Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ

                      Ο ΥΙΟΣ ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ







ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΘΕΟΣ-ΠΑΤΕΡΑΣ



Η σωτηρία του ανθρώπου βρίσκεται μέσα στην Αγάπη. Ο λόγος της Γραφής στο σημείο αυτό είναι σαφής : «αγαπήσεις κύριον τον θεόν σου, εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της διανοίας σου.... και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ….) Το ύψιστο σύμβολο των σχέσεων του Θεού με την Ανθρωπότητα, είναι το σύμβολο της Πατρότητας, ακριβώς διότι εμ-περιέχει αυτή τη βασική αλήθεια.


Εάν ο θεός είναι πατέρας μας, τότε και κάθε πλησίον μας είναι αδελφός μας, έχομε την ίδια καταγωγή. Μια χωρισμένη και αλληλοσπαρασσόμενη ανθρωπότητα δεν μπορεί να αποτελεί «εικόνα» της θείας αγαθότητας, διότι ο Θεός-Πατέρας δεν κάνει διακρίσεις: «ανατέλλει το ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Γι’ αυτό στην Κυριακή προσευχή δε λέμε Πάτερ, αλλά «Πάτερ ημών», υπονοώντας τον σύν-δεσμο μεταξύ μας «εν αγάπη».

Δεν μπορώ να πω ότι αγαπώ τον θεό, εάν δεν αγαπώ τον πλησίον μου. Αυτό αποτελεί ένα «ζωτικό ψέμμα», που διευκολύνει όσους αγνοούν τον πλησίον τους , εν ονόματι μιας «καθέτου» διαστάσεως της αγάπης, που κρύβει μεγάλη υποκρισία. Διότι εάν δεν αγαπώ τον αδελφό μου, τον οποίο βλέπω, πως μπορώ να αγαπήσω τον θεό, τον οποίο δεν βλέπω»; (Ευαγγελιστής Ιωάννης)


Αυτή είναι η πρώτη παραμόρφωση της θεϊκής πατρότητας, γιατί υπάρχει και μια δεύτερη παραμόρφωση, η οποία βλέπει μόνον την οριζόντια διάσταση (την αδελφότητα όλων) χωρίς όμως να ανάγεται στην καταγωγή από τον κοινό πατέρα ( όπως κάνουν λ.χ. οι πάσης φύσεως ουμανιστές –κοινωνιστές ). Ετσι, «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι θεός» (L.Feuerbach) (έστω σε αφηρημένο-θεωρητικό επίπεδο).


Ωστόσο δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι αγαπώ αληθινά τον πλησίον μου, εάν δεν βλέπω σ’ αυτόν μια κοινή καταγωγή, μια πνευματική αρχή που με συνδέει μαζί του. Γι’ αυτό και στο τέλος αποξενώνομαι από αυτόν και περνώ στην μοναξιά.


Η ορθόδοξος θεολογία έχει δείξει την ανεπάρκεια και των δυο αυτών «ερμηνειών» της αγάπης, αφορμώμενη από τις έσχατες συνέπειές τους. Ψεύδος και υποκρισία στην μια περίπτωση (αγάπη προς τον θεό χωρίς αγάπη προς τον πλησίον), αποξένωση και μοναξιά στην άλλη, λόγω έλλειψης πνευματικής πειθαρχίας (αγάπη προς τον συνάνθρωπο, χωρίς αγάπη προς τον θεό). Εξάλλου και οι τελώναι " το αυτό ποιούσι", κατά το ευαγγέλιο ( «αγαπούν» τους ομοίους τους, σε όποια ηθική κατάσταση και αν βρίσκονται ).


Ετσι είναι βασικό να τονίσουμε την μέγιστη αξία της παραδοχής της θείας Πατρότητας. Κάτι τέτοιο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν σχετίζεται με ορισμένες ευαισθησίες του μαχητικού αθεισμού. Διότι στη σύγχρονη εποχή, που «κάθε αυθεντία γίνεται αισθητή, σαν σχέση κυρίου-δούλου» (Clement Olivier, η θεολογία μετά το θάνατο του θεού), «ο θεός που μπορεί να αγγίξει τον άθεο είναι ο κρυμμένος θεός, ο φίλος, αυτός που μοιράζεται με τον καθένα τον άρτο της οδύνης».


Χρειάζεται να τονισθεί ιδιαιτέρως αυτό το τελευταίο, γιατί πολύ συχνά αναγγέλθηκε στον κόσμο ενας θεός «τρομοκράτης» τον οποίο κατήγγειλαν αρκετοί «ελευθερωτές» ως Σαδιστή-Πατέρα (λ.χ. ο Σίγκμουντ Φρόυντ), που ευχαριστείται να βασανίζει τα παιδιά του. Αυτή η αντίληψη για το θεό (σε όποιο περιβάλλον και αν παρουσιάστηκε) αποτελεί ριζική στρέβλωση του ευαγγελικού μηνύματος, περί σωτηρίας μέσα από την αγάπη.


Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να καταργήσει το θάνατο και την κόλαση, να απελευθερώσει από το κακό και την οδύνη. Αυτό ήδη είναι αιτία χαράς και απόδειξη απείρου αγάπης προς τον άνθρωπο. Διότι μετά την κάθοδο του Χριστού στον Αδη, «οσο βαθιά και αν είναι η κόλαση που βρίσκομαι- κι έχει πολλούς κύκλους η κόλαση, που η σύγχρονη σκέψη και τέχνη τους εξερευνούν μεθοδικά- ο Χριστός φτάνει ακόμα βαθύτερα και με κοιτάζει καταπρόσωπο» (Clement Olivier, οπ. παρ., σελ.62).

Ο Χριστιανισμός δεν διαδραματίζεται ανάμεσα στο καλό και στο κακό της «ηθικής», αλλά ανάμεσα στους δύο ληστές, που η κοινωνία τους κατεδίκασε στο χειρότερο μαρτύριο: «Κύριε, μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου- Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω».



ΚΕΙΜΕΝΟ 

ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 107


Τρεις είναι οι βασικές αντιλήψεις για το Θεό, πάνω στις οποίες βασίζονται όλες οι θρησκείες: η αθεΐα, η πολυθεΐα και η μονοθεΐα Με τις δυο πρώτες, όπως ξέρετε, ασχολήθηκαν οι Έλληνες! Και αν θέλουν, ας συνεχίζουν να παίζουν! Και πράγματι: η Αθεΐα ισοδυναμεί με την αταξία. Στην πολυθεΐα βρίσκουμε πολλά διαφορετικά ρεύματα, και συνεπώς καταντά αναρχία που σημαίνει αταξία! Άρα και οι δυο αυτές απόψεις οδηγούν στο ίδιο κακό αποτέλεσμα, την αταξία και η αταξία οδηγεί στη διάλυση. Πράγματι, η αταξία είναι κατά κάποιο τρόπο καταστρωμένο πρόγραμμα διάλυσης με μαθηματική ακρίβεια.


Αντίθετα, εμείς δεχόμαστε την σωστή αντίληψη για το Θεό, την μονοθεΐα (την μοναρχία) , και μάλιστα εκείνη την μονοθεΐα που δεν περιορίζεται σε ένα μόνο πρόσωπο – διότι όπως γνωρίζετε το καθένα πρόσωπο όταν άλλα λέει την μια και άλλα την άλλη είναι σα να είναι πολλά πρόσωπα – αλλά εκείνη όπου υπάρχει ίδια ακριβώς άποψη και θέληση, και μια απόλυτη ταυτοποίηση των Προσώπων που προήλθαν από Αυτόν (τον Θεό), ώστε να έχουν και τα τρία Πρόσωπα το ίδιο θέλημα – πράγμα αδύνατο για την κτιστή φύση -, και παρ’ ότι ως προς τον αριθμό (των Προσώπων) ο Θεός μας διαφέρει από την μονοθεΐα, ουσιαστικά όμως δε γίνεται να χωριστεί σε τρεις Θεούς!

Έτσι λοιπόν ο ένας Θεός (η Μονάδα) με μια κίνηση που έγινε αχρόνως ( δηλαδή δεν μπορούμε να την τοποθετήσουμε χρονικά), έγινε Δυάδα και προχώρησε και έγινα Τριάδα. Πρόκειται για τον Πατέρα, τον Υιό και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας λοιπόν είναι εκείνος που γεννά τον Υιό και φανερώνει το Άγιο Πνεύμα χωρίς να πάθει κάποια αλλοίωση, χωρίς να ορίζεται αυτό κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και χωρίς να υπάρχει κάποια σωματικότητα σε αυτά τα τρία Πρόσωπα.

Από τα άλλα δυο Πρόσωπα, ο Υιός “ γεννιέται”, το πνεύμα “εκπορεύεται”, αλλά δεν γνωρίζω με ποιους όρους θα μπορούσε κανείς να αποδώσει σωστά την πραγματικότητα, χωρίς να δεσμεύεται από το σχετικό της περιγραφής κάθε φαινομένου.


Βέβαια εμείς ποτέ δεν θα τολμήσουμε να χαρακτηρίσουμε την Τριάδα ως ένα “ξεχείλισμα αγαθότητας”, όπως τόλμησε να χαρακτηρίσει το Θεό ένας Έλληνας φιλόσοφος όταν αναλογιζόταν για την πρώτη και δεύτερη αιτία, λέγοντας πως κατά κάποιο τρόπο έγινε σα να “ξεχείλισε ένας κρατήρας”! Αυτό δεν το τολμούμε για να μην, έστω και άθελά μας, κάνουμε κανέναν να φανταστεί ότι ο Πατέρας γέννησε τον Υιό χωρίς να το θέλει, και ότι τάχα αυτό Του συνέβη με ανάλογο τρόπο με αυτόν που συμβαίνει στους ανθρώπους ,όταν έχουν μέσα τους ακαθαρσίες και δεν μπορούν όσο και να ήθελαν να τις συγκρατήσουν! Ασφαλώς αυτό δεν ταιριάζει καθόλου με την γνώμη που πρέπει να έχουμε για το Θεό!

Αυτός είναι ο λόγος που μας αναγκάζει να μιλάμε για έναν Θεό Αγέννητο (τον Πατέρα), για έναν Γεννητό και για έναν Εκπορευόμενον από τον Πατέρα – όπως λέει και ο ίδιος ο Θεός Λόγος – και επιμένουμε στους δικούς μας όρους. Πότε όμως έγιναν όλα αυτά; Αυτά βρίσκονται πέρα από το πότε (πέρα από το χρόνο)! Και αν θέλετε να το πω παλικαρίσια, αυτά “έγιναν” όταν “έγινε” και ο Πατέρας! Πότε έγινε ο Πατέρας; Ποτέ δεν υπήρξε χρόνος που να μην υπάρχει ο Πατέρας! Το ίδιο συμβαίνει και με τον Υιό και με το Άγιο Πνεύμα.


Ρώτησέ με πάλι: Πότε γεννήθηκε ο Υιός; Πάλι εγώ θα απαντήσω με τον ίδιο τρόπο: Τότε που ο Πατέρας δεν “γεννήθηκε”! Πότε εκπορεύτηκε το Άγιο Πνεύμα; Τότε που ο Υιός δεν “εκπορεύτηκε” αλλά “γεννήθηκε”, χωρίς να μπορούμε να το ορίσουμε χρονικά και με τρόπο που κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει. Παρ’ ότι που ούτε και το αυτό που δεν μπορούμε να ορίσουμε χρονικά μπορούμε να το κάνουμε απόλυτα σαφές, όσο και αν θέλουμε να αποκρούσουμε κάθε χρονικό περιορισμό, αφού και το “όταν” και το “πριν από” και το “μετά από” και το “απ’ την αρχή” είναι χρονικοί προσδιορισμοί, όσο και εμείς δε θέλουμε να τους δώσουμε τέτοιο νόημα. Ε λοιπόν, αν τυχόν θεωρήσουμε το χρόνο στο σύνολό του, σαν ένα διάστημα χρόνου που φτάνει μέχρι εκείνα π ου υπάρχουν πριν να αρχίσει ο χρόνος, αυτό το διάστημα – που ούτε χωρίζετε σε μέρη, ούτε μετριέται με βάση κάποια κίνηση ή την τροχιά του ήλιου – αυτό είναι ο χρόνος.


Συνεπώς, πως αφού τα Πρόσωπα υπάρχουν πριν να αρχίσει ο χρόνος, είναι δυνατόν να μην έχουν και την ίδια άναρχη αιτία; Και μάλιστα αφού προήλθαν από Εκείνον, παρ’ ότι δεν έγιναν μετά από Εκείνον; Πράγματι το μεν άναρχο οπωσδήποτε είναι αΐδιο, δηλαδή δεν έχει χρονική αρχή. Το αΐδιο όμως δεν είναι οπωσδήποτε και άναρχο, αφού αναφέρεται σε μια “αρχή”, τον Πατέρα.

Άρα τα Πρόσωπα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δεν είναι άναρχα. Αυτό όμως ισχύει μόνο σε σχέση με την έννοια της αιτιότητας! Είναι αυτονόητο ότι στην προκειμένη περίπτωση το Αίτιο (ο Πατέρας) δεν είναι καθόλου προγενέστερο από εκείνα τα Πρόσωπα των οποίων είναι Αίτιο, όπως και ο ήλιος δεν είναι χρονικά προγενέστερος από το φως του! Άρα, ως προς το χρόνο είναι και τα δύο Πρόσωπα (ο Υιός και το Πνεύμα), καθώς εγώ πιστεύω, άναρχα, έστω και αν εσύ χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη για να τρομάζεις τους απλοϊκούς στο νου.

Συμπέρασμα; Τα Πρόσωπα που δημιούργησαν το χρόνο, δεν τοποθετούνται μέσα στα όρια του χρόνου. Και πως είναι δυνατόν η “γέννηση” να μην είναι αποτέλεσμα πάθους; Επειδή είναι ασώματη! Γιατί αν - όπως γνωρίζουμε – η γέννηση, όταν πρόκειται για σώματα είναι καρπός πάθους, η γέννηση χωρίς σώματα ασφαλώς γίνεται χωρίς πάθος δηλαδή χωρίς να πάθει το Πρόσωπο!


Αλλά θα σου κάνω και εγώ μερικές ερωτήσεις: αν είναι κτίσμα, πως είναι Θεός; Διότι ασφαλώς το δημιούργημα δεν είναι δυνατόν να είναι Θεός! Και περιορίζομαι σ’ αυτό για να μην προσθέσω ότι και σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει το “πάθος”, όταν θεωρήσουμε την δημιουργία σαν κάτι σωματικό, αφού πρέπει να υπήρξε τουλάχιστον κάτι από αυτά: χρόνος, επιθυμία, σύλληψη του σχεδίου, φροντίδα για την πραγματοποίηση του, ελπίδα, λύπη, κίνδυνος, αποτυχία και διόρθωση των λαθών! Και όπως όλοι μας γνωρίζουμε καλά, γύρω απ’ την δημιουργία είναι δυνατόν να συμβούν όλα αυτά, αν όχι και ακόμη περισσότερα!


Και απορώ, πως δεν πήρες θάρρος να αρχίσεις να βάζεις στο νου σου κάποιο είδος “συνεύρεσης” και χρονικό διάστημα “εγκυμοσύνης” και κανένα κίνδυνο “αποβολής”, αφού κατά την γνώμη σου κανείς δε μπορεί να γεννήσει αν δεν γεννήσει με την παραπάνω διαδικασία! (Κατά την γνώμη σου ένα από τα δύο θα συμβεί): ή δηλαδή θα αρχίσεις να μας απαριθμείς πάλι μερικούς τρόπους γέννησης πουλιών και ζώων και ψαριών, με την επιδίωξη να υπάγεις την θεία γέννηση σε κάποια από αυτές τις γεννήσεις ή, με βάση αυτόν τον συλλογισμό σου, θα αρνηθείς ακόμα και τον Υιό!

Και δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε αυτό το τόσο απλό, ότι δηλαδή Αυτός, του οποίου ακόμα και η γέννηση κατά σάρκα υπήρξε διαφορετική από τη γέννηση των άλλων ανθρώπων, - αλήθεια πες’ μου βρήκες σε αυτά που μου φέρνεις παράδειγμα καμία Παρθένο Θεοτόκο; - Αυτού ακόμα και η πνευματική γέννηση είναι διαφορετική.

Ή καλύτερα Αυτού του οποίου “το Είναι” δεν είναι ίδιο με το δικό μας, ασφαλώς θα γεννά με διαφορετικό από εμάς τρόπο. Και ρωτούν: υπάρχει κανένας πατέρας που να μην έγινε πατέρας κάποια συγκεκριμένη στιγμή; Ναι υπάρχει! Εκείνος που ποτέ δεν άρχισε κάποια στιγμή να υπάρχει. Μόνο εκείνος που αρχίζει να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αρχίζει και να είναι πατέρας. Άρα ο Πατέρας δεν έγινε Πατέρας σε κάποιο χρονικό σημείο μετά από την αρχή της ύπαρξής Του, αφού δεν άρχισε κάποια στιγμή να υπάρχει. Και γι' αυτό είναι κυριολεκτικά Πατέρας, όπως ακριβώς και ο Υιός είναι κυριολεκτικά Υιός, επειδή δεν είναι ταυτόχρονα και με κάποιον ειδικό τρόπο Πατέρας κάποιου άλλου Θεού!

Αντίθετα, αυτά που γίνονται με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο δεν λέγονται κατά κυριολεξία, επειδή είμαστε ταυτόχρονα και τα δυο, και μάλιστα δεν είμαστε καθόλου περισσότερο το ένα ή το άλλο. Ακόμη, εμείς γεννιόμαστε από δυο, όχι από έναν και συνεπώς ανήκουμε στον καθένα απ’ τους δυο κατά το μισό. Και γινόμαστε άνθρωποι λίγο λίγο. Και ίσως δεν γίνουμε ποτέ “άνθρωποι”. Και ίσως γίνουμε τέτοιοι που ποτέ δεν θα ήθελαν οι γονείς μας, και τότε ή τους εγκαταλείπουμε ή μας εγκαταλείπουν. Με αποτέλεσμα ότι μας απομένει να είναι μια συγγενική σχέση νεκρή, ορφανή από ουσία. Αλλά, αυτό το “γέννησε”, συνεχίζει να επιμένει ο αιρετικός, και αυτό το “γεννήθηκε”, τι άλλο μας οδηγεί να σκεφτούμε αν όχι το χρονικό σημείο που έγινε η γέννηση; Και λοιπόν; Μήπως θέλεις να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε αυτήν έκφραση και να περιοριστούμε να λέμε, ότι ήταν γεννημένος απ’ την αρχή δηλαδή πριν αρχίσει ο χρόνος, απλά και μόνο για να αποφύγουμε τις παράδοξες χρονολατρικές ενστάσεις σου;




ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


 Αγία Γραφή είναι «διάσπαρτη» από ονομασίες του θεού, το νόημα των οποίων γίνεται φανερό, αν τις κατανοήσουμε στο επίπεδο των σχέσεών Του προς τον άνθρωπο και τον κόσμο. Σ’ αυτό το επίπεδο , τα διάφορα ονόματα δεν φανερώνουν την «ουσία» της θεότητας, αλλά τις ενέργειες που γίνονται αντιληπτές και «περιγραπτές» από τον άνθρωπο. Αρα κάθε ονομασία του θεού «δείχνει» την συγκεκριμένη δράση του στην ιστορία «εν σχέσει» με το πώς εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Είναι "θεός των δυνάμεων", «Λυτρωτής», «άρχων ειρήνης», «Σωτήρ» και πολλά άλλα τα οποία εντάσσονται στην ίδια κατηγορία.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός λέει πως το όνομα που περιγράφει κυρίως τον Θεό «καθ’ εαυτόν» είναι εκείνο με το οποίο φανερώθηκε στον Μωϋσή λέγοντάς του «εγώ είμι ο Ων». Αυτό το όνομα λέγεται όχι «εν σχέσει» προς κάτι, διότι περιγράφει τον Θεό ως Αυτοζωή- Υπαρξη. Στο ίδιο κείμενο ο άγιος «ετυμολογεί» τη λέξη Θεός είτε από το θέειν= τρέχειν (κινητικότητα), είτε από αίθειν-λάμπειν (φωτιά, που κατακαίει την αμαρτία).

Εκείνο, στο οποίο οι Θείοι Πατέρες επιμένουν είναι η ορθή ερμηνεία των Περί του ενσαρκωθέντος Θεού εκφράσεων στη βίβλο, διότι εάν δεν ξεχωρίσει κάποιος τα «ονόματα της οικονομίας» από τα ονόματα της δόξας (προκειμένου περί του Υιού) είναι αδύνατον να συλλάβει το αληθές περιεχόμενο της «Εν Χριστώ» αποκαλύψεως. Με την όντως Θεοφώτιστη αυτή διάκριση, ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος παρουσιάζεται ως καταλύτης των «ρητορικών σαλπισμάτων» των αιρετικών, δινοντάς μας το κλειδί με το οποίο μπορούμε να αναγνώσουμε ορθοδόξως τις βιβλικές εκφράσεις, τιμώντας έτσι το Θεανθρώπινο Μυστήριο (το τόσο σκανδαλώδες για την Ορθολογική Διανόηση, την αρχαία και την σύγχρονη).


Όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, τόσο προχώρησε και ο Αγ.Γρηγόριος στην έκθεση της Θεότητας του Υιού και Λόγου. Για ερωτήματα, που οπωσδήποτε υπερβαίνουν τη λογική κατανόηση, μας λέει «ότι κατάλαβες, αγάπησέ το μέσα σου, το άλλο ας μείνει στους θησαυρούς της βασιλείας των ουρανών».«Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και αντάξιος της θεότητας; Τις εντολές φύλαττε, να προχωρείς σύμφωνα με τα προστάγματα (του Θεού), γιατί η πράξη είναι εφαρμογή της θεωρίας».

Μόνον αυτή η «έμπρακτος» βίωση των Θείων Δογμάτων είναι ικανή να προφυλάξει τον άνθρωπο από μια μονόπλευρη «θεωρητική» προσέγγιση της αλήθειας, η οποία μάλιστα αρκετά συχνά έγινε αιτία συμφορών για το Αγιο σώμα του Χριστού, δηλαδή την Ιστορική Εκκλησία του.



ΚΕΙΜΕΝΟ 

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 184


Όμως η ανάπτυξή μου γύρω από τις αντίθετες καταστάσεις του Χριστού είναι αρκετή, αφού έχει φθάσει στο σημείο, να γίνεται πλέον μια ρίζα, μια συνεχής υπόμνηση γι` αυτούς που θέλουν μια μεγαλύτερη εμβάθυνση, για να οδηγηθούν μόνοι τους στην τελειότερη επεξεργασία και κατανόηση των κειμένων. Το ίδιο άξιο με όσα είπα πριν είναι όχι μόνο να προσπεράσουμε απαρατήρητα τα ονόματα του Υιού, που είναι και πολλά και δηλώνουν περισσότερα, αλλά και να παρουσιάσουμε τι θέλει να μας πει το καθένα από αυτά και να δείξουμε το μυστήριο αυτών των ονομάτων.

Ας αρχίσουμε όμως από εδώ: το Θείο δεν μπορεί κανείς να Το εκφράσει με ονόματα. Αυτό όχι μας το λέει καθαρά ο λογισμός μας, αλλά οι πιο σοφοί και παλαιοί απ` τους Εβραίους το διατύπωσαν τόσο, ώστε αν μπορεί κάποιος να το καταλαβαίνει. Διαφορετικά, πως αυτοί που τίμησαν το Θείο με πολύ ιδιαίτερους τρόπους και δεν ανέχθηκαν ούτε να γράφεται και ο Θεός με τα ίδια γράμματα που γράφεται κάτι κατώτερο απ` τον Θεό, επειδή νόμιζαν, ότι το Θείο πρέπει να είναι όχι κοινό με τα δικά μας, ακόμη και σ` αυτό, θα είχαν δεχθεί να δηλώνεται με μια φθαρτή λέξη η άφθαρτη φύση Του, που είναι τελείως ξεχωριστή. Διότι, όπως κανείς ποτέ δεν ανάπνευσε όλο τον αέρα έτσι, και μάλιστα σε απόλυτο βαθμό, ούτε μυαλό κατάλαβε την Ουσία του Θεού, ούτε καμία λέξη συμπεριέλαβε ποτέ το νόημά της.


Πολύ απλά όλα αυτά που δηλώνουν Αυτόν τα σκιαγραφούμε περίπου με βάση όσα ξέρουμε γύρω από Αυτόν, και έτσι σιγά-σιγά φτιάχνουμε μια αμυδρή εικόνα και μάλιστα διαφορετική κάθε φορά, ανάλογα με εκείνο που είχαμε στο μυαλό μας. Για μας, λοιπόν, άριστος θεολόγος δεν είναι όποιος βρήκε τα πάντα, γιατί το «πάντα» δεν μπορεί να το δεχθεί ο απλός άνθρωπος, αλλά εκείνος που θα φανταζόταν κάτι περισσότερο από άλλους και θα συγκέντρωνε στον εαυτό του μια καλύτερη εικόνα της αλήθειας ή μια σκιά της, ή πώς αλλιώς να το πούμε άραγε;


Από ότι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ονόματα πιο κοντά στην Ουσία είναι τα «ο Ων» (αυτός που υπάρχει) και «Θεός». Και από αυτά περισσότερο «ο Ων». Όχι μόνο επειδή, όταν ο ίδιος μιλούσε στον Μωυσή πάνω στο βουνό και εκείνος απαιτούσε να του πει το όνομά Του, ή τουλάχιστον ποιο είναι, χαρακτήρισε τον εαυτό Του έτσι και τον διέταξε να πει στο λαό ότι «με απέστειλε ο Ων», αλλά και επειδή διαπιστώνουμε ότι ανταποκρίνεται πιο πολύ στα πράγματα. Πραγματικά, η λέξη «ο Θεός» έστω και αν ετυμολογείται από τους ειδικούς από το «θέειν» ή «αίθειν», επειδή κινείται πάντα και εξαφανίζει τις πονηρές δυνάμεις – γι` αυτό ακριβώς το λόγο λέγεται και φωτιά που καίει- όμως είναι μια από εκείνες που λέγονται σχετικά με κάτι, και όχι ανεξάρτητα. Κατά τον ίδιο τρόπο η λέξη Κύριος θεωρείται και αυτή σαν ένα όνομα του Θεού, αφού και η Γραφή λέει: «εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, αυτό είναι το όνομά μου».


Αντίθετα όμως εμείς αναζητάμε την Ουσία, στην οποία το «είναι» είναι καθεαυτό, και όχι συνδεμένο με κάτι άλλο. Το «Ων» λοιπόν είναι πραγματικά το όνομα που ταιριάζει στον Θεό και μάλιστα σ` ολόκληρο τον Θεό, αφού ούτε αλλοιώνεται σε κάτι άλλο, είτε πριν είτε μετά από αυτό, απλούστατα γιατί τέτοιο πράγμα ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ. Από τα άλλα ονόματα, άλλα δηλώνουν την εξουσία και άλλα την οικονομία και μάλιστα και με τις δυο έννοιες της. Η μια είναι «κάτι το πάνω από το σώμα» ενώ η άλλη « με το σώμα». Π. χ. «ο Παντοκράτορας», «ο βασιλιάς της δόξας» ή «των αιώνων» ή «των δυνάμεων» ή «του αγαπητού» και το «ο Κύριος» ή «Σαβαώθ» δηλαδή «των στρατιών» ή «των δυνάμεων». Όλα αυτά σαφώς δηλώνουν την εξουσία Του.

Τα «ο Θεός που σώζει» ή «ο Θεός που τιμωρεί», ή «της ειρήνης» ή «της δικαιοσύνης» ή «Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ» και «ολόκληρου του Ισραήλ», που βλέπει το Θεό δηλώνουν την οικονομία. Και αφού εμείς έχουμε και αυτά τα τρία δηλαδή το φόβο της τιμωρίας, την ελπίδα της σωτηρίας, και μαζί μ` αυτή και ελπίδα δόξας, και την άσκηση των αρετών. Απ` αυτά πάλι προέρχονται τα ακόλουθα: Το όνομα « θεός των εκδικήσεων» προξενεί το φόβο. Το όνομα «Θεός των εκδικήσεων» προξενεί τον φόβο. Το όνομα «Θεός της σωτηρίας» προκαλεί την άσκηση για την απόκτησή τους, ώστε με τη σκέψη ότι αν κατορθώνει κάποιος κάτι από αυτές και φέρνει μέσα του το Θεό, να προχωρά πολύ πιο σταθερά και αποφασιστικά προς την τελειότητα και την θέωσή του, που είναι συνέπεια των αρετών.


Βέβαια όλα αυτά τα ονόματα είναι κοινά για όλη τη Θεότητα. Το ιδιαίτερο όνομα του Άναρχου είναι Πατέρας, Αυτού που γεννήθηκε άναρχα είναι Υιός και του Αγέννητου αλλά προερχόμενου από τον Πατέρα, είναι Άγιο Πνεύμα.


Τώρα ας έρθουμε στα ονόματα του Υιού, αφού άλλωστε αυτός ήταν και ο αρχικός στόχος της ομιλίας μας.


Έχω τη γνώμη ότι: λέγεται Υιός, επειδή ως προς την Ουσία είναι βέβαια το ίδιο με τον Πατέρα, όχι όμως μόνο επειδή λέγεται Υιός, αλλά και επειδή γεννήθηκε από Εκείνων.


Λέγεται Μονογενής, όχι μόνο επειδή μόνο Αυτός γεννήθηκε απ` τον Πατέρα, αλλά και επειδή γεννήθηκε με έναν τρόπο μοναδικό, και όχι όπως τα σώματα.


Λέγεται Λόγος, επειδή έχει με τον Πατέρα τα σχέση που έχει η λογική μας με το μυαλό μας. Αυτό όχι μόνο επειδή γεννήθηκε χωρίς να πάθει κάποια αλλοίωση, αλλά και επειδή διατηρεί μαζί Του απόλυτη συνάφεια αλλά και εξαγγέλλει το θέλημά Του. Θα μπορούσες ακόμα να πεις ότι έχει τη σχέση που έχει ο ορισμός με αυτό που ορίζεται, αφού η λέξη «λόγος» έχει και τη σημασία του ορισμού. Και πράγματι λέει: «αυτός που εννοεί τον Υιό εννοεί τον Πατέρα». Σύντομη και εύκολη απόδειξη του τι είναι Πατέρας είναι ο Υιός, διότι κάθε γέννημα είναι μια σιωπηλή μαρτυρία Εκείνου που το γέννησε.


Αλλά και αν ακόμα πει κάποιος ότι ονομάζεται Λόγος, επειδή υπάρχει σε όλα τα όντα, δε θα έχει κάνει λάθος στη σκέψη του. Γιατί υπάρχει τίποτα που να μη συνεχίζει τη ζωή του εξαιτίας του Λόγου;

Λέγεται Σοφία, επειδή είναι η γνώση όλων των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να αγνοεί ο δημιουργός την αληθινή υφή όσων δημιούργησε;


Λέγεται Δύναμη, επειδή συντηρεί τα δημιουργήματα και τους δίνει δύναμη να μη διαλύονται.


Λέγεται Αλήθεια, επειδή ως προς την Ουσία είναι ένα και όχι πολλά. Πράγματι η αλήθεια είναι μια, ενώ το ψέμα έχει πολλές όψεις. Και ακόμα επειδή είναι η ακριβής σφραγίδα του Πατέρα και ο αψεγάδιαστος χαρακτήρας Του.


Λέγεται Εικόνα, επειδή είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Και επειδή Αυτός προέρχεται από Εκείνον και όχι ο Πατέρας από Αυτόν. Γιατί αυτή είναι η φύση της Εικόνας: είναι μια απομίμηση του πρώτου, εκείνου του οποίου ονομάζεται εικόνα. Σ` αυτή την περίπτωση όμως έχουμε κάτι περισσότερο. Πραγματικά στις άλλες περιπτώσεις η εικόνα είναι μια απομίμηση χωρίς κίνηση από ένα πράγμα με κίνηση, ενώ εδώ είναι εικόνα κάποιου ζωντανού και μάλιστα «ζωντανή» εικόνα, που είναι περισσότερο απαράλλακτη εικόνα του Προτύπου Του, από ότι ο Σηθ του Αδάμ και κάθε άλλου πατέρα το γέννημα. Γιατί αυτή είναι η φύση των απλών, ότι δε μοιάζουν σε κάτι, διαφέρουν σε κάτι άλλο, αλλά είναι στο σύνολό της απόλυτη μίμηση ολόκληρου του Προτύπου, ή καλύτερα είναι ακριβώς το ίδιο, και όχι κάτι που του μοιάζει καταπληκτικά.


Λέγεται Φως, επειδή είναι η λαμπρότητα των ψυχών που εξαγνίζονται με τη δύναμη και του θείου λόγου και της αγίας ζωής τους. Γιατί αν η αμαρτία και η άγνοια είναι σκοτάδι, ασφαλώς η γνώση και η ζωή δίπλα στο Θεό πρέπει να είναι φως.


Λέγεται ζωή, επειδή είναι φως και επειδή Αυτός και φέρνει σε ύπαρξη και δίνει «ουσία» σε κάθε λογική φύση. Γιατί «εξαιτίας Αυτού ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε», σύμφωνα με το διπλό αποτέλεσμα του εμφυσήματος του Θεού. Και μάλιστα όλοι μας όσοι είμαστε άξιοι, παίρνουμε απ` το εμφύσημα εκείνο και πνοή ζωής και Άγιο Πνεύμα, και μάλιστα όσο είμαστε άξιοι και δεκτικοί στο μυαλό μας.


Λέγεται δικαιοσύνη, επειδή δίνει στον καθένα αυτό που του αξίζει και είναι δίκαιος διαιτητής μεταξύ της ψυχής και του σώματος, ώστε το ένα μεν να άρχει ενώ το άλλο να άρχεται, και στην Εκκλησία αυτό που είναι πνευματικά υψηλότερο να έχει ηγετική θέση έναντι του πνευματικά κατώτερου, και να μην είναι πλέον δυνατόν να ξεσηκώνεται το κατώτερο κατά του υψηλότερου.


Λέγεται Αγιασμός, επειδή Αυτός είναι η καθαριότητα μας, ώστε ο Καθαρός να βρίσκει θέση στην καθαριότητά μας.


Λέγεται Απολύτρωση, επειδή μας ελευθερώνει, ενώ ήμασταν δούλοι της αμαρτίας και δίνει για μας σαν λύτρο, που καθάρισε την Οικουμένη, τον Εαυτό Του.


Τέλος λέγεται Ανάσταση, επειδή μας δίνει την ανάσταση από εδώ, και ενώ μας έχει νεκρώσει η αμαρτία, μας επαναφέρει στη ζωή.




ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ


H διανοητική προσέγγιση των θείων πραγματικοτήτων ακολουθεί συνήθως μια αλυσιδωτή πορεία. Το ένα ερώτημα διαδέχεται το άλλο, που με τη σειρά του προκαλεί καινούριες απορίες προς διερεύνηση. Ενώ δεν είχε τελειώσει ακόμα η διαμάχη σχετικά με την υπόσταση του Χριστού, μια άλλη εξίσου σοβαρή διαμάχη εμφανίσθηκε στους κόλπους της εκκλησίας , που αφορούσε το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος, περί του οποίου μαρτυρεί η Γραφή. 

Ο π.Αντώνιος του Σουρόζ ονόμασε αυτή τη «διανοητική» προσέγγιση των Αγιο-Γραφικών αληθειών ως «επίθεση του νοός» (που υποχρέωσε την εκκλησία να στραφεί στην οριοθέτηση της αλήθειας, με την έκθεση θεοδίδακτων όρων). Επίθεση που ως γνωστόν απορρόφησε το ενδιαφέρον για κάποιους αιώνες και ανέπτυξε τους υγιείς «αμυντικούς μηχανισμούς» των πατέρων.

Οι Αγιοι προχώρησαν σε διαυγή έκθεση του Δόγματος « τω βραχεί ρήματι και πολλή συνέσει », με διασάφηση των Αγιογραφικών όρων και σε κλίμα άσκησης και προσευχής. Η Αγία Τριάδα αφ’ ενός και η θεανθρωπότητα του Χριστού αφ’ ετέρου δεν συνιστά «επινόηση» της πατερικής σκέψεως (όπως ασεβέστατα έχουν υποθέσει οι πάσης φύσεως αρνητές ), αλλά φανέρωση της αιωνίου υπάρξεως του Θεού ως κοινωνίας προσώπων, που αντιτίθεται σε κάθε μονολιθική, μοναρχική τάση του ανθρώπινου πνεύματος.

Ο Θεός είναι μια Φύσις άκτιστος, η οποία « οικονομικώς » έρχεται σταδιακά προς τον κόσμο, Αυτοαποκαλυπτόμενη μέσα από τις «ρήσεις» και τα αινίγματα των προφητών, ως Ενότης και ταυτόχρονα ως Τριαδικότης.

Η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να προχωρήσει μέχρις ενός ορισμένου σημείου, στην απόπειρά της να συμβιβάσει την Ενότητα με την Τριαδικότητα του θεού. Ωστόσο δεν επαρκούν στον άνθρωπο οι «κατηγορίες» που διαθέτει, για την πλήρη κατανόηση του «υπερ νούν και λόγον» δόγματος της γραφής.


Η θεότης δεν φανερώνεται «αθρόον» στην εποχή της Π.Διαθήκης, διότι η σκέψη των ανθρώπων έχει ακόμα την τάση προς την πολυθεϊα και εύκολα μπορεί να παρερμηνεύσει την αιώνια υπόσταση των τριών θεϊκών προσώπων. Η Παλαιά Διαθήκη «εισάγει» στον κόσμο τον πατέρα, παρουσιάζει δε «αμυδρά» τον Υιό, ως «άσαρκο λόγο». Η Καινή Διαθήκη στη συνέχεια, (και αφού έχει «στερεωθεί» η περί του Πατρός διδασκαλία), κηρύττει φανερά τον Υιό και Λόγο, προαναγγέλει δε τον ερχομό του πνεύματος, δια του οποίου συγκροτείται ο θεσμός της εκκλησίας και επιτελούνται τα Αγια Μυστήρια.


Η Σταδιακή Φανέρωση της Τριάδος, δεν σημαίνει πως κάθε πρόσωπο δρα σε διαφορετικούς χρόνους, εφ’ όσον «αδιάκοπα» «ο πατήρ δι Υιού εν Αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα». Τα τρία στάδια της αποκαλύψεως, απλώς δείχνουν το «ανέτοιμο» του ανθρώπου να αντιληφθεί ορθώς την αληθινή περί θεού διδασκαλία, οπότε υπάρχει «συγκατάβασις» σε αυτή την αδυναμία, του θεού επιτρέποντος κάθε φορά να αποκαλύπτεται «ένα μέρος» της περί Τριάδας αλήθειας (με στόχο την αφομοίωσή της από τον άνθρωπο) "χωρίς να πιεσθούμε", όπως λέει ο Αγιος Γρηγόριος, "αλλά αφού πρώτα πεισθούμε".

Αυτή η παρατήρηση μας βοηθεί να αναγνώσουμε ορθοδόξως τις βιβλικές μαρτυρίες και εκφράσεις για το θεό, θαυμάζοντας το "βάθος του πλούτου της σοφίας Του" , για τους τρόπους με τους οποίους μας οδηγεί στην αληθινή θεογνωσία.



ΚΕΙΜΕΝΟ 

ΣΤΑΔΙΑΚΗ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 236



Δύο λαμπρές αλλαγές του τρόπου της ζωής μας έχουν γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, οι οποίες και δύο Διαθήκες καλούνται, και σεισμοί της γης, διότι αποτελούν μια περιβόητη πραγματικότητα. Η πρώτη είναι η μετάβαση από τα είδωλα στο νόμο και η δεύτερη από το νόμο στο Ευαγγέλιο. Όμως και τρίτος σεισμός μας έχει αναγγελθεί, η μετάσταση δηλαδή από τα εδώ στα εκεί, τα μη πλέον κινούμενα και σαλευόμενα. Αυτό έχουν πάθει και οι Δύο Διαθήκες.

Τι είναι αυτό ; Δεν μετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε με την πρώτη κίνηση για πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Για ποιο λόγο ; Διότι είναι αναγκαίο να ξέρουμε. Για να μην πιεσθούμε αλλά να πεισθούμε. Διότι αυτό που γίνεται παρά τη θέληση μας, δεν είναι μόνιμο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα ρεύματα και τα φυτά. Όμως αυτό που γίνεται με τη θέληση μας, και μονιμότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο αυτού που μας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό μας· και το ένα πάλι είναι έργο της επιείκειας του Θεού, το άλλο της τυραννικής εξουσίας.


Δεν ενόμισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να θέλουμε να μας κάνει καλό, αλλά να μας ευεργετεί, όταν εμείς το θέλουμε. Γι’ αυτό, για παιδαγωγικούς και ιατρικούς λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιμα και άλλα επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι, όπως ακριβώς κάνουν και οι γιατροί στους αρρώστους, δηλαδή για να γίνει αποδεκτή η θεραπεία με φάρμακα, αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους με προϊόντα περισσότερο ευχάριστα.


Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ’ αυτά που είχαν γίνει συνήθεια και τιμούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τι εννοώ δηλαδή ; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα, αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή.

Έπειτα, όταν οριστικά συμβιβάστηκαν με αυτή την αφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ’ αυτούς, δηλαδή οι Ιουδαίοι τις θυσίες και οι χριστιανοί την περιτομή. Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί, αφού οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς το Ευαγγέλιο με αυτές τις επιμέρους αλλαγές. Θα σε πείσει γι’ αυτό ο Παύλος, ο οποίος προερχόμενος από περιτομές και αγνισμούς έλεγε: «Όσο για μένα αδελφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, εάν κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής; ». Εκείνο ήταν σημείο οικονομίας· αυτό είναι δείγμα της τελειότητας.


Με αυτό τον τρόπο μπορώ να εικάζω ότι αφορά στην θεολογία, όσο όμως είναι δυνατόν, από τ’ αντίθετα. Διότι, πράγματι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όμως με τις προσθήκες επιτυγχάνεται η τελειότητα. Βέβαια, έτσι είναι. Εκήρυττε φανερά η Παλαιά Διαθήκη τον Πατέρα και αμυδρότερα τον Υιό. Φανέρωσε η Καινή Διαθήκη τον Υιό, υπέδειξε τη θεότητα του Πνεύματος. Δρα τώρα το Πνεύμα, κάνοντας μας σαφέστερη τη φανέρωσή του.

Διότι δεν θα ήταν ασφαλές, χωρίς πρωτύτερα να ομολογηθεί η θεότητα του Πατρός, να κηρύσσεται φανερά ο Υιός· ούτε προτού να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Υιού, να «επιφορτισθούμε» με το Πνεύμα το άγιο, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν και στο κατά δύναμη, όπως ακριβώς με όσους, οι οποίοι αφού φάνε πάνω από την αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την όραση πάνω από τη δύναμη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν ασθενέστερη.


Αντιθέτως, με τις βαθμιαίες προσθήκες και όπως είπε ο Δαβίδ, με τις αναβάσεις και με τις από δόξα σε δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάμψει στους πιο φωτισμένους. Και νομίζω, ότι γι’ αυτό τον λόγο και στους μαθητές επιδημεί σταδιακά, ανάλογα με την ικανότητα εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου, μετά το πάθος μετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύματα, όταν εμφυσείται και όταν εμφανίζεται ως πύρινες γλώσσες.


Και από τον Ιησού φανερώνεται σταδιακά, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ ο ίδιος, αν μελετήσεις με περισσότερο επιμέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να μη νομίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως μιλάει από κάποια άλλη εξουσία. Έπειτα «θα στείλει» ο Πατέρας, αλλά «στο όνομα μου»· αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω», το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια με το «θα στείλω» διακήρυξε το δικό του αξίωμα· κατόπιν με το «θα έλθει» διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύματος.


Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισμούς που μας φωτίζουν και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούμε και εμείς, και ούτε να τη φανερώνουμε μια και καλή, ούτε να την αποκρύπτουμε τελείως. Διότι το ένα δείχνει έλλειψη διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι μπορεί να βλάψει τους άπιστους, ενώ το άλλο ν’ αποδιώξει τους δικούς μας. Όμως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο μυαλό άλλων, αλλά εγώ θεωρώ καρπό της δικής μου διανοίας, θα το προσθέσω σ’ αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί.

Κατά τον Σωτήρα ήσαν μερικά, για τα οποία έλεγε στους μαθητές ότι δεν μπορούσαν τότε να τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει με διδασκαλίες, ίσως για τους λόγους που ανέφερα, και γι’ αυτό δεν τα αποκάλυψε. Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα μας τα διδάξει το Άγιο Πνεύμα, όταν θα κατέλθει.


Ένα από αυτά (που θα μας διδάξει) είναι, νομίζω, και η ίδια η θεότητα του Πνεύματος, η οποία αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού μετά την αποκατάσταση του Σωτήρα, τυχαίνει να είναι ώριμη και καταληπτή η γνώση, αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύμα. Τι λοιπόν θα ήταν πιο μεγάλο, αυτό που εκείνος υποσχέθηκε ή αυτό που το Πνεύμα δίδαξε ; Εάν βέβαια πρέπει σαν κάτι μεγάλο να νομίζουμε και άξιο της μεγαλοπρέπειας του Θεού, αυτό το οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.


Έτσι λοιπόν πιστεύω γι’ αυτά και μακάρι έτσι να πιστεύω εγώ, και όποιος μου είναι αγαπητός. Να τιμάμε δηλαδή ως Θεό τον Πατέρα, Θεό τον Υιό, Θεό το Πνεύμα το άγιο, τρεις οι ιδιότητες, αλλά μια η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς τη δόξα, την τιμή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος από τους θεοφόρους άνδρες λίγο προγενέστερα. Και όποιος δεν πιστεύει έτσι ή προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλάζοντας συνεχώς την πίστη του και σκέπτεται με επιπολαιότητα, γι’ αυτά που είναι τόσο σπουδαία, ας μη δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή, ούτε τη δόξα της ουράνιας λαμπρότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου