Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

                                             

                                              Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ                              


                







                               ΑΝΑΣΤΑΣΗ


Τα υπερβαίνοντα λογισμόν πίστεως δείται μόνης. Και γαρ άν θέλομεν πείθειν διά λoγισμών πώς άνθρωπος εγένετο ο Θεός και εις μήτραν εισήλθε παρθενικήν, και μή τη πίστει το πράγμα επιτρέψωμεν , μάλλον εκείνοι καταγελάσσονται. Αρα οι λογισμούς ζητούντες , ούτοί εισιν οι απολλύμενοι. Και τί λέγω περί Θεού; Επί γαρ των κτισμάτων άν τούτο ποιήσωμεν, πολύς έψεται γέλως.

Εστω γαρ άνθρωπος πάντα βουλόμενος λογισμοίς μανθάνειν , και πειράσθω τω παρά σού λόγω πείθεσθαι πώς βλέπομεν το φώς' συ δε αυτόν λογισμώ πείθειν πειρώ. Αλλ' ουκ αν έχεις' αν γαρ είπης , ότι αρκεί τους οφθαλμούς ανοίξαντα βλέπειν, ου τον τρόπον είρηκας, αλλά το γινόμενον. Διατί γαρ μή τη ακοή βλέπομεν, φησί, και τοίς οφθαλμοίς ακούομεν; διατί γαρ μή τη ρινί ακούομεν και τη ακοή οσφραινόμεθα; Αν τοίνυν, απορούντος αυτού περί τούτων, μη δυνώμεθα τον λόγον αποδούναι τούτων, εκείνος μέλλει γελάν; ου μειζόνως ημείς καταγελασόμεθα; Ει γαρ αμφότερα την αρχήν εξ ενός εγκεφάλου την αρχήν έχει , και αμφότερα αλλήλοις γειτνιάζει τα μέλη , πώς ου τα αυτά δύναται ποιείν; Αλ' ου δυνησόμεθα ειπείν την αιτίαν ουδέ τον τρόπον της αφάτου και ποικίλης ενεργείας , αλλά, κάν επιχειρήσωμεν, καταγελώμεθα.

Ούτω τοίνυν και τα τού θεού εάν τη έξωθεν σοφία βουληθώμεν παραστήσαι πολύς έψεται γέλως , ου παρά την των πραγμάτων ασθένειαν, αλλά παρά την ανθρώπων άνοιαν. Τα γαρ μεγάλα λόγος ουδείς παραστήσαι δύναται... Και γαρ υπέρ λόγον εστίν, άνθρωπε, και αφάτου δυνάμεως ο σταυρός. Το γαρ εν τοίς δεινοίς γενόμενον, ανώτερον φανήναι των δεινών, και συμπλακέντα νικήσαι, δυνάμεώς εστίν απείρου..Ούτως και επί του Χριστού, του μή αποθανείν , το αποθανόντα διαλύσαι τον θάνατον, παραδοξότερον ήν.


( Ιω. Χρυσόστομος, Mg 61, 31 ).



Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

(από το βιβλίο του π. Γεωργίου Florofsky: ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ )


Τέσσερα «εσχατολογικά στοιχεία» αναφέρονται στην ιερή Παράδοση: ο Θάνατος, η Κρίσις, ο Ουρανός και η Κόλασις. Αυτά είναι τα «έσχατα του ανθρώπου». Και αυτά είναι τα «Έσχα­τα» της ανθρωπότητας : Η Έσχατη Ημέρα, η Ανάσταση της Σαρκός, η Τελική Κρίσις, και το Τέλος του Κόσμου. Το ουσιαστικότερο, βέβαια, στοιχείο παραλείπεται σε τούτη την κατα­γραφή, «ό έσχατος Αδάμ», δηλ. αυτός ο Χριστός, και το Σώμα Του η Εκκλησία. Γιατί, πράγματι, η Εσχατολογία δεν είναι μόνο ιδιαίτερο κεφάλαιο μέσα σ’ ολόκληρο το χριστιανικό θεολογικό σύστημα, αλλά μάλλον ή βάσις του και το θεμέλιο του, η άγουσα και εμπνέουσα αρχή του, η τρόπον τινά, ο χώρος του συνόλου της χριστιανικής σκέψεως. Ο Χριστιανισμός είναι ουσιαστικά εσχατολογικός, και ή Εκκλησία είναι «εσχατολογική κοινότητα», εφόσον σύγκειται στην Καινή Διαθήκη, τελική, και οριστική, και, συνεπώς, «έσχατη».


Αυτός ο Χριστός είναι ο «έσχατος Αδάμ», επειδή, ακριβώς, είναι «ό Καινός Ανθρωπος» (Ιγνατίου, Έφεσίους 20, 1). Ή χριστιανική προοπτική είναι από τη φύσι ή την ουσία της εσχατολογική . «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού Καινά τα πάντα γέγονεν». Όντως συνέβη «έπ’ εσχάτων των ήμερών» κι ο «Θεός των Πατέρων» ενήργησε κατά τρόπο έσχατο, άπαξ δια παντός. Το «τέλος» ήλθε και το σχέδιο του Θεού για την ανθρώπινη σωτηρία «τετέλεσται» (Ίωάν. 19, 23 - 30). Η εσχάτη, όμως, αυτή πραξις απετέλεσε ένα νέο ξεκίνημα. Τα μεγαλύτερα και λαμπρότερα αναμένονται στο μέλλον. «Και ο άκούων είπάτω ερχου». Ο «Έσχατος Αδάμ» πρόκειται να επανέλθει. Η Βασιλεία έχει εγκαινιασθή, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη σε όλη της τη δόξα και τη δύναμι. Η μάλλον, η Βασιλεία πρόκειται, να έλθη – ο Βασιλεύς έχει ήδη φθάσει. Η Εκκλησία ευ­ρίσκεται, ακόμη, καθ’ οδόν και οι χριστιανοί εξακολουθούν να είναι πάροικοι και «παρεπίδημοι» «του κόσμου τούτου».


Αυτή η εντασις ανάμεσα στο «παρελθόν» και στο «έρχόμενον» υπήρξε θεμελιακή για το χριστιανικό μήνυμα από την πρώτη κι’ όλας στιγμή. Υπήρχαν πάντοτε αυτά τα δύο όρια αναφοράς, το Ευαγγέλιο και η Δευτέρα Παρουσία. Η λυτρωτική ιστορία εξακολουθεί να ανελίσσεται. Στην Εκκλησία έχει δοθή κάτι περισσότερο από μια υπόσχεση. Η μάλλον η Υπόσχεσις του Πατρός ήταν το Πνεύμα το Άγιο, που ήλθε και ενοίκησε μέσα στην Εκκλησία δια παντός. Η Βασιλεία του Πνεύματος έχει ήδη έγκαινιασθή. Κατά συνέπεια η Εκκλησία ζή συγχρόνως σε δύο διαστάσεις. Ο Άγιος Αυγουστίνος περιγράφει τη βασική αύτη δυαδικότητα της χριστιανικής καταστάσεως σε κάποιο αξιοσημείωτο χωρίο του «Υπομνήματος» του στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ερμηνεύοντας το 17ο κεφάλαιο. Η Εκκλησία γνωρίζει και κηρύττει δύο καταστάσεις ζωής ουρανόπεμπτες, την της πίστεως και την της θέας. Η πρώτη είναι η κατάστασις της προσωρινής παραμονής σε μια ξένη χώρα Η δεύτερη είναι η κατάστασις του αιωνίου (ουρανίου) σκηνώματος. Η πρώτη είναι «καθ’ οδόν», η δεύτερη στη γη των Πατέρων, στην πατρίδα. Η πρώτη είναι ενεργός, η δεύτερη στης θεωρίας την επίβασι... Η πρώτη αγωνιά από τη φροντίδα της κατακτή­σεως, η δεύτερη επαναπαύεται στην ειρήνη της νίκης... Σύνολη η πρώτη διαρκεί μέχρι συντέλειας του κόσμου τούτου, όπου και τερματίζεται. Η δεύτερη παραπέμπεται δια της «θεωρίας» της μετά το πέρας του κόσμου τούτου, και είναι ατέρμων στον ερχόμενο αιώνα» (Υπόμν. στα κατά Ίωάν. 15, 12, 45). Παρά ταύτα, είναι η αυτή Εκκλησία πού έχει τη δυαδική αυτή ζωή, duas vitas. Τούτη η δυαδικότητα σημαίνεται μέσα στην αφήγηση του Ευαγγελίου με δύο ονόματα: Πέτρος και Ιωάννης.


Ο Χριστιανισμός, εσχάτως, έχει περιγραφή ως «εμπειρία του καινού», ως «(Neuheitserlebnis)». Και τούτο το «καινόν» ήταν έσχατο και απόλυτο. Ήταν το Μυστήριο της Ενσαρκώσεως. Η Ενσάρκωση ερμηνεύθηκε από τους Πατέρες όχι σαν μεταφυσικό θαύμα, αλλά, πρωταρχικά, σαν, η λύσις του υπαρξιακού αδιεξόδου, μέσα στο όποιο η ανθρωπότητα είχε, απεγνωσμένα, εγκλωβισθή, σαν η Λυτρωτική δηλ, πραξις του Θεού. «Δι ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν» κατέβηκε (ο Υιός του Θεού) και έγινε άνθρωπος. Η λύτρωσις πραγματώθηκε «έφ' άπαξ». Η ένωσις ή η «κοινωνία» με το Θεό αποκαταστάθηκε, και δόθηκε στους ανθρώπους η εξουσία να γίνουν δια της πίστεως τέκνα του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος Μεσίτης και Παράκλητος, κι’ η σταυρική Του θυσία στο βωμό του Σταυρού – in ara crucis - υπήρξε «μια πλήρης, τετελεσμένη, και επαρκής θυσία, προσφορά και ικανοποίησις». Η ανθρώπινη κατάστασις ριζικά άλλαξε, όπως και η όλη θέσις του ανθρώπου. Ο άνθρωπος υιοθετήθηκε πάλι σαν υιός του Θεού εν Χριστώ Ιησού, του Μονογενούς Υιού του Θεού, του Σαρκωθέντος, Σταυρωθέντος και Αναστάντος.


Η διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας, περί της Ενσαρκώσεως, δημιούργημα των Πατέρων, από τον Άγιο Ειρηναίο πως τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τονίζει, πρωταρχικά, αυτή την όψη του τέλους και της μοναδικότητας, του πληρώματος και του τελικού επιτεύγματος. Ο Υιός του Θεού «ενηνθρώπησε» άπαξ δια παντός. Ο Υιός του Θεού, «εις ων τις Αγίας Τριάδος», είναι άνθρωπος, δια τις ενσαρκώσεως, για πάντα και εις τους αιώνας μόνιμο επίτευγμα. Και η νίκη επάνω στο Σταυρό είναι έσχατη νίκη. Η δε Ανάστασις του Κυρίου είναι η απαρχή της γενικής αναστάσεως. Αλλά για τους λόγους αυτούς ακριβώς η ιστορία της Σωτηρίας πρέπει να ανελίσσεται, και ανελίσσεται. Το περί Χριστού Δόγμα βρίσκει την ολοκλήρωση και πληρότητά του στο περί Εκκλησίας Δόγμα, δηλ. «του όλου Χρίστου» - totus Christus, caput et corpus, (όλος Χριστός, κεφαλή και σώμα) — για να χρησιμοποιήσουμε την περίφημη φράση του Αγίου Αυγουστίνου. Και τούτο, αυτομάτως, εισάγει την ιστορική διάρκεια.


Η Εκκλησία είναι ένα «εν αναπτύξει» σώμα, μέχρις ότου φθάση «είς άνδρα τέλειον». Στην Εκκλησία ο Ένσαρκος Λόγος είναι, ασφαλώς, «παρών». Αυτή η γνώσις της διηνεκούς παρουσίας Του είναι εκείνη, πού επιβάλλει τον προς το μέλλον


Στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας ο Θεός εξακολουθεί την πραγμάτωσι του λυτρωτικού Του σκοπού, δια Ιησού Χριστού, του Κυρίου. Η Εκκλησία, εξ άλλου, είναι ιεραποστολικό, σταλέν στον κόσμο για να διακηρύσσει και να διαδίδει τη Βασιλεία, και «σύνολος ή δημιουργία) αναμένει να γευθεί ή να μετάσχει σ’ αυτή την έσχατη «ανακαίνιση», πού έχει ήδη έγκαινιασθή από τον Ένσαρκωθέντα Λόγο, και «εν Αυτώ». Η ιστορία δικαιώνεται, θεολογικά, από αυτό, ακριβώς, το Ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας. Από την άλλη πλευρά, η Ιστορία, η «Λυτρωτική Ιστορία» δηλ., δεν είναι δυνατό να θεωρείται ως ατέρμων πορεία. Το «τέλος των χρόνων» και το «πλήρωμα» προγεύεται κανείς δια της πίστεως. «Το Τέλος» σαφώς προλέγεται μέσα στις Γραφές, όπως οι Πρώτοι Χριστιανοί τις κατανοούν. Το τέλος υπάρχει όντως.«πέραν της ιστορίας», αλλά η ιστορία, στη βαθύτερη φύσι η ουσία της, οντολογικά, προσδιορίζεται και διοργανώνεται από τούτο, ακριβώς, το ύπερίστορικό και υπερβατικό τέλος, από μια «εν έγρηγόρσει» προσδοκία του Ερχομένου Κυρίου. Μόνο μια Έσχατη και τελική «πλήρωσις», μόνο μια έσχατη και τελική ανασυγκρότησις η «άνα - κεφαλαίωσις» δίνει νόημα στη ροή των συμβάντων και των γεγονότων, στη διάρκεια δηλ. του χρόνου καθ’ εαυτόν. Η έντονος αίσθησις του γεγονότος ότι η Εκκλησία είναι Σώμα ώθησε τους πρώτους Χριστιανούς στην προσμονή μιάς έσχατης και τελικής ολοκληρώσεως της Λυτρωτικής πορείας, στην ερχόμενη δηλ. Βασιλεία. Τούτο, έξοχα, παρατηρήθηκε ήδη από τον Ώριγένη: «Omme ergo corpus Ecclesiae redimendum sperat Apostolus, nec putat posse quae perfecta sunt dari singulis quibusdam membris, nisi universum corpus in unum fuerit congrefatum» (εν Ρωμ. VII, 5).


«Η πληρότητα του Σώματος» υπονοεί και προϋποθέτει μια ανακεφαλαίωση της ιστορίας, που περιλαμβάνει και την Παλαιά Οικονομία, δηλ. «το τέλος». Η, κατά τη φράσι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Τότε πληρούται η κε­φαλή, τότε τέλειο σώμα γίνεται, όταν ομού πάντες ώμεν συνημ­μένοι και συγκεκολλημένοι» (Προς Έφεσίους Όμιλία Γ', Ι, Migne PG 62, στ. 26). Erit unus Cristus, amans seipsum (Αγίου Αυγουστίνου, 2ο κήρυγμα στον 26ο Ψαλμό 8, 23). Ο άλλος λόγος υπάρξεως της προοπτικής προς την μελλοντική πλήρωσι είναι η σταθερή και διακαής πίστις στην Ανάσταση των νεκρών. Με άλλα λόγια, πρόκειται και εδώ για την «ανακεφαλαίωση» της ιστορίας. Ο Χριστός ανέστη, όντως, και το κέντρο του θανάτου εξαφανίσθηκε. Η δύναμις του θανάτου κα­ταλύθηκε ριζικά και η Αιώνια Ζωή φανερώθηκε και αποκαλύφθηκε εν Χριστω. Ο «έσχατος εχθρός», βέβαια, εξακολουθεί ακόμη να δρα εντός του κόσμου, αν και ο θάνατος έπαυσε πλέον «να βασιλεύει» στον κόσμο. Η νίκη δεν έχει ακόμη πλήρως αποκαλυφθή. Μόνο κατά τη Γενική Ανάστασι ο λυτρωτικός θρίαμβος του Χρίστου πρόκειται, πλήρως, να πραγματωθεί. «Expectandum nobis etiam et corporis ver est»**** (Minucius Felix, Octavius 34). Αυτή υπήρξε ή κοινή πεποίθησης των Πατέρων από τον Αθηναγόρα και τον Άγιο Ειρηναίο μέχρι τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό. O Άγιος Αθανάσιος, καθώς επίσης και o Άγιος Γρηγόριος o Νύσσης, τονίζουν με ιδιαίτερη έμφαση το σημείο αυτό. Ο Χριστός ώφειλε να υποστεί το θάνατο ούτως ώστε δια του θανάτου Του να κατάλυση το θάνατο και τη φθορά. Πράγματι, ο θάνατος υπήρξε «ο έσχατος εκείνος εχθρός», τον όποιο Αυτός έπρεπε να καταστρέψει, για να λυτρώσει τον άνθρωπο από τη φθορά.


Πράγματι, ο θάνατος υπήρξε «ο έσχατος εκείνος εχθρός», τον οποίο Αυτός έπρεπε να καταστρέψει, για να λυτρώσει τον άθρωπο από τη φθορά. Τούτο υπήρξε ένα από τα πιο βασικά επιχειρήματα του Αγίου Αθανασίου στο έργο Του «Περί της Ενανθρωπήσεως». «Δια τι ουν και τον θάνατον ώσπερ και το νοσείν ουκ εκώλυσεν; Ότι δια τούτο εσχε το σώμα» (Περί της Ένανθρ.21). Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης το ίδιο λέ­γει: «τάχα δι'αν τις δια ακριβείας καταμαθών το μυστήριον, ευλογώτερον είποι, μη δια την γένεσιν συμβεβηκέναι τον θάνατον άλλα το έμπαλιν του θανάτου χάριν παραληφθήναι την γένεσιν» (Κατηχ. Λογ. , κεφ. 32). Η, επίσης, κατά την έντονη έκφραση του Τερτυλλιανού: Christus mori missus, nasci quoque necessario havuit, ut mori posset (De Carne Christi 6).* Η σωματική ανάσταση του ανθρώπου υπήρξε από τους θεμελιώδεις σκοπούς της Λυτρωτικής Οικονομίας. Η ερχόμενη γενική ανάσταση δεν πρόκειται να είναι μια «επανασύστασις» μιας προηγηθείσης καταστάσεως. Τούτο θα εσήμαινε, μάλλον, την «αθανασία του θανάτου», όπως εμφαντικά ετόνισε ο Άγιος Μάξιμος (Έπιστ. 7). Η ερχόμενη Ανάστασις κατανοείται μάλλον σαν νέα δημιουργική πράξις του Θεού, σαν ολοκληρωτική και περιεκτική «ανακαίνισις» της όλης Δημιουργίας. «Ιδού καινά ποιώ τα πάντα». Κατά την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, πρόκειται να συμβεί μια τρίτη και τελική «μετάστασις» (=μεταμόρφωσις), πληρούσα και υπερβαίνουσα τις δύο προηγούμενες, την Παλαιά δηλ. και την Καινή Διαθήκη, ένας τελειωτικός έσχατο-λογικός «σεισμός» (5ος Θεολογ. Λόγος 25).


Ή νέα θέα του ανθρώπινου προορισμού, κάτω από το φως του Χριστού, δεν ήταν δυνατό να εκφραστεί ακριβώς και επαρκώς με τους φιλοσοφικούς όρους της εποχής εκείνης. Ήταν επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί ένα νέο σύνολο εννοιών, πριν η χριστιανική πίστις εκφρασθή και αναπτυχθή μέσα σ’ ένα σύστημα θεολογικών προτάσεων «εν αλληλουχία». Το πρόβλημα δεν ήταν εκείνο της προσαρμογής, άλλα μάλλον μιας ριζικής αλλαγής των θεμελιακών τρόπων «του σκέπτεσθαι». Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψη την Αριστοτελική προέλευση των θεμελιωδών ανθρωπολογικών ιδεών στην πρωτοχριστιανική θεολογία. Ένα τέτοιο εκχριστιανισμό του αριστοτελισμού βρίσκουμε ήδη στον Ωριγένη, σε κάποιο βαθμό επίσης στον Άγιο Μεθόδιο Ολύμπου, καθώς επίσης αργότερα και στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος στο εντυπωσιακό έργο του, «Περί ψυχής και Αναστάσεως», επιχειρεί μια τολμηρή σύνθεσι Ωριγένους και Μεθοδίου. Το χάσμα ανάμεσα στο «Νου», απρόσωπο και «αιώνιο», και στην ψυχή, ατομική άλλα θνητή, υπερπηδήθηκε και γεφυρώθηκε από τη νέα αυτοσυνειδησία μιας πνευματικής προσωπικότητος.


Ή έννοια του προσώπου καθ' εαυτήν υπήρξε πιθανώς η μεγαλύτερη χριστιανική συμβολή στη φιλοσοφία. Έτσι η τραγωδία του θανάτου μπορούσε να θεωρηθεί στην πραγματική της διάσταση. Για τον Πλάτωνα και τους Πλατωνικούς ό θάνατος ήταν απλώς μια ευπρόσδεκτη απελευθέρωσις από τα σωματικά δεσμά, «μια πτήση προς την πατρίδα». Για τον Αριστοτέλη και τους οπαδούς του ήταν το φυσικό τέλος της επιγείου υπάρξεως, ένα λυπηρό άλλα αναπόδραστο τέλος, «και τίποτα, ούτε καλό ούτε κακό, δεν μπορούσε να σκεφθεί κανείς για τους νεκρούς, πάρα πέρα» (Ηθικά Νικομ. ΠΙ 6, ΠΙ 5α.). Για τους Χριστιανούς ήταν μια καταστροφή, Ένας όλεθρος της ανθρώπινης υπάρξεως, μια έκπτωσις σε μια ύπάνθρωπη κατάστασι, ανώμαλη και ριζωμένη στην πτωτική κατάστασι του ανθρωπίνου γένους, απ’ την οποία ελευθερώθηκε τώρα με τη νίκη τού Χριστού. Η εσχατολογική ελπίδα είναι ριζωμένη στην πίστι, και είναι ακατανόητη έξω από αυτή τη συνάφεια. Οι πατέρες ουδέποτε επεχείρησαν μία συστηματική έκθεσι της Εσχατολογίας, με τη στενή και τεχνική έννοια του όρου. Αλλά ήταν ενήμεροι αυτής της βαθύτερης λογικής, που αναγκαστικά οδηγεί από την πίστι στο Λυτρωτή Χριστό, προς την ελπίδα του ερχομένου αιώνος: το τέλος του κόσμου, την έσχατη πλήρωσι, την ανάστασι των νεκρών, και ζωή την αιώνοιν.



                                                    



                                                       Η ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

–                           Ο δερμάτινος χιτών, η στολή της καταδίκης μας.


  • Ο πρώτος άνθρωπος δεν εξεπλήρωσε την αποστολή του, μου είπε ο πατέρας μου. Ο πρώτος άνθρωπος δεν επέτυχε την ένωσι του με τον Θεό και την πλήρη θέωσι της δημιουργίας.

Τα μάτια μου βούρκωσαν. Κι είχα δίκιο να κλάψω. Η πτώσις του πρώτου ανθρώπου ήταν και δική μου πτώσις. Και λυπόμουνα που ο Θεός δεν έκανε κάτι για να εμποδίση την πτώσι αυτή. Να δώση π.χ. στον άνθρωπο λιγώτερη ελευθερία… Αλλά μια ελευθερία περιωρισμένη δεν είναι ελευθερία. Ο άνθρωπος κατείχε την αυθεντική, τη θεία και χωρίς όρους ελευθερία. Ούτε και ο Θεός δεν μπορούσε να εισέλθη στον άνθρωπο, αν ο άνθρωπος δεν του άνοιγε την πόρτα για να τον δεχθή. Όπως λέγει η Γραφή: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω˙ εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν …εισελεύσομαι». Ο άνθρωπος ήταν τόσο ψηλά τοποθετημένος που ούτε και ο Θεός δεν ήθελε να τον εμποδίση να κάνη αυτό που του φαινόταν καλό. Οι πατέρες της Εκκλησίας το λένε σαφώς: «Ου γαρ γεννά γνώμην το Πνεύμα μη θέλουσαν». Ο άνθρωπος έπραξε το κακό γιατί ήταν ελεύθερος. Γιατί το κακό προϋποθέτει πάντα την ελευθερία. Χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει κακό. Χωρίς ελευθερία το κακό δεν είναι παρά μια ανάγκη, μια εξωτερική βία, μια ξένη κατοχή. Αλλά αν το κακό δεν είναι δυνατό χωρίς ελευθερία, δεν είναι, πολύ περισσότερο, το καλό. Το αληθινό, το θείο καλό δεν υπάρχει χωρίς ελευθερία. Ο άνθρωπος έπραξε το κακό. Τιμωρήθηκε με την έξοδο του απ’ τον Παράδεισο.

- Πριν εξορισθούν απ’ τον Παράδεισο, ο άντρας και η γυναίκα του, ντύθηκαν με τον δερμάτινο χιτώνα, όπως οι κατάδικοι του κοινού δικαίου, πριν σταλούν στα κάτεργα, ντύνονταν με ραβδωτές στολές.

-Πόσο καιρό οι φτωχοί άνθρωποι φορούσαν τους δερμάτινους χιτώνες; Ρώτησα.

-Τους φορούμε πάντα τους δερμάτινους αυτούς χιτώνες, μου αποκρίθηκε ο πατέρας μου. Είναι η σάρκα μας, αυτή η βαρειά και φθαρτή ύλη που προξενεί τα γεράματα, την αρρώστια και τον θάνατο. Είναι όλα αυτά ο δερμάτινος χιτώνας μας, η στολή της καταδίκης μας.

Τι φρικτή έκπληξις για μένα! Δεν ήξερα μέχρι εκείνη τη μέρα πως φορούσα μια στολή καταδίκης. Έτσι για πρώτη φορά κύτταξα με αγωνία και τρόμο τα χέρια μου, το στήθος μου και τα πόδια μου. Λοιπόν το κορμί μου ήταν αυτό: μια στολή καταδίκης!

Βέβαια, ο δικός μου δερμάτινος χιτώνας ήταν πολύ μικρός. Κι όμως ντρεπόμουν τόσο πολύ γι’ αυτό. Τρομερά ντρεπόμουν.

-Εσύ έχεις τιμωρηθή πιο λίγο απ’ τους άλλους ανθρώπους, είπα στον πατέρα μου, κυττάζοντας την άυλη σιλουέττα του. Σου λείπει η βαρειά σάρκα. Δεν έχεις παρά λίγα κόκκαλα κι ένα λευκό δέρμα που είναι σχεδόν διαφανές. Το σώμα σου είναι καμωμένο μ’ ένα μίνιμουμ ύλης. Ο Θεός δεν σου έδωσε το σώμα σου για τιμωρία ούτε τον δερμάτινο χιτώνα σου για στολή καταδίκης, αλλά μονάχα για να μπορής να φορής το ράσο του ιερέως. Ο θεός πρέπει να σε αγαπά πολύ, γιατί σου έδωσε ένα τόσο ελαφρό δερμάτινο κάλυμμα.

Ήμουνα πολύ περήφανος για τον πατέρα μου. Είχε πραγματικά ένα μίνιμουμ βαρειάς σάρκας: όπως ακριβώς οι άγιοι των εικόνων. Και η σάρκα του ήταν μεταμορφωμένη απ’ το πνεύμα. Ύστερα από αυτή τη θεώρησι, αγαπούσα πιο πολύ τον πατέρα μου. Για το άυλο στοιχείο της υπάρξεως του. Και για τη χάρι που είχε πάρει να φοράη ένα διαφανή δερμάτινο χιτώνα.

-Ο Θεός είναι άπειρα καλός, είπε ο πατέρας μου. Όταν είδε τους ανθρώπους, ντυμένους με τις στολές της καταδίκης των να πλανώνται, να οδύρωνται και να υποφέρουν επί της γης, τους λυπήθηκε. Όπως κάθε πατέρας λυπάται τα παιδιά του που τιμώρησε και έδιωξε απ’ το σπίτι. Είπε ο Θεός , υποχωρώντας στην πατρική του καλωσύνη: θα τους ξανακαλέσω στο σπίτι μου. Έστειλε τον Υιό του, τον Ιησού Χριστό στη γη για ν’ αναζητήση τους ανθρώπους και να τους συμμαζέψη στην πατρική αγκαλιά. Να τους κάνη και πάλι θεούς, όπως το είχε αποφασίσει στην αρχή της Δημιουργίας. Η κάθοδος του Χριστού στη γη είχε σκοπό να κάνη τους ανθρώπους θεούς. Όπως το λέει τόσο καθαρά ο ιερός Αυγουστίνος: «Ο Χριστός σαρκώθηκε για να γίνη ο άνθρωπος Θεός» - «Christus incarnates est, ut hommo fieret Deus». Και πριν απ’ τον ιερό Αυγουστίνο όλοι οι πατέρες της Εκκλησίας διεκήρυξαν την ίδια αλήθεια.

Ο Ιησούς Χριστός ντύθηκε κι αυτός τον δερμάτινο χιτώνα της καταδίκης, που φορούν οι άνθρωποι και κατέβηκε στη γη. Κι εκεί αφέθηκε να σταυρωθή για να εξαλείψη το σφάλμα των ανθρώπων. Έτσι έκανε ξανά τους ανθρώπους παιδιά του Θεού και τους χάρισε το δικαίωμα να κληρονομούν τη Βασιλεία.

Όταν ο Ιησούς Χριστός ωλοκλήρωσε το υπέροχο αυτό έργο, ξαναγύρισε στους ουρανούς. Κοντά στον Πατέρα του. Αλλά πριν εγκατελείψη τη γη συγκέντρωσε τους Αποστόλους του και τους έδωσε το Άγιο Πνεύμα, τη Θεία δηλ. δύναμι για να μπορούν κι αυτοί να κάνουν τους ανθρώπους παιδιά του Θεού, όπως ακριβώς ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός το έκανε. Και δίνοντας ο Χριστός τη θεία αυτή δύναμι είπε στους Αποστόλους: «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος». Και ο Θεός έμεινε πραγματικά επί της γης, επειδή ακριβώς εμπιστεύθηκε τη δύναμη του αυτή στους Αποστόλους. Και οι Απόστολοι με τη σειρά τους μετέδωσαν τη θεία δύναμι δια της χειροτονίας, με την επίθεσι των χεριών, στους ιερείς και τους επισκόπους. Από γενεά σε γενεά η θεία φλόγα της ιερωσύνης – δια της επιθέσεως των χειρών επί της κεφαλής – μεταδόθηκε μέχρις εμάς. Η αλυσίδα της ιερωσύνης ξεκινάει από τον Ιησού Χριστό και συνεχίζεται, χωρίς καμμιά διακοπή, δια της επιθέσεως των χειρών, δια μέσου των Αποστόλων και όλων των επισκόπων, δυο χιλιάδες τώρα χρόνια, μέχρις εμένα, τον πατέρα σου.

Ύστερ’ από μένα η θεία δύναμι της ιερωσύνης, που δόθηκε από τον Κύριο στους Αποστόλους και στους ιερείς, θα περάση σε σένα, αν είσαι άξιος να την δεχθής. Και έπειτα στα παιδιά σου και στα εγγόνια σου και στους απογόνους σου, που θα διαλέξη ο Θεός, μέχρι την συντέλεια των αιώνων. Κι αυτό για να μένη ο Θεός κοντά στους ανθρώπους, δια της παρουσίας του ιερέως. Το έργο του ιερέως είναι πέρα ως πέρα ένα πατρικό έργο. Τώρα λοιπόν καταλαβαίνεις γιατί όλοι λένε τον ιερέα «πατέρα» : γιατί ο ιερεύς είναι εκείνος που κάνει ξανά τους ανθρώπους παιδιά του Θεού.

Είχα κυριολεκτικά κολλήσει επάνω στον πατέρα μου, την ώρα που μου έλεγε:

-Ο ιερεύς συγχωρεί τους ανθρώπους, εν ονόματι του Θεού, όπως ακριβώς ο Θεός τους συγχώρησε με το βάπτισμα και το χάρισμα της υιοθεσίας. Αυτόν, που κάνει τους ανθρώπους παιδιά του Θεού, οι άνθρωποι τον λένε «πατέρα», όπως λένε και τον Πατέρα του ουρανού…

Κοντά στον πατέρα μου, ένοιωθα ακριβώς όπως και ο Μωυσής μπροστά στον Θεό επάνω στο όρος. Γιατί κι εγώ ήθελα να καλύψω το πρόσωπό μου.

Ένοιωθα κι έβλεπα, πάνω απ’ το κεφάλι του πατέρα μου – την φλόγα – την γλώσσα της ιερής φωτιάς, όμοια με κείνη που κατέβηκε απ’ τον ουρανό, στο κεφάλι των Αποστόλων. Και ο πατέρας μου είχε τώρα την φλόγα της ιερωσύνης, που του μεταβιβάσθηκε όπως οι ολυμπιακοί δρομείς μεταβιβάζουν τη φλόγα. Και φοβόμουνα μήπως η θεία αυτή φλόγα της ιερωσύνης χαθή. Αργότερα κατάλαβα τι δράμα μπορεί να είναι ο θάνατος ενός επισκόπου που παύει πια να μεταδίδη τη φλόγα. Όλος ο κόσμος τότε χάνει το θείο φως. Μου διηγήθηκαν πως μια ομάδα μεταναστών έφθασε στο Νέο Κόσμο μαζή με τον επίσκοπό τους. Έφτιαξαν την Εκκλησία και η ζωή τους κυλούσε ήσυχα. Μια μέρα όμως ο επίσκοπος πέθανε ξαφνικά. Και οι χριστιανοί βρέθηκαν απότομα στο σκοτάδι. Χωρίς Θεό. Γιατί ακριβώς το χέρι του επισκόπου, που μόνον αυτό μπορούσε να μεταδώση τη φλόγα της ιερωσύνης, ήταν νεκρό. Μέσα στην απελπισία τους οι φτωχοί μετανάστες, για να μη μείνουν χωρίς τη φλόγα της ιερωσύνης και χωρίς το θείο φως που μεταδόθηκε στους ανθρώπους, για να μη πεθάνουν στα σκοτάδια, σκέπτονταν να θέσουν το χέρι του νεκρού επισκόπου πάνω στο κεφάλι του διαδόχου του. Όμως ένα νεκρό επισκοπικό χέρι δεν μπορεί να μεταδώση τη φλόγα της ιερωσύνης. Και οι εξόριστοι χριστιανοί, μπροστά στο νεκρό χέρι του επισκόπου των, ένιωσαν πως μαζή με κείνον και ο Θεός είχε πεθάνει γι’ αυτούς. Τη στιγμή που πέθανε ο επίσκοπος ήσαν σαν να έσβησε ξαφνικά ο ήλιος.

Ο πατέρας είχε αυτό το θείο φως. Και φοβόμουνα για τη ζωή του. Γιατί το φώς της ιερωσύνης είναι τόσο πολύτιμο και η ύπαρξις του ήταν τόσο εύθραυστη.

Μ’ αυτή τη φλόγα ο ιερεύς συνεχίζει το έργο της όγδοης ημέρας, το έργο της καινούργιας δημιουργίας του κόσμου, το έργο της θεοποιήσεως του κόσμου.

Είχα αμφιβολία γι’ αυτό που άκουσα. Γι’ αυτό ρώτησα:

-Μου είχες πει πως φορούμε πάντα τους φρικτούς δερμάτινους χιτώνες, τις στολές της καταδίκης μας. Ο Θεός όμως μας συγχώρησε και μας χάρισε το χάρισμα της υιοθεσίας και μας έκανε κληρονόμους του. Γιατί λοιπόν να κατοικούμε στο γήινο κάτεργο και να φορούμε τα ρούχα της καταδίκης;

Ο πατέρας μου μου εξήγησε πως αν ο άνθρωπος, αν και τιμωρημένος και ντυμένος με τον δερμάτινο χιτώνα και εξόριστος του Παραδείσου, είναι ένα δημιούργημα θεϊκού γένους. Ούτε όμως ο Ιησούς Χριστός, ούτε οι ιερείς, που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα, σέρνουν τους ανθρώπους στον ουρανό για να τους κάνουν Θεούς, όπως ο ποιμένας σέρνει το κοπάδι του στο μαντρί. Με τη σάρκωσι του Χριστού και την ιερωσύνη των ιερέων οι άνθρωποι πήραν τη συγγνώμη και προσκαλούνται να συνειδητοποιήσουν τα δικαιώματά τους, να ξαναγίνουν δηλ. παιδιά του Θεού. Αλλά οι άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι ελεύθερα πλάσματα, μπορούν κάλλιστα ν’ αρνηθούν την πρόσκλησι. Ο Θεός έδωσε στον κάθε άνθρωπο το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως. Μόνον τα κτήνη και τους σκλάβους οδηγούν με τη βία και σέρνουν κατά κοπάδια. Όταν όμως πρόκειται για ελεύθερα και θεοειδή πλάσματα – τους ανθρώπους – τα προσκαλούν. Και τίποτε περισσότερο. Και ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα ν’ αρνηθή ή να δεχθή την πρόσκλησι. Καθένας ξεχωριστά. Προσωπικά. Γιατί δεν υπάρχουν άντρες και γυναίκες στον πληθυντικό. Μόνο στον ενικό. Αλλ’ ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε μόνο ελεύθερος. Είναι ακόμη και μοναδικός, όπως μοναδικός είναι και ο Θεός. Η πρόσκλησις λοιπόν είναι φτιαγμένη στον ενικό αριθμό και στέλλεται στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Αυτή ο μοναδικότης του κάθε ανθρώπου, που μας διαφοροποιεί απ’ τα ζώα, τα φυτά και τ’ άλλα δημιουργήματα, που έχουν δημιουργηθή ομαδικά, μου άρεσε αφάνταστα όσο και το δώρο της ανθρώπινης ελευθερίας.

-Αντί λοιπόν να ζηλεύης και να κλαις, όταν οι άντρες και οι γυναίκες λένε «πατέρα» τον δικό σου πατέρα, που είναι ιερεύς, πρέπει να ευχαριστής τον Θεό για τη χάρι που σου έχει δοθή.

-Ποια χάρι; Ρώτησα.

-Είμαι διπλά πατέρα σου κι είσαι διπλά παιδί μου: μια φορά κατά σάρκα και μια φορά κατά πνεύμα. Σκέψου καλά πως τ’ άλλα παιδιά έχουν ένα πατέρα, που είναι πατέρας τους μόνο μια φορά, κατά σάρκα.

Εκείνη τη βραδιά ευχαρίστησα για πολύ τον Θεό. Όχι, δεν είχα ένα «μαζικό» πατέρα, που έπρεπε να μοιράζωμαι με όλους τους ανθρώπους, τους ζωντανούς, τους νεκρούς και κείνους που θα γεννηθούν. Είχα ένα πατέρα που ήταν διπλά πατέρας μου. Και ήμουνα διπλά παιδί του. Κι αυτό ήταν μια τόσο μεγάλη ευτυχία που ποτέ μου δεν είχα ονειρευθή.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου