Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 

Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Του . Σωφρονίου Σαχάρωφ ( από το βιβλίο του : « η Ζωή Του , ζωή μου » )


Tο ανθρώπινο πνεύμα πεινά για γνώση, για γνώση πλήρη και ακέραιη. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την επιθυμία μας για τη γνώση και φυσικά η ύψιστη αναζήτηση είναι η γνώση του Πρωτογενούς Όντος, το οποίο ή ο οποίος πράγματι υπάρχει. Όλοι οι άνθρωποι των περασμένων γενεών ασχολήθηκαν με αυτή την Πρώτη Αρχή. Οι πατέρες και οι παππούδες μας τον λάτρευσαν κατά διάφορους τρόπους γιατί δεν γνώριζαν «αυτόν καθώς έστι» (Α’ Ιω.3,2). Μερικοί (οπωσδήποτε αυτοί ήταν από τους σοφότερους) ανήγειραν θυσιαστήριο με την επιγραφή «Τω αγνώστω θεώ» (Πραξ.17,23). Ακόμα και στις μέρες μας συνέχεια αντιλαμβανόμαστε πως ο λόγος κάθε αυτός δεν μας οδηγεί πιο πέρα απ’ το κατώφλι προς τον άγνωστο. Μόνον ο Θεός είναι η αιτία, το μέσον της εισόδου μας σ’ αυτή την ψηλότερη γνώση, αν Αυτός αποκαλύψει τον εαυτό του.

Το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού οδηγεί το νού σε έρευνα των αιώνων του παρελθόντος, σε στιγμές εμφανίσεως του Θεού στον άνθρωπο με τον ένα ή τον άλλο προφήτη. Εδώ δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι για μας και για όλον το χριστιανικό κόσμο σημειώθηκε το πιο σπουδαίο γεγονός στα χρονικά, δηλαδή η φανέρωση του Θεού στο Όρος Σινά όπου ο Μωϋσής έλαβε νέα γνώση για το Θείο Ον: «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ» (Εξ.3,14)- ο Ιεχωβά. Απ’ αυτή τη στιγμή απέραντος ορίζοντας άνοιξε για το ανθρώπινο γένος κι η ιστορία έλαβε νέα τροπή. Μια πνευματική κατάσταση ενός λαού είναι αιτία ιστορικών γεγονότων και δεν είναι πολύ μεγάλης σπουδαιότητας το ορατό, αλλά το αόρατο, το πνευματικό. Αντιλήψεις και ιδέες για την ύπαρξη της ζωής γενικά αναζητούν έκφραση κι έτσι υποκινούν ιστορικά γεγονότα.

Ο Μωϋσής, ο οποίος κατείχε τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν μόρφωση της Αιγύπτου, δεν αμφέβαλε ότι η αποκάλυψη, που τόσο θαυμάσια του ήλθε, ήλθε από Αυτόν ο Οποίος είχε δημιουργήσει το σύμπαν. Στο όνομα αυτού του Θεού του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ» έπεισε τον Ισραηλιτικό λαό να τον ακολουθήσει. Αφού περιβλήθηκε με τέτοια ασυνήθιστη δύναμη εκ των Ανω, ενήργησε παρα πολλά θαύματα. Στο Μωϋσή ανήκει η αθάνατη δόξα που έφερε το ανθρώπινο γένος πιο κοντά στην αιώνια αλήθεια. Αφού πείστηκε από την αυθεντικότητα του οράματος, εξέδωκε τις εντολές του σαν εντολές του Υψίστου. Όλα πραγματοποιήθηκαν στο Ονομα και με το Ονομα του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ», ο οποίος αποκάλυψε τον εαυτό του. Δύναμη είναι αυτό το Ονομα και η δύναμη και η αγιότητα είναι ενέργεια που προέρχεται από το Θεό. Αυτό το Ονομα ήταν η πρώτη είσοδος στην «ζώσαν» αιωνιότητα, η ανατολή της ημέρας της γνώσεως του χωρίς αρχή Απολύτου σαν «ΕΓΩ ΕΙΜΙ». Στο όνομα του Ιεχωβά, ο Μωϋσής εξήγαγε τους ακόμα πρωτόγονους Ισραηλίτες, από τη δουλεία τους στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της περιπλανήσεώς τους στην έρημο όμως ανακάλυψε ότι ο λαός αυτός ήταν μακριά από του να είναι έτοιμος, παρά τα πάρα πολλά θαύματα στα οποία υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, και παρά την μοναδική –θαυμαστή αποκάλυψη του Αιωνίου. Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό καθώς πλησίαζαν στα όρια της Γής της Επαγγελίας. Η δειλή καρδιά τους και η έλλειψη της πίστης τους ανάγκασε τον Κύριο να δηλώσει ότι κανείς απ’ αυτούς τους διαποτισμένους με το πνεύμα της Αιγύπτου δε θα δεί την «καλήν γήν» (Δευτ.1,32.35.38). Θ’ άφηναν τα οστά τους στην έρημο. Ο Μωϋσής ενθάρρυνε και προετοίμασε τη νέα γενιά πιο ικανή στην αντίληψη του Θεού του αοράτου μεν αλλά αυτού που κρατά τα πάντα στο χέρι του.


Ο Μωυσής ήταν προικισμένος με εξαιρετική ευφυϊα, αλλ’ εκτιμάται περισσότερο κυρίως γιατί αντιλήφθηκε ότι η δοσμένη σ’ αυτόν αποκάλυψη παρ’ όλο το μεγαλείο της και την αξία της, δεν ολοκληρώθηκε ακόμη. Αντιλήφθηκε ότι αυτός, ο οποίος είχε αποκαλύψει τον εαυτό του ήταν «ο πρώτος και ο έσχατος» (Ησ. 44,6) και δεν μπορούσε να υπάρξει κανείς και τίποτα πριν απ’ αυτόν και μετά απ’ αυτόν. Και έτσι έψαλλε: «Ακουε Ουρανέ και λαλήσω, ακουέτω η Γή τα ρήματά μου» (Δευτ.32,1), και συγχρόνως προσευχόταν για καλύτερη γνώση του Θεού, παρακαλώντας εκ βαθέων, «Δείξον μοι σε αυτόν, (όπως είσαι), ίνα γινώσκω σε» (Εξ. 33,13,Α’ Ιωάν.3,2). Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή του και αποκάλυψε τον εαυτό του, όσο μπορούσε ο Μωϋσής, γιατί ο Μωϋσής δεν μπορούσε να κατανοήσει ολόκληρη την αποκάλυψη. «Εγώ παρελεύσομαι πρότερός σου… (και) ηνίκα δ’ ένα παρέλθη μου η δόξα… (και) σκεπάσω τη χειρί μου επί σε… και αφελώ την χείρα και τότε όψη τα οπίσω μου επί σε… και αφελώ την χείρα και τότε όψη τα οπίσω μου, το δε πρόσωπόν μου ουκ οφθήσεταί σοι» (Εξ. 33,19.22.23).

Το ότι η αποκάλυψη που δέχτηκε ο Μωϋσής δεν ήταν ολοκληρωμένη είναι φανερό και από την μαρτυρία του στο λαό «Κύριος ο Θεός εγερεί υμίν προφήτην εκ μέσου υμών… αυτού ακούετε». Επίσης: «Κύριος είπε προς με …προφήτην αναστήσω αυτοίς εκ των αδελφών αυτών ώσπερ σε και δώσω το ρήμα μου εν τω στόματι αυτού, και λαλήσει αυτοίς καθ’ ότι αν εντέλωμαι αυτώ» (Δευτ.18,15.18). Κατά την Παλαιά Διαθήκη όλο το Ισραήλ περίμενε την έλευση του προφήτη για τον οποίον «ο Μωϋσής έγραψεν» (Ιωάν.5,46). Ο προφήτης κατ’ εξοχήν «Ούτος ο Προφήτης» (Ιωάν.1,21). Ο Ισραηλιτικός λαός περίμενε τον ερχομό του Μεσσία που «όταν έλθη εκείνος αναγγελεί υμίν πάντα» (Ιωάν. 4,25. «Ελθέ και ζήσον εν ημίν, ίνα ίδωμεν σε» ήταν η συνεχής κραυγή του αρχαίου Ισραήλ. Από αυτό το όνομα «Εμμανουήλ» ερμηνευόταν «Ο Θεός μεθ’ ημών» (Ης. 7,14 Ματθ. 1,23). Έτσι για εμάς τους Χριστιανούς το κεντρικό σημείο του σύμπαντος και η ύψιστη έννοια της ιστορίας ολόκληρου του κόσμου είναι ο ερχομός του Ιησού Χριστού, ο οποίος δε θα διαψεύσει τα αρχέτυπα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά θα τα επαληθεύσει, αποκαλύπτοντας σ’ εμάς το πραγματικό τους μεγαλείο και θα δώσει νέες διαστάσεις σε όλα τα πράγματα, αιώνιες και ατέλειωτες. Η νέα Διαθήκη του Χριστού αναγγέλλει την αρχή μιάς νέας περιόδου στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Τώρα η θεία σφαίρα ακτινοβολεί στο ανεξερεύνητο μεγαλείο της αγάπης και της ταπεινότητας του Θεού και πατρός μας, ενώ ο ερχομός του Χριστού θ’ αλλάξει τα πάντα, θα φέρει τη νέα αποκάλυψη που θα επηρεάσει τη μοίρα της όλης δημιουργίας, του κόσμου ολόκληρου.




ΚΕΙΜΕΝΟ 

Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 66


Κανείς άνθρωπος μέχρι σήμερα δεν γνώρισε, ούτε πρόκειται να γνωρίσει ποια είναι η φύσις και η ουσία του Θεού. Όσοι όμως θέλουν, μπορούν να ερευνήσουν και να φιλοσοφήσουν, αν υπάρχει δυνατότητα κάποτε να το γνωρίσει. Κατά τη γνώμη μου, θα φθάσει στη γνώση του Θεού, όταν ο νους και το λογικό, αυτό το θεοειδές στοιχείο, ενωθεί μαζί Του. Γιατί τότε η εικόνα, θα ανέλθει προς το πρωτότυπο, το οποίο άλλωστε τώρα αναζητεί. Και το χωρίο που λέει ότι θα γνωρίσουμε κάποτε καλά τον Θεό, στο μέτρο που αυτός μας αποκαλύπτεται, αποτελεί την υψηλή μας φιλοσοφία.

Αυτό που τώρα γνωρίζουμε είναι μια σταγόνα που φθάνει σε εμάς σαν μια μικρή ανταύγεια από κάποιο μεγάλο φως. Ώστε ακόμα και αν κάποιος γνώρισε τον Θεό η σύμφωνα με τη μαρτυρία της Γραφής τον έχει γνωρίσει, προχώρησε μόνον μέχρι του σημείου να φανεί λαμπρότερος από τον άλλο, που δεν θα είχε παρόμοια λάμψη. Κατ` αυτό τον τρόπο, η υπεροχή θεωρήθηκε σαν τελειότητα, όχι με κριτήριο την πραγματικότητα, αλλά με βάση την δύναμη του πλησίον.


Γιατί και ο Ενώς έλπιζε ότι θα επικαλείται τον Κύριο. Το κατόρθωμά του ήταν η ελπίδα, και μάλιστα ελπίδα όχι να τον γνωρίσει αλλά να Τον επικαλείται. Αλλά και ο Ενώχ μετετέθη βέβαια, αλλά δεν είναι ακόμη φανερό αν κατανόησε την φύση του Θεού η πρόκειται να την κατανοήσει. Ο Νώε πάλι έγινε ευάρεστος στον Θεό και ο Θεός του εμπιστεύτηκε να διασώσει από τα νερά τον κόσμο όλο ή σπέρματα του κόσμου, με τη μικρή κιβωτό, η οποία διέφυγε τον κατακλυσμό.

Ο Αβραάμ, ο μεγάλος Πατριάρχης, δικαιώθηκε μεν λόγω της πίστεως και προσέφερε παράδοξη θυσία, που προεικόνιζε την μεγάλη θυσία, όμως δεν είδε τον Θεό σαν Θεό, αλλά τον φιλοξένησε σαν άνθρωπο και γι`αυτό έλαβε έπαινο, αφού σεβάστηκε αυτό που κατανόησε. Επίσης ο Ιακώβ είδε σε όραμα μια υψηλή κλίμακα και αγγέλους να ανεβαίνουν και έχρισε μυστικά μια στήλη, ίσως για να εκφράσει τον Λίθο, που για χάρη μας έλαβε χρίσμα. Έδωσε μάλιστα σε κάποια τοποθεσία το όνομα «Είδος Θεού», για να τιμήσει εκείνο που είδε. Πάλεψε με τον Θεό, όπως θα έκανε και με άνθρωπο, και αυτή η πάλη ίσως να σημαίνει την παρουσίαση της ανθρώπινης συμπεριφοράς ενώπιον της θεϊκής κρίσης, έμειναν δε στο σώμα του τα σημάδια της πάλης, τα οποία έδειχναν την ήττα της κτιστής φύσεως. Και σαν έπαθλο της ευσέβειας πήρε την αλλαγή του ονόματός του, και από Ιακώβ μετονομάστηκε Ισραήλ, αυτό το μεγάλο και πολύτιμο όνομα. Όμως ούτε αυτός, ούτε και κανείς άλλος μέχρι σήμερα από τις δώδεκα φυλές, των οποίων ήταν πατέρας, δεν καυχήθηκε ότι κατανόησε όλη την ουσία και μορφή του Θεού.


Όπως μαθαίνουμε από την ιστορία, ο Ηλίας είδε μια σκιαγραφία και όχι την φύση του Θεού, και μάλιστα αυτήν δεν την είδε ούτε στον ορμητικό αέρα, ούτε στη φωτιά, ούτε στον σεισμό, αλλά στην απαλή αύρα. Και ποιος είναι ο Ηλίας; Είναι αυτός που πύρινο άρμα τον ανεβάζει στον ουρανό, για να φανερωθεί ότι ο δίκαιος είναι υπεράνθρωπος. Δεν έχεις ακόμη θαυμάσει , τον Κριτή Μανωέ πρώτα και έπειτα τον μαθητή Πέτρο; Και ο μεν πρώτος δεν αντέχει να αντικρίσει την μορφή του Θεού και γι` αυτό λέει «Απολώλαμεν, ω γύναι, Θεόν εωράκαμεν».

Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν ούτε την θεία εμφάνιση, ούτε ακόμη πολύ περισσότερο τη θεία Ουσία. Ο δε Πέτρος, όταν ο Χριστός φανέρωσε τον εαυτό του, δεν τον θέλησε στο πλοίο και τον παρακάλεσε να απομακρυνθεί, αν και ο Πέτρος ήταν θερμότερος από τους άλλους στο να γνωρίσει καλά τον Χριστό. Άλλωστε γι` αυτό τον εμακάρισε ο Κύριος και του εμπιστεύτηκε τα πλέον σημαντικά.


Τι θα έλεγες ακόμη για τον Ησαΐα και τον Ιεζεκιήλ, που είδε με τα μάτια του τα μεγαλεία η και για τους άλλους προφήτες; Ο πρώτος από αυτούς είδε τον Κύριο των Δυνάμεων να κάθεται σε ένδοξο θρόνο και να περικυκλώνεται από τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, που τον υμνούν με σκεπασμένα τα πρόσωπα. Ο δεύτερος πάλι, περιγράφει το όχημα του Θεού από τα Χερουβίμ και το θρόνο που είναι πάνω σε αυτό, καθώς και το στερέωμα, που βρίσκεται ακόμη παραπάνω και εκείνον που εμφανίστηκε στο στερέωμα και ορισμένες φωνές, κινήσεις και πράξεις.

Δεν μπορώ να πω αν όλα αυτά ήταν μια εμφάνιση κατά την ημέρα, την οποία είναι δυνατόν να ιδούν μόνο οι άγιοι, ή μια νεότερη οπτασία, ή μια νοερά εικόνα, που παρουσίαζε τα μέλλοντα ως παρόντα ή κάποιο απόρρητο προφητικό όραμα. Το γνωρίζει όμως ο Θεός των προφητών και αυτοί που έχουν το χάρισμα. Αλλά ούτε αυτοί για τους οποίους μιλούμε, ούτε κάποιος άλλος όμοιός τους, κατανόησε την υπόσταση και την ουσία του Θεού ή περιέγραψε τη φύση του.


Αν ο Παύλος μπορούσε να εκφράσει, όσα του προσέφερε ο τρίτος Ουρανός και η ανάβαση του μέχρις εκεί, ίσως να γνωρίζαμε κάτι περισσότερο για το Θεό, αν φυσικά αυτό ήταν το μυστηριώδες σχέδιο της αρπαγής. Επειδή όμως εκείνα ήταν απόρρητα, ας τα τιμήσουμε και εμείς, ως άξια σιωπής. Αρκεί μόνον να ακούσουμε τον ίδιο τον Παύλο να λέγει ότι «εκ μέρους γιγνώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν». Αυτά και τα παρόμοια ομολογεί ο Παύλος ο μεγάλος μαχητής και δάσκαλος της αλήθειας, ο οποίος δεν υστερούσε σε γνώση και ο οποίος απειλούσε να αποδείξει ότι μέσω αυτού ομιλεί ο Χριστός.

Γι` αυτό και όλη την γνώση αυτής της ζωής δεν την θεωρείς μεγαλύτερη από τη γνώση που προσφέρεται μέσω εσόπτρων και αινιγμάτων, εφόσον αυτή περιορίζεται σε μικρά ομοιώματα αλήθειας. Ας μη φανώ σε μερικούς πολύ υπερβολικός και παράδοξος, επειδή εξετάζω τέτοια θέματα, αφού αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά τα ίδια που υπαινισσόταν ο ίδιος ο Λόγος, όταν έλεγε ότι τώρα δεν μπορούν να τα βαστάζουν οι μαθητές, αλλά κάποτε επρόκειτο να διευκρινιστούν. Και ο Ιωάννης ο πρόδρομος του Λόγου και η μεγάλη φωνή της αλήθειας, έλεγε γι` αυτά ότι, ούτε αυτός ο εδώ κόσμος, δεν θα μπορέσει να τα χωρέσει.


Δύσκολα μπορεί κανείς να εξιχνιάσει και να ερευνήσει την αλήθεια. Είναι σαν να αναλαμβάνουμε τη δημιουργία μεγάλων έργων με μικρό εργαλείο, όταν προσπαθούμε με την ανθρώπινη σοφία, να γνωρίσουμε τα όντα και ερευνούμε με τις αισθήσεις μας τα νοητά, καθώς δεν έχουμε απαλλαγεί από αυτές τις αισθήσεις, που μας πηγαίνουν εδώ και εκεί, και μας παραπλανούν και μας απατούν.

Έτσι δεν κατορθώνουμε να συναναστραφούμε γυμνά τα πράγματα, με γυμνό τον νου και να πλησιάσουμε ακόμη περισσότερο την αλήθεια και να διαμορφώσουμε τις σκέψεις μας, ανάλογα με αυτά που κατανοούμε. Και η αλήθεια για το Θεό είναι τόσο δυσκολότερη, όσο τελειότερα θέλουμε να την κατανοήσουμε και τα προβλήματά της είναι τόσο περισσότερο κοπιώδη, όσο περισσότερους τρόπους κατανοήσεως έχει.


Διότι κάθε ένσταση, ακόμη και η πιο μικρή, φράσσει το δρόμο και ανακόπτει την πορεία προς την αλήθεια και την κίνηση του λόγου προς τα εμπρός, όπως ακριβώς μεταστρέφουν τα άλογα με το απότομο τίναγμα των χαλινών, εκείνοι που τα σέρνουν με τους χαλινούς και τα οδηγούν όλα μαζί. Έτσι έγινε με τον Σολομώντα, ο οποίος ήταν ανώτερος ως προς την σοφία από όλους τους προγενέστερους και τους συγχρόνους του, αφού ο Θεός του εδώρησε ευρύχωρη διάνοια, ώστε το πλήθος των διανοημάτων του να είναι πλουσιότερο από την άμμο. Και όμως, ακόμη και αυτός, όσο περισσότερο τον πιάνει ίλιγγος και ορίζει ως κορυφή της σοφίας, το να βρει πόσο ακόμη υπολείπεται.

Το ίδιο και ο Παύλος προσπαθεί να πλησιάσει, δεν λέω βέβαια την φύση του Θεού, γιατί τούτο είναι τελείως αδύνατο, αλλά μόνο τις ενέργειες του Θεού. Και επειδή δεν βρίσκει διέξοδο, ούτε στάση στην ανάβασή του, ούτε η περιέργεια της διάνοιας τελειώνει σε κάποιο φανερό τέλος, αφού πάντοτε φαίνεται πως λείπει κάτι (-ω παράδοξο! Θα πάθω και εγώ το ίδιο-) περιγράφει κατάπληκτος αυτή την κατάσταση, ονομάζοντάς της πλούτο και βάθος Θεού. Ομολογεί δε πως είναι ακατάληπτες οι ενέργειες του Θεού και χρησιμοποιεί σχεδόν τους λόγους του Δαυίδ, ο οποίος άλλοτε ονομάζει τα κρίματα του Θεού βαθιά άβυσσο, τον πυθμένα της οποίας κανείς δεν μπορεί να μετρήσει ή να αντιληφθεί, άλλοτε δε λέει ότι «εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού» και από τη σύστασή μου. Και πράγματι είναι ασύγκριτη η υπεροχή του Θεού, απέναντι στη δύναμη και τη δραστηριότητα του εαυτού μας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου