Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑ

 

Τα Θρησκευτικά στις Θερμοπύλες της ιστορίας τους


 

Τσαγκάρη Παναγιώτη

Υπ. Δρ. Θεολογίας,

Γενικού Γραμματέα της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων

Ομιλία στην Ημερίδα

«Σύγχρονη Παιδεία και Ελληνορθόδοξη Παράδοση»

που διοργάνωσαν τα Ορθόδοξα Χριστιανικά Σωματεία Αθηνών την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020 και ώρα 5.00 μ.μ. στο Ξενοδοχείο Caravel.

 

Σεβαστοί πατέρες, Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

 

Προέρχομαι από μία πύλη εισόδου των μεταναστών στη χώρα μας, το ακριτικό νησί της Λέσβου. Όποιος όμως, ζει εκεί ή έστω επισκεφθεί για λίγο αυτή την περιοχή, εύκολα διαπιστώνει ότι η συντριπτική πλειονοψηφία των κατοίκων της -όπως εξάλλου συμβαίνει και με την πλειονοψηφία των κατοίκων των υπόλοιπων περιοχών που πλήττονται από το ολοένα και διογκούμενο μεταναστευτικό πρόβλημα- οδηγούνται από την εμπειρία τους, στο συμπέρασμα ότι είναι ψευδέστατη, παραπλανητική και προπαγανδιστική η πρόταση ότι είμαστε ή θα γίνουμε πολυπολιτισμική κοινωνία. Όπως απελπισμένα ομολογούν, οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, η ορθή διατύπωση είναι ότι μάλλον οδεύουμε, προς την πραγμάτωση του τελικού σκοπού ενός σχεδίου που θέλει τη δημιουργία μιας κοινωνίας και μιας χώρας μη ορθόδοξα χριστιανικής και ουσιαστικά μη δημοκρατικής. Μάλιστα, έντρομοι οι κάτοικοι της παραμεθορίου, διαπιστώνουν ότι και οι πόλεμοι σε όλο τον πλανήτη, ολότελα να σταματήσουν, οι μεταναστευτικές ροές δεν πρόκειται να σταματήσουν διότι, εφευρέθηκε νέα αιτία μετανάστευσης, η κλιματική αλλαγή!

 

Ο ΟΗΕ ήδη, προειδοποιεί ότι  «ο κόσμος πρέπει να προετοιμαστεί για εκατομμύρια κλιματικούς πρόσφυγες»! Ακόμη και η Γερμανία δια στόματος του υπουργού Εσωτερικών της Χορστ Ζεεχόφερ κρούει τον κώδωνα για τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης μετανάστευσης στην ΕΕ και προειδοποιεί λέγοντας ότι «τα σύνορα (της Γερμανίας), θα γίνουν πύλη εισβολής για ανθρώπους που επιδιώκουν κάτι άλλο από το να τύχουν προστασίας.» Κάποιοι ήδη μιλάνε για 250 εκατομμύρια νέων μεταναστών που θα προστεθούν στα 750 εκατομμύρια των Ευρωπαίων πολιτών! Άραγε, τι συμβαίνει και τι θα συμβεί τελικά;

 

 

Για να επιστρέψουμε στα καθ΄ ημάς, οι κάτοικοι των ακριτικών περιοχών που κατά κύριο λόγο πλήττονται από τις μεταναστευτικές ροές, πιστεύουν ότι εκ των πραγμάτων, είναι απόλυτα εφικτός ο στόχος να μετατραπούμε ταχύτατα, καταρχήν σε μια διπολιτισμική – χριστιανομουσουλμανική κοινωνία και έπειτα, σε μια κυριολεκτικά, αμιγώς ισλαμική χώρα. Ο στόχος αυτό υπηρετείται άριστα, διαμέσου των αθρόων λαθρομεταναστευτικών κυμάτων που ανεξέλεγκτα διοχετεύονται, κατά μια άλλη ανάγνωση, εισβάλλουν στην Ελλάδα, με απώτερο σκοπό την αντικατάσταση των γηγενών πληθυσμών ή όπως διαφορετικά καταγγέλλεται, διαμέσου του αθόρυβου ειρηνικού εποικισμού της χώρας(σημειωτέον ότι ο εποικισμός απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο και το Σύνταγμά μας), καθόσον μάλιστα, το 90% των εισερχόμενων μεταναστών είναι νεαροί άρρενες ισλαμιστές και όσοι εξ  αυτών είναι έγγαμοι, είναι ταυτόχρονα πολύτεκνοι ή  υπερπολύτεκνοι.

 

Όλα τα παραπάνω τα αναφέρουμε διότι καταγγέλθηκαν δημόσια, από τα πλέον επίσημα χείλη του περιφερειάρχη Βορείου Αιγαίου, κ. Κώστα Μουτζούρη[4] ο οποίος μιλώντας για «Σχέδιο υποκατάστασης του πληθυσμού», είπε χαρακτηριστικά, ότι «Θέλουμε αποτροπή. Η πατρίς κινδυνεύει. Δεν μ' ενδιαφέρει τι λένε οι συνθήκες», λέγοντας επίσης, ότι «Θέλουν να μας επιβάλλουν άλλο τρόπο ζωής, άλλη θρησκεία», αναφερόμενος παράλληλα και στον επιχειρηματία Σόρος και τον ρόλο του. Να υπενθυμίσουμε επίσης και τις σχετικές δηλώσεις του βουλευτή Λέσβου της ΝΔ Χαράλαμπου Αθανασίου ο οποίος εξέφρασε το φόβο του «ότι η Λέσβος θα γίνει μία νέα Ροδόπη».

 

 

 

   Κατόπιν όλων αυτών, δεν είναι άραγε βάσιμος ο φόβος που εκφράζεται από τους απελπισμένους νησιώτες μας ότι στην εκκολαπτόμενη αυτή χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα φυτοζωεί για δείγμα, μια φθίνουσα ορθόδοξη χριστιανική μειονότητα; Και πόσο άραγε απέχει από την αλήθεια, ο ισχυρισμός ότι μελλοντικά αυτή η χριστιανική μειονότητα ίσως, θα πρέπει με κάθε θυσία, να εξαφανιστεί ολότελα ή από μόνη της ή ακόμα και βίαια, όπως συμβαίνει στις χριστιανικές μειονότητες πολλών χωρών της μέσης Ανατολής αλλά και στους χριστιανικούς πληθυσμούς άλλων σημείων του πλανήτη μας, καθώς ο Χριστός πάντα ενοχλεί την καθεστηκυία τάξη του ψέματος και της υποκρισίας;

 

 Μήπως λοιπόν, τελικά, όταν μιλάμε για μια οικοδομούμενη πολυπολιτισμική κοινωνία στην Ελλάδα είναι ακριβέστερο να εννοούμε μια υπό κατασκευή ελληνική(;) μουσουλμανική κοινωνία που θα περιλαμβάνει μια ορθόδοξη χριστιανική μειονότητα;

 

 

Βέβαια, ως χριστιανοί οφείλουμε να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους, να μην προτρέπουμε σε καμία παρανομία, να καταδικάζουμε την χρήση κάθε βίας αλλά ταυτόχρονα και εκ της θέσεως μας είμαστε υποχρεομένοι να μην εθελοτυφλούμε μπροστά σε υπαρκτά προβλήματα, να λαμβάνουμε υπόψη όλες τις απόψεις, κρίνοντάς τες κατά το μέτρο των δυνάμεών μας, διαφυλάττοντας έτσι, τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της πατρίδας και των Ελλήνων. Όπως παρατηρούμε όμως, τείνει πλέον, να γίνει κοινή πεποίθηση σ΄ ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, ότι στη διαδικασία της δημιουργίας αυτού του υβριδικού κρατικού μορφώματος που προαναφέραμε, δεν έχει σημασία αν οι πολιτικοί και οι πολιτικοί χώροι που επιλέγονται από τα διάφορα παγκόσμια κέντρα αποφάσεων για να πραγματοποιήσουν τη μετάβαση της χώρας σε αυτό το νέο καθεστώς, είναι αριστεροί ή δεξιοί πολιτικοί, αρκεί μόνον να δηλώνουν πίστη στα οράματα της Νέας Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων που οικοδομείται και να υπηρετούν με το αζημίωτο μάλιστα, πιστά τα σχέδια των μεγάλων αφεντικών.

 

 

Για το σκοπό αυτό άλλωστε, από τα εν λόγω κέντρα αποφάσεων, χρησιμοποιούνται πολιτικοί χώροι και πολιτικοί με έντονη την ιδεολογία της Οικοφοβίας η έννοια της οποίας είναι αντίθετη της ξενοφοβίας. «Οικοφοβία, κατά τον Βρετανό φιλόσοφο Ρότζερ Σκράτον (Roger Scruton, 1944-2020),  είναι η εγγενής ανάγκη να υποβαθμίζεις τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, και τους θεσμούς της δικής σου πατρίδας, της δικής σου κοινωνίας, θαυμάζοντας τα αντίστοιχα άλλων λαών, και άλλων εθνοτήτων»

 

Έχουμε φθάσει όμως, στο σημείο όπου κοινό χαρακτηριστικό όλων εκείνων που εργάζονται στο σχεδιασμό της μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας, να είναι, όχι απλά το να διακατέχονται από την ιδεολογία της οικοφοβίας αλλά κυριολεκτικά το να μισούν κάθετι ελληνικό και ορθόδοξα χριστιανικό. Αυτό που συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία σήμερα, θα λέγαμε «δεν είναι μόνο πρόβλημα ψωμιού αλλά και μίσους»(Σαλβαντόρ Κορντόν). Αυτό το μίσος έχει μετατραπεί κυριολεκτικά σε ιδεολογία, σε μια ιδεολογία που διαποτίζει κυρίως την αριστερή κουλτούρα η οποία από ανέκαθεν ήταν διεθνιστική και εθνομηδενιστική και ταυτόχρονα, αθεϊστική και χριστομαχική. Τα  τελευταία χρόνια όμως, αυτή η ιδεολογία του μίσους προς κάθετι ορθόδοξα χριστιανικό και ελληνικό, διαπερνά και όλο το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα καθώς, καριερίστες πολιτικοί από  την άκρα αριστερά έως την άκρα δεξιά εγκολπώνονται αυτή την, όπως την ονομάζουν, πολιτικά ορθή κουλτούρα(politically correct culture) και εντάσσονται έτσι, ηθελημένα ή αθέλητα στην υπηρεσία εκείνων που προωθούν τη δημιουργία μιας πραγματικά άλλης Ελλάδας(!) σε μια Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων και το πέρασμά της σε μια Νέα Εποχή! Η φορά των πραγμάτων λοιπόν, τείνει να επιβεβαιώσει απόλυτα, εκείνους που υποστηρίζουν ότι ο δυτικός πολιτισμός και Χριστιανισμός θα καταστραφούν από μέσα!

 

 

Όλοι, όσοι εντάσονται σε αυτή τη διαδικασία, δηλαδή της καταστροφής εκ των έσω, του δυτικού πολιτισμού και του Χριστιανισμού,  εξυπακούεται πως είναι απαραίτητο, να πιστεύουν αλλά και να δηλώνουν προς τον λαό, σε κάθε ευκαιρία, ότι ακολουθώντας την κατ΄ αυτούς, σοφή μέση οδό αγωνίζονται για το καλό όλων των Ελλήνων, ότι όλα τα πραγματοποιούν για το καλώς εννοούμενο συμφέρον της Ελλάδας και της πίστης γι΄ αυτό και αποφεύγουν τις ακραίες πολιτικές και γενικά «τα άκρα»,  τα οποία μάλιστα, φροντίζουν να απομονώνουν πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά στιγματίζοντάς τα συλλήβδην ως ακροδεξιά.

 

 

 

    Πολλοί εξ  αυτών, εξάλλου, είναι συνήθως, οι χαμαιλέοντες του ελληνικού κράτους και της πίστης που αλλάζουν χρώμα κι ένδυμα ανάλογα με τις περιστάσεις, ώστε να επιβιώνουν σε κάθε πολιτική και εκκλησιαστική κατάσταση και πάντοτε να ευημερούν.

Τα πολιτικά και κοινωνικά ιδεολογικά αυτά ρεύματα αλλά συνάμα και οι προαναφερόμενες ραγδαίες εξελίξεις και αλλαγές ή ακόμη και οι χαρακτηριζόμενες ως συνομωσιολογικές θεωρίες που αναφέρουμε ως υποθέσεις εργασίας, δεν αφήνουν ανέγγιχτους τους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς χώρους και κυρίως το μάθημα των Θρησκευτικών.

 

 

Στα πλαίσια αυτά, πολλοί από τους οπαδούς της μετάλλαξης της χώρας σε μια «ανοιχτή κοινωνία»(Open Society), κυριολεκτικά επενδύουν με σημαντικές προσδοκίες, αγωνιζόμενοι, μάλιστα, με κάθε τρόπο και κάθε θυσία, εδώ και μια περίπου δεκαετία, με στόχο να επιβάλλουν ένα «ανοιχτό, πολυπολιτισμικό μάθημα Θρησκευτικών» όπως το χαρακτηρίζουν, μέσα σε μια, σύμφωνα με τα διαφαινόμενα σχέδια, υποτιθέμενη πολυπολιτισμική κοινωνία, λόγω των ανεμπόδιστα συνεχιζόμενων μεταναστευτικών ροών.  Σε ένα τέτοιου είδους «σύγχρονο και πολιτικά ορθό» μάθημα Θρησκευτικών, σχεδιάζεται, από αυτά που βλέπουμε και βιώνουμε, ένα ανοιχτό μάθημα το περιεχόμενο και ο προσανατολισμός του οποίου θα καλλιεργεί την εκ βάθους καρδίας αποδοχή και υποδοχή των μεταναστών εκ μέρους των ιθαγενών ορθόδοξων μαθητών και την σχεδιαζόμενη μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας σε μια κοινότητα της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Μάλιστα, αυτοί που σχεδιάζουν και  εισηγούνται ένα τέτοιο είδους ανοιχτό μάθημα, που θα εξυπηρετεί αυτούς τους στόχους, υποτίθεται, όπως διακηρύττουν, ότι το κάνουν για να διασώσουν το μάθημα και τις θέσεις των Θεολόγων καθηγητών στο σχολείο.

 

 

Στην πραγματικότητα, όμως τι θα πετύχουν, αν ποτέ ευοδωθούν τα σχέδιά τους;  Απλά και καθαρά: Να μην διδάσκεται ορθόδοξο χριστιανικό μάθημα στα σχολεία της Ελλάδας. Και θα συμβεί αυτό διότι οι μουσουλμάνοι μαθητές που θα έχουν κατακλύσει στο μεταξύ, τα σχολεία της χώρας και θα αποτελούν ίσως και την συντριπτική πλειονοψηφία του μαθητικού πληθυσμού της διπολιτισμικής ή ακόμη και της μονοπολιτισμικής κοινωνίας μας, σύμφωνα με το σενάριο που προαναφέραμε, αυτονόητο είναι ότι θα ζητήσουν και δικαίως θα λάβουν, να διδάσκονται ακέραιη και ανόθευτη την πίστη τους, το Ισλάμ, όπως ήδη, συμβαίνει για παράδειγμα, σήμερα με τους έλληνες μουσουλμάνους στη Θράκη.

 

Αντίθετα, οι χριστιανοί μαθητές θα είναι πλέον, μόνον αυτοί υποχρεωμένοι, να  διδάσκονται το προπαγανδιστικά βαπτισμένο «ανοιχτό μάθημα» που μάλιστα, δεν θα τους αναπτύσσει την ορθόδοξη πίστη τους αλλά μαεστρικά θα τους κατευθύνει κατηχητικά και προσηλιτιστικά διαμέσου της συγχυτικής, συγκρητιστικής και διαστρεβλωτικής διδασκαλίας στα σαγόνια της πανθρησκείας, στην ατομική θρησκεία, στο μηδενισμό και στην αθεϊα.

 

 

Έτσι, το διαθρησκειακό και πολυπολιτισμικό υποτίθεται χριστιανικό μάθημα για μόνους τους ορθόδοξους μαθητές, που κάποιοι νυχθημερόν αγωνίζονται απεγνωσμένα να καθιερωθεί, στοχεύει κυριολεκτικά, στην πλήρη εξαφάνιση κάθε χριστιανικού, ελληνορθόδοξου στοιχείου της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα σχολεία της Ελλάδας.

 

 

Να λοιπόν, γιατί δεν εφαρμόζονται, από το Υπουργείο Παιδείας, οι τέσσερις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας(ΣτΕ), του 2018 και 2019 οι σχετικές με το μάθημα των Θρησκευτικών. Διότι αποτελούν ένα σημαντικό πισογύρισμα στα προαναφερόμενα σχέδια κι έναν ανασταλτικό παράγοντα σε όσα έχουν ίσως, δρομολογηθεί και εκτυλίσσονται με ραγδαίους ρυθμούς. Γι΄ αυτό παρατηρούμε να καταβάλλονται λυσσώδεις και απεγνωσμένες προσπάθειες παράκαμψης με κάθε τρόπο των αποφάσεων του ΣτΕ.

 

 

 

 

 

Οι αποφάσεις των δικαστών του ΣτΕ είναι βασισμένες στο Σύνταγμα της Ελλάδος και επιβάλλουν σε όλους το δικαίωμα των ορθοδόξων χριστιανών να διδάσκονται στο σχολείο, ακέραιη και ανόθευτη την πίστη τους, διασώζοντας έτσι, στην κυριολεξία, τον ορθόδοξο χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Αυτό βέβαια, θα ισχύει μέχρις ότου όσοι δίνουν εντολές και όσοι εκτελούν εντολές ολοκληρωτικής μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας, δεν θα καταφέρουν να επιφέρουν και την ολοκληρωτική αλλαγή της δομής του Συντάγματος της Ελλάδας, το οποίο είναι το τελευταίο ίσως, ανάχωμα σε αυτά τα άνομα και ανθελληνικά σχέδια. Γι΄ αυτό και προς την κατεύθυνση αυτή, δηλαδή της αλλαγής του Συντάγματος, παρατηρούμε να στρέφονται όλες οι προσπάθειες διαφόρων πολιτικών χώρων και πολιτικών προσώπων.

 

 

Προφανώς αυτούς τους πολιτικούς θα είχε κατά νου ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς όταν έγραφε ότι «το πνεύμα του κόσμου», η θεωρία δηλαδή, "πως τούτος ο κόσμος είναι τα πάντα…, πως πέραν του ανθρώπου δεν υπάρχει Θεός…, υπάρχει στους αυτόκλητους άρχοντες τούτου του κόσμου, οι οποίοι δεν γνωρίζουν και δεν αναγνωρίζουν τον Θεάνθρωπο και Σωτήρα στο Πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το ίδιο αυτό κοσμικό πνεύμα υπάρχει και στους υλιστές και στους ορθολογιστές και στους ουμανιστές και στους παπιστές και σε όλους εκείνους πού θέλουν να παρουσιάσουν τον Θεάνθρωπο Χριστό ως άνθρωπο και να ερμηνεύσουν τον χριστιανισμό ως ανθρώπινη φιλοσοφία, ως ανθρώπινη διδασκαλία, ως ανθρώπινο φαινόμενο και δημιούργημα. «Το πνεύμα του κόσμου είναι», «η ανθρώπινη σοφία και παιδεία» κατά τον Οικουμένιο."

 

 Και τούτο διότι, κατά τον ίδιο ορθόδοξο πατέρα, την «πολυποίκιλη σοφία του Θεού», «μπορούν να την γνωρίσουν μόνον εκείνοι που είναι εν τη Εκκλησία, σε καμία περίπτωση, όμως, εκείνοι πού είναι εκτός αυτής, οι εμποτισμένοι με την εφημερότητα του κόσμου τούτου, δηλαδή, οι φιλόσοφοι, οι ρήτορες και οι άρχοντες». Το κατά, τον άγιο Ιουστίνο, «πνεύμα του κόσμου», είναι η κοσμοθεωρητική λογική των περισσότερων ίσως, σύγχρονων πολιτικών μας και γι΄ αυτό αντιμετωπίζουμε συνεχώς προβλήματα και στο μάθημα των Θρησκευτικών.

 

 

Οι πολιτικοί μας λοιπόν, αν το ζήτημα ήταν κάτι απλό, αφορούσε για παράδειγμα, απλά μια διδακτική μέθοδο ή κάποιες διορθώσεις σ΄ ένα βιβλίο, πιθανόν θα το έλυναν τάχιστα. Όμως, γνωρίζοντας οι ίδιοι, α) πως όποιος ελέγχει την παιδεία, ελέγχει και το μέλλον, τη ζωή και την ιστορία του τόπου και β) ότι το θέμα των νέων Προγραμμάτων και βιβλίων των Θρησκευτικών, αφορά στον χαρακτήρα και στον προσανατολισμό του συνόλου του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής ταυτότητας και συνείδησης δυσκολεύονται υποτίθεται, να λύσουν το πρόβλημα, επικαλούμενοι υποτιθέμενες πανταχόθεν προερχόμενες «πιέσεις». Γι΄ αυτό και όσοι, παλεύουν με «νύχια και με δόντια», επί μια δεκαετία, για ένα ορθόδοξο μάθημα των Θρησκευτικών, βρίσκονται στην ίδια ευθεία με τις αποφάσεις του ΣτΕ, δηλαδή δεν έχουν δει ακόμη, «φως στο τούνελ» του σκότους που ορισμένοι μεθοδευμένα θέλουν να διατηρηθεί στην ελληνική παιδεία μέσω της δίωξης του ορθόδοξου μαθήματος των Θρησκευτικών.

 

 

Το πιο σημαντικό όμως, δεν είναι αυτό που κάνουν ή σχεδιάζουν ορισμένες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις εντός και εκτός Ελλάδος, αλλά ο τρόπος που αμυνόμαστε εμείς οι ορθόδοξοι απέναντι σε αυτά τα σχέδια. Δυστυχώς, από ό, τι φαίνεται και βιώνουμε, ο διαποτισμός και  η διάβρωση της ελληνικής κοινωνίας από τις «εκσυγχρονιστικές και μεταμοντέρνες αντιλήψεις» διαμέσου της μετατροπής της σε μια ανοιχτή, πολυπολιτισμική υποτίθεται, κοινωνία, δεν έχει αφήσει ανέγγιχτο και τον χώρο της ποιμαίνουσας Εκκλησίας.

 

 

Μητροπολίτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, υποστηρίζουν, ανοιχτά πλέον, ότι είναι εκκλησιαστικά, θεολογικά, πολιτικά ρεαλιστικό και ορθό και τελικά, βολικό για την Εκκλησία, όχι η αντιμετώπιση της σκληρής αυτής πραγματικότητας που μεθοδεύεται σε βάρος της χώρας και της ορθόδοξης πίστης και διδασκαλίας, αλλά μια υποχωρητική γραμμή. Και τούτο διότι θεωρούν ότι δεν συμφέρει η εμμονή στην ορθόδοξη παράδοση και η σύγκρουση με όσα μεθοδεύονται, αλλά αντίθετα, η υποχωρητικότητα και η προσαρμογή στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται. 

 

 

 

  Η κοινή ανθρώπινη λογική, ισχυρίζονται, υπαγορεύει τη συμβίωση της Εκκλησίας με την σκληρή πραγματικότητα: «Ως πότε δηλαδή, όπως διατείνονται, θα αγωνιζόμαστε να διατηρήσουμε τα κεκτημένα;» Χωρίς κανέναν ενδοιασμό λοιπόν, προτείνουν να αντιμετωπίσουμε τη νέα κατάσταση με μια «ανοιχτόμυαλη» θέαση των πραγμάτων που επιβάλλει η εκκοσμικευμένη ισοπεδωτική αντίληψη της παράδοσης όλων των θεμάτων στα σύγχρονα κελεύσματα του νέου κόσμου, έτσι όπως αυτός διαμορφώνεται, αφήνοντας παράλληλα το έργο της αντίστασης σε κάτι «τρελούς της πίστης», που αγωνίζονται να βγάλουν κατά το κοινώς λεγόμενον, «το φίδι από την τρύπα», λέγοντας και πράττοντας εκείνα που όφειλαν να λένε και να πράττουν οι ποιμένες της Εκκλησίας. 

 

 Ας μη λησμονείται όμως, αυτό που έχει διακηρύξει ο Σάμιουελ Άνταμς(Samuel  Adams), ότι «Δεν απαιτείται πλειοψηφία για την επικράτηση(των ιδεών), αλλά μάλλον μια οργισμένη, ακούραστη μειοψηφία, παθιασμένη να βάζει φωτιές ελευθερίας στα μυαλά των ανθρώπων» αλλά και αυτό που ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε, «Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία… κι η ομορφιά του ανθρώπου !

 

 

Επίσκοποι λοιπόν, οι οποίοι στα πλαίσια της υποτιθέμενης ποιμαντικής τους ευθύνης προσπαθούν να πείσουν τους χριστιανούς για το πόσο ωραία θα περνάνε μέσα στη νέα «πολυπολιτισμική» κοινωνία που οικοδομείται και πόσο άγιο και ευλογημένο είναι να μεταδώσουμε τα φώτα μας και τον πολιτισμό μας σε όλους τους νέους, από όλα τα σημεία του ορίζοντα προερχόμενους, συμπολίτες μας. Επί του θέματος θα συνηγορήσει και η κ. Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ  λέγοντας, «φοβόμαστε μήπως χάσουμε τον πολιτισμό μας και τον κλείνουμε σε στεγανά, για να μην τον μοιραστούμε. Αλλά χωρίς επαφή με τον άλλο, ο πολιτισμός παύει να είναι πολιτισμός. Ας το συνειδητοποιήσουμε, επιτέλους: όποιος αρνείται να αλλάξει, ας μην αυταπατάται ότι μένει σταθερός σε ένα σημείο – στην πραγματικότητα υποχωρεί.»

 

 Η θεωρητική βάση όλων αυτών των συλλογισμών θεωρούμε ότι θα  ήταν πληρέστερη αν οι εισηγητές των, επεσήμαναν επίσης, ότι η μετάδοση των φώτων του πολιτισμού, προυποθέτει πάντα και τη διάσωση της αλήθειας δια της μαρτυρίας και του μαρτυρίου και συνεπώς, προετοίμαζαν και γι΄ αυτά τον λαό, ώστε να είναι πλήρη η προετοιμασία του για τις επερχόμενες αλλαγές. 

 

 

 

 

Βέβαια, για «τα μάτια του κόσμου», φροντίζουν όσοι ενεργούν με τις παραπάνω κοσμικές λογικές, να «κρατάνε τα προσχήματα», αποκοιμίζοντας «εαυτούς και αλλήλους», ισχυριζόμενοι ότι έτσι, «πράττουν το χρέος τους» «διασώζουν ότι μπορεί να διασωθεί» ή ότι «επιτυγχάνουν κάποιους στόχους τους» (πχ να χρηματοδοτούνται για να προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο), «ενεργώντας διπλωματικά και έξυπνα», «ξεγελώντας και ελισσόμενοι», «κερδίζουν χρόνο», όπως λένε, πορευόμενοι στο άγνωστο, με βάρκα την ελπίδα του «έχει ο Θεός»!

 

 

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος ο Β΄ ο οποίος μάλιστα, πρόσφατα (6/2/2020), μίλησε με ανακρίβειες για την ΠΕΘ και άτοπα προέβη σε κασσανδρικές προβλέψεις μεταξύ των άλλων και για το μάθημα των Θρησκευτικών, είτε επειδή δεν γνωρίζει το θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών, λόγω μακράς απουσίας του από τη σχολική πραγματικότητα, είτε γιατί το χρησιμοποιεί ως όπλο στην εκκλησιαστική πολιτική και διπλωματία που ασκεί για να πετύχει κάποιους άλλους στόχους, είτε γιατί τυχόν θεωρεί σύγχρονα και ρεαλιστικά κάποια από τα θεολογικά και πολιτιστικά προτάγματα της συστημικής αριστερής θεολογίας και των εκφραστών της, είτε γιατί εμπιστεύται τους συντάκτες και δημιουργούς των Προγραμμάτων του μαθήματος αλλά και τον συνεργάτη και υποστηρικτή τους στο Υπουργείο Παιδείας τον Γεν. Γραμματέα Θρησκευμάτων τον κ. Γεώργιο Καλαντζή, είτε γιατί συμβαίνουν όλα αυτά μαζί, θεωρείται από πολλούς συμπολίτες μας ότι αποτελεί μαζί με τον Γεν. Γραμματέα Θρησκευμάτων τον κ. Γεώργιο Καλαντζή, το δίδυμο των κυρίως υπευθύνων για την σημερινή κατάσταση του μαθήματος των Θρησκευτικών.

 

 

Εμείς βέβαια, σεβόμαστε απόλυτα την πνευματική πατρότητα και εξουσία του Μακαριωτάτου και την τιμή και την υπόληψη του κ. Καλαντζή, και μέχρι σήμερα δεν είχαμε θέσει στο δημόσιο διάλογο παρόμοια ζητήματα, είμαστε όμως υποχρεωμένοι εκ της θέσεώς μας στον διεξαγόμενο αγώνα για το μάθημα των Θρησκευτικών αλλά και αναγκαζόμαστε αμυνόμενοι, κατόπιν των τελευταίων δηλώσεων του Μακαριωτάτου (6/2/2020) με τις οποίες έχουμε εντονότατη διαφωνία, να αναφέρουμε όλα αυτά που πολλοί ήδη τους καταμαρτυρούν στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις τους.

 

 

Ισχυρίζονται όλοι αυτοί, ότι ο Μακαριώτατος είναι εκείνος ο οποίος προφανώς, έχει ξεχάσει την επιστολή που είχε στείλει το Σεπτέμβριο του 2016, προς τον πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και τις δηλώσεις περί «απαράδεκτων και επικίνδυνων Προγραμμάτων και βιβλίων» τις οποίες έκανε μέχρι του σημείου της εκπαραθύρωσης του κ. Νίκου Φίλη από το Υπουργείο Παιδείας, διότι έκτοτε δεν εντοπίστηκαν παρόμοιες δηλώσεις του, είναι εκείνος επίσης που μάλλον, έθεσε στο αρχείο τις ενωτικές και ομόφωνες αποφάσεις των δύο Συνόδων της Εκκλησίας, της ΔΙΣ και της Ιεραρχίας(Ιανουάριος και Μάρτιος του 2016) για το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι εκείνος ακόμη που πιθανόν, προσπάθησε να εκμαιεύσει μέσω Επιτροπών και λοιπών τεχνασμάτων αποφάσεις υπέρ των νέων Προγραμμάτων και βιβλίων και κυρίως, εκείνος που κατηγορείται από πολλούς ότι έχει θάψει τις αποφάσεις του ΣτΕ, μη απαιτώντας τα αυτονόητα από την κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας, δηλαδή, την άμεση απόσυρση των κατηργημένων από το ΣτΕ Προγραμμάτων και βιβλίων.

 

 

Απέναντι σε αυτή τη διαμορφούμενη κυριολεκτικά, τραγική κατάσταση η οποία συμπαρασύρει και το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν αρμόζει στους Έλληνες ο εφησυχασμός ο οποίος κατά την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ και πάλι, ενώ έχουμε φθάσει στο σημείο να τον θεωρούμε αρετή, είναι η μεγαλύτερη δειλία. Και συνεχίζει η κ. Αρβελέρ η οποία εν προκειμένω έχει δίκαιο, λέγοντας, «το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε στα παιδιά μας είναι να τους μαθαίνουμε να σωπαίνουν. Στην αρχαία Ελλάδα, σε περιόδους κρίσεων και ρήξεων, επιβαλλόταν πρόστιμο σε όποιον πολίτη δεν έπαιρνε θέση. Εμείς λέμε στους νέους να είναι ανεύθυνοι, να μένουν εκτός γηπέδου, αντί να τους διδάσκουμε ότι όλοι πρέπει να είμαστε μέσα στο γήπεδο και να αγωνιζόμαστε. Αλλά όταν αρνείσαι το δικαίωμα της συμμετοχής και της επιλογής, αρνείσαι την ελευθερία σου.» Να αποβάλουμε λοιπόν, τον εφησυχασμό αλλά και το φόβο απέναντι στη στυγνή δικτατορία της ελευθερίας της έκφρασης που επιβάλλουν όλοι οι δικαιωματιστές, νεοταξίτες, παγκοσμιοποιητές. Η απάντηση σε όλα αυτά, πρέπει να είναι μόνο μία, αγώνας έως εσχάτων για να κρατήσουμε την ελευθερία μας και ακέραιη και ανόθευτη την πίστη μας.

 

 

Όπως συνέβαινε παλαιότερα με την πατρίδα αλλά και με την πίστη, έτσι και τώρα, η αληθινή Εκκλησία είναι υπό διωγμόν και υπό προδοσίες. Ο χριστιανικός λαός οφείλει να διεξάγει πάλιν και πολλάκις έναν πολυμέτωπο αγώνα υπέρ βωμών και εστιών. Ένδοθεν έχει να αντιμετωπίσει σήμερα, την λεγομένη «ζώσα εκκλησία» (ζωντανή εκκλησία) η οποία θεωρεί καθήκον της να συνεργάζεται στενά με το οποιοδήποτε καθεστώς για να διατηρήσει τα προνόμιά της και έξωθεν πέραν της μαχητικής αθεϊας, έχει να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας η οποία έχει πλήρως απογοητεύσει τους χριστιανούς ψηφοφόρους της διότι με τις πράξεις των στελεχών της αποδεικνύεται καθημερινά ή ότι αυτά είναι κολλημένα σε νεοταξικές λογικές και σε εντεταλμένη υπηρεσία για να εκθεμελιώσουν κάθε ελληνορθόδοξο στοιχείο που έχει απομείνει στη δύσμοιρη πατρίδα μας ή ότι διακατέχονται από μόνιμα φοβικά σύνδρομα ή είναι στελέχη για τα οποία ο ποιητής θα έλεγε:

«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

προσμένουνε, ίσως, κάποιο θάμα!».

Οι χριστιανοί της Ελλάδας αντιμέτωποι με αυτή την συνθλιπτική κατάσταση είναι παράλογο να μένουν άπραγοι, ανεχόμενοι επ΄ άπειρον, αυτή την απίστευτη υποτίμηση, την απόλυτη περιφρόνηση και την ανήκουστη προσβολή με την οποία τους ανταμείβουν πολιτικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, ή πάλι περιμένοντας,

 

 

 

 

 

 

 

«Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,

όπου τους εύρει, (να)  τους πατεί»

και μοιρολατρικά πάλι, να αναρωτιούνται:

«– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!

– Φταίει το κεφάλι το κακό μας!

– Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!

Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα

δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.»

 

Αντίθετα, οι χριστιανοί της Ελλάδας οφείλουν δυναμικά, κατά την άποψη πολλών συμπολιτών μας, να αναζητήσουν εκτός από την εξ ύψους βοήθεια και άλλες λύσεις. Συγκεκριμένα παρατηρούμε τελευταία, πολλούς συμπολίτες μας να στρέφονται στην κατεύθυνση της αναζήτησης μιας πολιτικής αλλαγής. 

 

 

Η σκέψη πολλών συμπολιτών μας είναι ότι η λύση αυτή μάλλον πρέπει να προέλθει από έναν νέο, άφθαρτο, πατριωτικό, συσπειρωτικό, ελπιδοφόρο πολιτικό φορέα που θα εμφορείται από χριστιανικά ιδεώδη και θα οδηγήσει στην πραγματική μεταπολίτευση που έχει ανάγκη ο τόπος δηλαδή, στην απαλλαγή από το  λυσσαλέο αντιχριστιανικό, αντορθόδοξο και ανθελληνικό μένος που επιβάλει το σύστημα της Νέας Τάξης δια των ντόπιων φορέων και εκφραστών του. Χρειάζεται δηλαδή, όπως τονίζεται, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε μια ένωση όλων των υγιών δυνάμεων του τόπου, μια συστηματική κινητοποίηση όλων, να κηρυχθεί μια γενική πανστρατία για να σωθεί η χώρα από όσους την λυμαίνονται ή την επιβουλεύονται.

 

Μέχρι βέβαια, να συμβεί αυτό, εμείς οφείλουμε να επισημαίνουμε στην Υπουργό Παιδείας κ. Νίκη Κεραμέως ότι με την φιλελέφτ(αριστεροφιλελεύθερη), απολυταρχική πολιτική που εφαρμόζει: 1)δεν εκφράζει τους χριστιανούς και τους δημοκρατικούς πολίτες της χώρας μας –προ ημερών στην κοπή της αγιοβασιλόπιττας των Υπαλλήλων του Υπουργείου Παιδείας δήλωνε ότι «η πόρτα του γραφείου μου είναι ανοιχτή σε όλους», όμως, η ΠΕΘ εδώ και επτά μήνες ζητάει επανειλημμένα συνάντηση μαζί της και ακόμη δεν έχει δει την πόρτα του γραφείου της κ. Κεραμέως-  και 2) οδηγεί το μάθημα των Θρησκευτικών στον ενταφιασμό του, εκπληρώνοντας έτσι και το αγιογραφικό "συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις, δι' ὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον".  Στον  «αγρό του κεραμέως» - «αγρό αίματος» λοιπόν, καταβάλλονται συντονισμένες προσπάθειες να ενταφιασθεί το μάθημα των Θρησκευτικών!


 

Αυτή τη στιγμή το μάθημα των Θρησκευτικών βρίσκεται στις Θερμοπύλες της δικής του ιστορίας, δίνοντας τον υπέρ πάντων αγώνα για να διασώσει την ορθόδοξη χριστιανική ταυτότητά του διασώζοντας ταυτόχρονα και την ελληνορθόδοξη ιδιοπροσωπία του ελληνισμού. Και «όσοι πιστοί» τρέχοντας ένα μαραθώνιο αγώνα για την ορθόδοξη χριστιανική αγωγή, βρισκόνται στις Θερμοπύλες της δικής τους προσωπικής ιστορίας έχοντας πλήρη επίγνωση ότι όπως τότε, έτσι και τώρα, οι «Μήδοι εξ ανατολών» ίσως να διαβούνε διότι ο Εφιάλτης είναι εντός των τειχών

 

 δεν νίκησαν έτσι και σήμερα. Πιθανόν οι αγωνιστές υπέρ του ορθοδόξου μαθήματος των Θρησκευτικών, να πέσουν όλοι ένας – ένας, ὀπως οι τριακόσιοι του Λεωνίδα, χτυπημένοι από τα βέλη των εχθρών τους, πιθανόν να περάσουν ανορθόδοξα, δια της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας, τα αντορθόδοξα  Θρησκευτικά αλλά παρόλαυτα, δεν θα νικήσουν οι εμπνευστές τους διότι, όλοι και όλα αυτά είναι ήδη στη συνείδηση του πιστού λαού ηττημένα και κατηργημένα. Λοιπόν, ας θυμηθούμε τι μας λέει ο καβαφικός ποιητικός λόγος:

«Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των

όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.»[21]

Σας ευχαριστώ.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

 

                                                     

  ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ


                                               


                                                     


 “σήμερα ο άνθρωπος αρχίζει να πραγματοποιεί, σ' ένα βαθμό που δεν μπορούσαμε να φαντασθούμε μέχρι τώρα, το έργο του γήϊνου παραδείσου : να υποτάξη στον εαυτό του τον κόσμο. Μπορεί να πάη παντού. Μπορεί να αναπαράγεται κατά βούλησιν. Μπορεί ν κατασκευάζει τεχνητές ύλες και σε καλύτερη ποιότητα απ' αυτές που του προσφέρει η φύσις. Μπορεί να αυτοπρογραμματίζεται. Σκέπτεται ακόμη να εγκαταλείψη τη γή, που ο θεός του καθόρισε για κατοικία.  


   Στέλνει μηνύματα με ραντάρ στη σελήνη, που ο θεός την έταξε σαν φωστήρα στο στερέωμα της νυκτός και στην οποία ο άνθρωπος των αρχαίων εποχών έρριχνε βλέμματα θρησκευτικού φόβου , σαν σε μία ουράνια και απρόσιτη εικόνα ενός κόσμου ριζικά διαφορετικού απ' το δικό του και απηλλαγμένου από τα ελαττώματα της δικής μας γήϊνης σφαίρας.

 

    Σήμερα δεν γνωρίζει πιά από πάνω του έναν έναστρο ουρανό που να τον γεμίζει θρησκευτικό δέος όμοιο μ' εκείνο που προκαλεί μέσα του ο ηθικός νόμος. Δεν υπάρχει πιά ενώπιόν του πεποίθησις που να μην έχει δίκιο με κάθε  τρόπο, όταν τελειώνουν τα επιχειρήματά του και είναι ανίκανος να κάνη να λάμψη η αλήθεια πιό δυνατά. Εφθασε σε μεγάλο βαθμό να αμύνεται έναντι της φύσεως, όταν αυτή ξεσπάει άγρια εναντίον του, να υψώνει προστατευτικά τείχη εναντίον της, στις θεομηνίες της, στα μικρόβιά της, στα άγρια θηρία της, στις θανατηφόρες δυνάμεις της.

 

   Αλλά ιδού ότι τη στιγμή που αμυνόταν κατά της φύσεως, έχανε την προστασία που αυτή του εξησφάλιζε. Και νά τώρα ο άνθρωπος παραδομένος στον εαυτό του, στις τρομερές δυνατότητες της ελευθερίας του, της προσωπικής του “ύβρεως”, του αιωνίου πειρασμού να γίνει 'ομοιος με το θεό, να μή συνδέεται με καμμία πραγματικότητα έξω από τον εαυτό του, με κανένα νόμο πάνω από τον εαυτό του. Κανείς στο εξής δεν μπορεί να τον υπερασπίσει από τον εαυτό του παρά μόνον ο εαυτός του, πράγμα που προϋποθέτει κατά συνέπειαν να είναι αυτός κάτι περισσότερο από τον εαυτό του, με άλλα λόγια ο θεός και η χάρη να είναι μαζί του. 

   Το νέο στοιχείο της συγχρόνου κατα στάσεως είναι ότι ο άνθρωπος είναι ανυπεράσπιστος από τον εαυτό του, αν μείνει μόνος. Και ο άνθρωπος, μιά που είναι αμαρτωλός, είναι πιό άγριος προς τον εαυτό του από όσο ολόκληρη η φύση, από την οποία κατορθώνει σήμερα να αμυνθεί.

 

  Ετσι ο άνθρωπος φυγαδευμένος από τη φύση, από την ασφάλεια και την προστασία που αυτή του παρείχε, από τα όρια και τα σταθερά πλαίσια που του επέβαλλε, μένει παραδομένος στον εαυτό του, στην άπειρη καταστροφική του δύναμη και στις απεριόριστες δυνατότητες του νου του. Ο θεός, ο δημιουργός του ανθρώπου, τον έσωζε από τον εαυτό του με το ενδιάμεσο της φύσεως και αυτή με τον καταναγκασμό των νόμων της ήταν μέχρι τώρα ο παιδαγωγός, ο βαλμένος από το θεό για να τον προσανατολίζη προς το θεό και να εξασφαλίζει την υγεία του ανθρωπίνου όντος. Ομως ο άνθρωπος έγινε ενήλικος. Και ο θεός με μια άμεεση ενέργεια μπορεί να υπερασπίσει τον άνθρωπο από τον εαυτό του.

 

   Η νέα κατάσταση που βρισκόμαστε είναι η εξής : ο άνθρωπος ανυπεράσπιστος μιά και έφυγε από την προσταασία της φύσεως, μόνο στο θεό θα βρεί πως θα αμυνθεί από τον εαυτό του, για να πραγματοποιήσει τον εαυτό του”

 

  ( Karl Rahner , “αποστολή και χάρη” , 1962

στο βιβλίο : η αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, του π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου )



Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

 

«Ε λοιπόν: σε μιαν εποχή όπου όλη η αρετή είναι ν’ ακουμπάει ο ένας στον άλλον πλάτη με πλάτη, όχι για την αλληλεγγύη αλλά για τη συναλλαγή, σε μιαν εποχή όπου αρετή είναι η δειλία, εγώ τουλάχιστο στάθηκα ολομόναχος κι ολόρθος. Η έννοια της ηθικής είναι σχετική, σχετική κ’ η έννοια της τιμής. Η έννοια του αντρισμού όμως είναι απόλυτη.


Να ο απόλογός μου».


(Αφηγητής-ήρωας. «Μυστική ζωή», 1957)


Ο Αγγελος Τερζάκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου 1907. Ο πατέρας του ήταν για αρκετά χρόνια δήμαρχος της πόλης. Ο Αγγελος, μοναχοπαίδι, με ιδιαίτερα ασθενικό οργανισμό, εξελισσόταν σε ένα λεπτό, ευγενικό αλλά και υπερευαίσθητο άτομο. Από παιδί γοητεύτηκε από τους θρύλους και την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του, που μιλούσαν για δόγηδες και μπαρμπερίνους. Ετσι πολλούς από αυτούς θα χρησιμοποιήσει αργότερα στα έργα του, όπως στην «Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» (1945) τον Νικηφόρο Σγουρό, το «ευγενικόπουλο», ή την «Κυρά τ’ Αναπλιού», Μαρία ντ’ Ανγκιέν, στο θεατρικό «Νύχτα στη Μεσόγειο» (1957).


Οταν στα 1915 η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα, επειδή ο Δημήτριος Τερζάκης εκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων, ο Αγγελος ζει από κοντά τα γεγονότα μιας ταραγμένης εποχής. Ο ίδιος σημειώνει στον «Απρίλη», έργο με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία: «Το συγγενολόι στα ενενήντα τοις εκατό, βενιζελικό. Δαχτυλοδειχτούμενοι οι «βασιλικοί» και μ’ αυτούς είχαμε κόψει την καλημέρα».


Το 1922 γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών που ήταν ένα «καζάνι που έβραζε». Η Μικρασιατική Καταστροφή και οι γενικότερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονταν δημιουργούσαν ένα κλίμα ιδιαίτερα ασφυκτικό για τους νέους λογοτέχνες. Ο Τερζάκης διάβασε φυλλάδια, μπροσούρες, κοινωνιολογικές αναλύσεις, αμφιταλαντεύτηκε και χωρίς, όπως παρατηρεί, να το καταλάβει βρέθηκε «στη βαλτωμένη στρατιά της μεσοπολεμικής αγωνίας».


Στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων ο Τερζάκης μελέτησε σε βάθος όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την ξένη λογοτεχνία. Ο Κν. Χάμσουν, ο Μ. Γκόρκι, ο Α. Τσέχωφ, ο Φ. Ντοστογέφσκι, ο Ερρ. Ιψεν αποτελούν μερικούς από τους δημιουργούς στους οποίους αναφέρεται συχνά στο έργο του. Παράλληλα και στα χρόνια που ακολούθησαν ο συγγραφέας παίρνει θέση, μέσα από άρθρα του σε περιοδικά της εποχής, σχετικά με ζητήματα της λογοτεχνίας, λογοτεχνικά ρεύματα διατυπώνοντας απόψεις για το μυθιστόρημα, το ρεύμα του ρεαλισμού κτλ. Υποστηρίζει ότι στην εποχή του Μεσοπολέμου στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη το μυθιστόρημα ήταν υποδουλωμένο στην παράδοση του ρεαλισμού. Μόνο η Αγγλία με τους Joyce, Lawrence, Huxley, Woolf κ.ά. είχε χειραφετηθεί από τους προγόνους και αναζητούσε ανήσυχη καινούργιους δρόμους. Γι’ αυτό εκεί υπήρχε άνθηση του μυθιστορήματος.


Στη δεκαετία του ’30 οι ιδεολογικές ζυμώσεις είναι έντονες και οι αντιπαραθέσεις συχνές. Ο Αγγελος Τερζάκης, αν και προερχόταν από την αστική τάξη, είχε διατυπώσει αρκετές φορές την κριτική του στάση: «Ο αστισμός στην πνευματική και κοινωνική ζωή του είχε σταθεί πάντα ένα καθεστώς υποκρισίας και διανοητικής στενότητας». Δεν δίστασε να ασκήσει κριτική ακόμη και στον Θεοτοκά για τον φιλελευθερισμό του. Διαφωνούσε όμως και με τον μαρξισμό, επειδή τον φόβιζε ο όρος «δικτατορία του προλεταριάτου». «Ο ίδιος θήτευα εσώτερα σ’ έναν σοσιαλισμό άλλον, ελεύθερο, ανεξίθρησκο, όχι οργανωμένο σε στρατό, καθώς ο δικός τους». Μακριά από φανατισμούς και ιδεολογικές διαμάχες, αντίθετος σε κάθε δόγμα, όπως φαίνεται και στο δοκιμιακό του έργο, κομματικά ανένταχτος και απόλυτα συνεπής στάθηκε ο Τερζάκης σε όλη του τη ζωή. Πεποίθησή του ήταν ότι το μεγαλύτερο μειονέκτημα για τον πνευματικό άνθρωπο είναι ο φανατισμός. Και καθώς μέσα από το σύνολο του έργου του διαφαίνεται η άρνησή του για την πολιτική και τους πολιτικούς, διατυπώνει την ακόλουθη άποψη για τους διανοουμένους: «Ηγεσία του κόσμου μια μόνο μπορεί να ειπωθεί: η κατά τόπους ανεξάρτητοι διανοούμενοι που διαφωτίζουν την κοινή γνώμη, κρατούν σ’ εγρήγορση τις συνειδήσεις, καταγγέλλουν, ξεσκεπάζουν το παιχνίδι των υπονομευτών της ειρήνης, της ελευθερίας και της ανθρωπιάς».


Μέσα από τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα, τα θεατρικά του έργα αλλά και τα στοχαστικά του δοκίμια φανερώνεται η υπαρξιακή του αγωνία και το τραγικό νόημα της ζωής, που οφείλονται «στο δραματικό, πιεστικό αίσθημα ενός ασύμπτωτου ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο».


Ο Αγγελος Τερζάκης ανήκει στους «συγγραφείς-εργάτες της πένας», ασχολήθηκε δηλαδή ολόκληρη τη ζωή του με το γράψιμο και κέρδισε τα προς το ζην από αυτό. Αφησε πίσω του αξιόλογα πεζογραφικά έργα, όπως «Η μενεξεδένια πολιτεία» (1937), «Ταξίδι με τον Εσπερο» (1946), «Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» (1945), «Δίχως Θεό» (1950), που γνώρισαν πολλές εκδόσεις. Παράλληλα με τα άρθρα-δοκίμια που δημοσίευε σχεδόν ανελλιπώς κάθε Τετάρτη στο «Βήμα» από το 1947 ως το 1979 κρατούσε μια συνεχή, ουσιαστική επικοινωνία με τους αναγνώστες. Ποτέ δεν προσπάθησε να κολακέψει τη γνώμη των επιστολογράφων του, αλλά στάθηκε πάντα αντικειμενικός και ανυποχώρητος. Στις διαφωνίες και στις κρίσεις του κινήθηκε μέσα σ’ ένα κλίμα μαχητικό που το διέκρινε η σοβαρότητα. Ποτέ δεν έγινε αλαζονικός και «απάνθρωπος». Κύριο χαρακτηριστικό τού στοχασμού του ήταν η ιδεολογική συνέπεια και σταθερότητα. Ποτέ δεν παρεξέκλινε από τις προσωπικές του αξίες και γι’ αυτό πολλές φορές δεν δίστασε να καταγγείλει, δημόσια, καθεστώτα πολιτικά και θρησκευτικά.


Σε μια εποχή όπου ο κόσμος μεταβάλλεται με γοργούς ρυθμούς έργα που η πρόσληψή τους είναι αρκετά εύκολη γνωρίζουν μεγάλη εκδοτική επιτυχία για να ξεχαστούν αργότερα. Το έργο ενός στοχαστή, όπως ήταν ο Αγγελος Τερζάκης, παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος εκείνων των αναγνωστών τους οποίους δεν απασχολεί το εντυπωσιακό και επιφανειακό, αλλά σταθερά αναζητούν το ουσιώδες και ποιοτικό. Το ημερολόγιο του πολέμου

Αγία Σοφία : Το σκεπτικό της απόφασης για μετατροπή της σε τζαμί

 


Το ημερολόγιο του Αγγελου Τερζάκη παρέμενε άγνωστο ως πρόσφατα. Ως εκ τούτου δεν συμπεριλήφθηκε στο αρχείο Α. Τερζάκη που δημιούργησε ο Βάιος Παγκουρέλης με τη συνδρομή του γιου του συγγραφέα Δημήτρη. Το σημειωματάριο το ανακάλυψε σε ένα συρτάρι στο διαμέρισμα του Τερζάκη (στην οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου) η εγγονή του Λουίζα Τερζάκη. Περιέχει αποσπάσματα από ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις που κρατούσε ο Αγγελος Τερζάκης στο πολεμικό μέτωπο (γραμμένες με μολύβι) και, εν συνεχεία, κατά τη διάρκεια της κατοχής και της απελευθέρωσης, οπότε και διακόπτεται απότομα στις 3 Δεκεμβρίου 1944 (γραμμένες με μελάνι στο ίδιο σημειωματάριο και ως συνέχεια των σημειώσεων από το μέτωπο).


Το ημερολόγιο πρόκειται να δημοσιευθεί ολόκληρο στη «Νέα Εστία» (χριστουγεννιάτικο αφιέρωμα 1999 στον Αγγελο Τερζάκη). Στο «Βήμα» προδημοσιεύονται σήμερα ορισμένα αποσπάσματα, τα οποία επέλεξε ο Δημήτρης Τερζάκης.



Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ

 

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

 Τσέρωφ



Ήταν δειλινό της Κυριακής των Βαϊων και στο γυναικείο μοναστήρι του Στάρο – Πετρόφσκι ψαλλόταν ο Εσπερινός. Η ώρα ήταν σχεδόν δέκα όταν μοιραζόντουσαν τα βάγια και το φως των μικρών καντηλιών, μπροστά από ις εικόνες, τρεμόπαιζε μέσα στο σκοτάδι αμυδρά. τα φυτίλια τους είχαν σχεδόν μισοκαεί και μια ελαφριά καπνώδης καταχνιά περιπλανιόταν στο χώρο του παρεκκλησιού. Καθώς οι πιστοί συνωθούντο προς τα μπρος, μέσα στο ημίφως, σαν τα διογκωμένα θαλάσσια κύματα, που βρίσκουν λύτρωση ξεσπώντας στην ακρογιαλιά, φαινόταν στον θεοφιλέστατο Πιότρ, ο οποίος αισθανόταν εδώ και τρεις μέρες μια αδιαθεσία, πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι, που έρχονταν προς αυτόν για να πάρουν από το χέρι του τα βάγια, ήσαν πανομοιότυποι και όλοι είχαν την ίδια έκφραση στα μάτια τους. Δεν μπορούσε να δει την κεντρική είσοδο του παρεκκλησιού, εξαιτίας της ομίχλης του καπνού. Η ατέλειωτη μάζα των ανθρώπων γλιστρούσε συνέχεια προς αυτόν και έδινε την αίσθηση ότι θα συνέχιζε να συνωθείται και να περνά μπροστά του ασταμάτητα για πάντα. Στο μεταξύ ο γυναικείος χορός των καλογραιών συνέχιζε να ψέλνει ενώ μια μοναχή κανοναρχούσε.

Πόσο ζεστός και αποπνικτικός ήταν ο αέρας! Πόσο μακροσκελή και ατελείωτα τα ψαλσίματα! Ο θεοφιλέστατος ήταν κατάκοπος. Από τον αποστεγνωμένο και κατάξερο φάρυγγα του η αναπνοή του έβγαινε γρήγορα προκαλώντας πόνο. οι ώμοι του πονούσαν. τα πόδια του έτρεμαν. Οι περιστασιακές άναρθρες κραυγές κάποιου καθυστερημένου, που ξεφώνιζε από το γυναικωνίτη, τον ενοχλούσαν φοβερά. Και τώρα, σαν κορύφωση στην όλη μουντή και οδυνηρή ατμόσφαιρα, ο Θεοφιλέστατος διέκρινε, σαν μέσα από πυρετική έξαψη, την ίδια τη μητέρα του – που ‘χε εννέα χρόνια να την δει – να ‘ρχεται προς το μέρος του μέσα από το πλήθος. Αυτή, η κάποια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα φτυστό της αντίγραφο, πήρε ένα κλώνο βάγια από το χέρι του και απομακρύνθηκε κοιτώντας τον όλη την ώρα με ένα χαρούμενο, γλυκό χαμόγελο, έως ότου χάθηκε μέσα στο πλήθος. Για κάποιο άγνωστο λόγο δάκρυα άρχισαν να τρέχουν κυλώντας στα μάγουλά του. Η καρδιά του γέμισε ευτυχία και ειρήνη και η ματιά του προσηλώθηκε σ’ ένα μακρινό σημείο στην άκρη του παρεκκλησιού, όπου διαβάζονταν τα αναγνώσματα και όπου καμιά ανθρώπινη ύπαρξη δεν ήταν ευδιάκριτη μέσα στις σκιές. Τα δάκρυα λαμπύρισαν στα μάγουλα και στο γένι του. Τότε κάποιος που στεκόταν κοντά του άρχισε να δακρύζει και αυτός, έπειτα και ένας άλλος και άλλος, έως ότου σιγά - σιγά το παρεκκλήσι γέμισε από ένα αχνό θρηνώδη ήχο. ξαφνικά ο γυναικείος χορός των καλογραιών ξανάρχισε να ψάλλει, ο θρηνώδης ήχος σταμάτησε και όλα συνεχίστηκαν όπως και προηγουμένως.

Πολύ σύντομα μετά από αυτό η ακολουθία τελείωσε. Οι χαρμόσυνες, πανηγυρικές νότες από τις βαριές καμπάνες του παρεκκλησίου διέσχισαν εκκωφαντικά το φεγγαρόλουστο κήπο, καθώς ο Επίσκοπος ανέβηκε τα σκαλοπάτια της άμαξας του και έφυγε. Οι λευκοί τοίχοι, οι σταυροί των τάφων, οι ασημοντυμένες σημύδες και το απόμακρο φεγγάρι, που κρεμόταν ακριβώς πάνω από το μοναστήρι, όλα φαίνονταν να επιβιώνουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο ζωής, ακατανόητο ίσως, πολύ κοντινό όμως προς αυτόν του ανθρώπινου γένους. Ήταν οι πρώτες μέρες του Απρίλη και μιά ψυχρή νύχτα είχε διαδεχθεί μιά ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Μιά ελαφριά πάχνη έπεφτε, αλλά η ανάσα της άνοιξης μπορούσε να γίνει αντιληπτή στο μαλακό, δροσερό αέρα. Ο δρόμος που ξεκινούσε από το μοναστήρι ήταν αμμώδης. τα άλογα υποχρεώνονταν να προχωρούν σε ρυθμό βάδην. και, λουσμένος στο λαμπρό, γαλήνιο φεγγαρόφωτο, ένας χείμαρρος προσκυνητών κυλούσε αργά και από τις δυό πλευρές της άμαξας. Όλοι ήσαν παραδομένοι στις σκέψεις τους, σιωπηλοί. Όλα γύρω τους: τα δένδρα, ο ουρανός, ακόμη και το φεγγάρι, φάνταζαν τόσο νέα και οικεία και φιλικά και ζεστά, που όλοι ήσαν τώρα πια απρόθυμοι να διαλύσουν αυτή την υπέροχη μαγεία, η οποία ήλπιζαν πως ίσως διαρκέσει για πάντα.

Επιτέλους, κάποια στιγμή, η άμαξα κατάφερε να μπει στην πόλη και κατευθύνθηκε προς τον κεντρικό δρόμο. Όλα τα καταστήματα ήταν πια κλειστά εκτός από εκείνο του Έρακιν, του εκατομμυριούχου εμπόρου. Δοκίμαζε για πρώτη φορά τα ηλεκτρικά του φώτα, που άστραφταν τόσο έντονα, ώστε ένα πλήθος είχε συγκεντρωθεί μπροστά από το κατάστημά του. Λίγο μετά συνάντησαν σε μια ατελείωτη ακολουθία τους πλατείς, σκοτεινούς δρόμους, και έπειτα τη δημοσιά και τους αγρούς και τη μυρωδιά των πεύκων. Ξαφνικά αχνοϋφάνθηκε μπρός του ένας λευκός πυργωτός τοίχος και πιο πίσω απ' αυτόν υψώθηκε ένα ψηλό καμπαναριό στεφανωμένο με πέντε απαστράπτοντες χρυσούς τρούλους, όλα λουσμένα στο ασημένιο φεγγαρόφωτο. Ήταν το μοναστήρι του Πανκρατιέφσκι, όπου ο θεοφιλέστατος Πιότρ κατοικούσε. Και εδώ, επίσης, το ήρεμο, προστατευτικό φεγγάρι φαινόταν να λικνίζεται ακριβώς πάνω από το μοναστήρι. Η άμαξα πέρασε την κεντρική πύλη, ενώ οι τροχοί της έτριζαν περνώντας πάνω από την άμμο. Εδώ και κει οι σκούρες φιγούρες των μοναχών πρόβαλαν ξαφνικά από τις σκιές στο φεγγαρόφωτο και βήματα αντηχούσαν στα λιθόστρωτα μονοπάτια.

«Η μητέρα σας ήρθε, ενώ λείπατε, Θεοφιλέστατε», ένας δόκιμος είπε στον Επίσκοπο, καθώς αυτός έμπαινε στο δωμάτιό του.

«Η μητέρα μου; Πότε ήρθε;»

«Πριν τον Εσπερινό. Πρώτα ανακάλυψε που ήσασταν και κατόπιν κατευθύνθηκε στο γυναικείο μοναστήρι».

«Τότε αυτή ήταν που είδα τώρα δα στο παρεκκλήσι!

Ω, Επουράνιε Πατέρα!»

Και ο Θεοφιλέστατος γέλασε από χαρά.

«Μου είπε να σας πω, Θεοφιλέστατε,» ο δόκιμος συνέχισε, ότι θα 'ρθει πάλι αύριο. Είχε ένα μικρό κορίτσι μαζί της - την εγγονή της νομίζω. Θα διανυκτέρευε στο πανδοχείο του Οσβιανίκωφ».

«Τι ώρα είναι τώρα;»

«Περασμένες ένδεκα»

«Τι μπελάς!»

Ο Θεοφιλέστατος κάθισε αναποφάσιστα στο καθιστικό του Δεσποτικού, απρόθυμος να πιστέψει ότι ήδη ήταν τόσο αργά. Οι ώμοι και τα πόδια του τον βασάνιζαν από τον πόνο, ο αυχένας του τον πονούσε φρικτά και ένιωθε δυσάρεστα και πυρετικά. Αφού ξεκουράστηκε για λίγα λεπτά, πέρασε στο υπνοδωμάτιο του και εκεί κάθισε, πάλι, και ονειροπόλησε τη μητέρα του. Άκουσε τον δόκιμο να απομακρύνεται και τον πατέρα Σισώη, τον ιερομόναχο, να βήχει στο διπλανό δωμάτιο. Το μεγάλο ρολόι του μοναστηριού κτύπησε το τέταρτο.

Ξεντύθηκε και άρχισε να προσεύχεται. Κάνοντας τον κανόνα του, προσευχήθηκε με τις γνωστές παλιές οικείες λέξεις με ευσυνείδητη προσοχή στην εκφορά τους, και ταυτόχρονα σκεφτόταν τη μητέρα του. Είχε εννέα παιδιά και σαράντα περίπου εγγόνια. Είχε ζήσει από τα δεκαεπτά της ως τα εξήντα της με τον άντρα της, το διάκο, σ' ένα μικρό χωριό. Ο Θεοφιλέστατος την θυμόταν από τα πρώιμα παιδικά του χρόνια και, μμμ, πόσο την είχε αγαπήσει! Ω, αυτή η αγαπημένη, η πολύτιμη, η αξέχαστη παιδική του ηλικία! Γιατί άραγε εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, που ' χαν ξεθωριάσει και χαθεί για πάντα, να φαίνονται πιο λαμπερά, πιο πολύτιμα, πιο εύθυμα, από ότι στην πραγματικότητα ήταν; Πόσο τρυφερή και εξυπηρετική ήταν η μητέρα του, όταν ήταν άρρωστος στην παιδική του ηλικία! Η προσευχή του ανακατευόταν με τις αναμνήσεις του, που πυράκτωναν, όλο πιο λαμπερές και αστραφτερές σαν φλόγα, την καρδιά του, αλλά δεν παρεμπόδιζαν τις σκέψεις του για τη μητέρα του.

Σαν απόσωσε την καθιερωμένη, τυπική προσευχή του κανόνα του, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και, μόλις βρέθηκε στο σκοτάδι, τότε εμφανίσθηκαν μπρός στα μάτια του σαν όραμα, ο πεθαμένος πατέρας του, η μητέρα του και η Λυεζόπολη, η γενέτειρα του. Το τρίξιμο από τους τροχούς των κάρων, τα βελάσματα των προβάτων, ο ήχος από τις καμπάνες της εκκλησίας στο καθάριο καλοκαιρινό πρωινό, ούπς, πόσο ευχαριστιόταν να θυμάται όλα αυτά! Έφερε στο νου του τον πατέρα Συμεών, τον ηλικιωμένο ιερέα της Λυεζόπολης, τον καλόκαρδο, προσηνή και ευπροσήγορο γεράκο. Ήταν απ' τη φύση του μικροσκοπικός, ενώ ο γιος του ήταν ένας πελώριος γεροδεμένος δόκιμος με μια φοβερή μπάσα φωνή. Θυμόταν πως αυτός ο νεαρός κληρικός κατσάδιασε μια φορά το μάγειρο και είχε τσιρίξει θυμωμένα: «Ε! συ άχρηστη όνος του Ιεχωβά!» Και ο πατήρ Συμεών δεν είχε πει τίποτα, μόνο που είχε κατακοκκινίσει από ντροπή, γιατί σ' όλη του τη ζωή δεν θυμόταν να 'χει διαβάσει στην Αγία Γραφή για καμιά όνο με αυτό το όνομα!

Τον πατέρα Συμεών είχε διαδεχθεί ο πατήρ Δαμιανός, που ήταν σκληρός πότης και κάποιες φορές γινόταν τόσο στουπί, που έλεγε πως έβλεπε πράσινα φίδια. Γι' αυτό και το παρατσούκλι του στο χωριό ήταν: «Δαμιανός ο Φιδομάντης». Ο Ματέι Νικόλαϊτς ήταν ο διευθυντής του σχολείου, ένας ευγενικός, μορφωμένος άνδρας, αλλά σκληρός πότης επίσης. Ποτέ δεν ξυλοφόρτωνε τους μαθητές του, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο φύλαγε ένα μικρό καδράκι φτιαγμένο από κλαδάκια σημύδας κρεμασμένο στον τοίχο, κάτω από το οποίο βρισκόταν μια ταμπέλα που έγραφε μια εντελώς ακατάληπτη επιγραφή: «Betula Kinderbalsamica Secuta». Είχε ακόμη ένα μαλλιαρό μαύρο σκύλο, που τον φώναζε:« Συντακτικό».

Ο Επίσκοπος γέλασε. Οκτώ μίλια από τη Λυεζόπολη βρισκόταν το χωριό Όμπνινο, που κατείχε μια θαυματουργή εικόνα. Μια θρησκευτική πομπή ξεκινούσε από το Όμπνινο κάθε καλοκαίρι λιτανεύοντας τη θαυματουργή εικόνα και γυροφέροντας την σε όλα τα γειτονικά χωριά. Οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούσαν κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, πρώτα στο ένα χωριό, έπειτα στο άλλο, και στο μικρό Πάβελ - ο Θεοφιλέστατος ονομαζόταν τότε μικρός Πάβελ - ο ίδιος ο αέρας φαινόταν να ριγεί με έκσταση. Ξυπόλυτος, ξεσκούφωτος και απέραντα ευτυχισμένος, ακολουθούσε την εικόνα με ένα ανεπιτήδευτο χαμόγελο στα χείλη του και μια απλοϊκή πίστη στην καρδιά του.

Μέχρι τα δεκαπέντε του ο μικρός Παβέλ ήταν τόσο καθυστερημένος στα μαθήματα του, ώστε οι γονείς του είχαν σκεφθεί να τον σταματήσουν από την εκκλησιαστική σχολή και να τον βάλουν να δουλέψει στο κατάστημα του χωριού.

Ο Επίσκοπος στριφογύρισε τόσο ώστε να διακόψει τον ειρμό των σκέψεων του και προσπάθησε να κοιμηθεί.

«Η μητέρα μου ήρθε!» σκέφθηκε και γέλασε.

Το φεγγάρι έστελνε τις λαμπερές του ακτίνες μέσα από το παράθυρο και το πάτωμα άστραφτε από την αντανάκλαση τους, ενώ αυτός κειτόταν στη σκιά. Ένας γρύλος ακουγόταν. Ο πατήρ Σισώης ροχάλιζε στο διπλανό δωμάτιο και στα αυτιά του Δεσπότη έφθανε μια μίζερη, ελάχιστα φιλική, πλανόδια νότα από το ανεβοκατέβασμα του ρυθμού της αναπνοής του γέρου ιερομόναχου.

Ο πατήρ Σισώης ήταν κάποτε οικονόμος ενός Μητροπολίτου και ήταν πια γνωστός ως πατήρ πρώην Οικονόμος. Ήταν εβδομήντα χρονών και ζούσε άλλοτε σε ένα μοναστήρι δεκάξι μίλια μακριά, άλλοτε στην πόλη, άλλοτε όπου τύχαινε να βρίσκεται. Πριν τρεις μέρες είχε εμφανισθεί τυχαία στο μοναστήρι του Πανκρατιέφσκι, και ο Δεσπότης τον είχε κρατήσει εδώ με σκοπό να συζητήσει μαζί του, σε ώρες ξεκούρασης και ηρεμίας, τις υποθέσεις του μοναστηριού.

Η καμπάνα για τον Όρθρο κτύπησε στις μιάμισυ. Ο πατήρ Σισώης έβηξε, μούγκρισε κάτι και σηκώθηκε.

«Πάτερ Σισώη!» φώναξε ο Δεσπότης.

Ο πατήρ Σισώης παρουσιάσθηκε ντυμένος με ένα λευκό αντερί, κρατώντας στο χέρι του ένα κηροπήγιο.

«Δεν μπορώ να κοιμηθώ», είπε ο Δεσπότης. «Πρέπει να 'μαι άρρωστος. Δεν ξέρω τι τρέχει. έχω πυρετό».

«Κρύωσες Δεσπότη μου. Πρέπει να σε τρίψω με ζωικό λίπος».

Ο πατήρ Σισώης στάθηκε για λίγο κοιτώντας τον και χασμουρήθηκε: «Αχχ - Σπλαχνίσου μας Κύριε!»

«Ο Έρακιν ηλεκτροδότησε το μαγαζί του πια - το μισώ!», συνέχισε.

Ο πατήρ Σισώης ήταν γέρος, με κυρτωμένους ώμους και αδύνατος. Πάντοτε δυσαρεστιόταν με τούτο ή το άλλο και τα μάτια του - που πετάγονταν έξω σαν αυτά του κάβουρα - είχαν πάντοτε νια θυμωμένη έκφραση.

«Μα το Θεό, δεν μου αρέσει καθόλου», επανέλαβε, «το μισώ».

Την επόμενη μέρα, Κυριακή των Βαΐων, ο Θεοφιλέστατος χοροστάτησε στον καθεδρικό Ναό της πόλης. Κατόπιν επισκέφθηκε το Μητροπολίτη της περιοχής και υπέβαλε καθηκόντως τα σέβη του. Ύστερα πήγε στο σπίτι της συζύγου ενός στρατηγού, που ήταν άρρωστη και στο τέλος επέστρεψε στο κατάλυμά του. Στις δύο μ.μ., δυό αγαπημένοι γευμάτισαν μαζί του, η ηλικιωμένη μητέρα του και η μικρή ανηψιά του, Κάτια, παιδί οκτώ χρονών. Ο ανοιξιάτικος ήλιος κρυφοκοίταζε κεφάτα μέσα από τα παράθυρα, σαν κάθησαν να γευματίσουν, και έλαμπε εύθυμα παιχνιδίζοντας στο λευκό τραπεζομάντηλο και στα κόκκινα μαλλιά της Κάτιας. Από τα δίπλα τζάμια άκουγαν τα κοράκια να κρώζουν και τις καρακάξες να φλυαρούν στον κήπο.

«Πέρασαν εννιά χρόνια από τότε που σε είδα για τελευταία φορά» είπε η γριά μητέρα, «και παρ' όλα αυτά, όταν σ' αντίκρισα στο παρεκκλήσι του γυναικείου μοναστηριού χθες, σκέφθηκα μέσα μου: " Ας με συγχωρέσει ο Θεός, δεν άλλαξε ούτε τόσο δα". Ίσως να 'σαι μόνο λίγο λεπτότερος απ' ότι ήσουν, και η γενειάδα σου έχει μακρύνει περισσότερο. Ω, Παναγία μου, Βασίλισσα των Ουρανών! Όλοι σιγόκλαιγαν χθές. Μόλις σε είδα, δάκρυσα και η ίδια. Δεν ξέρω γιατί. Ας γίνει το θέλημα Του!»

Παρ' όλη τη στοργή με την οποία τα 'πε, ήταν φανερό ότι ανησυχούσε. Ήταν σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να απευθύνεται στον Επίσκοπο με το οικείο «συ» η το τυπικό «σεις» και αν όφειλε να γελά ή όχι. Φαινόταν να αισθάνεται μπροστά του μάλλον σαν φτωχή σύζυγος διακόνου, παρά σαν μητέρα. Εν τω μεταξύ η Κάτια καθόταν με τα μάτια της προσηλωμένα στο πρόσωπο του θείου της του Δεσπότη, σαν να προσπαθούσε να αντιληφθεί τι είδους άνθρωπος ήταν. Τούφες απ' τα μαλλιά της είχαν ξεφύγει από το κοκκαλάκι της και το φιόγκο από βελούδινη κορδέλα και στέκονταν ισομερώς γύρω από το κεφάλι της σαν φωτοστέφανο. Τα μάτια της είχαν ένα λαμπρό κοκκινωπό καφέ χρώμα. Είχε ήδη σπάσει ένα ποτήρι λίγο πριν καθήσει στο τραπέζι, και τώρα, καθώς μιλούσε, η γιαγιά της δεν έπαυε να μετακινεί πρώτα ένα νεροπότηρο, και έπειτα ένα κρασοπότηρο, μακριά της. Καθώς ο Επίσκοπος καθόταν ακούγοντας τη μητέρα του, θυμόταν πως πολλά, πολλά χρόνια πριν, μερικές φορές έπαιρνε αυτόν, τους αδελφούς και τις αδελφές του μαζί της για να επισκεφθούν συγγενείς, που αυτή θεωρούσε πλούσιους. Τότε ήταν διαρκώς απασχολημένη με το να προσέχει τα παιδιά της μην κάνουν καμιά ζημιά, και τώρα έκανε το ίδιο και με τα εγγόνια της, και είχε έρθει εδώ να τον επισκεφθεί με την Κάτια, κάνοντας το ίδιο.

«Η αδελφή σας Βαρένκα έχει τέσσερα παιδιά» -τον πληροφόρησε- «η Κάτια είναι το μεγαλύτερο. Ο Θεός ξέρει γιατί ο πατέρας της αρρώστησε και πέθανε τρεις μέρες πριν την Κοίμηση της Θεοτόκου. Έτσι η Βαρένκα μου βρέθηκε μόνη της να παλεύει σ' ένα αφιλόξενο κόσμο».

«Τι κάνει ο αδελφός μου Νικάνωρ;» ο Επίσκοπος ρώτησε.

«Είναι καλά, δόξα τω Θεώ. Είναι πολύ καλά, δοξασμένο να 'ναι το όνομα του Κυρίου. Αλλά ο γιός του ο Νικολάσα δεν θέλει να ιερωθεί, σπουδάζοντας σε κάποια εκκλησιαστική σχολή, και αντί γι' αυτό βρίσκεται σ' ένα κολέγιο για να σπουδάσει γιατρός. Νομίζει πως είναι καλύτερα έτσι, αλλά ποιος ξέρει; Όπως και να 'ναι ας γίνει το θέλημα του Θεού!»

«Ο Νικολάσα τεμαχίζει νεκρούς» είπε η Κάτια, χύνοντας κάμποσο νερό πάνω στην ποδιά της.

«Κάτσε ήσυχη πια παιδί μου», παρατήρησε η γιαγιά της, παίρνοντας ήρεμα το νεροπότηρο απ' το χέρι της.

«Πόσος καιρός πάει από τότε που έχουμε να ιδωθούμε!» αναφώνησε ο Θεοφιλέστατος, χαϊδεύοντας τρυφερά τους ώμους και το χέρι της μητέρας του. «Μου 'λειψες, όσο ήμουν στο εξωτερικό! Μου 'λειψες τρομερά!»

«Σ' ευχαριστώ. Σ' ευχαριστώ πολύ, καρδιά μου!»

«Συνήθιζα να στέκομαι στο παράθυρό μου τα βράδια, ακούγοντας την μπάντα να παίζει, και αισθανόμουνα τόσο μόνος και έρημος. Μερικές φορές αισθανόμουνα τόση νοσταλγία για την πατρίδα, που συνήθιζα να σκέπτομαι πως θα μπορούσα ευχαρίστως να δώσω ότι είχα στον κόσμο για να δω, έστω φευγαλέα, εσένα και την πατρίδα».

Η μητέρα του χαμογέλασε λάμποντας από χαρά, και έπειτα αστραπιαία έγινε σοβαρή και απάντησε τυπικά:

«Σας ευχαριστώ πολύ!»

Η διάθεση του Δεσπότη άλλαξε. Κοίταξε τη μητέρα του και δεν μπορούσε να καταλάβει που είχε αποκτήσει αυτή τη γεμάτη ταπεινόσχημο και δουλοπρεπή σεβασμό έκφραση του προσώπου και της φωνής της και τι μπορούσε να σημαίνει αυτό. Σχεδόν δεν την αναγνωρίζει και αισθάνθηκε στενοχώρια και ενόχληση. Εκτός αυτού ο πονοκέφαλος συνεχιζόταν και τα πόδια του έτρεμαν απ' τον πόνο. Το ψάρι που έτρωγε είχε μια αηδιαστική γεύση και διψούσε πολύ.

Μετά το γεύμα δυό πλούσιες σύζυγοι γαιοκτημόνων τον επισκέφθηκαν και κάθησαν μιάμισυ ώρα συνοφρυωμένες και σοβαρές, χωρίς να βγάλουν απ' το στόμα τους ούτε μια λέξη. Κατόπιν δέχθηκε ένα αρχιμανδρίτη, σκυθρωπό και μαζεμένο, που 'χε έρθει για υπηρεσιακά ζητήματα. Έπειτα οι καμπάνες σήμαναν για Εσπερινό, ο ήλιος έδυσε πίσω από το δάσος, και η μέρα έκλεισε. Μόλις επέστρεψε από την εκκλησία, ο Δεσπότης διάβασε τις προσευχές του κανόνα του χωρίς σχεδόν να προσέχει το νόημά τους, και ξάπλωσε στο κρεβάτι, σύροντας τις κουβέρτες μέχρι πάνω σκεπάζοντας σχεδόν τ' αυτιά του. Το φεγγαρόφωτο τον ενοχλούσε, και σύντομα ήχος φωνών έφθασε στ' αυτιά του. Ο πατήρ Σισώης συζητούσε για πολιτικά θέματα με τη μητέρα του στο διπλανό δωμάτιο.

«Διεξάγεται ένας πόλεμος αυτή τη στιγμή στην Ιαπωνία», έλεγε ο πατήρ Σισώης. «Οι Ιάπωνες ανήκουν στην ίδια φυλή με τους Μοντενέγρους. Βρέθηκαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό την ίδια χρονική περίοδο».

Και τότε ο Επίσκοπος άκουσε τη φωνή της μητέρας του να λέει:

«Και έτσι, βλέπετε, μόλις είχαμε διαβάσει τις προσευχές μας και είχαμε πιεί το τσάι μας, επισκεφθήκαμε τον πατέρα Γιέγκορ-».

Συνέχισε να επαναλαμβάνει αδιάκοπα τη φράση: «είχαν πιεί τσάι», λες και το μόνο πράγμα που ήξερε να κάνει στη ζωή της ήταν να πίνει τσάι.

Οι αναμνήσεις από τη ζωή στην εκκλησιαστική σχολή και στο κολέγιο αργά και αχνά έπαιρναν μορφή και σχήμα στο μυαλό του Επισκόπου. Ήταν δάσκαλος των Ελληνικών για τρία χρόνια, ώσπου πια δεν μπορούσε να διαβάζει χωρίς γυαλιά, και τότε εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε. Στα τριάντα δύο του προήχθη σε διευθυντή εκκλησιαστικής σχολής και προεχειρίσθη σε αρχομανδρίτη. Τον καιρό εκείνο η ζωή του ήταν τόσο εύκολη και ευχάριστη και φαινόταν να εκτείνεται τόσο μακριά, βαθιά στο μέλλον, που ο ίδιος δεν μπορούσε να δει κανένα απολύτως τέλος σ' αυτήν. Η υγεία του όμως κλονίσθηκε και σχεδόν έχασε την όρασή του. Οι γιατροί τον συμβούλευσαν να παραιτηθεί από τη διεύθυνση της σχολής και να ταξιδεύσει στο εξωτερικό.

«Και τι κάνατε μετά;» ρώτησε ο πατήρ Σισώης στο γειτονικό δωμάτιο.

«Μα ήπιαμε τσάι» απάντησε η μητέρα του.

«Γιατί, παππούλη, τα γένια σας είναι πράσινα;» ξεφώνισε η Κάτια ξαφνικά και έσκασε στα γέλια.

Ο Επίσκοπος θυμήθηκε ότι το χρώμα της γενειάδας του πατρός Σισώη ήταν πράγματι στις άκρες της πρασινωπό και γέλασε κι ο ίδιος.

«Θεέ μου! Τι βάσανο είναι αυτό το παιδί», κραύγασε ο πατήρ Σισώης με δυνατή φωνή, αρχίζοντας να θυμώνει. «Πόσο παραχαϊδεμένη είσαι! Ησύχασε πια».

Ο Επίσκοπος ανακάλεσε στη μνήμη του την καινούργια ολόλευκη εκκλησία στην οποία λειτουργούσε, όταν ήταν στο εξωτερικό, και τον ήχο από τον απαλό κυματισμό της ζεστής θάλασσας. Οκτώ ολόκληρα χρόνια κύλησαν σαν νερό, όταν ήταν εκεί. Έπειτα τον ανεκάλεσαν στη Ρωσία και τώρα πια ήταν ήδη Επίσκοπος, και το παρελθόν είχε ξεθωριάσει σιγά-σιγά μέσα στην αχλύ του χρόνου, σαν να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα όνειρο.

Ο πατήρ Σισώης μπήκε στο δωμάτιό του κρατώντας στο χέρι του ένα κηροπήγιο.

«Μπα, μπα!» ξεφώνισε έκπληκτος. «Ξυπνήσατε κιόλας, Θεοφιλέστατε;»

«Γιατί όχι;»

«Είναι νωρίς ακόμη. μόλις δέκα η ώρα! Αγόρασα ένα κομμάτι βαμβακερό ύφασμα αυτό το απόγευμα και ήθελα να σας τρίψω με ζωικό λίπος».

«Έχω πυρετό», είπε ο Επίσκοπος και ανακάθησε. «Υποθέτω πως κάτι πρέπει να γίνει. Το κεφάλι μου βουίζει και αισθάνομαι τρομερά άκεφος και αδιάθετος».

Ο πατήρ Σισώης άρχισε να τρίβει το στήθος και την πλάτη του Επισκόπου με το ζωικό λίπος .

«Άκου και φρίξε »τσίριξε. «Ω, Μεγαλοδύναμε Θεέ! Φρίξον ήλιε! Πήγα μέχρι την πόλη σήμερα και είδα αυτόν -πως τον λένε καλέ;-αυτόν τον πρωτοπρεσβύτερο το Σιντόνσκι. Ήπια και τσάι μαζί του. Τον μισώ! Ω Θεέ μεγαλοδύναμε! Άκου! Τον μισώ!»

Ο Μητροπολίτης της περιοχής ήταν πολύ γέρος και τετράπαχος, και ένα μήνα τώρα άρρωστος και για τα καλά κρεβατωμένος από αρθρίτιδα. Έτσι ο θεοφιλέστατος Πιότρ αναγκάσθηκε να τον επισκέπτεται σχεδόν κάθε μέρα και να δέχεται σε ακρόαση τους ανθρώπους που επισκέπτονταν το Μητροπολίτη αντί γι' αυτόν. Και τώρα, που ήταν και αυτός άρρωστος, του προκαλούσε φρίκη και μόνο η σκέψη από τις ασημαντότητες και μηδαμινότητες που ζητούσαν σαν χάρη και για τις οποίες έχυναν βρύσες τα δάκρυα οι επισκέπτες. Αισθανόταν εξοργισμένος με την άγνοια και τη λιποψυχία τους. Αυτός καθ΄αυτόν ο αριθμός όλων τούτων των άχρηστων κοινοτοπιών τον κατέθλιβε και αισθανόταν πως μπορούσε να καταλάβει το Μητροπολίτη, που είχε συγγράψει Μαθήματα Ελεύθερης Θέλησης όταν ήταν νέος, και τώρα φαινόταν τόσο απορροφημένος στις ασήμαντες λεπτομέρειες, ώστε η μνήμη οτιδήποτε άλλου, ακόμη και του Θεού, να τον έχει εγκαταλείψει. Ο θεοφιλέστατος Πιότρ πρέπει να 'χε χάσει την επαφή του με το ρωσικό τρόπο ζωής, ενώ βρισκόταν στο εξωτερικό, μια και του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να προσαρμοσθεί πάλι σ' αυτόν τώρα. Οι άνδρες φαίνονταν τραχείς και άξεστοι, οι γυναίκες κουτές ανυπόφορες και πληκτικές. τα μαθητούδια συχνά ανεξέλεγκτα και άτακτα και οι δάσκαλοί τους αμόρφωτοι. Και ύστερα αυτά τα χιλιάδες έγγραφα που πέρναγαν απ' τα χέρια του! Και οι διάφοροι αρχιερατικοί επίτροποι που συντασσαν εκθέσεις καλής συμπεριφοράς για όλους τους ιερείς - νέους και ηλικιωμένους - της μητροπολιτικής περιφέρειας και τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους ! Και ο ίδιος που ΄ταν υποχρεωμένος να συζητά για όλα αυτά τα κουτσομπολιά και να τα διαβάζει και να γράφει σοβαροφανή σχόλια στο περιθώριο των αναφορών.

Και δεν είχε ούτε μια τόση δα στιγμούλα που θα μπορούσε να την αφιερώσει αποκλειστικά στον εαυτό του! ΄Ολη την ημέρα τα νεύρα του κόντευαν να σπάσουν και άρχιζε να χαλαρώνει και να γαληνεύει μόνο σαν βρισκόταν μέσα στο Ναό.

Δεν μπορούσε να εξοικειωθεί εύκολα με το φόβο και τρόμο, που άθελά του προκαλούσε σε όποιον τον πλησίαζε, παρά τους ήσυχους και σμνούς τρόπους συμπεριφοράς του. ΄Ολοι στη μητροπολιτική περιφέρεια φαίνονταν να ζαρώνουν, να σιγοτρέμουν και να μισοαπλογούνται, μόλις έριχνε μια εξεταστική ματιά πάνω τους. ΄Ολοι έτρεμαν μόλις εμφανιζόταν ακόμη και οι ηλικιωμένοι πρωτοπρεσβύτεροι γονάτιζαν μπρος στα ποδια του, και πολύ πρόσφατα μια από τις επισκέπτριες - η γριά σύζυγος ενός παπά από χωριό - είχε μείνει άφωνη από τον τρόμο και είχε φύγει χωρίς να ζητήσει τίποτα. Και αυτός , που δεν ήταν ποτέ μα ποτέ ικανός να εκστομίσει μια αυστηρή λέξη στα κηρύγματά του και που δεν είχε ποτέ κατακρίνει τους ανθρώπους, γιατί τους ευσπλαχνιζόταν τόσο πολύ, εξαγριωνόταν τόσο με όλους αυτούς τους επισκέπτες, ώστε κυριολεκτικά, πετούσε στον κάλαθο των αχρήστων τα αιτήματά τους. Κανείς μα κανείς δεν του είχε μιλήσει, αφότου είχε έλθει εδώ , ειλικρινά και φυσικά. Ακόμη και η γριά μητέρα του είχε αλλάξει ναι, είχε αλλάξει τόσο πολύ ! Γιατί μιλούσε όλη αυτή την ώρα τώρα τόσο άνετα και ελεύθερα, χωρίς επισημότητες, με τον πατέρα Σισώη, ενώ όλη την ώρα που διαλεγόταν μαζί του - με το ίδιο της το γιό ! ήταν τόσο σοβαρή και απόμακρη, αμήχανη και συγκρατημένη στις εκδηλώσεις της; Δεν ήταν αυτή που θυμόταν ! Ο μόνος τελικά άνθρωπος που του συμπεριφερόταν φυσικά και αβίαστα, και που έλεγε χωρίς δισταγμό ό,τι του ερχόταν στο κεφάλι, ήταν ο γεράκος ο πατήρ Σισώης, που ολόκληρη τη ζωή του την είχε περάσει κοντά σε Επισκόπους και είχε συνοδεύσει στην τελευταία τους κατοικία ένδεκα απ΄αυτούς. Και γι΄αυτό ο Θεοφιλέστατος αισθανόταν άνετα μαζί του, αν και ο πατήρ Σισώης ήταν - χωρίς αντιλογία - ένας άνθρωπος τραχύς, σκληρός και έτοιμος πάντα για καυγά.

Μετά την ακολουθία το πρωί της Μεγάλη Τρίτης ο Θεοφιλέστατος δέχθηκε σε ακρόαση το κοινό και έχασε πάλι την ψυχραιμία του μαζί τους. Αισθάνθηκε χάλια, όπως συνήθως, και μια σφοδρή και ακατάσχετη επιθυμία να βρεθεί γρήγορα στο κρεβάτι του, αλλά δεν είχε προλάβει να διασχίσει το κατώφλι του δωματίου του , όταν ειδοποίησαν πως ένα νεαρός έμπορος, ο Εράκιν - ευεργέτης μάλιστα και του μοναστηριού - μόλις είχε έλθει για κάποιες σπουδαίες και επείγουσες υποθέσεις. Ο Επίσκοπος ήταν υποχρεωμένος να τον δεχθεί . Ο Εράκιν παρέμεινε για μια ολόκληρη σχεδόν ώρα μιλώντας ακατάπαυστα και πολύ δυνατά, μα στον Επίσκοπο ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιληφθεί τι προσπαθούσε να του πει.

Μόλις ξεφορτώθηκε τον έμπορο, κατέφθασε μια ηγουμένη από ένα μακρινό γυναικείο μοναστήρι και ώσπου να φύγει κι αυτή, οι καμπάνες κτυπούσαν για τον Εσπερινό. Είχε φθάσει η ώρα που έπρεπε ο Επίσκοπος να κατέβει στο Ναό για την ακολουθία.

Οι μοναχοί έψελναν μελωδικά και με ενθουσιασμό εκείνο το βράδυ, ενώ ένας νεαρός μαυρογένης ιερομόναχος τελούσε την ακολουθία. Ο Θεοφιλέστατος άκουγε προσεκτικά καθώς έψαλλαν στην ακολουθία του Νυμφίου το τροπάριο για τον "κεκοσμημένον νυμφώνα" αλλά δεν ένιωθε τίποτα, ούτε μεταμέλεια, ούτε λύπη, μόνο μια βαθιά γαλήνη του ναού. Καθόταν δίπλα σχεδόν από την Αγία Τράπεζα, όπου οι σκιές ήταν πυκνότερες και βαθύτερες , και παρασυμένος από τη φαντασία του, είχε γυρίσει πίσω στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, τότε που για πρώτη φορά είχε ακούσει τα λόγια του τροπαρίου αυτού να ψέλνονται . Τα δάκρυα κυλούσαν στις παρειές του και αναπολούσε το πως είχε κατορθώσει στη ζωή του ό,τι ήταν μπορετό , σ΄ένα άνδρα της δικής του κοινωνικής τάξης και θέσης να επιτύχει. Η πίστη του ήταν ακλόνητη, αν και δεν ήταν ακόμη όλα ξεκάθαρα γι αυτόν. Κάτι όμως του διέφευγε και στα σίγουρα δεν ήθελε να πεθάνει. Του φαινόταν πως του είχε ξεφύγει, χωρίς ακόμη να το έχει ανακαλύψει, κάτι που ήταν το πιο ενδιαφέρον πράγμα απ΄όλα, το πιο σημαντικό και ταυτόχρονα τόσο αναγκαίο και απαραίτητο στη ζωή του κάτι που το ΄χε αμυδρά ονειρευθεί στο παρελθόν ελπίδες και προσδοκίες, που τον είχαν συγκινήσει και συναρπάσει σαν ήταν παιδί ή μαθητούδι ή ταξιδιώτης σε ξένες χώρες, ακόμη τον ταλαιπωρούσαν και τον βασάνιζαν.

"Πόσο όμορφα ψάλλουν σήμερα !", σκέφθηκε. "Πόσο όμορφα!"

Τη Μεγάλη Πέμπτη χοροστάτησε στην ακολουθία του Νιπτήρος στο μητροπολιτικό Ναό . ΄Οταν η ακολουθία τελείωσε και οι πιστοί επέστρεψαν ο καθένας στο σπίτι του, ο ήλιος έλαμπε ακόμη φωτεινά και αστραφτερά και η ατμόσφαιρα ήταν θερμή. Στα χαντάκια των δρόμων κυλούσαν παφλάζοντας τα νερά, και τα τρυφερά τραγούδια των κορυδαλλιών από τους αγρούς περιπλανιόταν πάνω από την πόλη, γαληνεύοντας την καρδιά του. Τα δένδρα είχαν κιόλας αφυπνισθεί με την αρχή της ανοίξεως και ψηλά, από πάνω τους , απλωνόταν σαν προστατευτικό θόλος, ο γαλάζιος , απέραντος ουρανός.

Ο Θεοφιλέστατος ξάπλωσε αμέσως μόλις έφθασε στο μοναστήρι και ζήτησε από το δόκιμο να κλείσει τα παντζούρια . Το δωμάτιο βυθίσθηκε στο σκοτάδι . Πόσο κουρασμένος ήταν !

΄Οπως και την προηγουμένη μέρα, ο ήχος από τις φωνές και το τσούγκρισμα των ποτηριών από το διπλανό δωμάτιο έφθασε στ΄ αυτιά του. Η μητέρα του διηγείτο με εύθυμη διάθεση κάποια ιστορία στον πατέρα Σισώη, χρησιμοποιώντας πολλές γραφικές κουβέντες και παροιμίες, και ο γέρος ιερομόναχος άκουγε κατσουφιασμένος και απαντούσε με βραχνή φωνή:

" Α, όχι! Εγώ ... ποτέ ! ΄Ετσι λοιπόν το ΄καναν ! Αλήθεια; ΓΙα σκέψου ! Τι να πεις κανείς !"

Και για μια ακόμη φορά ο Δεσπότης αισθάνθηκε ενοχλημένος και αμέσως μετά βαθιά πληγωμένος από το γεγονός ότι η ηλικιωμένη κυρία, η μητέρα του, μπορούσε να φέρεται τόσο φυσικά και απλά με τους ξένους, ενώ ήταν τόσο σιωπηλή και αμήχανη με τον ίδιο της το γιό. Και ακόμη του φαινόταν ότι πάντοτε προσπαθούσε να βρει κάποια πρόφαση για να στέκεται όρθια, όταν αυτός ήταν παρών, σαν να αισθανόταν άβολα να κάθεται μπροστά τους.Και ο πατέρας του; Αν ήταν ζωντανός , πολύ πιθανόν να μην μπορούσε να αρθρώσει μια λέξη , όταν ο Επίσκοπος - γιός του θα ΄ταν παρών.

Κείνη τη στιγμή κάτι στο διπλανό δωμάτιο έπεσε στο πάτωμα με πάταγο. Σίγουρα η Κάτια είχε σπάσει κάποιο φλυτζάνι ή πιατάκι , γιατί ο πατήρ Σισώης ξαφνικά ξεφύσηξε με δυσαρέσκεια και φώναξε θυμωμένα :

" Τι φοβερή πληγή είναι αυτό το παιδί ! Χριστέ και Παναγία ! Κανείς δεν μπορεί να την προλάβει τροφοδοτώντας την με πορσελάνες !"

Ακολούθησε σιωπή. ΄Οταν ο Επίσκοπος ξανάνοιξε τα ματιά του, είδε την Κάτια να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι του και να ΄χει καρφώσει τα μάτια της πάνω του. Τα κόκκινα μαλλιά της στεφάνωναν το πρόσωπό της σαν φωτοστέφανο , όπως συνήθως.

" Εσύ είσαι Κάτια;" ρώτησε . "Ποιος ανοιγοκλείνει τις πόρτες εκεί κάτω ;"

"Δεν ακούω τίποτα ".

Της χάιδεψε τρυφερά το κεφαλι.

" ΄Ετσι λοιπόν! Ο ξάδελφος σου ο Νικολάσα τεμαχίζει νεκρούς, ε;» ρώτησε μετά από κάποια παύση.

«Ναι εξασκείται σ' αυτό».

«Είναι όμορφος;»

«Ναι, πολύ. Μόνο που πίνει αρκετά».

«Από τι πέθανε ο πατέρας σου;»

«Ο μπαμπάς άρχισε να εξασθενεί και να αδυνατίζει όλο και περισσότερο μέχρι που τον έπιασε πονόλαιμος. Και εγώ αρρώστησα, όπως και ο αδελφός μου ο Φέντια. Όλοι είχαμε πονόλαιμο. Ο μπαμπάς πέθανε, θείε, αλλά εμείς γίναμε καλά».

Το πηγούνι της άρχισε να τρέμει και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

«Ω, Θεοφιλέστατε!» φώναξε με μια στριγγλή φωνή, αρχίζοντας να κλαίει πικρά. «Αγαπημένε μου θείε! Η μητέρα και όλοι εμείς είμαστε τόσο δυστυχισμένοι! Ας μας δώσεις λίγα χρήματα! Βοήθα μας, αγαπημένε μου θείε!»

Άρχισε και αυτός να δακρύζει και για μια στιγμή δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνηση. Της χάϊδεψε πάλι τα μαλλιά, την άγγιξε στους ώμους και είπε:

«Εντάξει, εντάξει, κοριτσάκι. Περίμενε μέχρι να 'ρθει το Πάσχα, και τότε θα το κουβεντιάσουμε. Θα σας βοηθήσω».

Η μητέρα του μπήκε ήσυχα και διστακτικά στο δωμάτιο, και προσευχήθηκε για λίγο μπροστά στην εικόνα. Όταν παρατήρησε πως ήταν ξύπνιος, τον ρώτησε:

«Θα θέλατε λίγη σούπα;»

«Όχι, ευχαριστώ», απάντησε. «Δεν πεινώ».

«Δεν πιστεύω πως είσθε καλά. Το βλέπω πως δεν είσθε καλά! Πράγματι δεν πρέπει να κρεβατωθείτε. Και είσθε υποχρεωμένος να 'σθε όρθιος στη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας! Θεέ μου! Κουράζεται και μόνο αν σας δει κάποιος! Δεν πειράζει όμως, το Πάσχα δεν είναι μακριά πιά, πλησιάζει. Όταν θα 'ρθει θα ξεκουραστείτε. Ο Θεός θα μας χαρίσει τότε λίγο χρόνο για να κουβεντιάσουμε. Τώρα όμως δεν πρόκειται να σας στενοχωρήσω με τις ανόητες φλυαρίες μου. Έλα Κάτι. Ας αφήσουμε το Θεοφιλέστατο να πάρει έναν υπνάκο ακόμη!»

Ο Δεσπότης θυμήθηκε τότε πως, όταν ήταν μικρός, η μητέρα του χρησιμοποιούσε ακριβώς τον ίδιο λίγο περιπαικτικό, λίγο σεβαστικό τόνο, όταν απευθυνόταν στους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Εκκλησίας. Μόνο από την απρόσμενη τρυφερή έκφραση των ματιών της και την αγωνιώδη ματιά που του έριξε βγαίνοντας από το δωμάτιο, θα μπορούσε κάποιος να υποψιασθεί πως ήταν μητέρα του. Έκλεισε τα μάτια του και έκανε πως κοιμάται, αλλά άκουσε το ρολόι να κτυπά δυό φορές και τον πατέρα Σισώη να βήχει στο διπλανό δωμάτιο. Η μητέρα του ξανάρθε και τον κοίταξε συνεσταλμένα. Ξαφνικά έφθασε στ' αυτιά του ένας δυνατός θόρυβος και μιά πόρτα βρόντηξε. Κάποιο όχημα κατέφθασε και σταμάτησε στην μπροστινή είσοδο. Ο δόκιμος όρμησε στο δωμάτιο του Δεσπότη και φώναξε:

«Θεοφιλέστατε!»

«Τι είναι;»

«Ήρθε η άμαξα! Είναι ώρα για να πάτε στην ακολουθία των Παθών».

«Τι ώρα είναι;»

«Οκτώ παρά τέταρτο».

Ο Επίσκοπος ντύθηκε και κατευθύνθηκε στο μητροπολιτικό Ναό. Έπρεπε να στέκεται ακίνητος στο κέντρο του Ναού κατά τη διάρκεια της αναγνώσεως των δώδεκα Ευαγγελίων, ενώ το πρώτο και μεγαλύτερο σε μέγεθος και το πιο όμορφο σε περιεχόμενο από όλα το διάβασε ο ίδιος. Μια έντονα θαρραλέα διάθεση τον κυρίευσε. Γνώριζε αυτό το πρώτο Ευαγγέλιο -που άρχιζε με τη φράση «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου»- από στήθους, και καθώς το απήγγειλε, ύψωσε τα μάτια του από το κείμενο του Ευαγγελίου που είχε μπροστά του, και αντίκρυσε μια θάλασσα από μικρά φώτα γύρω του. Άκουσε το τσίριγμα των κεριών, αλλά το εκκλησίασμα φαινόταν πως είχε εξαφανισθεί από τα μάτια του εξαιτίας της ανταύγειας του φωτός. Αισθάνθηκε να περιτριγυρίζεται απ' όλους εκείνους που είχε γνωρίσει στη νεότητά του. Του φάνηκε πως όλοι αυτοί ήταν πάντα εκεί μέχρι... ο Θεός ξέρει πότε!

Ο πατέρας του ήταν διάκονος, ο παππούς του ιερέας και ο προπάππος του διάκονος. Προερχόταν από οικογένεια που ανήκε στην Εκκλησία από τότε που ο Χριστινισμός πρωτόρθε στη Ρωσία, και η αγάπη του για το τελετουργικό της Εκκλησίας, τον κλήρο και τον ήχο από τις καμπάνες του Ναού, που ήταν σπαρμένη μέσα του από τη στιγμή σχεδόν της γέννησής του, τώρα πια είχε εμφυτευθεί και απλώσει γερές και στέρεες ρίζες βαθιά μέσα στην καρδιά του. Όταν βρισκόταν στο Ναό -ιδιαίτερα όταν χοροστατούσε στις ακολουθίες ή λειτουργούσε ο ίδιος- αισθανόταν ακμαίος και δραστήριος και ευτυχής. Και έτσι αισθανόταν αυτή τη στιγμή. Μονάχα όταν είχε αναγνωσθεί και το όγδοο Ευαγγέλιο, ένιωσε πως η φωνή του εξασθένησε τόσο που ακόμη και ο βήχας του ήταν δύσκολα αντιληπτός στ' αυτί. Είχε ένα τρομερό πονοκέφαλο και άρχισε να φοβάται πως ήταν πολύ πιθανόν να σωριασθεί κάτω λιπόθυμος. Τα πόδια του σιγά-σιγά άρχισαν να μουδιάζουν και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έπαυσε να ΄χει οποιαδήποτε αίσθησή τους και δεν μπορούσε πια να εικάσει γιατί στεκόταν εκεί όρθιος και πως δεν είχε σωριασθεί κάτω ακόμη.

Ήταν δώδεκα παρά τέταρτο όταν τέλειωσε η ακολουθία. Ο Επίσκοπος ξάπλωσε στο κρεβάτι του αμέσως σαν έφθασε στο μοναστήρι, χωρίς να 'χει διάθεση ούτε να ψιθυρίσει τον κανόνα του. Καθώς έσυρε την κουβέρτα του ψηλά μέχρι το κεφάλι του σχεδόν, ξαφνικά ευχήθηκε να 'ταν κάπου μακριά, στο εξωτερικό. Το ευχήθηκε παθιασμένα! Θα μπορούσε να δώσει και τη ζωή του -σκέφθηκε- προκειμένου να παύσει να βλέπει αυτούς τους φθηνιάρικους ξύλινους τοίχους και αυτό το τόσο καταθλιπτικά χαμηλό ταβάνι. να μη μυρίζει πια αυτή τη μπαγιάτικη μουχλιασμένη μυρωδιά, που ανέπνεε το μοναστήρι.

Ω! Και να υπήρχε μονάχα κάποιος -οποιοσδήποτε- με τον οποίο να μπορούσε να μιλήσει. κάποιος στον οποίο να μπορούσε να εκμυστηρευθεί και να αποκαλύψει τα μύχια της βασανισμένης καρδιάς του!

Άκουσε βήματα στο γειτονικό δωμάτιο και προσπάθησε να θυμηθεί σε ποιον μπορεί να ανήκαν. Τελικά η πόρτα άνοιξε και ο πατήρ Σισώης μπήκε κρατώντας ένα κηροπήγιο στο ένα χέρι και ένα φλυτζάνι τσάι στο άλλο.

«Ξαπλώσατε κιόλας, Θεοφιλέστατε;» ρώτησε. «Ήρθα για να τρίψω το στήθος σας με ξύδι και βότκα. Ανακουφίζεται κανείς, αν τον τρίψουν επιτήδεια και δυνατά. Ω, Μεγαλοδύναμε Θεέ! Ακούς εκεί -Μόλις ήρθα από το μοναστήρι μας. Το μισώ όμως! Θα φύγω από δω αύριο κιόλας, Χριστέ μου! Ω, Χριστέ μου, Μεγαλοδύναμε Θεέ -άκου-».

Ο πατήρ Σισώης δεν κατόρθωνε ποτέ να μείνει για πολύ σ' ένα μέρος, και τώρα του φαινόταν σαν να 'χε ζήσει στο μοναστήρι αυτό ολόκληρο χρόνο. Ήταν αδύνατο σχεδόν να διαπιστώσει κανείς -απ' όσα έλεγε ο ίδιος- που είχε γεννηθεί αν υπήρχε κάποιος ή κάτι τελοσπάντων σ' αυτόν τον κόσμο που να το αγαπούσε, και αν πίστευε ή όχι στο Θεό... Ο ίδιος πάντως δεν είχε καταφέρει να βρει -τόσα χρόνια τώρα- μια ικανοποιητική και παραδεκτή εξήγηση για το λόγο που τον ώθησε να γίνει μοναχός. Άλλωστε δεν κάθησε ποτέ να το καλοσκεφθεί και εξάλλου η χρονική στιγμή, που έδωσε τις υποσχέσεις της μοναχικής του κουράς, είχε χρόνια τώρα ξεθωριάσει στη μνήμη του. Του φαινόταν σαν να 'χε γεννηθεί καλόγερος!

«Ναι, αλήθεια! Θα φύγω από δω αύριο. Βαρέθηκα πια τούτο τον τόπο!»

«Θα 'θελα να κουβεντιάσω λίγο μαζί σου. Δεν είχα ποτέ το χρόνο γι' αυτό» ψιθύρισε ο Δεσπότης, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να μιλήσει. «Βλέπεις δεν ξέρω κανένα -τίποτα δεν γνωρίζω, εδώ-».

«Πολύ καλά τότε. Θα παραμείνω μέχρι την Κυριακή του Πάσχα -όχι όμως περισσότερο! Τον βαρέθηκα αυτό τον τόπο!»

«Τι σόι Δεσπότης είμαι;» ο Θεοφιλέστατος συνέχισε με εξασθενημένη φωνή. «Έπρεπε να 'χα γίνει ένας παπάς σε κάποιο χωριό, ή ένας διάκος, ή ένας απλός μοναχός. Όλη αυτή η κατάσταση με πνίγει -με σκοτώνει...»

«Τι λες εκεί, ε; Ω, Χριστέ μου, Μεγαλοδύναμε Θεέ! Άκου -Σου χρειάζεται ένας καλός ύπνος, Θεοδιλέστατε. Τι θες να πεις δηλαδή; Άκου... Τι είναι αυτά που λες καλέ; Άντε, καληνύχτα τώρα!»

Όλη τη νύκτα ο Δεσπότης έμεινε άγρυπνος και το πρωί ήταν πολύ άρρωστος. Ο δόκιμος, σαν τον είδε, πανικοβλήθηκε και έτρεξε πρώτα στον ηγούμενο και έπειτα για το γιατρό, που εξυπηρετούσε το μοναστήρι και που κατοικούσε στην πόλη. Ο γιατρός -ένας χονδρός ηλικιωμένος άνδρας με ένα μακρύ, γκρίζο γένι -κοίταξε επίμονα το Δεσπότη, κούνησε το κεφάλι του, συνοφρυώθηκε, και επιτέλους αποφάνθηκε:

«Θα σας πως τι έχετε, Θεοφιλέστατε, -τυφώδη πυρετό!»

Ο Επίσκοπος την επόμενη κιόλας ώρα, φάνηκε πιο ισχνός και ωχρός, τα μάτια του μεγάλωσαν, το πρόσωπό του καλύφθηκε από ρυτίδες, και έμοιαζε σαν ξαφνικά να ζάρωσε και να γέρασε. Αισθανόταν σα να 'ταν ο πιο αδύνατος, ασθενικός, και κοκκαλιάρης άνθρωπος, που υπήρχε πάνω σ' όλο τον κόσμο, και πως ότι καλό του 'χε τύχει πριν τον βρει αυτή η αρρώστια, ήταν θαμμένο μακριά, πολύ μακριά στο παρελθόν, και -το χειρότερο- δεν επρόκειτο να το γευθεί ποτέ πια ξανά.

«Πόσο ευτυχής είμαι έτσι!», σκέφθηκε. «Ω, πόσο είμαι χαρούμενος!»

Κάποια στιγμή η γριά μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο. Μόλις όμως αντίκρυσε το ζαρωμένο του πρόσωπο και τα εξογκωμένα του μάτια πανικοβλήθηκε και, πέφτοντας στα γόνατα στο πλάι του κρεβατιού του, άρχισε να φιλά το πρόσωπο, τους ώμους και τα χέρια του. Της φαινόταν πως σε ολόκληρη τη γη δεν υπήρχε άλλος τόσο ασθενικός, αδύναμος και λιπόσαρκος άνθρωπος απ' αυτόν, και, ξεχνώντας πως ήταν Δεσπότης, τον καταφιλούσε λες και ήταν ένα μικρό παιδί, που όμως αυτή τον αγαπούσε, -αχ! πόσο τον αγαπούσε!

«Μικρέ μου Πάβελ, παιδί μου αγαπημένο!» κραύγασε. «Αγοράκι μου, τι έχεις και φαίνεσαι έτσι; Μικρέ μου Πάβελ! Ω, σε παρακαλώ, απάντησέ μου!»

Η Κάτια ωχρή και σοβαρή, στεκόταν κοντά τους, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι κακό έτρεχε με το θείο της και γιατί το πρόσωπο της γιαγιάκας της είχε αλλοιωθεί απ' αυτή τη γκριμάτσα του πόνου και έβγαζε τόσο σπαραξικάρδια λόγια. Και αυτός, ο θείος, ο Δεσπότης ήταν άφωνος και φαινόταν σαν να μην αισθάνεται τι γινόταν γύρω του. Ναι, ο Δεσπότης ονειρευόταν πως για μια ακόμη φορά ήταν ένας κοινός άνθρωπος, που διέσχιζε με μεγάλους δρασκελισμούς ολόκληρη την ύπαιθρο χώρα, γοργά και χαρούμενα, μ' ένα ραβδί στο χέρι, λουσμένος στο ηλιοφώς, με τον απέραντο ευρύ ουρανό πάνωθέ του, τόσο απόλυτα ελεύθερος όσο και ένα πουλί, -λεύτερος να πετάξει όπου θα τον οδηγούσε η αστείρευτη πια φαντασία του.

«Αγοράκι μου! Μικρέ μου Πάβελ! Απάντησέ μου» ικέτευσε η μητέρα του.

«Μη σκοτίζεις το Δεσπότη», φώναξε θυμωμένα ο πατήρ Σισώης, διασχίζοντας το δωμάτιο. «Άστον να κοιμηθεί. Δεν μπορεί τίποτα να προσφέρει κανείς εδώ... Γιατί άλλωστε;...»

Τρεις γιατροί ήρθαν, είδαν, συσκέφθηκαν και απήλθαν. Η μέρα έμοιαζε μεγάλη, απίστευτα μεγάλη. Και έπειτα ήρθε η μακριά, ατέλειωτη νύκτα. Λίγο πριν την αυγή, το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, ο δόκιμος αναζήτησε τη γριά μάνα, που έκειτο στον καναπέ του καθιστικού και της ζήτησε να τον ακολουθήσει μέχρι το υπνοδωμάτιο του Επισκόπου. Ο Θεοφιλέστατος είχε επιτέλους συναντήσει την ατέλειωτη γαλήνη!

Την επόμενη μέρα ήταν Κυριακή του Πάσχα. Η πόλη είχε σαράντα ναούς και δυό μοναστήρια, και οι μπάσοι χαρμόσυνοι ήχοι από τις καμπάνες τους διέτρεχαν την ατμόσφαιρα της πόλης απ' το πρωί μέχρι το βράδυ. Τα πουλιά κελαηδούσαν, ο αστραφτερός ήλιος έλαμπε. Η μεγάλη αγορά ήταν γεμάτη θόρυβο. Οι λατέρνες βούιζαν, οι φυσαρμόνικες στρίγγλιζαν και οι μεθυσμένες φωνές κουδούνιζαν στον αέρα. Ένα βιαστικό ανθρώπινο ρεύμα βολτάριζε στον κεντρικό δρόμο εκείνο το απόγευμα. Με μια λέξη όλοι ήταν χαρούμενοι και εύθυμοι, όπως ήσαν και την ίδια μέρα το προηγούμενο χρόνο, και όπως, αναμφίβολα, θα 'σαν πάλι και το χρόνο που επρόκειτο να 'ρθει.

Ένα μήνα αργότερα κατεστάθηκε νέος βοηθός Επίσκοπος, και όλοι ξέχασαν το θεοφιλέστατο Πιότρ. Μονάχα η μητέρα του νεκρού Επισκόπου -που τώρα έμενε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη με το γιο της το διάκονο- όταν το δειλινό πήγαινε να φροντίσει την αγελάδα της και στο δρόμο συναντούσε τις άλλες γυναίκες, τους μιλούσε για τα παιδιά και τα εγγόνια της και ακόμη για το αγόρι εκείνο, που 'χε γίνει Δεσπότης.

Και όταν τον μνημόνευε, τις κοιτούσε ντροπαλά, γιατί φοβόταν πως μπορεί και να μην την καταλάβαιναν. να μην την πίστευαν.

Και πράγματι, λίγες ήταν τελικά αυτές που την καταλάβαιναν και την πίστευαν!