Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


                                         








Ζήτηση Θεού:  Το Νόημα Της Ορθοδοξίας 
του Μάριου Π. Μπέγζου 




Που είναι ο Θεός; Το ερώτημα είναι τόσο παλιό όσο και ο άνθρωπος. Όχι βέβαια τόσο παλιό όσο ο Θεός, γιατί Εκείνος δεν ρωτά για τον εαυτό Του, αλλά απαντά με την ίδια του την ύπαρξη. Απαντά θα πει συναντά τον άνθρωπο που ερωτά για Εκείνον. Το περί Θεού ερώτημα είναι συνομίληκο του ανθρώπου. Όσο υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη και μέσα στη φύση, ο οποίος σκέπτεται, αισθάνεται, στοχάζεται και απορεί, τόσο και μόνο τόσο υπάρχει το ερώτημα για το Θεό. Από τις πάμπολλες και πολυποίκιλες απαντήσεις που δόθηκαν, εμείς εδώ θα μιλήσουμε για λογαριασμό μια ορισμένης παράδοσης που ονομάζεται Ορθοδοξία και συστοιχεί στον ανατολικό χριστιανισμό. Αυτή τυχαίνει να είναι η προσωπική επιλογή του συντάκτη αυτού του κειμένου και συνάμα η πατρογονική πίστη του λαού και του τόπου του στην συντριπτική πλειοψηφία τους για δύο χιλιάδες χρόνια. Το ερώτημα τίθεται με πάρα πολύ συγκεκριμένο τρόπο, γι’ αυτό και η απάντηση οφείλει να είναι εξίσου συγκεκριμένη. «Που είναι ο Θεός στη Ορθοδοξία» συνιστά το ζήτημα μας, στο οποίο θα προσπαθήσουμε να αποκριθούμε με βάση την εκκλησιαστική παράδοση του ανατολικού χριστιανισμού, έτσι όπως εκφράσθηκε από έναν κολοσσό της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. «Δεν είναι μες στη δύναμη, που βρίσκεται ο Θεός, μα μέσα στην αλήθεια», ισχυρίζεται ο συγγραφέας μας στους «Αδελφούς Καραμαζόφ» και υπογραμμίζει: «Όλα θα περάσουν, μονάχα η αλήθεια θα μείνει». Ο Θεός κατά την Ορθοδοξία δεν είναι στην ισχύ, στη γνώση και στον πλούτο. Η πίστη δεν είναι δύναμη πολιτική, στρατιωτική, οικονομική, κοινωνική, φυλετική, ούτε αποτελεί σοφία, φιλοσοφία, μεταφυσική, κοσμοθεωρία ή ιδεολογία, κι ούτε βέβαια σχετίζεται με την χλιδή, την πολυτέλεια, την ευμάρεια, το χρήμα ή την αγορά. Ο άγιος δεν είναι ο ισχυρός της ημέρας, ο σοφός του κόσμου τούτου, ο πλούσιος του καιρού μας, χωρίς φυσικά να αποκλείεται κάτι τέτοιο, παρότι βέβαια σπανίζει και ξενίζει το φαινόμενο του πλουσίου που αποποιείται τα αγαθά του, του σοφού που μωραίνει την γνώση του και του δυνατού που αρνείται την εξουσία του. Η αλήθεια είναι ο τόπος της «δεσποτείας του Κυρίου» κι όχι η δύναμη, την οποία άλλωστε απαρνείται στους πειρασμούς Του. Πόρνες και τελώνες γίνονται οι «προαγωγοί» της βασιλείας Του, σύμφωνα με τη ρητή ευαγγελική μαρτυρία, ενώ οι πλούσιοι δυσκολεύονται να εισέλθουν σ’ αυτήν, χωρίς ποτέ να αποκλείονται από Αυτόν. Ποια όμως συγκεκριμένα είναι η αλήθεια μέσα στην οποία βρίσκεται ο Θεός της Ορθοδοξίας; σε τρεις προτάσεις θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την πίστη των ορθοδόξων χριστιανών: Ο Θεός ενεργεί, άρα υπάρχει. Ο Θεός είναι Ενας, αλλά δεν είναι Μόνος. Ο Θεός είναι Αγάπη. Ας δούμε πιο λεπτομερειακά αυτόν τον πρόχειρο αλλά αντιπροσωπευτικό τρίποδα της ορθόδοξης πίστης. 1.Ο Θεός ενεγεί, άρα υπάρχει. Την παρουσία του Θεού σημειώνει καθένας μας με το που θα πατήσει το πόδι στη γη για να πάει από το σπίτι του λ.χ. στη δουλειά. Στο διάβα του θα δει κάποιο κτίσμα εντελώς αλλιώτικο από όλα τα άλλα, που θα είναι τετραγωνισμένα, ενώ αυτό το οικοδόμημα είμαι με θόλο (τρούλλο), ονομάζεται ναός και άμα τον διαβείς συναντάς εικονογραφημένες επιφάνειες. Ο τόπος αυτός σε πληροφορεί για την παρουσία του Θεού στην πίστη των συμπολιτών σου. Αν μάλιστα συμβεί να μπεις στο ναό κατά την ώρα της λειτουργίας του, θα πολιορκηθείς από ήχους, μουσικές, ποιήματα, πεζά αφηγηματικά αναγνώσματα, μελισμένα υμνογραφήματα, σχήματα και χρώματα, φώτα και θυμιάματα, δηλαδή από μια πανδαισία οπτικών, ηχητικών, οσφραντικών και άλλων ερεθισμάτων, τα οποία ανοίγουν τις αισθήσεις στην άλλη διάσταση του ιερού. Εκτός από τον χώρο, είναι ο χρόνος που θυμίζει την παρουσία του Άλλου, του εντελώς Άλλου, του «άλλως Άλλου» που λέγεται Θεός. Την Κυριακή αργεί η αγορά, αναστέλλεται η εργασία με την ρουτίνα της καθημερινότητας, όπως επίσης σε άλλες μεγαλύτερες χρονοπεριόδους, σαν τις τριήμερες αργίες που ονομάζονται Πάσχα, Χριστούγεννα κ.λ.π. Έτσι ο χρόνος μαζί με τον τόπο δηλώνουν μια παρουσία. Επίσης το σώμα των πιστών, ατομικά και ομαδικά, εμβιώνει την πίστη του με την αποχή από την τροφή, εν μέρει τουλάχιστον για κάποια φαγώσιμα, και για ορισμένες χρονικές περιόδους, που συνιστούν νηστεία κι έτσι σωματοποιούν την πίστη τους στην ύπαρξη Εκείνου, του «άλλως Άλλου». Πέρα όμως από τους συνήθεις τρόπους συνδήλωσης της παρουσίας του Θεού στην πίστη των ανθρώπων, τυχαίνει να συμβαίνουν και έκτακτες συνθήκες φανέρωσης, που αποκαλούνται θαύματα: μια ίαση, κάποια ανέλπιδη επιτυχία που ζητήθηκε έντονα, ίσως κάποια επιθυμία που έγινε πραγματικότητα, ο,τιδήποτε τέλος πάντων συνηθίζεται να τιτλοφορείται «θαύμα». Σύμφωνα πάντα με τον Ντοστογιέφσκι, «στον θετικιστή δεν γεννιέται η πίστη από το θαύμα, μα το θαύμα από την πίστη. Αν ο θετικιστής πιστέψει μια φορά, τότε ακριβώς εξ αιτίας του θετικισμού του πρέπει να παραδεχτεί και το θαύμα». Από όλα τούτα φαίνεται ότι ο Θεός ενεργεί, δηλαδή λειτουργεί ανάμεσα στους ανθρώπους, βιώνεται η δράση Του, πιστοποιείται κοινωνικά η παρουσία Του, συνειδοτοποιείται προσωπικά η ενέργεια Του μέσα στην ιστορία, την ζωή και την πραγματικότητα. Από αυτό συμπεραίνεται η ύπαρξη Του: αφού ο Θεός ενεργεί, άρα υπάρχει. Τώρα το «πώς» υπάρχει παραμένει ένα ερώτημα, το «ότι» όμως υπάρχει είναι βέβαιο για την Ορθοδοξία. Τόσο βέβαιο είναι το «τι» της ύπαρξης του Θεού, όσο βέβαιο μένει το «πώς» αυτής της ίδιας πραγματικότητας. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, γνωρίζουμε τα «περί τον Θεόν» και αγνοούμε τα «κατά τον Θεόν», δηλαδή με την θεολογική ορολογία γνωρίζουμε τις «ενέργειες» Του και δεν γνωρίζουμε την «ουσία» Του. Από την ενέργεια του Θεού αναγόμεθα στην ύπαρξη Αυτού, την οποία δηλώνουμε χάρη στην δραστηριότητα, ζωντανή και ζωτική παρουσία Του ανάμεσά μας. 2. Ο Θεός είναι Ένας, αλλά δεν μένει Μόνος. Η ορθόδοξη πίστη είναι τριαδική: ο Θεός είναι Ένας κατά την φύση και την ουσία Του, αλλά τριαδικός κατά τα πρόσωπα και τις υποστάσεις ως Θεός Πατήρ. Υιός και Άγιον Πνεύμα. Ως Αγέννητος ο Θεός Πατήρ είναι η πηγή, αρχή και αιτία της θεότητας, γεννητός είναι ο Υιός και εκπορευτό το Άγιο Πνεύμα. Τι σημαίνει για τον άνθρωπο η τριαδικότητα του Θεού, απέναντι στον απόλυτο μονοθεϊσμό τόσο του ιουδαϊσμού όσο και του μουσουλμανισμού, όπως και κατέναντι στην πολυθεΐα του ελληνορωμαϊκού πανθέου ή τωναπωανατολικών θρησκευμάτων. Ο Θεός είναι Ένας, αλλά όχι Μόνος, Η μία θεότητα υπάρχει τριαδικά. Η ενότητα δεν είναι μονολιθική ταυτότητα, αλλά ποικιλία ετερότητας. Η διαφορετικότητα, η ιδιαιτερότητα, η ετερότητα και η προσωπικότητα προέχουν μαζί με την ελευθερία, που δεν καταντά αναρχία και αυθαιρεσία. Στην ενότητα φθάνουμε μέσω της ετερότητας και όχι διαμέσου της ταυτότητας. Καμμιά ισοπέδωση δεν επιτρέπεται, αλλά τουναντίον επιβάλλεται η ελεύθερη και η αυτόνομη ανάπτυξη της προσωπικότητας, του προσώπου ή της υποστάσεως, κατά την θεολογική ορολογία, προκειμένου να φθάσουμε στην ενότητα του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον Άλλο. Η μοναδικότητα δεν συνεπάγεται μοναχικότητα. Ο Θεός είναι μοναδικός στη ουσία Του, αλλά δεν καταντά μοναχικός στην ύπαρξη Του. Η τριαδικότητα δηλώνει με ποιον τρόπο η μοναδική αξία δεν θα εκφυλισθεί σε μοναχική ύπαρξη. Η μοναξιά εξορίζεται χάρη στην τριαδικότητα. Για να μην είναι «ο άλλος κόλασή μου (Σαρτρ), προβάλλεται από τους ορθοδόξους θεολόγους η εμφαντική διατύπωση ότι «το δίλημμά μας είναι: Αγία Τριάδα ή Κόλαση;» (Λόσσκυ). Για να μην καταντήσουμε στο εντελώς αντίθετο άκρο του κολλεκτιβισμού και της μαζοποίησης, διατείνονται οι ορθόδοξοι στοχαστές ότι «το κοινωνικό πρόγραμμα της Ορθοδοξίας είναι η Αγία Τριάδα» (Φεντόροφ). Με τα λόγια του στάρετς Ζωσιμά από τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» στον Ντοστογιέφσκι, «καθένας είναι υπεύθυνος για όλους και για όλα μέσα στν κόσμο μας» Θα μας πήγαινε πάρα πολύ μακριά η ενδελεχέστερη ανάπτυξη αυτής της θέσης και χάριν συντομίας παραχωρούμε τον λόγο στον Ντοστογιέφσκι, ο οποίος περιγράφει τα δεινά της εποχής μας ως συνώνυμα της μοναξιάς που την διαζωγραφίζει με τον ακόλουθο τρόπο: «Η απομόνωση που βασιλεύει τώρα παντού κι ιδιαίτερα στον αιώνα μας, μα που ακόμα δεν ολοκληρώθηκε και δεν πέρασε η εποχή της. Γιατί τώρα ο καθένας προσπαθεί να ξεχωρίσει όσο μπορεί τον εαυτό του από τους άλλους, θέλει να δοκιμάσει όλη την πληρότητα της ζωής εν εαυτώ, όμως αυτές οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε πληρότητα ζωής, μα σε ολοκληρωτική αυτοκτονία, γιατί αντί να εκπληρώσει τον προορισμό του, πέφτει στην απομόνωση. Όλοι στον αιώνα μας χώρισαν και γίνανε μονάδες, ο καθένας αποτραβιέται στην μοναξιά του, ο καθένας απομακρύνεται από τον άλλον, κρύβεται και κρύβει το έχει του και καταλήγει ν’ απωθεί τους ομοίους του και ν’ απωθείται από αυτούς. Η απάντηση του Ντοστογιέφσκι για την εύρεση διεξόδου από την μοναξιά είναι η Ορθοδοξία: «Για να ξαναχτιστεί ο κόσμος πάνω σε νέες βάσεις, πρέπει μονάχοι τους οι άνθρωποι να πάρουν έναν αλλιώτικο ψυχικό δρόμο. Προτού να γίνει πραγματικός αδελφός για όλους τους άλλους, δεν θα φτιαχτεί καμμιά αδελφοσύνη. Ποτέ και με καμμιά επιστήμη, με κανένα συμφέρον δεν θα καταφέρουν οι άνθρωποι να μοιράσουν την ιδιοκτησία και τα δικαιώματά τους, έτσι που να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι. Ο καθένας θα νομίζει πως έχει λίγα και θα διαμαρτύρεται, και θα φθονεί και θα εξολοθρεύει ο ένας τον άλλον. 3. Ο Θεός είναι Αγάπη. Το ερώτημα για τον Θεό τίθεται στην Αγία Γραφή δύο φορές σε ευθύ λόγο. Ο Μωυσής ζητεί από τον Θεό το όνομα Του και δέχεται ως απάντηση: «Εγώ ειμί ο Ων» (Εξοδ. 3, 14). Αν στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός είναι ο Ων, δηλαδή Εκείνος ο οποίος υπάρχει και δίνει στα όντα το Είναι του, τότε στο ίδιο αυτό ερώτημα η Καινή Διαθήκη δίνει μια ακόμα πιο εξειδικευμένη και συγκεκριμένη απόκριση: «Ο Θεός αγάπη εστί» (1 Ιωάν. 4, 8). Κάθε φορά που κάποιος μας θέτει το ερώτημα «τι είναι Θεός;», δίνω μόνο μιαν απάντηση, αυτήν που αισθάνομαι ότι με εκφράζει, δηλαδή την ερωτηματική απόκριση: «τι είναι αγάπη;». Αν μου πείτε τι είναι αυτό που το λένε αγάπη, τότε ίσως μπορέσω και εγώ με την σειρά μου να σας πω τι είναι αυτό που το λένε Θεός. Η αγάπη είναι ο ορίζοντας του Θεού. Όποιος βιώνει την αγάπη, αυτός ζει τον Θεό. Κι αν τέτοιο βίωμα καταφέρνει να το μεταφράσει σε έννοιες, όρους λέξεις και ορισμούς, τότε και μόνο τότε θα είναι εξ ίσου ικανός να κάνει λόγο για τον Θεό. Μέχρι τότε όμως θα ταπεινώνει τον λόγο του, για να υψώνεται μέσα του η αγάπη κι ο Θεός επίσης! Ρωτήστε με λοιπόν «που είναι ο Θεός;», για να σας απαντήσω κι εγώ από τη μεριά μου ως χριστιανός ορθόδοξος: «που είναι η αγάπη;». Κι αν επιμένετε σε μια καταφατικότερη απάντηση, τότε σας την προσφέρω: «ζείστε την αγάπη και θα ζήσετε τον Θεό»! Αν δυσκολεύεστε στο ένα, σίγουρα θα δυσχεραίνεστε και στο άλλο. Μην απορείτε καθόλου: έτσι είναι η ζωή! Ο Θεός είναι αγάπη, γι’ αυτό είναι κάτι το ωραίο μα και το πιο δύσκολο. Θεός, αγάπη και ζωή είναι τρία ομόλογα μεγέθη: ιερά και ωραία, ενεργά άρα υπαρκτά, μοναδικά κι όμως όχι μοναχικά. Αν συνεχίζετε να έχετε αμφιβολίες (κι εγώ προσωπικά, σας παρακαλώ πολύ, να διατηρήσετε τις αμφιβολίες σας μαζί με την εντιμότητά σας και την καλοπιστία σας επίσης, χωρίς καμμιά ευπιστία όμως!), τότε δεν έχετε παρά να εφαρμόσετε την ευαγγελική προτροπή: «έρχου και ίδε»! 





Olivier Clement 


Mιὰ φορά. Ὁ πατέρας μου μοῦ μίλησε μιὰ φορά. Τὸν ἄλλον καιρὸ σιωποῦσε. Διάβαζε βιβλία. Γι’ αὐτὰ δὲ μιλοῦσε σὲ κανέναν. Ὅμως, τὰ βρῆκα μέσα στὴν ἀξιολογότατη βιβλιοθήκη του. Οἱ ἀδελφοὶ Καραμαζώφ, τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὁ πατὴρ Σέργιος, τοῦ Τολστόι, ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σεργίου, τοῦ Μπόρις Ζάϊτσεφ. Ὁ πατέρας μου σιωποῦσε. Ζοῦσε τὴν οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ σιωποῦσε. Ἡ ἀδελφή του ζοῦσε μόνη της στὸ χωριὸ καὶ σιωποῦσε. Ὡστόσο, ὅλα τὰ πράγματα, ποὺ ἦταν γύρω της, ἰδιαίτερα τὰ φυτά, ἦταν ζωντανά. Βέβαια, ἦταν ἄθεη, σὰν τὸν πατέρα της. Ὅμως, βρῆκα μέσα στὸ συρτάρι, στὸ ὁποῖο ἔβαζε τὰ πιὸ ἀγαπημένα της πράγματα, ἕνα ἀντίτυπο τοῦ Εὐαγγελίου κατὰ Ἰωάννη. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σεργίου, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη. Αὐτὸ ἦταν τὸ μυστικό τους. Παρακολούθησα αὐτὸ τὸ πελώριο γεγονός: τὸ σαβάνωμα ὁλόκληρου τοῦ λεξιλογίου, ποὺ ἀναφέρεται στὸν Θεὸ καί, ταυτόχρονα, τὸ τέλος ἑνὸς πολιτισμοῦ. Ὅταν σκέφτομαι αὐτὸ τὸ τυπικὸ τοῦ σβησίματος, αὐτὴ τὴ μακρά, συνολικὴ σιωπή, γύρω ἀπ’ τὴ φωτιὰ τοῦ σπιτιοῦ, μοῦ φαίνεται, πὼς ἔχω ζήσει σ’ ἕναν ἄλλο κόσμο, ἀπ’ αὐτούς, ποὺ μελετοῦν οἱ ἐθνολόγοι. Αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς ἦταν πολυσύνθετος. Δὲ μίλησα, παρὰ μονάχα γιὰ μιὰ φόρμα του. Κατάρρευσε, ἀλλ’ ὄχι ταυτόχρονα παντοῦ. Γιὰ πολλὰ γαλλικὰ περιβάλλοντα κι εἰδικότερα γιὰ τοὺς χριστιανούς, ἡ κατάρρευση εἶναι γεγονὸς σύγχρονο. Ἀναμφίβολα, αὐτὴ εἶναι ἡ σκληρή, ἀλλά, τελικά, ὠφέλιμη δοκιμασία τῆς ἐλευθερίας. Συνειδητοποιεῖ πὼς βρίσκεται στὴν ἔσχατη φάση. Πὼς γλιστράει στὶς ἐναλλακτικὲς θρησκεῖες, στὶς πολιτικὲς ἢ στὶς ἄλλες. Ὅμως, ἐμφανίζονται, ταυτόχρονα κι οἱ πρόδρομοι ἑνὸς ἀνανεωμένου Χριστιανισμοῦ. Ἡ προφητικὴ δύναμη τῶν μεγάλων Ρώσων, ὅπως τοῦ Ντοστογιέφσκι, φανερώνεται, μὲ τὸ ὅτι αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ τὰ γνωρίσουν ὅλα αὐτὰ ἕνα αἰώνα πρὶν ἀπὸ μᾶς. Ἔλλειψη τῶν οὑμανιστικῶν παραδόσεων, ἀναμφίβολα. Ὅ,τι καὶ νάταν, ἐκεῖνοι προχώρησαν ἕνα αἰώνα μπροστὰ ἀπὸ μᾶς, ἴσαμε τὸ τέρμα τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Ἐμεῖς γιὰ πολὺ καιρό, κατορθώσαμε νὰ κάνουμε τὸ ζήτημα θέμα γιὰ κουβέντα. Νὰ τὸ κάνουμε ἕνα θέμα φιλολογίας. Θαυμάσια φιλολογικὴ ἀρρώστια τῶν πολιτισμένων λαῶν! Μένουμε προστατευμένοι ἀπὸ σοφίες, ἀπὸ ρυθμοὺς κι ἀπὸ παιχνίδια, τὴ στιγμή, ποὺ οἱ μεγάλοι Ρώσοι, ἀντιμετωπίζοντας ἄμεσα τὸν ἀθεϊσμὸ τῶν θεωριῶν μας, διαισθάνονταν τὴν κόλαση, τὸν θάνατο, τὴν ἀνάσταση: τὸ παραδεισιακὸ ξέφωτο, τὸ πασχάλιο τραγούδι τῶν καμπάνων. Θυμηθεῖτε τὸν Ντοστογιέφσκι στὴν ἐξορία. Ὕστερα ἀπ’ τὴν κόλαση, ποὺ ἔζησε, καθὼς περίμενε τὴν κρεμάλα καὶ καθὼς ἀντίκρυσε τὸν νεκροθάλαμο. Ακούει συχνὰ τὶς κωδωνοκρουσίες τοῦ Πάσχα κι ἡ βεβαιότητα τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ, ποὺ σταυρώθηκε καὶ νίκησε τὸν θάνατο, τὸν συνεπαίρνει: «Ὑπάρχει! Ὑπάρχει!». Ἀπὸ τότε, ὁλόκληρη ἡ Ρωσία γνώρισε τὴν κάθοδο στὸν ᾅδη. Κι οἱ μαρτυρίες τῆς ἀνάστασης ἔρχονται ἀπὸ κεῖ. Τὸ παράδοξο πλεονέκτημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι, πὼς ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μᾶς σπρώχνει στὸ ἔσχατο. Στὸ στομίο τοῦ πιστολιοῦ ἢ στὰ πόδια τοῦ σταυροῦ, ἔλεγαν οἱ «παρακμασμένοι» τοῦ τέλους τοῦ περασμένου [19ου] αἰώνα. Ἀπό τότε, τὸ στόμιο τοῦ πιστολιοῦ πῆρε Ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο Ὁ συγγραφέας γνωστὸς θεολόγος σήμερα ἀφηγεῖται τὰ παιδικά του χρόνια μέσα σ’ ἕνα συνειδητὰ ἀθεϊστικὸ περι­- βάλλον καὶ τὶς ἀφετηρίες τῶν προσωπικῶν, ἐκείνων, ἀναζητήσεων ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσαν, ἀργότερα, ν’ ἀσπαστεῖ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. παράδοξες διαστάσεις. Στηθήκαμε ὅλοι μπροστά του. Λοιπόν, ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σεργίου ἢ τὸ Εὐαγγέλιο κατὰ Ἰωάννη ἦταν πραγματικὰ τὸ μυστικό τους. Ὁ Θεὸς γινόταν τὸ μεγάλο μυστικὸ τῆς ἐποχῆς μας. Δὲ μοῦ μίλησαν ποτὲ γι’ αὐτόν. Κι ἀκόμα λιγότερο γιὰ τὸν Χριστό. Ὅταν κάποτε ἔκανα στὸν πατέρα μου τὶς ἀποφασιστικὲς ἐρωτήσεις: «Γιατί ζοῦμε; Γιατί πεθαίνουμε;» μ’ ἀπάντησε θυμᾶμαι βρισκόμουνα στὰ ἑπτὰ ἢ στὰ ὀχτώ μου χρόνια: Ὅταν πεθαίνουν, δὲν ὑπάρχει, παρὰ τὸ μηδέν. Ὅμως, παρ’ ὅλο αὐτό, πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νάμαστε καλοί, νάμαστε δίκαιοι. Κι οἱ ἄλλοι τί κάνουν; Ξέρεις πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲν ὑπακούουν, παρὰ μονάχα στὸ συμφέρον τους. Ὅμως, πρέπει, παρ’ ὅλο αὐτό… Ὁ πατέρας μου, ὅταν ἀπαντοῦσε σὲ τέτοιες ἐρωτήσεις ἔδειχνε παράξενος. Ἡ ἰδεολογία τῶν πρότυπων σχολῶν τῆς ἀρχῆς τοῦ αἰώνα μας [20οῦ] χρωματισμένη μὲ λίγο σοσιαλισμό, ποὺ εἶχε καταντήσει θλιμμένος, σχηματοποιόταν ἀπ’ αὐτὸν αὐθόρμητα. Γιὰ τὸ θεμελιακὸ θέμα, ποὺ τὸ ἐρευνοῦσε μέσα στὴ βιογραφία τοῦ ἁγίου Σεργίου, δὲν εἶχε λεξιλόγιο νὰ μιλήσει. Μιὰ μόνη λέξη σφράγιζε τὴν τυποποιημένη φιλοσοφία του: τὸ μηδέν. Μὲ τὴν ἀδερφή μου − εἶναι δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου, εἶναι μιὰ μεγάλη ἀδερφὴ περνῶ κάτω ἀπὸ μιὰ ὄμορφη γέφυρα τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα. Ἡ γέφυρα αὐτὴ συνδέει τὴν παλιὰ πόλη μὲ τὸν λόφο. Ἐκεῖ κανονίσαμε νὰ πᾶμε, γιὰ νὰ λουστοῦμε στὸ φῶς. Εἶναι παλιὰ ἡ γέφυρα; Ὤ, ναί! Τὴ χτίσαν τὸν καιρὸ τοῦ Λουδοβίκου τοῦ δέκατου πέμπτου. Πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ μᾶς, τὴν εἶδαν. Καὶ θὰ τὴ δοῦν πολλοὶ ὕστερα ἀπὸ μᾶς. Κι ἐμεῖς; Τὸ ξέρεις… ἐμεῖς θάμαστε νεκροί… Τί εἶναι ὁ θάνατος; Εἶναι τὸ μηδέν. Μιὰ στιγμή. Δὲ μπορῶ πιὰ ν’ ἀναπνεύσω. Μονάχα ἀναπνέοντας δυνατά, ὅπως εἶχα μάθει, μαζεύοντας τὴν κοιλιά, λιγοστεύει κανεὶς τὴν ἀγωνία. Καλοὶ ἄνθρωποι, σοφοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δουλεύετε γιὰ χρόνια πολλὰ σὲ πανεπιστημιακὴ καρριέρα, δίχως ποτὲ ν’ αὐτοκτονήσετε (ὅμως, μερικοὶ ἀπ’ τοὺς φοιτητές σας αὐτοκτονοῦν) μέσα στὴν καταπίεση ἑνὸς αὐτονομημένου λεξιλογίου ἐπειδὴ δὲν παραπέμπει, παρὰ στὸν ἑαυτό του ἔτσι, ποὺ ὅλα καταντοῦν ἀνακόλουθα, ἀνόμοια, ἀδιάφορα. Καλοὶ ἄνθρωποι, σοφοὶ ἄνθρωποι, ἐσεῖς φαντάζεστε, πὼς δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ ρωτήσω κάποιον γιὰ τὸ νόημα, γιὰ τὸ μή νόημα ἢ γιὰ τὴν ἀπουσία τοῦ νοήματος τῆς λέξης «μηδέν». Ὅταν πεθαίνουν, ὑπάρχει τὸ μηδέν. Ὅλοι οἱ προηγούμενοι ἔχουν πεθάνει. Κι ὅλοι οἱ ἑπόμενοι θὰ πεθάνουν. Κατοικοῦμε κοντὰ σ’ ἕνα σταθμό. Τὰ τρένα, τὰ τρένα εἶναι γεμάτα ἀπὸ πρόσωπα, ποὺ δὲ θὰ μπορέσω ποτὲ πιὰ νὰ τὰ ξαναδῶ. Τὰ τείχη μ’ ἐνοχλοῦν: ποιός κατοικεῖ πίσω ἀπ’ αὐτά; Ἀκόμα κι ἂν τὸ ἤξερα γιὰ τοῦτο τὸν τοῖχο, ποὺ ὀρθώνεται μπροστά μου, στὸ βάθος τῆς αὐλῆς ὑπάρχουν κι ἄλλοι, ὁλοένα κι ἄλλοι. Κάποτε μᾶς πῆγαν ὅλους τοὺς μαθητὲς τοῦ σχολείου μου στὸ δημοτικὸ θέατρο, γιὰ νὰ δοῦμε τοὺς φολκλορικοὺς χοροὺς μιᾶς χώρας τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης. Ἀγάπησα μιὰ χορεύτρια, ποὺ μίλησα μαζί της ἐκεῖ. Ἔφυγε γιὰ πάντα. Ἄρχισα νὰ σκαλίζω ἀδιάκοπα, γιὰ χάρη της, μαλακὲς πέτρες στὴν αὐλὴ καὶ νὰ τὶς θάβω, λειτουργώντας τὸ τελετουργικὸ τῆς ἀπελπισίας. Τὰ πολυαγαπημένα μου ἀστέρια, ξαφνικά, μὲ γέμιζαν μὲ τρόμο: ἴσως ἔλεγε κάποιος μέσα μου νάναι σβησμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια κι ἐμεῖς νὰ βλέπαμε μὲ τὰ μάτια μας τὰ φαντάσματα τῶν πτωμάτων τους. Ἡ νύχτα κι ἡ ἀγωνία μὲ ξυπνοῦσαν. Μέσα στὴ νύχτα, κάποιο πράγμα, κάποιος εἶχε καθίσει πάνω στὸ στῆθος μου καὶ μοῦ προκαλοῦσε ἀσφυξία. Τὸ νομάτιζα «μηδέν». Τώρα ξέρω τὸ πραγματικό του ὄνομα. Δὲν ἄντεχα πιὰ τὸν ἀκανόνιστο χτύπο τοῦ αἵματός μου, ποὺ ἀναμεταδινόταν στὸ μαξιλάρι μου. Ἔτρεχα στὸ παράθυρο. Κι ἀπὸ κεῖ ἔβλεπα τὰ νεκρὰ ἀστέρια, τὸ παράλογο ἄπειρο, τὸ διάστημα, ποὺ ἁπλωνόταν ἀκόμα κι ἀκόμα. Τίποτα πάνω ἀπ’ τὸ κενὸ καὶ μετὰ τὸ κενό. Ἀνοιγόταν μιὰ τρύπα ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές, ἔτσι, ποὺ νὰ πέφτει κανεὶς ἀδιάκοπα, μὲ μιὰ σιωπηλὴ κραυγή. Ρώτησα: Τί ὑπάρχει πιὸ μακριὰ ἀπ’ τὰ ἀστέρια; − Κι ἄλλο μαῦρο, κι ἄλλα ἀστέρια. Καὶ πιὸ μακριά; − Ἀκόμα κι ἄλλο, πάντοτε, χωρὶς τέλος, χωρὶς τέλος… Ἔτσι ἔζησα, μὲ τὸν τρόπο μου, αὐτὴ τὴν ἀνακάλυψη, ποὺ ἀφανίζει τὴ Δύση καί, ξεκινώντας ἀπ’ αὐτή, σιγά-σιγὰ ὁλόκληρη τὴ γῆ, ἀπ’ τὴν ἐποχὴ τοῦ δέκατου ἕβδομου αἰώνα: ὁ μαῦρος οὐρανός, τὸ κενό. Καὶ τὸ ἄγγελμα, ποὺ ὁ Ἰωάννης-Παῦλος κι ὁ Βινὺ ἔχουν βάλει στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ: ὁ οὐρανὸς εἶναι κενός, ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θάνατος. Ἀργότερα διάβασα τὴν κραυγὴ τοῦ τρελλοῦ: «Τί κατορθώσαμε, ὅταν ξεκολλήσαμε τὴ γῆ ἀπ’ τὸν ἥλιο της; Ποῦ πάει ἡ γῆ τώρα; Ποῦ θὰ πᾶμε καὶ μεῖς οἱ ἴδιοι; Μακρυὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἥλιους; Δὲ γκρεμιζόμαστε ἀδιάκοπα; Μπροστά, πίσω, στὰ πλάγια, ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές; Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα «πάνω», ἕνα «κάτω»; Δὲν προχωροῦμε χαμένοι μέσα σ’ ἕνα ἀπέραντο ἄπειρο; Δὲ νοιώθουμε τὸ φύσημα τοῦ κενοῦ στὸ πρόσωπό μας; Δὲν κρυώνουμε; Δὲν ἔρχεται ἡ νύχτα, πάντοτε περισσότερη νύχτα;» Ἡ ἐμπειρία τοῦ κακοῦ, καθημερινὸ νόμισμα τοῦ θανάτου, σιγά-σιγὰ μὲ συνέπαιρνε: ὁ πόνος, ποὺ δὲ βαθαίνει τὴν ὕπαρξη, ἡ κατάπτωση, ὁ θάνατος τῶν νεαρῶν ὑπάρξεων. Ἀκόμα, τὸ ἱστορικὸ κακό, ἡ ἀνεργία, ἡ οἰκονομικὴ ἀσφυξία, ἡ αὔξηση τῶν ὁλοκληρωτισμῶν καὶ τῶν πολέμων. Ὅλα αὐτὰ ἔπαιρναν, γιὰ μένα, τὸ γκρίζο χρῶμα τοῦ «μηδέν», ὅπως οἱ χέρσες περιοχὲς τῆς πόλης, στὶς ὁποῖες ἄρχισα ν’ ἀλητεύω. Καὶ δὲν ὑπῆρχε καταφύγιο. Δὲν εἶχα μπεῖ ποτὲ σὲ μιὰ ἐκκλησία. Οὔτε ποὺ μοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα. Κι ἂν ἔκλειναν ὅλες τὶς ἐκκλησίες, δὲ θὰ τόπαιρνα εἴδηση. Ὅταν ἔκανα τὸ πρῶτο μου ταξίδι στὸ Παρίσι εἴμουνα δώδεκα χρονῶν. Οἱ γονεῖς μου ἐπισκεφτήκανε τότε πολλὲς ἐκκλησίες ἀπὸ χρέος «πολιτιστικό». Νομίζω, πώς, ἴσως, ὁ πατέρας μου ζητοῦσε κάτι ἄλλο σ’ αὐτὴ τὴν ἄσκοπη περιπλάνηση. Ακολουθοῦσα ἐνοχλημένος. Οἱ μόνες, ποὺ μὲ γοήτεψαν ἦταν οἱ κολῶνες τῆς Παναγίας, αὐτὰ τὰ λεπτοκαμωμένα δεμάτια, ποὺ ἀνέβαιναν, ἀνέβαιναν καὶ μοῦ φαινόταν πὼς χάνονταν στὸ μισόφωτο. Ὁ Θεὸς τῆς γοτθικῆς τέχνης ἔχει ἐξοριστεῖ στὸν οὐρανό. Κι ὁ οὐρανὸς εἶναι ἄδειος, τὸ ἤξερα. Οἱ κολῶνες τῆς Παναγίας ἦταν γιὰ μένα σὰ μιὰ φωτιὰ ἀρχιτεκτονικῆς τέχνης, ποὺ τραβοῦσε πρὸς τὸ κενό. Μιὰ ἀνάμνηση πιὸ παλιά. Μιὰ πλατεία μὲ μαύρη ἄσφαλτο. Ἕνας πελώριος γκριζοπράσινος σταυρός. Πάνω στὸν σταυρὸ ἕνας ἄνθρωπος πεθαμένος. Πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του μιὰ ἐπιγραφή: Ι.Ν.Β.Ι. Φανταζόμουνα, πὼς ἤταν τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου. Στὴ βάση τοῦ σταυροῦ τυλιγόταν ἕνα φίδι. Στὸ στόμα του κρατοῦσε ἕνα μῆλο. Μοῦ ἄρεσε αὐτὴ ἡ «ἀνάπτυξη» τοῦ «ἑλικοειδοῦς» γύρω ἀπὸ ἕνα ἄξονα. Κι οἱ λεπτὲς νευρώσεις τῶν φύλλων, ποὺ ἔφταναν ἀκόμα καὶ στὰ κοτσάνια τῶν φρούτων. Ὅμως, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἔβλεπα, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἦταν πεθαμένος. Χριστιανοὶ καὶ πρέπει νὰ τὸ προσδιορίσω Χριστιανοὶ τῆς Δύσης, γιατί ἔχετε ἀναπαραστήσει παντοῦ τὸν Χριστὸ σὰν πτῶμα, σὰν ἕναν πεθαμένο δίχως ἐλπίδα; Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου; Τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἕνα πτῶμα. Τὸ Πνεῦμα δὲ σταμάτησε νὰ τὸ διαπερνάει… Πρὶν τρία χρόνια πέρασα μερικὲς βδομάδες τοῦ καλοκαιριοῦ σὲ μιὰ ὑπέροχη κοιλάδα τῶν Πυρηναίων, πού ‘χε μιὰ γλυκύτητα πράσινη καὶ γκρίζα. Ἡ περιοχὴ αὐτή, γιὰ μακρὸ διάστημα, εἶναι χώρα τῆς Χριστιανοσύνης. Παντοῦ ὑπῆρχαν σταυροὶ ἀπὸ γκρίζα πέτρα. Κι ὁ Ἰησοῦς νεκρός. Τὸ μικρό μου ἀγόρι ἦταν τότε στὰ τρία του χρόνια. Δὲ μποροῦσα νὰ τοῦ πῶ, πὼς ὁ Ἰησοὺς εἶναι ἀναστημένος. Οἱ σταυροὶ μὲ διάψευδαν. Ὁ θάνατος καταβρόχθιζε τὴ ζωή. Αὐτὸ τουλάχιστον ἔβλεπε. Πάει καιρός, ποὺ κι ἐγὼ βλέπω αὐτό. Περπατάω μαζὶ μ’ ἕνα φίλο, μέσα σὲ μία δεντροστοιχία ἀπὸ ἀμυγδαλιές. Ἐκεῖνος μοῦ μιλάει γιὰ τὴν ἱστορία, γιὰ τὸ ἀνέβασμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς προόδου. Διστάζει ἀνάμεσα στὴν εὐτυχία καὶ στὸ μεγαλεῖο. Κι ἐγώ, τοῦ λέω, φεῦ… Ἀπὸ τί; Ἀπ’ ὅλα. Δὲν ὑπάρχουν, παρὰ μονάχα πρόσωπα. Ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση, ποὺ καθένας ἀπὸ μᾶς μποροῦσε νὰ ζήσει χίλια χρόνια, ἕνα ἑκατομμύριο χρόνια, ἂν ὅλα καταβροχθίζονται μέσα στὸ μηδέν, γιατί νὰ ζήσουμε καὶ γιατί δὲ θάταν καλύτερο νὰ μὴν ὑπάρξουμε; Ἢ τότε, ἂς ξεχνᾶμε. Τότε ὅλα πρέπει νὰ τὰ ξεχνᾶμε. Ὅμως, δὲν ξεχνᾶμε ἡ λήθη δὲν εἶναι ἀλήθεια δὲ μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε. Κι ὅμως, ὁ Θεὸς ἦταν ἐκεῖ. «Ὁ ἐρχόμενος». Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἀγωνία. Σ’ αὐτὴ τὴν πεισματάρικη ἄρνηση περίπου ἄξεστη ποὺ κυμαίνεται ἀνάμεσα στὴ λησμοσύνη καὶ στὴν ἀποδοχή. Γιατὶ παύει νάναι ἄνθρωπος, ἐκεῖνος, ποὺ δέχεται σὰν αὐτονόητο τὸν κόσμο, τὸν σφραγισμένο ἀπ’ τὸν θάνατο. Ὁ Θεὸς ἐρχόταν μέσα στὴν ἀγωνία, ἀλλά, ταυτόχρονα καὶ μέσα στὴν ἔκπληξη. Ἀγαποῦσα τὴ γῆ μὲ μιὰ ἀγάπη δυνατή, βίαιη, μὲ ξεσπάσματα, κάποτε-κάποτε, σὰ σὲ χοντροκομμένες ἐκστάσεις: Ξάπλωνα πάνω της καὶ μὲ κουβαλοῦσε, σὰ φτερὸ στὸν ἄνεμο, πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ τὴν ἔνοιωθα τόσο πιὸ ἐλαφριά, ὅσο ἦταν βαρύτερη. Τὸ ἄπειρο, τὸ καθαρό, ἕνας κόσμος ἀρχέγονος ἔτσι μοῦ φαινόταν σὰ μόλις ν’ ἀναδυόταν ἀπ’ τὴ θάλασσα, μισοπνιγμένος ἀπ’ τὰ ἕλη. Ἀκρογιαλιές, ἀμμόλοφοι, καλαμιές, ἐκτάσεις, ποὺ πάλλουν στὸν ἄνεμο, ποὺ ἀλλάζουν ἀδιάκοπα κάτω ἀπ’ τὴ σφαιρικὴ εὐλογία τοῦ ἐλεύθερου οὐρανοῦ. Τὸ γαλάζιο τονίζεται πιὸ μελαγχολικὸ μέσα ἀπ’ τὰ πεῦκα. Τὰ κλήματα, τὴν ἄνοιξη, εἶναι πυρσοὶ ἀναμμένοι, σπινθηροβολώντας μὲ τὰ καινούργια χρυσά τους φῦλλα. Ἡ γῆ ἔχει τὸ χρῶμα τῆς ὤχρας. Τὸ φῶς συμπυκνώνεται γλυκὰ μέσα στὴ λάμψη τῶν λουλουδιῶν τῆς ἀμυγδαλιᾶς, μέσα στὸ ὁλόλευκο μεθύσι τοῦ νάρκισσου. Τὰ βουνὰ ἔχουν κοπεῖ ἔτσι, ποὺ νὰ γίνονται κι ὁ γυμνὸς θρόνος τοῦ φεγγαριοῦ. Παντοῦ τὸ μυστικό, μέσα στὸ φανέρωμα, τὸ μυστήριο μέσα στὴν ἀφθονία τῆς ἔλλαμψης. Κάμποσες μέρες, τὸν χειμώνα, τὸ φύσημα τῆς θάλασσας καὶ τῆς γῆς καταλαγιάζει. Ὅλα ἀκινητοποιοῦνται. Οἱ πρῶτες ἀμυγδαλιές ἀνθίζουν. Ὀμορφιὰ ἀπόλυτη Ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο Τὸ παράδοξο πλεονέκτημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι, πὼς ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μᾶς σπρώχνει στὸ ἔσχατο. κι εὔθραστη, μέσα στὴ γαλήνια ἄβυσσο τοῦ γαλανοῦ οὐρανοῦ. Τὰ λουλούδια βγαίνουν, σὰ μέσα ἀπ’ τὸ ξύλο. Λουλούδια δίχως φῦλλα, σὰ νὰ γεννιῶνται ἀπ’ τὸ σκληρό, τὸ ξερό, τὸν θάνατο. Σκελετοὶ μαῦροι, ποὺ ἀνθίζουν στὸ πρῶτο φύσημα, ὅπως τὰ κόκκαλα στὴν προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ. Στὰ ἑβραϊκά, ἡ ἀμυγδαλιὰ ὀνομάζεται «ὁ ἄγρυπνος». Ὁ «ἄγρυπνος», αὐτός, ποὺ ξυπνάει. Ξύπνια μέσα στὸν χειμώνα. Μᾶς ξυπνάει σ’ ὅλη τὴν ὀμορφιά. Τότε μόλις καὶ τολμᾶμε νὰ περπατήσουμε. Ἀποφεύγουμε κάθε ἀπότομη κίνηση. Ὁ κόσμος εἶναι ἕνα κρύσταλλο, ποὺ ἡ παραμικρὴ ἀσυλλόγιστη κίνηση θὰ τὸ βεβήλωνε, κι ἴσως νὰ τὸ ἔσπαγε. Λοιπόν, θὰ προτιμοῦσα, τ’ ἀπογευματινὰ νὰ βροντοῦν ἀπ’ τὸν μαΐστρο. Lou Magistrau: O ἄνεμος κύριος. Τότε τὸ γαλάζιο δὲν εἶναι μονάχα οὐράνιο. Ἁπλώνεται παντοῦ. Τὰ καταβροχθίζει ὅλα. Ἴσα με τὸν βράχο, ἴσαμε τὸ κόκκαλο, ἴσαμε τὴν ὕπαρξη. Καταβροχθίζει τὸν ἄνθρωπο ἴσαμε τὴν καρδιά. Δὲ συγχωρεῖ τὴν παραμικρὴ πλαδαρότητα, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ κρυφὴ ἀμφιταλάντευση. Ὅλα φλογίζουν. Κι οἱ φλόγες εἶναι κρύες, καθαρές, βαφτιστικές, ἔτσι σὰ νὰ προέρχονται ἀπ’ τὸ νερό. Φύση καθαρή, ξερή, χωρὶς τίποτα τὸ πρασινογάλαζο ἢ τὸ ὑγρό. Ὁ οὐρανὸς τῆς γῆς κι ἡ γῆ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως ἔχει πεῖ ὁ Λόρκα. Μέσα στὸν χερσότοπο, ἀκόμα καὶ τὸ φυτὸ γίνεται μεταλλικό. Πόσο μίσησα τὸ ὁλοπράσινο Νησὶ τῆς Γαλλίας, ποὺ ὅλα εἶναι φυτικά, ὑγρά, ἀκόμα καὶ τὰ βράχια, ἀκόμα κι ὁ οὐρανὸς μιὰ σάρκα ἀδιάφανη, παντοδύναμη! Ἐνῷ στὶς μεσογειακὲς χῶρες, μόλις φτάσεις στ’ ἀπομονωμένα ὀροπέδια, ἀντικρύζεις τὴ φωτιὰ νὰ κρυσταλλίζει. Ἀκόμα κι ἡ σάρκα εἶναι οὐράνια. Εἴμουνα ἕνας μεσογειακὸς εἰδωλολάτρης. Κι ὅταν ἀνάπνεα κι ὅταν ἔτρωγα κι ὅταν περπατοῦσα, σὲ κάθε ἐμπειρία, ξυπνοῦσε μέσα μου ἡ φωτιά. Πολυθεϊστική; Τὰ πράγματα ἠχοῦν πολὺ ἁπλά. Ὁ ἄνεμος σηκώνεται, ὁ πλάτανος ἀρχίζει νὰ τραγουδάει. Ξέρω, πὼς ὁ πλάτανος ὑπάρχει. Τὴ μέρα ποὺ ἔμαθα ὅτι ἤξερα, ἄρχισα νὰ περπατάω, νὰ περπατάω. Ἀκόμα καὶ τὸ βράδυ, ἔστρεφα πρὸς τὴ μεγάλη περιοχή, ποὺ ἔκαιγε ὅπως ἄλλοτε μέσα στὸ βραδινὸ τελετουργικὸ μιὰ ξυλοφωτιά. Ἡ συνείδηση τῆς συνείδησης χόρευε μέσα μου. Μιὰ ἄλλη γνώση. Μιὰ ἄλλου εἴδους χαρά. Ἴσως ἔκσταση. Ἀλλὰ σκληρή, κρυσταλλική. Δεμένη ὅπως ὁ ὑπομονετικὸς ἱστὸς τοῦ ξύλου ἢ ἡ πέτρα, ποὺ κρατάω στὸ χέρι μου. Ναί, τὸ μυστικὸ μέσα στὴν ἐνάργεια. Κι ἔλεγα, εἴμουνα τότε στὸ κατώφλι τῆς νειότης: « Ὕπαρξη, ὕπαρξη!» Τὸ βασίλειο τῆς ὕπαρξης. Ἔβαλα αὐτὸ τὸν τίτλο σὲ μιὰ συλλογὴ ποιημάτων, ποὺ τὰ ἔχω ὅλα ξεχάσει, ἐξὸν ἀπ’ τὸ ὅτι ὑμνοῦσαν, σὲ τρεῖς κύκλους, τὰ ἕλη καὶ τὶς ἀμμουδιὲς καὶ τ’ ἀμπέλια τῆς περιοχῆς. Ἡ ἀγωνία κι ἡ ἔκπληξη προχωροῦσαν μαζί. Ὅπως τὰ φῦλλα, μέσα στὸν χερσότοπο, εἶναι σκληρά, σκούρα καὶ γυαλιστερὰ ἀπ’ τὴ μιὰ μεριὰ κι ἁπαλὰ καὶ φωτεινὰ ἀπ’ τὴν ἄλλη. Ἔτσι διάβαινα, μ’ ἕνα τρόπο «ἐμβρυώδη», ἀπ’ αὐτό, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι πνευματικοὶ ὀνομάζουν «μνήμη θανάτου» στὴν ἔκπληξη τοῦ «ὑπάρχειν». Ἦταν μιὰ πιθανὴ δικτύωση τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνάστασης. Ὡστόσο, ἂν δὲ μεσολαβοῦσε καμμιὰ ἀποκαλυπτικὴ διακοπή, ὁ θάνατος δὲ θά ‘χε τὴν τελευταία λέξη; Ὅμως, μιὰ φορά, σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπελπισμένης στοργῆς κάποιος, ποὺ τὸν ἀγαποῦσα, περνοῦσε μιὰ μεγάλη θλίψη καὶ δὲ μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα μιὰ φορὰ αὐθόρμητα, προσευχήθηκα. Ἤξερα τὴ λέξη «προσευχή» στὸν Θεὸ ἀπ’ τὶς Κυριακάτικες συζητήσεις. Ἕνα εἶδος τελετουργίας, εὐχαριστίας ἀνέβαινε ἀπὸ μέσα μου ἐπίσης, καὶ κατὰ τὶς στιγμὲς τῆς ἔκπληξης. Στὸ σχολειὸ εἴμουνα τότε ἑφτὰ χρόνων μᾶς ρώτησαν ποιές σκέψεις μᾶς γεννοῦσαν τὰ κρύα κι οἱ βροχὲς τοῦ Νοέμβρη. Ἀπάντησα γραπτά: «Σκέφτομαι τοὺς νεκροὺς κι αὐτὸ μὲ κάνει νὰ προσεύχομαι». Αὐτὸ ἦταν ἕνα μικρὸ σκάνδαλο. Ὁ δάσκαλος μοῦ ἐξήγησε, πὼς οἱ νεκροὶ εἶναι σὲ πολλὴ ζεστασιὰ μέσα στὴ γῆ. Δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Έχουμε χρέος νὰ σκεφτοῦμε τοὺς δυστυχισμένους. Αὐτούς, ποὺ δὲν ἔχουν μὲ τί νὰ ζεσταθοῦν. Ἦταν ἀλήθεια, εἴμουνα νικημένος. Κι ὅμως, οἱ νεκροί. Εἶναι τόσο κοντά, ὅταν ὅλα τυ λίγονται μέσα στὸ κρύο. Ἂν ξέραμε, μονάχα, τὸν δρόμο. Κανένας δὲν ἤξερε, λοιπόν, πὼς κάποιος ἔχει πεῖ: «εἶμαι ἡ ὁδός». Ἀργότερα, διαβάζοντας τὸν Ρῶσο προσκυνητή, ἀναγνώρισα αὐτὴ τὴν πρώτη κι ἀναμφίβολα οἰκουμενικὴ προσευχή: « Ἔχει λεχθεῖ μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη, πὼς κάθε στεναγμὸς καὶ κάθε κίνηση πρὸς τὴν ἐλευθερία τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ἡ «μυστηριώδης» κίνηση τῆς δημιουργίας, αὐτὴ ἡ λαχτάρα, ἡ βαλμένη μέσα στὶς ψυχές, εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ προσευχή… εἶναι «τὰ πάντα ἐν πᾶσι!». 


Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ ἄλλος ἥλιος»,ἔκδοση Σπορᾶς. 






Δέδοται ημιν το του νου κριτήριον εις την της αληθείας σύνεσιν. Εστι δε η αυτοαλήθεια ο Θεος ημων. Ωστε προηγούμενόν εστι τω νω τον Θεον ημων επιγινώσκειν, επιγιγνώσκειν δε ουτως, ως δυνατόν γνωρίζεσθαι τον απειρομεγέθη υπο του μικροτάτου. Ουδε γάρ, επειδή οφθαλμοι εις κατανόησιν των ορατων εισι τεταγμένοι, ηδη πάντα τα ορατα υπο την οψιν αγεται. Ουδε γαρ το ημισφαίριον του ουρανου εν μια ροπη καθοραται, αλλα φαντασία μεν οψεως ημας περιίσται, κατα δε την αλήθειαν πολλά, ινα μη πάντα ειπω, εστιν εν αυτω τα αγνοούμενα. αστέρων φύσις, μεγέθη τούτων, διαστήματα, κινήσεις συνδρομαί, αποστάσει, αι λοιπαι σχέσεις, αυτη η ουσία του στερεώματος, το βάθος το απο της κοίλης περιφερείας επι την κυρτην επιφάνειαν. Αλλ’ ομως ουκ αν ειποιμεν αόρατον ειναι τον ουρανον δια τα αγνοούμενα, αλλ’ ορατον δια την μετρίαν αυτου κατανόησιν, Ουτω δη και περι Θεου. ει μεν βεβλαμμένος εστιν υπο δαιμόνων ο νους, ειδωλολατήσει, η προς αλλο τι ειδος ασεβείας παρατραπήσεται, ει δε τη του Πνεύματος εαυτον επιδεδωκε βοηθεία, την αλήθειαν γνωρίσει και Θεον επιγνώσεται . Επιγνώσεται δέ, ως ο απόστολος ειπεν, εκ μέρους, εν δε τη μετα ταυτο ζωη τελεώτερον “οταν γαρ ελθη το τέλειον, το εκ μέρους καταργηθήσεται”. Ωστε και καλον του νου το κριτήριον, και προς ευχρηστον τέλος, την Θεου κατανόησιν, δεδομένον, ενεργουν μέντοι τοσουτον, οσον αυτω χωρητόν. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ


«Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων».

Το πρώτο και βασικό, το θεμελιώδες δόγμα, το Άλφα της αγίας μας Θρησκείας και της αμωμήτου Πίστεώς μας, είναι ο Θεός, η πίστη στο Θεό, το λατρευτό και ευλογητό πρόσωπο και όνομα. Και το «Πιστεύω» μας από το Θεό αρχίζει. «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν».

Υπάρχει Θεός;

Αλλ’ υπάρχει Θεός, για να τον πιστεύουμε και να τον προσκυνούμε; Βέβαια, υπάρχει. Για τον λογικό και καθαρό στην καρδιά, για τον δίκαιο και ευσυνείδητο άνθρωπο ο Θεός είναι χειροπιαστή πραγματικότητα. Μόνο «ἄφρων εἶπεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. ιγ΄ 1). Δηλαδή άθεος και αρνητής του Θεού δεν είναι ο σοφός τάχα και πολυμαθής άνθρωπος. Αρνητής του Θεού είναι ο μωρός, ο άμυαλος και ασύνετος, δηλαδή ο αμαθής και αμόρφωτος και κυρίως ο πονηρός και διεφθαρμένος άνθρωπος. Αυτό θα πει «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός». Αυτός λόγω της κακίας του και τυφλωμένος από τα πάθη και την φαυλότητά του χάνει την λογική του, χάνει την ορθή σκέψη του, χάνει τον προσανατολισμό της ψυχής του, κλείνει τα αυτιά του στην διακήρυξη της φύσεως και τη μαρτυρία της συνειδήσεώς του και λέγει «οὐκ ἔστι Θεός», δεν υπάρχει Θεός! Τούτο το ομολογούν και μεγάλοι, σπουδαίοι και σοφοί, επιστήμονες, που όταν θέλει κανείς βρίσκει τις γνώμες τους σε πολλά βιβλία απολογητικά και επιστημονικά. Εκεί θα δει και πώς οι μεγάλοι σοφοί και τρανοί επιστήμονες όχι μόνο πιστεύουν στον αληθινό Θεό, αλλά και με πολύ θάρρος και θαυμαστή παρρησία ομολογούν και διακηρύττουν την πίστη τους αυτή (1).

Αποδείξεις υπάρξεως του Θεού

Υπάρχουν και αποδείξεις που βεβαιώνουν την ύπαρξη του Θεού σε ένα άνθρωπο λογικό, καλοπροαίρετο και αντικειμενικό. Αυτόν πέρα ως πέρα τον πείθουν πως υπάρχει Θεός. Μία είναι η λεγομένη κοσμολογική απόδειξη. Άλλη είναι η τελολογική. Άλλη η ψυχολογική και ηθική. Και άλλη η ιστορική.

Α) Η κοσμολογική απόδειξη λέγει· υπάρχει ο Θεός, διότι υπάρχει ο κόσμος. Η ύπαρξη του κόσμου είναι απόδειξη και μαρτυρία, που βεβαιώνει και διαλαλεί την ύπαρξη του Θεού. Εφ’ όσον είναι γεγονός, όπως λέγει και ο απόστολος Παύλος, ότι «πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος», άρα «ὁ τά πάντα κατασκευάσας (είναι) ὁ Θεός» (Εβρ. γ΄ 4). Η ύπαρξη, λοιπόν, του κόσμου προϋποθέτει την ύπαρξη του Θεού. Όπως το κτίσμα δείχνει τον κτίστη που το έκτισε. Όπως το πλοίο τον ναυπηγό. Όπως το εργαλείο τον εργάτη. Όπως το δημιούργημα, κάθε δημιούργημα, μεγάλο ή μικρό, τον τεχνίτη , τον δημιουργό. Η λογική, η σκέψη του λογικού ανθρώπου, η πείρα της καθημερινής ζωής το λέγει τούτο. Δεν το φλυαρεί η φαντασία ή η θρησκοληψία. Ιδού τα μεγάλα και θαυμαστά έργα της δημιουργίας. Κοίταξέ τα, άκουσέ τα, άνθρωπε, όλα φωνάζουν πως υπάρχει Θεός. «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα» (Ψαλμ. ιη΄ 1), λέγει ο ψαλμωδός. Και παραθέτει ο θείος Απόστολος· «τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης» (Ρωμ. α΄ 20) (2).

Και πράγματι ποιος οφθαλμός καθαρός, ποια ψυχή λογική, ποια πνευματική ύπαρξη, όταν βλέπει τη φύση και όλη την κτίση, το μεγαλειώδες τούτο της δημιουργίας έργο, δεν θα ομολογήσει ότι υπάρχει Θεός και δεν θα τον δοξολογήσει αναφωνούσα· «ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας»; (Ψαλμ. ργ΄ 24). Λοιπόν, τι πολυσκέπτεσαι και τι πολυσκοτίζεσαι, άνθρωπε; Το πράγμα είναι εύκολο και απλό. Υπάρχει, ναι υπάρχει ο Θεός, διότι υπάρχει ο κόσμος, το έργο του Θεού.

Β) Η τελολογική απόδειξη λέγει· Ο κόσμος που υπάρχει και φαίνεται είναι πράγματι κόσμος. Δηλαδή κόσμημα, στολίδι, έργο μέγα και ωραίο και θαυμαστό, που χαίρεται να το βλέπει ο άνθρωπος και να το απολαμβάνει. Είναι έργο με κίνηση και σκοπιμότητα θαυμαστή, με τάξη και νόμο, με καλλονή και χάρη, που κρύπτει μέσα του σοφό, σοφότατο νου και άπειρη δύναμη που τον έφτιαξε και τον τεχνούργησε. Τέχνη, άφθαστος τέχνη και απαράμιλλος καλλονή και ωραιότητα, μοναδική σκοπιμότητα υπάρχει και φαίνεται στον κόσμο. Και ακόμη, νόμοι, νόμοι ασάλευτοι κρατούν και κυβερνούν τον κόσμο τούτο, θεμέλια γερά και ατράνταχτα, τα οποία καμία άλλη δύναμη δεν μπορεί να κλονίσει και να ανατρέψει. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι, αν το έργο είναι τόσο θαυμαστό, τόσο ωραίο και λαμπρό, ασυγκρίτως, απείρως μεγάλος και θαυμαστός είναι Εκείνος που το κατασκεύασε. Σημαίνει πως το μεγαλείο του κόσμου υποδηλώνει το άπειρο μεγαλείο του δημιουργού του. Ακριβώς εκείνο που λέγει ο σοφός Σολομών: «ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται» (Σοφ. Σολομ. ιγ΄ 5). Και τον λόγο τούτο της θείας Γραφής λαμβάνων υπόψιν του και ο Μ. Αθανάσιος λέγει· «Οὕτω γάρ διεκόσμησεν (ο Θεός) τήν κτίσιν, ὥστε καί μή ὁρώμενον αὐτόν τῇ φύσει, ὅμως ἐκ τῶν ἔργων γνωρίζεσθαι». Έτσι στόλισε ο Θεός την κτίση, ώστε ενώ δεν θα φαίνεται μέσα στη φύση, εντούτοις από τα έργα του να αναγνωρίζεται. (Το ίδιο τονίζουν και οι άγιοι Πατέρες Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα χωρία τους, που αναφέραμε προτήτερα σε υποσημείωση). Κοίτα, λοιπόν, τα άστρα, άνθρωπε, κοίτα τον ήλιο, την σελήνη, σκέψου τον αέρα, τα σύννεφα, τη βροχή, πρόσεξε και τη γη, τα βουνά, τους κάμπους, τα δέντρα, τα φυτά, τα νερά λιμνών και ποταμών, το ατελείωτο ζωικό βασίλειο. Συλλογίσου ακόμη πώς το καθένα κινείται, πώς ζει, τι προσφέρει στο σύνολο, τι προσφέρει και στον άνθρωπο. Συλλογίσου, ότι προσφέρει την τροφή, την άνεση, τη ζωή, αμέτρητα καλά. Και τότε θα κυριευθείς από έκσταση και από φόβο και από θαυμασμό για την τάξη και αρμονία και για το σοφό σκοπό που κρύπτει μέσα του και εκπληρώνει όλος γενικά ο κόσμος και κάθε δημιούργημα χωριστά (3).

Γ) Η ψυχολογική και ηθική απόδειξη. Αυτές λέγουν, ότι ο Θεός υπάρχει και τρανή προς τούτο απόδειξη είναι το ότι η ίδια η ψυχή μας στα βάθη της τον αισθάνεται το Θεό και τον αναζητεί. Αισθάνεται την ύπαρξη και παρουσία του. Τον νοιώθει ως νομοθέτη, ως ελεγκτή και κριτή των πράξεών της. Βλέπει την ηθική αξία και το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Και τι κάμνει τότε; Θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη του Θεού. Ακόμη θεωρεί αναγκαία και την μέλλουσα παρουσία του για να κρίνει δικαίως και αποδώσει σε κάθε άνθρωπο κατά τα έργα του, να αποκαταστήσει την ηθική τάξη στον κόσμο. Υπάρχει κακό και αδικία στον κόσμο. Η ύπαρξη αυτής της αδικίας καθιστά αναγκαία την ύπαρξη του Θεού, για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Άρα υπάρχει ο Θεός νομοθέτης, επόπτης και κριτής του ανθρώπου. Το ότι από τα βάθη της ψυχής του ανθρώπου βγαίνει τρανή η μαρτυρία της υπάρξεως του Θεού, το βεβαιώνει ο άγιος Αθανάσιος, ο οποίος λέγει· «Πρός τήν τῆς ἀληθείας γνῶσιν καί ἀληθή κατάληψιν οὐκ ἄλλων ἐστί χρεία, οὕτω καί ἡ πρός τοῦτον (το Θεό) ὁδός πόρρωθεν ἤ ἔξωθεν ἡμῖν ἐστιν (δεν μας χρειάζονται από μακριά και έξω από τον εαυτό μας αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού)· ἔνδον γάρ ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες τήν πίστιν καί τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, δυνάμεθα ταχέως θεωρῆσαι καί νοῆσαι τόν τοῦ παντός βασιλέα». Το οποίο λέγει· Μη πηγαίνεις μακριά, άνθρωπε. Κοίτα μέσα σου, άκουσε τους μυστικούς παλμούς και νυγμούς της ψυχής σου, και αυτή σου φωνάζει· εδώ, παρών είναι ο Θεός, ο Θεός σου. Αυτή η έρευνα είναι ο πιο σύντομος δρόμος, για να τον βρεις το Θεό και συνδεθείς μαζί του.

Δ) Η ιστορική. Ας έλθουμε τέλος και σε αυτή, που βγαίνει από την ιστορία. Αυτή λέγει ότι η ιστορία της ανθρωπότητας όλης βεβαιώνει, πως όλες οι φυλές και γλώσσες της γης πάντοτε και σε κάθε γενεά και εποχή είχαν κοινή, πάγκοινη την πίστη στην ύπαρξη Θεού δημιουργού, του Πατέρα και προστάτη τους. Αυτόν προσκυνούσαν, αυτόν λάτρευαν, σε αυτόν κατέφευγαν και ζητούσαν τη βοήθειά του στις ανάγκες του βίου τους. Άθρησκοι λαοί ποτέ δεν υπήρξαν, έστω και αν στην αρχαία εποχή από την μονοθεΐα είχαν περιπέσει στην πολυθεΐα και την ειδωλολατρία. Αυτή λοιπόν η παγκόσμια πίστη στο Θεό τίποτε δεν λέγει; Δεν λέγει εκείνο που βεβαίωνε ο μέγας Αριστοτέλης, πως «ό,τι οι άνθρωποι πάντες εξ ενστίκτου εκδέχονται ως αληθές, είναι φυσική αλήθεια και άρα ο Θεός υπάρχει»; (4). Ναι, λέγει και μαρτυρεί ότι πράγματι υπάρχει Θεός. Το φωνάζει η πανανθρώπινη πεποίθηση και γνώμη και ιστορία (5).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου