Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Η ΑΓΑΠΗ ΩΣ ΠΡΟΤΑΣΗ ΖΩΗΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

 

                                               Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ





   O YMNOΣ TΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

   ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ








                                     " Η ΑΓΑΠΗ ΟΥ ΖΗΤΕΙ ΤΑ ΕΑΥΤΗΣ"






Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ

 

          Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

                                  ΓΙΑ  ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ







  Ο λόγος του Χριστού, κατά την επίγειο Του διδασκαλία, είναι ξένος προς κάθε κοσμική εκφορά, περιεχόμενο, ουσία. Αντιβαίνει τις συνθήκες του κόσμου, τις συνήθειες του κόσμου, τον ίδιο τον κόσμο, εγκαινιάζοντας ήδη με την παρουσία Του την αληθινή πολιτεία του Θεού, τη Βασιλεία Του.


Σε κάθε Του λόγο οδηγεί τον άνθρωπο να αναμετρηθεί με τον κακό του εαυτό, αλλά και να τοποθετηθεί απέναντι στον συνάνθρωπο. Κι εδώ, έρχεται για μία ακόμη φορά ο τρόπος. Αυτός ο τρόπος συναντάται παντού και πάντοτε. Ο τρόπος που καθορίζει τα πράγματα, ισορροπεί στα πράγματα, αποξενώνει τα πράγματα, συμφιλιώνει τα πράγματα. Αυτός ο τρόπος του Χριστού δείχνει να μην έχει λογική. Κι αυτό το συμπέρασμα εξάγεται από το γεγονός ότι ο λόγος Του αντιβαίνει την κοσμικότητα. Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου’’ (Ιω. 18, 36).

Είναι αλήθεια πως ο λόγος του Χριστού αντιβαίνει προϋποθέσεις, δομές, αφορμές του κόσμου, τα πάντα του κόσμου και πάντοτε. Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λουκ. 6, 31 – 36) ο Χριστός βάζει δύσκολα στον άνθρωπο. Θίγει ένα θέμα, όχι απλά δυσπρόσιτο, αλλά απλησίαστο. Θέμα άκρως και αθεράπευτα ανέπαφο με τη συμφιλίωση, την καταλλαγή, τη συγχωρητικότητα. ‘’Αλλά εσείς να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε καλό’’ (Λουκ. 6, 35). Ποια συνήθεια του κόσμου τούτου δέχεται στα σπλάγχνα της την αγωνία του Χριστού; Ποιος σκέφτηκε ποτέ εάν αγαπάει τους εχθρούς του κι αν υπάρχουν εχθροί; Βέβαια, δεν υπάρχουν εχθροί, αφού ο άνθρωπος καλλιεργεί αυτόν τον τίτλο κι αυτή τη διάθεση προς τους άλλους.

Ο Χριστός διερωτάται: ‘’Εάν αγαπάτε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, ποια χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. Και εάν κάνετε καλό σ’ εκείνους μόνο που σας κάνουν καλό, ποια χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν’’ (Λουκ. 6, 32 – 34). Και προχωράει σε μία υπενθύμιση όλων αυτών∙ ‘’να είστε λοιπόν φιλεύσπλαχνοι καθώς και ο Πατέρας σας είναι φιλεύσπλαχνος’’ (Λουκ. 6, 36). Δεν είναι εικόνα Θεού ο άνθρωπος; Δεν πλάστηκε ελεύθερος για να μοιάσει χαρισματικά στον Θεό; Δεν είμαστε γένος του Θεού; Εκείνος δεν είναι φιλάνθρωπος απέναντι σε κάθε άνθρωπο, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό ή μήπως ο άνθρωπος νομίζει πως αξίζει αυτή τη φιλανθρωπία;

Ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής στα Κεφάλαια περί Αγάπης, κείμενα έκρηξης της αγάπης και φιλανθρωπίας του Θεού προς τον άνθρωπο, εξηγεί τα παραπάνω ως εξής: ‘’Η τέλεια αγάπη δεν διαχωρίζει κατά τις διαθέσεις των επιμέρους ανθρώπων τη μία και κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά αποβλέποντας σ’ αυτήν, αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους. Αγαπά τους ενάρετους ως φίλους. τους κακούς τους αγαπά ως εχθρούς, και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει αν την βλάψουν, χωρίς να λογαριάζει διόλου το κακό, αλλά και πάσχει για χάρη τους, αν το καλέσει η περίσταση, για να τους κάνει και αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν’’.

Εδώ γεννάται ένα ερώτημα. Ποια είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι στον άλλον; Ο άλλος είναι εικόνα Θεού, φίλος, εχθρός, αδελφός, ξένος, αδιάφορος, απειλή; Ο Jean – Paul Sartre χαρακτηρίζει τους άλλους ως κόλαση, με την έννοια της αναγκαστικής υποταγής από τη στιγμή της γέννησης. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει Θεός για τον Sartre, επειδή για να είναι ο άνθρωπος ελεύθερος χρειάζεται να μην υπάρχει Θεός, καθότι σύμφωνα με τον ίδιο η ύπαρξη του Θεού οδηγεί στην υποταγή και ανελευθερία του ανθρώπου. Για τον Χριστό όμως ο άλλος είναι ο αδελφός, είναι ο ξένος, ο Ίδιος ο ξένος Χριστός, όπως ψάλλουμε στο δοξαστικό του Μ. Σαββάτου.

Ποιος είναι λοιπόν ο άλλος; Ο άνθρωπος ισχυρίζεται πως αγαπάει τον Θεό, μισεί όμως την αδελφή του, τον αδελφό του, τους γονείς του. Θεωρεί πως εκπληρώνει θεϊκό καθήκον απέναντι στον Θεό όταν κάνει ελεημοσύνη, νηστεύει, προσεύχεται, αλλά την ίδια στιγμή βιαιοπραγεί σε βάρος της γυναίκας του και η σύζυγος σε βάρος του άνδρα της. Αλήθεια έπαψε ο Χριστός να φιλοξενείται στις καρδιές; Δεν υπάρχει χώρος για τον Χριστό, χώρος για τον συνάνθρωπο; Έχει αλλοιωθεί τόσο πολύ το ανθρώπινο πρόσωπο; Δεν εξαρτά τη σχέση του από τον Δημιουργό Του, από τον άλλον, τον ξένο; Πόσο μίσος και πόση κακία εμφωλεύει στους ανθρώπους; Πώς μπορεί κάποιος να αγαπάει με τα χείλη τον Θεό και να εχθρεύεται τον αδελφό του, την αδελφή του; Καμία τέτοια θυσία δεν γίνεται δεκτή από τον Θεό. Ο Θεός ζητάει συμφιλίωση με τον άλλον. Κι ο σύγχρονος άνθρωπος πέρα από τη σκιά του δεν βλέπει τίποτε.

Ο λόγος του Χριστού είναι αναρχικός λόγος. Εναντιώνεται στις αρχές και στις καθεστηκυίες αντιλήψεις του κόσμου τούτου. Δεν δέχεται να συμπορευθεί με την αμαρτία, την κακότητα, την αποστασία. Συμπονάει όμως τον αμαρτωλό. Ο Χριστός δεν είναι του συστήματος. Ετοιμάζει τη Βασιλεία Του και προσκαλεί τον άνθρωπο να την γευτεί στη Θεία Ευχαριστία, την μόνη αληθινή αιωνιότητα του παρόντος κόσμου, να την ζήσει στη Θεία Ευχαριστία. Όμως, πώς μπορεί κάποιος να τρώει Σώμα Χριστού, να πίνει Αίμα Χριστού και να αρνείται τη συμφιλίωση με τον αδελφό του;


Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων





ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΗΘΟΥΣ

                    ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΗΘΟΣ





Τα γνωρίσματα του ορθόδοξου ήθους

Ο ορθόδοξος πιστός έχει ως σύνθημά του το «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολοσ. 3, 11), εάν δηλαδή ο Χριστός δεν διαποτίζει όλες τις εκδηλώσεις της ζωής μας, τότε η ζωή μας θα διασπάται κατ’ απαράδεκτο τρόπο σε θρησκευτική και μη θρησκευτική. Τέτοια διάσπαση υπάρχει στις ειδωλολατρικές θρησκείες. Θρησκευτικότητα είναι μόνο η ζωή στην ώρα του βωμού, της θυσίας, της θεραπείας του θείου. Η θρησκευτικότητα αυτή αποτελεί έκφανση του βίου. Ο υΘρησκείαπόλοιπος βίος, ατομικός και κοινωνικός, αποτελεί τον άλλο βίο. Κατά τον ίδιο τρόπο ο βίος διακρίνεται σε θρησκευτικό και εξωθρησκευτικό, όπως ο βίος του σημερινού ανθρώπου, ο οποίος έχει μια δημόσια θέση, διακρίνεται σε δημόσιο και ιδιωτικό.

Ο χωρισμός αυτός οδηγεί στην αντίληψη για τα «θρησκευτικά καθήκοντα», δηλαδή καθήκοντα προς το θείο, τα οποία είναι άσχετα προς τα καθήκοντα προς τους ανθρώπους. Αυτή είναι η διασπασμένη, αποσυντεθειμένη θρησκευτικότητα, η οποία δημιουργεί μόνο τυπολάτρες, οι οποίοι νομίζουν ότι η θρησκευτική ζωή έχει σχέση μόνο με τον ναό και όχι με το σπίτι, τον χώρο εργασίας, την αγορά, το δικαστήριο, την κλίνη του ασθενούς, το κελί του φυλακισμένου κ.λ.π. Αντίθετα προς αυτά, το αληθινό ορθόδοξο ήθος είναι η «θέωση» ολόκληρης της ζωής μας, ο εξαγιασμός όλως των πτυχών αυτής και ο εξωραϊσμός αυτών υπό την ανακαινιστική επίδραση του Χριστού, υπό το φως του ουρανού.

Προς επίτευξη τούτου είναι αναγκαία η συνεχής μελέτη, η αδιάλειπτη προσευχή και η μυστηριακή ζωή. Το πρώτο όνομα των χριστιανών ήταν μαθητές και μαθήτριες. Και ο ορθόδοξος πιστός σήμερα πρέπει να είναι μαθητής, ζητώντας να διαφωτίζει τα καθημερινά του προβλήματα μέσω της μελέτης του λόγου του Θεού και της πατερικής σκέψης. Ιδιαιτέρως η προσευχή πρέπει να ζωογονεί όλες τις εκδηλώσεις της ζωής μας.

Επίσης, η δια των μυστηρίων παρεχόμενη Θεία Χάρη πρέπει να μας ενισχύει καθημερινώς, για να είμαστε πράγματι το «άλας της γης» και το «φως του κόσμου». Δεν δύναται να νοηθεί πραγματικός χριστιανός, όποιος δεν προσπαθεί να κοσμείται με την αρετή. Έστω ως παράδειγμα η αρετή της δικαιοσύνης και της τιμιότητας. Αυτή πρέπει να χαρακτηρίζει όλες τις πάσης φύσεως σχέσεις και συναλλαγές μας. Όχι μόνο οι έμποροι, αλλά όλοι ανεξαιρέτως πρέπει να αισθανόμαστε πείνα και δίψα για τη δικαιοσύνη, όχι μόνο με τη γενική έννοια, αλλά και με την ειδική έννοια της υποταγής στο θετικό δίκαιο, στους νόμους της πολιτείας.

Ο διασπασμένος θρησκευτικός άνθρωπος «δεν είναι εξαιρετικά ανήσυχος μήπως δεν είναι εντάξει με τους νόμους της πολιτείας. Την πολιτεία τη θεωρεί σαν κάτι έξω από τον θρησκευτικό βίο του, επομένως και έξω από τον σεβασμό του. Βέβαια, τους νόμους που αποσκοπούν στην κατοχύρωση του Δεκαλόγου τους τηρεί, αλλά σ’ άλλους νόμους, ας πούμε στους φορολογικούς, στους διοικητικούς νόμους δεν δείχνει εξαιρετική προσήλωση… Η εντιμότητα και συνέπεια στις συναλλαγές υστερεί˙ καμιά φορά υστερεί με τρόπο, «οίος ουδέν εν τοις έθνεσιν ονομάζεται» Η επαγγελματική ευσυνειδησία, με την έννοια ότι στο επάγγελμά του πρέπει ο Χριστιανός ν’ αποδίδει το μεγαλύτερο και καλύτερο δυνατό, δεν έχει αναπτυχθεί, την επισκιάζει και πάλι η αγωνία για το άνιθο και το κύμινο, που απορροφά την προσευχή και τη συνέιδηση» [1].




Τι να πούμε έπειτα για την αρετή της αγάπης; Η ιστορία του Χριστιανισμού επί του προκειμένου είναι χαρακτηριστική. Η αρετή αυτή είναι το διακριτικό γνώρισμα του ορθόδοξου χριστιανού σε όλους τους αιώνες. Εκ των αρχαίων χριστιανών «πολλοί παραδεδώκασιν εαυτούς εις δουλείαν και λαβόντας τα τιμάς αυτών ετέρους εψώμισαν» [2]. Πολλές φορές οι χριστιανοί «τα εκ του δικαίου κόπου αθροιζόμενα χρήματα διέτασσον (=διέθετον), διακονούντες εις αγορασμούς των αγίων, ρυόμενοι δούλους και αιχμαλώτους, δεσμίους, επηρεαζομένους, ήκοντας εκ καταδίκης κ.τ.λ.» [3]. Όταν, λόγου χάρη, κατά τους χρόνους του Μαξιμίνου ενέσκηωε πανώλη και λιμός, μόνο οι χριστιανοί περιέθαλπαν με αγάπη αδιακρίτως όλους τους πάσχοντες με τέτοιο τρόπο, ώστε και οι ίδιοι οι ειδωλολάτρες δόξαζαν τον Θεό των χριστιανών.

Άραγε, φλέγεται η καρδιά μας από την αγάπη του Μ. Βασιλείου, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, του οσίου Θεοδοσίου, του Εφραίμ του Σύρου, της αγίας Ολυμπιάδας, της αγίας Φιλοθέης και όλων των ηρώων και ηρωΐδων της ορθόδοξης πίστης και ζωής ή μήπως περιορίζουμε το ορθόδοξο φρόνημά μας στο να ερίζουμε περί της διαφοράς σε ανούσια, τυπικά πράγματα; Δεν μπορούμε να είμαστε γνήσιοι ορθόδοξοι πιστοί και συγχρόνως να ανεχόμαστε να υπάρχουν γύρω μας υποσιτιζόμενα παιδιά και παντός είδους δυστυχείς. Δεν είναι δυνατό να κοιμόμαστε ήσυχοι όταν αδερφοί μας ζουν μακριά από τον Χριστό και θερίζουν σήψη και φθορά εμείς να παραμένουμε αδιάφοροι. «Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν…Εάν τις είπη, ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν˙ ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν αυτού, ον εώρακε, τον Θεόν, ον ουχ εώρακε, πως δύναται αγαπάν;» [4].
Ο ορθόδοξος χριστιανός είναι υγιώς κοινωνικός άνθρωπος με τον χριστιανικό ανδρισμό και τη σεμνή παρρησία. Δεν είναι ξένος προς την κοινωνία. Έχει αγάπη προς αυτή. Όταν έρχεται η στιγμή για την άφοβη και θαρραλέα χριστιανική ομολογία, δεν ατενίζει την κοινωνία με ηττοπάθεια και αίσθημα μειονεξίας. Δεν επαισχύνεται ενώπιον αυτής το Ευαγγέλιο. Θέλει να φανερώσει στην κοινωνία τη δύναμη του Ευαγγελίου. Αισθάνεται την «ηγετική» ευθύνη του για τον δρόμο, τον οποίο ακολουθεί η κοινωνία.

Καλό είναι να θυμόμαστε όλοι ότι το κύριο γνώρισμα του ορθόδοξου ήθους είναι η Χριστοκεντρική ζωή και η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου. Οφείλουμε όλοι στον εαυτό μας, στον συνάνθρωπό μας, στον Θεό μας να ζούμε με πίστη, αγάπη κι ελπίδα.

1. Π. Μελίτη, Για ν’ ανοίξει ο δρόμος, Αθήνα 1957, σελ. 180.
2. Κλήμεντος, Α΄ Κορ. LV, 2.
3. Αποστ. Διατ. IV, 9.
4. Α΄ Ιωάν. 4, 8, 20.






Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΩΣ ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ

                                                             

                                                     Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 

ΩΣ ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ


    
                             



            Καθηγητή  ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ  Ι.  ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ         

Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ


 Η ελευθερία είναι ένα από τα σπουδαιότερα θέματα που αφορούν την ύπαρξη του ανθρώπου. Κάθε ενέργεια του ανθρώπου, που τον χαρακτηρίζει ως πρόσωπο, συνδέεται άρρηκτα με την ελευθερία του. Έτσι μπορεί να γίνεται λόγος για μια μεγάλη ποικιλία, με την οποία φανερώνεται αυτή η ελευθερία, όπως είναι λόγου χάρη η ελευθερία της σκέψεως, η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία της συνειδήσεως, η ηθική ελευθερία, η θρησκευτική ελευθερία, κλπ.

Εμείς δεν θα ασχοληθούμε με τις παραπάνω πλευρές της ελευθερίας, αλλά θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με κάθε δυνατή συντομία, πώς ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς βλέπει την ελευθερία του ανθρώπου καθεαυτήν. Στη συνέχεια, αφού αναφερθούμε στην οντολογική υποδούλωση και απελευθέρωση του άνθρώπου, θα παρουσιάσουμε πως ο άνθρωπος αναπτύσσει και φανερώνει την ελευθερία του ως μέτοχος της πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και ποιος είναι ο ιδιάζων χαρακτήρας αυτής της ελευθερίας.

Εμείς δεν θα ασχοληθούμε με τις παραπάνω πλευρές της ελευθερίας, αλλά θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με κάθε δυνατή συντομία, πώς ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς βλέπει την ελευθερία του ανθρώπου καθεαυτήν. Στη συνέχεια, αφού αναφερθούμε στην οντολογική υποδούλωση και απελευθέρωση του άνθρώπου, θα παρουσιάσουμε πως ο άνθρωπος αναπτύσσει και φανερώνει την ελευθερία του ως μέτοχος της πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και ποιος είναι ο ιδιάζων χαρακτήρας αυτής της ελευθερίας.

Ευθύς εξαρχής πρέπει να πούμε ότι απόλυτα ελεύθερος και κυριολεκτικά αυτεξούσιος είναι μόνο ο Θεός, αφού ως ο όντως Ων δεν υπόκειται σε καμιά φυσική ή μεταφυσική αναγκαιότητα1. Επομένως είναι αυτονόητο ότι λόγος για απόλυτη και αυθεντική ελευθερία μπορεί να γίνεται μόνο εκεί, όπου βρίσκεται και η πηγή της ελευθερίας, ο ίδιος δηλαδή ο Θεός. Άμεση φανέρωση της αυθεντικής αυτής ελευθερίας στην κτίση και την ιστορία γίνεται μόνο με τις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού.

Αν όμως η απόλυτη και αυθεντική ελευθερία βρίσκεται μόνο στον ίδιο τον Θεό και στις άκτιστες ενέργειές του, τί είδους ελευθερία έχει ο άνθρωπος ως κτίσμα και πού θεμελιώνεται αυτή η ελευθερία του;

Η ελευθερία του άνθρώπου, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως αυτή εκπροσωπείται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, συνδέεται στενότατα με τον τρόπο υπάρξεώς του. Ο άνθρωπος, του οποίου η οντολογική αφετηρία βρίσκεται στο μη ον, ήρθε στο είναι, ως γνωστόν, με την άκτιστη δημιουργική ενέργεια του Θεού. Γι' αυτό και είναι εξαρτημένος από την αιτία της προελεύσεώς του, είναι δηλαδή εξαρτημένος από τον ίδιο τον Θεό. Πέρα όμως από την εξάρτηση αυτή του είναι του ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του δημιουργού του2 ως λογικό και αυτεξούσιο ον3. Η λογικότητα των όντων κατά τον Παλαμά συνδέεται οντολογικώς με την αυτεξουσιότητά τους4. Κατά συνέπεια η αυτεξουσιότητα και ελευθερία του άνθρώπου αποτελούν οντολογικό γνώρισμα του κατ' εικόνα.

Δημιουργώντας ο Θεός κατ' εικόνα του τον άνθρωπο θεμελίωσε το αυτεξούσιο του ανθρώπου πάνω σε μια πραγματικότητα, η οποία παρέχει στην ελευθερία προϋποθέσεις αποφασιστικής σημασίας για την παραπέρα τελειωτική πορεία του ανθρώπου.

Το κατ' εικόνα αποτελεί το θεμέλιο εκείνο της ανθρωπίνης υπάρξεως που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μπορεί να κινείται προς το αγαθό, όταν κάνει καλή χρήση του αυτεξουσίου. Το οντολογικό δηλαδή υπόβαθρο της αυτεξούσιας αναφοράς του ανθρώπου στον Τριαδικό Θεό βρίσκεται στην κατ' εικόνα Θεού δημιουργία του. Αν ο άνθρωπος ανέφερε πάντοτε αυτεξουσίως και ελευθέρως το κατ' εικόνα προς το αρχέτυπο, δεν θα ξέπεφτε από την κοινωνία του με τον Θεό, μια και ο Θεός κατά τον Παλαμά προσβλέπει πάντα με ιδιαίτερη πρόνοια προς τον άνθρωπο. «ως προς οικείαν εικόνα μάλλον ή προς τα παρ' αυτού πάντα γεγονότα»5.

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ενώ εντοπίζει το κατ' εικόνα στην όλη ύπαρξη του ανθρώπου6, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο νου7. Αλλά ο νους και η λογική συνδέονται αναπόφευκτα με το αυτεξούσιο και την προαίρεση του ανθρώπου, και αυτά του παρέχουν τη δυνατότητα να τρέπεται πότε στο καλό, και πότε στο κακό8. Αν η αυτεξουσιότητα αφαιρεθεί από τη λογική, τότε η λογική καταντά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Χωρίς ελεύθερη θέληση και απόφαση δεν είναι νοητή καμιά ευθύνη. Μόνο όταν ο άνθρωπος έχει «λελυμένην πάσης ανάγκης την γνώμην», παρατηρεί ο υπέρμαχος του ησυχασμού, μπορεί να διατηρείται στην κατά φύση ζωή και να προσεγγίζει τον Θεό ή να εκτρέπεται από την κοινωνία μαζί του και να κατευθύνεται προς τον θάνατο9.

Δημιουργώντας ο Θεός αυτεξούσιο τον άνθρωπο στέρησε την δυνατότητα στον πονηρό να ασκεί βία πάνω στον άνθρωπο. Μόνο με πειθώ ή δόλο μπορεί να επηρεάσει ο διάβολος τη θέληση του άνθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της αποστασίας του10. Από τη δημιουργία του λοιπόν ακόμη ο άνθρωπος πήρε τη δύναμη του αυτεξουσίου, τη δύναμη της ελευθερίας, με την οποία μπορεί να αντιστέκεται στον πονηρό και να συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγμάτωση του προορισμού του, την ομοίωσή του με τον Θεό.

Η προγονική πτώση είχε οντολογικές συνέπειες στο καθαυτό είναι του ανθρώπου, στο κατ' εικόνα, το οποίο ενώ αμαυρώθηκε δεν καταστράφηκε από την αμαρτία. Εκείνο που έχασε ο άνθρωπος, παρατηρεί ο Παλαμάς, δεν ήταν το κατ΄ εικόνα αλλά το καθ' ομοίωση11. Η αμαύρωση του κατ' εικόνα σήμανε φθορά και στο αυτεξούσιο του ανθρώπου, που αντί να οδεύει στην κατεύθυνση της ελευθερίας του πρωτοτύπου του βρέθηκε μέσα στην περιοχή της επιρροής του πονηρού, ο οποίος, ενώ δεν μπόρεσε να καταργήσει το αυτεξούσιο του ανθρώπου, το συσκότισε και το εμπόδισε να κινείται στην τελειωτική του προοπτική. Έτσι ο,τιδήποτε και αν έκανε ο άνθρωπος (αξιοκατάκριτο ή επαινετό) βρισκόταν κατά τον Παλαμά κάτω από τις γενικότερες συνέπειες της προγονικής πτώσεως12.

Αλλά το αυτεξούσιο του ανθρώπου δεν εμπόδισε την ελευθερία του Θεού να μετασκευάσει φιλάνθρωπα και «επί το κρείττον» τα «εξ αυτεξουσίου παρατροπής ολισθήματα» του ανθρώπου και να «οικονομήσει» τη σωτήρια του, χωρίς να παραβιάσει καθόλου το αυτεξούσιο και την ελευθερία του13. Ενώ δηλαδή η αυτεξούσια παράβαση της εντολής του Θεού οδήγησε στη σύνταξη του ανθρώπου με τον διάβολο και την υποταγή του στο θάνατο, ο Θεός με τη σοφία και την αγαθότητά του βρήκε τρόπο, ώστε και τον άνθρωπο να λυτρώσει από τον θάνατο, και το αυτεξούσιο του ανθρώπου να διατηρήσει. Ο Θεός δεν επέτρεψε να γίνει ο θάνατος το υποχρεωτικό τέλος, το «έσχατον καταγώγιον»14 όλων των ανθρώπων. Επειδή μάλιστα ο άνθρωπος δεν έφτασε «αυτοκινήτως» προς το κακό αλλά μετά τη συκοφαντία του θελήματος του Θεού από τον διάβολο, δεν προχώρησε μετά την παράβαση «ακρατώς και ανεπιστρόφως» προς το κακό, όπως οι δαίμονες15 και έτσι έγινε δεκτικός στην προσφορά του Θεού για την οντολογικού χαρακτήρα απελευθέρωσή του.

Με το έργο της θείας οικονομίας, που πραγματώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, ο άνθρωπος απελευθερώνεται οντολογικώς από την αμαρτία, τον διάβολο και τον εσχατολογικό θάνατο και αποκτά τη χαρισματική ελευθερία.
Ειδικότερα, ο Θεός κινούμενος από άκρα ευσπλαχνία για τον άνθρωπο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση 
«καθ' υπόστασιν» στο πρόσωπο του Θεού Λόγου για ν' απελευθερώσει τον άνθρωπο, ν' ανακαινίσει το αμαυρωμένο κατ' εικόνα και να το ζωοποιήσει με την άκτιστη χάρη του πρωτοτύπου16. Ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, ως μόνος αληθινός και αναμάρτητος άνθρωπος17 και ως ελεύθερος από τη δουλεία του διαβόλου18, ήταν κατά τον Παλαμά ο μόνος που μπορούσε να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την παραπάνω δουλεία19.

Το θεμέλιο απελευθερώσεως της ανθρωπίνης φύσεως από την εξουσία του διαβόλου, της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου, τέθηκε ήδη με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, ενώ με την ανάσταση του Χριστού επισφραγίστηκε η οντολογική απελευθέρωση του ανθρώπου από την πολλαπλή δουλεία του20. Την απελευθέρωση του ανθρώπου από την δουλεία και τυραννία του διαβόλου διαβεβαίωσε  ο Χριστός με ολοφάνερο τρόπο ήδη κατά την ιστορική παρουσία του στη γη. Θεραπεύοντας δηλαδή ο Χριστός τους φανερά δαιμονισμένους και κατά το σώμα, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πιστοποιούσε «δια της φανερώς ενεργουμένης ταύτης ελευθερίας... την εν κρυπτώ κατά ψυχήν γινομένην ελευθερία» του άνθρώπου «εκ της του διαβόλου τυραννίδος»21. Με την απελευθέρωση των δαιμονισμένων από τη δυναστεία του διαβόλου ο Χριστός γνωστοποιούσε στους ανθρώπους ότι αυτός είναι εκείνος που μπορεί να ελευθερώσει τις ψυχές από τη δουλεία τους στον πονηρό και να χαρίσει σ' αυτούς την αιώνια ελευθερία22. Η απελευθέρωση του άνθρώπου από την παραπάνω δουλεία δεν περιορίστηκε κατά τον Παλαμά στην περίοδο της επίγειας ζωής του Χριστού. Συνεχίζεται να πραγματώνεται στο πλαίσιο της Εκκλησίας με τον διπλό πάντοτε χαρακτήρα της, που αναφέρεται στην ψυχή και το σώμα του ανθρώπου23.

Η ενανθρώπηση, ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού αποτελούν ιστορικά γεγονότα της ζωής του, που έχουν όμως απελευθερωτική σημασία για τον άνθρωπο24. Η μόνη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος για να απελευθερωθεί από την δουλεία στην αμαρτία, τον πονηρό και τον θάνατο, είναι να μετάσχει μυστηριακώς στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Μετέχοντας ο άνθρωπος κατά μυστηριακό τρόπο στο ζωοποιό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού με το βάπτισμα μετέχει στις οντολογικές προϋποθέσεις της ελευθερίας του και δέχεται πραγματικώς και χαρισματικώς την απελευθέρωσή του από την παραπάνω τριπλή δουλεία. Όπως δηλαδή η ευθύνη του θανάτου εξαιτίας του Αδάμ πέρασε σ' όλους τους ανθρώπους, έτσι περνά κατά τον Παλαμά και η αιώνια ζωή, που είναι ζωή ελευθερίας, σ' όλους εκείνους, που αναγεννώνται πνευματικώς από τον Θεάνθρωπο25.

Με την ίδρυση της Εκκλησίας ο Χριστός γίνεται η αστείρευτη πηγή της θείας χάριτος, που απελευθερώνει τον πιστό μέσω των μυστηρίων από την αμαρτία και τις συνέπειές της26. Η απελευθερωτική χάρη του βαπτίσματος δεν χάνεται, όταν ο άνθρωπος αμαρτάνει και δεν αξιοποιεί την προσφορά του Θεού, γιατί τα χαρίσματα του Θεού είναι αμεταμέλητα, παραμένει όμως ανενεργός27. Ωστόσο, όταν με την δύναμη των μυστηρίων και την ανθρώπινη συνεργία διατηρείται αυτή η χάρη ενεργός, τούτο σημαίνει ταυτόχρονα και την παρουσία της πραγματικής ελευθερίας του. Αναφερόμενος ο Παλαμάς στο χωρίο του αποστόλου Παύλου, «ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου»28, παρατηρεί ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία και τον θάνατο, που πραγματώνεται με τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, παρέχει όχι μόνο αθανασία αλλά και αναμαρτησία29. 

Έχοντας ο άνθρωπος απελευθερωμένη τη φύση του από τα πάθη, τη φθορά και τον θάνατο και το φρόνημά του απελευθερωμένο από την αμαρτία μπορεί να κινείται στην περιοχή της πραγματικής ελευθερίας. Άλλωστε πραγματική ελευθερία χωρίς την οντολογική απελευθέρωση από την αμαρτία είναι ακατανόητη. Με την ανάληψη του σαρκωθέντος και αναστάντος Λόγου του Θεού στους ουρανούς διασφαλίστηκε κατά τον Παλαμά η ελευθερία του ανθρώπου για την αιωνιότητα, αφού η κτιστή ανθρώπινη φύση εισήλθε με τον Χριστό στους κόλπους του Θεού Πατέρα30. Όπως δηλαδή με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου η φύση μας ενώθηκε υποστατικώς με τη θεία φύση και έγινε ομόθεη31, έτσι και με την ανάληψη του Χριστού η φύση μας έγινε ομόθρονη, αφού ο Χριστός μ' αυτήν «εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν ουρανοίς»32.

Η ελευθερία όμως που παρέχεται από το Χριστό στο πλαίσιο της Εκκλησίας παρουσιάζει μια εξωτερική αντινομία, γιατί η ελευθερία αυτή εμφανίζεται ως ολοκληρωτική δουλεία στον Χριστό. Η ολοκληρωτική δουλεία των πιστών στον Χριστό είναι μια εκούσια, δουλεία, που προκύπτει ως ανταπόκρισή τους στην προσφορά του Χριστού. Όταν όμως οι πιστοί προσφέρουν τη θέλησή τους στον Χριστό ενούμενοι ολοκληρωτικά μ' αυτόν, δεν σημαίνει ότι στερούνται την ελευθερία τους. Αντίθετα μάλιστα, οικειώνονται το πνεύμα του Χριστού. Αλλά το πνεύμα του Χριστού, που παίρνουν οι άνθρωποι μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι «πνεύμα δουλείας» αλλά «πνεύμα υιοθεσίας»33, πράγμα που σημαίνει κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά ότι είναι «πνεύμα ελευθερίας, ταυτό δ' ειπείν το πνεύμα το άγιον»34. Κατά συνέπεια, οικειούμενοι οι άνθρωποι εν Χριστώ το πνεύμα του Χριστού έχουν και βιώνουν την κατεξοχήν ελευθερία τους, αφού και κατά το βιβλικό χωρίο «ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία»35. Η ελευθερία αυτή, για την οποία μιλά ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, αποκαλύπτεται κατά τον Παλαμά με το φως της θείας χάριτος36.

Και επειδή, όπως λέχθηκε, το Άγιο Πνεύμα, ως πνεύμα Κυρίου, είναι πνεύμα όχι δουλείας αλλά πνεύμα υιοθεσίας και ελευθερίας, η ελευθερία των πιστών στο πλαίσιο της Εκκλησίας κατανοείται σωστά και πλήρως μόνο όταν συνδέεται άρρηκτα με τη χαρισματική υιοθεσία τους από τον Θεό. Η χαρισματική υιοθεσία χαρακτηρίζει εκείνους που λυτρώθηκαν από τη δουλεία του διαβόλου και της αμαρτίας και πήραν την άκτιστη δύναμη να γίνουν κατά χάρη παιδιά του θεού. Όταν μιλάμε για χαρισματική υιοθεσία των πιστών, παρατηρεί ο Παλαμάς, αναφερόμαστε στην υιοθεσία τους από τον Θεό Πατέρα, που τους δόθηκε όμως κατά χάρη από τον Χριστό37.

Με την άκτιστη χάρη του βαπτίσματος ο Χριστός αναγεννά πνευματικώς τους ανθρώπους και γίνεται κατά χάρη πατέρας τους, ο οποίος τους τρέφει πνευματικώς όχι μόνο με το σώμα και το αίμα του αλλά και με το πνεύμα του. Με τον τρόπο αυτό τους καθιστά «αείζωους» και κατά χάρη «υιούς αγαπητούς του ουρανίου Πατρός»38. Αλλά ως μέτοχος της άκτιστης θείας χάριτος ο υιοθετημένος από τον θεό άνθρωπος γίνεται κατά τον Παλαμά όχι μόνο «θέσει» υιός αλλά και πνεύμα39. Εδώ όμως είναι απαραίτητη και μια διευκρίνιση του θεόπτη θεολόγου, που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και για όσα θα πούμε στη συνέχεια για το χαρακτήρα της ελευθερίας. Οι πιστοί με τη χαρισματική γέννησή τους από τον Θεό υιοθετήθηκαν πραγματικώς από αυτόν, δεν έγιναν όμως αμέσως και «ενεργεία» παιδιά του Θεού. Πήραν απλώς τη δύναμη να γίνουν παιδιά του Θεού στα έσχατα, κατά τη μέλλουσα δηλαδή βασιλεία του Θεού. «Πως δε ειπών ότι εκ του Θεού εγεννήθησαν», σημειώνει ο Παλαμάς, «ουκ ειπέν ότι και γεγόνασι τέκνα Θεού40, αλλ' έλαβον δύναμιν γενέσθαι; Προς το τέλος και την αποκατάστασιν εκείνην βλέπων, την τελειότητα του μέλλοντος αιώνος»41.

Ποιος όμως είναι τελικώς ο χαρακτήρας της ελευθερίας των πιστών κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά; Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι η ελευθερία των πιστών έχει οντολογικό και χαρισματικό χαρακτήρα, έχει ανθρωπολογικό και ταυτόχρονα θεολογικό περιεχόμενο με σαφή εσχατολογική προοπτική. Αλλά πώς κατανοείται η σημασία των βασικών αυτών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της ελευθερίας στο πλαίσιο της Εκκλησίας;

Απ' όσα είπαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου μας έγινε φανερός ο οντολογικός χαρακτήρας της ελευθερίας του ανθρώπου ως προς την ανθρωπολογική του διάσταση. Λέχθηκε ήδη ότι το αυτεξούσιο του άνθρώπου αποτελεί θεμελιώδες οντολογικό γνώρισμα του κατ' εικόνα. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας και συγκεκριμένα με το βάπτισμα το φθαρμένο και συσκοτισμένο από την πτώση αυτεξούσιο του ανθρώπου όχι μόνο εξυγιαίνεται και ανακαινίζεται, αλλά εμπλουτίζεται χαρισματικώς με την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος. Έτσι όμως η ελευθερία του ανθρώπου αποκτά εκτός από το ανθρωπολογικό και θεολογικό κατά κυριολεξία περιεχόμενο. Ο άνθρωπος δηλαδή ως πιστός έχει φυσική και χαρισματική ελευθερία.

Ποιος είναι όμως αναλυτικότερα ο χαρακτήρας της χαρισματικής αυτής ελευθερίας και ποια είναι η σχέση της με την κατά φύση ανθρώπινη ελευθερία;

Η χαρισματική ελευθερία του ανθρώπου σύμφωνα με την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, που μας καταθέτει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, έχει οντολογική ύπαρξη, γιατί αποτελεί συγκεκριμένη άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Ερμηνεύοντας ο Παλαμάς το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας, πνεύμα σοφίας, συνέσεως, βουλήσεως, ισχύος, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. και γαρ ποιητικόν τούτων απάντων»42και στρεφόμενος άμεσα κατά του Ακινδύνου σημειώνει απερίφραστα τον άκτιστο χαρακτήρα της ελευθερίας, χαρακτηρίζοντας την ελευθερία ως μία από τις οικείες, φυσικές και έμφυτες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, που παρέχονται από τον Θεό στον πιστό μυστηριακώς εντός της Εκκλησίας43. Έτσι η βιβλική μαρτυρία, «ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία», σημαίνει ότι η χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος στον πιστό αποτελεί παρουσία της άκτιστης ελευθερίας44.

Εδώ όμως τίθεται εύλογα το ερώτημα: Όταν ο άνθρωπος οικειώνεται την ελευθερία ως φυσική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, τί γίνεται η δική του ελευθερία ως ενέργεια του αυτεξουσίου του; Καταργείται, παραμερίζεται, ατονεί ή διατηρεί πλήρως την ιδιαιτερότητά της; Αν καταργείται, δεν ακρωτηριάζεται η ανθρώπινη προσωπικότητα; Και αν πάλι παραμένει, πώς συμβιβάζονται δύο ελευθερίες στο ίδιο πρόσωπο και μάλιστα η μία άκτιστη και η άλλη κτιστή; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη δίνει έμμεσα ο Τόμος του 135145 με την αναφορά του στον Όρο της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου για τις δύο θελήσεις του Χριστού46. 

Οι δύο θελήσεις του Χριστού σύμφωνα με τον Όρο ενώθηκαν, όπως και οι φύσεις του, «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως», πράγμα που διασφαλίζει την ενότητα και την ιδιαιτερότητα των δύο θελήσεων. Οι θελήσεις του Χριστού, ενώ παραμένουν αδιαίρετα ενωμένες και διατηρούν «ατρέπτως και ασυγχύτως» τα φυσικά χαρακτηριστικά και την ιδιαιτερότητά τους, δεν αντίκεινται μεταξύ τους, αλλά η ανθρώπινη ακολουθεί και υποτάσσεται στη θεία. Αυτή ακριβώς η υποταγή της ανθρώπινης θελήσεως στη θεία θέληση αποτελεί και έκφραση της αναμαρτησίας του Χριστού.

Κατά συνεπεία η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα έχει χριστολογική βάση. Η ύπαρξη των δύο φυσικών αυτεξουσίων47 και θελήσεων στον Χριστό εξαιτίας της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεών του θεμελιώνει και την ύπαρξη των δύο ελευθεριών και θελημάτων στους πιστούς εξαιτίας της χαρισματικής και οντολογικής εντάξεώς τους στο μυστηριακό και θεωμένο σώμα του. Εδώ όμως θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και την θεμελιώδη διαφορά του πιστού από τον Χριστό. Ο πιστός έχει ως ίδιο της φύσεώς του μόνο την ανθρώπινη θέληση και ελευθερία. Η άλλη θέληση και ελευθερία του είναι άκτιστη φυσική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, την οποία οικειώνεται και διατηρεί μόνο κατά χάρη.

Αλλά η σχέση των δύο φυσικών αυτεξουσίων και θελήσεων του Χριστού παρέχει το μέτρο και το βαθμό, προς τον οποίο οφείλει να αποβλέπει η σχέση της ανθρώπινης θελήσεως και ελευθερίας με την άκτιστη θέληση και ελευθερία του Τριαδικού Θεού. Η σχέση αυτή πρέπει να είναι σχέση υποταγής της ανθρώπινης ελευθερίας στη χαρισματική ελευθερία, που παρέχεται στον πιστό ενόσω παραμένει ζωντανό μέλος του μυστηριακού σώματος του Χριστού. Η άσκηση των αρετών με την ελεύθερη και αγαπητική τήρηση των εντολών από την μία και κατεξοχήν η ελεύθερη και συνειδητή μετοχή του πιστού στα μυστήρια της Εκκλησίας από την άλλη αποτελούν τον πιο συγκεκριμένο τρόπο, με τον οποίο ο πιστός υποτάσσει την κτιστή θέληση και ελευθερία του στην άκτιστη θέληση και ελευθερία του Θεού. Η υποταγή του ανθρώπου στο θέλημα του θεού παρά την φαινομενική αντινομία της προς την ελευθερία αποτελεί πρακτικώς το συνειδητό άνοιγμα του ανθρώπου στην πραγματική ελευθερία του. 

Με τον τρόπο αυτόν ο πιστός γίνεται μέτοχος στην ίδια την άκτιστη ζωή του Χριστού, που είναι ζωή ελευθερίας εν Αγίω Πνεύματι. Κατά συνέπεια, η εν Χριστώ ελευθερία του πιστού είναι χαρισματική ελευθερία και μάλιστα στο μέτρο υποταγής της ανθρώπινης ελευθερίας στην άκτιστη ελευθερία του Θεού. Είναι λοιπόν φανερό ότι η εν Αγίω Πνεύματι ελευθερία των πιστών δεν αποτελεί μια ασαφή, νεφελώδη και αόριστη πραγματικότητα. Αντίθετα είναι μια σαφής και πολύ συγκεκριμένη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, που χαρακτηρίζει μια κατά μέθεξη χαρισματική και άκτιστη πραγματικότητα, η οποία νοηματοδοτεί όλες τις εκδηλώσεις και την όλη ζωή του πιστού. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας δίνονται μερικά βασικά στοιχεία που περιγράφουν, χωρίς όμως και να εξαντλούν τα όρια φανερώσεως και τα όρια εκτροπής αυτής της ελευθερίας. 

Έτσι, το Ευαγγέλιο δίνει τους δείκτες που σηματοδοτούν τη ζωή της ελευθερίας, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται από τον απόστολο Ιάκωβο ως «τέλειος νόμος της ελευθερίας»48, με βάση τον οποίο άλλωστε θα ανακριθεί και θα κριθεί η όλη ζωή των πιστών στη μέλλουσα κρίση49. Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην παραπάνω βιβλική μαρτυρία σημειώνει ερμηνευτικώς ότι το Ευαγγέλιο είναι όχι μόνο «νόμος ελευθερίας» αλλά και «νόμος της χάριτος»50. Οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί του Ευαγγελίου ως νόμου της χάριτος και νόμου της ελευθερίας υποδηλώνουν, έμμεσα πλην σαφώς, ότι το Ευαγγέλιο δεν αποτελεί κώδικα νομικών επιταγών που καλούν σε συμμόρφωση με την απειλή της τιμωρίας, αλλά ότι είναι ένα πλαίσιο που οριοθετεί τη ζωή των πιστών και την προσανατολίζει σταθερά στην πηγή της πραγματικής ελευθερίας, που είναι ο Τριαδικός Θεός.

Στο σημείο όμως αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η εν Χριστώ ελευθερία των πιστών έχει εσχατολογική προοπτική. Η ολοκλήρωση και η τελείωσή της βρίσκεται στα έσχατα. ‘Όπως είναι γνωστό από την εμπειρία της Εκκλησίας μας, τα έσχατα είναι και παρόντα, και ως παρόντα βιώνονται κατεξοχήν στα μυστήρια. Έτσι, οι πιστοί και στην παρούσα ζωή ζουν βεβαίως την χαρισματική ελευθερία ως πρόγευση και αρραβώνα της εσχατολογικής ελευθερίας τους. Αλλά η εν Αγίω Πνεύματι ελευθερία στην πληρότητά της θα βιωθεί και θα φανερωθεί μετά την ανάσταση των νεκρών, στη μέλλουσα βασιλεία του θεού, όπου οι πιστοί θα συνθέτουν τα ένδοξα μέλη του μυστηριακού σώματος του Χριστού, και θα γίνονται όλο και περισσότερο δεκτικοί του Αγίου Πνεύματος τελειούμενοι ατελευτήτως51.

Συνοψίζοντας όσα αναφέραμε στο σύντομο αυτό άρθρο μας μπορούμε επιγραμματικά να πούμε ότι η ελευθερία του ανθρώπου ως οντολογικό γνώρισμα του κατ' εικόνα μπορεί κατά χάρη να αποκτά και άκτιστο χαρακτήρα με εσχατολογική προοπτική, όταν εμπλουτίζεται σταθερά με την άκτιστη ελευθερία του Θεού. Η άκτιστη αυτή ελευθερία βρίσκεται οντολογικώς εκεί όπου βρίσκεται και η χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα παρέχει την χαρισματική ελευθερία, που οικειώνεται μεν με τα μυστήρια, ενεργοποιείται όμως και βιώνεται συνειδητά, όταν ο πιστός υποτάσσει με την τήρηση των εντολών εκούσια και συνεχώς την κτιστή ελευθερία του στην άκτιστη ελευθερία του Θεού. Τέλος, η Εκκλησία αποτελεί το πλαίσιο πραγματώσεως της αληθινής ελευθερίας του άνθρώπου, επειδή αυτή αποτελεί τον χώρο οικειώσεως, βιώσεως και φανερώσεως της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο και εγγυάται στον άνθρωπο την πραγματική ελευθερία, αφού κατά τη βιβλική μαρτυρία «ου το πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία»52.



















ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΥ



Η εξάπλωση του φαινομένου του θρησκευτικού φανατισμού και η μαρτυρία και το μαρτύριο των χριστιανών στο σύγχρονο κόσμο

        Εισήγηση στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα:

                         «Θρησκεία και Βία»  Α.Π.Θ., 27-29 Απριλίου 2015

Ζούμε σε ένα κόσμο που σημαδεύεται, όλο και περισσότερο, από την εξάπλωση της βίας και του φαινομένου του θρησκευτικού φανατισμού κάθε μορφής και προέλευσης, ιδιαίτερα, όμως, του ισλαμικού. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες εγκλημάτων που διαπράττονται στο όνομα του Θεού ή στο όνομα της θρησκείας, ενώ η διαδικτυακή και τηλεοπτική αναμετάδοση των εγκλημάτων αυτών αυξάνει τη φρίκη και τον αποτροπιασμό, διαχέοντας παράλληλα στις δυτικές κοινωνίες, όπως και στον τόπο μας, το αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, καθώς και την εχθρότητα έναντι των άλλων, ιδιαίτερα όσων έχουν πιο σκούρα επιδερμίδα από τη δική μας και ασπάζονται τη θρησκεία του Ισλάμ.

Σε όποια γωνιά του πλανήτη και αν κοιτάξει κανείς θα δει είτε θρησκευτικής φύσεως πολέμους είτε εγκλήματα και σφαγές που διαπράττονται στο όνομα της θρησκείας — στην καλύτερη περίπτωση βία και καταναγκασμός που ασκούνται στο όνομα της θρησκείας: Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράν, Υεμένη, Σαουδική Αραβία, Ιράκ, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Λιβύη, Σουδάν, Τυνησία, Αλγερία, Νιγηρία, Κένυα, ο κατάλογος μοιάζει μακρύς και ατελείωτος με τις χώρες και τις περιοχές, όπου δεν γίνεται σεβαστή η θρησκευτική ελευθερία και ανεξιθρησκία και όπου καταπατούνται βάναυσα και βάρβαρα στοιχειώδη και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτό της θρησκευτικής ελευθερίας.

dimitriados1

Το ίδιο διαδεδομένη είναι η θρησκευτική νομιμοποίηση της βίας ή η εξύμνηση σύγχρονων μορφών «δίκαιου πολέμου», όπως στην περίπτωση των υπερσυντηρητικών χριστιανών φονταμενταλιστών της Αμερικής, ή η συγκεκαλυμμένη, και μερικές φορές ακόμη και ανοιχτή, ευλογία των όπλων του πολέμου και των συγκρούσεων από θρησκευτικούς λειτουργούς, με τις περιπτώσεις του πολέμου στην Γεωργία και την Ουκρανία να αγγίζουν και τη δική μας, την ορθόδοξη οικογένεια. Εάν, δε, κάνουμε λόγο για ηπιότερες μορφές παραβίασης της θρησκευτικής ελευθερίας, φοβούμαι πως τότε θα έρθουμε πιο κοντά στη γειτονιά μας, ίσως και μέσα στην Ευρώπη ή και στην ίδια τη χώρα μας.

Με την τρομοκρατική επίθεση της Αλ-Κάϊντα στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης το 2001, η θρησκευτικής εμπνεύσεως βία πλήττει την καρδιά του δυτικού κόσμου, ενώ με την εισβολή των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας στο Ιράκ μεγάλες δυνάμεις της Δύσης ηγούνται μιας νέας «σταυροφορίας» εναντίον του αραβικού κόσμου, τις ακραίες συνέπειες της οποίας παρακολουθούμε άφωνοι με τα όσα συμβαίνουν σήμερα στη Μέση Ανατολή. Τέλος, με τις τρομοκρατικές ισλαμικές επιθέσεις στην Μαδρίτη το 2004 και στο Λονδίνο το 2005, καθώς και με τις πρόσφατες στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Δανία με αφορμή τα σκίτσα του Μωάμεθ, θρησκευτικής εμπνεύσεως βία κατακλύζει πλέον και αποσταθεροποιεί την ίδια την Ευρώπη.

Αποκεφαλισμοί ανθρώπων, πυρπολήσεις εκκλησιών και ανείπωτες φρικαλεότητες και πρακτικές, που ο μέσος άνθρωπος του πολιτισμένου κόσμου θεωρούσε πως έχουν πια απωθηθεί και εξοριστεί στις πιο σκοτεινές γωνιές της ιστορίας, έχουν γίνει θέαμα καθημερινό και αποτρόπαιο και τείνουν να καταλάβουν το προσκήνιο της ιστορίας και των διεθνών εξελίξεων. Η αγωνία και η ανασφάλεια κυριεύουν όλο και περισσότερο μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ πολλοί αναρωτιούνται ποια πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη στάση και απάντηση των πιστών στην επελαύνουσα, θρησκευτικής εμπνεύσεως, βαρβαρότητα.

fanatismos2

Στη συνάφεια αυτή επιτρέψτε μου μια ειδική αναφορά στους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής, που δοκιμάζονται και πάλι σκληρά υφιστάμενοι διωγμούς και διώξεις, βάναυση καταπάτηση της θρησκευτικής τους ελευθερίας, που σε ορισμένες περιπτώσεις πληρώνουν με την ίδια τους τη ζωή. Με τους χριστιανικούς αυτούς πληθυσμούς οι ορθόδοξοι, και ιδιαίτερα οι ελληνόφωνοι, συνδεόμαστε με πολλαπλούς δεσμούς (εκκλησιαστικούς, θεολογικούς, ιστορικούς, πολιτισμικούς), γι’ αυτό και θεωρούμε πως είναι δικαιολογημένη η ευαισθησία μας για τα όσα συμβαίνουν σήμερα εκεί, στην αποφασιστικής σημασίας αυτή περιοχή του πλανήτη.

Δεν είναι η πρώτη φορά που στην πολύπαθη αυτή περιοχή οι χριστιανοί αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Αυτό, όμως, που διαφοροποιεί την παρούσα συγκυρία από κάθε προηγούμενη είναι το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναταραχής, όπου τα αιτήματα του αραβικού λαού (κυρίως της νεολαίας) από το Μαρόκο έως τις χώρες του Κόλπου, και από την Αίγυπτο μέχρι τη Συρία, για δημοκρατία και ελευθερία συνυφαίνονται, συγχέονται ή γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον χειρότερης μορφής και επιθετικότητας ισλαμικό φονταμενταλισμό, όπως χαρακτηριστικά αυτός εκφράζεται μέσα από τον Σαλαφισμό και ακόμη πιο πρόσφατα από τον Τζιχαντισμό του Ισλαμικού Κράτους. Τα ακραία αυτά ρεύματα, εκτός από μια υπερσυντηρητική, και στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους πολεμική, ερμηνεία του Κορανίου και της ισλαμικής παράδοσης, επιδιώκουν ρητώς μια καθαρόαιμη (απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία) ισλαμική Μέση Ανατολή και την ισλαμοποίηση ή αλλιώς την έξοδο των χριστιανών από τις πανάρχαιες εστίες τους. Θα ήταν λάθος, όμως, να ερμηνεύσουμε τα συμβαίνοντα σήμερα στην περιοχή αυτή αποκλειστικά υπό το πρίσμα της επιθετικής δραστηριότητας των ακραίων ισλαμικών κύκλων. Υπάρχει ένα ανοιχτό ακόμη ζήτημα ή μάλλον αίτημα δημοκρατίας, ελευθερίας, προόδου, σεβασμού των ανθρωπίνων και θρησκευτικών δικαιωμάτων που δονεί τον αραβικό κόσμο σήμερα (και που περιλαμβάνει ως ένα βαθμό και τους ίδιους τους χριστιανούς), και που θα ήταν λάθος να παραγνωρίσουμε και να υποτιμήσουμε, επικεντρώνοντας αποκλειστικά την προσοχή μας στην τύχη των χριστιανών στην Μέση Ανατολή. Το κίνημα αυτό, μέσα στην αντιφατικότητα και τη ρευστότητά του, μπορεί να αποδειχτεί ευεργετικό για τους χριστιανούς (εάν επικρατήσουν οι δυνάμεις που ζητούν δημοκρατία και ελευθερία) ή καταστροφικό (εάν επικρατήσουν οι ακραίες συντηρητικές ισλαμιστικές κινήσεις, και ανέλθουν στην εξουσία ισλαμιστικά ή, το ακόμη χειρότερο, τζιχαντιστικά καθεστώτα, ενδεχόμενο που φοβούνται όλοι, τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι).

Μέσα σε αυτό το κλίμα θα πρέπει να προσευχόμαστε να έχουν ταχεία έκβαση οι ανοιχτές εστίες έντασης και διενέξεων στη Μέση Ανατολή, που επηρεάζουν καθοριστικά το παρόν και το μέλλον των χριστιανών στην περιοχή. Έτσι, εκτός από το κορυφαίο αυτή τη στιγμή πρόβλημα της Συρίας (όπου και ο καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος και η δεινή θέση των χριστιανών, και μάλιστα των Ορθοδόξων, που αποτελούν και την πλειοψηφία των χριστιανών σε αυτήν την χώρα, καθώς βρίσκονται ανάμεσα στα πυρά των ισλαμιστών ανταρτών και των υποστηρικτών του καθεστώτος του Μπασάρ Ελ Άσσαντ), και το συνεχιζόμενο παλαιστινιακό δράμα (που, μεταξύ άλλων, έχει ως συνέπειά του τη δημογραφική αιμορραγία του Χριστιανισμού στην πανάρχαια κοιτίδα του), ας έχουμε στη σκέψη και την προσευχή μας τους Κόπτες της Αιγύπτου (όπου μέρα τη μέρα, παράλληλα προς την κυβερνητική καταστολή, αυξάνονται τα κρούσματα θρησκευτικής βίας σε βάρος των χριστιανών και οι πράξεις ισλαμικής τρομοκρατίας), τις μικρές χριστιανικές κοινότητες της Αλγερίας, της Τυνησίας και της Λιβύης (όπου και η μικρή και χειμαζόμενη ελληνορθόδοξη κοινότητα), τις ιστορικές χριστιανικές κοινότητες της Ιορδανίας (με κορυφαία την επισκοπή του Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων), και βέβαια τις αποδεκατισμένες πλέον (μετά ή, ορθότερα, εξαιτίας της αμερικανικής εισβολής) χριστιανικές κοινότητες του Ιράκ, που σε πολλές περιοχές, όπως στη Μοσούλη και στην ευρύτερη περιοχή του Αρμπίν, υφίστανται τις θηριωδίες του Ισλαμικού Κράτους.

Πέρα από αυτές τις εστίες έντασης και ανησυχίας, ας έχουμε υπόψη μας ότι οι σημαντικές αλλαγές που συντελούνται σήμερα σε όλη τη Μέση Ανατολή, θέτουν ενώπιον των χριστιανών νέα προβλήματα, νέες προκλήσεις αλλά και νέες δυνατότητες, καθώς αναδεικνύουν ευρύτερα ζητήματα, όπως: ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και η διάδοση του Σαλαφισμού και του τζιχαντισμού, το αίτημα της πολιτικής και συνταγματικής ισοτιμίας (οι χριστιανοί ως μειονότητα ή ως ισότιμοι πολίτες), η συζήτηση για τον κοσμικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα του κράτους, το αίτημα για δημοκρατία και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, η ισότιμη πρόσβαση στην τεχνολογία και στην ανάπτυξη, ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός και η καθυστερημένη είσοδος του αραβικού κόσμου στην εποχή της νεωτερικότητας, η θέση της γυναίκας, η ελευθερία της θρησκείας, το κορυφαίο (από χριστιανική σκοπιά) αίτημα της συμφιλίωσης και της καταλλαγής, κ. ά.

Από τη στάση των χριστιανών στα παραπάνω ζητήματα, όπως βεβαίως και από τις ευρύτερες εξελίξεις και διεργασίες εντός του Ισλάμ που είναι η κυρίαρχη θρησκεία της περιοχής, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και η συνέχιση της παρουσίας τους στη Μέση Ανατολή. Όπως τόνισε και ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Πύργου κ. Ηλίας, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, στην παρέμβασή του στην στρογγυλή τράπεζα που διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών τον Μάρτιο του 2013 στο Βόλο, «οι χριστιανοί θρησκευτικοί ηγέτες οφείλουν να ερμηνεύουν σωστά τα σημεία των καιρών, ώστε και με τη βοήθεια της προσευχής να κατανοήσουν τα επερχόμενα γεγονότα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μετά το πέρας των δυσκολιών, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα συμμετοχής στη νέα συριακή κοινωνία που θα προκύψει. Γι’ αυτό και όλοι οι χριστιανοί πρέπει να παίξουν θετικό ρόλο στην αναγέννηση και συμφιλίωση των διαφόρων παρατάξεων, ενώ θα πρέπει το Ισλάμ απ’ τη μεριά του να δείξει έμπρακτα το σεβασμό του προς τις μειονότητες, δίνοντας μια θετική και ειρηνική διέξοδο στη δύναμη του κόσμου που ξεχύνεται στους δρόμους. Ο ρόλος των χριστιανών είναι να υπενθυμίσουν στους μουσουλμάνους ότι δεν πρέπει να συμπεριφέρονται με την αλαζονεία της πλειοψηφίας, αλλά με τη λογική του πατριωτισμού, σύμφωνα με την οποία όλοι είναι ισότιμοι πολίτες».

Οι παραπάνω διαπιστώσεις, που σχετίζονται με την εντεινόμενη εξάπλωση του φαινομένου της θρησκευτικής βίας, μας καλούν σε ευρύτερο προβληματισμό και ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις:

1) Το φαινόμενο για το οποίο γίνεται λόγος επιβεβαιώνει, με τον πιο δραματικό τρόπο, τον προβληματικό χαρακτήρα του μονόπλευρα εκκοσμικευμένου μοντέλου της Δύσης, όπως και την αδυναμία της εκκοσμικευμένης διανόησης να κατανοήσει και να προβλέψει δυσάρεστες εξελίξεις που εντάσσονται στην ευρύτερη σφαίρα αυτού που καλείται επιστροφή της θρησκείας ή του Θεού. Επιβεβαιώνει, επίσης, την χρεωκοπία των αναλύσεων που λαμβάνουν υπόψη μόνον οικονομικά και γεωπολιτικά στοιχεία, όπως και την κατάρρευση του σεναρίου εκείνου που ήθελε τον παγκοσμιοποιημένο άνθρωπο να μεταβάλλεται σε μια ύπαρξη παραγωγής και κατανάλωσης, απελευθερωμένης δήθεν από θρησκευτικές δεσμεύσεις και μισαλλοδοξίες.

2) Ο θρησκευτικός φανατισμός δεν αποτελεί φαινόμενο μόνον των ημερών μας, αλλά διαχρονικό πειρασμό για τους πιστούς όλων των θρησκειών που βιάζονται να υποκαταστήσουν την κρίση του Θεού και επείγονται να αποδώσουν δικαιοσύνη στο όνομά Του, αλλά συχνά ενάντια στο θέλημα και τη διδασκαλία Του. Δυστυχώς, από την ιστορία γνωρίζουμε πως είναι άφθονο το αίμα που χύθηκε στο πέρασμα των αιώνων στο όνομα του Θεού. Πολλοί μάλιστα, σοκαρισμένοι από τις εικόνες με αποτρόπαιες πράξεις που λαμβάνουν χώρα στη Μέση Ανατολή, φθάνουν στο σημείο να καταλογίσουν συλλήβδην στο φαινόμενο «θρησκεία» όλο το μίσος και την κτηνωδία που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία. Πιστεύουν δε, πως αν στη θέση της επικρατήσει ο ορθολογισμός και η αποΐεροποίηση των πάντων, η ανθρωπότητα θα οδηγηθεί σε δρόμους ειρήνης και ανοχής. Οι ίδιοι, όμως, αυτοί άνθρωποι ξεχνούν πως μια αποΐεροποιημένη κοινωνία, όπως έχει διαμορφωθεί στη Δύση, αλλά και όπως την ευαγγελίζονται κάποιοι και στην πατρίδα μας, φαίνεται να έχει ήδη πολλά προβλήματα στον ίδιο το χώρο που τη γέννησε. Διαπιστώνουμε δε πως με τον χλευασμό προς κάθε ιερό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής, πυροδοτούνται ακραίες θρησκευτικές και φονταμενταλιστές αντιδράσεις. Άλλωστε, η εξάπλωση του ακραίου ισλαμισμού στη Δύση επιβεβαιώνει πως το φανατικό Ισλάμ ήρθε να αναπληρώσει, με τρόπο βίαιο και ακραίο, το κενό κοινωνικής συνοχής και νοήματος ζωής, που αποτελεί, πλέον, αναμφισβήτητη πραγματικότητα στην Δυτική Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική. Βιώνουμε την εκκωφαντική κατεδάφιση του σχεδίου της Δύσης να επιβάλει ένα παγκόσμιο αποΐεροποιημένο και καταναλωτικό μοντέλο ζωής, το οποίο, τεράστιες ομάδες του παγκόσμιου πληθυσμού, όχι απλώς το απέρριψαν, αλλά το δαιμονοποίησαν και μάλιστα, του κήρυξαν ιερό πόλεμο.

3) Αργά, αλλά σταθερά, έρχονται πάλι στο προσκήνιο πολιτικές, αναλύσεις και δράσεις, που λαμβάνουν υπόψη τον συνολικό άνθρωπο, με τις ποικίλες και περίπλοκες ανάγκες του, τα αγωνιώδη υπαρξιακά του ερωτήματα, τις συναισθηματικές του αντιδράσεις και την επιθυμία του να συγκροτεί κοινότητες, όπου θα έχει ρόλο, αξία και σκοπό. Πρόκειται για παραμέτρους, που η χριστιανική Δύση εξοβέλισε από την καθημερινότητα και τους σχεδιασμούς της και τώρα τα βλέπει, βίαια και ανεξέλεγκτα, να αναφύονται εντός των τειχών των μεγαλουπόλεών της.

4) Αναμφισβήτητα, αυτό το οποίο έχουμε επειγόντως ανάγκη είναι μοντέλα ειρηνικής συνύπαρξης, διαλόγου, ανοχής και καταλλαγής μεταξύ θρησκευτικών κοινοτήτων. Τρόποι επικοινωνίας, αλληλογνωριμίας και αποδοχής. Μέθοδοι υπέρβασης του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και της εμπλοκής σε φαύλους κύκλους βίας και αντιποίνων. Αποδεικνύεται πως μόνον μέσα από αυτόν τον δρόμο θα μπορέσουμε να ξαναμιλήσουμε για ένα πολιτισμό με ποιότητα και σεβασμό στη διαφορετικότητα. Ο ευρύτερος γεωγραφικός χώρος, στον οποίον ανήκουμε, αποτελεί αληθινό σχολείο τέτοιων υπερβάσεων. Η περιοχή των Βαλκανίων, μέσα από πολύ αίμα, συγκρούσεις και πόνο, κέρδισε διδάγματα ειρηνικής συνύπαρξης και καταλλαγής μεταξύ θρησκευτικών κοινοτήτων, που η Δύση θα μπορούσε να αξιοποιήσει. Αξιοποιώντας τη σοφία αυτού του χώρου, η Ευρώπη θα μπορούσε να εμπλουτίσει το οπλοστάσιό της απέναντι στον φανατισμό και τον φονταμενταλισμό, όχι με τη λογική των νέων σταυροφοριών, του πολέμου και του ολέθρου, αλλά της ειρήνης, της συνεννόησης και της ανθρωπιάς.

5) Αυτές τις λυτρωτικές δυνατότητες ανέδειξε με τον πλέον σαφή τρόπο, για να αναφέρουμε και ένα παράδειγμα, η σχετικά πρόσφατη Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας που, μέσα σε κλίμα αδελφοσύνης, συνήλθε, υπό την προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου, στις εγκαταστάσεις της Νέας Μονής του Αγίου Βλασίου, στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου 2014. Η μεγάλη συμμετοχή, η θεματική των επιτροπών και η εκκλησιαστική ενότητα, πέρα από κάθε διάκριση και καταγωγή, απέδειξαν για μια ακόμη φορά την δυνατότητα λυτρωτικής παρέμβασης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον κόσμο, όταν αυτή παραμένει πιστή στις βιβλικές της καταβολές, την Πατερική της παράδοση και την συγκρότησή της γύρω από το πρόσωπο του τοπικού Επισκόπου. Και όλα αυτά σε μια περιοχή ταλαιπωρημένη από εθνοτικές συγκρούσεις, ανατροπές και οξυμένα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Όπως τόνισε και Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Αναστάσιος στην σχετική ομιλία του με θέμα: «Παράδοση και όραμα της ειρηνικής συνυπάρξεως των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Αλβανία», «Το ζητούμενο δεν είναι απλώς ανεξιθρησκία, απλή ανοχή, αποφυγή της θρησκείας σε ποικίλους παροξυσμούς, αλλά κάτι πολύ πιο θετικό: Αμοιβαίος σεβασμός και κατανόηση, αλληλεγγύη, δημιουργική συνεργασία σε κοινές ανθρωπιστικές επιδιώξεις και στην επαγρύπνηση για το οικοσύστημα της περιοχής, σταθερή προσπάθεια για κοινωνική αρμονία, ανθεκτική έμπρακτη αγάπη». Και κατέληξε με τη ρήση του Αγίου Μαξίμου, που εμπερικλείει όλη την ουσία της προσφοράς της Ορθόδοξης Εκκλησίας σ΄ ένα διασπασμένο κόσμο: “Ο αγαπών τον Θεόν ου δύναται μη και πάντα άνθρωπον ως εαυτόν αγαπήσαι”».

6) Το φαινόμενο του θρησκευτικού φανατισμού, όμως, καλεί και εμάς τους Ορθόδοξους Έλληνες σε μετάνοια και αυτοκριτική εγρήγορση καθώς και στην υπέρβαση του διαχρονικού πειρασμού μας πως είμαστε ο νέος περιούσιος, ο νέος εκλεκτός λαός του Θεού, ένας πειρασμός που συχνά οδηγεί στον αποκλεισμό των άλλων και των διαφορετικών, καθώς και στην απόρριψη των ξένων, των προσφύγων και των μεταναστών. Επιτρέψτε μου να θυμίσω στην αγάπη σας ότι είμαστε αληθινοί χριστιανοί στο μέτρο και το βαθμό που παραμένουμε πιστοί στην ευαγγελική εντολή της αγάπης όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, θρησκείας, κοινωνικής τάξης και προέλευσης, μιας αγάπης που περιλαμβάνει ακόμη και τους εχθρούς, είμαστε αυθεντικοί ορθόδοξοι, όταν δεν υποκύπτουμε στον πειρασμό να επιβάλουμε, με τα κοσμικά μέσα, τη βασιλεία του Θεού και να εκριζώσουμε με τη βία τα ζιζάνια που εμποδίζουν ή καθυστερούν την έλευσή της. Και είμαστε πιστοί στο διαχρονικά οικουμενικό πνεύμα του Ελληνισμού, όταν παραμένουμε ανοιχτοί και καταδεκτικοί σε όσους, διά των γραμμάτων, της παιδείας και της υιοθέτησης των αξιών μας επιθυμούν να ενταχθούν, να ζήσουν και να προκόψουν στην κοινωνία μας.

Εν κατακλείδι,

Σε ένα κόσμο βίας και ποικιλώνυμων συγκρούσεων, οι χριστιανοί καλούνται να δώσουν σήμερα τη δική τους απάντηση και μαρτυρία. Μια απάντηση πιστή στο πνεύμα του Ευαγγελίου, και ιδιαίτερα στο σταυρικό ήθος της αγάπης, της συγχώρησης και της αποδοχής/υποδοχής στο πρόσωπο του κάθε άλλου της εικόνας του Θεού· και μιας μαρτυρίας που δεν εξαντλείται στα ωραία λόγια και τις ιδεολογικού τύπου διακηρύξεις, αλλά που, μιμούμενη το ήθος των αγίων και των μαρτύρων της Εκκλησίας, δίνει έμπρακτες απαντήσεις και δεν διστάζει, όπως στην περίπτωση των χριστιανών της Μέσης Ανατολής, από πιστότητα στο λόγο του Χριστού και από αγάπη για όλους, ακόμη και για τους ίδιους τους δήμιους, να φτάσει μέχρι και το μαρτύριο


Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΘΕΙΑΣ

 

                                ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΘΕΙΣΜΟΥ





Ο τίτλος αυτού το πονήματος «Η Ψυχολογία του Αθεϊσμού» ίσως φαντάζει παράξενος. 

 

Φυσικά, οι συνάδελφοί μου ψυχολόγοι το βρήκαν αλλόκοτο, και επί πλέον - τολμώ να πω – κάπως ενοχλητικό.  Εδώ που τα λέμε, από τότε που ιδρύθηκε η ψυχολογία προ ενός αιώνα περίπου,  συνήθιζε να εστιάζει σε αντίθετο θέμα, ήτοι, στην ψυχολογία της θρησκευτικής πίστης. Πράγματι, η προέλευση της μοντέρνας ψυχολογίας από πολλές απόψεις  είναι στενά συνδεδεμένη με τους ψυχολόγους που σαφέστατα πρότειναν ερμηνείες για την πίστη στον Θεό.

 

Οι Ουίλιαμ Τζέημς και Σίγκμουντ Φρόυντ για παράδειγμα, είχαν και οι δυο τους προσωπικά και επαγγελματικά ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Θυμηθείτε το έργο “The Will to Believe” (Η θέληση να πιστεύεις) του Τζέημς, και το -ακόμη διάσημο- έργο του, “Varieties of Religious Experience” (Ποικιλίες Θρησκευτικής Εμπειρίας). Και τα δύο αυτά έργα είναι αφιερωμένα στην προσπάθεια κατανόησης της πίστεως ως αποτέλεσμα ψυχολογικών –δηλαδή φυσικών- αιτιών.  Ο Τζέημς ίσως να έδειχνε κάποια συμπάθεια προς στην θρησκεία, όμως η προσωπική του θέση ήταν αυτή της αμφιβολίας και του σκεπτικισμού, και τα γραπτά του αποτελούσαν τμήμα της γενικής υπονόμευσης της θρησκευτικής πίστεως από την ψυχολογία.  Όσο για τον Φρόυντ, οι κριτικές του για την θρησκεία –και ειδικά για τον Χριστιανισμό- είναι πασίγνωστες, και θα τις αναλύσουμε σε λίγο. Προς το παρόν, μας φτάνει να γνωρίζουμε πόσο βαθειά είχε απασχολήσει τον Φρόϋντ και την σκέψη του, το ζήτημα του Θεού και της θρησκείας.

 

Δεδομένης της στενής σχέσης μεταξύ της θεμελίωσης του μεγαλύτερου μέρους της ψυχολογίας και της κριτικής ερμηνείας της θρησκείας, δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάσει το γεγονός πως οι περισσότεροι ψυχολόγοι βλέπουν με κάποιο τρόμο, το ενδεχόμενο να γίνει οποιαδήποτε απόπειρα πρότασης για τον ορισμό της ψυχολογίας του Αθεϊσμού. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα ωθούσε –το λιγότερο- σε αμυντική στάση τους περισσότερους ψυχολόγους, και θα τους έδινε  μια γεύση από το δικό τους γιατρικό.

 

Οι ψυχολόγοι ως επί το πλείστον παρατηρούν και ερμηνεύουν τους άλλους, και είναι καιρός πια μερικοί από αυτούς να βιώσουν προσωπικά, το πώς νοιώθει κανείς όταν τον βάζουν κάτω από το μικροσκόπιο της ψυχολογικής θεωρίας και των πειραμάτων της.  Όπως και να 'χει το θέμα, σκοπεύω να δείξω πως οι ψυχολογικές θεωρίες - που χρησιμοποιούνται αρκετά επιτυχημένα για την ερμηνεία της θρησκείας -είναι δίκοπο μαχαίρι, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξ ίσου για την ερμηνεία του αθεϊσμού. Η σάλτσα για τον πιστό είναι σάλτσα και για τον μη-πιστό.

 

Πριν ξεκινήσω όμως, θέλω να επισημάνω δύο σημεία που βασίζονται στην αξίωση που βρίσκεται μέσα στα πιο πάνω σχόλιά μου.  Πρώτα απ’ όλα, θεωρώ πως τα μεγαλύτερα εμπόδια στην πίστη στον Θεό δεν είναι λογικά, αλλά μπορούμε –σε γενικές γραμμές- να τα ονομάσουμε «ψυχολογικά εμπόδια».  Δεν είναι επιθυμία μου να προσβάλλω τους πολλούς, εξέχοντες φιλοσόφους (πιστούς και μη πιστούς) στο ακροατήριό μου, όμως, είμαι πεπεισμένος πως, για κάθε άνθρωπο που επηρεάζεται δυναμικά από λογικά επιχειρήματα, υπάρχουν πάρα - πάρα πολλοί άλλοι, που επηρεάζονται από μη λογικούς, ψυχολογικούς παράγοντες.

 

Η ανθρώπινη καρδιά είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει, ούτε μπορεί να γνωρίσει την κάθε αυταπάτη της,  όμως, είναι υποχρέωση του κάθε ψυχολόγου να προσπαθήσει. Έτσι λοιπόν, για ξεκίνημα, προτείνω πως παίζουν μεγάλο ρόλο τα νευρωσικά, ψυχολογικά εμπόδια, προκειμένου να υπάρξει πίστη στον Θεό. Το τι μπορεί να είναι αυτά τα εμπόδια, θα το πούμε σε λίγο.  Συνεπώς, για τους πιστεύοντες είναι σημαντικό να έχουν κατά νουν πως πολύ συχνά, πίσω από την μη-πίστη, κρύβονται ψυχολογικά κίνητρα και πιέσεις, που συχνά δεν γίνονται αντιληπτά.

 

Ένας από τους πρώιμους ειδικούς του υποσυνείδητου – ο Απόστολος Παύλος – έγραψε: «…το γαρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω… βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου…» (Προς Ρωμαίους 7: 18, 23). Έτσι, μου φαίνεται σαν έγκυρη θεολογία, αλλά και έγκυρη ψυχολογία,  να πούμε πως οι ψυχολογικοί παράγοντες μπορούν  να αποτελέσουν εμπόδια για την πίστη και για την συμπεριφορά, και πως πολύ συχνά, μπορεί να υπάρχουν και υποσυνείδητοι παράγοντες επίσης.  Επί πλέον, σαν πόρισμα, είναι λογικό να προταθεί πως οι άνθρωποι ποικίλουν πολύ, ως προς το βαθμό που αυτοί οι παράγοντες υπάρχουν στην ζωή τους.

 

Μερικοί από εμάς είχαμε την ευλογία μιας ανατροφής, ενός ταμπεραμέντου, ενός κοινωνικού περίγυρου, και άλλων δωρεών, που έχουν κάνει την πίστη στον Θεό ένα πιο εύκολο επίτευγμα, από πολλούς άλλους, που έχουν υποφέρει περισσότερο, ή που έχουν ανατραφεί σε ένα πνευματικά  στερημένο περιβάλλον, ή που είχαν άλλα βάσανα να αντιμετωπίσουν.  Η Αγία Γραφή το λέει ξεκάθαρα, πως πολλά παιδιά –ακόμα και μέχρι τρίτης ή τέταρτης γενεάς- υποφέρουν από τις αμαρτίες των πατέρων τους, έστω και αν πρόκειται για αμαρτίες πατέρων που πιθανόν να ήσαν πιστοί.  Εν ολίγοις, το πρώτο σημείο μου είναι, πως ορισμένοι άνθρωποι έχουν πολύ πιο σοβαρά ψυχολογικά εμπόδια για να πιστέψουν, απ’ ότι έχουν άλλοι – σημείο που συγκλίνει με την ξεκάθαρη προτροπή της Γραφής πως δεν πρέπει να κρίνουμε τους άλλους, όσο και αν καλούμεθα να διορθώσουμε το κακό.

 

Το δεύτερο σημείο μου, σαν αξίωση, είναι πως –παρά τις σοβαρές δυσκολίες στην απόκτηση πίστης- όλοι μας έχουμε παρά ταύτα την ελευθερία επιλογής να δεχθούμε τον Θεό, ή να Τον απορρίψουμε.  Αυτή η αξίωση δεν έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο σημείο.  Ίσως χρειάζεται λίγη διευκρίνιση για να γίνει πιο κατανοητό. Δηλαδή, ένας άνθρωπος, εξ αιτίας του παρελθόντος του –ή και του παρόντος του- μπορεί να δυσκολευτεί πιο πολύ από τους άλλους να πιστέψει στον Θεό. Όμως, υποτίθεται πως ανά πάσα στιγμή –και σίγουρα πολλές φορές- μπορεί να επιλέξει να κινηθεί προς τον Θεό, ή να απομακρυνθεί από Αυτόν.  Έτσι, ένας άνθρωπος μπορεί να ξεκινήσει με τόσα πολλά εμπόδια που, ακόμα και μετά από μια πολυετή, αργή απόφασή του να κινηθεί προς τον Θεό, να μην φτάσει εκεί ποτέ.  Άλλοι μπορεί να φτάσουν πρώτα στον θάνατο, πριν φτάσουν στην πίστη.  Υποθέτουμε λοιπόν, πως θα κριθούν –όπως όλοι μας- από την απόσταση που διένυσαν κινούμενοι προς τον Θεό, και από το πόσο καλά αγάπησαν τον πλησίον… Από το πόσο απέδωσαν με αυτά που είχαν.

 

Παρομοίως, ένας άλλος άνθρωπος, χωρίς καμία ψυχολογική δυσκολία, είναι το ίδιο ελεύθερος να απορρίψει τον Θεό, και αναμφιβόλως, πολλοί το κάνουν.  Οπότε, αν και κατά βάθος το θέμα εντοπίζεται στην θέληση και την αμαρτωλή φύση μας, είναι παρά ταύτα δυνατόν να ερευνήσουμε εκείνους τους ψυχολογικούς παράγοντες που προδιαθέτουν τον άνθρωπο να μην πιστεύει, και που κάνουν τον δρόμο του προς τον Θεό ιδιαίτερα μακρύ και επίπονο.

 

 

                    Τα κοινωνικά και προσωπικά κίνητρα

Φαίνεται να υπάρχει μια διαδεδομένη αντίληψη σε μεγάλο μέρος της Δυτικής διανοούμενης κοινωνίας, πως η πίστη στον Θεό βασίζεται σε ένα σωρό από παράλογες, ανώριμες ανάγκες και επιθυμίες, ενώ ο αθεϊσμός ή ο σκεπτικισμός προέρχεται από μια δήθεν  λογική, σοβαρή εκτίμηση της πραγματικότητας.  Για να ξεκινήσω την κριτική επί της αξίωσης αυτής, θα αρχίσω με την προσωπική μου ιστορία.

 

Όπως μπορεί να γνωρίζουν κάποιοι από εσάς για το άτομό μου, μετά από μια κάπως χαλαρή, ξενέρωτη Χριστιανική ανατροφή, έγινα αθεϊστής όταν πήγαινα στο κολλέγιο στην δεκαετία του 50, και παρέμεινα αθεϊστής, μέχρι την αποφοίτησή μου και εν συνεχεία στα πρώτα χρόνια μου ως νεαρός, πειραματικός ψυχολόγος στο σώμα των καθηγητών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.  Δηλαδή, είμαι ένας ενήλικας μεταστραφείς, ή, πιο σωστά, ένας ξανα-μεταστραφείς στον Χριστιανισμό, ο οποίος επέστρεψε στην πίστη –προς μεγάλη του έκπληξη- στα τριάντα-τόσο του χρόνια, μέσα στο πολύ κοσμικό περιβάλλον της ακαδημαϊκής ψυχολογίας της Πόλεως της Νέας Υόρκης.

 

Δεν μπήκα στην πτυχή αυτή για να πλήξετε με τις λεπτομέρειες της ζωής μου, αλλά για να σημειώσετε, πως μέσα από την ανασκόπηση της προσωπικής μου εμπειρίας, γίνεται πλέον ξεκάθαρο σε μένα, πως οι λόγοι που έγινα και που παρέμεινα αθεϊστής-σκεπτικιστής από την ηλικία των 18 μέχρι τα 38 μου, ήσαν επιφανειακοί, παράλογοι και μάλλον χωρίς καμία διανοουμενίστικη ή ηθική ακεραιότητα.  Επί πλέον, είμαι πεπεισμένος πως τα κίνητρά μου ήσαν –και ακόμα είναι- τα συνηθισμένα στους διανοούμενους κοινότυπα κίνητρα, και προπαντός στους κοινωνικούς επιστήμονες.

 

Οι κύριοι συντελεστές που εμπλέκονται στην επιλογή μου να γίνω αθεϊστής (αν και δεν τους είχα εντοπίσει τότε) είναι οι εξής:

 

                              Γενική κοινωνικότητα

Μια σοβαρή επιρροή στα νιάτα μου ήταν η έντονη κοινωνική αμηχανία που ένοιωθα.  Ντρεπόμουν λιγάκι,  που προερχόμουν από μια Μέσο-Δυτική Πολιτεία, επειδή φάνταζε τρομερά ανιαρή, στενόχωρη, και επαρχιώτικη. Σίγουρα, δεν είναι και τόσο ρομαντικό ή εντυπωσιακό, να κατάγεται κανείς από το Σινσινάτι του Οχάϊο, έχοντας ακαθόριστες, ανακατεμένες, Γερμανο-Αγγλο-Ελβετικές ρίζες… εν ολίγοις, να είσαι μια δυσβάσταχτα μεσοαστική προσωπικότητα… Πέραν της επιθυμίας να δραπετεύσω από ένα ανιαρό –και σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια ανάξιο, και κοινωνικά μειονεκτικό παρελθόν- επιθυμούσα να συμμετέχω, ή μάλλον, να αισθάνομαι πιο βολικά, στο καινούργιο, συναρπαστικό - ακόμα και γοητευτικό - κοσμικό περιβάλλον στο οποίο εισχωρούσα. Είμαι σίγουρος, πως τα ίδια ακριβώς κίνητρα έχουν επηρεάσει το ίδιο δυνατά τις ζωές αμέτρητων «ανηφορούντων» και ανήσυχων νέων ανθρώπων των δύο τελευταίων αιώνων. Ας θυμηθούμε τον Βολταίρο, ο οποίος μετακόμισε στον λαμπερό, αριστοκρατικό και ραφινάτο κόσμο του Παρισιού μεν, αλλά, πάντοτε ένοιωθε άσχημα για την επαρχιακή και μη αριστοκρατική καταγωγή του… ή, τα Εβραϊκά γκέττο, από τα οποία τόσοι «αφομοιωμένοι» Εβραίοι είχαν δραπετεύσει…  ή,  το  νεοαφιχθέν στην Νέα Υόρκη επαρχιωτόπουλο, που ντρέπεται για τους φονταμενταλιστές γονείς του…

 

Αυτό το είδος κοινωνικής πίεσης έχει σπρώξει πάρα πολλούς μακριά από την πίστη στον Θεό, και απ’ όλα όσα συσχετίζονται –κατ’ αυτούς- με την πίστη αυτή.

 

Θυμάμαι ένα μίνι-σεμινάριο στην περίοδο την μεταπτυχιακή, όπου σχεδόν όλα τα παριστάμενα μέλη είχαν εκδηλώσει κάποια στιγμή την ίδια αμηχανία  και την ίδια ανταπόκριση στις πιέσεις που ένοιωθαν, εν όψει της εξειδικευμένης κοινωνικότητας της «μοντέρνας ζωής». Ο ένας φοιτητής προσπαθούσε να απαλλαγεί από το θρησκευτικό υπόβαθρο των Βαπτιστών του Νότου... ο άλλος, ήθελε να ξεφύγει από το περιβάλλον των Μορμόνων μιας μικρής κωμόπολης… ένας τρίτος,  επιδίωκε να βγει από ένα πολύ Εβραϊκό γκέττο του Μπρούκλυν… και ο τέταρτος, ήμουν εγώ.

 

 

                                  Ειδική κοινωνικότητα

Ένας άλλος κυρίαρχος λόγος που επιθυμούσα να γίνω αθεϊστής, ήταν πως επιζητούσα την αποδοχή των ισχυρών και «δικτυωμένων» επιστημόνων στον χώρο της ψυχολογίας.  Συγκεκριμένα, επιζητούσα την αποδοχή των καθηγητών μου στην μεταπτυχιακή σχολή.  Σαν απόφοιτος, είχα παντελώς «κοινωνικοποιηθεί» από την ειδική «κουλτούρα» της ψυχολογίας της ακαδημαϊκής έρευνας.  Όμως, οι καθηγητές μου στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, όσο και αν διαφωνούσαν επί των θεωριών της ψυχολογίας, ήσαν οπωσδήποτε ενωμένοι (απ’ όσα μπορούσα να διακρίνω) σε δύο πράγματα, ήτοι, την έντονη φιλοδοξία τους για ατομική καριέρα, και την απόρριψη της θρησκείας. Όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Διότι ο ασεβής καυχάται εις τας επιθυμίας της ψυχής αυτού, και ο πλεονέκτης μακαρίζει εαυτόν· καταφρονεί τον Κύριον.  Ο ασεβής διά την αλαζονείαν του προσώπου αυτού δεν θέλει εκζητήσει τον Κύριον· πάντες οι διαλογισμοί αυτού είναι ότι δεν υπάρχει Θεός.» (Ψαλμοί, 10: 3-4).

 

Στο περιβάλλον αυτό, όπως έμαθα να ντύνομαι σαν φοιτητής κολλεγίου φορώντας τα κατάλληλα ρούχα, έτσι έμαθα να «σκέπτομαι» σαν σωστός ψυχολόγος, «φορώντας» τις κατάλληλες –δηλαδή τις αθεϊστικές- ιδέες και νοοτροπίες.

 

 

                                   Προσωπική άνεση

Τέλος, στην λίστα αυτών των επιφανειακών (αλλά οπωσδήποτε ισχυρών) παράλογων πιέσεων για να γίνω αθεϊστής, οφείλω να προσθέσω και την απλή, προσωπική μου άνεση.  Η αλήθεια είναι πως, μέσα στον σημερινό, πανίσχυρο, εκκοσμικευμένο και νεοπαγανιστικό περιβάλλον, είναι μάλλον άβολο να γίνει κανείς ένας συνειδητός πιστός.  Θα έπρεπε εγώ να είχα εγκαταλείψει πάρα πολλές απολαύσεις, και να διαθέτω μεγάλο μέρος από τον χρόνο μου.

 

Χωρίς να μπαίνω σε λεπτομέρειες, δεν είναι τόσο δύσκολο να φανταστείτε τις σεξουαλικές απολαύσεις που θα έπρεπε να απορρίψω, αν επρόκειτο να γίνω συνειδητός πιστός.  Επίσης, ήξερα πως θα μου στοίχιζε σε χρόνο, και σε χρήμα.  Θα υπήρχαν οι εκκλησιασμοί, οι εκκλησιαστικές συνάξεις, χρόνος για προσευχή και ανάγνωση της Γραφής, χρόνος για την βοήθεια συνανθρώπων… Αδύνατον… Ήμουν ήδη πάρα πολύ απασχολημένος.  Προφανώς θα μου αναστάτωνε πολύ το πρόγραμμά μου, αν γινόμουν θρήσκος…

 

Τώρα, ίσως να σκέφτεστε πως τέτοιοι λόγοι περιορίζονται σε κάτι ανώριμους νεαρούς σαν εμένα στα είκοσί μου χρόνια.  Και όμως, μια τέτοια λογική δεν είναι τόσο περιορισμένη.   Θα σας αναφέρω εδώ την περίπτωση του Μόρτιμερ Άντλερ: πρόκειται για τον πασίγνωστο Αμερικανό φιλόσοφο, συγγραφέα και διανοούμενο, ο οποίος διέθεσε μεγάλο μέρος της ζωής του, μελετώντας τον Θεό και διάφορα θρησκευτικά θέματα.   Ένα από τα πιο πρόσφατα βιβλία του, του 1980, είναι το «How to Think About God: A Guide for the 20th Century Pagan»  (Πώς να Σκέφτεστε για τον Θεό: Ένας Οδηγός για τον Παγανιστή του 20ου Αιώνα»). Στο έργο του αυτό, ο Άντλερ υποστηρίζει ένθερμα το επιχείρημα της ύπαρξης του Θεού, και κοντά στα τελευταία κεφάλαια, πλησιάζει πάρα πολύ στην αποδοχή του Ζώντος Θεού.  Όμως αποτραβιέται, και παραμένει μέσα στην "απέραντη παρέα των θρησκευτικά ανένταχτων". (Graddy, 1982).   Παρά ταύτα, ο Άντλερ αφήνει την εντύπωση πως η απόφασή του αυτή είναι περισσότερο ζήτημα θελήματός του, παρά διανοήματός του. 


Όπως σημειώνει ένας από τους σχολιαστές του (Graddy, 1982), ο Άντλερ επιβεβαιώνει αυτή την εντύπωση, μέσα στην αυτοβιογραφία του, το 1976, με τίτλο «Philosopher at Large» (Φιλόσοφος Αδέσποτος). Εκεί μέσα, καθώς ερευνά τους λόγους που δύο φορές «φρενάρισε» στο κατώφλι της πλήρους θρησκευτικής δέσμευσής του, σημειώνει πως «η απάντηση βρίσκεται στην κατάσταση του θελήματός μας, και όχι του νοός μας». Και συνεχίζει, σχολιάζοντας πως, για να γίνει συνειδητά θρήσκος, «θα απαιτείτο μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που ζω…» και «η απλή αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να πληρώ τις προϋποθέσεις ενός πραγματικά θρήσκου ανθρώπου» (Graddy, p. 24).

 

Να το λοιπόν!  Μια καταπληκτικά ειλικρινής και συνειδητή παραδοχή πως, το να είναι κανείς ένας «πραγματικά θρήσκος άνθρωπος» είναι μεγάλος μπελάς, μεγάλο ξεβόλεμα…  Δεν μπορώ παρά να υποθέσω, πως κάπως έτσι είναι οι ρηχοί λόγοι που κρύβονται πίσω από τις απόψεις πολλών απίστων…

 

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως λόγω των κοινωνικών μου αναγκών για αφομοίωση,  λόγω των επαγγελματικών μου αναγκών για αποδοχή από την ακαδημαϊκή ψυχολογία, και λόγω των προσωπικών μου αναγκών για μια άνετη ζωή, ο αθεϊσμός ήταν απλούστατα η πιο κατάλληλη τακτική.  Κάνοντας μια ανασκόπηση σε όλα αυτά τα κίνητρα, μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια πως μια επιστροφή στον αθεϊσμό θα μου παρείχε τη ίδια γοητεία, με μια επιστροφή στην εφηβεία… [2]

 

 

                               Ψυχαναλυτικά κίνητρα

Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η κεντρική Φροϋδική άποψη για την πίστη στον Θεό είναι πως μια τέτοια πίστη είναι επισφαλής, εξ αιτίας της ψυχολογικής της προέλευσης.  Δηλαδή, θεωρεί πως ο Θεός είναι μια προβολή των ιδιαίτερων, έντονων, υποσυνείδητων επιθυμιών μας.   «Θεός» είναι η εκπλήρωση επιθυμιών που πηγάζουν από τις παιδιάστικες ανάγκες για προστασία και ασφάλεια.   Επειδή λοιπόν αυτές οι επιθυμίες είναι ως επί το πλείστον ασυνείδητες, η οποιαδήποτε άρνηση της ερμηνείας αυτής δεν πρέπει να θεωρείται αξιόπιστη.  Πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ, πως κατά την ανάπτυξη μιας τέτοιας άποψης, ο Φρόιντ επεκτείνει το επιχείρημα «ad hominem»  (Λατ.=εκ του ανθρώπου), και το φτάνει σε μια ευρύτερη εμβέλεια.  Στο έργο του «The Future of an Illusion» (Το Μέλλον μιας Αυταπάτης)  (1927, 1961) ο Φρόιντ ξεκαθαρίζει την θέση του απόλυτα:

 

«Οι θρησκευτικές ιδέες  έχουν προκύψει από τις ίδιες ανάγκες με όλα τα άλλα επιτεύγματα του πολιτισμού, ήτοι, εκ της ανάγκης για προστασία απέναντι στην συντριπτική δύναμη της φύσης (σελ.21)».

 

«Συνεπώς,  τα θρησκευτικά πιστεύω είναι:   αυταπάτες, εκπληρώσεις των αρχαιοτάτων, των πιο ισχυρών και πιο πιεστικών επιθυμιών της ανθρωπότητας… Όπως ήδη γνωρίζουμε, η τρομερή αίσθηση της αδυναμίας στην παιδική ηλικία προξένησε την ανάγκη για προστασία – για προστασία μέσω αγάπης – πράγμα που το παρείχε ο πατέρας… Έτσι, η αγαθή διακυβέρνηση μιας θείας Πρόνοιας κατευνάζει τον φόβο που έχουμε για τους κινδύνους της ζωής (σελ. 30)».

 

Ας εξετάσουμε αυτό το επιχείρημα προσεκτικά, διότι, παρά την ενθουσιώδη αποδοχή του από τόσους ασυλλόγιστους αθεϊστές και σκεπτικιστές, είναι στην πραγματικότητα μια πάρα πολύ αδύναμη θέση.

 

Στην πρώτη παράγραφο, ο Φρόιντ παραλείπει να παρατηρήσει πως τα επιχειρήματά του εις βάρος των θρησκευτικών πεποιθήσεων ισχύουν (για να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια τα λόγια του) εξ ίσου για ΟΛΑ τα επιτεύγματα του πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της ψυχανάλυσης!  Δηλαδή, αν η ψυχική προέλευση ενός διανοητικού επιτεύγματος ακυρώνει την αξία της αλήθειάς του, τότε, η Φυσική, η Βιολογία, πόσο μάλλον η ίδια η Ψυχανάλυση, είναι εξ ίσου ευάλωτη, από την ίδια κατηγορία.

 

Στην δεύτερη παράγραφο, ο Φρόιντ κάνει μια άλλη περίεργη δήλωση, ήτοι, πως οι αρχαιότερες και «πιο πιεστικές επιθυμίες» της ανθρωπότητας ήσαν για την αγαπητική, προστατευτική καθοδήγηση ενός παντοδύναμου, αγαπητικού Πατέρα – για μια θεία Πρόνοια.   Όμως, αν αυτές οι επιθυμίες ήσαν όντως τόσο δυνατές και αρχαίες όσο διατείνεται, θα περίμενε κανείς πως όλες οι προ Χριστού θρησκείες θα υπερτόνιζαν τον Θεό ως ένα αγαθό πατέρα.  Αυτό όμως, κάθε άλλο παρά ίσχυε για την παγανιστική θρησκεία του Μεσογειακού κόσμου, και συνεχίζει, επί παραδείγματι, να μην ισχύει, για τις άλλες λαϊκές θρησκείες όπως είναι ο Βουδισμός, και ένα μεγάλο μέρος του Ινδουισμού.   Μάλιστα, ο Ιουδαϊσμός και ακόμα περισσότερο ο Χριστιανισμός, είναι από πολλές απόψεις ξεχωριστές, ακριβώς λόγω της έμφασής τους στον Θεό ως αγαπητικό Πατέρα.

 

Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος αυτές τις δύο διανοουμενίστικες γκάφες, και ας στραφούμε σε μια άλλου είδους κατανόηση της θεωρίας του περί προσωπικών προβολών.

 

Μπορεί να αποδειχθεί, πως αυτή η θεωρία δεν είναι στην πραγματικότητα ένα αναπόσπαστο μέρος της ψυχανάλυσης, και συνεπώς, δεν μπορεί να επικαλείται οποιαδήποτε θεμελιώδη υποστήριξη από την ψυχαναλυτική θεωρία. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αυτόνομο επιχείρημα.   Στην πραγματικότητα, η κριτική στάση του Φρόιντ προς την θρησκεία και εναντίον της θρησκείας, είναι βαθειά ριζωμένη στις προσωπικές του προκαταλήψεις, και αποτελεί ένα είδος υστερο-ψυχανάλυσης,  ή μάλλον, ένα προσωπικό πλαίσιο, το οποίο δεν συνδέεται ιδιαίτερα με τις πιο επιστημονικά δοκιμασμένες θεωρίες του.   (Αυτή η απόσπαση, ή αυτονόμηση, σε σχέση με την κυρίως ψυχαναλυτική θεωρία, ίσως εξηγεί την επιρροή που έχει, έξω από τον χώρο της επίσημης ψυχανάλυσης.

 

Υπάρχουν δύο τεκμήρια για την ερμηνεία αυτής της θεωρίας των προβολών. (Projection Theory):

 

Το πρώτο είναι πως η θεωρία αυτή είχε περιγραφεί λεπτομερώς, πολλά χρόνια νωρίτερα από τον Λούντβιχ Φώερμπαχ στο βιβλίο του «The Essence of Christianity» (Η ουσία του Χριστιανισμού) (1841, 1957). Η ερμηνεία του Φώερμπαχ ήταν πολύ γνωστή στους κύκλους των διανοουμένων της Ευρώπης, και ο Φρόιντ, σαν νέος, διάβαζε αχόρταγα τον Φώερμπαχ (σχετ.: Gedo & Pollock, 1976, σελ. 47, 350). Παραθέτω μερικές χαρακτηριστικές δηλώσεις του Φώερμπαχ, που το αποδεικνύουν εμφανώς:

 

Εκείνο που λείπει του ανθρώπου (είτε πρόκειται για εκπεφρασμένη και συνεπώς συνειδητή ανάγκη), εκείνο είναι και ο «Θεός» του (1841, 1957, σελ. 33).

 

Ο άνθρωπος προβάλλει την φύση του μέσα στον κόσμο που βρίσκεται έξω από αυτόν, πριν την ανακαλύψει μέσα του (σελ.11).

 

Η θρησκεία είναι το να ζει κανείς μέσα σε προβεβλημένες ονειρο-εικόνες.  Η θρησκεία θυσιάζει την πραγματικότητα στον βωμό της ονειρο-προβολής.

 

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε πολλά άλλα αποσπάσματα, όπου ο Φώερμπαχ περιγράφει την θρησκεία με «Φροϋδικούς» όρους, όπως ‘εκπλήρωση επιθυμίας’, κλπ… Αυτό που έκανε ο Φρόιντ με το επιχείρημά του, ήταν να το αναβιώσει με πιο κομψή μορφή, και να το εκδώσει μετά από λίγο καιρό, όταν το ακροατήριο που θα επιθυμούσε να ακούσει μια τέτοια θεωρία θα ήταν πολύ μεγαλύτερο.  Και φυσικά, με κάποιον τρόπο, θα φρόντιζε επίσης να εννοηθεί πως τα ευρήματα και η θεωρία της ψυχανάλυσης παρείχαν την αμέριστη υποστήριξή τους στην θεωρία αυτή.

 

Ο Φωερμπαχικός χαρακτήρας της άποψης του Φρόιντ στο έργο «Illusion»  (Αυταπάτη) είναι εμφανής και σε εκφράσεις του τύπου «η συντριπτική, ανωτέρα δύναμη της φύσης» και «η τρομακτική αίσθηση αδυναμίας στην παιδική ηλικία», που δεν είναι εκφράσεις ψυχαναλυτικές - ούτε σε ορολογία, ούτε σε νόημα.

 

Άλλη μια απόδειξη της μη-ψυχαναλυτικής βάσης της θεωρίας των προβολών, μας έρχεται απ’ ευθείας από τον Φρόιντ, ο οποίος το παραδέχεται ο ίδιος.  Σε μια επιστολή του το 1927 προς τον φίλο του, τον Όσκαρ Φίστερ – ένα πρώιμο ψυχαναλυτή και πιστό Προτεστάντη πάστορα – ο Φρόιντ έγραφε τα εξής:

 

Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι, στο ότι οι απόψεις που εκφράζονται στο βιβλίο μου “The Future of an Illusion” (Το μέλλον μιας Αυταπάτης) δεν αποτελούν μέρος της (ψυχ)αναλυτικής θεωρίας.  Αποτελούν προσωπικές απόψεις, δικές μου. (Επιστολή Φρόιντ/Φίστερ, 1963, σελ.117).

 

Υπάρχει και μια άλλη, κάπως αλλιώτικη ερμηνεία για τον Θεό, που επίσης την ανέπτυξε ο Φρόιντ, η οποία – παρά το μετριοπαθές ψυχαναλυτικό της ύφος – είναι εξ ίσου μια προσαρμοσμένη θεωρία προβολών του Φώερμπαχ.  Πρόκειται για την σχετικά παραγκωνισμένη ερμηνεία του Φρόιντ για το ιδανικό «εγώ».  Το υπέρ-εγώ, συμπεριλαμβανομένου του ιδανικού εγώ, θεωρείται «ο διάδοχος του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος», που αντιπροσωπεύει μια προβολή του εξιδανικευμένου πατέρα – και μάλλον του Θεού και Πατρός (Φρόιντ, 1923, 1962, σελ.26-28, σελ.38).

 

Η δυσκολία εδώ είναι, πως το ιδανικό εγώ δεν έτυχε μεγάλης προσοχής ή ανάπτυξης, μέσα στα γραπτά του Φρόιντ. Επί πλέον, ευκόλως μπορεί να ερμηνευθεί ως προσαρμογή της θεωρίας του Φώερμπαχ περί προβολών. Έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε πως στην πραγματικότητα, η ψυχανάλυση δεν παρέχει σημαντικές θεωρητικές απόψεις, ώστε να χαρακτηρίζεται η πίστη στον Θεό ένα νευρωσικό φαινόμενο.  Ο Φρόιντ, ή χρησιμοποίησε την πολύ παλαιότερη θεωρία προβολής ή αυταπάτης του Φώερμπαχ, ή, ενσωμάτωσε τον Φώερμπαχ στην δική του ιδέα περί ιδανικού εγώ.  Υποθέτουμε πως αυτός ήταν ο λόγος που ο Φρόιντ εξομολογήθηκε στον Φίστερ πως το βιβλίο του «Αυταπάτη» δεν ήταν ένα αληθινό κομμάτι της ψυχανάλυσης.

 

 

           Ο Αθεϊσμός ως Εκπλήρωση Οιδιπόδειας Επιθυμίας

Ωστόσο, ο Φρόιντ είχε δίκιο να ανησυχεί πως μια πίστη μπορεί να είναι μια αυταπάτη επειδή προέρχεται από ισχυρές επιθυμίες – από ασυνείδητες, παιδιάστικες ανάγκες.  Η ειρωνεία είναι, πως στην ουσία, μας έδωσε μια πανίσχυρη, νέα μέθοδο να κατανοούμε την νευρωσική βάση του αθεϊσμού.

 

 

                              Το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα

Η κεντρική ιδέα στο έργο του Φρόιντ – εκτός από το ασυνείδητο – είναι το γνωστό πλέον σε όλους Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα.  Κατά την διαμόρφωση της ανδρικής προσωπικότητας, οι ουσιαστικές ιδιότητες αυτού του Συμπλέγματος είναι οι ακόλουθες:   Περίπου στην ηλικία των τριών έως έξι ετών, το αγόρι αναπτύσσει μια έντονη σεξουαλική επιθυμία για την μητέρα. Ταυτόχρονα, το αγόρι αναπτύσσει ένα έντονο μίσος και φόβο για τον πατέρα, και μια επιθυμία να τον αντικαταστήσει. Είναι μια  «έντονη επιθυμία για εξουσία».  Αυτό το μίσος βασίζεται στην γνώση του παιδιού πως ο πατέρας του, με το πιο μεγάλο μπόϊ του, και την πιο μεγάλη δύναμή του, αποτελεί εμπόδιο στην επιθυμία για την μητέρα του.  

Ο φόβος του αγοριού μπορεί να είναι σαφώς ο φόβος ευνουχισμού του από τον πατέρα του, αν και συνηθέστερα, έχει λιγότερο σαφή χαρακτήρα.  Ο υιός φυσικά δεν σκοτώνει τον πατέρα του στην πραγματικότητα, όμως, η πατροκτονία θεωρείται συχνά το θέμα των φαντασιώσεών του και των ονείρων του.  Η «επίλυση»  του συμπλέγματος υποτίθεται πως επιτυγχάνεται μέσω της αναγνώρισης από το παιδί πως δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον πατέρα, και, μέσω του φόβου του ευνουχισμού - πράγμα που εξωθεί το αγόρι να ταυτισθεί με τον πατέρα του – να ταυτισθεί με τον «κακό», και να απωθεί μέσα του τα αρχικά, τρομακτικά συστατικά του συμπλέγματος.

 

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως – σύμφωνα με τον Φρόιντ – το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα ποτέ δεν επιλύεται πραγματικά, και έχει την ικανότητα να ενεργοποιηθεί σε μεταγενέστερα στάδια – όπως παραδείγματος χάριν στην εφηβεία.   Έτσι, τα ισχυρά συστατικά του δολοφονικού μίσους και της αιμομικτικής σεξουαλικής επιθυμίας εντός οικογενειακού πλαισίου, δεν αφαιρούνται στην πράξη, ποτέ. Αντ’ αυτού, επικαλύπτονται και καταπνίγονται.  Ο Φρόιντ περιγράφει το νευρωσικό ενδεχόμενο αυτής της κατάστασης:

 

Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι ο πραγματικός πυρήνας των νευρώσεων… Ό,τι υπολείμματα του συμπλέγματος παραμείνουν μέσα στο ασυνείδητο, αντιπροσωπεύουν την προδιάθεση για μια κατοπινή ανάπτυξη νευρώσεων στον ενήλικα.

 

Εν ολίγοις, όλες οι νευρώσεις πηγάζουν από αυτό το σύμπλεγμα.  Προφανώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η δυνατότητα δεν εκδηλώνεται με κάποιον σοβαρά νευρωσικό τρόπο.  Αντιθέτως, γίνεται αντιληπτός στις συμπεριφορές προς την εξουσία, μέσα σε όνειρα, σε ολισθήματα της γλώσσας, σε εφήμερους παραλογισμούς, κλπ…

 

Τώρα, με το να αξιώνει πως ένα παγκόσμιο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι η προέλευση όλων των νευρώσεων, ο Φρόιντ άθελά του διαμόρφωσε μια απλή λογική για να κατανοήσουμε την προέλευση της απόρριψης του Θεού σε σχέση με την εκπλήρωση επιθυμιών.  Στο κάτω-κάτω, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι ασυνείδητο.  Εντοπίζεται στην παιδική ηλικία, και, πιο σημαντικά, το κυρίαρχο κίνητρό του είναι το μίσος για τον πατέρα και η επιθυμία να μην υπάρχει, εκπροσωπούμενα από την επιθυμία να ανατρέψει ή να σκοτώσει τον πατέρα.

 

Ο Φρόιντ πολύ συχνά περιέγραφε τον Θεό ως ένα ψυχολογικό ισοδύναμο του πατέρα, έτσι, μια φυσιολογική εκδήλωση ενός Οιδιπόδειου κινήτρου θα ήταν οι πανίσχυρες, ασυνείδητες επιθυμίες για την μη-ύπαρξη του Θεού.  Συνεπώς, μέσα στο Φροϋδικό πλαίσιο, ο αθεϊσμός είναι μια αυταπάτη που έχει προκληθεί από την Οιδιπόδεια επιθυμία για θανάτωση του πατέρα και την αντικατάστασή του με τον εαυτό του. Το να συμπεριφέρεται κανείς σαν να μην υπάρχει ο Θεός, είναι μια προφανής - αλλά όχι τόσο διακριτικά καμουφλαρισμένη – επιθυμία να Τον θανατώσουμε, όπως επίσης, όταν βλέπουμε σε ένα όνειρο την μορφή του γονέα να φεύγει, ή να εξαφανίζεται, είναι εξ ίσου ένδειξη μιας τέτοιας επιθυμίας.  Η έκφραση «Ο ΘΕΟΣ ΠΕΘΑΝΕ» δεν είναι παρά μια εκπλήρωση Οιδιπόδειας επιθυμίας, χωρίς προσωπείο.

 

Και σίγουρα δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον Οιδιπόδειο χαρακτήρα του τόσο πολλού σύγχρονου αθεϊσμού και σκεπτικισμού:  Ο πασίγνωστος πλέϋ-μπόϋ Χιου Χέφνερ, ακόμα και ο μυθιστορηματικός τύπος του Τζέημς Μποντ, με την απόρριψη του Θεού, συν τις αμέτρητες νεαρές γυναίκες τους, είναι ολοφάνερο πως βιώνουν του Φρόιντ το Οιδιπόδειο, καθώς και την πρωταρχική επανάσταση, όπως π.χ. στο Τοτέμ και Ταμπού.  Το ίδιο παρατηρείται και στους αμέτρητους άλλους σκεπτικιστές, οι οποίοι βιώνουν ποικίλες παραλλαγές του ίδιου σεναρίου, με εκμεταλλεύσιμη σεξουαλική ανοχή, σε συνδυασμό με ναρκισσιστική αυτό-λατρεία.

 

Και βέβαια, το Οιδιπόδειο όνειρο δεν είναι μόνο η θανάτωση του πατέρα, και η κατάκτηση της μητέρας ή των άλλων γυναικών στην ομάδα, αλλά και ο εκτοπισμός του.  Ο σύγχρονος αθεϊσμός έχει επιδιώξει να το πετύχει αυτό.  Τώρα πλέον, ο άνθρωπος και όχι ο Θεός, είναι η συνειδητά εντοπισμένη, υπέρτατη πηγή καλωσύνης και ισχύος στο Σύμπαν.  Οι ουμανιστικές φιλοσοφίες δοξάζουν τον άνθρωπο και τις «δυνατότητές» του, με τον ίδιο τρόπο που η θρησκεία δοξάζει τον Δημιουργό.  Έχουμε μεταβεί –καθοδικά- από τον ένα Θεό, στους πολλούς θεούς, στο «όλοι είναι θεοί».  Στην ουσία, ο άνθρωπος – με τον ναρκισσισμό και τις Οιδιπόδειες επιθυμίες του – παλεύει να επιτύχει, εκεί που απέτυχε ο Σατανάς, δηλαδή, να βάλει τον εαυτό του στον θρόνο του Θεού.  Χάρις στον Φρόιντ, έγινε πιο εύκολο να αντιλαμβανόμαστε την βαθύτατα νευρωσική, απόλυτα αναξιόπιστη ψυχολογία της μη-πίστεως αυτής.

 

Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα του Οιδιπόδειου κίνητρου που προτείνεται εδώ, είναι η περίπτωση του Βολταίρου, του κορυφαίου σκεπτικιστή επί οιουδήποτε θρησκευτικού θέματος, ο οποίος δεν αποδεχόταν την Χριστιανική και Εβραϊκή αντίληψη περί προσωπικού Θεού, ενός Θεού-Πατέρα.  Ο Βολταίρος ήταν θεϊστής, ο οποίος πίστευε σε ένα κοσμικό, απρόσωπο, αγνώστου χαρακτήρα Θεό.

 

Το ψυχολογικά σημαντικό πράγμα με τον Βολταίρο ήταν πως απέρριπτε τον πατέρα του τόσο πολύ, που απέρριψε ακόμα και το όνομά του, και υιοθέτησε το όνομα «Βολταίρ».  Δεν είναι ξεκάθαρο από πού προήλθε αυτό το νέο όνομα, αλλά μια ευρύτερα αποδεκτή ερμηνεία είναι πως το σχημάτισε από τα γράμματα του επώνυμου της μητέρας του.  Όταν ο Βολταίρος ήταν είκοσι-τόσο χρονών (το 1718), εξέδωσε ένα θεατρικό έργο με τίτλο «ΕΝΤΙΠ» (από το όνομα ΟΙΔΙΠΟΥΣ).  Ήταν το πρώτο από τα έργα του που παρουσιάσθηκε δημοσίως.  Το ίδιο το έργο αφηγείται μεν τον κλασσικό μύθο, αλλά με εξόφθαλμα υπονοούμενα για θρησκευτική και πολιτική επανάσταση.

 

Σε όλη του την ζωή, ο Βολταίρος –όπως ο Φρόιντ- έπαιζε με την ιδέα πως δεν ήταν ο υιός του πατέρα του.  Προφανώς ένοιωθε την ανάγκη να προέρχεται από μια πιο υψηλή, πιο αριστοκρατική γενιά, αντί της πραγματικής μεσοαστικής του προέλευσης.  Μια κραυγαλέα έκφραση της αγωνίας αυτής (του να έχει δηλαδή ένα πιο άξιο πατέρα) είναι το έργο του ιδίου, «Candide».

 

Εν ολίγοις, η εχθρικότητα του Βολταίρου προς τον πατέρα του, η θρησκευτική του απόρριψη του Θεού Πατρός, και η πολιτική του απόρριψη του βασιλέα (μια ευρύτερα παραδεκτή πατρική μορφή), όλα αντικατόπτριζαν τις ίδιες βασικές ανάγκες.  Μιλώντας ψυχολογικά, η επανάσταση του Βολταίρου εναντίον του πατέρα του και του Θεού, άνετα ερμηνεύονται ως Οιδιπόδεια εκπλήρωση επιθυμίας - ως παρηγορητικές αυταπάτες και συνεπώς, κατά την λογική του Φρόιντ, ως πεποιθήσεις και συμπεριφορές ανάξιες ενός ώριμου μυαλού.

 

Ο Ντιντερό, ο μέγας εγκυκλοπαιδικός και ομολογημένος αθεϊστής – και μάλιστα ένας από τους ιδρυτές αδελφούς του μοντέρνου αθεϊσμού – επίσης είχε Οιδιπόδεια ενασχόληση και επίγνωση.  Ο Φρόιντ επαναλαμβάνει επιδοκιμαστικά την προβλεπτική παρατήρηση του Ντιντερό:

 

«Αν το μωρό ενός αγρίου αφηνόταν μόνο του, διατηρώντας όλη του την ανοησία, και προσθέτοντας στην ελάχιστη λογική ενός τέτοιου βρέφους τα βίαια πάθη ενός τριαντάχρονου άνδρα, θα στραγγάλιζε τον πατέρα του και θα ξάπλωνε με την μητέρα του.» Είναι τα λόγια από το έργο “Le Neveau de Rameau”  (Ο ανεψιός του Ραμώ), που τα επανέλαβε ο Φρόιντ στην ομιλία 21των εισαγωγικών μαθημάτων του (1916-1917), σελ. 331-338.

 

 

                      Η θεωρία του Προβληματικού Πατέρα

Γνωρίζω πολύ καλά, πως υπάρχει σοβαρός λόγος για περιορισμένη μόνο αποδοχή της Οιδιπόδειας θεωρίας του Φρόιντ. Όπως και να ’χει το πράγμα, η άποψή μου είναι πως ενώ ισχύει για μερικούς το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, απέχει πάρα πολύ από το να είναι μια παγκόσμια εκπροσώπηση ενός ασυνείδητου κινήτρου.  Επειδή υπάρχει ανάγκη για βαθύτερη κατανόηση του αθεϊσμού, και επειδή δεν γνωρίζω κανένα θεωρητικό πλαίσιο (εκτός από το Οιδιπόδειο), είμαι αναγκασμένος να σκιαγραφήσω ένα δικό μου μοντέλο, ή, καλύτερα, να αναπτύξω μια ανεπεξέργαστη θέση του Φρόιντ.  Στην εργασία του για τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Φρόιντ έκανε την ακόλουθη παρατήρηση:

 

«Η Ψυχανάλυση, που μας έμαθε τον ενδόμυχο σύνδεσμο μεταξύ του πατρικού συμπλέγματος και τη πίστη στον Θεό, μας έδειξε πως ο προσωπικός Θεός λογικά δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα εξυψωμένο πατέρα, και καθημερινά μας αποδεικνύει πως τα νεαρά άτομα χάνουν την θρησκευτική τους πίστη μόλις καταρρεύσει η εξουσία του πατέρα τους. (Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1910, 1947, σελ.98).

 

Η δήλωση αυτή δεν κάνει υποθέσεις για ασυνείδητες σεξουαλικές επιθυμίες για την μητέρα, ούτε για το υποτιθέμενο παγκόσμιο ανταγωνιστικό μίσος που εστιάζει στον πατέρα. Ίσα-ίσα, κάνει μια απλή, ευκολονόητη αξίωση, πως μόλις ένα παιδί ή ένα νεαρό άτομο απογοητευθεί ή χάσει τον σεβασμό του για τον επίγειο πατέρα του, τότε ακριβώς χάνεται και η πίστη του στον ουράνιο Πατέρα του.

 

Υπάρχουν, φυσικά, πολλοί τρόποι για ένα πατέρα να χάσει την εξουσία του και να απογοητεύσει σοβαρά το παιδί του.  Παραθέτω μερικούς από αυτούς τους τρόπους, για τους οποίους υπάρχουν κλινικές αποδείξεις:

 

Μπορεί να είναι παρών, αλλά να είναι εμφανώς αδύναμος, δειλός, και ανάξιος σεβασμού, ακόμα και αν είναι «καλός» κατά τα άλλα.

 

Μπορεί να είναι παρών, αλλά να είναι σωματικά, σεξουαλικά ή ψυχολογικά βίαιος.

 

Μπορεί να απουσιάζει, λόγω θανάτου ή εγκαταλείποντας ή αφήνοντας την οικογένεια.

 

Αν συγκεντρώσουμε όλα αυτά τα προτεινόμενα καθοριστικά στοιχεία του αθεϊσμού, θα τα ονομάζαμε συνολικά «υπόθεση περί προβληματικού πατέρα».  Για να υποστηριχθεί η εγκυρότητα αυτής της προσέγγισης, θα ολοκληρώσω, προσκομίζοντας υλικό από περιστατικά των βίων ορισμένων επιφανών αθεϊστών, καθ’ ότι πρέκυψε κατά την μελέτη των βιογραφιών των αθεϊστών, να αντιληφθώ για πρώτη φορά την δυνατότητα της υπόθεσής μου αυτής.

 

Ξεκινάμε, με την σχέση που είχε ο Σίγκμουντ Φρόιντ με τον πατέρα του.  Το ότι ο πατέρας του Φρόιντ, ο Ιακώβ, ήταν μεγάλη απογοήτευση – ή κάτι χειρότερο – είναι σημείο που συμφωνούν όλοι οι βιογράφοι του.  Συγκεκριμένα, ο πατέρας του ήταν ένας αδύναμος άνδρας, που δεν μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του οικονομικά.  Αντιθέτως, τα χρήματα για την συντήρησή της φαίνεται να τα παρείχε η οικογένεια της συζύγου του, και άλλοι.  Επί πλέον, ο πατέρας του Φρόιντ ήταν παθητικός στην αντίδρασή του στον αντισημιτισμό. Ο Φρόιντ αφηγείται ένα περιστατικό που του το είχε πει ο πατέρας του, όπου ο Ιακώβ είχε ανεχθεί έναν αντισημίτη να τον αποκαλεί «βρωμερό Εβραίο» και να του πετάξει το καπέλο από το κεφάλι του.  Ο νεαρός Σίγκμουντ, στο άκουσμα του περιστατικού αυτού, καταντροπιάστηκε με την αποτυχία του πατέρα του να ανταποκριθεί – δηλαδή, με την αδυναμία του.  Ο Σίγκμουντ Φρόιντ ήταν ένας πολύπλοκος – και από πολλές απόψεις αμφιλεγόμενος – άνδρας, όμως όλοι συμφωνούν πως ο ίδιος ήταν γενναίος μαχητής, και πως θαύμαζε απεριόριστα το θάρρος στον άλλον.   Σαν νεαρός, ο Σίγκμουντ είχε αντιδράσει αρκετές φορές σωματικά στον αντισημιτισμό, και φυσικά, υπήρξε ένας από τους μεγάλους διανοούμενους μαχητές.

 

Οι ενέργειες του Ιακώβ όμως, ως προβληματικού πατέρα, πηγαίνουν ακόμα πιο βαθειά. Συγκεκριμένα, σε δύο επιστολές του σε ενήλικο στάδιο, ο Φρόιντ γράφει πως ο πατέρας του ήταν σεξουαλικά διεστραμμένος, και πως τα ίδια τα παιδιά του Ιακώβ υπέφεραν από αυτό.  Υπάρχουν συνεπώς και άλλες πιθανές ηθικές συμφορές, τις οποίες δεν έκανα τον κόπο να σημειώσω.

 

Η σχέση του Ιακώβ με τον Θεό και την θρησκεία ενυπήρχε και στον υιό του.  Ο Ιακώβ είχε ασχοληθεί με ένα είδος μεταρρυθμιστικού Ιουδαϊσμού, όταν ο Σίγκμουντ ήταν μικρό παιδί.  Οι δυο τους περνούσαν ώρες ολόκληρες διαβάζοντας μαζί την Γραφή, ενώ αργότερα, ο Ιακώβ άρχισε να εμβαθύνει όλο και περισσότερο στην ανάγνωση του Ταμούδ και στην συζήτηση επί των Εβραϊκών γραφών.  Εν ολίγοις, αυτό το αδύναμο, μάλλον παθητικό «καλό ανθρωπάκι», αυτός ο μαλθακός, ήταν εμφανώς συνδεδεμένος με τον Ιουδαϊσμό και τον Θεό, και επίσης με μια σοβαρή έλλειψη θάρρους, και πιθανότατα με σεξουαλική διαστροφή και άλλες αδυναμίες, πολύ οδυνηρές για τον νεαρό Σίγκμουντ.

 

Εν συντομία: και ορισμένοι άλλοι διάσημοι αθεϊστές φαίνεται να είχαν παρόμοια σχέση με τους πατεράδες τους.  Ο Καρλ Μαρξ άφησε να εννοηθεί, πως δεν ένοιωθε κανένα σεβασμό για τον πατέρα του.  Ένας σημαντικός λόγος για αυτό, ήταν πως ο πατέρας του είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό, όχι από κάποια θρησκευτική πεποίθηση, αλλά από μια επιθυμία να διευκολύνει την ζωή του.  Αφομοιώθηκε, για το βόλεμά του.  Με την πράξη του αυτή, ο πατέρας του Μαρξ διέκοψε μια παλιά, οικογενειακή παράδοση.  Ήταν ο πρώτος στην οικογένειά του που δεν έγινε ραββίνος.  Πράγματι, ο Καρλ Μαρξ προερχόταν από μια μακρά σειρά από ραββίνους, από τις δυο μεριές της οικογενείας του.

 

Ο πατέρας του Λούντβιχ Φώερμπαχ είχε κάνει κάτι, που κάλλιστα θα μπορούσε να είχε πονέσει τον υιό του βαθύτατα.  Όταν ο Φώερμπαχ ήταν 13 ετών, ο πατέρας του άφησε την οικογένειά του, και πήγε να συζήσει φανερά με μια άλλη γυναίκα, σε μια άλλη πόλη.  Ήταν η Γερμανία των πρώτων χρόνων του 1800, και μια τέτοια δημόσια απόρριψη σίγουρα θα ήταν σκάνδαλο, και βαθύτατη απόρριψη για τον νεαρό Λούντβιχ, και φυσικά στην μητέρα του και τα άλλα παιδιά.

 

Ας κάνουμε ένα άλμα 100-τόσο χρόνων, και ας εξετάσουμε την ζωή της πιο γνωστής σήμερα Αμερικανίδας αθεϊστριας – την Μάντελεην Μάρεη Οχαίρ.  Θα σας διαβάσω κάτι από μέσα από το πρόσφατο βιβλίο του υιού της, για το πώς ήταν η ζωή στην οικογένειά του, όταν ήταν παιδί.  Το βιβλίο αρχίζει, όταν είναι 8 ετών.  «Σπανίως κάναμε κάτι όλοι μαζί, σαν οικογένεια.  Το μίσος ανάμεσα στον παππού μου και την μητέρα μου, εμπόδιζε τέτοιες υγιείς σκηνές.» (σελ.7)  Γράφει, πως δεν γνώριζε γιατί ακριβώς μισούσε η μητέρα του τον πατέρα της τόσο πολύ, πάντως τον μισούσε για τα καλά, καθ’ ότι το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου αρχίζει με ένα φρικαλέο καυγά, κατά τον οποίο αυτή επιχειρεί να σκοτώσει τον πατέρα της με ένα χασαπομάχαιρο 25 εκατοστών.  Δεν το κατάφερε η Μάντελεην, όμως ούρλιαζε «Θα σε δω νεκρό! Θα σε πετύχω κάποτε!  Θα πατάω πάνω από τον τάφο σου!» (σελ.8)

 

Όποιος και αν ήταν ο λόγος που η Οχαίρ μισούσε τον πατέρα της, είναι ολοφάνερο από το βιβλίο αυτό πως ήταν βαθύτατο το μίσος, πως ξεκινούσε από τα παιδικά της χρόνια, και πως η ψυχολογική –και πιθανόν σωματική- κακοποίηση να είναι η αιτία του.

 

Εκτός από την κακοποίηση, την απόρριψη, ή την δειλία, ένας τρόπος που μπορεί ένας πατέρας να είναι σοβαρότατα «προβληματικός», είναι η απλή απουσία του.  Πολλά παιδιά βεβαίως ερμηνεύουν τον θάνατο του πατέρα τους ως ένα είδος προδοσίας, ή μια πράξη εγκατάλειψης.  Από αυτήν την σκοπιά, είναι αξιοπρόσεκτο, πόσο κοινό είναι στις ζωές πολλών επιφανών αθεϊστών, το μοτίβο του αποθανόντος πατέρα.

 

Ο Βαρώνος Ντ’ Όλμπαχ (γεννηθείς Πωλ Ανρί Τιρή), ο Γάλλος ορθολογιστής και πιθανότατα ο πρώτος δημόσιος αθεϊστής, φαίνεται πως ορφάνεψε στα 13 του χρόνια, και πως στην συνέχεια έμενε με τον θείο του (από τον οποίο πήρε και το όνομα).

 

Ο πατέρας του Μπερτράν Ράσσελ πέθανε όταν ο νεαρός Μπερτράν ήταν 4 ετών.

 

Ο Νίτσε είχε την ίδια ηλικία με τον Ράσσελ όταν έχασε τον δικό του πατέρα.

 

Ο πατέρας του Σαρτρ πέθανε, πριν γεννηθεί ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ,  και ο Αλμπέρ Καμύ ήταν ενός έτους όταν έχασε τον πατέρα του.

 

Τα βιογραφικά στοιχεία αυτά υπάρχουν σε πολλές γνωστές πληροφοριακές πηγές.

 

Προφανώς, πρέπει να συγκεντρωθούν περισσότερες πληροφορίες για να υποστηριχθεί η θεωρία του «προβληματικού πατέρα», όμως οι πληροφορίες που ήδη υπάρχουν είναι ουσιώδεις.  Είναι απίθανο, να είναι τυχαίες.

 

Η ψυχολογία του πώς ένας αποθανών ή ανύπαρκτος πατέρας μπορεί να θέσει μια συναισθηματική βάση για αθεϊσμό ίσως να μην είναι ξεκάθαρη εκ πρώτης όψεως. 


Όμως, αν ο πατέρας μας απουσιάζει, ή είναι τόσο αδύναμος ώστε να έχει πεθάνει, ή είναι τόσο αναξιόπιστος ώστε να μας έχει εγκαταλείψει, τότε δεν είναι και πολύ δύσκολο να προσδώσουμε το ίδιο ελάττωμα στον ουράνιο Πατέρα…

 

Τέλος, υπάρχει επίσης η πρώιμη εμπειρία των βασάνων, του θανάτου, του κακού, ορισμένες φορές ανακατεμένα με θυμό απέναντι στον Θεό που επέτρεψε να συμβούν.  Οποιοσδήποτε πρώιμος θυμός με τον Θεό για την απώλεια του πατέρα, και του επακόλουθου πόνου, είναι ακόμη μία, αλλιώτικη μεν, ψυχολογία της μη-πίστης,  αλλά πάντως συνδεδεμένη στενά με την ψυχολογία του «προβληματικού πατέρα».

 

Ένα μέρος αυτής της ψυχολογίας έχει σκιαγραφηθεί στην πρόσφατη αυτοβιογραφία του Ράσσελ Μπέηκερ.  Ο Μπέηκερ είναι ένας πολύ γνωστός δημοσιογράφος και χιουμορίστας συγγραφέας της εφημερίδας Νιου Γιορκ Τάϊμς.  Ο πατέρας του διακομίσθηκε στο νοσοκομείο και πέθανε εκεί ξαφνικά, όταν ο νεαρός Ράσσελ ήταν πέντε ετών.  Ο Μπέηκερ, αφού έκλαψε και θρήνησε, είπε μετά, στην οικονόμο της οικογένειας, την Μπέσυ:

 

«Για πρώτη φορά, σκέφτηκα σοβαρά για τον Θεό.  Ανάμεσα στους λυγμούς μου, είπα στην Μπέσυ πως αν ο Θεός μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα στους ανθρώπους, τότε ο Θεός ήταν απαίσιος, και δεν Τον χρειαζόμουν πια. Η Μπέσυ μου είπε για την ειρήνη του Παραδείσου και την χαρά να παρευρίσκεται κανείς με τους αγγέλους, και την χαρά του πατέρα μου, που ήταν ήδη εκεί. Το επιχείρημα αυτό δεν κατάφερε να κατευνάσει τον θυμό μου.  «Ο Θεός μας αγαπά όλους, σαν να είμαστε δικά Του παιδιά» μου είπε η Μπέσυ.  «Τότε αν μ’ αγαπάει ο Θεός, γιατί έκανε τον πατέρα μου να πεθάνει;»   

Η Μπέσυ είπε πως κάποια μέρα θα το καταλάβαινα, αλλά είχε δίκιο μόνο εν μέρει. Εκείνο το απόγευμα, αν και δεν θα μπορούσα να το εκφράσω έτσι τότε, αποφάσισα πως ο Θεός είχε πολύ λιγότερο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους, απ’ ότι θα ομολογούσαν όλοι μαζί οι κάτοικοι της πόλης. Εκείνη την ημέρα, αποφάσισα πως δεν ήταν να εμπιστεύεται κανείς τον Θεό απόλυτα.  Μετά από αυτό, δεν έκλαψα ποτέ ξανά με κάποια σιγουριά, ούτε περίμενα τίποτε -από οποιουδήποτε τον Θεό– εκτός από αδιαφορία, και ούτε αγάπησα ποτέ σε βάθος, χωρίς να φοβάμαι πως θα μου κόστιζε πολύ, σε πόνο.  Στην ηλικία των πέντε, είχα ήδη γίνει σκεπτικιστής… (Growing up, σελ.61)

 

Καταλήγοντας, επιτρέψτε μου να επισημάνω πως, όσο και αν υπερισχύουν τα επιδερμικά κίνητρα για να γίνει κανείς αθεϊστής, συνεχίζουν παρά ταύτα να υπάρχουν ριζωμένες και οι πιο βαθειές, και ανησυχητικές πηγές του αθεϊσμού.  Όσο εύκολο και αν φαίνεται, το να επισημαίνουμε μια περίπτωση «προβληματικού πατέρα», δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσος πόνος και πολυπλοκότητα κρύβεται πίσω από κάθε ένα τέτοιο περιστατικό.   Και για αυτούς που ο αθεϊσμός έχει εμπεδωθεί εξ αιτίας ενός πατέρα που τους απέρριψε, τους αρνήθηκε, τους μίσησε, τους χειρίσθηκε ιδιοτελώς, ή που τους κακοποίησε σωματικά ή σεξουαλικά, πρέπει να υπάρξει κατανόηση και συμπόνοια.

 

Βεβαίως είναι μεγάλη τραγωδία, να εξαναγκάζεται ένα παιδί να μισήσει τον πατέρα του, ή, ακόμα, να απελπίζεται, εξ αιτίας των αδυναμιών του πατέρα του.  Στο κάτω-κάτω, το μόνο που θέλει ένα παιδί, είναι να αγαπά τον πατέρα του. 


Για τον οποιονδήποτε άπιστο -του οποίου η αθεΐα πηγάζει από μια τέτοια εμπειρία- οφείλει ο πιστός (που έχει ευλογηθεί από την αγάπη του Θεού) να προσεύχεται ιδιαιτέρως για αυτόν, ώστε κάποτε  θα συναντηθούν και οι δύο τους στον Ουρανό. 


Να συναντηθούν, και να απολαύσουν την χαρά.   Αν γίνει αυτό, τότε ο πρώην άθεος ίσως αισθανθεί μεγαλύτερη χαρά από τον πιστό, επειδή, εκτός από την χαρά του πιστού, ο άθεος θα απολαύσει και κάτι παραπάνω, που θα έχει προέρθει από την έκπληξή του, σαν βρεθεί περιστοιχισμένος από την χαρά, πού αλλού – στον οίκο του Πατέρα του.

 

 

                                        Βιβλιογραφία

Adler, M. (1976). Philosopher at large. New York: Macmillan.

Adler, M. (1980). How to think about God: A guide to the twentieth century pagan. New York: Macmillan.

Baker, R. (1982). Growing up. New York: Congdon & Weed.

Feuerbach, L. (1891/1957). The essence of Christianity. Ed. and abridged by E. G. Waring & F. W. Strothman. New York: Ungar.

Freud, S. (1910/1947). Leonardo da Vinci, New York: Random.

Freud, S. (1927/1961). The future of an illusion. New York: Norton.

Freud S. (1923/1962). The ego and the id. New York: Norton.

Freud S. & Pfister, 0. (1963). Psychoanalysis and faith: The letters of Sigmund Freud and Oskar Pfister. New York: Basic.

Gedo, J. E. & Pollock, G. H. (Eds.). (1967). Freud: The fusion of science and humanism. New York: International University.

Graddy, W.E. (1982, June). The uncrossed bridge. New Oxford Review, 23-24.

Krull, M. (1979). Freud und sein Vater. Munich: Beck. Murray, W.J. (1982). My life without God. Nashville, TN: Nelson.

Vitz, P.C. (1983). Sigmund Freud's attraction to Christianity: Biographical evidence. Psychoanalysis and Contemporary Thought, 6, 73-183.

Vitz, P.C. (1986). Sigmund Freud's Christian unconscious. New York: Guilford, in press.

Vitz, P.C. & Gartner, J. (1984a). Christianity and psychoanalysis, part 1: Jesus as the anti-Oedipus. Journal of Psychology and Theology, 12, 4-14.

Vitz, P.C., & Gartner, J. (1984b). Christianity and psychoanalysis, part 2: Jesus the transformer of the super-ego. Journal of Psychology and Theology, 12, 82-89.

 

Σημειώσεις

1. Διεύθυνση: New York University, Department of Psychology, 6 Washington Place, New York 10003.

2. Απ’ ότι γνωρίζω υπάρχει μία συνέχεια στην ιστορία του Άντλερ.  Μου είπαν, πρόσφατα, πως πριν από περίπου 2 έτη, ο Άντλερ έγινε Αγγλικανός.



                               ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΘΕΙΑΣ


                   

                                



                          κ. Λάμπρου Σκόντζου, Θεολόγου-Καθηγητού


  Ο διάβολος είναι ο μεγάλος αντίπαλος του Θεού. Αφότου ξέπεσε από την τιμητική και μακάρια θέση του στα τάγματα των αγγελικών δυνάμεων, έθεσε ως στόχο του να πλήξει τη Θεότητα πιστεύοντας, μέσα στην εγωιστική του σκοτοδίνη, ότι μπορεί να καταστρέψει το Θεό καινά πάρει τη θέση Του! Όμως διαπίστωσε ενωρίς ότι είναι αδύνατον να αγγίξει η εχθρότητά του ευθέως τη Θεότητα και γι' αυτό στράφηκε κατά των θείων δημιουργημάτων και ιδιαιτέρως του ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί την κορωνίδα της κτίσεως. Επιθυμεί σφόδρα να αποκόψει τον άνθρωπο από την κοινωνία του με το Θεό, ώστε να τον προσδέσει στη δίκη του επιρροή, και τελικά να τον καταστρέψει. Πιστεύει πως η καταστροφή του ανθρώπου σημαίνει καίριο πλήγμα για τον ίδιο το Θεό.

Διαβάζοντας με προσοχή το ιερό βιβλίο της Γενέσεως παρατηρούμε ότι η προσπάθεια του διαβόλου, προκείμενου να παρασύρει τους πρωτοπλάστους στην πτώση, επικεντρώνεται στη μείωση της απολυτότητας του Θεού. Αυτό είναι το πρώτο βήμα του φαινομένου της αθεΐας στην ανθρώπινη ιστορία. Από τη στιγμή που οι πρωτόπλαστοι πείστηκαν για την σχετικότητα του Θεού και τη δυνατότητά τους να γίνουν από μονοί τους θεοί, άρχισε και η αμφισβήτησή Του, η οποία στο διάβα των αιώνων πήρε τη μορφή της ολοκληρωτικής άρνησής Του.

Είναι αλήθεια πως στην αρχαιότητα και ως τα τέλη του μεσαίωνα η ολοκληρωτική άρνηση του Θεού ήταν σπάνιο φαινόμενο. Αθεΐα σήμαινε κυρίως την άρνηση παραδεδομένων θρησκευτικών πεποιθήσεων. Οι διαβόητες δίκες περί αθεΐας στην αρχαία Ελλάδα αφορούσαν κατά κύριο λόγο την άρνηση των σοφών και επιστημόνων να λατρέψουν τις άθλιες «θεότητες» των πόλεων. Οι ειδωλολάτρες χαρακτήριζαν τους πρώτους Χριστιανούς ως «άθεους», διότι δεν λάτρευαν τους «θεούς» του παγανισμού. Ο παρανοϊκός Ιουλιανός (361-363), ονόμαζε τους Χριστιανούς «άθεους», διότι απέρριπταν τον παγανισμό, τον οποίο ήθελε να νεκραναστήσει και να επιβάλει στην αυτοκρατορία.

Ολοκληρωτική άρνηση της ύπαρξης του Θεού συναντάμε στη δυτική Ευρώπη στα χρόνια του λεγόμενου «διαφωτισμού». Υπερφίαλοι φιλόσοφοι, έχοντας υπόψη τους την προβολή ενός αντίχριστου Χριστιανισμού και την εικόνα ενός αντίθεου Θεού, από τον παπισμό και το γνήσιο τέκνο του τον προτεσταντισμό, διατύπωσαν τη θεωρία της απουσίας του Θεού. Η ευρωπαϊκή διανόηση και πρακτική ως τα σήμερα είναι στρατευμένη να καταρρίψει την πίστη στο Θεό. Όμως τα αποτελέσματα αυτής της γιγαντιαίας προσπάθειας εδώ και τριακόσια χρόνια, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Οι άνθρωποι αδιαφορώντας για τα κηρύγματα του αθεϊσμού, συνεχίζουν να πιστεύουν στο Θεό και να θρησκεύουν.

Οι ποτάμιοι των αιμάτων στο όνομα της αθεϊστικής ιδεολογίας δε στάθηκαν ικανοί να Ξεριζώσουν την πίστη στο Θεό από τις καρδιές των ανθρώπων, ιδιαίτερα στον εικοστό αιώνα με τη μαρξιστική ιδεολογία. Η αποτυχία των αθεϊστών υπήρξε οικτρή. Στις μαρτυρικές χώρες των πρώην κομμουνιστικών καθεστώτων, όπου διαδραματίζονταν ένας ανελέητος διωγμός κάθε θρησκευτικής δραστηριότητας, τώρα έχουμε θρίαμβο της θρησκευτικότητας! Είναι μια ανέλπιστη έκπληξη! Αυτό που πέτυχαν είναι να αποτελεί όνειδος το να δηλώνει κάποιος σήμερα μαρξιστής!

Με την κατάρρευση του μαρξισμού, ο αθεϊσμός εκφράζεται πλέον με τον αστισμό. Κατάλαβαν οι απανταχού της γης αθεϊστές ότι με τη βία δε μπορούν να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους, και το χειρότερο διαπίστωσαν ότι η βία φέρνει αντίθετα αποτελέσματα! Έτσι τα τελευταία χρονιά μας προέκυψε μια νέα μορφή αθεϊσμού, την οποία οι ειδικοί χαρακτηρίζουν ως «Νέοαθεϊσμό». Παγκόσμιοι ηγέτες του, οι διαβόητοι εκπεφρασμένοι αθεϊστές: Richard Dawkins, Cristopher Hitchens, Sam Harris, V. Stenger κ.ά.  Επί της ουσίας δεν άλλαξε τίποτε, οι στόχοι του διαχρονικού αθεϊσμού παραμένουν οι ίδιοι, ήτοι το γκρέμισμα της πίστεως στο Θεό! Εκείνο που άλλαξε είναι η τακτική. Αποφάσισαν να αποβάλουν τον απροκάλυπτο φονταμενταλισμό και να ενδυθούν την προβιά του «πολιτισμένου», του «διαλλακτικού», του «αυθεντικού επιστήμονα». Σήμερα οι αθεϊστές είναι «διανοούμενοι» και λιγότερο πολιτικοί. Χρήσιμα εργαλεία τους. τα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης και ιδιαίτερα το διαδίκτυο. Χιλιάδες ιστοσελίδες με αθεϊστικό περιεχόμενο βομβαρδίζουν τους επισκέπτες τους, προβάλλοντας τα δήθεν κακά της θρησκείας και τα δήθεν καλά του αθεϊσμού. 


Οι στρατευμένοι αθεϊστές, δίκην ιεραποστόλου, επιχειρούν να «απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την ασφυκτική μέγγενη της θρησκείας», να «ελευθερώσουν τον σύγχρονο άνθρωπο από την καταπιεστική πίστη στον ανύπαρκτο Θεό, με σκοπό να τον οδηγήσουν στην πρόοδο και την ευημερία, την οποία του στερεί η θρησκευτική πίστη», «να καταλάβουν οι άνθρωποι πως η μόνη λύση των προβλημάτων τους και η ευτυχία τους εξαρτάται αποκλειστικά από την επιστήμη, από την οποία τους αποξενώνει η θρησκεία», κλπ. Μεγαλοστομίες, χωρίς ουσία και περιεχόμενο! Συνθήματα χιλιοειπωμένα, από την εποχή του «διαφωτισμού», τα οποία δεν πείθουν κανέναν σοβαρό άνθρωπο.

Προσφιλής τους μέθοδος, η παραποίηση και η παραχάραξη της ιστορίας. Μια δοκιμασμένη μέθοδος από τις ομάδες του σύγχρονου αποκρυφιστικού πλέγματος της «Νέας Εποχής» και ιδιαίτερα του νεοπαγανισμού. Όσοι γνωρίζουμε ιστορία μένουμε έκθαμβοι μπροστά στο εύρος της ιστορικής παραχάραξης. Κάνουν επίσης φρικτή παραποίηση και εκμετάλλευση των επιστημονικών δεδομένων. Έχοντας ως «ευαγγέλιο» τους τις νεοδαρβινικές θεωρίες και επιλέγοντας με δεξιοτεχνία όσες επιστημονικές θεωρίες και πορίσματα τους εξυπηρετούν, προσπαθούν να στηρίξουν τις αλλοπρόσαλλες δοξασίες τους.


 Πριν λίγο καιρό, όταν ανακοινώθηκε από τους αστρονόμους ότι ανακαλύφτηκε κάποιος πλανήτης σε κάποιο άστρο του γαλαξία μας, που ίσως μοιάζει με τη γη μας, έσπευσαν οι στρατευμένοι του αθεϊσμού να διακηρύξουν πως «εδώ τελειώνει το παραμύθι του Θεού»! Τελευταία κυκλοφόρησε το βιβλίο του αθεϊστή συγγραφέα Richard Dawkins με τον πομπώδη τίτλο: «Η Περί Θεού Αυταπάτη», όπου επιχειρείται με άθλια σοφίσματα, χυδαία ιστορική παραχάραξη και παραποίηση επιστημονικών δεδομένων, να παρουσιασθεί η πίστη στο Θεό ως γελοιότητα και αυταπάτη. 

Μελετώντας όμως το βιβλίο ενός αληθινού επιστήμονα του Alistair McGrath, καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με τίτλο: «Η Αυταπάτη του Dawkins», (απάντηση στον ως άνω αθεϊστή συγγραφέα), αποδεικνύονται πανηγυρικά η ρηχότητα, η γελοιότητα και τα απατηλά επιχειρήματά του! Στο κατάπτυστο βιβλίο του ο θρασύς παραχαράκτης Richard Dawkins ζητά να του παρατεθεί έστω και ένα έγκλημα του αθεϊσμού. Ο McGrath του παραθέτει τα εκατομμύρια εγκλήματα, όπως αυτά της Γαλλικής Επανάστασης και των μαρξιστικών καθεστώτων, καταδεικνύοντας τον αθεϊσμό ως διαχρονική δολοφονική συμμορία!

Άλλη πρόσφορη τακτική του νεοαθεϊσμού είναι η κοινωνική οργάνωση. Αθεϊστές σε όλο τον κόσμο ιδρύουν οργανώσεις και ενώσεις αθέων για τον καλλίτερο συντονισμό της δράσης τους, καταθέτοντας σ' αυτές τις απόψεις τους και τον οβολό τους για τη διάδοση των αθεϊστικών αρχών και την ενδυνάμωση της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας. Στην Αγγλία το αθεϊστικό ρεύμα έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Κατόρθωσαν οι αθεϊστικές οργανώσεις και αγόρασαν διαφημιστικό χώρο στα μέσα μαζικής μεταφοράς (λεωφορεία), όπου αναρτούν αφίσες με αθεϊστικά συνθήματα, όπως «Πιθανότατα δεν υπάρχει θεός, απολαύστε τη ζωή σας»

Το ίδιο και στις ΗΠΑ, όπου αγόρασαν διαφημιστικό χώρο στο μέτρο της Νέας Υόρκης, αναρτώντας αθεϊστικά μηνύματα, με τα οποία βομβαρδίζονται εκατομμύρια επιβάτες την ημέρα. Έρευνα του Πανεπιστημίου του Μπέιλορ, το 2006, έδειξε ότι περισσότεροι από 15.000.000 άθεοι στις ΗΠΑ δηλώνουν στρατευμένοι στο άρμα του αθεϊσμού. Διοργανώνουν επίσης πληθώρα διεθνών συνεδρίων, κυρίως σε πανεπιστήμια, στα οποία βγάζουν επιστημοφανή πορίσματα, ότι δήθεν υπάρχει απόλυτη διάσταση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, ότι η πίστη στο Θεό είναι ανασταλτικός παράγων της προόδου, κλπ. 

Άλλη δραστηριότητα των αθεϊστικών οργανώσεων είναι η παρότρυνση πολιτών να αποκηρύξουν το χριστιανικό βάπτισμα και την όποια θρησκευτική τους ιδιότητα, επισήμως στις κρατικές αρχές. Στη χώρα μας έχει οργανωθεί παρόμοιο κίνημα απαλοιφής του βαπτίσματος από τα δημοτολόγια των Δήμων, την ίδια στιγμή που και οι νεοπαγανιστές κάνουν μυστικές τελετές «εξαγνισμού από το μίασμα του χριστιανικού βαπτίσματος»! Είναι άραγε σύμπτωση αυτό; Φρονούμε πως όχι! Μέσα από τις απειράριθμες αθεϊστικές ιστοσελίδες προβάλλονται «ομολογίες» «πρώην πιστών», οι οποίοι «αποχαιρετούν τη θρησκευτική τους πίστη», με γελοία, παιδαριώδη, χιλιοειπωμένα επιχειρήματα, πανομοιότυπα σε κάθε περίπτωση, αντιγραμμένα κυριολεκτικά με καρμπόν!

Δεν είναι υπερβολή να χαρακτηρίσουμε τον νέο αθεϊσμό ως μια «νέα θρησκεία χωρίς θεό», διότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της θρησκείας, ήτοι: μεταφυσική πίστη στην ανυπαρξία τον Θεού, πνευματικούς ηγέτες, δόγματα, φανατισμό, ιεραποστολικό ζήλο, οργάνωση και στράτευση οπαδών, φόνταμενταλισμό, μεσσιανισμό, κλπ. Αυτό το πιστεύουν και το δηλώνουν και οι ίδιοι οι άθεοι.

 Ο ελληνικής καταγωγής αθεϊστής λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης Θωμάς Πατάκης δήλωσε: «Αρχίσαμε να κάνουμε θεσμούς, όπως μια θρησκεία, έχουμε ιερείς, αποστόλους και οπαδούς»! Διαθέτει η σύγχρονη αθεϊστική θρησκεία ακόμα και «μάρτυρες», όπως ο Taslima Nasreen, αντιφρονών από το Μπαγκλαντές, ο οποίος έγινε στόχος από τους μουσουλμάνους για την αθεϊστική του δράση! Ένας από τους ηγέτες του παγκοσμίου νεοαθεϊσμού ο Sam Harris, δίκην γνησίου θρησκευτικού προφήτη, «προφήτεψε» πως «αν ο σύγχρονος άνθρωπος δεν απαρνηθεί τη θρησκευτική του πίστη, θα επέλθουν τεράστιες φυσικές καταστροφές» (www.kathimerini.gr)! Μάλιστα!

Φρονούμε ότι η πολεμική κατά των θρησκευόμενων και ιδιαίτερα κατά των πιστών χριστιανών, έχει μπει σε νέα επικίνδυνη φάση. Ο αντίδικος διάβολος δίνει την ύστατη και δυναμικότερη μάχη του κατά του Θεού στους έσχατους χρόνους που ζούμε. Η άθεη θρησκεία του νεοαθεϊσμού είναι ένα από τα απειράριθμα δολοφονικά πλοκάμια του σύγχρονου παγκοσμίου «πνευματικού» τέρατος της «Νέας Εποχής», ο οποίος εξυπηρετεί πλήρως το εφιαλτικό όραμα της ανατριχιαστικής πανθρησκείας, της οποίας «θεός» θα είναι ο Εωσφόρος, ο προσφιλής «θεός» των νεοεποχιτών.

Το γκρέμισμα του αληθινού Θεού, που οραματίζονται και επιδιώκουν οι αθεϊστές, δε θα σημάνει την απουσία Του, αλλά την αντικατάστασή Του από τον αρχέκακο επαναστάτη, ο οποίος επιβουλεύεται το θρόνο της μεγαλοσύνης Του! Αυταπατώνται οικτρά όσοι από τους θλιβερούς οπαδούς του αθεϊσμού πιστεύουν σε μια απόλυτα άθεη μελλοντική κοινωνία, διότι στη θέση του Θεού θα θρονιαστεί εξάπαντος ο διάβολος, αυτόν που λατρεύουν και προωθούν οι σκοτεινοί ηγήτορες της «Νέας Εποχής» και της «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», οι ιθύνοντες νόες των αθεϊστών!

Εμείς, ως πιστοί χριστιανοί, οφείλουμε να μένουμε αμετακίνητοι «τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει» (Ιουδ. 3) και αλήθεια, η οποία μας αποκαλύφτηκε από τον σαρκωμένο Θεό μας, τον Ιησού Χριστό. Οφείλουμε επίσης να μιμούμαστε τους αθεϊστές στο ζήλο και την ορμητικότητα τους, για την προάσπιση της πίστης μας στον αληθινό Θεό. Επιβάλλεται να ορθώνουμε επαρκή λόγο απέναντι στην αθεϊστική ρηχή επιχειρηματολογία, ξεσκεπάζοντας την αλλόκοτη άθεη νεοεποχίτικη θρησκεία του αθεϊσμού, φανερώνοντας τους ολέθριους στόχους της. Ας συνειδητοποιήσουμε πως οι πονηροί καιροί, στους οποίους ζούμε, δεν επιτρέπουν εφησυχασμούς!

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2011, ΤΕΥΧΟΣ 65



ΑΘΕΪΣΜΟΣ Ή ΑΝΤΙ-ΘΕΪΣΜΟΣ;

του Αρχιμανδρίτου  Κυρίλλου Κωστοπούλου

 Ιεροκήρυκος  Ι. Μ. Πατρών - Δρ Θεολογίας



Ο αιώνας που διανύουμε είναι εντελώς διαφορετικός από τους δύο προηγούμενους αιώνες ως προς το φαινόμενο της αθεΐας.

Ο σημερινός άνθρωπος ξεπέρασε την αθεΐα του Διαφωτισμού και της λογικής υπεροχής και εισήλθε στον χώρο της αθεΐας του τρόμου και της απελπισίας. Με κάθε τι το οποίον σκέπτεται, εκφράζει και πράττει, αποδεικνύει ότι έχει φθάσει στον έσχατο παραλογισμό και την απογύμνωση από κάθε, έστω, προσωπείο. Έτσι και ο αθεϊσμός του έγινε πιο περίπλοκος και πιο ά-λογος.

Τους προηγούμενους αιώνες ο κόσμος αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού και επιστεύετο ότι δεν είχε ανάγκη ενός Θεού Δημιουργού, αφού εγγενείς δυνάμεις τον καθιστούσαν καλό και δημιουργικό.

Στον αιώνα μας ο κόσμος θεωρείται κακός, παράλογος και "αναχρονιστικός" και άρα, για να υπάρχη τέτοιος κόσμος, δεν υπάρχει Θεός. Ο παλαιός ορθολογισμός κλονίσθηκε από την σύγχρονη, χωρίς Θεό, επιστημονική σκέψη και κυρίως από την ίδια την ά-λογη ζωή. Αυτή η τελευταία είναι η πιο φοβερή αιτία εμφανίσεως της αθεΐας. Είναι η γέννηση της αθεΐας στην καθημερινή πρακτική. Είναι αθεΐα "εν τη πράξει". Ο D. Bonhoeffer αποφαίνεται: «Η θρησκεία είναι οπισθοδρόμηση που αγνοεί τον κόσμο και την ιστορία, είναι ατομισμός, που αντιτίθεται στην κοινωνικότητα και την κοινότητα,  είναι μερικότητα, που αντιτίθεται στην ολότητα της ζωής»1.

Η θεωρητική, όσο και η πρακτική αθεΐα, είναι αποτέλεσμα της πίστεως του ανθρώπου ότι είναι παντοδύναμος. Σήμερα μάλιστα με την τεχνολογική ανάπτυξη και την επιβολή της επί των φυσικών δυνάμεων ενισχύθηκε η ιδέα ότι η αθεΐα είναι ικανή για όλα, χωρίς να έχη ανάγκη άλλης δυνάμεως.

Τοιουτοτρόπως, ημπορούμε να ισχυρισθούμε ότι έχουμε την ύπαρξη δύο μοφών αθεΐας. Η πρώτη είναι αποτέλεσμα της λογικής δυνάμεως και άρα της μη υπάρξεως Θεού Δημιουργού. Έχομε, επομένως, την αισιόδοξη αθεΐα. Η δεύτερη μορφή είναι η Νιτσεϊκή αθεΐα, η οποία κηρύσσει ότι «ο Θεός είναι νεκρός» και βυθίζει τον άνθρωπο στην απόγνωση και την απελπισία. Αυτήν την απελπισία εκφράζει ο Nietzsche,  όταν λέγη: «Έχει φύγει ο δήμιος - Θεός μου. Όχι! Έλα πίσω. Μ' όλα σου τα βασανιστήρια! Ω! γύρνα πίσω, στον τελευταίο απ' όλους τους μοναχικούς. Όλα τα ποτάμια από τα δάκρυά μου, κυλούν κατά σένα: Κι η στερνή φλόγα της καρδιάς μου, κυλά κατά σένα! Ω! γύρνα πίσω. Άγνωστε μου Θεέ! Πόνε μου! Στερνή μου ευτυχία!»2.

Το ξέσπασμα αυτό του Nietzsche μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συνεπής αθεΐα δεν υπάρχει. Τούτο γίνεται αρκούντως αντιληπτό από την μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας κυρίως στην σημερινή Αμερική και εν πολλοίς στην σημερινή Ευρώπη. Ο σύγχρονος Ευρωπαίος περισσότερο κλείνει προς μία νέα ειδωλολατρεία, παρά προς μία συνεπή και ενσυνείδητη αθεΐα.

Τούτο γίνεται φανερό από το γεγονός ότι ακόμη και την στιγμή, κατά την οποία ο σύγχρονος υπερφίαλος άνθρωπος αρνείται την ύπαρξη του Θεού, αισθάνεται μέσα του την ανάγκη του "θείου". Αυτή την ανάγκη δεν έχει την δυνατότητα να την υπερνικήση και να την ξεπεράση.

Η Ψυχολογία του Βάθους έχει αποδείξει ότι όσο πιο μαχητικός είναι ένας άθεος στην υποστήριξη των αντιλήψεών του περί μη υπάρξεως του Θεού, τόσο πιο έντονα προβάλλει τον θρησκευτικό του προβληματισμό, ο οποίος προέρχεται από την απωθημένη βαθιά στο ασυνείδητο πίστη του.       

Ο καθηγητής Ιω. Κορναράκης γράφει χαρακτηριστικά: «Ο αθεϊστικός αγώνας δεν εκφράζει αυτό που πράγματι πιστεύει ο άθεος, αλλά κατά βάθος εκφράζει τον δραματικό του διάλογο με τον "άγνωστο" Θεό»3. Ο δε Αμερικανός ψυχολόγος Ε. Watterhouse υποστηρίζει τα εξης: «Ως επί το πλείστον οι αντιδραστικοί άθεοι και αγνωστικισταί είναι παραδείγματα μιας διαδικασίας επιστροφής εις τον Θεόν, η οποία κατέστη συγκεχυμένη ήδη κατά την εκκόλαψιν»4.

Η ύπαρξη του Θεού και της θείας αγάπης και ευσπλαχνίας ενυπάρχουν a priori σ’ όλες τις ανθρώπινες καρδιές και σε κάθε στάση της ανθρώπινης καθημερινής ζωής. Όμως, αντί να αποδεχθή ο άνθρωπος την υπαρξιακή του αυτή κατάσταση, προβαίνει στην θεοποίηση του κόσμου, του ανθρώπου, της κοινωνίας, της πολιτικής, της αφηρημένης δικαιοσύνης, της κοινωνικής ζωής και δομής, των καταναλωτικών αγαθών, και αυτής της κομματικής ενίοτε τοποθετήσεώς του. Την νέα αυτή ειδωλολατρεία ο σημερινός άνθρωπος την δικαιολογεί με παντοία επιχειρήματα, επιστημονικά, ηθικά, κοινωνικά.

Επομένως, αβίαστα ημπορεί κανείς να αποφανθή ότι στην ουσία δεν έχομε αθεϊσμό, αλλά μάλλον αντι-θεϊσμό.

Ο αντι-θεϊσμός αυτός σχετίζεται με τις διαστρεβλωμένες και παραποιημένες μορφές γνώσεως του Θεού, κυρίως δε με την αντιβιβλική και αντιπατερική διδασκαλία των Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών. Η αντικειμενοποίηση και οι περιοριστικές έννοιες περί θεού μετέτρεψαν τον Θεό σε αντικείμενο και ο άνθρωπος Του αποδίδει ό,τι αποδίδει στον κόσμο των αντι-κειμένων.

Η ορθόδοξος πορεία προς την αποδοχή της υπάρξεως του Θεού είναι πορεία - τρόπος ζωής και όχι σκέψεως και λογικής. Είναι βιωματική εν ταπεινώσει σχέση και αποδοχή και όχι εγωϊστική και ορθολογιστική κατανόηση. «Μακάριος ο πάσης ελπίδος των κατά τόν κόσμον τούτον εαυτόν αποστήσας, καί μόνην έχων εαυτού ελπίδα τόν Θεόν»5.

 



Υποσημειώσεις

1.Versuchung, Μόναχο 1953, σελ. 40.

2.Τάδε έφη Ζαρατούστρα, Παγκόσμια Λογοτεχνία 1983, σελ. 275.

3.Ψυχολογία και Πνευματική ζωή, Θεσ/νίκη 1976, σελ. 118.

4.Psychology and Pastoral Work, London 1954, σελ. 145.

5.Μ. Βασιλείου, PG 30, 549C-D.