν διακρίνονται προσεκτικά και συχνά τα συγχέουν με αυτό που είναι «γεγονός». Ο πατήρ Μιχαήλ Πομαζάνσκυ συνεχίζει:


«Ο Μέγας Βασίλειος αναγνωρίζει όλα τα επιστημονικά δεδομένα της φυσικής επιστήμης. Δεν αποδέχεται όμως τις φιλοσοφικές συλλήψεις ή τις ερμηνείες των δεδομένων που ήταν σύγχρονές του: την μηχανιστική θεωρία της προέλευσης του κόσμου, την διδασκαλία της αιωνιότητας και της αϊδιότητας του φυσικού κόσμου (και τα παρεμφερή). Ο Μέγας Βασίλειος γνώριζε πώς να υπέρκειται των θεωριών των συγχρόνων με αυτόν οι οποίες αφορούσαν στις βασικές αρχές του κόσμου, και η «Εξαήμερός» του διακρίνεται ως ένα φωτεινό και τιμηθέν σύστημα που αποκαλύπτει το νόημα της Γένεσης, και βασιλεύει υπεράνω των προαναφερθέντων (θεωριών), όπως ένα πουλί υπερίπταται των πλασμάτων που έχουν τη δυνατότητα να κινούνται μόνο επί της γήϊνης επιφάνειας».


Οι συλλήψεις και οι θεωρίες της σημερινής επιστήμης (όπως π.χ. η θεωρία της εξέλιξης) είναι σαφώς της ίδιας τάξης με εκείνο το μέρος της «επιστήμης» που ήταν σύγχρονη του Αγίου Βασιλείου την οποία εκείνος δε αποδεχόταν, εφ' όσον ήταν σαφώς αντίθετη με την Χριστιανική αποκάλυψη. Θα δούμε σε αυτά που θα ακολουθήσουν κατά πόσο η θεωρία της εξέλιξης αποτελεί εξαίρεση στον γενικό αυτό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον οι ανεξάρτητοι φιλοσοφικοί συλλογισμοί των μη-Χριστιανών (οι οποίοι πάντοτε διαθέτουν μια εμφάνιση που περισσότερο ή λιγότερο θυμίζει «επιστημονικό δεδομένο» για να στηριχθούν) δεν έχουν καμμία θέση στην Ορθόδοξη Χριστιανική κοσμοθεωρία, η οποία είναι θεμελιωμένη στην Θεία Αποκάλυψη όπως αυτή ερμηνεύθηκε και παραδόθηκε από τους Αγίους Πατέρες.


Ακόμα ένα πράγμα πρέπει να ειπωθεί για την διάκριση ανάμεσα στην φύση και την ποιότητα της θεολογικής γνώσης και της επιστημονικής γνώσης. Η πρώτη προέρχεται από αποκάλυψη του Θεού και κρίνεται σύμφωνα με την πιστότητά της προς την αποκάλυψη εκείνη και οδηγεί την ψυχή επάνω, προς την Πηγή της, ενώ η επιστημονική γνώση προέρχεται από τα δεδομένα του φυσικού κόσμου και ο σκοπός της δεν είναι άλλος, από το να είναι πιστή στα δεδομένα.


Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει τον σχολιασμό επί της Γένεσης του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης, ή όποιον άλλο Άγιο Πατέρα, για να διαπιστώσει πώς οι Πατέρες αυτοί συνεχώς χρησιμοποιούν την γνώση που έχουν στην διάθεσή τους - είτε αυτή είναι θεολογική γνώση των δρώμενων του Θεού, ή απλώς επιστημονική γνώση των δημιουργημάτων του Θεού - για να τραβήξει το νοερό βλέμμα προς τα άνω, στον Δημιουργό, για να προσφέρει ηθική οικοδομή και τα παρεμφερή: εν πάση περιπτώσει, να μην επαναπαύεται ΠΟΤΕ με την απλή, αφηρημένη γνώση των πραγμάτων....*


Θα μας δοθεί αργότερα η ευκαιρία να θυμηθούμε τις διακρίσεις ανάμεσα στην κοσμική και την θεολογική γνώση. Προς το παρόν, ας μας αρκεί, να γνωρίζουμε πως η κοσμική γνώση δεν μπορεί να μας διδάξει τίποτε για την αποκάλυψη του Θεού που να μην εμπεριέχεται μέσα στην ίδια την αποκάλυψη. Εάν το επιδιώξει, θα προσπαθεί να μετρήσει το Θεϊκό με ανθρώπινους συλλογισμούς. Ειδικότερα, όσοι σκέπτονται να «ερμηνεύσουν» τμήματα της Γένεσης δια της εξελικτικής θεωρίας, πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να βρουν σαφείς θεολογικές αποδείξεις της θεωρίας αυτής μέσα στην αποκάλυψη του Θεού.





*  Ο πατήρ Σεραφείμ εδώ παραθέτει τον λόγο του Αγίου Γρηγορίου τον Παλαμά επί της διακρίσεως ανάμεσα στην αληθινή θεολογία και την κοσμική γνώση





































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου