Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΚΛΗΣΙΑΣ

                          Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

                                               




                        ΘΕΑΝΔΡΙΚΟΤΗΤΑ : 

    ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΛΗΜΜΑΤΟΣ


Στη σύγχρονη εποχή, η Εκκλησία κάτω από την ασφυκτική πίεση του Κράτους και των «Διαφωτιστικών» ιδεών έχει απωθηθεί στην ιδιωτική σφαίρα, τουλάχιστον εκεί όπου η θρησκεία θεωρήθηκε πηγή συμφορών ( λ.χ. μετά από την εμπειρία θρησκευτικών πολέμων ). «Οι δικοί της ορισμοί της πραγματικότητας δεν είναι πλέον σημαντικοί», διότι «ο χριστιανισμός στον νεωτερικό και σύγχρονο κόσμο έχει απολέσει εν πολλοίς τον «πρόδηλο χαρακτήρα», που είχε για τους προγενέστερους πολιτισμούς. ( Rosino Gibellini, η Θεολογία του 20ΟΥ αιώνα, εκδ. Αρτος Ζωής, σελ. 381 ). Το γεγονός αυτό φέρει τους χριστιανούς μπροστά στο δίλημμα, αν θα αποδεχθούν να υπάρχουν ως «θρησκευτική σέκτα» η «γνωστική μειονότητα» ή αν θα ταχθούν αλληλέγγυοι στον κοινωνικοπολιτικό στίβο με τις δυνάμεις εκείνες που εργάζονται για την απελευθέρωση του ανθρώπου, χάνοντας όμως την ταυτότητά τους. Εδώ η ανάπτυξη της κοινωνιολογίας δεν είναι άσχετη με ελπίδες βελτίωσης της κοινωνίας ( στα όρια ενός ορθολογισμού, «Διαφωτιστικού τύπου» ) και επίλυσης των σημαντικώτερων προβλημάτων, που αφορούν στη συμβίωση των ανθρώπων, σε συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες .


Αν ο θεός αποχώρησε πρώτα από το Σύμπαν , προς όφελος της Φυσικής Επιστήμης ( στην αυγή των νεοτέρων χρόνων ), τους δύο τελευταίους αιώνες αποχώρησε και από την κοινωνία. Αυτή η έξοδος – «εξορία του θεού στους ουρανούς», ( όπως λένε οι δυτικοί θεολόγοι ), συνέπεσε με την απόπειρα οικοδομής μια διαφορετικής κοινωνίας , όπου ο καθένας ( ή όλοι μαζί ) θα έπαιρνε τις τύχες στα χέρια του, οργανώνοντας τη ζωή του και την ευτυχία του ( όπως και αν εννοηθεί αυτή ) πάνω στην άγνοια του θεού ( η εν πάσει περιπτώσει στο όνομα οποιουδήποτε ορισμού της πραγματικότητας, ) και στα πλαίσια ενός πλουραλισμού ιδεών ή κοσμοθεωριών. Αυτός είναι και ο ηθικός σχετικισμός, που εδραιώθηκε πάνω στην πεποίθηση – προπύργιο της Νεωτερικότητας , πως δεν υπάρχει Απόλυτη Αλήθεια, ο άνθρωπος είναι που καθορίζει τις αξίες της ζωής, αναλόγως των συμφερόντων του ή των αναγκών του.



Και τούτο εξακολουθεί να ισχύει παρ΄το ότι έχει εκ των πραγμάτων φανερωθεί, πως μαζί με τον «θάνατο του θεού» ( όπως ακριβώς ονομάστηκε η έκλειψή του στη συνείδηση των ανθρώπων ) πεθαίνει και ο άνθρωπος, χάνοντας τις υπερβατικές του ρίζες : δεν ξέρει πού να σταθεί, ποιο «κανονιστικό πρότυπο» να ακολουθήσει ή τι είναι εκείνο που δικαιώνει τελικά τη δράση του. Το γεγονός αυτό έχει αναλυθεί συστηματικά από τη σύγχρονη θεολογία και δεν θα επιμείνουμε περισσότερο επ΄αυτού. Οι πάσης φύσεως «κοινωνιστές» χαιρέτησαν την απομάκρυνση του θεού από τις ανθρώπινες υποθέσεις ως χειραφέτηση και ωρίμανση, εμείς όμως θα την ονομάσουμε απώλεια, χωρίς να θέλουμε να εξιδανικεύσουμε το Μεσαιωνικό παρελθόν , που ως γνωστόν είχε τις δικές του ανομίες.

Αν αναφέρουμε την απώλεια του θεού, ως καταστροφή για την κοινωνία ( ο καθένας αν θέλει ας διατηρεί τις ενστάσεις του ), το κάνουμε για να δείξουμε και να υπομνήσουμε μία «παλαιά αλήθεια» της θεολογικής παράδοσης : Η αλήθεια αυτή είναι, πως ο άνθρωπος εξανθρωπιζεται μόνο με την προσήλωσή του σε «υπερβατικές αξίες» ( τις οποίες εγγυάται ο Προσωπικός θεός της Αποκαλύψεως ). Ολα τα άλλα σχετικιστικά Ανθρωπιστικά ιδεώδη αποδεικνύονται ζωτικές ανάγκες μετά την απώλεια του Θεού, διότι οι άνθρωποι ειδωλοποιούν το σχετικό μπροστά στην απειλή του Μηδενός, που τους περικυκλώνει ( αφού αρνούνται να ζήσουν «εν τώ θεώ» ), προκειμένου να ζήσουν τη ζωή τους με ν’οημα και ελπίδα.





Β.


Στον εκπεσμένο κόσμο, όπου ζούμε ( και ο καθένας μας ζεί σε κοινωνία , που απαρτίζεται από ανθρώπους – απογόνους του Αδάμ, κατά την βιβλική Αποκάλυψη ) είναι ανέφικτη η άρση της αντινομίας που υφίσταται ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Ετσι η σύνθεση του μέρους με το όλον αποτελεί ένα από τα «μείζονα» κοινωνιολογικά προβλήματα, στα οποία γίνεται προσπάθεια να δοθεί ορθολογική λύση, όχι μόνο θεωρητικά , αλλά και πρακτικά ( εξ ου και τα διάφορα κοινωνικο-πολιτικά συστήματα ).


H διεκδίκηση της Ελευθερίας που αδιαφορεί για την Αλήθεια «στοιχειώνει» τη νεωτερικότητα με ένα επί πλέον «έιδωλο» : γράφει ο Ν. Berdiaeff πως : «η ελευθερία δεν πρέπει να κατανοείται μ’ έναν τρόπο αποκλειστικά αρνητικό και τυπικό, αλλά μάλλον μ’ έναν τρόπο θετικό, που θα της προσδώσει περιεχόμενο. Οφείλουμε να σώσουμε την ελευθερία συνδέοντάς την με την αλήθεια. Γιατί όσο θα είμαστε αδιάφοροι προς την αλήθεια, θα είμαστε ανίσχυροι. «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».

Η πορεία , όμως προς την αληθεια δεν συνιστά την αποδοχή ορισμένης θεωρίας, περισσότερο πειστικής - αποδεκτής από κάποια άλλη, διότι η αλήθεια δεν είναι ιδέα ή έννοια μέσα στο μυαλό του κάθε ανθρώπου. Είναι ο Ενυποστατος Λόγος του Θεού, η Πραγματικότητα Εκείνη με την οποία συνδέομαι και με αναγεννά. Η αποδοχή του θεού στη ζωή μου σημαίνει ταυτόχρονα και σχέση μαζί Του. Και όταν αρχίζω να συνδέομαι με την Πηγή της ζωής, όλα έχουν νόημα, η δική μου ζωή, η ζωή των άλλων, η ζωή της κοινωνίας, η συμπαντική ζωή. Διότι ήδη «τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» ( κανόνας του Πάσχα )


Στην πτωτική του κατάσταση ο άνθρωπος επιχειρεί να συγκροτήσει κοινωνική συν-υπαρξη και να υπερβεί ποικίλες αντινομίες. Μία από αυτές ( και η πιο κεντρική, αφετηρία όλων των άλλων ) είναι να συνθέση το όλον με το μέρος, να βρεί τη «χρυσή τομή» ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Δεν πρόκειται για αντίθεση μόνο στο οικονομικό πεδίο : πρόκειται για ευρύτερη «κοσμοθεωρητική τοποθέτηση», που λαμβάνει υπ’ όψιν το σύνολο της ανθρωπίνης δραστηριότητος, την ανάπτυξη και «άνθιση» του ατόμου στην εγκόσμια διαδρομή του.

Εάν αποφασιστεί η προτεραιότητα του ατόμου, τότε «καταστρέφεται» το όλον της κοινωνικής συνοχής, αφού ο καθένας προτιμά το συμφέρον του εις βάρος του άλλου. Εάν αποφασιστεί η προτεραιότητα της κοινωνίας, τότε «καταστρέφεται» το άτομο, αφού ευνουχίζεται για να «χωρέσει» σε μια προκατασκευασμένη ολότητα , που συχνά οδηγεί στον ολοκληρωτισμό.

Αυτό είναι συνοπτικά το «κοινωνιολογικό παράδοξο». Ανυπέρβλητο μέσα στον κόσμο της εμπειρίας, ανυπέρβλητο επίσης μέσα στον «εκπεσμένο κόσμο» για τον οποίο κάνει λόγο η Αποκάλυψη.



Ο θεός ως Πρόσωπο, επίσης και ο άνθρωπος ως πρόσωπο είναι απόλυτες αξίες στη θεολογική Αποκάλυψη, γι’ αυτό και ο λόγος της εμπεριέχει το «κλειδί» της υπέρβασης των αντινομιών που συναντάμε στον εκπεσμένο κόσμο, αντινομιών τις οποίες εδώ χαρακτηρίσαμε ως «κοινωνιολογικό δίλημμα». Το ότι ο άνθρωπος έχει άπειρη αξία μας το είπε ο ίδιος ο Κύριος : «τι γαρ ωφελήσει άανθρωπον εάν κερδήσει τον κόσμον όλον , ζημιωθεί δε την ψυχήν αυτού ; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της εαυτού ψυχης» ; Δεν μπορεί το ανθρώπινο πρόσωπο να τεθεί ως μέσον για κάτι άλλο. Είναι «εικόνα θεού», έστω και στην χειρότερη κατάσταση δουλείας στην οποία έχει περιέλθει. Για την ορθοδοξία, είναι η Γραφή που φανερώνει ( αποκαλύπτει ) την αλήθεια για το θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο ( στη συμβατική γλώσσα ), οπότε ο λόγος της είναι κριτήριο κάθε πραγματικότητος, είτε κοσμικής είτε υπαρκτικής.



Ετσι στη συνέχεια θα εξετάσουμε το περίφημο «κοινωνιολογικό παράδοξο» στο φως του θείου λόγου και θα δείξουμε τις δυνατότητες υπέρβασής του στο «χώρο» της εκκλησίας, με την υπέρβαση φυσικά της «εκπεσούσης» ατομικότητός μας. Θα δείξουμε πως η «εν θεώ κοινωνία» είναι η μοναδική κοινωνία, όπου ο καθένας είναι ταυτόχρονα όλος ο εαυτός του ( «εικόνα θεού» - ανεπανάληπτο πρόσωπο ) και ταυτόχρονα ένα με όλους τους άλλους εν θεώ .Και αυτό χάρις στην Καθολικότητα του Σώματος του Χριστού, όπου υπερβαίνεται η Αδαμική μας κατάσταση, αιτία όλων των διαιρέσεων και πολώσεων της ιστορίας. Είτε της προσωπικής ιστορίας του καθενός μας , είτε της ιστορίας των ομάδων και των εθνών.








Κάθε σύναξη ανθρώπων για έναν κοινό σκοπό, κάθε κοινωνικοποίηση ( αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τον ακριβή όρο της κοινωνιολογίας ) , εάν δεν είναι ζήτησις του άρτου «του καταβάντος εκ του ουρανού» ( κοινότητα πίστεως , δηλαδή ) περιπίπτει βαθμηδόν σε διάλυση ή σε «μερική κοινωνία» ανθρώπων, με συγκεκριμένους ενδοκοσμικούς στόχους. Τέτοια σύναξη – κοινωνία αδυνατεί να επιτύχει υπέρβαση ορισμένων «αιωνίων συνόρων», που σχετίζονται άμεσα με το ανθρώπινο. Αδυνατεί λ.χ. να υπερβεί το «φράγμα» του θανάτου, όπως αδυνατεί να θρέψει τα άτομα με «νόημα» , όταν αυτά τα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με τα έσχατα ερωτήματα.


Οι κοινωνίες που γνωρίζουμε εμπειρικά είναι κοινωνίες συγκροτημένες επι τη βάσει «μερικών στόχων» ( εδώ θα μπορούσε να υπομνησθεί η Αριστοτελική Φιλοσοφία για τη σύσταση της κοινωνίας ) και ως εκ τούτου «εύθραυστες» ήδη από τις απαρχές τους. Κυρίως , όμως, είναι κοινωνίες των οποίων οι τύχες προσδιορίζονται από την «ποιότητα» των μελών που τις συγκροτούν. Μέσα στην ιστορία υπήρξαν οραματισμοί για κάποια ιδανική Πολιτεία ( π.χ. Πλάτων ), αλλά η πραγματική ιστορία, όπως την έχουν διηγηθεί οι μελετητές της συνίσταται από μία δραματική σειρά παθών και ελαττωμάτων, τα οποία της προσδίδουν δραματικό χαρακτήρα.


Ετσι εάν λ.χ. κυριαρχείται κάποιος από την πλεονεξία ή το μίσος, πως θα εναρμονιστεί με ένα σύνολο ανθρώπων, όταν και οι άλλοι με τη σειρά τους είναι υποκείμενοι σε παρόμοια πάθη ; αυτό υποδηλώνει πως η υπέρβαση των παθών είναι ήδη κοινωνική εκδήλωση – είναι κίνηση που δεν έχει απλώς ατομικό χαρακτήρα – οι ασκητές λ.χ. είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικά πρόσωπα – όταν βέβαια η άσκησή τους είναι εκκλησιαστική και όχι βουδδιστική , Ινδουϊστική, κ.ά. –για όλα αυτά θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο.




                                     Ε.

Ανατρέχοντας στην Αγία Γραφή βρίσκουμε το παράδειγμα του Κυρίου , ο οποίος αρνήθηκε να μοιράση ( έστω, σωστά ) την περιουσία δύο αδελφών, όταν τον πλησίασαν για να του κάνουν τη σχετική ερώτηση. Η άμεση απάντηση που πήραν ήταν η εξής : «τις με κατέστησεν άρχοντα ή δικαστήν εφ’ υμάς» ; Τούτο σημαίνει ότι άλλη υπήρξε η αποστολή του Κυρίου στον κόσμο. Αποστολή όχι να μας διαμοιράση πρωταρχικά τον άρτο , τις περιουσίες, τα υλικά αγαθά ( προσαρμοζόμενος στις απαιτήσεις του «έχειν» ), αλλά να μας ενώσει με τον ουρανό, ανοίγοντας τις πύλες του Παραδείσου.



Αυτό ακριβώς κάνει και η Ιστορική του εκκλησία, όταν μένει συνδεδεμένη με τον Αρχηγό της , συνεχίζοντας το έργο του. Εάν εκκινήσουμε από αυτή τη βασική αποστολή της εκκλησίας στον κόσμο, μόνο τότε μπορούμε να κρίνουμε σωστά και τα «επι μέρους», θεμελιώνοντας έναν ορθόδοξο κοινωνισμό. Συνεπώς πριν από οποιαδήποτε τακτοποίηση ( εξωτερική προφανως ) των κοινωνικών προβλημάτων, κυρίως δε της δίκαιης μοιρασιάς του άρτου ( σε επίπεδο λ.χ. οικονομικού ανθρωπισμού ), χρειάζεται να εξετάσουμε το «πως» της λειτουργικής βιώσεως του μυστηρίου της Ενότητος ( σε σταυρικό σχήμα : οριζόντια, με τους άλλους ανθρώπους και κάθετα, με το θεό ). Γιατί αυτή η βιωμένη Ενότητα, ως περιχώρηση προσώπων δίνει αυτομάτως απάντηση και στο κοινωνιολογικό δίλημμα της προτεραιότητος της κοινωνίας έναντι του ατόμου ή το αντίστοφο, του ατόμου έναντι της κοινωνίας.


Η άρση ενός τέτοιου διλήμματος είναι ανέφικτη στον «πεπτωκότα» κόσμο, όπως θα υπογραμμίσει χαρακτηριστικά ο «προφήτης του ορθόδοξου κοινωνισμού» Νικόλαος Berdiaeff, μέσα από το σύνολο σχεδόν του έργου του. Ο Berdiaeff λέει κάπου πως το πρόσωπο δεν είναι «τμήμα» ενός όλου, αλλά είναι αυτό καθ’ εαυτό ολότητα και ακεραιότητα. Αντιθέτως το άτομο ( όπως φανερώνει και η ίδια η λέξη , εάν ετυμολογηθεί ) , είναι ήδη έκφραση διαίρεσης και έκπτωσης προς τη μοναξιά. Μιας μοναξιάς που βιώνεται οδυνηρά στις μοντέρνες κοινωνίες, παρά τις τόσες Ανθρωπιστικές προσδοκίες, μοναξιάς που επιτείνεται και από την έκλειψη του θεού στις καρδιές.



                                        Στ.


Στο χώρο του λεγόμενου Δυτικού Πολιτισμού ο Χριστιανισμός βρέθηκε στο προσκήνιο της κοινωνίας σε μία αιρετική του εκδοχή, φανερούμενος σταδιακά ως θρησκευτική ιδεολογία , ιδιαίτερα σε χώρες όπου επικράτησε ο Προτεσταντισμός. Το φαινόμενο λ.χ. της ανάπτυξης μιάς Πολιτικής Θεολογίας στους κόλπους των Δυτικών εκκλησιών δείχνει κάποιο «έλλειμα» στην Παράδοσή τους, το οποίο έρχεται να καλύψει ο τονισμός του κοινωνικού στοιχείου εκ μέρους των θεολόγων. Από ορθοδόξου πλευράς κάτι τέτοιο είναι φυσικό να γίνεται από τη στιγμή που έχει χαθεί το μυστηριακό και χαρισματικό πλαίσιο, μετά την αποστασιοποίηση της Δύσης από την ιστορική εκκλησία του Χριστού. Η τελευταία διατήρησε αναλλοίωτη την Καθολικότητά της, στα όρια της οποίας το κοινωνικό είναι παράγωγο του Πνευματικού και όχι το αντίστροφο.


Ο κοινωνισμός των Δυτικών Χριστιανών κατάγεται βέβαια απ’ αυθείας από τη βίβλο, αποτελεί όμως παραμόρφωση της εκκλησιολογίας και συμμόρφωση με μία απαίτηση Δικαιοσύνης ( όπως την εξέφρασαν οι προφήτες της Π. Διαθήκης ) σε «οριζόντια διάσταση». Παράγωγο αυτού του είδους του κοινωνισμού υπήρξε η «θεολογία της απελευθέρωσης» ( που καταφάσκει στη χρήση βίας ) στις τελευταίες δεκαετίες του 20 ου αιώνος, που πήρε το μέρος των φτωχών και των αδικημένων, σε μία μαρξιστική έκδοση των ευαγγελικών παραγγελμάτων.

Αναφέραμε ενδεικτικά ορισμένες σύγχρονες τάσεις της Δυτικής Θεολογίας, ( που σχετίζονται άμεσα με τη λεγόμενη «τακτοποίηση της κοινωνίας» ) με κίνητρο όχι τόσο την επίκρισή τους, αλλά το «φιλτράρισμά τους» μέσα από την Καθολικότητα της θεωρήσεως των ανθρωπίνων προβλημάτων, στο φως της απολυτρώσεως η οποία συντελείται «εν τη εκκλησία».





( εδώ θα υπομνήσουμε πως κάποιοι απομονωμένοι «ως προς το χώρο» ασκητές , ένοιωθαν δικά τους όλα τα βάσανα των ανθρώπων, αγαπούσαν τους πάντες και προσεύχονταν γι’ αυτούς – για να φανεί έτσι πιο καθαρά η διάκριση της θεολογίας : άτομο – πρόσωπο / οι αληθινοί ασκητές ζούσαν «εν κοινωνία» με τους άλλους, ήσαν δηλαδή πρόσωπα και όχι μονάδες- ατομικότητες, παρά το ότι είχαν απομακρυνθεί από τον κόσμο, στην τακτική τους του πολέμου κατά των παθών ).


Ηδη όμως υποδηλώθηκε πως γίνεται κανείς πρόσωπο, μέσα από το παράδειγμα των ασκητών. Οσο υπαρχουμε και ζούμε στην «πτωτική» μας κατάσταση, τουτέστιν τη φιλαυτία μας ( ρίζας όλων των παθών κατά τους Αγίους Πατέρες ), είμαστε άτομα - άλλος σε μεγαλύτερο και άλλος σε μικρότερο βαθμό ( και υπάρχει αυτή η διαβάθμιση, γιατί ο άνθρωπος είναι ένα όν, που εκτείνεται σε όλους τους κόσμους , από τον παράδεισο ως την κόλαση, όπως λέει ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς ). Εργο της εκκλησίας , όμως , είναι να ενώσει τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο Χριστός , η κεφαλή της εκκλησίας ονομάζεται, «άρχων ειρήνης».

Αλλά αυτή η ένωση δεν γίνεται μηχανικά. Εχει ήδη επιτευχθεί οριστικά στο πρόσωπο του Θεανθρώπου λυτρωτή και μας προσφέρεται δωρεάν με τα μυστήρια της εκκλησίας , εάν όμως δεν συνεργήσουμε και εμείς με τη θεία χάρη, δεν μπορούμε να οικειοποιηθούμε τη σωτηρία – την ακεραιότητά μας ως προσώπων, κατ’ άλλη ερμηνεία. Ετσι παραμένουμε ακόμη άτομα και μέσα στην παραμονή μας στην κατάσταση των ατόμων ευθυνόμαστε, όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, για το γεγονός ότι ο κόσμος δεν έχει μεταβληθεί ακόμα σε εκκλησία, όπως θα το ήθελε ο θεός ( αφού γι’ αυτό το λόγο ενσαρκώθηκε ). Η προσπάθεια διευθέτησης του «έκπτωτου» κόσμου δεν μπορεί να επιτύχει καμμία σωτηρία.






                                          Ζ.


Από τη σκοπιά της ορθοδόξου εκκλησιολογίας, είναι ερμηνεύσιμη η απόπειρα των ανθρώπων στο διάβα της ιστορίας να συγκροτήσουν κοινωνίες, να αναμετρηθούν με τα στοιχεία της φύσης, να ανυψωθούν με τη δημιουργία Πολιτισμου, να αναπτυχθούν ατομικά ή κοινωνικά καταρτίζοντας θεσμούς και κανόνες , να ξεπεράσουν γενικώτερα την κατάσταση ένδειας στην οποία βρίσκονται «εντός» του κόσμου : Και είναι ερμηνεύσιμη όλη αυτή η δραστηριότητα, γιατί αποτελεί εκδήλωση δυναμισμού με τον οποίο έχει εφοδιάσει τον άνθρωπο ο θεός για να μπορεί να εξελισσεται.


Ωστόσο, η εξέλιξη του ανθρώπου στην τωρινή του κατάσταση διακρίνεται από κάποια αντινομία, αφού είναι εξέλιξη «εντός» των δερματίνων χιτώνων. Και μία τέτοια εξέλιξη ωθεί ( όπως ήδη καθαρά το διακρίνουμε) σε έναν αυτόνομο πολιτισμό – χωρίς θεό. Έναν πολιτισμό της Βαβέλ. Το λάθος του ανθρώπου είναι ότι θέλησε να αυτονομήσει τον εαυτό του και τα έργα του, διακόπτοντας τη σχέση του με το θεό - μία σχέση ενταγμένη στο σχέδιο της ολοκλήρωσής του ( αλήθεια που μας φανερώνει η Αποκάλυψη και την οποία δεν θα μπορούσαμε να φτάσουμε από μόνοι μας ).


Επομένως η απαρχή της διόρθωσης του λάθους ( της αστοχίας – αμαρτίας ) γίνεται στο σημείο ακριβώς όπου βρίσκεται και η «αχίλλειος πτέρνα» της Αδαμικής παράβασης , δηλαδή στο σημείο της αποκαταστάσεως της διακοπείσης κοινωνίας, που προϋποθέτει ενσωμάτωση στην εκκλησία – ευχαριστιακή ζωή. Μία ορθόδοξος θεολογία του πολιτισμού θα ήταν χρησιμώτατη στην εποχή μας, στο μέτρο που θα έδειχνε πως και τα έργα του ανθρώπου μπορούν να υπηρετούν το σχέδιο του θεού για τη σωτηρία μας, όταν όντως εντάσσονται στο πλαίσιο ενός θεόνομου πολιτισμού.

Σήμερα η ευθύνη της ορθοδοξίας συνίσταται κυρίως στην απαγκίστρωσή της από ερμηνείες που την θέλουν απλή συντήρηση πολιτισμικών – κοινωνικών μορφών του παρελθόντος ( ένα είδος « ιστορικής αγκυλώσεως » ) και στην είσοδό της όχι μόνο στις καρδιές, αλλά και στις κοινωνίες, που θέλουν να χτίσουν ανθρωπισμό, χωρίς τη ζωογόνο πνοή του Πνεύματος – χωρίς τη βεβαίωση της εσχατολογικής πληρώσεως κάθε νοσταλγίας, κάθε εγκόσμιας δράσης προς το αγαθό. Γιατί , σύμφωνα με το λυτρωτικό μήνυμα του ευαγγελίου , κάθε θερισμός της ιστορίας προορίζεται να περάσει στην αιωνιότητα – να βρεί εκεί την ολοκλήρωσή του. Η Βασιλεία του Θεού αποτελεί το Πλήρωμα.






( ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΕΣΘΟΝΙΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ )


1. Ένα ή δύο βασίλεια ;

.

Η ζωή και ο κόσμος, όπως τα βλέπουμε διαμέσου του ανθρωπίνου προσώπου, μας δείχνουν σε βάθος την άθραυστη σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, την οποία φανερώνει η ύπαρξη της χριστιανικής κοινότητας στην καρδιά του κόσμου. Αν θέλουμε να ορίσουμε την Εκκλησία σε σχέση με τον κόσμο, δεν θα πρέπει να αντικαταστήσουμε απλά και καθαρά την εκκλησιολογία με τη χριστιανική κοινωνιολογία, αλλά να μετατρέψουμε την εκκλησιολογία σε αληθινή κοσμολογία- δηλαδή να θεωρήσουμε τον «κόσμο», δια μέσου της Εκκλησίας, ως ένα όλο δυνητικά σωζόμενο εν Χριστώ. Η σκέψη των Ελλήνων πατέρων χαράσσει μια μεγαλειώδη φιλοσοφία της κτίσεως. Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή επιβεβαίωση της κουλτούρας. Όταν η κουλτούρα γίνεται λειτούργημα στην υπηρεσία της βασιλείας του Θεού, τότε η κουλτούρα επιβεβαιώνει την ιστορία, τον άνθρωπο και το λειτούργημα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.

2. Μια παγκόσμια αποστολή

«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη», λέγει ο Κύριος. Η Εκκλησία, βέβαια, ασχολείται με την ψυχή του κάθε ανθρώπου αλλά έχει επίσης την ευθύνη για τα εθνικά σύνολα. Στο σχηματισμό της κουλτούρας και των πολιτισμών, έχει να πεί τον προφητικό της λόγο που είναι λόγος μάρτυρα. Θέτει το υπερβατικό με την ίδια την ευχαριστιακή της πραγματικότητα. Και το πασχάλιο μήνυμά της την καθιστά κάτι περισσότερο από σύγχρονη, καθ’ ότι βρίσκεται υπεράνω κάθε εποχής. Η Εκκλησία αγγέλλει ότι ο Χριστός ήρθε για να μεταβάλει τους νεκρούς σε κεκοιμημένους και για να ξυπνήσει τους ζωντανούς. Κάθε λαός, φυσικά, οικειοποιείται μια ιστορική αποστολή, οικοδομεί τον εαυτό του γύρω από αυτή και αργά ή γρήγορα καταλήγει να συναντήσει το σχέδιο του Θεού. Η παραβολή των ταλάντων μιλά γι’ αυτό το πρακτικό σχέδιο που προτείνεται στην ελευθερία του ανθρώπου. Η ευαγγελική ηθική είναι ηθική της ελευθερίας της δημιουργίας. Απαιτεί όλη την ωριμότητα του ενήλικα και περιέχει απείρως περισσότερη ασκητική πειθαρχία, περισσότερο ελεύθερο καταναγκασμό και διακινδύνευση, από κάθε ηθική του Νόμου.


Για ένα Χριστιανό η ιστορία δεν είναι καθόλου αυτόνομη- όλα τα γεγονότα της αναφέρονται σε Εκείνον που κατέχει «κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη». Ακόμη και ένας λόγος όπως το «απόδοτε τα του Καίσαρος Καίσαρι» δεν έχει νόημα παρά υπο το φως της πίστης: «Ο Καίσαρας είναι Καίσαρας μονάχα σε σχέση με τον Θεό». «Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε είμαι ακόμα λοχαγός;» αναρωτιέται ένας αξιωματικός στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι, στον οποίο ήθελαν να αποδείξουν ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Κατά συνέπεια, η ιστορικότητα δεν έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τις πρακτικές της προδιαγραφές, οι οποίες την κρίνουν. Αυτή είναι η σημασία των κρίσεων οι οποίες είναι έμφυτες σε κάθε πολιτισμό και είναι κρίσεις εσχατολογικές, είναι οι «καιροί», οι ξαφνικές εμφανίσεις του υπερβατικού που ελκύουν την προσοχή όσων «έχουν ωτα»…



3. Η Εκκλησία και ο κόσμος

Κλείνοντας, ας τολμήσουμε να πούμε εδώ ότι κάθε μανιχαϊκός δυαλισμός ή κάθε νεστοριανός διαχωρισμός, κάθε μονοφυσιτισμός που θέλει μόνο το θείο ή μόνο το ανθρώπινο, είναι καταδικασμένοι από τη διαυγή διατύπωση της Συνόδου της Χαλκηδόνος: το θείο και το ανθρώπινο, ενωμένα ασυγχύτως και αδιαιρέτως. Αυτή η διατύπωση καθορίζει επακριβώς τις σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του κόσμου, της Εκκλησίας και της ιστορίας, της Εκκλησίας και της κουλτούρας.Πρακτικά, η κοινωνική και πολιτισμική ζωή θα πρέπει να οικοδομείται σ’ ένα δόγμα, να εφαρμόζει, καθ’ όσον μας αφορά, τις αρχές μιας θεολογικής κοινωνιολογίας, επειδή ο «Χριστιανισμός είναι μίμηση της φύσεως του Θεού».


4. Προσδοκία ή ελπίδα;

Εάν η αποϊερωμένη, εκκοσμικευμένη εσχατολογία δεν διαθέτει το βιβλικό «έσχατο» και ονειρεύεται μια κοινωνία αγίων χωρίς τον Άγιο, μια βασιλεία του Θεού χωρίς Θεό, είναι γιατί αποτελεί μια χριστιανική αίρεση που γεννήθηκε από τις ελλείψεις της ίδιας της Χριστιανοσύνης. Η οποία Χριστιανοσύνη είτε εγκαταλείπει τη βασιλεία προς όφελος μιας κλειστής πόλεως, που είναι εξ ολοκλήρου εγκατεστημένη μέσα στην ιστορία, είτε αποφεύγει τον κόσμο και ξεχνιέται στην ενατένιση του ουρανού.



Ετσι λοιπόν, ο Μαρξισμός, για παράδειγμα, θέτει με βίαιο τρόπο στις συνειδήσεις μας το πρόβλημα του νοήματος της ιστορίας και αναγκάζει τη χριστιανική συνείδηση να δεχτεί μια μυστηριώδη συνέχεια μεταξύ ιστορίας και βασιλείας. Διότι η έσχατη επανάσταση μπορεί μονάχα να πηγάσει από την Εκκλησία η οποία είναι φορτισμένη με τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Από την ίδια τη φύση της, η Εκκλησία δεν μπορεί να υπερυψώνει κανένα αγιοποιημένο κοινωνικό τύπο και, γι’ αυτό ακριβώς, διαθέτει την πιο μεγάλη ευλυγισία, ανάλογα με τα τοπικά δεδομένα.

Εντούτοις, αν ο Λόγος παρηγορεί, κρίνει κιόλας, πράγμα που εξηγεί μια ορισμένη απόσταση που διατηρεί ο οξυδερκής μάρτυρας από τα πράγματα, ο οποίος καταδικάζει κάθε συμβιβασμό και κάθε κομφορμισμό, του οποίου όμως ο διεισδυτικός ρεαλισμός αποκαλύπτει τα δαιμονικά στοιχεία και οδηγεί τη μάχη. Στις συναντήσεις των «μεγάλων» συναθροίζονται οι επαγγελματίες πολιτικοί. Η απουσία πνευματικής διάστασης περιορίζει την οπτική τους στα πολύ ανθρώπινα και γι’ αυτό καθιστά τη δράση τους αναποτελεσματική και πολύ συχνά τις συμφωνίες τους απρόσιτες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει η «φρονιμάδα του φιδιού» αλλά λείπει «η ακεραιότητα της περιστεράς».


Επομένως, το πιο σύγχρονο παγκόσμιο εγχείρημα είναι να τεθούν οι καρποί της γης στη διάθεση όλων των ανθρώπων, χωρίς να τους στερείται ούτε η πολιτική ούτε η θρησκευτική ελευθερία. Αυτό είναι πράγματι το πρόβλημα των πλουσίων και των ψευδο-πτωχών που ορέγονται τον πλούτο. Το να αμφιβάλλουμε εδώ ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να είναι κύριος όχι του κόσμου αλλά του εαυτού του, θα σήμαινε ότι αρνούμαστε ό,τι του δίνει την αξιοπρέπειά του ως τέκνου του Θεού. Αυτόν ακριβώς τον κλειστό κόσμο καλείται να διαπεράσει η ακλόνητη βεβαιότητα της πίστης για να εκδηλωθεί η αόρατη παρουσία του Υπερβατικού, να αναστηθούν οι νεκροί και να μετακινηθούν τα βουνά, να ριχτεί η φωτιά της ελπίδας για τη σωτηρία όλων και να ενωθεί η κενότητα αυτού του κόσμου με την «πλήρη Τριάδος Εκκλησία»… Έχουμε πει ήδη ότι ο Λόγος που ο Χριστός άφησε μέσα στον κόσμο, κρίνει την κοινωνία, κρίνει επίσης την Εκκλησία και την αναγκάζει να αναλάβει μια άμεση δράση, την οποία κανείς άλλος δεν μπορεί να αναλάβει στη θέση της.


5. Σχέδιο του Θεού ή ουτοπία;

Αλλά δεν είμαστε ούτε ουτοπιστές: η Εκκλησία, για τον εκκοσμικευμένο μας κόσμο, δεν είναι πια ένας άμεσος παράγοντας της ιστορίας- στο επίπεδο της εμπειρίας δεν την κατευθύνει πλέον. Αντίθετα, αυτή η κατάσταση έχει το πλεονέκτημα να θέτει την Εκκλησία υπεράνω του άμεσου παρόντος ως μια αυθεντική «ηθική συνείδηση της ανθρωπότητας» και αυτό το προφητικό χάρισμα της προσδίδει σήμερα μια όλως ιδιαίτερη δύναμη. Μια τέτοια συνείδηση δεν είναι καθόλου ηθικισμός, είναι πρώτ’ απ’ όλα το φως μιας στρατευμένης εσχατολογίας. Προειδοποιεί για τον κίνδυνο μιας αφελούς εμπιστοσύνης προς τις αυτονομημένες ανθρώπινες αξίες και την τεχνολογία. Η Εκκλησία έχει ως αποστολή να θυμίζει με δύναμη το περιεχόμενο του βιβλικού μηνύματος, δηλαδή ότι κάθε ανθρώπινο ον βρίσκεται δυνητικά υπό το σημείο του Άρχοντος του αιώνος τούτου. Ακόμα, η χριστιανική στάση ενώπιον του κόσμου δεν μπορεί ποτέ να είναι άρνηση αλλά πάντα εσχατολογική κατάφαση.


6. Κόσμος και δημιουργία

Μπορεί εντούτοις να υπογραμμιστεί εδώ μια παραδοξότητα που είναι ίδιο της χριστιανικής πίστης: είναι το γεγονός ότι η πίστη παροτρύνει για δημιουργία μέσα σ’ αυτό τον κόσμο. Όμως η πραγματική κουλτούρα, στην τελική της φάση, με την εσχατολογική της διάσταση, κάνει τον κόσμο να εκραγεί, υποχρεώνει την ιστορία να εξέλθει από το πλαίσιό της. Με λίγα λόγια, όλες οι μορφές της κουλτούρας, θεωρούμενες από σκοπιά καθαρά χριστιανική, πρέπει να κατατείνουν στο πέρασμα από το επίγειο «έχειν» στο «είναι» της βασιλείας.

Η οπτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως προς το θέμα που μας απασχολεί είναι να παρουσιάσει τον κόσμο μέσα στην Εκκλησία σαν τη βιβλική άφλεκτη βάτο που είναι τοποθετημένη στην ίδια την καρδιά της ύπαρξης. Πράγματι, η Ορθόδοξη Εκκλησία θα επαγρυπνεί πάντοτε για να αποφύγει το ψεύτικο δίλημμα που εμφανίζεται στις μέρες μας: ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία ή ο Χριστός μέσα στον κόσμο; Από τη σκοπιά του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνος, το οποίο έχουμε ήδη παραθέσει, η Ορθοδοξία κατανοεί ότι μια ιστορική θεοκρατία, ένα χριστιανικό κράτος, μια δημοκρατία, ανήκουν στην περιοχή των συμβόλων- ενώ η αληθινή πραγματικότητα είναι «η κοινωνία των αγίων», η οποία είναι η μόνη ικανή να αλλάξει τον κόσμο.









Γι’ αυτό το λόγο, η πρώτης της έγνοια δεν θα είναι ποτέ να ζητήσει να προσαρμόσει την Εκκλησία στη νοοτροπία του κόσμου αλλά να προσαρμόσει και την Εκκλησία και το σημερινό κόσμο στη θεία αλήθεια, στη θεία σκέψη για το σημερινό κόσμο. Ο Χριστός αποστέλλει την Εκκλησία του στην ιστορία για να την κάνει, στις διάφορες στιγμές της, τόπο της παρουσίας του, για να δώσει σε όλους να ζήσουν το σήμερα του Θεού μέσα στο σήμερα των ανθρώπων. Ο Θεός δεν είναι πιο μακριά από τον καιρό μας απ’ ότι από οποιαδήποτε άλλη εποχή- η παρουσία του είναι περισσότερο αισθητή σε κάθε αληθινή διανθρώπινη συνάντηση. Ετσι ο Χριστός καλεί την Εκκλησία του να υπερβεί τις συμβολικές μορφές και να εισέλθει στην εκρηκτική πραγματικότητα του ευαγγελίου.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου