Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



ΠΩΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΤΑΙ Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ







ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΙΟΤΗΤΑ



 



                           Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης

                                    ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ

                               Αγιότης - Αρετή - Αγώνας

                     

            


Άνθρωπος ο οποίος επαινεί τον πλησίον του και κατακρίνει τον εαυτό του, φθάνει σε μέτρα αγιότητος. Αν ζητάς εσύ από τον άλλονε, επειδή σε λύπησε, να σου βάλει μετάνοια, δεν είσαι καλά, δεν είσαι εντάξει, δεν βαδίζεις στο δρόμο της καλογερικής.

Φθάσαμε, πατέρες, σ' ένα τέτοιο σημείο, που μπορώ να πω ότι, όταν ήμασταν κοσμικοί, ήμασταν καλύτεροι. Τώρα δεν σηκώνουμε λόγο, δεν σηκώνουμε λόγο.

Τα πατερικά βιβλία λένε ότι ο αββάς Νισθερώ απέκτησε φήμη αγίου ανδρός. Και πήγε άλλος και του λέει: «Τι αρετή έκανες, πάτερ, κι έφθασες σ' αυτά τα μέτρα;»Λέει: «Αφότου μπήκα στο μοναστήρι, είπα, εγώ και το γαϊδούρι ένα είμαστε. Όσο μιλάει το γαϊδούρι, όταν το δέρνεις, τόσο θα μιλήσω κι εγώ». Αυτό ήταν το θεμέλιο, ότι και να τον δείρουνε, «ευλόγησον». Τώρα εμείς φθάσαμε στο σημείο, δεν σηκώνουμε λόγο.

Ο άνθρωπος, εφόσον ζει, πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται. Και ο πρώτος αγώνας είναι να νικήσει τον εαυτό του. Ο πρώτος και ο κυριότερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι ο διάβολος, όχι. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος εις τον εαυτό του επίβουλος. Και τούτο διότι δεν ακούει τον άλλον, ακούει τι τον λέει ο λογισμός του. Ενώ έχουμε τόσους αγίους Πατέρες να τους μιμηθούμε διαβάζοντας τα συγγράματά τους, εντούτοις όμως το εγώ μας κυριεύει πολλές φορές. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του, είναι ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας και τροπαιοφόρος και νικηφόρος ενώπιον του Θεού!

*

Γι' αυτό πολλές φορές, να σας πω, πατέρες, εφοβήθηκα την κρίση του Θεού. Είναι σύμφωνος ο Θεός με μένανε ή μήπως αλλάζει ο Θεός; «Εμνήσθην των κριμάτων Σου και παρεκλήθην» (Ψαλμ. 118,12· 52). Έτσι είναι.

Ο Σταυρός δεν λείπει. Γιατί; Γιατί εφ' όσον κι ο αρχηγός μας ανέβηκε στο Σταυρό, κι εμείς θ' ανεβούμε, να πούμε. Αλλά απ' τη μια πλευρά είναι γλυκύς και ελαφρός, απ' την άλλη μεριά είναι πικρός και βαρύς. Κατά την προαίρεσή μας. Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι, φελλός. Αν το πάρεις, δηλαδή, απ΄την άλλη πλευρά, τότες είναι βαρύς και ασήκωτος.

Γι' αυτό, και μένα η πείρα αυτό με δίδαξε. Το θέλημα του Θεού να γίνει. Ήταν απ' το Θεό έτσι. Και ειρηνεύεις, να πούμε. Αν πεις μα γιατί ετούτο, εκείνο, δεν ειρηνεύεις, δεν ειρηνεύεις. Δεν ήταν το θέλημα του Θεού να φύγω την Κυριακή, ήταν τη Δευτέρα· δεν ήθελε ο Θεός την Τρίτη, ήθελε να φύγω την Τετάρτη· ε, ο Θεός έτσι τά 'φερε. Αν τα πάρεις απ' την άλλη πλευρά με την κρίση τη δική σου, θα σφάλεις και μισθόν δεν έχεις. Μισθόν δεν έχεις!

Μέσα σου να βράζει η χαρά, να μη φαίνεται· μέσα σου να βράζει η λύπη, η κόλαση αλλά μην το εξωτερικεύεις. Αυτός είναι ο καλόγηρος.

Ειδάλλως, εσύ κι εγώ εδώ, και να προσευχώμεθα· να μην ακούει ο ένας τον άλλονε. Αυτό είναι κατά Θεόν. Άμα το εξωτερικεύεις, είτε υπερηφάνεια θα σε πιάσει, ή... θα το χάσεις.

Γι' αυτό λέω ότι, όπου κι αν ευρεθεί ο άνθρωπος, να μην απελπίζεται. Να μην τα χάνει, να μην τα σαστίζει. Για τον άλφα και τον βήτα λόγο, ο Θεός γνωρίζει, σε δοκιμάζει. Σε δοκιμάζει: Μπορείς να κρατήσεις αυτήν τη θλίψη; Μπορώ. Θα σου δώσω χάρισμα. Δεν μπορείς; Κι αυτό που σου 'δωσα, θα το αφαιρέσω. Εγώ δεν θέλω δειλούς ανθρώπους. Όχι όπως έστειλε ο Μωυσής τους κατασκόπους, λέει: «Εωράκαμεν υιούς γιγάντων και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες» (Αριθ. 13,34). Έτσι; Ναι, αλλά ποιος το λέει αυτό; Ποιος το λέει; «Δειλός αποσταλείς εις υπακοήν, λέγει· λέων κατά την οδόν και φονείς κατά τας πλατείας» (Παροιμ. 26,13). Δειλός άνθρωπος δεν αξίζει τίποτες. Ενώ τολμηρός πάντα βγαίνει νικητής. Βλέπεις;

Η δικαιολογία δεν είναι γραμμένη στη Γραφή. Οι άγιοι όχι μόνο δεν δικαιολογούνται, αλλά υποφέρουν εκουσίως για τους άλλους.

Πάτερ, όχι έτσι. Εσύ να διορθώσεις τον εαυτό σου, όχι να περιμένεις τους άλλους. Εσύ να σταθείς από κάτω, να σε πατάν όλοι. Τότες είσαι εν τάξει. Ειδάλλως...

Εσύ να αρματωθείς στην υπομονή. Ο δρόμος ο του Σταυρού αυτός είναι.

Ο άνθρωπος, όσο και σοφός να είναι, να συμβουλεύεται και λιγάκι. Δεν είμαστε εμείς θεοδίδακτοι. Ούτε ο Θεός και σύ· μπορείς να πάρεις πληροφορίαν από το Θεό; Δεν είμαστε σ' αυτή την κατάσταση. Α, να ρωτήσουμε και κάναν άλλονε. Να ρωτήσουμε, να συμβουλευτούμε. Ε, δεν έχεις κανέναν άνθρωπο καλύτερό σου;

Θα κάνεις υπομονή στα δικά σου τα πάθη, θα κάνεις και στα δικά μου. Έτσι θα γίνεις άγιος.




ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΠΟΥ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝ Σ’ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΕΓΚΩΜΙΟ

ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ

ΠΟΥ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 

    Από τότε που εορτάσαμε την Ιερή πανήγυρη της Πεντη­κοστής, δεν πέρασαν ακόμη επτά ημέρες, και πάλι μας πρόφθασε χορός μαρτύρων, ή καλύτερα στρατιά μαρτύρων και παράταξη, που δεν είναι καθόλου κατώτερη από τη στρατιά των αγγέλων, που είδε ο πατριάρχης Ιακώβ, αλλά ισάξια και ίση μ’ αυτήν. Γιατί μάρτυρες και άγγελοι διαφέρουν στα ονόματα μόνο, στα έργα όμως ενώνονται. Στον ουρανό κατοικούν οι άγγελοι, αλλά και οι μάρτυρες. Αιώνιοι και αθάνατοι είναι εκείνοι, το ίδιο θα έχουν και οι μάρτυρες. Αλλ’ εκείνοι έλαβαν και ασώματη φύση; Και τι σημασία έχει αυτό; Γιατί οι μάρτυ­ρες, αν και έχουν σώμα, είναι όμως αθάνατο, ή καλύτερα και πριν από την αθανασία ο θάνατος του Χριστού στολίζει τα σώ­ματά τους περισσότερο από την αθανασία. Δεν είναι τόσο λαμ­πρός ο ουρανός καθώς στολίζεται με τα πολλά άστρα, όσο τα σώματα των μαρτύρων καθώς στολίζονται με το λαμπρό αίμα των τραυμάτων. Ώστε επειδή πέθαναν γι’ αυτό μάλιστα είναι ανώτεροι, και έλαβαν τα βραβεία πριν από την αθανασία αφού στεφανώθηκαν από τη στιγμή του θανάτου τους.

«Τον έκαμες λίγο κατώτερο από τους αγγέλους, με δόξα και τιμή τον στεφάνωσες»1, λέγει ο Δαβίδ, για τη φύση όλων των ανθρώπων. Αλλά και το λίγο αυτό όταν ήρθε ο Χριστός το συμπλήρωσε, αφού καταδίκασε το θάνατο με το θάνατό του. Εγώ όμως δεν Ισχυρίζομαι το ίδιο, αλλά ότι και το ελάττωμα αυτό του θανάτου έγινε πλεονέκτημα. Γιατί αν δεν ήταν θνητοί, δε θα γίνονταν μάρτυρες. Ώστε, αν δεν υπήρχε θάνατος, δε θα υπήρχε ούτε το στεφάνι· αν δεν υπήρχε τέλος, δε θα υπήρχε μαρτύριο. Αν δεν υπήρχε θάνατος, δεν θα μπορούσε ο Παύλος να λέγει. «Κάθε ημέρα πεθαίνω, μα το δικό σας καύχημα, που έχω στο όνομα του Ιησού Χριστού»2. Αν δεν υπήρχε θάνατος και φθορά, δε θα μπορούσε ο ίδιος να λέγει. «Χαίρομαι στα παθήματά μου για σας, και αναπληρώνω τα υστερήματα των θλί­ψεων του Χριστού στη σάρκα μου»3. Συνεπώς ας μη λυπούμα­στε, επειδή γίναμε θνητοί, αλλά ας ευχαριστούμε επειδή από το θάνατο μας ανοίχθηκε το στάδιο του μαρτυρίου, από τη φθορά λάβαμε αφορμή για τα βραβεία. από εδώ έχουμε την αιτία γι’ αγωνίσματα.

Βλέπεις τη σοφία του Θεού, πως το πιο μεγάλο κακό, το αποκορύφωμα της συμφοράς μας, που μας έφερε ο διάβολος, εννοώ το θάνατο, τον μετάτρεψε σε τιμή και δόξα μας, οδηγώντας μ αυτόν τους αθλητές στα βραβεία του μαρτυρίου; Τι λοιπόν; Θα ευχαριστήσουμε το διάβολο για το θάνατο; Μακριά μια τέτοια σκέψη. Γιατί το κατόρθωμα δεν είναι έργο της δικής του θέλησης, αλλ’ είναι χάρισμα της σοφίας του Θεού. Εκεί­νος τον έφερε για να μας καταστρέψει και, αφού μας επαναφέρει στη γη, να αποκόψει κάθε ελπίδα σωτηρίας, ο Χριστός όμως, αφού πήρε αυτόν, τον μετέστρεψε και μας ανέβασε πάλι στον ουρανό μ’ αυτόν. Κανείς σας λοιπόν ας μη με κατηγορή­σει, αν ονόμασα χορό και στράτευμα το σύνολο των μαρτύ­ρων, δίνοντας δύο αντίθετα ονόματα σ’ ένα πράγμα. Γιατί χο­ρός και στράτευμα είναι αντίθετα, εδώ όμως ενώθηκαν και τα δύο, αφού σαν να χόρευαν βάδιζαν μ’ ευχαρίστηση στα βασανι­στήρια, και σαν να πολεμούσαν έτσι έδειξαν κάθε ανδρεία και αντοχή, και τους εχθρούς νίκησαν. Αν βέβαια εξετάσεις τη φύση αυτών που γίνονταν, μάχη και πόλεμος και στράτευμα ήταν αυτά, αν όμως εξετάσεις τη διάθεση αυτών που έκαμναν αυτά, χοροί και διασκεδάσεις και πανηγύρια και η πιο μεγαλύ­τερη ευχαρίστηση ήταν αυτά που συνέβαιναν.

Θέλεις να μάθεις ότι αυτά ήταν πιο τρομερά από τον πόλε­μο; εννοώ τα σχετικά με τους μάρτυρες. Ποιο τέλος πάντων εί­ναι το φοβερό στον πόλεμο; Στήνονται και από τις δύο μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, που λάμπουν από τα όπλα και κα­ταυγάζουν τη γύρω περιοχή, ρίχνονται από παντού σύννεφα τα βέλη που με το πλήθος τους κρύβουν τον ουρανό, τρέχουν ρυά­κια τα αίματα πάνω στη γη, και είναι πολλά παντού τα πτώματα. όπως ακριβώς στο θερισμό τα στάχυα, έτσι και εδώ καθώς οι στρατιώτες πέφτουν ο ένας επάνω στον άλλο. Εμ­πρός λοιπόν να σε οδηγήσω από εκείνα σ’ αυτή τη μάχη. Και εδώ υπάρχουν δύο παρατάξεις, η μία των μαρτύρων και η άλλη των τυράννων. Αλλά οι τύραννοι είναι οπλισμένοι τέλεια, οι μάρτυρες όμως μάχονται με γυμνό το σώμα, και η νίκη ανήκει στους γυμνούς και όχι στους οπλισμένους. Ποιος δε θα απορούσε, το ότι αυτός που μαστιγώνεται νικά εκείνον που τον μα­στιγώνει, ο δεμένος τον ελεύθερο, αυτός που κατακαίεται εκείνον που τον καίει, αυτός που πεθαίνει εκείνον που τον σκοτώ­νει;

Είδες πως αυτά είναι πιο φοβερά από εκείνα; Εκείνα αν και είναι φοβερά, γίνονται όμως κατά φυσικό τρόπο, αυτά όμως ξεπερνούν κάθε φυσικό τρόπο και κάθε ακολουθία των πραγμάτων, για να μάθεις ότι τα κατορθώματα είναι της χάρης του Θεού. Αν και τι είναι πιο άδικο από τη μάχη αυτή; τι πιο παράνομο από τα αγωνίσματα; Γιατί στους πολέμους και οι δύο που μάχονται προστατεύονται, εδώ όμως δε συμβαίνει έ­τσι, αλλά ο ένας είναι γυμνός και ο άλλος οπλισμένος. Στους αγώνες πάλι επιτρέπεται και στους δύο να σηκώνουν τα χέρια ο ένας εναντίον του άλλου, εδώ όμως ο ένας είναι δεμένος και ο άλλος κτυπάει ελεύθερα, και σαν από κάποια εξουσία αυτοί που δίκαζαν, αφού εξασφάλισαν για τους εαυτούς τους το δι­καίωμα να κακοποιούν και έδωσαν στους δίκαιους μάρτυρες το προνόμιο να κακοποιούνται, έτσι μάχονται με τους αγίους, και ούτε έτσι τους νικούν, αλλά μετά την άνιση αυτή μάχη, αφού νικηθούν, αποχωρούν. Και γίνεται το ίδιο όπως, εάν κά­ποιος, αφού φέρει έναν πολεμιστή στον πόλεμο, τού κόψει την αιχμή τού δόρατος και τού βγάλει το θώρακα, τον διατάζει να μάχεται έτσι με γυμνό το σώμα, αυτός όμως, μολονότι κτυπιέται και πληγώνεται και δέχεται πάρα πολλά τραύματα, στήνει τρόπαιο νίκης.

Πράγματι τους μάρτυρες τους οδηγούσαν γυμνούς, τους είχαν δεμένα πίσω τα χέρια και από παντού τους κτυπούσαν και τους ξέσκιζαν, και έτσι νικούνταν, αυτοί όμως, αν και δέ­χονταν τα τραύματα, έστησαν το τρόπαιο της νίκης εναντίον τού διαβόλου. Και όπως το διαμάντι όταν χτυπιέται, αυτό δεν υποχωρεί, ούτε μαλακώνει, το σίδερο όμως που το κτυπά το διαλύει, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των αγίων, ενώ βασανίζον­ταν τόσο πολύ, οι ίδιες δεν πάθαιναν κανένα κακό, διαλύοντας όμως τη δύναμη εκείνων που τους κτυπούσαν, με τρόπο αι­σχρό και καταγέλαστο τους έδιωχναν νικημένους από τους αγώνες ύστερα από πολλά και αβάστακτα κτυπήματα. Γιατί και στο ξύλο έδεσαν τους μάρτυρες, και τα πλευρά τους τρυπούσαν, ανοίγοντας βαθιά αυλάκια, σαν να όργωναν τη γη, αλλά χωρίς να κόβουν τα σώματά τους. Και μπορούσε να δει κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ανοιγμένα, στήθη τσακισμένα, και ούτε εδώ σταματούσαν τη μανία τους τα αιμοβόρα εκείνα θηρία, αλλ’ αφού τους κατέβαζαν από το ξύλο, τους τέντωναν σε σιδερένια σκάλα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Και μπο­ρούσες να δεις ακόμη σκληρότερα θεάματα από τα προηγού­μενα, να τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες από τα σώματά τους, άλλες από το αίμα που χυνόταν και άλλες από τις σάρ­κες που έλειωναν. οι άγιοι όμως που ήταν ξαπλωμένοι πάνω στα κάρβουνα σαν να ήταν ρόδα, παρακολουθούσαν με τόση ευχαρίστηση αυτά που γίνονταν.

 Εσύ όμως όταν ακούσεις σιδερένια σκάλα, θυμήσου τη νοητή σκάλα, που είδε ο πατριάρχης Ιακώβ να εκτείνεται από τη γη στον ουρανό. Από εκείνη κατέβαιναν άγγελοι, από αυτήν ανεβαίνουν μάρτυρες, και τις δύο δε, τις στηρίζει ο Κύριος. Δε θα άντεχαν τους πόνους αυτοί οι άγιοι, αν δε στηρίζονταν σ’ αυτήν τη σκάλα. Αλλά από εκείνη ανεβαίνουν και κατεβαίνουν άγγελοι, και στον καθένα είναι φανερό ότι από αυτήν ανεβαίνουν και μάρτυρες. Γιατί τέλος πάντων λοιπόν; Επειδή εκείνοι στέλνονται να υπηρετήσουν αυτούς που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία, αυτοί όμως σαν αθλητές και νικη­τές, αφού απαλλάχθηκαν από τους αγώνες, έφυγαν στη συνέ­χεια για τον αγωνοθέτη.

Αλλ’ ας μην ακούμε μόνο τα λεγόμενα, ακούοντας δηλα­δή ότι υπήρχαν κάρβουνα κάτω από τα καταπληγωμένα σώ­ματα, αλλ’ ας σκεφθούμε ποιοι είμαστε όταν μας πιάσει ξαφνι­κά πυρετός, θεωρούμε ότι η ζωή είναι ανυπόφορη, ταραζόμα­στε, δυσανασχετούμε, σαν τα μικρά παιδιά δυσφορούμε, θεω­ρώντας ότι η φλόγα του πυρετού δεν είναι καθόλου μικρότερη από την κόλαση. Αυτοί όμως χωρίς να τους πιάσει πυρετός, αλλά αν και τους πολιορκούσε από παντού η φλόγα και οι σπί­θες πηδούσαν επάνω στις πληγές και δάγκωναν τα τραύματα πιο άγρια από κάθε θηρίο, σαν να ήταν αδαμάντινοι και σαν να έβλεπαν αυτά να γίνονται σε ξένα σώματα, έτσι γενναία και με την ανδρεία που ταίριαζε σ’ αυτούς στέκονταν σταθεροί στην ομολογία τους, μένοντας ακλόνητοι σ’ όλα τα βασανιστήρια και αποδεικνύοντας περίτρανα τη δική τους ανδρεία και τη χά­ρη του Θεού. Είδατε πολλές φορές ν’ ανεβαίνει ψηλά την αυγή ο ήλιος και να στέλνει τις κίτρινες ακτίνες του; Τέτοια ήταν τα σώματα των αγίων, σαν κάποιες κίτρινες ακτίνες τους περικύ­κλωναν από παντού τα ρυάκια με αίμα και έκαναν να λάμπει το σώμα τους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι κάνει ο ήλιος τον ουρανό.

Αυτό το αίμα βλέποντας οι άγγελοι χαίρονταν, οι δαίμονες φοβούνταν, και ο ίδιος ο διάβολος έτρεμε. Γιατί δεν ήταν απλώς αίμα αυτό που έβλεπαν, αλλά αίμα σωτήριο, αίμα άγιο, αίμα άξιο για τους ουρανούς, αίμα που διαρκώς ποτίζει τα κα­λά φυτά της Εκκλησίας. Είδε το αίμα και έτρεξε ο διάβολος, γιατί θυμήθηκε άλλο αίμα, τού Κυρίου. Για εκείνο το αίμα χύ­θηκε αυτό, γιατί από τότε που κεντήθηκε η πλευρά τού Κυρίου, βλέπεις στο εξής να κεντιούνται αμέτρητες πλευρές. Ποιος λοιπόν δε θα έπαιρνε μέρος μ ευχαρίστηση πολλή σ’ αυτούς τους αγώνες, όταν πρόκειται να γίνει μέτοχος των παθημάτων τού Κυρίου και να έχει τον ίδιο θάνατο με το θάνατο τού Χρι­στού; Γιατί είναι αρκετή αυτή η ανταπόδοση και περισσότερη η τιμή και ξεπερνά τα κατορθώματα η αμοιβή και έρχεται πριν την έλευση της Βασιλείας των ουρανών. Ας μη φοβούμαστε λοιπόν όταν ακούμε ότι ο τάδε μαρτύρησε, άλλ ας τρομάζου­με όταν ακούμε ότι ο τάδε δείλιασε και έπεσε, ενώ είχε μπρο­στά του τέτοια βραβεία.

Εάν όμως θέλεις ν ακούσεις και αυτά που έγιναν ύστερα, δεν μπορεί να τα παραστήσει κανένας λόγος, γιατί λέγει. «Ού­τε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε ανθρώπινος νους σκέφτηκε αυτά, που ετοίμασε ο Θεός σ’ εκείνους που τον αγαπούν»4, και κανένας από τους ανθρώπους δεν τον αγάπησε τόσο, όσο οι μάρτυρες. Βέβαια δε θα σιωπήσουμε, επειδή το μέγεθος των αγαθών που έχουν ετοιμασθεί ξεπερνά και το λόγο και τη σκέ­ψη μας, άλλ όσο είναι δυνατό και εμείς να πούμε και εσείς ν ακούσετε, θα προσπαθήσουμε να σας δείξουμε αμυδρά τη μα­καριότητα που τους περιμένει αυτούς εκεί. Γιατί καθαρά αυτοί μόνο θα τη γνωρίσουν, που θα την απολαύσουν πραγματικά. Τα δεινά δηλαδή αυτά και τα αβάστακτα τα υποφέρουν οι μάρ­τυρες σε μία σύντομη χρονική στιγμή, και μετά την απαλλαγή τους από τη ζωή αυτή ανεβαίνουν στους ουρανούς, ενώ προη­γούνται αυτών άγγελοι και τους περιστοιχίζουν αρχάγγελοι. Γιατί δεν ντρέπονται τους συνανθρώπους τους, αλλά θα προτι­μούσαν να κάμουν τα πάντα γι’ αυτούς, επειδή εκείνοι προτί­μησαν να πάθουν τα πάντα για τον Κύριό τους Χριστό.

Όταν όμως ανεβούν στον ουρανό, όλες εκείνες οι άγιες δυνάμεις τους συντρέχουν. Αν λοιπόν, όταν ξένοι αθλητές έρ­χονται στην πόλη, όλος ο λαός τρέχει από παντού και αφού τους περικυκλώσουν παρατηρούν καλά από κοντά τη δύναμη που έχουν τα μέλη του σώματός τους, πολύ περισσότερο όταν οι αθλητές της ευσέβειας ανεβούν στους ουρανούς συντρέχουν οι άγγελοι και όλες οι ουράνιες δυνάμεις από παντού τρέχουν για να παρατηρήσουν τα τραύματά τους, και σαν κάποιους ήρωες που γύρισαν από τον πόλεμο και τη μάχη ύστερα από πολλά τρόπαια και νίκες, έτσι μ ευχαρίστηση τους υποδέχον­ται όλους και τους ασπάζονται. Έπειτα τους οδηγούν με μεγά­λη συνοδεία προς το βασιλιά των ουρανών, στο θρόνο εκείνο που είναι γεμάτος από πολλή δόξα, όπου βρίσκονται τα Χερου­βίμ και τα Σεραφίμ. Και όταν φθάσουν εκεί και προσκυνήσουν εκείνον που κάθεται πάνω στο θρόνο, απολαμβάνουν περισσό­τερη εύνοια από τον Κύριο, παρά από τους ανθρώπους. Γιατί δεν τους δέχεται αυτούς σαν δούλους (αν και αυτό θα ήταν με­γάλη τιμή και δεν είναι δυνατό να βρει κανείς ίση μ αυτήν), αλλά σαν φίλους του. «Γιατί εσείς», λέγει, «είστε φίλοι μου»5. Και πολύ σωστά λέγει, γιατί ο ίδιος είπε πάλι. «Μεγαλύτερη από αυτή την αγάπη δεν έχει κανένας, ώστε να δώσει κάποιος τη ζωή του για χάρη των φίλων του»6.

Επειδή λοιπόν έδειξαν την πιο μεγάλη αγάπη, τους υποδέχεται και απολαμβάνουν εκείνη τη δόξα, παίρνουν μέρος στους χορούς και μετέχουν στους μυστικούς ύμνους. Αν λοι­πόν και όταν είχαν το σώμα μετείχαν στο χορό εκείνο με την κοινωνία των μυστηρίων, και έψαλλαν μαζί με τα Χερουβίμ τον τρισάγιο ύμνο, καθώς ξέρετε εσείς οι μυημένοι, πολύ πε­ρισσότερο τώρα που βρέθηκαν με τους αγγέλους, με πολλή παρρησία παίρνουν μέρος στη δοξολογία εκείνη. Άραγε δε φοβόσασταν πριν το μαρτύριο; άραγε δεν επιθυμείτε τώρα το μαρτύριο; άραγε δε λυπάστε τώρα, γιατί δεν είναι καιρός μαρ­τυρίου;

Αλλά ας γυμναζόμαστε για τον καιρό του μαρτυρίου. Περιφρόνησαν εκείνοι τη ζωή, περιφρόνησε εσύ τις απολαύσεις. Έριξαν εκείνοι τα σώματά τους στη φωτιά, ρίξε εσύ χρήματα τώρα στα χέρια των φτωχών. Καταπάτησαν εκείνοι τα αναμμένα κάρβουνα, σβήσε εσύ τη φλόγα της επιθυμίας. Εί­ναι ενοχλητικά αυτά, αλλά φέρουν κέρδος. Μη βλέπεις τα πα­ρόντα τα δυσάρεστα, αλλά τα μέλλοντα τα ευχάριστα, όχι τα δεινά που περνάς τώρα, αλλά τα αγαθά που ελπίζεις, όχι τα παθήματα, αλλά τα βραβεία, όχι τους κόπους, αλλά τα στεφά­νια, όχι τους ιδρώτες, αλλά τις αμοιβές, όχι τους πόνους, αλλά τις ανταποδόσεις, όχι την αναμμένη φωτιά, αλλά τη βασιλεία που σε περιμένει, όχι τους δήμιους που σε περιτριγυρίζουν, αλλά το Χριστό που σε στεφανώνει.

 Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος και ο ευκολότερος δρό­μος για την αρετή, να μη βλέπει κάνεις τους κόπους μόνο, αλλά και τα βραβεία μαζί με τους κόπους και όχι το καθένα ξε­χωριστά. Όταν λοιπόν πρόκειται να δώσεις ελεημοσύνη, μη σκέπτεσαι τη δαπάνη των χρημάτων, αλλά την απόκτηση της δικαιοσύνης. «Σκόρπισε χρήματα, έδωσε στους φτωχούς. η δι­καιοσύνη του μένει στους αιώνες των αιώνων»7. Μη βλέπεις τον πλούτο σου που λιγοστεύει, αλλά το θησαυρό που αυξάνει. Αν νηστεύεις, μη σκέπτεσαι την ταλαιπωρία που προξενεί η νηστεία, αλλά την άνεση που προέρχεται από την ταλαιπωρία. Αν αγρυπνήσεις προσευχόμενος, μη συλλογίζεσαι την ταλαι­πωρία της αγρυπνίας, αλλά την παρρησία που θ’ αποκτήσεις από την προσευχή. Έτσι κάνουν και οι στρατιώτες. Δε βλέ­πουν τα τραύματα, αλλά τις αμοιβές, όχι τις σφαγές, αλλά τις νίκες, όχι τους νεκρούς στο πεδίο της μάχης, αλλά τους ήρωες που στεφανώνονται. Έτσι και οι κυβερνήτες βλέπουν μπροστά στα κύματα τα λιμάνια, μπροστά στα ναυάγια τα εμπορεύματα, μπροστά στα δεινά της θάλασσας τα αγαθά μετά τη θάλασ­σα.

Έτσι κάμε και εσύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα είναι μέσα στη βαθιά νύκτα, όταν κοιμούνται όλοι οι άνθρωποι και τα θηρία και τα κατοικίδια ζώα, όταν υπάρχει απόλυτη ησυχία, εσύ μόνο να σηκωθείς και να συνομιλήσεις με τον Κύριο όλων μας. Είναι γλυκός ο ύπνος; Αλλά τίποτε δεν είναι πιο γλυκό από την προσευχή. Αν συνομιλήσεις ιδιαίτερα μαζί του, πολλά θα μπορέσεις να επιτύχεις, χωρίς να σε ενοχλεί κανείς, ούτε να εμποδίσει την προσευχή σου, και την ώρα έχεις σύμμαχο για να έπιτύχεις αυτά που θέλεις. Αλλά στριφογυρίζεις ξαπλωμέ­νος σε μαλακό στρώμα και διστάζεις να σηκωθείς; Σκέψου τους μάρτυρες που είναι σήμερα ξαπλωμένοι στη σιδερένια σκάλα, χωρίς να υπάρχει στρώμα από κάτω, αλλά απλωμένα κάρβουνα.

Εδώ θέλω να σταματήσω το λόγο, για να φύγετε έχοντας ζωντανή και ζωηρή τη μνήμη εκείνης της σκάλας και να την θυμάστε νύχτα και ημέρα. Γιατί, και αν ακόμη μας κρατούν ά­πειρα δεσμά, θα μπορέσουμε να τα σπάσουμε εύκολα όλα και να σηκωθούμε για προσευχή, όταν έχουμε πάντοτε στο νου μας αυτή τη σκάλα. Όχι μόνο τη σκάλα, αλλά και τις άλλες τιμω­ρίες των μαρτύρων ας τις χαράξουμε στο πλάτος της δικής μας καρδιάς. Όπως αυτοί που κάνουν λαμπρά τα σπίτια τους, τα στολίζουν σ’ όλα τα σημεία με όμορφες ζωγραφιές, έτσι και εμείς ας ζωγραφίσουμε στους τοίχους της δικής μας ψυχής τις τιμωρίες των μαρτύρων. Γιατί εκείνες οι ζωγραφιές είναι ανώφελες, αυτές όμως έχουν κέρδος. Δε χρειάζεται χρήματα, ούτε έξοδα, ούτε κάποια τέχνη αυτή η ζωγραφική, αλλά για όλα αυτά φθάνει να χρησιμοποιήσει την προθυμία του και τη γενναία και νηφάλια σκέψη του, και μ αυτή σαν κάποιο χέρι άριστου τεχνίτη να ζωγραφίσει τις τιμωρίες τους.

Ας ζωγραφίζουμε λοιπόν στην ψυχή μας άλλους να είναι στα τηγάνια, άλλους ξαπλωμένους σ’ αναμμένα κάρβουνα, άλλους αναποδογυρισμένους στα καζάνια, άλλους να καταποντίζονται στη θάλασσα, άλλους να ξεσκίζονται, άλλους να τους γυρίζουν στον τροχό, άλλους να τους ρίχνουν στον γκρε­μό. Άλλους πάλι να παλεύουν με θηρία, άλλους να τους οδηγούν στο βάραθρο, και άλλους όπως έτυχε ο καθένας να τε­λειώσει η ζωή του. Ώστε με την ποικιλία αυτής της ζωγραφι­κής, αφού κάνουμε λαμπρό το δικό μας σπίτι, να το καταστή­σουμε κατάλληλο κατάλυμα στο βασιλιά των ουρανών. Γιατί αν δει τέτοιες ζωγραφιές στην ψυχή μας, θα έρθει μαζί με τον Πατέρα και θα κάμει κατοικία μέσα μας μαζί με το άγιο Πνεύ­μα. Και θα γίνει βασιλικό παλάτι στη συνέχεια η ψυχή μας και κανένας παράλογος λογισμός δε θα μπορέσει να την πατήσει, αφού η μνήμη των μαρτύρων, σαν κάποια ζωγραφιά, θα υπάρχει πάντοτε μέσα μας και θα σκορπά πολλή λάμψη και θα κα­τοικεί συνεχώς μέσα μας ο βασιλιάς των όλων Θεός. Έτσι λοι­πόν, αφού υποδεχθούμε το Χριστό εδώ, θα μπορέσουμε μετά την αναχώρησή μας από τη γη να τον υποδεχθούμε στις αιώ­νιες κατοικίες μας, τις οποίες εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία τού Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού, από τον οποίο και μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο άγιο και ζωοποιό Πνεύμα ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων.

Αμήν

 

ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 36

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΣΧΟΛΙΑ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΜΟΥΣΤΑΚΑ Θεολόγο – Φιλόλογο




         ΑΓΙΟΤΗΣ,ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΣΗΣ

 


 ''Κατά την ορθόδοξη πίστη, η θέωση είναι ουσιώ­δης μετοχή στη θεότητα, όχι βέβαια στην υπερβατική και αμέθεκτη ου­σία του Θεού, αλλά στην άκτιστη θεία του ενέργεια, η οποία πηγάζει αϊδίως από τη θεία ουσία, ως ο άφθαρτος και εγγενής πλούτος της, εί­ναι θεοπρεπής διάκριση, όπως είναι και οι τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα, χωρίς να επιφέρει σύνθεση στην απλότητα εκείνης.''

                                                                   

                                       Ανδρέας Θεοδώρου 

 

 Η αγιότητα είναι βασική ιδιότητα της ενέργειας και της φύσε­ως του Θεού. Σημαίνει απουσία κάθε ίχνους κακίας, στην οποιαδήποτε μορφή της, από την πανακήρατη φύση. Ο Θεός είναι οντολογικά άγιος, διότι η ουσία του είναι «φύσει αγα­θή». Η κακία αφ’ έτερου είναι οντολογικά ανύπαρκτη. Δεν ανήκει στην κλίμακα των υπαρκτών όντων, αλλά είναι επιφαινόμενο. Φαίνεται, δεν είναι, και λαμβάνει την υπόστασή της εκεί, όπου τα λογικά όντα απομακρύνονται ελεύθερα από το Θεό. Όπου απουσιάζει το αγαθό, εκεί εμφανίζεται η αμαρτία, η όποια εξαφανίζεται, όταν εμφανιστεί πάλιν εκείνο (το αγαθό). Έτσι και το φως, όταν αναχωρεί, παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι, το οποίο με τη σειρά του αφανίζεται, όταν επανεμφανιστεί ε­κείνο.Στο στάδιο της θείας οικονομίας, η αγιότητα του Θεού είναι η θεία του ενέργεια στην πολλαπλή σχέση της προς τις ελεύθερες πράξεις των λογικών κτισμάτων. Από τη θεία ενέργεια απορρέει και προς αυ­τήν αναφέρεται κάθε ιδέα κτιστής αγιότητας. Ο Θεός, ως δημιουργός, έθεσε στα όντα την ηθική τάξη και τους ηθικούς νόμους του την τήρη­ση των οποίων απαιτεί, τιμωρώντας τις όποιες παραβάσεις τους.

 

 

Από την άποψη αυτή ο Θεός είναι δίκαιος, και κατ’ επέκταση κριτής των ηθικών ενεργειών των πλασμάτων του. Στο μυαλό μας η αγιότητα του Θεού νοείται σε συνδυασμό με την ηθική ποιότητα των ενεργειών του ανθρώπου. Ό,τι κακό παρατηρείται σ’ αυτόν, το απομακρύνουμε από την καθαρή και αμόλυντη θεία φύ­ση.Ως γνωστόν, με τον τρόπο αυτό δουλεύει η άποφατική θεολογία, η όποια αφαιρεί από την ουσία του Θεού κάθε τι το κακό, ατελές και άναγνο, που παρατηρείται στην ηθική περιοχή του όντος.Διά των α­φαιρέσεων φθάνουμε στην απόλυτη τελειότητα του Θεού. Η αγιότη­τα είναι έκφραση της τελειότητας αυτής.Ο Θεός είναι άγιος. Έτσι τον είδαν και τον έψαλλαν οι άγγελοι σύμ­φωνα με το όραμα του Ησαΐα: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Και επειδή ο Θεός δεν αρέσκεται σε υπερβολές (προς τί άλλωστε;), η αγιότητα του είναι εκφρασμένη απλά σε θετικό βαθμό. Όπως είναι εκφρασμένη και η α­γιότητα του Χριστού: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρου α’, 16 [για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη, μπορείς να μπεις εδώ]), και όπως και του Πνεύματος του Θεού, το οποίο προσωνυμείται απλά «άγιον» («Πνεύμα άγιον»), τόσο στη σειρά της Αγ. Τριάδος, όσο και στις πολλές μαρτυρίες της θείας Γραφής. Βέβαια υπάρχουν και προ­σωνυμίες σε βαθμό υπερθετικό: την Τριάδα αποκαλούμε «Παναγίαν» («Παναγία Τριάς ελέησον ήμας…»), όπως «Παναγία» προσαγορεύεται και η Μητέρα του Χριστού.Τα επισημαίνω αυτά, γιατί εδώ στη γη συμ­βαίνουν άλλα πράγματα…Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως αποκαλεί την Εκκλησία «αγίαν»: «Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Την αγιότητά της η Εκκλησία αντλεί από την αόρατη και μυστική της κεφαλή, το Χριστό: «καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση…, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη εχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιού­των, αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος» (Εφεσίους ε’ 26, 27). Περαιτέρω είναι αγία η Εκκλησία, γιατί και η χάρη του Αγ. Πνεύματος, που την εμπνέ­ει και την οδηγεί είναι αγία, όπως άγιος είναι και ο σκοπός της, δηλα­δή η αγιοποίηση των αμαρτωλών μελών της. Τη μεταφυσική αγιότητα της Εκκλησίας δεν μειώνει το γεγονός, ότι τα μέλη της, άνθρωποι α­τελείς και έμπερίστατοι, είναι αμαρτωλά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η Εκ­κλησία, για ν’ αγιάζει τα ασθενή μέλη της και να τα οδηγεί στην ηθική και πνευματική τους τελειοποίηση.Άγια, τέλος, είναι και άλλα μεγέθη πνευματικά και υλικά. Άγιος είναι ο Νόμος του Θεού (Ρωμαίους ζ’, 12), ως συγκεκριμένη έκφραση του αγίου του θελήματος, η τήρηση του οποίου δεσμεύει κάθε άνθρωπο. Άγιες είναι οι θείες Γραφές (Ρωμ. α’ 2), στις οποίες είναι καταχωριμένη η αλήθεια, την οποία φανέρωσε στον κόσμο ο σαρκωθείς Λό­γος του Θεού. Άγιος είναι και ο χριστιανικός ναός μαζί με όσα υπάρ­χουν σ’ αυτόν, τα αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού. Άγια είναι και τα ιερά μυστήρια, και προ πάντων η θεία Ευχαριστία, διά των οποίων αναγεννάται και τρέφεται πνευματικά ο άνθρωπος, και άλλα πολλά.Στο ηθικοπνευματικό πεδίο η αγιότητα εκφράζεται ως κατάσταση, στην οποία φτάνει ο άγιος, ως τέλειος και ολοκληρωμένος χριστια­νός. Είναι αγιότητα σχετική, συγκρινόμενη με την απόλυτη αγιότητα του Χριστού, τον οποίο δεν εσπίλωσε κανένα ίχνος αμαρτίας (Α΄ Πέτρ, β’ 22), και ο οποίος δεν είχε καν τη δυνατότητα ν’ αμαρτήσει, λόγω της συνθέσεως του θεανδρικού προσώπου του.Όπως εύκολα νοείται, η αγιότητα δεν είναι τέλεια από την αρχή και στατική, φυτευμένη στη φύση του ανθρώπου, αλλά κατάσταση δυνα­μική και εξιλεωτική. Δεν γεννιέται κανείς άγιος, αλλά γίνεται.Το πρώ­το αποτελεί αντίφαση.Αρετή και στάση είναι πράγματα αντιφατικά Για να γίνεις άγιος πρέπει να διανύσεις πολύ δρόμο να δουλέψεις ε­πίμονα κι εντατικά, φυσικά πάντοτε με τα όπλα του φωτός (Ρωμ. ιγ’ 12) και με τη χάρη του Θεού να πολεμήσεις την ευπερίστατη αμαρτία (Εβραίους ιβ’ 1) και τις μεθοδείες του διαβόλου (Εφεσίους ζ’ 11)· να καθαρί­σεις επιμελώς το σώμα και τη ψυχή σου από πάθη αμαρτωλά (Α’ Κορινθίους ζ’ 1), από επιθυμίες και σκέψεις και λογισμούς πονηρούς, από τη φι­ληδονία της σάρκας και την κακία στην όποια μορφή της, που κουβα­λάει μέσα του κάθε άνθρωπος, για να φθάσεις «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσίους δ’ 13). Παράλληλα πρέπει να κοσμή­σεις τη ψυχή σου με τις ουρανοδρόμες αρετές, την ταπείνωση, την πίστη και την αγάπη. Όταν φτάσει κανείς ν’ αγαπά σωστά το Θεό (Ματθ. κβ’ 37), τότε αγγίζει τα όρια της σχετικής αγιότητας.Με άλλα λόγια, η θεία «εικών», που υπάρχει στην πλάση κάθε ανθρώπου (Γένεσις, α’ 27) και εντοπίζεται στο λογικό, το νοερό και το αυτεξούσιο της ψυχής του στη θετική της φορά στο αγαθό και το Θεό, πρέ­πει να γίνει «ομοίωσις», που σημαίνει να μοιάσει κανείς, σε μια πορεία εξελικτική, μ’ εκείνο που είναι ο Θεός, το οποίο απηχείται στη ψυχή του και δημιουργεί πνευματική συγγένεια με τον πλαστουργό του. Αυτό ισοδυναμεί με τη χαρισματική θέωση του πιστού. Ο άγιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος, ο θείας φύσεως κοινωνός (Β΄ Πέτρ. α’ 4), ο οικείος Θεού (Εφεσίους β’ 20). Η θέωση είναι το όριο στο οποίο εξαντλεί­ται, και με το οποίο ταυτίζεται η αγιότητα του ηθικού όντος. Το μέγε­θος αυτό, αρχόμενο από την παρούσα ζωή, θα ολοκληρωθεί μελλον­τικά στην αιώνια θεία βασιλεία.Στο ζήτημα της θεώσεως των αγίων είναι πολύ ευαίσθητη η ορθό­δοξη ψυχή. Πώς όμως νοούμε τη θέωση; Εδώ πρέπει να κάνουμε μια πολύ σημαντική διασάφηση. Η θέωση δεν σημαίνει αφομοίωση της ουσίας του ανθρώπου με την ουσία του Θεού, πράγμα που πολλοί νομίζουν, ότι διαβλέπουν στο ορθόδοξο δόγμα. Η κτιστή ανθρώπι­νη φύση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ν’ αφομοιωθεί με την άκτιστη θεία. Δεν μπορούν να χαθούν οι κτιστοί χαρακτήρες της, που την προσδιορίζουν ως πεπερασμένο δημιούργημα. Η μετάπτωση της αν­θρώπινης φύσεως στη θεία είναι αδύνατο να γίνει, δεδομένης της α­πειρίας και της απόλυτης υπερβατικότητος της ουσίας του Θεού, η όποια είναι απρόσιτη, ακοινώνητη και αμέθεκτη. Η θέωση δεν ση­μαίνει πανθεϊστική ανάχυση και απορρόφηση του κτιστού από το άκτιστο (παράδειγμα: μια σταγόνα ξύδι στον απέραντο ωκεανό), ένα εί­δος μονοφυσιτικής ουσιώσεως στο πέλαγος της θείας απειρίας. Ο άν­θρωπος σ’ αυτήν παραμένει άνθρωπος και ο Θεός, Θεός. Το πράγμα είναι τόσο σαφές, ώστε να μην επιδέχεται αμφισβήτηση. Κι όμως η θέωση, για την οποία μιλάμε, δεν είναι απλό σχήμα λόγου, ιδέα διά­κενη ή ψιλός συμβολισμός της ηθικής τελειώσεως του ανθρώπου, αλ­λά θέωση πραγματική, μεταφέρουσα όλο το σημαινόμενο της λέξεως. Ο άνθρωπος γίνεται θεός (με μικρό βέβαια θ). Και φυσικά δεν πρό­κειται περί παραδοξολογήματος, ούτε περί αντιφάσεως προς όσα ση­μειώσαμε πιο πάνω. Κατά την ορθόδοξη πίστη, η θέωση είναι ουσιώ­δης μετοχή στη θεότητα, όχι βέβαια στην υπερβατική και αμέθεκτη ου­σία του Θεού, αλλά στην άκτιστη θεία του ενέργεια, η οποία πηγάζει αϊδίως από τη θεία ουσία, ως ο άφθαρτος και εγγενής πλούτος της, εί­ναι θεοπρεπής διάκριση, όπως είναι και οι τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα, χωρίς να επιφέρει σύνθεση στην απλότητα εκείνης. Η θεία ενέργεια είναι αληθινός Θεός, εκφράζει την απρόσιτη και ανέκφραστη θεία φύση και είναι εξωτερικά κοινωνητή και μεταδότη. Δι’ αυτής φα­νερώνεται ο Θεός στον κόσμο, αγιάζονται οι λογικές φύσεις και συ­νάπτεται ο άνθρωπος με το Θεό. Άκτιστη χάρη και άκτιστη θεία ε­νέργεια είναι ταυτόσημες. Ο άνθρωπος, μετά από μακρά κάθαρση από την αμαρτία και την κόσμηση της ψυχής του διά των ουρανοδρόμων αρετών, ενούται με τη φωτεινή ακτίνα της θείας ενέργειας, με τη χάρη δηλαδή, λαμπρύνεται και θεοποιείται. Η ένωση αυτή του κτιστού με το άκτιστο δεν είναι απλή ηθική επαφή (αυτό στη χριστολογία έλεγε ο Νεστοριανισμός), αλλ’ ανάκραση πραγματική, περιχώρηση της αν­θρώπινης ουσίας από τη φωτεινή ενέργεια του Θεού. Με αυτή την έν­νοια θα λάμψουν οι δίκαιοι στη βασιλεία των ουρανών, όπως ο ήλιος (Ματθ. ιγ’ 43). Είναι θέωση κυριολεκτική, χωρίς αυτό να σημαίνει και πανθεϊστική ανάχυση των φύσεων. Έχουμε και παράδειγμα διασαφητικό, το οποίο χρησιμοποιούμε και στο πεδίο της χριστολογίας. Όπως στον πυρακτωμένο σίδηρο η φύση του μετάλλου με τη φύση της φωτιάς ενώνονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να μη μπορείς να τα διαχωρίσεις, και ωστόσο παραμένουν καθ’ εαυτές αλώβητες (ο σίδηρος παραμένει σίδηρος και η φωτιά, φωτιά), έτσι κι εδώ το κτιστό πλάσμα ενώνεται βαθιά με την άκτιστη θεία ενέργεια, χωρίς να αποβάλει τη φύση του, προσλαμβάνοντας τη φωτιά του Θεού, στην οποία και θεοποιείται. Ο άνθρωπος γίνεται «χάριτι» θεός, αποκτά «κα­τά χάριν» εκείνο, που είναι «φύσει» ο Θεός.Η θέωση είναι το τέρμα της πνευματικής εξελίξεως και τελειώσε­ως του άνθρωπου.

 

 

Η Θέωση αρχομένη από την παρούσα ζωή, θα τελειωθεί στα έσχατα, στο χώρο της θείας βασιλείας, στον οποίο ολόλαμπρες κι ασ­τραφτερές στήλες θεώσεως θα είναι οι καταξιωμένες μορφές των αγίων. Όχι βέβαια κι οι φύσεις των αγγέλων, γιατί η θέωση άφορα μόνο τους ανθρώπους, για τους οποίους ο Χριστός απέθανε (Ρωμ. ε’ 8). Οι άγγελοι βρίσκονται ήδη στο στάδιο της αφθορης θείας δόξας.Οι άνθρωποι, θείας φύσεως κοινωνοί (Β΄ Πετρ. α’ 4), και οι άγγε­λοι, τα λειτουργικά πνεύματα του Θεού (Εβρ. α’ 14), είναι το πνευ­ματικό επιτελείο της θείας βασιλείας. Οι πρώτοι, οι άγιοι, είναι σεπτά σκηνώματα της χάριτος. Τα λείψανα τους είναι ιερά, άξια ευλαβικής προσκυνήσεως και τιμής από μέρους των πιστών. Σ’ αυτά παραμένει η χάρη (=ενέργεια) του Θεού, η οποία τα κάνει άφθαρτα και θαυματουρ­γά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιερές εικόνες των αγίων, που κοσμούν τους χώρους της θείας λατρείας. Οι άγιοι είναι αποδέκτες της προ­σευχής της Εκκλησίας, που μεταφέρουν τα αιτήματα των πιστών στο Θεό, προσευχόμενοι συγχρόνως και οι ίδιοι για τους επί γης αδελφούς τους, που αποτελούν τα μέλη της στρατευόμενης του Χριστού Εκκλη­σίας.

 






                     ΑΓΙΟΣ – ΑΓΙΟΤΗΣ – ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ

                                         Προλεγόμενα


Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐποχή μας διακρίνεται γιά τήν ταχύτητα τῶν πληροφοριῶν, τήν ὑψηλή τεχνολογία,, τήν ἐργασιακή ἄνεση, τήν κατάκτηση πολλῶν δικαιωμάτων. Παρά ταῦτα, ἡ καθημερινότητα παραμένει σκληρή, φορτώνει τόν ἄνθρωπο μέ ἄγχος, ἀδιαφορία, ψευτοπαρηγοριά ὁδηγώντας τον στόν πνευματικό θάνατο. Ἡ ἁγιότης ὡς σκοπός τῆς ζωῆς, οἱ ἅγιοι ὡς πρότυπα βίου δέν προβάλλονται ὅσο πρέπει. Κι’ ὅμως, μποροῦμε νά μεταβάλλουμε τήν ἀνελέητη καθημερινότητα σέ ὁδό ἁγιότητος1. Αὐτή τήν εὐκαιρία μᾶς προσφέρει καί τό πρόγραμμα ἐκδηλώσεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ τό ὁποῖο μέ ἐπιμέλεια συντάχθηκε ἀπό τόν Σεβ/τον Μητ/την Γορτύνης κ΄ Ἀρκαδίας κ. Μακάριον καί ὑλοποιεῖται ἐπιτυχῶς μέ τήν ὁλόθυμη συμβολή πολλῶν καί ἐξ’ ἀφορμῆς τῆς ἁγιοκατατάξεως τῶν ὁσίων Παρθενίου καί Εὐμενίου.


                   2. Ἡ ἔννοια καί ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Ἅγιος»

Σύμφωνα μέ τούς Liddell Henry καί Scott Robert ὁ ὅρος προέρχεται ἀπό τό ἅγος ἤ ἄγος, πού σημαίνει ἐπί πραγμάτων ὁ καθιερωμένος τοῖς θεοῖς. Ἐπί προσώπων ἅγιος εἶναι ὁ εὐσεβής, ὁ ἁγνός2. Στήν Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρίζεται «ἅγιος» ὁ Θεός3, οἱ Ἄγγελοι4, οἱ ἱερεῖς5 , οἱ Ἰσραηλίτες6. «Ἅγιο» ὀνομάζεται τό ὄρος Χωρήβ7, ὅπου πραγματοποιεῖται ἡ πρώτη θεοφάνεια. «Ἅγιο» χαρακτηριζόταν τό θυσιαστήριο8 καί «Ἅγια τῶν Ἁγίων» ὁ χῶρος πού εὑρίσκετο ἡ κιβωτός τῆς Διαθήκης9.

Στήν Καινή Διαθήκη «Ἅγιος» εἶναι ὁ Χριστός10. «Ἅγιο» εἶναι τό Πνεῦμα11. «Ἅγιοι» εἶναι οἱ Ἄγγελοι12 . Οἱ προφῆτες13 ἀποκαλοῦνται «Ἅγιοι», οἱ Ἀπόστολοι14, οἱ χριστιανοί15, μεταξύ δέ αὐτῶν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος16. Ἐπίσης τό ὄρος Θαβώρ17 ἀποκαλεῖται «ἅγιο», ὅπως καί ὁ οὐρανός18 ὅπου κατοικεῖ ὁ Χριστός. Ἀκόμα καί οἱ γραφές εἶναι «ἅγιες»19 , διότι ὁμιλοῦν γιά τόν πανάγιο Θεό20.

Στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὅρος «ἅγιος» σημαίνει πολλά. «Ἅγιοι» κατά τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι ὅσοι ὑπῆρξαν ἔμψυχες εἰκόνες θεάρεστης διαγωγῆς21, φωστῆρες ψυχῶν22 , ἄρχοντες τῆς γῆς ὡς πρότυπα ἀρετῆς23, ἀγάλματα ζωντανά καί κινούμενα24. Κατά τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο «Ἅγιοι» εἶναι οἱ φιλόθεοι καί φιλόστοργοι25 , ὅσοι παιδαγωγοῦν, ἐμπνέουν, παρηγοροῦν26, ἐκεῖνοι πού συμπάσχουν ἀλλά καί συγχαίρουν27 μέ τούς ἀνθρώπους, αὐτοί πού «ὁ βίος (τους) ἐστιν ὁ πανταχοῦ λάμπων, ὁ καί τοῦ Πνεύματος τήν χάριν ἐπισπώμενος»28.


                      3. Κατηγορίες Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας


Στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία πρῶτοι Ἅγιοι χαρακτηρίζονται οἱ μάρτυρες, ἐκεῖνοι δηλαδή πού πρό τῆς θανατώσεώς τους ἔδιναν «μαρτυρία Χριστοῦ». Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας29 καί τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου Σμύρνης30. Οἱ μάρτυρες διακρίνονται στίς ἀκόλουθες τάξεις: α) Οἱ Μεγαλομάρτυρες (λαϊκοί καί κληρικοί), β) οἱ Ἱερομάρτυρες (ἐπίσκοποι και ἱερεῖς), γ) οἱ ὁσιομάρτυρες (μοναχοί καί ἀσκητές), δ) οἱ Μάρτυρες (λαϊκοί), ε) οἱ Παρθενομάρτυρες, στ) οἱ Νεομάρτυρες (λαϊκοί καί κληρικοί πού μαρτύρησαν κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας)31.

Πλήν τῶν μαρτύρων ἔχομε τούς Ὁμολογητάς, σύμφωνα καί μέ τέ ῥήση τοῦ Κυρίου: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῶ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου»32. Οἱ ὁμολογητές ἄν καί ὁμολόγησαν τήν πίστη τους, δέν ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. Ἡ Ἐκκλησία τούς ἐξομοίωσε μέ τούς μάρτυρες, διότι ὁ βίος τους ἦταν μία συνεχής μαρτυρία. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει: «Μάρτυρα οὐχί ὁ θάνατος ποιεῖ μόνον, ἀλλά καί ἡ πρόθεσις»33. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος εἰσηγεῖται: «Μακάρισον γνησίως τόν μαρτυρήσαντα. ἵνα φένῃ μάρτυς τῆ προαιρέσει, καί ἐκβῆς χωρίς διωγμοῦ, χωρίς πυρός, χωρίς μαστίγων, τῶν αὐτῶν ἐκεῖνοις μισθῶν ἠξιωμένος»34.

Μετά τήν παύση τῶν διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία μαζί μέ τούς μάρτυρες καί ὁμολογητές ἄρχισε νά τιμᾶ καί ἐκείνους πού ἐπέδειξαν ἀγγελικό, χρηστό καί φιλόθεο βίο. Αὐτούς πού ἔζησαν στήν ἔρημο καί προέρχονταν ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν, τῶν ἀσκητῶν καί ὀνομάζονται ὅσιοι. Μάλιστα ὁ μέγας Βασίλειος συνιστᾶ: «Γίγνεσθε μάρτυρες τῆ βουλήσει ἄνευ διωγμῶν, ἄνευ μαστίγων καί ἕξετε τήν αὐτήν ἀξίαν οἵαν καί οἱ μάρτυρες»35.

Ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε καί πολλούς Ἐπισκόπους ἀναγνωρίζοντας τό ποιμαντικό, ἀντιαιρετικό, θεολογικό ἔργο τους. Πολλοί εἶναι οἱ ἐγκωμιαστικοί λόγοι πού σώζονται καί ἀναφέρονται σέ ἅγιες μορφές ἐπισκόπων36 . Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι οἱ θεοφιλεῖς ἐπίσκοποι εἶναι ὑπεράνω τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων37 καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης τούς χαρακτηρίζει στρατηγούς38, λόγω τοῦ καθοδηγητικοῦ τους ρόλου.

Πλήν τῶν προαναφερομένων ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε καί τιμᾶ τούς ἁγίους δώδεκα39 Ἀποστόλους, τούς ἑβδομήκοντα40 καί ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ «ἰσαποστόλου»41 σέ ἁγίους - ἁγίες πού ἀφιέρωσαν τή ζωή τους εὐαγγελιζόμενοι τά ἔθνη. Ὑπεράνω τῶν Ἀποστόλων τοποθετεῖται ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὡς μεσίτης42 μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί προάγγελος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὑπεράνω ὅλων τῶν Ἁγίων εὑρίσκεται ἡ Ὑπέρ - Ἁγία, ἡ Πᾶν-Ἁγία, ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, «τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα»43.


              4. Ἡ ἁγιότης ὡς κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα

                   τῶν Πατέρων καί διδασκάλων.

Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Δυτικοί θεολόγοι ἀρίθμησαν σέ τέσσερα τά γνωρίσματα πού πρέπει νά ὑφίστανται γιά νά ὀνομασθεῖ κάποιος «Πατήρ» ἤ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτά εἶναι: ἁγιότητα (sanctitas vitae), ἀναγνώριση (approbatio Ecclesiae), ἀρχαιότητα (antiquitas) καί ὀρθόδοξη διδασκαλία (doctrina orthodoxa). Αὐτή ὅμως ἡ διαίρεση ἀφενός μέν εἶναι σχολαστική, ἀφετέρου δέν δύναται νά διαχωρίσει ἕνα Πατέρα καί Διδάσκαλο ἀπό ἕνα Ἐκκλησιαστικό Συγγραφέα. Γι’ αὐτό καί εὐστόχως οἱ Ἕλληνες πατρολόγοι ἐπεσήμαναν ἐξαρχῆς ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἐμμονή στά προαναφερθέντα γνωρίσματα, διότι σαφῶς ἀδικοῦμε τή μεγάλη χορεία τῶν μεταγενεστέρων καί συγχρόνων Πατέρων.

Ὁ Στυλιανός Παπαδόπουλος λέγει: «Ἡ ἀναγνώριση εἶναι διαδικασία πού συντελεῖται μόνον ὅταν ὑπάρχουν οἱ οὐσιαστικές προϋποθέσεις, ἀλλά συγχρόνως μπορεῖ νά εἶναι καί διαδικασία ἐξωτερική. Ἡ ἀρχαιότης εἶναι οὐτοπικό χαρακτηριστικό, διότι ἡ ἔκφραση τῆς ἀληθείας τοῦ Πατρός υἱοθετεῖται ἤ ἀπορρίπτεται στήν ἐποχή, στήν ὁποία ἐκφράζεται»44.

Ἐπιπροσθέτως ἄλλος ἐρευνητής θεωρεῖ ὅτι «τά κύρια γνωρίσματα τοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δύο: ἡ πολλή ἁγιότης καί ἡ ὀρθόδοξος ἀκτινοβολία. Ἡ δευτέρα δέν συνυπονοεῖ ὁπωσδήποτε τόν γραπτόν λόγον καί μάλιστα τόν ἔντεχνον καί γενικῶς ἐκτιμητόν ἐντός τῆς παγκοσμίου φιλολογίας»45 Ἀκόμα κατά τόν Βασίλειο Δεντάκη, Πατέρες ὀνομάζονται «ὅσοι διεκρίθησαν ἐπί ἁγιότητι βίου καί ἠγωνίσθησαν διά τήν στερέωσιν, διάδοσιν καί διατήρησιν τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλ’ ἐλάχιστα καί ἄνευ ἰδιαζούσης σημασίας συνέγραψαν συγγράμματα»46 . Κατανοοῦμε λοιπόν ὅτι ἡ ἁγιότης εἶναι τό κύριο γνώρισμα τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων, τῆς Ἐκκλησίας τό ὁποῖο ταυτοχρόνως πρέπει νά ἀποτελεῖ τό σκοπό ἑκάστου ἐξ’ ἡμῶν καί τό μοναδικό στόχο τῆς ἐπιγείου βιοτῆς.


          5. Ἡ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

Εἶναι γνωστό ὅτι τόν πρῶτο αἰῶνα ὁ χαρακτηρισμός «Ἅγιος» ἀποδιδόταν σέ ὅλους τούς χριστιανούς, ἀφοῦ ἐκαλοῦντο νά μιμηθοῦν τόν τρισάγιο Θεό. Ἀπό τό δεύτερο αἰῶνα ὁ χαρακτηρισμός ἀποδίδεται σέ μάρτυρες καί ὁμολογητές μέ σκοπό νά προβληθεῖ ἡ θεοφιλής πολιτεία τους καί νά γίνουν πρότυπα πρός μίμηση ἀπό τούς πιστούς. Ἡ ἀναγνώριση ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν μιά αὐθόρμητη πράξη. Ἀρχικά ἡ ἀναγνώριση τοῦ μάρτυρα καί ἡ τιμή του γινόταν στά ὅρια τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας πού ἀνῆκε. Ὅταν ἡ φήμη του ξεπερνοῦσε τά ὅρια αὐτά, γραφόταν στά Δίπτυχα ἤ τά Μαρτυρολόγια γειτονικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ μνήμη του συνέπιπτε μέ τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου ἤ τοῦ θανάτου του. Βέβαια προκειμένου νά ἐνταχθεῖ στό ἑορτολόγιο ἔπρεπε νά ληφθοῦν ὑπόψη κάποια συγκεκριμένα κριτήρια.

Τό πρῶτο ἀπό αὐτά ἦταν ὁ ἀναγνωρισθείς, νά ἔχει ἐνταχθεῖ στήν Ἐκκλησία διά τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Ὑπενθυμίζουμε τό χωρίο Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»47 καί τοῦ Εὐαγγελιστού Ἰωάννου. «Ἐάν μή τις γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»48. Ὅμως ὑπῆρξαν καί περιπτώσεις πού ὁ μαρτυρικός θάνατος ἀρκοῦσε, ἐθεωρεῖτο «βάπτισμα αἵματος» καί ἀποτελοῦσε λόγο ἁγιότητος γιά τούς πιστούς. Ἔτσι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στόν μάρτυρα Λουκιανό τονίζει. «Ὥσπερ οἱ βαπτιζόμενοι τοῖς ὕδασιν, οὕτως οἱ μαρτυροῦντες τῶ ἰδίῳ λούονται αἵματι»49.

Ἕνα ἄλλο σοβαρό γνώρισμα ἑνός ἁγίου εἶναι τό ὀρθόδοξο φρόνημά του. Ἡ διαφύλαξη τῆς παρακαταθήκης ἀκεραίας καί ἀλωβήτου. Ἡ διάσωση καί μετάδοση τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως ἀναλλοιώτου. Μάλιστα ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἐπισημαίνει ὅτι κηρύττει μόνο ὅσα παρέλαβε καί διδάχθηκε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες: «Πίστιν δέ ἡμεῖς οὔτε παρ’ ἄλλων γραφομένην ἡμῖν νεωτέραν παραδεχόμεθα οὔτε αὐτοί τά τῆς ἡμετέρας διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμῶμεν, ἵνα μή ἀνθρώπινα ποιήσωμεν τά τῆς εὐσεβείας ῥήματα, ἀλλ’ ἅπερ παρά τῶν ἁγίων Πατέρων δεδιδάγμεθα, ταῦτα τοῖς ἐρωτῶσιν ἡμᾶς διαγγέλλομεν»50.

Τρίτο κριτήριο ἁγιότητος εἶναι ἡ θεοφιλής πολιτεία, ἡ ἐνάρετη ζωή ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε κύριο παράγοντα μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν μαζί μέ τό προηγούμενο γνώρισμα. Ἡ ἐν Χριστῶ ζωή, πού προϋποθέτει κάθαρση ψυχῆς, ἀπόρριψη παθῶν καί μέθεξη τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν καί εἶναι θεμελιώδης γνώρισμα. Γι‘ αὐτό ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης βροντοφώναζε. «Οὐκ ἔστιν παίγνιον ὁ βίος»51, ἀλλά «παλαίστρα ὁ παρών βίος ἐστί, γυμνάσιον καί ἀγών, χωνευτήριον, βαφεῖον ἀρετῆς»52.

Ἕνα ἀκόμα γνώρισμα ἁγιότητος εἶναι ἡ θαυματουργία. Κατά τόν Νεκτάριο, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, «Τρία θεωροῦνται τά μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα. πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος, ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἷς ἕπεται ἡ περί τήν πίστιν μέχρις αἵματος ἀντικατάστασις καί τέλος ἡ περί Θεόν ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων»53. Τό στοιχεῖο τῆς θαυματουργίας ἔχει ἐπίσης καταγραφεῖ στήν Καινή Διαθήκη ὡς χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Ἀποστόλων καί γενικότερα τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων.

Ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος στούς Ἀποστόλους πρό τῆς ἀναλήψεώς του εἶπε «ἐν τῶ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήλουσι καιναῖς. ὄφεις ἀροῦσι. κἄν θανάσιμον τι πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει. ἐπί ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι καί καλῶς ἕξουσιν»54 .


Μέ ἀφορμή τά προηγούμενα τίθεται τό ἐρώτημα. ἀποτελοῦν τά θαύματα κύρια προϋπόθεση γιά νά ἀναγνωρισθεῖ στή συνείδηση τῶν πιστῶν ἕνα πρόσωπο ἅγιος; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καταδεικνύει ὅτι δέν ἀποτελοῦν ἀπαραίτητο παράγοντα. Ἐξάλλου ἡ πλειονότης τῶν μαρτύρων55 ἀλλά καί μεγάλοι Πατέρες και δή οἱ τρεῖς Ἱεράρχες δέν θαυματούργησαν μέ τή στενή ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἄς μήν λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆτες ἔκαναν θαύματα ἀλλά ὁ Κύριος τούς ἀποστρέφεται56.

Ἐπιπροσθέτως τό ἀδιάφθορο καί ἄλυτο τοῦ σώματος, ἡ εὐωδία πού ἀναπέμπεται ἀπό αὐτό ἄν καί ἀποτελεῖ θεϊκό σημεῖο πού στοιχειοθετεῖ ἁγιότητα, οὐδέποτε ἐθεωρήθη ὡς ἀπαραίτητο κριτήριο. Ἀντιθέτως σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ λειτουργική πράξη ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἀφορισμοῦ ἤ κατάρας ἤ καταφρονήσεως τῶν ἱερῶν κανόνων. Γι’ αὐτό τό 1666 ἡ τρίτη λεγόμενη Σύνοδος τῆς Μόσχας στήν ὁποία μετεῖχαν πλήν τῶν Ρώσων ἐπισκόπων καί πέντε Μητροπολῖτες τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως, ὁ Πατ/χης Ἀλεξανδρείας Παΐσιος, ὁ Πατ/χης Ἀντιοχείας Μακάριος, Ἱεράρχαι τῶν Ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων, Γεωργίας καί Σερβίας ἀπεφάνθη. «Τά τῶν νεκρῶν σώματα τά εὑρισκόμενα καί ἐν καιροῖς τούτοις ἀκέραια καί ἄλυτα, μή τολμείτω τις ἀπό τοῦ νῦν, ἄνευ ἀξιοπίστου μαρτυρίας καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως τιμᾶσθαι αὐτά καί σέβεσθαι ὡς ἅγια, διότι εὑρίσκονται πολλά σώματα ἀκέραια καί ἄλυτα οὐχί ἀπό ἁγιωσύνης, ἀλλ’ ὡς ὑπ’ ἀφορισμοῦ καί κατάρας ἀρχιερατικῆς ἤ ἱερατικῆς τυγχάνοντες ἐτελεύτησαν, ἤ ἐκ παραβάσεως καί καταφρονήσεως τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων ἀκέραια καί ἄλυτα εὑρίσκονται»57.


Κατά τή μακρά πορεία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν περιπτώσεις Ἁγίων πού ἐτιμῶντο πρό τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεώς τους. Παράδειγμα τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ φιλόθεος Κόκκινος Πατ/χης Κων/λεως παρατηρεῖ: «Οὐ Συνόδους μεγίστας καί κοινάς τινας ἀναμένοντας ψήφους ὥστ’ ἐκεῖνον ἀνακηρῦξαι, οἷς καί χρόνος καί ὄκνος καί μέλλησις καί πλεῖστα τινα τῶν ἀνθρωπίνων ἔστιν ὅτε προσίσταται, ἀλλά τῆ ἄνωθεν ψήφῳ τε καί ἀνακηρύξει καί τῆ λαμπρᾶ καί ἀναμφιβόλῳ τῶν πραγμάτων ὄψει καί πίστει καλῶς ἀρκεσθέντες»58.

Εἴχαμε ὅμως καί περιπτώσεις προσώπων πού ἀναγνωρίσθηκαν ἐπίσημα ἀπό ἐκκλησιαστική ἀρχή, ἀλλά αὐτό δέν ἔγινε ἀποδεκτό στή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. «Ἀπόδειξις δέ τούτου τυγχάνει τό γεγονός ὅτι ἄν καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μετά πολλούς δισταγμούς καί ταλαντεύσεις ἀνεκήρυξεν ἅγιον τό 1921, τόν πατριάρχην Κων/λεως Γρηγόριον τόν Ε΄ δι’ ἐπισήμου συνοδικῆς ἀποφάσεως, οὗτος δέν ἐπεβλήθη εἰσέτι εἰς συνείδησιν τοῦ πληρώματος ὡς ἅγιος»59.


Μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Ἁγίου στή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἡ ἐκκλησιαστική ἀρχή προβαίνει στίς ἀκόλουθες πράξεις: α) καταγράφει τόν ἅγιο ἤ τήν ἁγία ἤ τούς ἁγίους στά Δίπτυχα, β) καθορίζει τήν ἐτήσια ἑορτή του, γ) ἐκθέτει τήν εἰκόνα του σέ δημόσια προσκύνηση μαζί μέ τυχόν σωζόμενα ἱερά λείψανα καί δ) συντάσσει τήν ἀσματική ἀκολουθία του τήν ὁποία ἐντάσσει στά λειτουργικά της βιβλία.

Ὅσον ἀφορᾶ στό χρόνο πού πρέπει νά παρέλθει γιά τήν ἀναγνώριση ἑνός Ἁγίου, ἔχομε περιπτώσεις ἀναγνώρισης Ἁγίου ἀμέσως μετά τό θάνατο ἤ κατόπιν ἀπό ὀλίγα ἔτη. (π.χ. Πολύκαρπος Σμύρνης, Μέγας Φώτιος). Ἐσχάτως γίνεται λόγος γιά παρέλευση πενήντα ἤ ἑκατό ἐτῶν, ἄποψη πού δέν μαρτυρεῖται ἀπό τήν παράδοση60 , διότι «ἡ ἁγιότητα κάποιου δέν εἶναι θέμα χρόνου, ἀλλά πίστεως καί θείας χάριτος»61.



           6.Ἡ ἀνακήρυξη τῶν Ἁγίων στή Δυτική Ἐκκλησία

Καταρχάς οἱ Δυτικοί χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «ἀνακήρυξη» ἤ «ἁγιοποίηση». Ἐν συνεχείᾳ ἀκολουθοῦν μιά διαφορετική δικανική διαδικασία. Ἤδη ἀπό τό ἔτος 993 παρουσιάζεται κάποια ἐκτροπή, γιά νά φθάσουμε ἀργότερα τό δικαίωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας νά περάσει στόν Πάπα ὡς ἀπόλυτο ἄρχοντα.

Συγκεκριμένα «ἡ πρώτη ‘’ἀνακήρυξη’’ ἁγίου στή ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἔγινε ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη ΙΕ΄ τό 993, ἔπειτα ἀπό εἰσήγηση τοῦ ἐπισκόπου Augsburg τῆς Γερμανίας, γιά νά προσδοθεῖ, ὅπως λέγεται, ἰδιαίτερη λαμπρότητα στό γεγονός. Πρῶτος ὁ πάπας Ἀλέξανδρος ὁ Γ΄ (1159-1181) ἰσχυρίθηκε ὅτι ἡ ‘’ἀνακήρυξη‘’ κάποιου πιστοῦ ὡς ἁγίου εἶναι ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς Ἁγίας Ἕδρας»62. Ἀκολούθως οἱ πάπες Γρηγόριος Θ΄, (1234), Σίξτος Ε΄ (1588), Οὐρβανός Η΄ (1642), Βενέδικτος ΙΔ΄ (1740-1758) μέ παπικά διατάγματα πέτυχαν αὐτό πού ὑποστήριξε ὁ προκάτοχός τους. Μάλιστα τό ἔτος 1917 ὁ Πάπας Πίος Ι΄ διαμόρφωσε τόν τελικό κώδικα ἀνακηρύξεως τῶν Ἁγίων, βάσει τοῦ ὁποίου πραγματοποιεῖται α) «ἡ ‘’ἀνακήρυξη’’ κάποιου σέ μακάριο καί β) ἡ ἀνακήρυξη κάποιου σέ ἅγιο. Ἡ πρώτη ἀναφέρεται σέ τοπική τιμή, ἐνώ ἡ δεύτερη ἀφορά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Πρέπει ἀκόμη νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ πρώτη μορφή ‘’ἀνακηρύξεως’’ εἶναι ἀνακλητή, ἐνώ ἡ δεύτερη ἔχει τελεσίδικο χαρακτήρα. Πάντως καί οἱ δύο μορφές ‘’ἀνακηρύξεως’’ γίνονται ἀπό τόν ἀρχηγό τῆς Ἁγίας Ἕδρας, τόν πάπα»63.

Δέν θέλουμε νά ἐπεκταθοῦμε περισσότερο στά δικαστικά σώματα, στούς μάρτυρες, στίς μαρτυρίες, στούς τόμους, στούς φακέλλους πού συγκροτοῦνται, τίς ἐξονυχιστικές ἔρευνες πού πραγματοποιοῦνται ἀπό τήν Κεντρική Ἐπιτροπή, τίς συνεδριάσεις τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως καί τό ἀπαραίτητο κατ’ αὐτήν κριτήριο τῆς θαυματουργίας64 . Μία γνώμη μόνο θεωροῦμε καλό νά παραθέσουμε καί αὐτή ἐκφράζεται ἀπό τό διδάσκαλο τοῦ γένους καί ἱερομάρτυρα Κοσμά Αἰτωλό: «Ἐγώ ἐδιάβασα καί περί ἱερέων καί περί ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καί ἀθέων. τά βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα. ὅλαι αἱ πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ Διαβόλου. Τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, θεῖον, οὐράνιον, σωστόν, τέλειον καί διά λόγου μου καί διά λόγου σας, πώς μόνη ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι καλή καί Ἁγία»65.



                                         7.Ἐπιλεγόμενα

Μετά τή σύντομη αὐτή ἀναφορά στό προκείμενο θέμα θεωροῦμε καλό ἀφενός μέν νά ἐπικαλεσθοῦμε τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Παρθενίου καί Εὐμενίου καί ἀντί ἐπιλόγου, ἀφοῦ εἴμεθα κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Θεοτόκου νά ἐπικαλεσθοῦμε τήν προστασία της διά τῶν λόγων τοῦ μεγάλου πατρός Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Στά πόδια σου κι ἐμεῖς σήμερα καθόμαστε, Δέσποινα, καί ξανά θά πῶ, Δέσποινα Θεοτόκε, πού γάμο δέν γνώρισες, καί δένοντας γερά τίς ψυχές μας στήν ἐλπίδα σου σάν ἀπό μιά πανίσχυρη κι’ ἀσύντριφτη ἄγκυρα, τό νοῦ καί τήν ψυχή καί τό σῶμα κι ὅλο τόν ἑαυτό μας σ’ ἐσένα ἀναθέτομε, τιμώντας μέ ψαλμούς καί ὕμνους καί ὡδές πνευματικές, ὅσο μποροῦμε. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νά σέ τιμήσομε ὅσο ἀξίζεις… Καί σύ, Δέσποινά μου ἀγαθή, πού γέννησες Κύριο ἀγαθό, εἴθε νά μή μᾶς χάνεις ἀπό τά μάτια σου, νά καθοδηγεῖς τή ζωή μας ὅπου θέλεις, νά σταματήσεις τίς ὁρμές τῶν αἰσχρότατων παθῶν μας, καί ὁδηγώντας μας στό ἀκύμαντο λιμάνι τοῦ θείου θελήματος, ἀξίωσέ μας καί τή μελλοντική μακαριότητα, τή γλυκιά κατάλαμψή μας ἀπό τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου πού ἔλαβε ἀπό ἐσένα τή σάρκα, μαζί μέ τόν ὁποῖο στόν Πατέρα ἀνήκει ἡ δόξα,ἡ τιμή, ἡ δύναμη, ἡ μεγαλοσύνη καί μεγαλοπρέπεια μαζί μέ το πανάγιο κι ἀγαθό καί ζωοποιό σου Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»66


     ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ν. ΜΠΟΥΡΝΕΛΗΣ

     ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ-ΥΠ/ΝΤΗΣ Α.Ε.Σ. ΚΡΗΤΗΣ

 



                                        π. Ι. Ρωμανίδης

  Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου: «Εμπειρική Δογματική»

 

 Αγιοι δεν είναι οι καλοί άνθρωποι, αλλά όσοι συνδέονται με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, τον Χριστό. Η αγιότητα είναι το κοινό γνώρισμα όλων των Προφητών, Αποστόλων, Πατέρων, Μαρτύρων, Ασκητών. Όλοι είναι Άγιοι, διότι έχουν την αγιοποιό ενέργεια του Θεού, και είναι Πατέρες, διότι γεννούν πνευματικά παιδιά.

 «Η διάκριση μεταξύ Αγίων και Πατέρων δεν υπάρχει στους Πατέρες. Στους Πατέρες της Εκκλησίας, οι Άγιοι είναι οι Πατέρες και Πατέρες είναι οι Άγιοι».

 Άγιοι λέγονται όσοι δια της καθάρσεως και του φωτισμού φθάνουν στην θέωση, μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού.

 «Εκείνοι που έχουν φθάσει στην θέωση και έχουν γίνει Άγιοι, είναι μια πραγματικότητα ή δεν είναι πραγματικότητα; Αυτό είναι το θεμέλιο».

 Η αγιότητα δεν έχει μια ουμανιστική και ηθικολογική έννοια, αλλά θεολογική. Άγιοι είναι όσοι θεραπεύθηκαν πνευματικά, δηλαδή όσοι, αφού η καρδιά τους καθαρίσθηκε, έφθασαν στον φωτισμό του νου και την θέωση. Αυτοί είναι τα πραγματικά -ενεργεία- μέλη του Σώματος του Χριστού. «Υπάρχει η αντίληψη σήμερα ότι αν είναι κανείς καλός άνθρωπος, νομοταγής κλπ. Τότε είναι καλός Χριστιανός, υποψήφιος άγιος. Οπότε, όλες οι γιαγιάδες μας και οι παππούδες μας είναι υποψήφιοι Άγιοι. Αυτά, βέβαια, με τα κριτήρια των ηθικολόγων. Εάν έχη κανείς ηθικολογική αντίληψη περί αγιότητος, τότε μπορεί να έχη τέτοιες αντιλήψεις.

 Στην πατερική θεολογία, όμως, υπάρχει άλλη αντίληψη. Όποιος θεραπευθή, αυτός ο θεραπευμένος είναι άγιος. Διότι άγιος στην πατερική παράδοση σημαίνει ένας θεραπευμένος άνθρωπος και τίποτε άλλο· σημαίνει εκείνος που έχει περάσει από την κάθαρση, έφθασε στον φωτισμό και από τον φωτισμό έχει περάσει στην θέωση. Αυτός είναι ο θεραπευμένος και, επομένως, αυτός ο θεραπευμένος είναι άγιος.

 Γι’ αυτόν τον λόγο, στην αρχαία Εκκλησία, ο ένας αποκαλούσε τον άλλο Άγιο, πριν πεθάνουν ακόμα. Γιατί ελέγοντο Άγιοι οι Χριστιανοί, οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης, οι Άγιοι της Κορίνθου κλπ. Και αποκαλούσαν τους ζωντανούς Αγίους; Γιατί; Διότι τα μέλη της Εκκλησίας στην αρχαία εποχή ήσαν αυτοί που ήσαν σε κατάσταση φωτισμού. Είχαν τουλάχιστον την νοερά προσευχή. Και αφού είχαν την νοερά προσευχή και ευρίσκοντο σε κατάσταση φωτισμού, ελέγοντο Άγιοι».

 Η νοερά ενέργεια στην ζωή της πτώσεως δεν λειτουργεί ή υπολειτουργεί. Έτσι, όταν η νοερά ενέργεια αποδεσμεύεται από την λογική ενέργεια και ενεργοποιήται, τότε ο νους φωτίζεται και ο άνθρωπος με την ενέργεια του Θεού και την δική του συνεργεία φθάνει στην θέωση. Αυτός είναι άγιος. Ο άγιος, με την ενέργεια του Θεού και την δική του συνεργεία, καθίσταται Ναός του Αγίου Πνεύματος.

 Ο Απόστολος Παύλος αναλύει αυτό το γεγονός. Γράφει: «όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού» (Ρωμαίους Η’, 14). Το να άγεται κανείς υπό του Πνεύματος, σημαίνει ότι έλαβε το άγιον Πνεύμα και απέκτησε το χάρισμα της υιοθεσίας: «ου γαρ ελάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ’ ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας»

 (Ρωμαίους Η’, 15). Το πνεύμα δε της υιοθεσίας εκφράζεται με την καρδιακή προσευχή: «εν ω κράζομεν Αββά ο Πατήρ» (Ρωμαίους Η’, 15). Και το σημαντικό είναι ότι «αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμαίους Η’, 16). Όταν κάποιος δεν έχη αυτό το Πνεύμα, δεν έχη νοερά προσευχή, δεν είναι Υιός κατά Χάρη του Θεού και, επομένως, δεν είναι πραγματικό μέλος του Σώματος του Χριστού: «ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ εστίν αυτού» (Ρωμαίους Η’, 9).

 Αυτά τα γνωρίσματα είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν τον Άγιο.

 «Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι δεν ομιλούμε με σοφία ανθρώπινη, αλλά με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Τι εννοεί αυτό και γιατί αντιπαρατάσσεται η δύναμη του Αγίου Πνεύματος με την σοφία του κόσμου τούτου; Είναι η δύναμη της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο.

 Ο καθένας που βλέπει έναν Άγιο καταλαβαίνει ότι είναι Ναός του Αγίου Πνεύματος. Δεν πείθεται περί του ότι είναι Ναός του Αγίου Πνεύματος με φιλοσοφικά επιχειρήματα ή με θεολογίες του ενός και του άλλου. Βλέπει ότι είναι Ναός του Αγίου Πνεύματος. Γιατί; Γιατί πολλές φορές ακούει κιόλας, που κάνει μέσα του τον παπά.

 Τι λέει η μαρτυρία του Πνεύματος στο πνεύμα του ανθρώπου: ότι εσμέν τέκνα Θεού κ.ο.κ. Αυτή η μαρτυρία για την οποία μιλάει ο Απόστολος Παύλος, που λέει ότι κράζει: Αββά ο Πατήρ εν ταις καρδίαις ημών κλπ, αυτό το Πνεύμα που κράζει μέσα στις καρδιές μας, είναι μια πραγματικότητα που περιγράφει ο Απόστολος Παύλος ή είναι μια φαντασιοπληξία;

 Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του μιλάει γι’ αυτήν την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Τι είναι αυτή η δύναμη; Και αν προσέξει κανείς αυτά που γράφει ο Απόστολος Παύλος, βλέπει ότι μιλάει για πραγματική προσευχή μέσα στην καρδιά του ανθρώπου».

 Η διαφορά μεταξύ τρελλών και Αγίων βρίσκεται στο πώς λειτουργεί η νοερά ενέργεια. Εάν η νοερά ενέργεια στον άνθρωπο ταυτίζεται με την λογική ενέργεια και αυτή εκτρέπεται από την κανονική λειτουργία, αυτό είναι τρέλα. Εάν η νοερά ενέργεια κινείται κατά Θεόν και υπό του Αγίου Πνεύματος, τότε ο άνθρωπος είναι άγιος.

 «Η διαφορά μεταξύ τρέλας και αγιότητος είναι στο ότι στην μια περίπτωση η νοερά ενέργεια είναι αδέσμευτη, αχαλιναγώγητη κ.ο.κ. και επηρεάζει την προσωπικότητα του ανθρώπου κατά τέτοιο τρόπο, που κανείς γίνεται τρελός, διότι δεν λειτουργεί κανονικά, όπως ένας κανονικός άνθρωπος».

 Όταν ο άνθρωπος μετέχη της φωτιστικής και της θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε βιώνει την θεία Χάρη σε όλη του την ύπαρξη, στην ψυχή, με την νοερά προσευχή, και στο σώμα, με την υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Έτσι οδηγείται στο μαρτύριο.

 «Οι βίοι των Νεομαρτύρων είναι μια απόδειξη ότι η κατάσταση του φωτισμού, όπως υπάρχει στην αρχαία Εκκλησία στα χρόνια των διωγμών, συνέχιζε να υπάρχη ως καρδιά της Ορθοδοξίας κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αυτή η δύναμη του πιστού να υποστή τα μαρτύρια, είναι εκείνο που έσωσε την Ορθοδοξία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και δεν τουρκέψανε όλοι οι Ρωμηοί. Οι περισσότεροι Ρωμηοί τουρκέψανε. Η μικρή μειοψηφία που είχε μείνει, γιατί δεν τούρκεψε; Είχε πολλή εμπιστοσύνη στους Αγίους της Εκκλησίας, ότι είναι φορείς της θείας Χάριτος και ότι μέσα τους υπήρχε πραγματικά η θεία δύναμη. Και τι είναι θεία δύναμη; Είναι η δύναμη αυτή να μπορή να υποστή όλα τα μαρτύρια και τα βασανιστήρια του σώματος για να μην αρνηθή τον Χριστό. Αυτό ήταν απόδειξη της ορθής πίστεως».

 Επομένως, οι Άγιοι δεν είναι οι καλοί άνθρωποι, αλλά οι Θεούμενοι. Υπάρχουν μερικοί που υποκρίνονται τον Άγιο, αλλά αυτοί στην πραγματικότητα είναι υποκριτές-λαοπλάνοι. Ακόμη και οι αιρετικοί είναι καλοί άνθρωποι, μπορεί να έχουν ηθική ζωή, αλλά αφού δεν έχουν την Ορθόδοξη θεολογία και την ασκητική της Εκκλησίας παραμένουν στην ηθική ζωή, δεν μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού και δεν μπορούν να θεραπεύουν άλλους ανθρώπους.

 «Σε ένα Συνέδριο, κάποιος σηκώθηκε και είπε ότι ο Άρειος ήταν άγιος άνθρωπος. Διότι δεν ήξερε τι ήταν αγιότητα. Ήταν και άλλοι παρόντες εδώ και το άκουσαν με τα αυτιά τους, ότι ο Άρειος ήταν άγιος άνθρωπος. Τι εννοούσε; Εννοούσε ότι ο Άρειος ήταν καλός άνθρωπος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ήταν καλός άνθρωπος, ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος ο Άρειος».

 Άλλο, όμως καλός άνθρωπος και άλλο άγιος. Οι Άγιοι μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού και αυτό είναι έκδηλο, γιατί μπορούν να βοηθούν τους ανθρώπους, κάνουν θαύματα και τους θεραπεύουν. Και οι ψευδογιατροί μπορεί να είναι καλοί άνθρωποι, αλλά δεν μπορούν να θεραπεύσουν.

 «Πας σε έναν κομπογιαννίτη γιατρό και λέει ναι, ξέρεις, θα κάνουμε τούτο, θα κάμουμε εκείνο, μερικές εντριβές, έχεις αυτό, έχεις εκείνο, και μαζεύει τα χιλιάρικα, δεν ξέρω πόσους μήνες. Στο τέλος αναγκάζεται ο άλλος να πάη σε άλλο γιατρό. Τότε καταλαβαίνει ότι αυτός ήταν κομπογιαννίτης».

 Έτσι, ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να αγιάση τα μέλη της, αλλά ταυτοχρόνως και να χρησιμοποίηση τον κατάλληλο τρόπο για να επιτύχη αυτόν τον στόχο. Έχει τονισθή κατά κόρον ότι η αγιότητα βιώνεται με την ενέργεια του Θεού και την συνεργεία του ανθρώπου. Ο Θεός ενεργεί και ο άνθρωπος συνεργεί.

 «Εδώ πρέπει να θίξουμε την ελευθερία του ανθρώπου. Θυμάμαι πάντοτε η μητέρα μου, μου έλεγε, «παιντί μου», λέει, και με τα Καππαδοκικά, «παιντί μου, άντρωπος άγιος με το ζόρι ντεν γίνεται». Δεν μπορεί, βέβαια, ο άνθρωπος με το ζόρι να γίνη άγιος, ο καθένας πρέπει να επιλέξη τον δρόμο της ασκητικής θεραπείας».

 Η ασκητική θεραπεία συνδέεται αναπόσπαστα με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται για την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση που το συναντούμε σε όλη την πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας. Και η ασκητική θεραπεία συνδέεται αναπόσπαστα με τα Μυστήρια της Εκκλησίας.

 Εδώ πρέπει να εντοπισθή ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ λογικής και νοεράς ενεργείας. Η νοερά ενέργεια πρέπει να ενεργοποιηθή με την προσευχή, οπότε ο νους είναι φωτισμένος. Στην πρώτη φάση πρέπει να αδειάση ο νους από όλους τους λογισμούς και όχι η λογική από τους λογισμούς. Δεν είναι θέμα αγραμματοσύνης, αλλά ιδιαίτερης ασκητικής και εκκλησιαστικής μεθόδου.

«Οι Πατέρες δεν εννοούσαν ποτέ πως με την αγραμματοσύνη μπορεί να φθάση κανένας στην αγιότητα, αλλά από το άδειασμα του νου από τους λογισμούς. Αυτό, εννοούσαν, όχι δια της αγραμματοσύνης της λογικής».

 




Την Κυριακή των Αγίων Πάντων η Εκκλησία θυμάται και τιμά όλους τους (γνωστούς και άγνωστους) μαθητές και φίλους του Χριστού -άντρες και γυναίκες, νέους και γέρους, μορφωμένους και αμόρφωτους, λαϊκούς και ιερωμένους, εν τω κόσμω ή εν τη ερήμω- που στα πέρατα του κόσμου και διαχρονικά αγάπησαν, δίδαξαν στο όνομά Του ή έδωκαν μαρτυρία για τον μοναδικό Νυμφίο της Εκκλησίας, τον Κύριο Ιησού Χριστό, μη φειδόμενοι να θυσιάσουν, σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και τη ζωή τους γι’ αυτόν.






Η Κυριακή των Αγίων Πάντων και η έννοια της αγιότητας στην Ορθόδοξη Εκκλησία


Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγο

Η διαφορά αγίου και καλού ανθρώπου


Η Εκκλησία δεν ονομάζει αγίους τους καλούς ανθρώπους που βοηθάνε τους συνανθρώπους τους και συμμετέχουν στην θεραπεία του πανανθρώπινου πόνου. Μια τέτοια ζωή προσφοράς δεν είναι χριστιανικό μόνο προνόμιο. Για την Εκκλησία άγιος είναι εκείνος ο άνθρωπος που επειδή έζησε με σοβαρότητα την πίστη του στον Χριστό ως Θεό, όχι μόνο μετανοούσε, εξομολογείτο, κοινωνούσε συχνά και συμμετείχε στη λατρεία της Εκκλησίας, αλλά και υπέστη βαθμηδόν μια οντολογική αλλοίωση από την άκτιστο χάρη του Θεού και δεν παρέμεινε στο στάδιο της ηθικής ζωής, αλλά οδηγήθηκε στη μέθεξη του Θεού και στη θέωση. Από το ξεχείλισμα της αγάπης του για τον Χριστό βέβαια προσέφερε και στους αδελφούς του, που αγαπούσε ως εαυτόν. Επομένως τους αγίους ξεχωρίζει η αγάπη προς τον Τριαδικό Θεό και η συνεχής εσωτερική προσευχή προς τον Ιησού Χριστό και όχι μόνο οι ηθικές και καλές σχέσεις προς τους άλλους, που δεν προέρχονται πάντα, και σε όλες τις περιπτώσεις, από αγαθή συνείδηση.            

 

Κανείς δεν γίνεται άγιος από μόνος του, παρά μόνο συμμετέχοντας στην αγιότητα του Χριστού


Ουσιαστικά άγιος είναι μόνο ο Θεός. «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός», ψάλλουμε σε κάθε Κυριακάτικη λειτουργία. Οι πιστοί αγιάζουν όταν ενώνονται με την χάρη του Χριστού και λάμπουν ως εικόνες Του. Μην ξεχνάμε τι παραγγέλνει ο Θεός ήδη από την Π.Δ.: «Να γίνεστε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος». Ο Χριστός δηλώνει καθαρά ότι είναι το φως του κόσμου και μετέχοντας στο άκτιστο αυτό φως Του αγιαζόμαστε και εμείς κατά χάρη, όπως λέμε, και όχι κατ’ ουσίαν. Δεν μετέχουμε της ουσίας του Θεού, αλλά των ενεργειών του Θεού, και ξεκινώντας από τη παρούσα ζωή συνεχώς θα αγιαζόμαστε μεταβαίνοντες από δόξα σε δόξα.


Αυτό ζητάει ο Θεός από μας, να γίνουμε δηλαδή κατοικητήριο της Θεότητας, δια του Πνεύματος του Αγίου, που κατοικεί μέσα μας, και δια του αγίου βαπτίσματος. Ο σκοπός της ζωής μας είναι να αυξηθούμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσίους 4,13). Όσοι λοιπόν μιμήθηκαν την ζωή του Χριστού και όσοι τηρούν τις εντολές του, εκείνοι λαμβάνουν την κλήση και την πολλαπλασιάζουν σαν τα τάλαντα του Ευαγγελίου και μπορούμε να πούμε ότι έτσι οι άγιοι όλων των εποχών είναι όχι οι κλητοί μόνο, αλλά και οι εκλεκτοί. Διότι πολλοί είναι όσοι εκλήθησαν, αλλά λίγοι ανταποκρίνονται σ’ αυτό το κάλεσμα, ποιούντες έργα άξια μετανοίας.

 

Μέσω λοιπόν των αγίων βλέπουμε τι θέλει ο Θεός από εμάς, αφού άγιασαν γιατί ακριβώς τήρησαν το θέλημά Του. Ανάλογα βέβαια με τη δύναμη και την ενίσχυση της χάριτος του Θεού στον καθένα, διότι όλοι δεν έχουν την δύναμη εκ Θεού να τρώνε π.χ. ελάχιστα όπως οι ασκητές ή να μην βγαίνουν ποτέ έξω από το κελί τους, όπως βλέπαμε σε παλιούς ασκητές. Όλοι όμως οι πιστοί έχουν την δυνατότητα να προσεύχονται και να ταπεινώνονται και αυτό είναι βασικό ως αρχή της αγιότητας. Οι άγιοι λοιπόν δεν έχουν δική τους αγιότητα, αλλά συμμετέχουν στην αγιότητα του Χριστού και προς τον Χριστό συνεχώς προσανατολίζουν, αφού ο Παράκλητος ενοικεί στην ψυχοσωματική τους υπόσταση. Είναι ζωντανές και έμψυχες πινακίδες προσανατολισμού προς την πηγή της ζωής, τον Τριαδικό Θεό. Αυτό αναφέρεται και στον ευαγγελιστή Ιωάννη, διότι λέγει ότι «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (α,12), που σημαίνει ότι άγιος είναι κανείς ως υιοθετημένος υιός του Θεού και όχι από κάποια υποτιθέμενη παραψυχολογική δύναμη δική του.


Οι χριστιανοί, ακόμη, αγιάζουν και καθίστανται δοχεία της θείας χάριτος, ανάλογα με την κατά δύναμη άξια προσέλευσή τους στα μυστήρια της Εκκλησίας και την συμμετοχή τους στους εορταστικούς εκκλησιαστικούς κύκλους, που είναι κυρίως δεσποτικοί [για το Χριστό] και θεομητορικοί [για την Παναγία]. Η πνευματικότητά μας είναι και παραμένει λειτουργική και Χριστοκεντρική. Και κορυφαία θέση στην ορθόδοξη πνευματικότητα και ζωή, τη δεύτερη αμέσως μετά την Αγία Τριάδα, έχει φυσικά η Υπεραγία Θεοτόκος, η μητέρα της Ζωής, που είναι ο Χριστός. Η Παναγία και οι άγιοι είναι μέρος της ανθρωπότητας. Τους αισθανόμαστε και προσευχόμαστε σ’ αυτούς ως φίλους και συνοδοιπόρους προς το ποθητό Τέρμα του παραδείσου. Και η Εκκλησία προβάλλει την ζωή τους, τη διδασκαλία τους, τα μαρτύριά τους ως κάλεσμα μιμήσεως της θεάρεστης ζωής τους, μέσα από τις καθημερινές λαϊκές εορταστικές συνάξεις, τα πανηγύρια, τις Κυριακάτικες λειτουργίες, τις προσευχές και τα συναξάρια των αγίων.  

 

Οι άγιοι οδηγούν με το παράδειγμά τους και άλλους ανθρώπους στην σωτηρία

 

Αυτή είναι η δουλειά των αγίων, θα λέγαμε. Πρώτα-πρώτα ο Θεός λέει γι’ αυτούς ότι «τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α’ Βασιλ. Β’30). Δηλαδή αυτούς που με δόξασαν στην γη, θα τους δοξάσω όχι μόνο στην γη, αλλά και στον παράδεισο. Πώς δοξάζουμε τον Θεό; Με την πίστη μας, την ελπίδα μας, την υπακοή μας στις εντολές του, τηρώντας τον Δεκάλογο εσωτερικά και όχι βαρυγκωμώντας, δείχνοντας έμπρακτη αγάπη προς τους άλλους, θυσιάζοντας πολλές ανέσεις μας χάριν των αναγκεμένων και προσπαθώντας να μην απομακρυνθούμε από το θέλημά Του. Αυτά θέλει ο Θεός από εμάς και μας τα δείχνει η ζωή των αγίων. Πολλοί από τους αγίους μάλιστα βασανίστηκαν και σφαγιάστηκαν για να μην αρνηθούν τον Χριστό και μας προτρέπουν αν χρειαστεί να προτιμήσουμε το μαρτύριο παρά να αρνηθούμε το όνομά Του.

 

Οι φίλοι του Χριστού ομολογούσαν συνεχώς ότι ήσαν και είναι χριστιανοί –αφού και σήμερα υπάρχουν άγιοι- και αυτό καλούμαστε να κάνουμε και εμείς χωρίς να ντρεπόμαστε, σε μια κοινωνία που υποχωρεί στα της πίστεως. Αν λοιπόν ζήσουμε έτσι, όπως εκείνοι, «ο μισθός μας θα είναι πολύς στον ουρανό», επισημαίνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος με τα λόγια αυτά του Χριστού (5,12).


Μάλιστα όσοι αφήσουν όλα τα εγκόσμια και αφιερωθούν στον Χριστό, όπως οι ασκητές, οι ιεραπόστολοι, οι μοναχοί κ.λπ., από έρωτα προς τον Θεό και όχι φυσικά για λόγους δόξας, συμφέροντος, χρημάτων κ.λπ., αυτοί θα έχουν εκατονταπλάσιο μισθό και δόξα στους Ουρανούς σε σχέση με μας τους υπόλοιπους, που ζούμε «ησύχιον βίον» και πολύ πιο εύκολο (Ματθ. 19,27 κ.ε.). Αυτοί είναι οι «ευνουχίζοντες (πνευματικά) εαυτούς» χάριν της Βασιλείας του Θεού, όπως εξηγεί ο ίδιος ο Κύριος.

 

Οι άγιοι όχι μόνο οδηγούν προς τον Χριστό, αλλά πρεσβεύουν και μεσιτεύουν για μας στον Χριστό

 

Κάποιοι ετερόδοξοι αρνούνται βέβαια την μεσιτεία των αγίων, αλλά έχουν παρερμηνεύσει τις Γραφές. Είναι δυνατόν να παρακαλούσαν το Θεό οι άγιοι, όσο ζούσαν στην γη, υπέρ της σωτηρίας των συνανθρώπων τους, και όταν η ψυχή τους, μετά τον θάνατό τους, βρέθηκε και βρίσκεται κοντά στον Θεό, να μη ενδιαφέρονται και να μην παρακαλάνε για μας; Αυτό δεν είναι φυσικά λογικό. Έπειτα, μεσίτες όταν λέμε εννοούμε ότι συμμετέχουν στην μεσιτεία του μόνου μεσίτου, που είναι φυσικά ο Χριστός. Ότι δεν είναι αυτόνομα και ανεξάρτητα από Εκείνον μεσίτες. Διότι πόλεις σώζονται μέσω δεήσεων των αγίων (Ιερ. 5,1/Ιεζ. 22,30) -όπως έπραξε και ο Αβραάμ για την σωτηρία των Σοδόμων και Γομόρρων (Γεν. 18,23-33) και ο Μωϋσής για τον ισραηλιτικό λαό (Έξοδ. 32, 9-14)- οι προσευχές τους ανεβαίνουν ως θυμίαμα στον θρόνο του Θεού (Αποκ. 5,8/6,9-11) και χαίρονται για κάθε επιστροφή πλανεμένου προβάτου (Λουκ. 15, 7-10). Ο προφήτης Ηλίας, αν και βρισκόταν στον ουρανό, απάντησε θα λέγαμε στην αίτηση του μαθητή του, Ελισαίου, και δια του Θεού ανοίχθηκαν στα δύο τα νερά του Ιορδάνη (Δ’ Βασιλ. 2,14). Ο ίδιος προφήτης προσευχήθηκε στον Θεό και δεν έβρεξε για τρία χρόνια και πάλι προσευχήθηκε και έπεσε η βροχή και η γη ξαναβλάστησε (Ιακ. 5,17-18). Αλλά και ο αρχιερέας Ονίας και ο  Ιερεμίας, όπως διασώζει το όραμα του Ιούδα του Μακκαβαίου, αν και κοιμηθέντες εν Κυρίω, προσευχόντουσαν για όλους τους Ιουδαίους και για την αγία πόλη Ιερουσαλήμ (Β’ Μακκ. 15,12-14). Άλλωστε «η παράκληση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη και αποτελεσματικότητα» (Ιακ. 5,16). Και οι άγιοι θεωρούνται οι καλύτεροι φίλοι μας στον ουρανό, όπως ακριβώς ήσαν και στη γη. Και με αυτήν την έννοια ονομάζονται πρεσβευτές και μεσίτες. Διότι εισακούουν τις προσευχές μας και εύχονται για μας και παρακαλούν να εκδηλώσει το έλεός Του ο Θεός στον κόσμο του, αφού μετά την εκδημία τους άλλωστε από την εδώ ζωή βρίσκονται σε καλύτερη θέση και έχουν πληρέστερη παρουσία και παρρησία κοντά στον Χριστό. 

 

Βλέπουμε σε εικόνες αγίων κάποιο φωτοστέφανο να περικυκλώνει την κεφαλή τους. Τι συμβολίζει αυτό το φως των αγίων

 

  Οι άγιοι όπως είπαμε απολαμβάνουν την δόξα και το φως του Θεού. Το φως αυτό είναι άκτιστο, δεν είναι εκ του κόσμου αυτού, είναι αδημιούργητο και αιώνιο, όπως και ο Θεός. Οι άγιοι λοιπόν, ως συμμετέχοντες στην χάρη του Θεού, είναι κατά διαστήματα λουσμένοι με το άκτιστο αυτό φως, που είναι ενέργεια του Θεού και όχι η ουσία Του, αν και προέρχεται από την ουσία Του και αυτήν ενεργοειδώς φανερώνει. Την δόξα αυτή του Τριαδικού Θεού συμβολίζει και ο φωτοστέφανος των αγίων στις εικονικές αναπαραστάσεις τους. Την δόξα αυτή αποκαλύπτει ο προφήτης Δανιήλ να διοχετεύεται από τον θρόνο του Θεού (7,9), το φως αυτό βλέπουμε να περιβάλλει τον Μωϋσή στην φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο (Έξοδ. 3,2), αλλά και να καταυγάζει το πρόσωπό του κατεβαίνοντας από το όρος Σινά (Έξοδ. 34,29-30). Μέσω του ιδίου αυτού φωτός ο προφήτης Ηλίας ανυψώνεται στον ουρανό δια πυρίνων αλόγων (Σοφ. Σειράχ 48,9), αλλά και την ουράνια αυτή δόξα Του αφήνει ο Χριστός να φανεί στους μαθητές Του κατά την Μεταμόρφωσή Του (Λουκ. 9,29/Ματθ. 17,2), για να γνωρίσουν όλοι ότι σταυρώθηκε στη συνέχεια, αν και παντοδύναμος Θεός, επειδή και μόνο το θέλησε εκείνος. 

 

Με παρόμοια περιστατικά της φανερώσεως της φωτοειδούς δόξας του Θεού είναι φυσικά γεμάτη η Παράδοση της Εκκλησίας, όπως δεικνύει το παράδειγμα του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ και του μαθητή του Μοτοβίλωφ, που από παραχώρηση Θεού ταυτόχρονα βίωσαν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές τους και έλαμψαν ως μικροί ήλιοι, βιώνοντες άρρητες εμπειρίες εκστάσεων ουρανίων. 

 

Πολλοί κύκλοι ετεροδόξων κατηγορούν τους Ορθοδόξους πως θεοποιούν τους αγίους. Ότι τους λατρεύουν σαν Θεούς. Τι απαντά η Ορθόδοξη Εκκλησία


Ορισμένοι που διαδίδουν παρόμοιες απόψεις είναι εντελώς ανίδεοι τού τι σημαίνει Ορθόδοξη πίστη. Κανείς Ορθόδοξος δεν προσεύχεται σε αγίους και δεν επιζητεί τις μεσιτείες τους θεοποιώντας τους. Ούτε φιλώντας τις εικόνες έχουμε την αίσθηση πως ασπαζόμαστε φυσικά τον ίδιο τον άγιο ή τον Θεό. Εμείς λέμε ότι τιμητικά προσκυνούμε και σεβόμαστε τους αγίους και λατρευτικά μόνο τον Θεό. Άλλωστε βαπτιζόμαστε εις το όνομα του Tριαδικού Θεού (όχι στο όνομα κάποιου αγίου) και ολόκληρη η λατρεία μας (προσευχές, ύμνοι, θεία κοινωνία, ακολουθίες, ευχές, απολυτίκια αγίων κ.λπ.) είναι αφιερωμένη στον Θεό, άσχετα αν ο κάθε ναός είναι αφιερωμένος σε κάποιον άγιο ή αγία. Ακόμη, οι ίδιοι οι άγιοι, μάρτυρες, ασκητές, ομολογητές κ.λπ. τον Θεό ελάτρευσαν, σ’ αυτόν προσευχόντουσαν και γι’ αυτόν θυσίασαν τις ζωές τους. Με ποια λογική λοιπόν ισχυρίζονται κάποιοι ότι οι Ορθόδοξοι λατρεύουν μόνο τους αγίους, αντί του Τριαδικού Θεού;


Το ίδιο ισχύει όπως είπαμε και για τις εικόνες. Η τιμή που εκφράζουν οι πιστοί κατευθύνεται στα πρωτότυπα πρόσωπα που εικονίζουν, στον ουράνιο κόσμο των αγίων και των πνευμάτων, και όχι εννοείται στα υλικά κατασκευής της εικόνας (βλ. «Η λατρεία του Θεού και η τιμητική προσκύνηση των αγίων», Γεωργίου Π. Σωτηρίου, έκδ. Ι.Μ. Αγίας Παρασκευής Δομήρου Σερρών, σελ. 67-73). Τιμώντας δηλαδή τους αγίους, ή τις αγίες γυναίκες ή τα λείψανά τους, εξαίρουμε την αυταπάρνηση, τον ηρωισμό, την αφοσίωσή τους στο Θεό, τον ενάρετο βίο τους, την αγάπη τους προς τους συνανθρώπους τους. Γίνονται έτσι οι άγιοι ένα παράδειγμα για όλους μας, αφού και ο απόστολος των εθνών μάς προτρέπει: «Να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους«.» επιδιώκετε και την αγιότητα, χωρίς την οποία κανείς δεν θα αντικρίσει τον Κύριο» (Εβρ. 12,14). Και πώς είναι δυνατόν στην Παλαιά Διαθήκη να τιμάται και να δοξάζεται λ.χ. ο ευσεβής βασιλιάς Εζεκίας μετά τον θάνατόν του από όλους τους Ιουδαίους και Ιεροσολυμίτες (Β’ Παρ. 32,33) και να μην δοξάζονται και τιμώνται μετά θάνατον οι άγιοι της Εκκλησίας;


Άλλωστε ο Θεός αρνείται στην Παλαιά Διαθήκη την τιμή και λατρεία των ειδώλων, δηλαδή θεοποιημένων αντικειμένων, ζώων ή ανθρώπων και όχι την καθημερινή, θρησκευτική και λατρευτική χρήση διαφόρων πραγμάτων και εικόνων προς δόξαν του ονόματός Του. Διότι και ο Μωυσής διετάχθη από τον Θεό να κατασκευάσει δύο Χερουβείμ στα δύο άκρα του ιλαστηρίου της Διαθήκης (Έξοδ. 25,18-20), και ο βασιλιάς Σολομώντας σκάλισε αγγέλους Χερουβίμ, φοίνικες, βόδια, λέοντες και άνθη στο Ναό που οικοδόμησε. με τα οποία ανάγλυφα σχήματα όμως και σχέδια ο Θεός ευαρεστήθηκε (Α’ Βασιλ. 9,3), διότι δεν τοποθετήθηκαν στους τοίχους για να λατρεύονται αλλά για τον καλλωπισμό του ναού του Θεού και την ένδειξη σεβασμού και αγάπης προς Αυτόν.

     

Η θεολογία της Εκκλησίας για το πώς αγιάζουν οι χριστιανοί και για τα άγια λείψανα


Τα άγια λείψανα είναι η απόδειξη ότι υπάρχει Θεός και αφθαρτοποιεί την κτίση προς δόξαν Του και για την σωτηρία όλων. Τα λείψανα πολλών αγίων (και όχι όλων) μένουν άφθαρτα γιατί η χάρη του Θεού τούς είχε ιδιαίτερα επισκεφθεί όσο ζούσαν εν τω κόσμω, έχουν καταστεί σκεύη εκλογής του και η ενέργεια του Θεού έχει κατασκηνώσει στην καρδιά τους. Είναι μια απόδειξη ακόμη ότι θα αναστηθεί και το σώμα μας στην Δευτέρα Παρουσία, διότι όπως λέμε και στο Σύμβολο της Πίστεως: «Προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».  Άνθρωπος για την ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη δεν είναι μόνο η ψυχή, αλλά ψυχή και σώμα ενωμένα σε ένα αδιάσπαστο σύνολο, αφού και αυτός ο θάνατος είναι προσωρινός και δεν θα κρατήσει διαζευγμένα τα σώματα από τις ψυχές τους εσαεί.


Ο άγιος του οποίου το σκήνωμα διατηρείται ακέραιο έχει φτάσει στην φιλόθεη κατάσταση εκείνη που ονομάζουμε θέωση. Τα στάδια της κατά Χριστόν ζωής είναι τρία, χωρίς φυσικά να υπάρχουν μεταξύ τους στεγανά. Είναι το στάδιο της καθάρσεως, του φωτισμού του νοός και της θέωσης. Στο στάδιο της καθάρσεως ο χριστιανός παλεύει με την αμαρτία και με την χάρη του Θεού και με τη δική του άσκηση φτάνει στο σημείο να μην ενδίδει στις ορέξεις της σαρκός, στη σειρήνα της ηδονής και στο κοσμικό φρόνημα, ενώ μένει ταπεινός και επιδίδεται στην προσευχή και την έμπρακτον αγάπη. Στο στάδιο του φωτισμού του νοός, ο νους του πιστού, δηλαδή ο οφθαλμός της ψυχής του, ανοίγει στην παντοδύναμη χάρη του Θεού και ο χριστιανός αποκτά θείες εμπειρίες του Χριστού, όπως την διόραση, την προόραση, την μακρινή ακοή κ.α. Δυνάμεις, που όμως δεν είναι δικές του, αλλά του Αγίου Πνεύματος που έχει κατασκηνώσει μέσα του. Στην κατάσταση αυτή ο άγιος δεν βιώνει πλέον λύπη, οδύνη και στεναγμούς, αλλά την αναφαίρετη και μοναδική χαρά του ουρανίου πολιτεύματος που ζει από αυτή τη ζωή. Λιώνει μάλιστα από αγάπη ο μεταμορφωμένος πια άνθρωπος για όλη την κτίση και για τα άλογα ζώα, αλλά περισσότερο για τον συνάνθρωπό του και με τις θερμές προσευχές του απευθύνεται στον μόνο δυνάμενο να βοηθήσει ουσιαστικά παντεπόπτη Κύριο.


Στο ανώτατο στάδιο της θεώσεως ο χριστιανός λούζεται από τις ακτίνες του θείου και ακτίστου φωτός και για όσο διάστημα διαρκούν αυτές οι εμπειρίες κοινωνίας με τον Θεό, ο πιστός δεν νοιώθει πόνο, πείνα, δίψα ή άλλη βιολογική ανάγκη, αφού δεν τρέφεται πλέον από την βιολογία του, αλλά από την χάρη του Θεού. Αυτό το τελευταίο και μεγαλύτερο στάδιο πίστεως και έμπρακτης χριστιανικής ζωής, από αυτήν ήδη την ζωή, «δημιουργεί» τα άφθαρτα λείψανα των αγίων -αν και η αφθαρσία των λειψάνων δεν παύει να είναι ένα δώρο του Θεού σε ορισμένους αγίους (και η σωτηρία άλλωστε) και δεν είναι κατάσταση που φτάνει κανείς με τις δικές τους δυνάμεις. Δίδεται βέβαια σε εκείνους που έζησαν με πάθος την ελπίδα και πίστη τους στον Θεό και δεν συνθηκολόγησαν με το κοσμικό πνεύμα ή δεν ενέδωσαν έως τέλους στις παγίδες του εχθρού.


Ο σκοπός επομένως της ζωής όλων μας είναι να γίνουμε άγια λείψανα, δεδομένου ότι ο θάνατος θα μας εύρει όλους και κανείς δεν θα ξεφύγει από την ανθρώπινη αυτή, παρεκκλίνουσα από το αρχικό σχέδιο του Θεού, μοίρα. Τα άγια λείψανα λοιπόν σηματοδοτούν την «αιώνιο ζωή και το μέγα έλεος» και προσανατολίζουν προς την ακοίμητο δόξα που περιμένει όλους μας, αφού καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας και βαδίσουμε πραγματικά στα χνάρια του Χριστού.  Είναι πνευματικοί φάροι, που κρατούν σε εγρήγορση διαχρονική τις προς τάσιν εκκοσμικεύσεως γενεές των χριστιανών, ώστε να μην ξεφύγουν από τον μόνο άξιο δρόμο της ζωής και παρασυρθούν από τα κύματα που σηκώνει το παμφάγο στόμα του άδη. Είναι οδοδείκτες που διαλαλούν ότι ο σκοπός της ζωής είναι η προσωπική μας Πεντηκοστή και η εμπειρία της Φλεγόμενης Βάτου του Μωυσή, που αποκτάται δωρεάν δια του φαρμάκου της αθανασίας, της Θείας δηλαδή Κοινωνίας και της διαρκούς μετανοίας. 

 

Οι μαρτυρίες από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση ότι ο σκοπός των ανθρωπίνων σωμάτων είναι να αγιάσουν και αφθαρτοποιηθούν, καθώς και οι ψυχές τους

 

Ο απόστολος Παύλος μάς λέγει ότι τα σώματά μας είναι ναός του αγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα μας και ότι πρέπει να δοξάζουμε τον Θεό  καί με τα σώματά μας καί με τις ψυχές μας, που και τα δύο ανήκουν στον Θεό (Α’ Κορ. 6,15-20).  Συνεχίζει μάλιστα σε άλλο σημείο για να πει ότι το ευτελές σώμα μας θα μετασχηματίσει ο Θεός και θα το μεταποιήσει σε σώμα σύμμορφο με το σώμα της δόξας Του (Φιλιππ. 3,21). Ευωδία των λειψάνων, θαυματουργία αυτών, καθώς και αντικειμένων των αγίων και τιμή προς αυτά αναφέρονται σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης (Β’ Κορ. 2,15/Ματθ. 9,20/Μαρκ. 6,13/Πράξ. 29,12), αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης. Στο Β’ Βασιλειών 13,20-21 περιγράφεται η περίπτωση πεθαμένου που τον έριξαν στον τάφο του προφήτη Ελισαίου και μόλις ήρθε σε επαφή με τα οστά του προφήτη, θαυματουργικά ο νεκρός ζωντάνεψε και έζησε. Παρόμοια πίστη αναφέρεται και στο Γ’ Βασιλ., όπου γέροντας προφήτης παρεκάλεσε τα παιδιά του να τον θάψουν όταν πεθάνει στον ίδιο τάφο που είχε θαφτεί κάποιος άνθρωπος του Θεού, ώστε τα οστά του αγίου ανθρώπου να οδηγήσουν με την δύναμη του Θεού και τον προφήτη στην σωτηρία (13,25-31) (βλ. π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, «Η Ορθοδοξία μας», Αθήνα 1994, σελ. 463-465).


Η τιμή προς τα άγια λείψανα επικρατούσε σε όλη την Εκκλησία, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια.  Από το Μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου μαθαίνουμε ότι οι πρώτοι χριστιανοί συναθροίζονταν στους τάφους των μαρτύρων, τελούσαν πάνω στα λείψανά τους τη θεία λειτουργία και τιμούσαν ιδιαίτερα τη μνήμη τους. Με το λείψανο του αγίου Κυπριανού γινόντουσαν πολλά θαύματα, όπως διασώζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενώ το τίμιο και χαριτόβρυτο λείψανο της αγίας Ιουλίττας, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, αγιάζει την πόλη, τους επισκέπτες και τους αρρώστους. Τέλος, και ο μελίρρυτος ποταμός της σοφίας, ιερός Χρυσόστομος, κηρύττει ότι οι ναοί, οι λειψανοθήκες των αγίων και πολύ περισσότερο τα ίδια τα οστά τους, οδηγούν στην ψυχοσωματική υγεία, στην απομάκρυνση των δαιμονίων και την ελευθερία από την καταδυνάστευσή τους (βλ. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, «Εγχειρίδιο αιρέσεων…», έκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης, σελ. 63-66).


Τα λείψανα επομένως των αγίων που διατηρούνται ανέπαφα είναι ένα συνεχές θαύμα. Διότι είναι απολύτως λογικό να πιστεύει κανείς ότι όπως η μηλωτή του προφήτη Ηλία που διαχώρισε τα νερά του Ιορδάνη, τα μαντήλια της κεφαλής ή του λαιμού του αποστόλου Παύλου (Πράξ 19,12) και η σκιά του αποστόλου Πέτρου (Πράξ. 5,15) έκαναν «σημεία και τέρατα» όσο εκείνοι ζούσαν, έτσι και τα ίδια τα άφθαρτα σώματα των αγίων, που παραμένουν στην υπηρεσία των ανθρώπων, επιτελούν ουκ ολίγα θαύματα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αφού επισημαίνει ότι στην εποχή του τα θαύματα ιάσεων έχουν λιγοστέψει ανάμεσα στους πιστούς, διότι έχει απλωθεί πλέον ο Χριστιανισμός στον κόσμο και το ανώτερο θαύμα είναι η απαλλαγή από την αμαρτία, μας λέγει ακόμη ότι στα λείψανα των αγίων παρευρίσκεται όχι κάποια ψυχική δύναμη, αλλά εκείνη η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που προσανατολίζει συνεχώς προς την ανάσταση των σωμάτων με τα θαύματα που επιτελούν (εις τον ιερομάρτυρα Βαβύλα, ΕΠΕ 37). Επομένως τα σώματα των αγίων θαυματουργούν λόγω της σύνδεσης των χριστιανών  -όσο ζούσαν πάνω στη γη- με το σώμα του Χριστού, του οποίου η χάρη είναι αποταμιευμένη στην Εκκλησία και στην οποία αυτή χάρη εμποτίζεται και το σώμα του πιστού, εφόσον ζει έμπρακτα την ορθόδοξη χριστιανική πίστη του, ασκείται, κοινωνεί, ταπεινώνεται και αγαθοεργεί. 

    

Τέλος, ο Θεός είναι πάντα νέος, είναι ό,τι πιο όμορφο υπάρχει και η αγάπη του δεν έχει όρια. Και μας καλεί στον δρόμο της αγιότητας, γιατί Εκείνος είναι όντως άγιος και μόνο αυτός ο τρόπος ζωής θα επικρατήσει στους αιώνες των αιώνων. Ο Θεός δεν είναι φόβητρο ή αστυνόμος του ουρανού, που αναζητάει παντού τον ένοχο για να τον καταδικάσει, όπως σκεφτόντουσαν κάποτε στη Δύση. Ο άνθρωπος είναι αντίθετα εκείνος που από μόνος του, και με σκέψεις, λόγια ή έργα, απομονώνεται και χάνει την Χάρη του Θεού. Δηλαδή με τον τρόπο της ζωής του αποτυχαίνει, αστοχεί να βαδίσει την οδό της αλήθειας και αποξενώνεται απ’ το πρόσωπο του Κυρίου και από την κοινωνία με τους συνανθρώπους του. Ο Καρλ Ράινερ, ένας σπουδαίος γερμανός θεολόγος, περίπου έλεγε: ‘Δόξα τω Θεω, που ένα 60% των απόψεων περί Θεού, στις οποίες ορισμένοι πιστεύουν σήμερα, δεν ισχύουν πραγματικά για τον Θεό’. Πώς θα βρούμε επομένως πραγματικά τον Θεό και την γνήσια εικόνα του; Είναι αλήθεια πως ο ίδιος Θεός αποκαλύπτεται προσωπικά μέσα στην Εκκλησία Του, δια της πίστεως, της μυστηριακής ζωής και της άδολης αγάπης. Αποκαλύπτεται στις καθαρές καρδιές, που με την προσευχή και την άσκηση έχουν γίνει χώρος διαμονής Του.



         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου