Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ

 

Γ ΜΕΡΟΣ


ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΙΚΗ ΣΟΦΙΑ


Βαρλαάμ είναι το όνομα ενός Λατινόφρονος μοναχού της κάτω Ιταλίας , ο οποίος αναστάτωσε τη βυζαντινή κοινωνία περί τα μέσα του ΙΔ' αιώνος. Χρειάζεται να έχομε κάποια γνώση της προσωπικότητός του, για να μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τις ουσιαστικές αιτίες της αντιπαραθέσεώς του με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η θεματολογία που απασχόλησε και τους δυό τους προβάλλεται στον ορίζοντα μιας γενικώτερης διαμάχης, ανάμεσα στην αναδυόμενη ανθρωπιστική παράδοση της Δύσης και στην ορθόδοξο εκκλησιαστική παράδοση της Ανατολής.


Υπήρχαν και στο Βυζάντιο λόγιοι που ασχολούνταν με την κλασσική παιδεία, όμως επιφυλάσονταν να έρθουν σε σύγκρουση με τις εκκλησιαστικές δομές. Συνυπήρχαν και οι δύο φιλοσοφίες- η κατά θεόν και η κατά άνθρωπον . Συνήθως η “θύραθεν παιδεία” αναγνωριζόταν ως μία Πνευματική γυμνασία, χωρίς να επηρρεάζει την εκκλησιαστική διδασκαλία, που στηριζόταν στα δόγματα των ιερών συνόδων. Το συνοδικό της ορθοδοξίας , μετά την εικονομαχική έριδα, είχε παγιώσει μια “θεολογία της επανάληψης”, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, και πάνω σ΄αυτήν τη θεολογία βασιζόταν η Βυζαντινή εκκλησία.


Ομως με την εμφάνιση του Βαρλαάμ τα πράγματα αλλάζουν. Η δράση του υπήρξε σατανικά δόλια, όπως γράφει ο θείος Γρηγόριος, για το κλίμα της ορθοδοξίας. Είναι βέβαιο, λέγει ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ότι δεν μπορεί να αποκαλυφθεί πλήρως η μυστηριώδης σύνθεση της ψυχολογίας και των σκοπών αυτού του μοναχού. Η εμφάνισή του ,όμως, στην περιοχή της ορθοδοξίας μάς εχάρισε έναν Γρηγόριο Παλαμά, του οποίου η διδασκαλία θα μας έμενε άγνωστη και η υψηλή εμπειρία της βιώσεως του θεού θα έμενε θησαυρισμένη μόνο στην καρδιά του Αγίου. Ενας ησυχαστής από την έρημό του θα μετέβαινε στο θείο και άκτιστο φως , τις εμφάσεις του οποίου θεωρούσε μερικώς από εδώ. Και η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η σεβάσμια ορθόδοξος πνευματικότης, θεμελιωμένη πάνω στις δογματικές προϋποθέσεις της εκκλησίας. Μία διδασκαλία “υπέρ της θείας χάριτος” και “κατά των καινών αιρέσεων”, που ανεφύησαν με τη δυτική ορθολογιστική φυσική μέθοδο, μέσω της οποίας εξετάζονται όσα αφορούν στη μυστική θεολογία.


O Βαρλαάμ έφθασε στο Βυζάντιο περί το έτος 1326 “άρτι τότε πρώτως τή Ρωμαίων επί κακώ της ιδίας κεφαλής επιδεδημηκώς”, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Φιλόθεος Κόκκινος, βιογράφος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Θα παρατρέξουμε εδώ τις όσες πληροφορίες έχουμε σχετικά με το πρόσωπο του Βαρλαάμ , υπογραμμίζοντας μόνο το γεγονός ότι ήταν άνθρωπος πεπαιδευμένος σε όλες τις Επιστήμες, κατά τη συνήθεια της εποχής του. Ασχολήθηκε με τη Φιλοσοφία, τη Θεολογία, τα Μαθηματικά, την Αστρονομία και γενικά με τη θύραθεν παιδεία. Στα ελληνικά εδάφη ήρθε στις αρχές της βασιλείας του Ανδρονίκου Γ' του νεωτέρου ( 1323 – 1341 ). Πρώτα αφίχθηκε στην Αιτωλία, όπου περιβλήθηκε ελληνικό ένδυμα και μιμήθηκε τα ελληνικά ήθη. Επειτα πήγε στη Θεσσαλονίκη. Ανήκε στην τάξη εκείνων , που δέχονταν το μνημόσυνο του Πάπα και ζητούσαν την ένωση , κατά τις απόψεις της Παλαιάς Ρώμης. Δεν ήταν δηλαδή, παρά ένας έλληνας Ουνίτης.


Από τη Θεσσαλονίκη έφυγε το 1330 , δηλαδή μετά από διάστημα τεσσάρων ετών και μετέβη στο Βυζάντιο. Κατάφερε να συνάψη σχέσεις με όλη την ατμόσφαιρα των λογίων και επιφανών ανδρών της Βασιλεύουσας Πόλης , είτε λαϊκών, είτε κληρικών. Mε αυτό τον τρόπο εδραίωσε τους σκοπούς του, που τον έφεραν σε υπεροψία, ώστε να μειώνη την αξία των λογίων αυτών. Αυτό ήταν από τα σημεία του ενωτικού του προγράμματος , αφού θα δειχνόταν η κενότητα της Βυζαντινής σοφίας. Τέτοια υπεροψία δυστυχώς δείχνουν και σήμερα οι “σοφοί” της Δύσης απέναντι στην σοφία των Ορθοδόξων Πατέρων, επικουρούμενοι συν τοίς άλλοις και από την έκρηξη της Γνώσης στα όρια του συγχρόνου πολιτισμού. Είναι και αυτό ένδειξη του γεγονότος, ότι οι Δυτικοί εφεύραν και ανεκήρυξαν προ πολλού την ανθρώπινη σοφία ( αρχής γενομένης με τη σχολαστική ) ανώτερη απο την Αγιοπατερική.


Επανερχόμενοι τώρα στο θέμα μας θα επισημάνουμε ένα αποφασιστικό γεγονός για την περαιτέρω δράση του Βαρλαάμ. Σε δημόσια συζήτηση με τον Νικηφόρο Γρηγορά, σημαίνοντα λόγιο της εποχής , αποδείχτηκε γυμνός πάσης γνώσεως και ταπεινώθηκε. Αποφάσισε τότε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να πάει στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξε σχολή, προσελκύοντας κοντά του πλήθη μαθητών. Η δυσμενής έκβαση του αγώνα του με τον Νικηφόρο Γρηγορά, ήταν επόμενο να μειώνη την υπόληψη που είχαν οι Βυζαντινοί για το πρόσωπό του, οπότε άρχισε να φροντίζει για την αποκατάσταση του κύρους του, αλλά με έντεχνο τρόπο. Υπεραμυνόταν της ορθοδοξίας, και γραπτά και προφορικά, κατηγορούσε δε τους Λατίνους, ως κακόδοξους και απέχοντας από την αλήθεια.


Είναι μία πάγια σχεδόν τακτική των αιρετικών να αποκρύπτουν στην αρχή επιμελώς τα πραγματικά τους φρονήματα, ώστε να μην αποκαλυφθούν οι σκοποί τους. Ουδέποτε όμως οι σκοποί αυτοί λανθάνουν από τους θεόσοφους αγίους, οι οποίοι ξεσκεπάζουν στο τέλος κάθε δολιότητα, χρησιμοποιώντας “ τη μάχαιρα του Πνεύματος ”.


Ο Βαρλαάμ άρχισε να γράφει, λοιπόν, λόγους περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αναιρώντας την προσθήκη του Filioque και καταφερόμενος κατά του Πρωτείου του Πάπα. Εθιγε, γενικώς, όλα τα ζητήματα που χώριζαν τις δύο εκκλησίες, παρουσίαζε δε τον εαυτό του ως ορθοδοξότατο και αφοσιωμένο στην Ανατολική Εκκλησία.


Αποτέλεσε και αποτελεί σκάνδαλο για την αλήθεια και ενότητα της εκκλησίας η επιγνωση της διαφορετικής θεολογίας του Αγίου Πνεύματος, ανάμεσα σε ορθόδοξο Ανατολή και Λατινική Δύση. Αυτή η διαφοροποίηση είχε ήδη αρχίσει από την εποχή του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Ο αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι από αυτούς που δεν θεωρούσαν το Filioque σαν ένα μικρό και ασήμαντο ζήτημα, διότι, καθώς έλεγε “ου μικρόν εν τοίς περί του θεού το παραμικρόν”. Ακόμα και μία λέξη σημαίνει την ορθότητα της περί θεού πίστεως, όπως λ.χ. η λέξη “ομοούσιος”, που αναφέρεται στην θεότητα του Λόγου, και ως όρος εισήχθη στο ιερό Σύμβολο από τον Μέγα Αθανάσιο.


H σχολαστική νοοτροπία του Filioque μειώνει το αυθυπόστατο του Αγίου Πνεύματος, καθορίζοντας ως κτιστές τις ενέργειες και τις δωρεές τις οποίες Αυτό παρέχει και μεταδίδει , κατά χάριν. Κατά τον αγιο Γρηγόριο οι ενέργειες του θεού είναι άκτιστες και το Αγιο Πνεύμα, ως “ομοούσιον και ισότιμον” προς τον Πατέρα και τον Υιό, παρέχει ¨εν χρόνω” τις ενέργειές του αποστελλόμενο στον κόσμο ( για σωτηριολογικούς σκοπούς ) εκ του Πατρός και δια του Υιού. Οφείλουμε συνεπως να διακρίνουμε μεταξύ αϊδίου εκπορεύσεως και εν χρόνω πέμψεως του Αγίου Πνεύματος, καθόσον τούτο μαρτυρείται σε πολλά χωρία της Αγίας Γραφής.


Ο ουνίτης μοναχός Βαρλαάμ, όταν έφθασαν απεσταλμένοι του Πάπα Βενέδικτου ΙΓ΄στο Βυζάντιο, για συνομιλίες και διαπραγματεύσεις για το ζήτημα της ένωσης με τους “σχισματικούς”, άρχισε δεινές επιθέσεις κατά της Δυτικής εκκλησίας και των καινοτομιών της. Τι είναι αυτό που κάνει τώρα ο Βαρλαάμ εξελέγχοντας τους Λατίνους για το δογματικό τους σφάλμα, ήτοι την εισαγωγή δύο αρχών, στη διδασκαλία τους για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος; Ο Φιλόθεος Κόκκινος, βιογράφος του Παλαμά που ήταν παρών στις συζητήσεις, λέγει πως ο ουνίτης μοναχός “εξελέγχων δήθεν το άτοπον, κακώ το κακόν ιώμενος εν τοις εαυτού λόγοις εφαίνετο”. Ο Βαρλαάμ δηλ. φαινόταν , ότι με τα λόγια του ήθελε να θεραπεύση το κακό με ένα άλλο κακό. Αρα, κατά τον Φιλόθεο, τα ελατήριά του ήταν δόλια. Αυτό το απεκάλυψε αργότερα και ο θείος Γρηγόριος , αφού έλαβε τις συγγραφές : “ και διαγιγνώσκει και δικάζει καλώς και δείκνυσι τον πεπλασμένον εν τοις γράμμασιν έλεγχον, δόλον κατά της αληθείας σαφή”.


Ο Φιλόθεος επισημαίνει και τούτο το σημαντικό, ότι δηλ. Ο Βαρλαάμ “ και τας μεν κατά των αιρέσεων συλλογιστικάς αποδείξεις των σοφών θεολόγων Πατέρων παραγραφόμενος, τους δε των Ελλήνων σοφούς, Αριστοτέλην φημί και Πλάτωνα, και όσοι τους κατ΄αυτούς συνεδρίου, θείους τινάς και παρά θεού πεφωτισμένους αποκαλών”. Και εδώ μπορεί κανείς να αναρωτηθεί : κατά πόσον ο Βαρλαάμ, δέσμιος των ανθρωπιστικών του πεποιθήσεων, παραθεωρούσε την Πατερική διδασκαλία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και επιστράτευε φιλοσοφικές αρχές για το ακατάληπτο της θείας ουσίας, που οδηγούσε σε έναν αγνωστικισμό σχετικά με τις ενδοτριαδικές σχέσεις ; Ο Φιλόθεος αποκλίνει προς την άποψη του “δόλου κατά της αληθείας


Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έμαθε για τις θέσεις του Βαρλαάμ καθώς βρισκόταν τότε έξω από το ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα , στη Λαύρα του Αγίου Ορους. Ο αγιος Πατήρ εκφράζει τη σκέψη, ότι “ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται”. Οταν κανείς σφάλλει σε βασικά θέματα, πως και δεν θα προκύψουν πολλά άτοπα ; Το γένος των Λατίνων είχε ήδη πέσει σε τέτοια άτοπα. Ο θείος Γρηγόριος , όπως μετά από ένα αιώνα ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος θα επαναλάβει , ελέγχει τους Λατίνους για την προσθήκη στο ιερό σύμβολο. Η θεότης δεν τελεί υπό τάξιν, διότι είναι “υπερ τάξιν”, λέγει και αποδεικνύει ο θεοφώτιστος Πατήρ. Με την απόλυτη ιεράρχηση , που κάνουν οι Λατίνοι στην Αγία Τριάδα, μέσα στη σύγχυσή τους , καταλήγουν ευθέως στην αίρεση του Ευνομίου.


Γράφει, λοιπόν τότε ο Αγιος Γρηγόριος τους δύο “αποδεικτικούς λόγους” που καλύπτουν έκταση 125 πυκνών σελίδων και εξαντλούν το θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, με Πατερική επιχειρηματολογία. Αυτοί οι λόγοι ανέτρεψαν τους “κατά της ευσεβείας φληνάφους λόγους” του Βαρλαάμ.


Εκτοτε αρχίζουν οι μέσω ανταλλαγής επιστολών αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο ανδρών. Η μελέτη αυτών των επιστολών αποδεικνύει , πως “μέγα χάσμα εστήρικται” μεταξύ τους. Η διαφορά των μεθόδων του θεολογείν καθίσταται πλέον εναργής. Εχομε από τη μία πλευρά τον θεοφώτιστο Γρογόριο, που ακολουθεί τα βήματα των αγίων Πατέρων στη θεολογία τους και από των άλλη πλευρά τον Βαραάμ, ένα “μίγμα” χριστιανού και φιλοσόφου,με σαφή προτίμηση της ανθρωπιστικής παράδοσης, που διαφαίνεται στην άποψή του για ελλάμψεις θεογνωσίας των ελλήνων φιλοσόφων πλάτωνος και Αριστοτέλους. Εδώ είναι χρήσιμο να εεκθέσουμε μία σύντομη επισκόπηση των “επίμαχων σημείων”, τα οποία διαπραγματεύονται οι δύο άνδρες, ώστε να καταλάβουμε επακριβώς ττη ρίζα του κακού, το οποίο ήδη εκκολαπτόταν στα πρώτα γραπτά του Βαρλαάμ.



Κατά τον σχολιαστή του συγγράμματός του “κατά Λατίνων”, καθηγητή Π. Χρήστου, ο Βαρλαάμ “εις τας περί Πνεύματος συζητήσεις ηκολούθησε την ορθόδοξον άποψιν επί της γραμμής του Φωτίου, τον οποίον λόγω της εναντίον του αντιδράσεως των μοναχικών κύκλων είχον παρημελημένον οι άλλοι θεολόγοι. Ακόμη και εις το σημείον τούτο έδειξε την προτίμησίν του προς την υπέρ των ανθρωπιστικών σπουδών παράταξιν” ( από το βιβλίο του π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου για τον Παλαμά. σελ. 59 ). Εφ' όσον , λοιπόν, ο Βαρλαάμ υποστήριζε ορθοδόξους θέσεις, σε ποιό σημείο διαφωνούσε ο θείος Γρηγόριος ; Κατά τον καθηγητή Χρήστου “ο Βαρλαάμ ηρνείτο τη δυνατότητα εκφοράς αποδεικτικών κρίσεων περί των θεολογικών προβλημάτων, των οποίων την λύσιν εναπέθετε μόνον εις την αυθεντίαν της αποκαλύψεως” ( στο αυτό έργο, σελ. 60 )


Επί του παρόντος προβλήματος επικαλείτο το χωρίο του Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου “ η εκ της αρχής αρχή” και προσπαθούσε να συμβιβάσει τα δύο δόγματα περί του Αγίου Πνεύματος ( ορθόδοξο και Λατινικό ) , ώστε ο δρόμος για την ένωση να παραμείνη ανοιχτός. Εάν οι δύο αρχές ( ο Πατέρας και ο Υιός ) δεν θεωργθούν αυτοτελείς, αλλά ευρισκόμενες “ η μία υπο την άλλην ” ( η από την άλλη ) , τότε αποφεύγεται η δυαρχία στην εκπόρευση. Ο Παλαμάς όμως εδώ διαφωνει έντονα και δίνει της εξής απάντηση : αν δεχθούμε και τον Υιό αρχή της θεότητος , αυτός θα αποτελεί άλλη αρχή. Τότε γιατί να μη συμπεριλάβουμε και το Πνεύμα ως “θεογόνον” ; θα υπάρχουν τότε τρείς αρχές.. Ο ισχυρισμός των Λατίνων οδηγεί σε παραλογισμό. Συνεπώς μία είναι η αρχή στους κόλπους της θεότητος : ο Πατήρ.


Ο Βαρλαάμ φρονούσε ότι μόνο οι εντολές του θεού και οι αποφάνσεις των αγίων Πατέρων είναι έγκυρες στη θεολογία, χωρίς να υπάρχει στη λογική ικανότητα του ανθρώπου δυνατότητα γνώσης του θεού. Ο Αγιος γρηγόριος αντιπαραθέτει στη διαλεκτική υφή της σκέψης του Βαρλαάμ την αποδεικτική μέθοδο. Ο αποδεικτικός συλλογισμός τον οποίο εισάγει ο άγιος Πατήρ πραγματεύεται “περί το αναγκαίον και αεί όν και αεί αληθές όν και αεί ωσαύτως έχον”. Είναι απαραίτητος συνεπώς ο αποδεικτικός συλλογισμός σε αυτά τα θέματα, διότι υπάρχουν πλευρές του θεολογικού προβλήματος που επιδέχονται απόδειξη : “τα μεν άρα του θεού γινώσκεται, τα δέ ζητείται, έστι δ' ά και αποδείκνυται, έτερα δέ εισί απερινόητα πάντη και ανεξερεύνητα”.


Αυτές είναι και οι πρϋποθέσεις των αποδεικτικών συλλογισμών κατά τον θείο Γρηγόριο. Εκτός από τους συλλογισμούς αυτούς, όμως, στη γνώση του θεού εισάγει και τις μυστικές “εν Αγίω Πνεύματι” εμπειρίες. Με αυτές έχομε άμεση γνώση του θεού. Αλλά μπορούν να γνωρίσουν το θεό και όσοι ακόμη δεν έχουν καθαρό “το όμμα της ψυχής” τους, δεν έχουν δηλαδή φθάσει στο ύψος της μυστικής θεωρίας ; Και εάν μπορούν, πως γίνεται αυτό ; Γίνεται “διά της κτίσεως και της προνοίας”, λέγει ο άγιος Γρηγόριος.. Μπορούν να βλέπουν τον Προνοητή μέσα από την διαφαινόμενη πρόνοιά του για όλα τα κτίσματα, αφού και κατά τον Παύλο : “τα αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται”. Η θέση αυτή είναι απολύτως βιβλική και Πατερική.


Παρά ταύτα όμως, ανθρώπινη σοφία δεν μπορεί να εξισωθεί με τη θεϊκή. Με την πρώτη ο ανθρώπινος νους διανοείται και μελετά την αποκάλυψη του θεού στη Δημιουργία. Με τη δεύτερη ο νους δέχεται πραγματικά και νοερά “τις θείες εμφάσεις”. Γίνεται καθαρός καθρέπτης του θεού. Σ' αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκουν και όσοι ησυχαστές ανυψώθηκαν προς τη θεία σοφία, δια των παραδοσιακών μεθόδων :νηστεία, αγρυπνία, προσευχή. Αυτές οι μέθοδοι μας έχουν υποδειχθεί από τον ίδιο τον Κύριο και έχουν εκτενώς διασαφηθεί μέσα στη νηπτική παράδοση της ορθοδοξίας.


Εδώ ανάγεται και η ορθή διάκριση που κάνουν οι ορθόδοξοι θεολόγοι, στη σημερινή εποχή, για τις δύο μεθόδους γνώσεως προκειμένου να κρατήσουν ακέραια την “φωτιστική” γνώση του του θεού , μέσα σε συνθήκες “έκρηξης της γνώσης” και θεοποίησής της. Η επιστήμη και η φιλοσοφία έχουν αξία, μας λέγουν, μόνο ως έρευνα του κτιστού κόσμου και ως εκ τούτου είναι θεμιτές, ως αναγωγή στην δεύτερη βαθμίδα της θείας γνώσεως. ( δηλ. δεν αποβάλονται από τη θεολογία ). Δεν θεμιτή ωστόσο, η ενέργεια εκείνων που αποφαίνονται “αξιωματικά” στο ζήτημα της υπάρξεως του θεού. Εαν οι σύγχρονοι “σοφοί” αρνούνται την ύπαρξη του θεού αυτό αποτελεί προσωπική τους επιλογή και όχι αποτέλεσμα “αποδεικτικής διαδικασίας”.


Το ότι ο Βαρλαάμ θεωρούσε τους προ Χριστού φιλοσόφους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, ως έχοντες θείαν έλλαμψιν, αποτελεί προϊόν δαιμονιώδους σοφίας, διότι πως μπορεί άνθρωποι υποκείμενοι σε ποικίλα πάθη να φθάσουν σε τέτοια μέτρα ; Το ότι οι προ Χριστού σοφοί είχαν βεβαίως φθάσει στο σημείο να παραδεχθούν ύπαρξη του θεού, προνοούντος για τον κόσμο ( στον οποίο διέκριναν αρμονία ) δεν μπορεί να το αμφισβητήσουμε. Αλλά μετά την εν Χριστώ αποκάλυψη οι Θείοι Πατέρες αφομοίωσαν τα στοιχεία εκείνα, που ήσαν συμβατά με τη “φιλοσοφία του Αγίου Πνεύματος”, απομακρύνοντας αποφασιστικά τις ειδωλολατρικές πλάνες. Ως εκ τούτου η Πατερική μέθοδος στοιχεί στην θεία αλήθεια και αυτή είναι η κατευθύνουσα γραμμή διαχρονικά ; η Πατερική σύνθεση.


Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε εμπλακεί σε ένα κύκλωμα φιλοσοφικό. Οικειωμένος, ως ορθόδοξος, με τον νού των πρό αυτού θεολόγων Πατέρων, με κοινές θεολογικές μεθόδους και κοινές “εν Αγίω Πνεύματι” εμπειρίες , άφησε τον υψηλό ησυχασμό του και ήλθε σε ένα στίβο πάλης με λογικές μεθόδους και Φιλοσοφικές Αριστοτελικές κατηγορίες , για να τις αποκρούσει. Η αγάπη του για την αλήθεια τον έκανε να αποσπαστεί από την μυστική εντρύφησή του “εν τώ θεώ”, για να εμπλακεί στις θεολογικές έριδες , που ακολούθησαν.


Στους πρώτους διαξιφισμούς του αγίου με τον Βαρλαάμ αναπτύσσεται η ορθόδοξος θέσις, όποως είδαμε, για την αξία του αποδεικτικού συλλογισμού στη θεολογία. Αυτό το σημείο είναι σημαντικότατο για την περαιτέρω θεολογική ζύμωση, διότι διακρίνεται η ποιότητα των συλλογισμών επί των θείων.


Η απαθής ψυχή του θείου Παλαμά αγαπούσε ασφαλώς τον φιλόσοφο-μοναχό Βαρλαάμ, στις επιστολές του ασκούσε δριμύ έλεγχο. Ηθελε να τον επαναφέρη στην αλήθεια, παρά την οξύτητα και σκληρότητα των λόγων του. Ο έλεγχος ήταν μια υψηλή λειτουργία της ορθοδοξίας , αλλά η αγάπη προς τον “ομόψυχο” παρέμενε ακέραιη. Ομως ο παράδοξος Καλαβρός εξεκολουθούσε να είναι κυριευμένος από θυμό, αφού τα δόλια σχέδιά του είχαν πλέον αποκαλυφθεί, οπότε διάκειται απέναντι του Γρηγορίου εμπαθώς. Ετσι εξηγούνται, λέει ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, και οι προσωπικές επιθέσεις κατά του Παλαμά , οι οποίες έμμελαν να διαταράξουν την ειρήνη της εκκλησίας για μισί περίπου αιώνα.


Πολύ σύντομα ο Βαρλαάμ άρχισε επιθέσεις κατά των ησυχαστών μοναχών, τους οποίους διέσυρε με κατηγορίες “ομφαλοσκόποι” “αμαθείς” κ.λ.π. Ο Αγιος Γρηγόριος ήταν πλέον υποχρεωμένος να αντικρούση τις κατηγορίες. Γράφει τότε εννέα βιβλία ήτοι εννέα λόγους , τους οποίους χώρισε σε τρείς τριάδες. Αυτές οι τριάδες ακολουθούν τη διαίρεση των συγγραμμάτων του Βαρλαάμ και γι' αυτό έχουν τίτλους που είναι συγγενικοί. Αυτοί οι τίτλοι είναι : Για την πρώτη τριάδα : α) περί λυσιτελείας της έξω παιδείας, β) περί κατοχής του νού εντός του σώματος κατά την προσευχήν, γ) περί θείου φωτός και τελειότητος. // Για την δεύτερη τριάδα : α) περί σωτηρίου γνώσεως και της έξω παιδείας, β) περί προσευχής , γ) περί ιερού φωτός. // για την τρίτη τριάδα : ο τίτλος είναι “περί θεώσεως” και έχει προσαρμοστεί στο σύγγραμμα του Βαρλαάμ “ κατά Μεσσαλιανών”.Το όλο έργο έχει τίτλο : “υπερ των ιερώς ησυχαζόντων” και είναι το θεμελιακό σύγγραμμα του Αγίου Γρηγορίου.


Οι τριάδες “υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων” αποτελούν συν τοις άλλοις και καταστάλαγμα ασκητικής πείρας, η οποία ανάγεται στις απαρχές του ορθοδόξου μοναχισμού, που ως γνωστόν υπήρξε κίνημα αυθόρμητης αντίδρασης κατά της εκκοσμικεύσεως της εκκλησίας, με τη μαζική είσοδο των πρώην εθνικών στους κόλπους της. Θα μπορούσαμε εδώ να σχολιάσουμε ότι το έργο του Αγίου Γρηγορίου είναι πολύτιμο σε όσους θέλουν να εμβαθύνουν στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Φιλοσοφία και την Αποκάλυψη στη σοφία “του αιώνος τούτου” και στη σοφία “την άνωθεν κατερχομένην”.


Αυτή η τελευταία είναι που εγκωμιάζεται στη βίβλο, όως γίνεται και στις επιστολές του Παύλου, ο οποίος παρέλαβε “το ευαγγέλιό του” από τον ίδιο το Χριστό και ηρπάγη “μέχρι τρίτου ουρανού” Αρα υπάρχουν και ρήματα που καμμία γλώσσα αυτού του κόσμου δεν μπορεί να εκφράση, κάτι που δυσαρεστεί τους απανταχού “ρασιοναλιστές”. Εξ ίσου όμως και οι αγνωστικιστές μυστικιστές έχουν την απάντησή τους στη βίβλο, όπου πάλι ο Θείος Απόστολος Παύλος μετ' επιγνώσεως λέγει ότι έχομε “εν αινίγματι” και “δι' εσόπτρου” μερική γνώση του θεού από αυτό τον κόσμο, διά των έργων της προνοίας του θεού και των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος.


Ο θείος Παλαμάς κατά ταύτα κινείται μέσα στα ευαγγελικά μέτρα, βιώνοντας την ορθοδοξο παράδοση και όχι έχοντας απλώς μία εξωτερική γνώση της. Η θεματολογία και μόνον των ιερών τριάδων μας πείθει για του λόγου το αληθές. Εδώ θα παραθέσουμε μία φράση του, που τρόπον τινά “συμπυκνώνει” το περιεχόμενο του βασικού αυτού έργου του σε απόλυτη συμφωνία με τις αποκεκαλυμμένς αλήθειες : “αν ο καιρός της βασιλείας επέστη και ο δίδων την βασιλείαν θεός επεδήμησεν προς ημάς, πως τινές, αν εφίενται της ανακαινίσεως του νού , δεν προσέρχονται δι' ευχής αυτώ διά να λάβουν το αρχαίον της ελευθερίας αξίωμα ,αλλά προσέρχονται εις τους μηδέ εαυτούς δυνηθέντας να ελευθερώσουν φιλοσόφους ;” ( μνημ. εργο Θεοκλ. Διονυσιάτου, σελ. 94 ).


Σε μία εργασία του για τον Αγιο Γρηγόριο και την ορθόδοξη μυστική παράδοση, ο π. Jean Meyendorff γράφει τα εξής :” Για τον Παλαμά το να βλέπεις το θεό πρόσωπο προς πρόσωπο δεν σημαίνει πως βλέπεις τη θεία ουσία , επειδή ο Υπερούσιος θεός δεν είναι δυνατόν , με κανένα τρόπο, να ταυτιστεί με καμμιά δημιουργημένη ιδέα, ιδίως με τη φιλοσοφική ιδέα της ουσίας” ( π. Jean Meyendorff, ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η ορθόδοξη μυστική παράδοση, Ακρίτας, σελ. 152 ). “ ο θεός όταν συνομιλούσε με τον Μωϋσή δεν είχε πεί “είμαι η ουσία”, αλλά “ εγώ είμαι ο ών” (έξ, Γ' 14 ) Δεν είναι λοιπόν Εκείνος που προέρχεται από την ουσία, αλλά η ουσία προέρχεται από Εκείνον , επειδή Εκείνος περικλείει μέσα στην ίδια του την ύπαρξη το σύμπαν ” ( τριάδες ΙΙΙ ).


Ο θεός των χριστιανών ο θεός της βίβλου, είναι ο θεός που ζεί. Συγχρόνως όμως υπερβαίνει ουσιωδώς κάθε άλλο δημιούργημα. Ακόμα κι όταν φανερώνεται, μένει απρόσιτος στην ουσία του, επειδή μία αποκάλυψη της θείας ουσίας θα έβαζε το θεό στο επίπεδο των δημιουργημάτων και θα έφτιαχνε από τον άνθρωπο έναν “κατά φύσιν θεό”. Κάθε αποκάλυψη συνεπώς είναι μία ενέργεια του θεού , αλλά ο θεός δεν ταυτίζεται με την πράξη αυτή. Ο σκοπός που επιδιώκει ο Παλαμάς στη θεολογία του, όπως γράφει ο π. Jean Meyendorff , είναι η συμφιλίωση δύο γεγονότων, που ενώ παρουσιάζονται αντιφατικά, αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της Πατερικής Παραδόσεως : 1) η “εν Χριστώ” αποκάλυψη είναι ολοκληρωτική αποκάλυψη , και 2) ο θεός είναι απρόσιτος στη φύση του.

 

   ( συνέχεια στην επόμενη ετικέτα )















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου