Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

ΩΣ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ


του Κων/νου Γ. Παπαγεωργίου

θεολόγου


Η κατάρτιση της  Ανθολογίας που παρουσιάζεται σ' αυτή τη σειρά έγινε μέσα από ορισμένη οπτική και προοπτική : τουλάχιστον όσον αφορά στα κοσμοθεωρητικά ζητήματα θεός - κόσμος – άνθρωπος να συμβάλη στο διάλογο της Ορθοδοξίας με τη Νεωτερικότητα, η οποία, ως γνωστόν, κομίζει τις δικές της απαντήσεις πάνω σ΄αυτά τα βασικά ερωτήματα.

Ορθόδοξος Θεολογία όμως είναι ουσιωδώς η Πατερική Θεολογία, η οποία συνίσταται στην ανάπτυξη των θείων λόγων, με τη συνέργεια και του ανθρωπίνου «εξοπλισμού» - γλωσσικού, φιλοσοφικού, επιστημονικού. Ετσι η προοπτική διαλόγου της Ορθοδοξίας με τη Νεωτερικότητα εστιάζεται και στη διασάφηση των προϋποθέσεων και της μεθόδου εργασίας των Αγίων Πατέρων, όταν επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα, τα οποία τους απευθύνει το πολιτισμικό τους περιβάλλον και με έσχατο στόχο την ανάδειξη της Πίστεως, (ως ζωτικής υπόθεσης ζωής).

Επομένως η Αγιοπατερική παραγωγή, ενώ δεν είναι πρωταρχικά υπόθεση διανοητικής επεξεργασίας ( διότι προηγείται το γεγονός της θεοκοινωνίας, ως εμπειρική βίωση των θεϊκών πραγματικοτήτων ) εν τούτοις απηχεί μία προσέγγιση διαλεκτική- οπωσδήποτε υπαγορευόμενη από ποιμαντική ευσυνειδησία - διαλεκτική που δεν αδιαφορεί για τον τρόπο ερμηνείας μιας εικονικής και παραστατικής γλώσσας, ( όπως αυτή της βίβλου - προφητικής ή αποστολικής παράδοσης ) - όταν μάλιστα η Αποκάλυψη μεταφυτεύεται σε νέο περιβάλλον και ζητεί να το μεταστρέψει ηθικά και πνευματικά προς την ευαγγελική Αλήθεια.


Ετσι δικαιολογείται κάθε απόπειρα αφομοιώσεως της πατερικής σκέψεως, προς ευαγγελισμόν και του συγχρόνου ανθρώπου. Πρωταρχικά εκείνο που έχει σημασία είναι η εμβάθυνση στο πνεύμα των Πατέρων , στον τρόπο της ζωής τους και στο στόχο της Ενθέου δημιουργίας τους. Εδώ μάλιστα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή , ώστε να μην θεωρηθούν οι συγγραφές τους ως αντικείμενο μονομερούς ιστορικο-φιλολογικής προσέγγισης, η οποία αδυνατεί να εισδύση στα εσώτερα του πνεύματος, (προσέγγιση που ισχύει εξίσου και γιά την ίδια την Αγία Γραφή).

Εάν λοιπόν η "κατανοούσα μέθοδος" ανακαλύπτει κοινωνικά ή πολιτισμικά στοιχεία ( ακόμη δε και φιλοσοφικά ή γλωσσικά ) στην Αγιοπατερική παραγωγή, κάτι τέτοιο μόνο ως υπόθεση εργασίας μπορεί να εκληφθεί, στην πορεία της αφομοίωσης και της επανεκτίμησης της Πατερικής σκέψης.

Ο σύγχρονος άνθρωπος που θα ήθελε κυρίως να μάθει γιά τα ουσιώδη της ζωής του προσβλέπει πρωταρχικά σε μία δημιουργική θεολογική σκέψη, η οποία οφείλει να πεί με κάθε εντιμότητα, ποιά είναι αυτά τα ουσιώδη, ώστε να μην εκπέση σε μία ακόμη ανθρωποκεντρική θεώρηση, μειώνοντας το γεγονός της Εκκλησίας – θεοκοινωνίας. Εν συνεχεία, αυτή η δημιουργική θεολογική σκέψη θα προσφέρη υπηρεσίες στο σημερινό κόσμο, επανεκτιμώντας την παράδοση ή καλύτερα μεταφέροντάς την σε μία γλώσσα οικεία στα όρια των σημερινών ( ας το εκφράσουμε και έτσι ) "υπαρξιακών απαιτήσεων".

Από την άλλη πλευρά , κινδυνεύει κανείς να επαναλαμβάνει τα λόγια των Πατέρων εν είδει άγονης ρητορικής, εάν δεν λαμβάνει υπ' όψιν του ότι η Νεωτερικότητα (ως πολιτισμικό περιβάλλον και ως πλαίσιο ζωής), έχει ήδη διαμορφωμένη δική της γλώσσα ( είναι δηλαδή κάτω από ορισμένη οπτική "γλωσσικό περιβάλλον"), σε αντιστοιχία με ολόκληρη φιλοσοφία ζωής.

Δεν την εγγίζει ένας λόγος, που φαίνεται να έρχεται αυτούσιος από κάποιο μακρυνό παρελθόν - η Νεωτερικότητα δεν αγαπάει να προφέρει τη λέξη Ορθόδοξη παράδοση – ( η θεολογία λ.χ. κατ΄αυτήν καλύτερα να είναι κοινωνιολογία η ψυχολογία – έτσι θα προσφέρει αληθινές υπηρεσίες στο σύγχρονο άνθρωπο ). Προβάλεται πλέον η κατάσταση του ατόμου, προς το οποίο θα ήθελε σήμερα να απευθύνεται ο Πατερικός λόγος, κατάσταση η οποία δεν μπορεί να είναι ίδια με αυτήν του ανθρώπου του 4ου ή του 5ου αιώνος μ. Χ., ο οποίος μόλις απαρνείται τα είδωλά του , γιά να προσέλθει μαζικά στο ευαγγέλιο.

Βέβαια το Δογματικό έργο των πατέρων και των συνόδων ( το οποίο σχετίζεται άμεσα με την στερέωση του ευαγγελίου), έχει κλείσει και έχει αποθησαυρισθεί ( το απόσταγμα αυτού του έργου ) ως πολύτιμη παρακαταθήκη, η οποία μπορεί να ενεργοποιείται όσες φορές χρειάζεται να αντιμετωπισθεί κάποια καινούργια πρόκληση. Στο σημείο αυτό η Εκκλησία έχει στήσει ήδη τα τρόπαιά της, από τις περιφανείς νίκες κατά των ειδώλων και των αιρέσεων.

Αλλά ενώ η εκκλησία έχει υπερβεί τις συμπληγάδες της εποχής των συνόδων (έχει δηλ. να επιδείξη τα κατορθώματα των αγώνων της κατά της πλάνης), σε ένα άλλο επίπεδο αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες, θέλοντας να εκ-χριστιανίσει την σύγχρονη κοσμική πραγματικότητα

Μετά την ανάδυση της Νεωτερικότητος η Εκκλησία σταδιακά βρίσκεται αντιμέτωπη με νέα κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα , μπροστά στα οποία ναι μεν ορθώνει την ποικιλόμορφη απολογητική της, συγχρόνως όμως δεν παύει να φαντάζει σαν μία θρησκευτική σέκτα, η οποία κοινωνιολογικά εξεταζόμενη φαίνεται να συντηρεί απλώς κάποια « νοοτροπία » , σε πείσμα της εξέλιξης και της προόδου.

Αυτή την πρόοδο τώρα την επαγγέλονται διάφορες κοσμικές δυνάμεις και σχηματισμοί. Που είναι λοιπόν η « νίκη η νικήσασα τον κόσμον » ; Γιατί να θέλουμε να συντηρήσουμε μία «παλαιά» αλήθεια μέσα σε έναν τελείως Νέο «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» ; Σε τι μας είναι ακόμη χρήσιμη η εκκλησία, αναρωτιέται ο άνθρωπος της Νεωτερικότητας, ( ο οποίος αγαπά την καινοτομία και έχει άλλη σχέση με «την ύπαξη, την κοινωνία και τις αξίες» κατά την συμπερασματική κρίση του επιφανούς θρησκειολόγου Mircea Eliade);

Ο σύγχρονος άνθρωπος , ο αποκαλούμενος και αισθητικός άνθρωπος - homo aestheticus – «δεν τιμά την παράδοση και τη μονιμότητα, αλλά αφιερώνει μιά αληθινή λατρεία στην έννοια της καινοτομίας και της αλλαγής» ,( όπως εξηγεί ο Bertrant Vergey, σε κείμενό του σχετικό με την Νεωτερικότητα ).

Ετσι η παράδοση, που όλοι μας έχομε ανάγκη γιά την σταθερότητα ή ακόμη και την ιερότητά της, κλονίζεται μέσα μας και συγχέεται με την ίδια την ορθόδοξο παράδοση, τουτέστιν την Αγιοπνευματική παρακαταθήκη. Θα πρέπει μάλιστα εδώ να αναγνωρίσουμε ως αδιαμφισβήτητο το γεγονός, πως αρκετά συχνά χρειάζεται η Χριστιανική παράδοση μόνο ως βοήθεια, ως ασφαλιστήριο συμβόλαιο κυρίως απέναντι στο "ατύχημα" του θανάτου, αφού η Νεωτερικότητα δεν έχει ανακαλύψει ακόμα αποτελεσματικό αντίδοτο σ' αυτό το "φυσικό" συμβάν.

Το όλο θέμα έχει αναλυθεί επιτυχώς από αρκετούς θεολόγους και διανοούμενους της εποχής μας, καθώς και από ποιμένες που είναι ευσυνείδητοι στο λειτούργημά τους. Εμείς από την πλευρά μας επισημαίνουμε, πως η ορθόδοξος θεολογία οφείλει να δεί με κάθε σοβαρότητα το θέμα της Νεωτερικότητας, θεμελιώνοντας και μία απολογητική πάνω στις βάσεις της Πατερικής σκέψης. Χρειάζεται ταυτόχρονα να έχει αδιάκοπα πρό οφθαλμών της ( η ορθόδοξος θεολογία ) τον σύγχρονο ψυχισμό, όχι γιά να δικαιολογήση τις όποιες αβασάνιστες επιλογές του μοντέρνου ήθους, αλλά για να αναγγείλη εκ νέου και με όση δύναμη διαθέτει το " εν Χριστώ" απολυτρωτικό μήνυμα, εντός του συγχρόνου περιβάλλοντος.

Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το κάνει χωρίς τους Αγίους Πατέρες. Εαν χρειάζεται να αντλεί από αυτούς, το κάνει γιά να γονιμοποιηθεί από το πνεύμα τους, αφού οι Πατέρες αποτελούν γνήσια υποδείγματα ποιμένων και Διδασκάλων. Αυτό ακριβώς το Πνεύμα επιβάλλει την άρθρωση μιας Νέας Απολογητικής απέναντι στον Φιλοσοφικό και Επιστημονικό λόγο της Νεωτερικότητος, η οποία ( απολογητική ) θα πρέπει να οικοδομηθεί για να καταρρίψει τη λογική των Νεο-γνωστικών, οι οποίοι ανακηρύσσουν τον απόλυτο Σχετικισμό, ως εναλλακτική πρόταση απέναντι στην Αλήθεια και την Ηθική της Αποκάλυψης, (και για μία ακόμη φορά μέσα στην ιστορία τίθενται αντιμέτωποι με το λυτρωτικό μήνυμα του ευαγγελίου.). Η Νεωτερικότητα κομίζει τα δικά της ευαγγέλια, που ορθοδόξως μπορούν να εκτιμηθούν ως ποικιλόμορφα υποκατάστατα του Απολύτου.

Σήμερα η εκκλησία μόνο με το όπλο της Αλήθειας «εν ελευθερία αποδοχής» μπορεί να πείσει τους ανθρώπους να ενστερνιστούν το θείο λόγο. Η ίδια η Νεωτερικότητα εξ' άλλου έχει αναδείξη την ελευθερία έκφρασης ως ύψιστο ατομικό δικαίωμα και αυτό είναι κάτι ουσιωδώς θετικό για το σύγχρονο άνθρωπο. 

Ετσι, απέναντι σε αμαρτίες του παρελθόντος, η εκκλησία πρέπει να φανερωθεί σήμερα στη σωτηριολογική της διάσταση , αφήνοντας κατά μέρος ανώφελες επιδιώξεις κοινωνικής επιβολής και εξουσίας. Η απολογητική της μπορεί να πείσει μόνο όταν εκφέρεται από ανθρώπους, οι οποίοι ενστερνίζονται το ευαγγελικό ήθος, παρά τις όποιες αδυναμίες τους.

Χρειάζεται, συνεπώς, να μελετήσουμε την αμφισημία της Νεωτερικότητος, να αφομοιώσουμε κάποιες εύλογες θετικές της πλευρές (από ορισμένη οπτική και το ευαγγέλιο ομιλεί με θετικό τρόπο γιά το Νέο : «δεν βάζουν ποτέ καινούργιο κρασί σε παλαιούς ασκούς», ούτε ακόμη «προσθέτουν καινούργιο ένδυμα πάνω σε σκισμένο ρούχο» ), και να καταδείξουμε αφ΄ ετέρου την κενότητα, από την οποία διακατέχεται η Νεωτερικότητα ως τρόπος ζωής, αφού αγνοεί το "οντολογικό βάθος" του προσώπου, ( έτσι όπως φανερώνεται στον άνθρωπο της ΄πίστεως, ο οποίος ριζώνει στην παράδοση.)

Βέβαια «ο κόσμος είναι φτιαγμένος για την καινότητα, η ζωή έχει ανάγκη από καινοτομία, στό βαθμό που αυτή αποτελεί, μαζί με την κτίση, την ανανέωση της εσωτερικής ορμής της ζωής» (Bertrant Vergely). Η ίδια η Σάρκωση του Θεού, για μας τους Χριστιανούς δίνει θετική αξία στο χρόνο : ο Χριστός γίνεται άνθρωπος , η αιωνιότητα επιστρέφει στο χρόνο.

Αλλά η Νεωτερικότητα, αποκόπτει τον άνθρωπο από τις υπαρξιακές του ρίζες, τον εξατομικεύει ( μη αναγνωρίζοντας τους δεσμούς που τον συνδέουν σαν ιερή αλυσίδα με τους άλλους , την κοινωνία και τη φύση ) και ουσιαστικά τον απο-προσωποποιεί και τον απανθρωποποιεί, την ίδια στιγμή που βρισκεται στην πλάνη, πως του απελευθερώνει τη δημιουργικότητα με την αέναη αλλαγή, απέναντι στην ορμή του θανάτου, ( την οποία εντείνει η παραμονή μέσα στον ακίνητο κόσμο της παραδόσεως , νοούμενο στην αρνητική του όψη, ως θρησκευτικό συντηρητισμό και φαρισαϊσμό ).

Ετσι, είναι πολύ βασικό για την ορθόδοξο θεολογία να ερμηνεύει την Παράδοση με όρους αυθεντικής ζωής, που πραγματώνεται μόνο "εν θεώ", και σε αντιπαραβολή με τη νομιζόμενη αυθεντική ζωή , προς την οποία κατατείνει ο άνθρωπος της Νεωτερικότητος. Παράδοση και αυθεντική ζωή "εν θεώ" συνυπάρχουν και είναι ακριβώς οι παραδεδομένοι λόγοι, αυθεντικώς ερμηνευμένοι από τους Πατέρες, που χρειάζονται για να αυξηθεί ο άνθρωπος σε θεανθρώπινη προσωπικότητα, ανοιγόμενος στη σχέση με Εκείνον , ο οποίος είναι αυτοζωή και αυτοαλήθεια και χορηγός παντός αγαθού.

Εαν, λοιπόν, τα πατερικά κείμενα εκληφθούν σ' αυτή τους τη λειτουργικότητα, έχουν τη δύναμη να προσεγγίσουν το σύγχρονο άνθρωπο σε μιά ουσιώδη του ανάγκη, προσφέροντάς του την Ενθεο Φιλοσοφία , ως αντίδοτο στην κενότητα και τα αδιέξοδα της Νεωτερικότητος. Γιατί μόνο αυτή η Φιλοσοφία αναδεικνύει το μυστήριο του προσώπου, συνδέοντάς το άμεσα με το μυστήριο του θεού- του Απείρου Προσώπου, με όλο τον ανεξάντλητο πλούτο της ζωής Του.

Η ανθολογία αυτής της σειράς , συν τοις άλλοις ,καταρτίστηκε και με "μέτωπο" τον σύγχρονο φιλοσοφικό και επιστημονικό λόγο , προτείνοντας έναν διάλογο με την Νεωτερικότητα και με αφετηρία τα "καταστατικά κείμενα" των Πατέρων , οι οποίοι έγραψαν και ομίλησαν στην προοπτική ενός ποιμαντικού στόχου και έχοντας "απέναντί" τους κάποιους γνωστικούς της εποχής τους, που αναζητούσαν εξίσου την "αυθεντική ζωή" ή που αμφέβαλλαν για το κύρος των θείων αληθειών.[ Ηθος - Δόγμα ].


Ετσι το κύριο έργο της θεολογίας εστιάζεται στην δημιουργική αφομοίωση της πατερικής ερμηνευτικής μεθόδου , η οποία θα επιτρέψει ενσωμάτωση της σύγχρονης κατάστασης της Γνώσης, στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης των ζωτικών γιά την πίστη θεμάτων : θεός-κόσμος άνθρωπος, τα οποία έχει σημαδέψει η Νεωτερικότητα με τις δικές της ερμηνείες .


Η Ορθόδοξος Θεολογία, ως αναγγελία της Αυθεντικής ζωής μέσα στο χρόνο, επωμίζεται το καθήκον μιάς απάντησης, και πιστεύουμε ότι μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, αρκετά αποτελεσματικά και πειστικά. Πρώτα όμως πρέπει να πάρει τα όπλα που της χρειάζονται από το οπλοστάσιο εκείνο του Πνεύματος, το οποίο έτοιμο προσφέρουν οι θείοι Πατέρες από τα βάθη των αιώνων.

Η πατερική Γραμματεία μοιάζει με ολάνθιστο κήπο, ο οποίος περιέχει κάθε είδους άνθη. Οταν κόψουμε ορισμένα από αυτά, φυσικό είναι να δείξουμε ταυτόχρονα και τους δικούς μας προσανατολισμούς και αναζητήσεις σε σχέση με το ιστορικό μας παρόν, αφού η αναδρομή στους Πατέρες πάντοτε στηρίζεται σε μιά προσωπική αφετηρία. 

Αυτό είναι φυσικό και εύλογο : θέτουμε ερωτήματα και περιμένουμε απαντήσεις, ως προσωπικές οντότητες, που θέλουμε να οικοδομηθούμε πνευματικά, οπότε ότι επιλέγουμε σαν αντικείμενο μελέτης αφορά την εκζήτηση μιας λύσης του δικού μας παρόντος.

Με τις ευχές που υπονοεί η παραπάνω σκέψη, κλείνουμε την παρούσα εισαγωγή , αφού πρώτα αναφέρουμε τα βιβλία / πηγές, από τα οποία έχουν αντληθεί τα μεταφρασμένα αποσπάσματα αυτής της Ανθολογίας ,


κατά την ακόλουθη σειρά :


1. "Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος", εκδ. Αποστολική Διακονία,( διάφοροι μεταφραστές ) 1991

2. "Ομιλίες στην Εξαήμερο", Μ. Βασίλειος , μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής , εκδ. Πολύτυπο 1990

3. "Περί κατασκευής του ανθρώπου", Γρηγόριος Νύσσης , μτφρ. Αρχιμ. Παγκράτιος Μπρούσαλης , Τέρτιος 1992

4. "η Ενανθρώπιση του Λόγου" , Μ. Αθανάσιος , μτφρ. Ευάγγελος Λέκκος , εκδ. Λύχνος , σειρά : σοφία των Πατέρων

5. "Η μυστική εν Χριστώ ζωή", Νικ. Καβάσιλας , μτφρ. Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης , εκδ. ησυχαστήριο Αγ.Γρηγ.Παλαμάς

6. "Θέματα ζωής" ( από ομιλίες Ιερού Χρυσοστόμου ), εκδ. Ι. Μονή Παρακλήτου, Ωρωπος Αττικής 2005

7. "Μυσταγωγία", Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής , μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής , εκδ. Αποστολική Διακονία , Αθήνα 1989




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου