Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ

                                            

                                   ΕΚΚΛΗΣΙΑ :  ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ


Δεν μπορείς να γνωρίσεις ακριβώς και αληθινά τον εαυτό σου, όσο δεν τον κοιτάς με το θεανθρώπινο μάτι της Εκκλησίας, όσο δεν τον μετράς με το θεανθρώπινο μέτρο της Εκκλησίας. Μόνον ως οργανικό μέλος του σώματος της Εκκλησίας, μόνον ως “σύσσωμος” του σώματος του Χριστού (Εφεσ. 3, 6), μπορείς να γνωρίσεις ποιός είσαι, τί είσαι, από πού έρχεσαι, πού πηγαίνεις , πόσο αξίζεις. Χωρίς αυτό πάντοτε θα σε απατά ο νούς σου και πάντοτε θα σου παρουσιάζει εσένα τον ίδιο, διά του εαυτού σου.

Γιατί; Διότι ο νούς μας δεν αποτελεί αλάθητο μέτρο και αλάθητο κριτήριο. Διότι υπόκειται και αυτός σε πολλές αδυναμίες και ατέλειες και έχει ελλείψεις και σκοτεινά σημεία. Γνωρίζεις τι του είναι απαραίτητο; Το να προσφερθεί σαν εκούσια θυσία στον Κύριο Ιησού Χριστό, ....να προσφερθεί στην άσκηση της αυταπαρνήσεως με πίστη, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση. Τότε ο θαυμαστός Κύριος θα μεταμορφώσει το νού σου στο Θεανθρώπινο Σώμα Του- την Εκκλησία, θα τον ανανεώσει, θα τον αγιάσει, συνδέοντάς τον με τον Καθολικό Θεανθρώπινο Νού της Εκκλησίας.... Και τότε θα μπορείς και συ να πείς “ εν όλη καρδία και δυνάμει και διανοία “μέσα στην Εκκλησία του Χριστού: “ ημείς δε νούν Χριστού έχομεν “ (Α’ Κορ. 2, 16).


(Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς, κεφάλαια ασκητικο-γνωσιολογικά, εν “ΟΔΟΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ”, εκδ. “ΓΡΗΓΟΡΗ”, Αθήνα 1992, σελ. 284-285).









... Ου γαρ αι αποστολικαι μόνον αυτην εθεμελίων χειρες, αλλα και του Δεσπότου των αποστόλων η απόφασις ετείχισεν αυτην καινω και παραδόξω τειχισμου τρόπω. Ου γαρ ξύλα και λίθους συνθείς, ουτως ωκοδόμησε τον περίβολοω, οθδε τάφρον εξωθεν περιελάσας και σκόλοπας καταπήξας και πύργους αναστήσας, ουτως αυτην ησφαλίσατο. αλλ’ εφθέγξατο δύο ρήματα ψιλα μόνον, και ταυτα ηρκεσε αντι τείχους αυτη, και πύργου και τάφρου και ασφαλείας απάσης: «Επι τη πέτρα ταύτη οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι αδου ου κατισχύσουσιν αυτης». Τουτό εστι το τειχος, τουτο ο περίβολος, τουτο η ασφάλεια, τουτο εστι το τειχος, τουτο ο περίβολος, του η ασφαλεια, τουτο λιμήν και καταφυγή... Και το δη θαυμαστόν, οτι ου μόνον ο χειμών ου κατέλυσεν. Οι γαρ διωγμοί οι συνεχεις ου μόνον ου κατεπόντισαν την Εκκλησίαν, αλλα και διελύθησαν υπο της Εκκλησιας... Πόσα εκαμον Ελληνες, ωστε το ρημα τουτο καθελειν, ωστε ακυρον ποιησαι την απόφασιν, και ουκ ισχύσαν καταλυσαι; Θεου γαρ η απόφασις ην... Ουτω δη και το ρημα τουτο, καθάπερ πύργον εν μέση τη οικομένη μετά ασφαλείας τετειχισμένον, οι Ελληνες πανταχόθεν βάλλοντες, αυτόν τε ισχυρον απέφηναν, την δε εαυτων καταλύσαντες ισχύν, ουτων απέθανον. Τι γαρ ουκ εμηχανήσαντο κατα της αποφάσεως ταύτης; Στρατόπεδα παρεσκευάζετο, οπλα εκινειτο, βασιλεις καθωπλίζοντο, δημοι διηγείροντο, πόλεις διανίσταντο, δικασται παρωξύνοντο, απαν τιμωρίας ειδος επενοειτο. ουδεις παρελιμπάνετο κολάσεως τρόπος. πυρ και σίδηρος και θηρίων οδόντες και κρημνοί, και καταποντισμοί, και βάραθρον, και ξύλον, και σταυρός, και κάμινος και πάντα οσα ωφθη πώποτε βασανιστήρια εις μέσον εφέροντο. απειλων ογκος αφατος, τιμων υποσχέσεις αφατοι, ωστε εκείνω μεν φοβησαι τω τρόπω τούτω δε εκλυσαι και δελεασαι. Ουδεν γουν απάτης, ου βίας παρελιμπάνετο ειδος. Και γαρ πατέρες παιδας παρέδωκαν, και παιδες πατέρας ηγνόησαν. μητέρες ωδίνων επελάθοντο, και οι της φύσεως ανετρέπησαν νόμοι. Αλλ’ ομως οι θεμέλιοι της Εκκλησίας ουδε ουτως εσαλεύθησαν. αλλα δια της συγγενείας αυτης ο πόλεμος ηρετο και των τειχων αυτης ουχ ηψατο, δια το ρημα εκεινο.

(ΧΡ Mg 51, 78)



  Μη γάρ μοι τουτο ειπης οτι εν γη εστηκεν η Εκκλησία, αλλ’ οτι εν ουρανω πολιτεύεται. Πόθεν τουτο δηλον; Δείκνυσι των πραγμάτων η απόδειξις. Επολεμήθησαν ενδεκα μαθηταί, και η οικουμένη επολέμει, οι δε πολεμηθέντες ενίκησαν, και οι πολεμήσαντες ανηρέθησαν. τα πρόβατα των λύκων περιεγένοντο. Ειδες ποιμένα τα πρόβατα εν μέσω των λύκων αποστέλλοντα ινα μηδε τη φυγη την σωτηρίαν πορισωνται; Ποιος ποιμήν τουτο εργάζεται; Αλλ’ ο Χριστός τουτο εποίησεν, ινα σοι δείξη οτι ου κατα ακολουθίαν των πραγμάτων, αλλ’ υπερ φύσιν και ακολουθίαν τα κατορθώματα γίνεται. Η γαρ Εκκλησία ουρανου μαλλον ερρίζωται... Μανθανέτω της αληθείας την ισχύν πως ευκολώτερον τον ηλιον σβεσθηναι, η την Εκκλησίαν αφανισθηναι.


(ΧΠ Mg 56, 121-122

                                      

                                        Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ 


                                                     



Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου 


     Πώς αποδεικνύεται ότι ο Χριστός είναι Θεός; Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε ν' απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί. Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει. Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάση.


Πώς λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος; Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που κι εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμμιά αντίρρηση και αμφιβολία.



Σε ποιο λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα; Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία. Απ' αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θ' αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού. Θα δούμε ότι είναι αδύνατο ν' αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σ' όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας. Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ' όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.


Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους. Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι...
Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα. Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες. Μπόρεσε ν' αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στο δύσκολο. Και όλ' αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο.


Ασφαλώς δεν συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους. Μάλλον τα αντίθετα τους συμβαίνουν. Όσο δηλαδή ζουν και ευδοκιμούν οι ίδιοι, το έργο τους προοδεύει. Όταν όμως πεθάνουν, καταστρέφεται μαζί τους ό,τι δημιούργησαν. Και αυτό το παθαίνουν όχι μόνο οι πλούσιοι ούτε μόνο οι άρχοντες, αλλά και οι κυβερνήτες ακόμα. Γιατί και οι νόμοι τους καταλύονται και η μνήμη τους σβήνει και τ' όνομά τους ξεχνιέται και οι έμπιστοι άνθρωποί τους παραγκωνίζονται.Αυτά συμβαίνουν σ' εκείνους, που πρώτα μ' ένα νεύμα κυβερνούσαν λαούς και οδηγούσαν στον πόλεμο ολόκληρες στρατιές.


Σ' εκείνους, που καταδίκαζαν σε θάνατο και ανακαλούσαν εξόριστους.
Στον Κύριο όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο. Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση: Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν. Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς. Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Σταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα.

Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης. Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά ν' αρνηθούν το Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού. Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Σταυρωμένο ομολογούν. Σ' Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων. Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες.Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του. Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμωρούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες.



Και πώς φαίνεται αυτό; Στη Ρώμη, οι αυτοκράτορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα εγκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου. Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους. Κι έτσι γίνονται οι βασιλιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέπονται γι' αυτό, αλλά και καυχιώνται. Καυχιώνται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι απόγονοί τους.

Όταν οι μαθητές του Χριστού ήταν μόνο δώδεκα και δεν υπήρχε στη σκέψη κανενός η Εκκλησία, όταν ακόμα η ιουδαϊκή συναγωγή ανθούσε και η ασεβής ειδωλολατρία κυριαρχούσε σ' ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη, ο Κύριος είχε προφητέψει: «Πάνω σ' αυτή την πέτρα (δηλαδή πάνω στην ομολογία πίστεως του Πέτρου) θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).

Διαπιστώνεις την αλήθεια αυτής της προφητείας; Βλέπεις την εκπλήρωσή της; Σκέψου πόσο σημαντικό γεγονός είναι η εξάπλωση της Εκκλησίας σχεδόν σ' όλη τη γη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σκέψου πως άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πως κατάργησε προγονικά έθιμα, πως απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πως σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πως εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πως οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών. Τί λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια.

Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η μεταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο. Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει. Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύγκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής.


Είχε δηλαδή δυο ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή. Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, από τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαιότερους προγόνους, ακόμα κι όσα είχαν παραλάβει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλ' αυτά συμφώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο.


Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νηστεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδηγούσε στην ακτημοσύνη. Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από το θυμό και οδηγούσε στην πραότητα. Απομάκρυνε από το φθόνο και οδηγούσε στη φιλία. Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλίψεις. Και μάλιστα οδηγούσε σ' αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων. Γιατί δεν έγιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σ' άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθειες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ' αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό. Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο. Και τους έπεισε να τον βαδίσουν!


Πόσους έπεισε; Όχι μόνο δύο ή δέκα ή είκοσι ή εκατό, αλλ' αμέτρητους.



Και με ποιούς τους έπεισε; Με δώδεκα ανθρώπους αμόρφωτους, ακαλλιέργητους, άσημους, φτωχούς, χωρίς περιουσία, χωρίς σωματική δύναμη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμπρή καταγωγή, χωρίς ρητορική ικανότητα. Με δώδεκα ανθρώπους που ήταν ψαράδες, σκηνοποιοί, αλλόγλωσσοι. Γιατί ούτε καν την ίδια γλώσσα δεν είχαν με τους ειδωλολάτρες. Μιλούσαν την εβραϊκή, που ήταν πολύ διαφορετική απ' όλες τις άλλες γλώσσες.


Μ' αυτούς λοιπόν τους δώδεκα οικοδομήθηκε η Εκκλησία και απλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης.

Και δεν είναι μόνο τούτο το θαυμαστό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτωχοί, οι αμόρφωτοι και περιφρονημένοι, που βάλθηκαν ν' αλλάξουν την ανθρωπότητα, δεν έκαναν ανενόχλητοι το έργο τους. Από παντού αντιμετώπιζαν αναρίθμητους πολέμους. Τους πολεμούσαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη. Αλλά τί λέω για έθνη και πόλεις; Σε κάθε σπίτι ξεσηκωνόταν πόλεμος εναντίον τους. Η διδασκαλία τους χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον ένα αδελφό από τον άλλο, το δούλο από τον αφέντη, τον υπήκοο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα και τη γυναίκα από τον άνδρα. Στην κάθε οικογένεια δεν πίστευαν όλοι ταυτόχρονα, κι έτσι οι χριστιανοί υπέμεναν καθημερινές διαμάχες, ακατάπαυστες εχθρότητες, μύριους θανάτους.Σαν κοινούς αντιπάλους και εχθρούς όλοι τους πολεμούσαν.


Τους καταδίωκαν οι βασιλιάδες, οι άρχοντες, οι υπήκοοι, οι ελεύθεροι, οι δούλοι, οι όχλοι, οι πόλεις. Και δεν καταδίωκαν μόνο τους ίδιους, αλλά - πράγμα φοβερό - καταδίωκαν ακόμα και τους νεόφυτους κατηχούμενους, εκείνους δηλαδή που μόλις είχαν πιστέψει. Προξενούσε φρίκη και οργή στους ειδωλολάτρες η σκέψη να εγκαταλείψουν τους βωμούς, να περιφρονήσουν τις θυσίες, που όλοι οι πατέρες και οι πρόγονοί τους τελούσαν, και να πιστέψουν στον Κύριο. Να πιστέψουν σ' Αυτόν που έλαβε ανθρώπινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία, που δικάστηκε από τον Πιλάτο, που έπαθε αναρίθμητα δεινά κι εξευτελισμούς, που υπέμεινε τον ατιμωτικό θάνατο, που ενταφιάστηκε και αναστήθηκε.

Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι, ενώ τα πάθη του Κυρίου ήταν αναμφισβήτητα -πολλοί είχαν δει τις μαστιγώσεις, τα χτυπήματα, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, το σταυρό, τους χλευασμούς, τον τάφο-, δεν συνέβαινε το ίδιο και με την ανάσταση. Ο Κύριος, μετά από την ανάστασή Του, εμφανίστηκε μόνο σε μαθητές. Παρά το γεγονός αυτό, μιλούσαν για την ανάσταση και έπειθαν τους λαούς και οικοδομούσαν την Εκκλησία. Πώς; Με ποιόν τρόπο; Με τη δύναμη του Κυρίου, που τους έστειλε να κηρύξουν το ευαγγέλιό Του στα έθνη. Αυτός ήταν που τους άνοιξε το δρόμο. Αυτός διευκόλυνε το δύσκολο έργο τους. Αν δεν τους βοηθούσε η θεία δύναμη, ούτε καν θ' άρχιζε η διάδοση του χριστιανισμού.

Γιατί ενώ οι τύραννοι οπλίζονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ οι στρατιώτες πρότειναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαίνονταν σαν αγριεμένη φωτιά, ενώ η κακή συνήθεια αντιπαρατασσόταν, ενώ ρήτορες, σοφιστές, πλούσιοι, ιδιώτες και άρχοντες ξεσηκώνονταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυρός κι από φλόγα, έκανε στάχτη τ' αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς κι έσπειρε το λόγο του κηρύγματος.


Άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στις φυλακές, άλλοι εξορίζονταν, άλλων οι περιουσίες δημεύονταν, άλλοι φονεύονταν, άλλοι διαμελίζονταν. Και μολονότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν σαν κοινοί εγκληματίες, υπομένοντας κάθε είδος τιμωρίας, ατιμώσεως και διωγμού, όλο και περισσότεροι έρχονταν στην Εκκλησία. Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνονταν οι νέοι πιστοί από τα βασανιστήρια που έβλεπαν να υπομένουν οι παλαιότεροι, αλλά γίνονταν προθυμότεροι! Μόνοι τους έτρεχαν, αβίαστα, ευγνωμονώντας τους βασανιστές τους. Γίνονταν θερμότεροι στην πίστη, βλέποντας τους χειμάρρους των αιμάτων των πιστών



Είδες την ασύγκριτη δύναμη Εκείνου που έκανε όλ' αυτά τα θαύματα; Πώς είναι δυνατό να μη λυπάται κανείς, υποφέροντας τέτοια φρικτά μαρτύρια; Όμως αυτοί χαίρονταν, σκιρτούσαν! Αυτό ομολογεί, σαν παράδειγμα, ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, πως έγινε και με τους αποστόλους, τότε που «έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί αξιώθηκαν να κακοποιηθούν για χάρη του Χριστού» (Πράξ. 5:41). Κι ενώ ούτ' ένα τοίχο δεν μπορεί να χτίσει κανείς με πέτρες και ασβέστη όταν καταδιώκεται, οι απόστολοι έχτιζαν την Εκκλησία σ' όλη την οικουμένη υποφέροντας διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και μαρτυρικούς θανάτους. Και δεν την έχτιζαν με πέτρες, αλλά με ψυχές, πράγμα πολύ δυσκολότερο. Γιατί δεν είναι το ίδιο να χτίζεις ένα τοίχο με το να πείθεις διεφθαρμένες ψυχές ν' αλλάζουν τρόπο ζωής ΚΑΙ να εγκαταλείπουν τη δαιμονική μανία τους

Το κατόρθωσαν όμως αυτό, γιατί είχαν μαζί τους την ακαταμάχητη δύναμη του Κυρίου, που είχε προφητέψει: «Θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη»(Ματθ. 16:18). Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν την Εκκλησία και πόσους φοβερούς διωγμούς ξεσήκωσαν εναντίον της... Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και οι διάδοχοί τους μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και όλοι -άλλος ηπιότερα, άλλος σκληρότερα- πολεμούσαν την Εκκλησία. Την πολεμούσαν όλοι. Κι αν μερικοί δεν ξεσήκωναν οι ίδιοι διωγμούς, όμως η προσήλωσή τους στην ειδωλολατρία υποκινούσε στον αγώνα εναντίον της Εκκλησίας όσους ήθελαν να τους κολακέψουν.Παρ' όλα αυτά, τα κακόβουλα σχέδια και οι επιθέσεις των ειδωλολατρών διαλύθηκαν σαν ιστοί αράχνης, σκορπίστηκαν σαν σκόνη, εξαφανίστηκαν σαν καπνός. Άλλα και όσα σχεδίαζαν εναντίον της Εκκλησίας, έγιναν αφορμή να προκύψει μεγάλη ωφέλεια στους χριστιανούς. Γιατί δημιούργησαν τις χορείες των μαρτύρων, που αποτελούν το θησαυρό, τους στύλους, τους πύργους της Εκκλησίας.




Βλέπεις λοιπόν τη θαυμαστή εκπλήρωση της προφητείας; Πραγματικά, «οι δυνάμεις του άδη δεν θα την κατανικήσουν». Από τα παρελθόντα όμως, πίστευε και για τα μέλλοντα. Και στο μέλλον κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Εκκλησία. Γιατί αν δεν κατόρθωσαν να τη συντρίψουν όταν αριθμούσε λίγα μέλη, όταν η διδασκαλία της φαινόταν καινούργια και παράξενη, όταν τόσοι φοβεροί πόλεμοι και τόσοι πολλοί διωγμοί από παντού ξεσηκώνονταν εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη βλάψουν τώρα, που κυριάρχησε σ' όλη την οικουμένη, που κυρίεψε όλα τα έθνη και που εξαφάνισε τους βωμούς και τα είδωλα, τις γιορτές και τις τελετές, τον καπνό και την τσίκνα των αισχρών θυσιών.




Πώς πέτυχαν οι απόστολοι ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, έπειτα από τόσα εμπόδια; Ασφαλώς με τη θεϊκή και ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, που προφήτεψε τη δημιουργία και το θρίαμβο της Εκκλησίας. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, εκτός κι αν είναι ανόητος και εντελώς ανίκανος να σκέφτεται.



                                              

                                                         Ζωή στον ουρανό.

\                                                     VIRGIL GEORGIOU

Στο κέντρο του ιερού χώρου, στον περίβολο, πολύ κοντά στο πρεσβυτέριο που γεννήθηκα, υψωνόταν η εκκλησία.

Η εκκλησία, όπως την έχουν δη, δεν είναι ένα γήινο οικοδόμημα. Ποτέ. Αν και είναι κτισμένη επί της γης. Εξ άλλου η εκκλησία, δεν μοιάζει με κανένα άλλο οικοδόμημα. Διότι είναι ένα αντίγραφο, μια γήινη απομίμησις της αληθινής εκκλησίας, που βρίσκεται στον ουρανό. Κάθε εκκλησία βρίσκεται στον ουρανό, όπως μας την περιγράφει ο Άγιος Ιωάννης στην Αποκάλυψι. Τα κτίσματα που βλέπομε στο κέντρο των πόλεων και των χωριών και που ονομάζομε εκκλησίες δεν είναι παρά αντίγραφα – περισσότερο ή λιγώτερο επιτυχημένα – του πρωτοτύπου.

Είναι αδύνατον να κατασκευάσης επί της γης μια ουράνια κατοικία – διότι δεν μπορείς να κατασκευάσης τον ουρανό με μάρμαρο, με γρανίτη ή με ξύλο – ούτε με κανένα άλλο βαρύ υλικό απ’ αυτά που διαθέτομε στη γη. Ένα ουράνιο οικοδόμημα πρέπει υποχρεωτικά να είναι κατασκευασμένο με υλικά ουράνια. Όμως δεν τα έχομε. Κατασκευάζομε λοιπόν επί της γης, σύμφωνα με τις αποκαλύψεις που έγιναν στους προφήτες, το αντίγραφο της εκκλησίας μας του ουρανού, χρησιμοποιώντας τα σύμβολα. Το σύμβολο είναι ο τρόπος να εκφράζωμε με εικόνες, έμμεσα, τις πραγματικότητες που δεν μπορούμε να εκφράσωμε άμεσα, επειδή μας λείπουν τα μέσα. Το να εννοής ένα σύμβολο σημαίνει να συμμετέχης στην παρουσία που εκφράζει. Για τους μη πιστούς μια εικόνα, μια εκκλησία, η τέλεσις της θείας Λειτουργίας και αυτή η λατρεία ακόμη, οποιαδήποτε κι αν είναι, δεν έχουν καμμιά αξία. Όπως ακριβώς δεν έχει καμμιά αξία για ένα αναλφάβητο το πιο καλό βιβλίο του κόσμου. Αυτός που δεν είναι πιστός μπροστά σε μια εκκλησία, σε μια λειτουργία, σε μια εικόνα παραμένει τόσο ξένος, όσο και ένας που δεν ξέρει τα γράμματα της αλφαβήτου μπροστά σ’ ένα βιβλίο.

Το πρώτο σύμβολο της εκκλησίας είναι το σχήμα ενός καραβιού, που κατευθύνεται πάντα προς ανατολάς. Το σχήμα του καραβιού θυμίζει συμβολικά πως η εκκλησία δεν είναι γήινο πράγμα. Ο ρόλος της είναι να αρμενίζη, όπως ένα πλοίο, πέρ’ απ’ τη γη. Ακόμη η εκκλησία είναι μια εικόνα του Θεού και υπό την έννοια αυτή εκφράζει τον κόσμο ολόκληρο, διότι ο Θεός είναι το Πάν. Η εκκλησία χωρίζεται σε τρία μέρη, διότι ο Θεός είναι Τριάς. Το κύριο μέρος της εκκλησίας είναι το ιερό βήμα, που συμβολίζει τις ανώτερες και επουράνιες σφαίρες του κόσμου, όπου βρίσκεται ο θρόνος του θεού. Μέσα στο ιερό βήμα στέκεται ο ιερεύς, που αντιπροσωπεύει τον Θεό εδώ κάτω. Το υπόλοιπο της εκκλησίας εκφράζει τον ορατό κόσμο. Ο τρούλλος της εκκλησίας συμβολίζει τον ουράνιο θόλο. Το δάπεδο της εκκλησίας συμβολίζει αυτό που υπάρχει πάνω στη γη. Στον τρούλλο, πάνω από τις άλλες εικόνες , βρίσκεται ο Παντοκράτωρ. Αυτός συμβολίζει την κοινωνία της αγάπης και την ένωσι εν Χριστώ, την ένωσι των Αγίων της γης με τους Αγίους του ουρανού. Γι’ αυτό ακριβώς κάτω από τον Παντοκράτορα, στο κέντρο των εικόνων, βλέπει κανείς τον Σωτήρα και απ’ εδώ και απ’ εκεί τη Μητέρα του και τον Βαπτιστή, τους Αγγέλους και τους Αποστόλους μαζή με τους άλλους Αγίους. Και τούτο για να διδασκώμαστε πως ο Χριστός είναι στον ουρανό με τους Αγίους και πως συγχρόνως είναι μαζή μας και ακόμη πως θα έλθη μια μέρα.

Κάτω απ’ τις εικόνες αυτές, συγκεντρωμένοι σε σύναξι, βρίσκονται οι πιστοί. Και ανάμεσα σε μας, τους πιστούς, που έχομε συγκεντρωθή για τη θεία Λειτουργία και τους Αγίους του ουρανού, δεν υπάρχουν σύνορα: ο ουρανός και η γη δεν ξεχωρίζονται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Γι’ αυτό ακριβώς ο ιερεύς θυμιατίζει με τον ίδιο τρόπο τον Χριστό, τους Αγίους και τους πιστούς της γης. Όλοι είναι συγκεντρωμένοι στο ίδιο καράβι και αποτελούν ένα σύμπλεγμα οι εν ουρανοίς και οι επί της γης. Διότι η εκκλησία είναι κυρίως η συμφιλίωσις του ουρανού και της γης, η ώσμωσις του ουράνιου και του επίγειου, χάρις στην παρουσία του Χριστού.

Τα σύμβολα είναι άπειρα. Όλα στην εκκλησία εκφράζουν τη συνάντησι του ουρανού και της γης. Εδώ, το ουράνιο και το επίγειο αναμιγύονται, όπως τα νερά ενός ποταμού μέσα σ’ ένα κόλπο. Η εκκλησία όπως η εικόνα, είναι ένα συμπλήρωμα της λειτουργικής προσευχής και αποτελεί ακέραιο τμήμα της λειτουργίας.

Έχοντας λοιπόν υπ’ όψιν ότι η εκκλησία είναι ο ουρανός επί της γης, μπορώ να βεβαιώσω, χωρίς καμμιά υπερβολή, πως την παιδική μου ηλικία ολόκληρη την πέρασα στον ουρανό. Μέσα δηλ. στην εκκλησία και μέσα στα ιερά σκηνώματα… Τα παιδικά μου χρόνια, κυρίως και μεταφορικώς, υπήρξαν μια ανυπέρβλητη, μια συνεχής λειτουργία.

Μόλις μπόρεσα να περπατήσω, άρχισα κοντά στον πατέρα μου να συμμετέχω σ’ όλες τις ακολουθίες : στις λειτουργίες, στους ενταφιασμούς, στις βαπτίσεις, στους γάμους και στα Te Deum – στις δοξολογίες. (Εμείς , οι Ρουμάνοι, είμαστε αριθμητικά ο δεύτερος ορθόδοξος λαός του κόσμου. Είμαστε ο μόνος λαός που συνδυάζει δυτικά και ορθόδοξα στοιχεία. Όταν π.χ. λειτουργούμε στη γλώσσα μας, χρησιμοποιούμε πολλές λατινικές λέξεις).

Ο ιερεύς δεν μπορεί να τελέση τη θεία Λειτουργία, όπως και πολλές άλλες ακολουθίες, χωρίς να παρευρίσκεται τουλάχιστον ένας άνθρωπος. Αυτό το δεύτερο πρόσωπο ήμουν πολύ συχνά εγώ. Και γνωρίζομε πως εκεί που υπάρχει ο λειτουργός ιερεύς και ένας μόνος πιστός, εκεί είναι πάντοτε παρών και ο Θεός. Αυτά τα τρία πρόσωπα, ο Θεός , ο ιερεύς και ο πιστός, σχηματίζουν, μόνο αυτοί, μια πλήρη Εκκλησία. Το μυστικό σώμα του Χριστού. Σε μας τους Ορθόδοξους το επίθετο «καθολική» δεν προσδιορίζει ποσοτικά μια Εκκλησία, αυτή δηλ. που εκτείνεται σ’ όλους τους λαούς και σ’ όλους τους τόπους της γης, αλλά ποιοτικά. Διότι εκείνος που είναι ενωμένος με τον Θεό είναι ενωμένος με το σύμπαν ολόκληρο. Καμμιά λοιπόν Εκκλησία δεν μπορούσε να είναι μεγαλύτερη , περισσότερο παγκόσμια και καθολική από την Εκκλησία που αποτελούσαμε ο Θεός, ο πατέρας μου κι εγώ, αν και δεν είμαστε παρά τρεις, μέσα σε μια μικρή ξύλινη εκκλησία, κάπου βαθειά στα βουνά της Petrodava. Το ήξερα κι αυτό. Ήξερα πως συνιστούσαμε μια Εκκλησία, που πιο μεγάλη και πιο παγκόσμια δεν μπορεί να υπάρχη, διότι δεν υπάρχει τίποτε πιο μεγάλο και πιο παγκόσμιο απ’ τον Θεό, που ήταν μαζή μας και που αντιπροσωπεύει τα πάντα.

Το κορύφωμα της ζωής μας ήταν η τέλεσις της θείας Λειτουργίας. Η ευχαριστία δεν είναι μια επανάληψις της θυσίας του Χριστού, αλλ’ όμως είναι πάντα ένα μοναδικό μυστήριο, που πραγματοποιείται κάτω από τα μάτια μας. Έτσι γινόμουν μάρτυς και σύγχρονος του Χριστού, της ζωής του, του πάθους του επί του Γολγοθά και της Αναστάσεως του. Μερικές φορές η θερμή πίστις μου πλημμύριζε την παιδική ύπαρξί μου μ’ ένα παράφορο αίσθημα. Είχα μια ποιητική και χριστιανική ψυχή και ένοιωθα μια βαθειά λύπη που δεν είχα ζήσει την εποχή του Χριστού. Επιθυμούσα να τον δω πολύ μικρόν μέσα στη φάτνη, όπως τον είδαν οι μάγοι και οι βοσκοί. Ο πατέρας μου μου απαντούσε πως είμαι σύγχρονος του Χριστού και πως κάθε χριστιανός είναι επίσης σύγχρονος του Χριστού. Μου έλεγε τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου:

Δεν είσαι συ ο μοναδικός Χριστιανός, που λυπάσαι γιατί δεν είδες τον Χριστό. «Πόσοι νυν λέγουσιν, εβουλόμην αυτού την μορφήν ιδείν, τον τύπον, τα ιμάτια, τα υποδήματα! Ιδού αυτόν οράς, αυτού άπτη, αυτόν εσθίεις… Ουκ εν φάτνη οράς, αλλ’ εν θυσιαστηρίω, ου γυναίκα κατέχουσαν, αλλ’ ιερέα παρεστώτα… Και ουχ οράς μόνον, αλλά και άπτη και ουχ άπτη μόνον, αλλά και εσθίεις και λαβών οίκαδε αναχωρείς».

Κι αυτό είναι αληθινό. Υπήρχε κάποιος ραββίνος που ισχυριζόταν πως μέχρι τη γιορτή της Σκηνοπηγίας – το φθινόπωρο – ένοιωθε την επίδρασι του ιερού κρασιού που είχε πιη το Πάσχα. Εγώ, μέχρι το θάνατό μου, θα νοιώθω πάνω στα χείλη μου τη θέρμη του ασημένιου κουταλιού, με το οποίο κάθε φορά κοινωνούσα. Κι ήταν φυσικό να μείνη η θέρμη αυτή πάνω στα χείλη μου : γιατί το κουτάλι της κοινωνίας ονομάζεται Λαβίς και συμβολίζει τη λαβίδα, με την οποία το Σεραφίμ παίρνει τα αναμμένα κάρβουνα πάνω απ’ το θυσιαστήριο του Θεού, όπως περιγράφει ο Ησαΐας :»Και απεστάλη προς με εν των Σεραφείμ και εν τη χειρι είχεν άνθρακα, ον τη λαβίδι έλαβεν από του θυσιαστηρίου και ήψατο του στόματός μου».

Κοινωνώντας, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, παίρνομε θεία αναμμένα κάρβουνα «ώστε η θεία φωτιά της επιθυμίας, που καίει μέσα μας, να κάψη τα αμαρτήματά μας, να φωτίση την καρδιά μας και, μετέχοντας στη θεία φωτιά, να αγνισθούμε και να θεωθούμε».

Παίρνομε τη θεία Κοινωνία – τα αναμμένα κάρβουνα – όρθιοι, με τα χέρια σταυρωμένα, μπροστά στις βασιλικές πύλες του ιερού, που συμβολίζουν τις πύλες του Παραδείσου. Άκουγα, την ώρα της κοινωνίας, τη φωνή του Χριστού που μου έλεγε:

«Εγώ ταις σαρξί τρέφω ταις εμαίς, εμαυτόν υμίν παρατίθημι… Αδελφός ηθέλησα υμέτερος γενέσθαι. Εκοινώνησα σαρκός και αίματος δι’ υμάς πάλιν αυτήν υμίν την σάρκα και το αίμα, δι’ ων συγγενής εγενόμην, εκδίδωμι».

«Ο Θεός έσμιξε το αίμα του με το δικό μας για να μας φτιάξη μια καινούργια ύπαρξι, ενωμένη μαζή του».

Ύστερα από κάθε Κοινωνία, ένοιωθα όχι μόνο καθαρισμένος από κάθε αμαρτία, αλλά ακόμη θεωμένος, γιατί μέσα στο σώμα μου είχα το ίδιο αίμα με το Θεό. Ήμουνα παιδί του Θεού εξ αίματος. Έφερα τον Θεό μέσα μου. Ήμουνα θεοφόρος. Έτσι κατάλαβα γιατί οι πιστοί είναι μεταμορφωμένοι και ωραίοι, όταν βγαίνουν απ’ τη θεία Λειτουργία, όπως οι καλλιτέχνες που τους φωτίζουν τα φώτα της σκηνής. Είναι γιατί φέρουν τον Θεό μέσα τους, μέσα στο σώμα τους και Εκείνος τους φωτίζει. Ύστερα από κάθε Κοινωνία δεν ένοιωθα μόνο παιδί του Θεού, αλλά και αδελφός εξ αίματος με όλους τους χριστιανούς ολόκληρου του κόσμου. Ήμουνα αδελφός εξ αίματος με όλους τους χριστιανούς που έζησαν, με εκείνους που ζουν τώρα και μ’ εκείνους που θα ζήσουν αύριο, διότι είχαν, έχουν και θα έχουν μέσα στις φλέβες τους το ίδιο θείο αίμα που κι εγώ έχω μέσα στο δικό μου σώμα. Αυτή η ανθρώπινη και παγκόσμια αδελφοσύνη είναι το χριστιανικό πλήρωμα. Σ’ αυτήν την παγκόσμια λειτουργία τα πάντα ενώνονται και το σύμπαν ολόκληρο γίνεται ένα. Κοινωνούσα με τον Θεό και Εκείνος κοινωνούσε μαζή μου. Αυτές τις στιγμές ζούσαμε στην αιωνιότητα. Διότι η αιωνιότης αρχίζει εδώ κάτω, στη γη. Και όταν βρισκώμαστε στην Εκκλησία, βρισκόμαστε κιόλας στον ουρανό. Είμαστε κιόλας στην αιωνιότητα. Και σ ‘αυτή την αιωνιότητα πέρασα ολόκληρη την παιδική μου ηλικία…





                                Παιδικά χρόνια στον ουρανό επί της γης.


   Έτσι στα παιδικά μου χρόνια πλέχθηκε ένα μεγάλο θεολογικό ειδύλλιο. Ποτέ μου δεν έπαιξα κοσμικά παιχνίδια. Κάτι περισσότερο: Έδειξα πάντα αδιαφορία για ότι κοσμικό, λαϊκό ή κακό. Έτσι, όταν αργότερα έμαθα απ’ τα βιβλία ότι το κακό – ακριβολογώντας επιστημονικά – δεν υπάρχει, ήμουνα πάρα πολύ ευχαριστημένος. Γιατί είχα κάθε πεποίθησι απ’ τα παιδικά μου χρόνια ακόμη, πως το κακό δεν μπορεί να υπάρχη στην πραγματικότητα. Και τώρα ήμουν ευτυχισμένος γιατί είχα μια καινούργια διαβεβαίωσι. Πραγματικά, αν ένα πράγμα είναι κακοκαμωμένο, είναι σαν να μην είχε γίνει καθόλου. Αν η μαγείρισσα ετοιμάζη ένα τόσο άσχημο φαγητό, που θα ‘πρεπε να το πετάξη πριν το σερβίρη, είναι σαν να μην το έχη μαγειρέψει καθόλου. Αν ο τσαγγάρης μου φτιάχνη ένα ζευγάρι παπούτσια, που δεν μπορώ να φορέσω, είναι σαν να μη τα έχη ποτέ φτιάξει. Αν κανείς ζη μονάχα με το σώμα του, για μια επιδερμική ηδονή, αγνοώντας το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του – το ανθρώπινο πνεύμα, που είναι θείο – είναι σαν να μη έχη ζήσει καθόλου. Αυτοί που ζουν μονάχα με τις αισθήσεις τους και με τα σώματά τους, είναι σαν να μη ζουν καθόλου. Δεν υπάρχουν. Δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Θωμάς ο Ακινάτης αρνείται την ύπαρξι των αμαρτωλών γράφοντας : «Όσο οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, δεν υπάρχουν».

Στους Ινδούς το «υπάρχειν» είναι συνώνυμο με το «καλό». Οι δυο λέξεις έχουν την ίδια σημασία. Το «μη υπάρχειν» είναι συνώνυμο με το «κακό».

Το να υπάρχης λοιπόν σημαίνει να είσαι καλός. Το να μη υπάρχης σημαίνει να είσαι κακός. Αλλά υπήρχαν και άλλοι λόγοι για τους οποίους αγνοούσα πλήρως το κακό και τον βέβηλο κόσμο. Πρώτα απ’ όλα ζούσα μέσα σ’ ένα υπέροχο σύμπαν, το οποίο με θάμβωνε με το ανυπέρβλητο μεγαλείο του. Ζούσα μέσα στην ιερή αγκαλιά της εκκλησίας.

Η εκκλησία είναι μια εικόνα αρχιτεκτονική. Κάθε εκκλησία είναι το αντίγραφο του ουρανού. Ζούσα λοιπόν στον ουρανό επί της γης. Μέσα στο δικό μου σύμπαν βρίσκονταν όλα τα θεϊκά και κοσμικά μεγαλεία. Η ιερή ακολουθία της εκκλησίας τελείται ταυτοχρόνως και στον ουρανό. Κάθε ακολουθία είναι διπλή: η μια πλευρά της είναι εδώ κάτω και η άλλη εκεί ψηλά , στον ουρανό. Ο Θεός, οι άγγελοι, οι άγιοι συμμετέχουν αοράτως σε κάθε λειτουργία. Στην αρχή εκείνο που μου προξενούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν οι άγγελοι. Ήξερα πως είναι στο πλευρό μου. Κι αυτό με συγκινούσε πολύ, αν και δεν τους έβλεπα. Τον πατέρα μου , μόλις έμπαινε στην εκκλησία, οι άγγελοι τον περιτριγύριζαν. «Οι άγγελοι παρεστήκασι τω ιερεί», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Οι ουράνιες δυνάμεις, συγκεντρωμένες ευλαβικά γύρω απ’ το θυσιαστήριο όπου υπάρχει το θύμα, στοχάζονταν εκστατικά το άπειρο μεγαλείο του Θεού. «Πλήθως αγγέλων… στολάς αναβεβλημένων λαμπράς, και το θυσιαστήριον κυκλούντων».

Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ μόνος μέσα στο ιερό βήμα. Ποτέ. Γιατί «ο περί το θυσιαστήριον πληρούται τόπος (υπό των αγγέλων) εις τιμήν του κειμένου (Χριστού).

Ο πατέρας μου, αν και είχε ένα ανθρώπινο σώμα, είχε κριθή άξιος να γίνη υπηρέτης του Θεού στον ουρανό και να είναι ο σύντροφος των αγίων, των Χερουβίμ και των Σεραφίμ. Και κάτι περισσότερο: κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας οι άγγελοι διακονούσαν τον πατέρα μου. Γιατί

άγγελοι διακονούμενοι τη τραπέζη, αυτός πάρεστιν ο Χριστός»

«ότι γαρ άπας ο αήρ αγγέλων εμπέπλησται, άκουσον τι φήσιν ο Απόστολος, εντρέπων τας γυναίκας ώστε έχειν κάλυμμα επί της κεφαλής».

Ο πατέρας μου ντυμένος με χρυσά και ασημένια άμφια, δεν είχε πια καμμιά σχέση με την γη και τον κόσμο τούτο. Τα ιερατικά άμφια σημαίνουν πως ο ιερεύς έχει κόψει κάθε δεσμό του με τον κόσμο και πως είναι η προσωποποίησις του Θεού. Όταν ο ιερεύς υψώνη τα χέρια, πρέπει να αποκτά την βεβαιότητα πως ανοίγει φτερά, σαν τους αγγέλους.

Ο άγιος Γερμανός μας λέει:

«Οι πρεσβύτεροι κατά μίμησιν των Σεραφικών Δυνάμεων είσι, ταις στολαίς, δίκην πτερύγων κατακεκαλυμμένοι».

Όταν ο πατέρας μου άγγιζε με τα δάκτυλά του και χρησιμοποιούσε τα ιερά αντικείμενα, τα ιερά σκεύη, τα καλύμματα της αγίας Τραπέζης, γινόταν κατά ένα μοναδικό τρόπο ο επίγειος συνεργάτης του Θεού. Δάνειζε τα χέρια του στον Θεό για να τον υπηρετήσουν στα έργα του κόσμου τούτου. Ο Θεός όμως ήταν που λειτουργούσε αόρατα. Οι άγγελοι βοηθούν και υπηρετούν τον ιερέα πάντα στις ιερές ακολουθίες.

Τα τροπάρια και οι ύμνοι ψάλλονταν εν χορώ από τον πατέρα μου και τους αγγέλους. Έναν απ’ τους ύμνους αυτούς - τον τρισάγιον – τον έχουν συνθέσει οι ίδιοι οι άγγελοι και τον απεκάλυψαν στους πιστούς μέσα στο καθεδρικό ναό της Κωνσταντινουπόλεως.

«Σκέψου, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος στους ιερείς, κοντά σε ποιους και με τη συνοδεία ποιων θα ικετεύσεις το Θεό: με τα Χερουβίμ. Σκέψου σε ποιον ουράνιο χορό θα συμμετάσχης. Γι’ αυτό κανείς ας μη ραθυμή σ’ αυτούς τους ιερούς και μυστικούς ύμνους! Κανείς ας μη σκέφτεται γήινα, αλλά, απαλλαγμένος από κάθε βέβηλο πράγμα και μεταφερμένος ολόκληρος στον ουρανό, σαν να βρίσκεται κοντά στη θεία δόξα και να πετάη μαζή με τα Σεραφίμ, να ψάλλη τον τρισάγιον ύμνο του Θεού της δόξης και της μεγαλειότητος».

Με το να ζω κάθε στιγμή στον ουρανό, μπόρεσα από πολύ νωρίς να γνωρίσω τέλεια όλες τις ουράνιες ιεραρχίες. Μπορούσα ν’ αναγνωρίσω από μακρυά ένα Χερουβίμ, χωρίς να το συγχέω με τους άλλους αγγέλους γιατί τα Χερουβίμ είναι «πολυόμματα». Τα Σεραφίμ κυκλώνουν το θυσιαστήριο και έχουν «εξ πτέρυγες… και ταις μεν δυσί κατακαλύπτουσι τα πρόσωπα εαυτών, ταις δε δυσί τους πόδας και ταις δυσί πετόμενα κέκραγεν έτερον προς το έτερον, ακατάπαυστοις στόμασιν, ασιγήτοις δοξολογίαις, τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεκραγότα και λέγοντα: Άγιος, Άγιος, Άγιος…».

Και επειδή στην εκκλησία όλα εκφράζονται με σύμβολα, τα είχα μάθει όλα. Ήξερα πως «το πτερόν εμφαίνει την αναγωγικήν οξύτητα, και το ουράνιον και προς το άναντες οδοποιητικόν, και το παντός χαμαιζήλου δια το ανώφορον εξηρημένον».

Τα φτερά των αγγέλων είναι εξαιρετικά ελαφρά και η ελαφρότης των αυτή δείχνει πως δεν έχουν καμμιά γήινη κλίσι, αλλά ανεβαίνουν με πάσα καθαριότητα και χωρίς κανένα βάρος προς τα άνω. Ήξερα πως όλοι οι άγγελοι έχουν γυμνά πόδια και πως ποτέ δεν εικονίζονται ποδεμένοι και πως « το γυμνόν και ανυπόδετον , το άφετον και εύλλυτον και άσχετον και καθαρεύον της των εκτός προσθήκης και το προς την απλότητα την θείαν ως εφικτόν αφομοιωτικόν».

Τα ιερατικά άμφια και κοσμήματα του ιερέως πατέρα μου, οι στολές των αγίων, οι μορφές των μαρτύρων, των ομολογητών, των πατριαρχών και των προφητών στις εικόνες, η παρουσία των θείων και ουράνιων δυνάμεων, το θυσιαστήριο, η θυσία, η μουσική, η ποίησις των δεήσεων – της Εκτενούς – όλα ήταν υπέροχα, εκθαμβωτικά και ανυπέρβλητα μέσα στο ουράνιο μου σύμπαν, που ήταν μαζή και τόπος της γεννήσεώς μου. Ήξερα πως κάθε στιγμή με συνοδεύουν, με οδηγούν και με προστατεύουν οι ακτινοβόλες και θείες δυνάμεις. Στα δεξιά μου, βρισκόταν, αόρατος πάντα μα προσεκτικός σ’ όλες τις κινήσεις μου, ο φύλακας άγγελος μου. Πολύ κοντά μου ακόμη βρισκόταν ο άγγελος φύλακας της αγίας μας Εκκλησίας, ο άγγελος φύλακας του σπιτιού μας, ο άγγελος του πατέρα μου, του χωριού μας και ο άγγελος φύλακας της δυστυχισμένης χώρας μου, της Ρουμανίας… Ποτέ δεν χωρίσθηκα απ’ τις ουράνιες αυτές προσωπικότητες κι αυτές ήταν που με μόρφωσαν, με έμαθαν να μιλώ, να κυττάζω, να περπατώ, να προσεύχωμαι. Αυτές οι ουράνιες προσωπικότητες, που από τον ουρανό είχαν έλθει κοντά μου, απ’τον καιρό που γεννήθηκα, αυτές ωδηγούσαν τα βήματά μου, διώρθωναν την πορεία μου, τα λόγια μου και την όλη μου στάσι μέσα στη ζωή. Ήταν πάντα αόρατες κοντά μου, παντού όπου κι αν πήγαινα.

Απ’ αυτό το θείο σύμπαν, μέσα στο οποίο ήμουνα το μόνο γήινο πρόσωπο, βγήκα για πρώτη φορά τη μέρα που επρόκειτο να πάω σχολείο. Κι ήταν τότε που για πρώτη φορά περπάτησα επάνω στη βέβηλη γη. Γιατί εγώ γεννήθηκα σε μια ιερή περιοχή, γεννήθηκα μέσα στο πρεσβυτέριο. Γεννήθηκα μέσα στην αγκαλιά της εκκλησίας, στον ουρανό.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου