Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ / ΠΑΤΕΡΕΣ

 

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ

ήτοι : 

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ


Επιλογή   Πατερικών κειμένων

και σχολιασμός εισαγωγικός σε κάθε κείμενο

από :   Κων/νο Γ. Παπαγεωργίου

θεολόγο




Α. 

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ


Η Πατερική θεολογία , ως κατόρθωμα θεανθρώπινο , αποτελεί έκφραση των αποκεκαλυμμένων αληθειών της πίστεως , (τις οποίες «κατέθεσαν» ως παράδοση Αγιοπνευματική οι «αλιείς»-άνθρωποι απλοί και άσοφοι κατά κόσμον ) , με όρους και γλώσσα φιλοσοφική , προσιτή στο νέο περιβάλλοης Εκκλησίας , εντός του ελληνιστικού κόσμου.

Η αξία του κατορθώματος είναι διαχρονική.

Συνεπώς , εάν η εποχή μας χρειάζεται επανευαγγελισμό , δεν μπορεί να αγνοηθεί αυτή η παρακαταθήκη. Ιδιαιτέρως μάλιστα ως Παιδαγωγία και «θεαγωγία» . Οπου οι νέο-γνωστικοί προσπαθούν να επιβάλουν το δικό τους οικοδόμημα - και την συνεπαγόμενη αποδόμηση της πίστεως - η ορθόδοξος θεολογία οφείλει ( πιστή στους θεοπνεύστως λαλήσαντας Πατέρες ) όχι μόνον να τους γνωρίσει καλύτερα αλλά και να τους αξιοποιήσει ως «μέτρον» αποτίμησης της Νεωτερικότητας , προς οικοδομήν του συγχρόνου ανθρώπου , ιδιαιτέρως δε εκείνων που εύκολα εκστασιάζονται από τα επιτεύγματα της επιστήμης και της Τεχνολογίας .

Η παρούσα συλλογή Αγιοπατερικών κειμένων και ο σχετικός σχολιασμός τους , θέλει να υπηρετήσει αυτό το έργο . Γι΄ αυτό και ανατρέχει σε ορισμένα από τα «μείζονα έργα» των Πατέρων , αναζητώντας εκεί τον «μίτο» της ορθής ερμηνείας των Γραφών , από όπου και απορρέει η επίγνωση της Αλήθειας , που μόνη αυτή οδηγεί στη σωτηρία. Εάν θέλουμε και σήμερα να αποδείξουμε «αλόγους τους τεχνολόγους» , αυτό δεν θα το κάνουμε παρά με τη δύναμη των λόγων , που το ίδιο το Πνεύμα έχει εμπνεύσει στα εκλεκτότερα όργανά του , τους Αγίους Πατέρες μας.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγικό κείμενο

Α.ΘΕΟΛΟΓΙΑ : αποσπάσματα από τους 5 θεολογικούς λόγους

Του Αγίου Γγηγορίου του θεολόγου

  1. Προϋποθέσεις της θεολογίας

  2. Η γνώση του θεού

  3. Η πατρότητα του θεού

  4. Τα ονόματα του θεού

  5. Σταδιακή η Αποκάλυψη

Β.ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ : αποσπάσματα από την «εξαήμερο»

Του Μεγάλου Βασιλείου

1 η Αρχή της Δημιουργίας

2. Το ανυπόστοτο του κακού

3. «γενηθήτω φως»

4. Το φυτικό βασίλειο

5. Το ζωϊκό βασίλειο

Γ.ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ :από το «περί κατασκευής του ανθρώπου»

Του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης

  1. Γιατί ο άνθρωπος πλάστηκε τελευταίος

  2. Γιατί το ανθρώπινο σώμα είναι όρθιο

  3. «κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωσιν»

  4. Μία η αρχή της ψυχής και του σώματος

  5. «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε»


Δ. ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ :αποσπάσματα από το «περί Ενανθρωπήσεως

Του Λόγου», έργο του Μ.Αθανασίου

  1. Η αιτία της Ενανθρωπήσεως

  2. Γιατί η «εν σαρκί» παρουσία

  3. Ο σταυρικός θάνατος

  4. Η δύναμη της Ανάστασης

  5. Αντιρρήσεις των ειδωλολατρών

Ε. ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ-ΜΥΣΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ

Αποσπάσματα από τη»Μυσταγωγία» του Αγ.

Μαξίμου του Ομολογητού και από το έργο

Του Αγ. Νικολάου Καβάσιλα «περί της εν Χρι-

Τώ ζωής»

  1. Περί Εκκλησίας

  2. η Θεία Ευχαριστία

  3. το Αγιο Βάπτισμα

  4. το Αγιο Μύρο

  5. «συνεργεία» θεού- ανθρώπου

ΣΤ. Η ΝΕΑ ΗΘΙΚΗ : αποσπάσματα από την ερμηνεία στους

Μακαρισμούς , του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης

  1. η μακαριότητα

  2. «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»

  3. «μακάριοι οι πραείς»

  4. «μακάριοι οι πενθούντες»

  5. «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην»

  6. «μακάριοι οι ελεήμονες»

  7. «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία»

  8. «μακάριοι οι ειρηνοποιοί»

Ζ. ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ : αποσπάσματα από το έργο

Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

  1. η φροντίδα για την ψυχή

  2. η υψοποιός ταπείνωση

  3. αλαζονεία-κενοδοξία

  4. η δύναμη της αγάπης

  5. η προσευχή

  6. το μυστήριο του γάμου

  7. η ανατροφή των παιδιών

Η. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΤΕΡΩΝ : 

από το δίτομο

Έργο «ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ»

ΤΟΥ Χρίστου Κρικώνη


Εκδ. STUDIO UNIVERCITY PRESS.

( στο τέλος αυτής  της σειράς -  ετικέτας )




ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

ΩΣ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ

Η κατάρτιση της παρούσης Ανθολογίας έγινε μέσα από ορισμένη οπτική και προοπτική : τουλάχιστον όσον αφορά στα κοσμοθεωρητικά ζητήματα θεός - κόσμος – άνθρωπος να συμβάλη στο διάλογο της Ορθοδοξίας με τη Νεωτερικότητα, η οποία, ως γνωστόν, κομίζει τις δικές της απαντήσεις πάνω σ΄αυτά τα βασικά ερωτήματα.

Ορθόδοξος Θεολογία όμως είναι ουσιωδώς η Πατερική Θεολογία, η οποία συνίσταται στην ανάπτυξη των θείων λόγων, με τη συνέργεια και του ανθρωπίνου «εξοπλισμού» - γλωσσικού, φιλοσοφικού, επιστημονικού. Ετσι η προοπτική διαλόγου της Ορθοδοξίας με τη Νεωτερικότητα εστιάζεται και στη διασάφηση των προϋποθέσεων και της μεθόδου εργασίας των Αγίων Πατέρων, όταν επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα, τα οποία τους απευθύνει το πολιτισμικό τους περιβάλλον και με έσχατο στόχο την ανάδειξη της Πίστεως, (ως ζωτικής υπόθεσης ζωής).

Επομένως η Αγιοπατερική παραγωγή, ενώ δεν είναι πρωταρχικά υπόθεση διανοητικής επεξεργασίας ( διότι προηγείται το γεγονός της θεοκοινωνίας, ως εμπειρική βίωση των θεϊκών πραγματικοτήτων ) εν τούτοις απηχεί μία προσέγγιση διαλεκτική- οπωσδήποτε υπαγορευόμενη από ποιμαντική ευσυνειδησία - διαλεκτική που δεν αδιαφορεί για τον τρόπο ερμηνείας μιας εικονικής και παραστατικής γλώσσας, ( όπως αυτή της βίβλου - προφητικής ή αποστολικής παράδοσης ) - όταν μάλιστα η Αποκάλυψη μεταφυτεύεται σε νέο περιβάλλον και ζητεί να το μεταστρέψει ηθικά και πνευματικά προς την ευαγγελική Αλήθεια.


Ετσι δικαιολογείται κάθε απόπειρα αφομοιώσεως της πατερικής σκέψεως, προς ευαγγελισμόν και του συγχρόνου ανθρώπου. Πρωταρχικά εκείνο που έχει σημασία είναι η εμβάθυνση στο πνεύμα των Πατέρων , στον τρόπο της ζωής τους και στο στόχο της Ενθέου δημιουργίας τους. Εδώ μάλιστα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή , ώστε να μην θεωρηθούν οι συγγραφές τους ως αντικείμενο μονομερούς ιστορικο-φιλολογικής προσέγγισης, η οποία αδυνατεί να εισδύση στα εσώτερα του πνεύματος, (προσέγγιση που ισχύει εξίσου και γιά την ίδια την Αγία Γραφή).

Εάν λοιπόν η "κατανοούσα μέθοδος" ανακαλύπτει κοινωνικά ή πολιτισμικά στοιχεία ( ακόμη δε και φιλοσοφικά ή γλωσσικά ) στην Αγιοπατερική παραγωγή, κάτι τέτοιο μόνο ως υπόθεση εργασίας μπορεί να εκληφθεί, στην πορεία της αφομοίωσης και της επανεκτίμησης της Πατερικής σκέψης.


Ο σύγχρονος άνθρωπος που θα ήθελε κυρίως να μάθει γιά τα ουσιώδη της ζωής του προσβλέπει πρωταρχικά σε μία δημιουργική θεολογική σκέψη, η οποία οφείλει να πεί με κάθε εντιμότητα, ποιά είναι αυτά τα ουσιώδη, ώστε να μην εκπέση σε μία ακόμη ανθρωποκεντρική θεώρηση, μειώνοντας το γεγονός της Εκκλησίας – θεοκοινωνίας. Εν συνεχεία, αυτή η δημιουργική θεολογική σκέψη θα προσφέρη υπηρεσίες στο σημερινό κόσμο, επανεκτιμώντας την παράδοση ή καλύτερα μεταφέροντάς την σε μία γλώσσα οικεία στα όρια των σημερινών ( ας το εκφράσουμε και έτσι ) "υπαρξιακών απαιτήσεων".

Από την άλλη πλευρά , κινδυνεύει κανείς να επαναλαμβάνει τα λόγια των Πατέρων εν είδει άγονης ρητορικής, εάν δεν λαμβάνει υπ' όψιν του ότι η Νεωτερικότητα (ως πολιτισμικό περιβάλλον και ως πλαίσιο ζωής), έχει ήδη διαμορφωμένη δική της γλώσσα ( είναι δηλαδή κάτω από ορισμένη οπτική "γλωσσικό περιβάλλον"), σε αντιστοιχία με ολόκληρη φιλοσοφία ζωής.

Δεν την εγγίζει ένας λόγος, που φαίνεται να έρχεται αυτούσιος από κάποιο μακρυνό παρελθόν - η Νεωτερικότητα δεν αγαπάει να προφέρει τη λέξη Ορθόδοξη παράδοση – ( η θεολογία λ.χ. κατ΄αυτήν καλύτερα να είναι κοινωνιολογία η ψυχολογία – έτσι θα προσφέρει αληθινές υπηρεσίες στο σύγχρονο άνθρωπο ). Προβάλεται πλέον η κατάσταση του ατόμου, προς το οποίο θα ήθελε σήμερα να απευθύνεται ο Πατερικός λόγος, κατάσταση η οποία δεν μπορεί να είναι ίδια με αυτήν του ανθρώπου του 4ου ή του 5ου αιώνος μ. Χ., ο οποίος μόλις απαρνείται τα είδωλά του , γιά να προσέλθει μαζικά στο ευαγγέλιο.

Βέβαια το Δογματικό έργο των πατέρων και των συνόδων ( το οποίο σχετίζεται άμεσα με την στερέωση του ευαγγελίου), έχει κλείσει και έχει αποθησαυρισθεί ( το απόσταγμα αυτού του έργου ) ως πολύτιμη παρακαταθήκη, η οποία μπορεί να ενεργοποιείται όσες φορές χρειάζεται να αντιμετωπισθεί κάποια καινούργια πρόκληση. Στο σημείο αυτό η Εκκλησία έχει στήσει ήδη τα τρόπαιά της, από τις περιφανείς νίκες κατά των ειδώλων και των αιρέσεων.

Αλλά ενώ η εκκλησία έχει υπερβεί τις συμπληγάδες της εποχής των συνόδων (έχει δηλ. να επιδείξη τα κατορθώματα των αγώνων της κατά της πλάνης), σε ένα άλλο επίπεδο αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες, θέλοντας να εκ-χριστιανίσει την σύγχρονη κοσμική πραγματικότητα. Μετά την ανάδυση της Νεωτερικότητος η Εκκλησία σταδιακά βρίσκεται αντιμέτωπη με νέα κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα , μπροστά στα οποία ναι μεν ορθώνει την ποικιλόμορφη απολογητική της, συγχρόνως όμως δεν παύει να φαντάζει σαν μία θρησκευτική σέκτα, η οποία κοινωνιολογικά εξεταζόμενη φαίνεται να συντηρεί απλώς κάποια « νοοτροπία » , σε πείσμα της εξέλιξης και της προόδου.

Αυτή την πρόοδο τώρα την επαγγέλονται διάφορες κοσμικές δυνάμεις και σχηματισμοί. Που είναι λοιπόν η « νίκη η νικήσασα τον κόσμον » ; Γιατί να θέλουμε να συντηρήσουμε μία «παλαιά» αλήθεια μέσα σε έναν τελείως Νέο «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» ; Σε τι μας είναι ακόμη χρήσιμη η εκκλησία, αναρωτιέται ο άνθρωπος της Νεωτερικότητας, ( ο οποίος αγαπά την καινοτομία και έχει άλλη σχέση με «την ύπαξη, την κοινωνία και τις αξίες» κατά την συμπερασματική κρίση του επιφανούς θρησκειολόγου Mircea Eliade);

Ο σύγχρονος άνθρωπος , ο αποκαλούμενος και αισθητικός άνθρωπος - homo aestheticus – «δεν τιμά την παράδοση και τη μονιμότητα, αλλά αφιερώνει μιά αληθινή λατρεία στην έννοια της καινοτομίας και της αλλαγής» ,( όπως εξηγεί ο Bertrant Vergey, σε κείμενό του σχετικό με την Νεωτερικότητα ).

Ετσι η παράδοση, που όλοι μας έχομε ανάγκη γιά την σταθερότητα ή ακόμη και την ιερότητά της, κλονίζεται μέσα μας και συγχέεται με την ίδια την ορθόδοξο παράδοση, τουτέστιν την Αγιοπνευματική παρακαταθήκη. Θα πρέπει μάλιστα εδώ να αναγνωρίσουμε ως αδιαμφισβήτητο το γεγονός, πως αρκετά συχνά χρειάζεται η Χριστιανική παράδοση μόνο ως βοήθεια, ως ασφαλιστήριο συμβόλαιο κυρίως απέναντι στο "ατύχημα" του θανάτου, αφού η Νεωτερικότητα δεν έχει ανακαλύψει ακόμα αποτελεσματικό αντίδοτο σ' αυτό το "φυσικό" συμβάν.

Το όλο θέμα έχει αναλυθεί επιτυχώς από αρκετούς θεολόγους και διανοούμενους της εποχής μας, καθώς και από ποιμένες που είναι ευσυνείδητοι στο λειτούργημά τους. Εμείς από την πλευρά μας επισημαίνουμε, πως η ορθόδοξος θεολογία οφείλει να δεί με κάθε σοβαρότητα το θέμα της Νεωτερικότητας, θεμελιώνοντας και μία απολογητική πάνω στις βάσεις της Πατερικής σκέψης. Χρειάζεται ταυτόχρονα να έχει αδιάκοπα πρό οφθαλμών της ( η ορθόδοξος θεολογία ) τον σύγχρονο ψυχισμό, όχι γιά να δικαιολογήση τις όποιες αβασάνιστες επιλογές του μοντέρνου ήθους, αλλά για να αναγγείλη εκ νέου και με όση δύναμη διαθέτει το " εν Χριστώ" απολυτρωτικό μήνυμα, εντός του συγχρόνου περιβάλλοντος.

Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το κάνει χωρίς τους Αγίους Πατέρες. Εαν χρειάζεται να αντλεί από αυτούς, το κάνει γιά να γονιμοποιηθεί από το πνεύμα τους, αφού οι Πατέρες αποτελούν γνήσια υποδείγματα ποιμένων και Διδασκάλων. Αυτό ακριβώς το Πνεύμα επιβάλλει την άρθρωση μιας Νέας Απολογητικής απέναντι στον Φιλοσοφικό και Επιστημονικό λόγο της Νεωτερικότητος, η οποία ( απολογητική ) θα πρέπει να οικοδομηθεί για να καταρρίψει τη λογική των Νεο-γνωστικών, οι οποίοι ανακηρύσσουν τον απόλυτο Σχετικισμό, ως εναλλακτική πρόταση απέναντι στην Αλήθεια και την Ηθική της Αποκάλυψης, (και για μία ακόμη φορά μέσα στην ιστορία τίθενται αντιμέτωποι με το λυτρωτικό μήνυμα του ευαγγελίου.). Η Νεωτερικότητα κομίζει τα δικά της ευαγγέλια, που ορθοδόξως μπορούν να εκτιμηθούν ως ποικιλόμορφα υποκατάστατα του Απολύτου.

Σήμερα η εκκλησία μόνο με το όπλο της Αλήθειας «εν ελευθερία αποδοχής» μπορεί να πείσει τους ανθρώπους να ενστερνιστούν το θείο λόγο. Η ίδια η Νεωτερικότητα εξ' άλλου έχει αναδείξη την ελευθερία έκφρασης ως ύψιστο ατομικό δικαίωμα και αυτό είναι κάτι ουσιωδώς θετικό για το σύγχρονο άνθρωπο. Ετσι, απέναντι σε αμαρτίες του παρελθόντος, η εκκλησία πρέπει να φανερωθεί σήμερα στη σωτηριολογική της διάσταση , αφήνοντας κατά μέρος ανώφελες επιδιώξεις κοινωνικής επιβολής και εξουσίας. Η απολογητική της μπορεί να πείσει μόνο όταν εκφέρεται από ανθρώπους, οι οποίοι ενστερνίζονται το ευαγγελικό ήθος, παρά τις όποιες αδυναμίες τους.

Χρειάζεται, συνεπώς, να μελετήσουμε την αμφισημία της Νεωτερικότητος, να αφομοιώσουμε κάποιες εύλογες θετικές της πλευρές (από ορισμένη οπτική και το ευαγγέλιο ομιλεί με θετικό τρόπο γιά το Νέο : «δεν βάζουν ποτέ καινούργιο κρασί σε παλαιούς ασκούς», ούτε ακόμη «προσθέτουν καινούργιο ένδυμα πάνω σε σκισμένο ρούχο» ), και να καταδείξουμε αφ΄ ετέρου την κενότητα, από την οποία διακατέχεται η Νεωτερικότητα ως τρόπος ζωής, αφού αγνοεί το "οντολογικό βάθος" του προσώπου, ( έτσι όπως φανερώνεται στον άνθρωπο της ΄πίστεως, ο οποίος ριζώνει στην παράδοση.)

Βέβαια «ο κόσμος είναι φτιαγμένος για την καινότητα, η ζωή έχει ανάγκη από καινοτομία, στό βαθμό που αυτή αποτελεί, μαζί με την κτίση, την ανανέωση της εσωτερικής ορμής της ζωής» (Bertrant Vergely). Η ίδια η Σάρκωση του Θεού, για μας τους Χριστιανούς δίνει θετική αξία στο χρόνο : ο Χριστός γίνεται άνθρωπος , η αιωνιότητα επιστρέφει στο χρόνο.

Αλλά η Νεωτερικότητα, αποκόπτει τον άνθρωπο από τις υπαρξιακές του ρίζες, τον εξατομικεύει ( μη αναγνωρίζοντας τους δεσμούς που τον συνδέουν σαν ιερή αλυσίδα με τους άλλους , την κοινωνία και τη φύση ) και ουσιαστικά τον απο-προσωποποιεί και τον απανθρωποποιεί, την ίδια στιγμή που βρισκεται στην πλάνη, πως του απελευθερώνει τη δημιουργικότητα με την αέναη αλλαγή, απέναντι στην ορμή του θανάτου, ( την οποία εντείνει η παραμονή μέσα στον ακίνητο κόσμο της παραδόσεως , νοούμενο στην αρνητική του όψη, ως θρησκευτικό συντηρητισμό και φαρισαϊσμό ).

Ετσι, είναι πολύ βασικό για την ορθόδοξο θεολογία να ερμηνεύει την Παράδοση με όρους αυθεντικής ζωής, που πραγματώνεται μόνο "εν θεώ", και σε αντιπαραβολή με τη νομιζόμενη αυθεντική ζωή , προς την οποία κατατείνει ο άνθρωπος της Νεωτερικότητος. Παράδοση και αυθεντική ζωή "εν θεώ" συνυπάρχουν και είναι ακριβώς οι παραδεδομένοι λόγοι, αυθεντικώς ερμηνευμένοι από τους Πατέρες, που χρειάζονται για να αυξηθεί ο άνθρωπος σε θεανθρώπινη προσωπικότητα, ανοιγόμενος στη σχέση με Εκείνον , ο οποίος είναι αυτοζωή και αυτοαλήθεια και χορηγός παντός αγαθού.

Εαν, λοιπόν, τα πατερικά κείμενα εκληφθούν σ' αυτή τους τη λειτουργικότητα, έχουν τη δύναμη να προσεγγίσουν το σύγχρονο άνθρωπο σε μιά ουσιώδη του ανάγκη, προσφέροντάς του την Ενθεο Φιλοσοφία , ως αντίδοτο στην κενότητα και τα αδιέξοδα της Νεωτερικότητος. Γιατί μόνο αυτή η Φιλοσοφία αναδεικνύει το μυστήριο του προσώπου, συνδέοντάς το άμεσα με το μυστήριο του θεού- του Απείρου Προσώπου, με όλο τον ανεξάντλητο πλούτο της ζωής Του.



Η παρούσα ανθολογία συν τοις άλλοις καταρτίστηκε και με "μέτωπο" τον σύγχρονο φιλοσοφικό και επιστημονικό λόγο , προτείνοντας έναν διάλογο με την Νεωτερικότητα και με αφετηρία τα "καταστατικά κείμενα" των Πατέρων , οι οποίοι έγραψαν και ομίλησαν στην προοπτική ενός ποιμαντικού στόχου και έχοντας "απέναντί" τους κάποιους γνωστικούς της εποχής τους, που αναζητούσαν εξίσου την "αυθεντική ζωή" ή που αμφέβαλλαν για το κύρος των θείων αληθειών.[ Ηθος - Δόγμα ].


Ετσι το κύριο έργο της θεολογίας εστιάζεται στην δημιουργική αφομοίωση της πατερικής ερμηνευτικής μεθόδου , η οποία θα επιτρέψει ενσωμάτωση της σύγχρονης κατάστασης της Γνώσης, στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης των ζωτικών γιά την πίστη θεμάτων : θεός-κόσμος άνθρωπος, τα οποία έχει σημαδέψει η Νεωτερικότητα με τις δικές της ερμηνείες .


Η Ορθόδοξος Θεολογία, ως αναγγελία της Αυθεντικής ζωής μέσα στο χρόνο, επωμίζεται το καθήκον μιάς απάντησης, και πιστεύουμε ότι μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, αρκετά αποτελεσματικά και πειστικά. Πρώτα όμως πρέπει να πάρει τα όπλα που της χρειάζονται από το οπλοστάσιο εκείνο του Πνεύματος, το οποίο έτοιμο προσφέρουν οι θείοι Πατέρες από τα βάθη των αιώνων.

Η πατερική Γραμματεία μοιάζει με ολάνθιστο κήπο, ο οποίος περιέχει κάθε είδους άνθη. Οταν κόψουμε ορισμένα από αυτά, φυσικό είναι να δείξουμε ταυτόχρονα και τους δικούς μας προσανατολισμούς και αναζητήσεις σε σχέση με το ιστορικό μας παρόν, αφού η αναδρομή στους Πατέρες πάντοτε στηρίζεται σε μιά προσωπική αφετηρία. Αυτό είναι φυσικό και εύλογο : θέτουμε ερωτήματα και περιμένουμε απαντήσεις, ως προσωπικές οντότητες, που θέλουμε να οικοδομηθούμε πνευματικά, οπότε ότι επιλέγουμε σαν αντικείμενο μελέτης αφορά την εκζήτηση μιας λύσης του δικού μας παρόντος.

Με τις ευχές που υπονοεί η παραπάνω σκέψη, κλείνουμε την παρούσα εισαγωγή , αφού πρώτα αναφέρουμε τα βιβλία / πηγές, από τα οποία έχουν αντληθεί τα μεταφρασμένα αποσπάσματα αυτής της Ανθολογίας,


κατά την ακόλουθη σειρά :


1. "Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος", εκδ. Αποστολική Διακονία,( διάφοροι μεταφραστές ) 1991

2. "Ομιλίες στην Εξαήμερο", Μ. Βασίλειος , μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής , εκδ. Πολύτυπο 1990

3. "Περί κατασκευής του ανθρώπου", Γρηγόριος Νύσσης , μτφρ. Αρχιμ. Παγκράτιος Μπρούσαλης , Τέρτιος 1992

4. "η Ενανθρώπιση του Λόγου" , Μ. Αθανάσιος , μτφρ. Ευάγγελος Λέκκος , εκδ. Λύχνος , σειρά : σοφία των Πατέρων

5. "Η μυστική εν Χριστώ ζωή", Νικ. Καβάσιλας , μτφρ. Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης , εκδ. ησυχαστήριο Αγ.Γρηγ.Παλαμάς

6. "Θέματα ζωής" ( από ομιλίες Ιερού Χρυσοστόμου ), εκδ. Ι. Μονή Παρακλήτου, Ωρωπος Αττικής 2005

7. "Μυσταγωγία", Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής , μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής , εκδ. Αποστολική Διακονία , Αθήνα 1989



ΟΜΑΔΑ Α' ΚΕΙΜΕΝΩΝ : ΘΕΟΣ


ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ



Aπαραίτητος όρος θεογνωσίας είναι η υγιής κατάσταση των οργάνων της γνώσεως. Γνωρίζω το Θεό σημαίνει πρωτίστως μετέχω στη Ζωή Του. Εαν επιχειρώ να τον γνωρίσω νοησιαρχικά ( όπως έκανε λ.χ. ο Ευνόμιος και οι οπαδοί του ) χωρίς πρώτα να έχω αποχωριστεί τα πάθη μου , χωρίς να έχω δηλ. καθαρθεί ή τουλάχιστον να έχω αρχίσει να καθαίρομαι, κατά τον αγ. Γρηγόριο τον Θεολόγο - τότε ο θεός, που συλλαμβάνω με το νού μου αποτελεί είδωλο και όχι τον Ζώντα Θεό της Αποκαλύψεως.Η «θεολογία» των αιρετικών αποτελεί ένα σαθρό οικοδόμημα, βασισμένο πάνω σε «πολύ σκότος» διαλογισμών και συνέπεια αυτού είναι η παραμόρφωση του λόγου του Ευαγγελίου. Στην περίπτωση των Ευνομιανών, ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, διακρίνει ένα φοβερό «πάθος ψυχής», το οποίο κρύβεται κάτω από τις αδιάκοπες λογομαχίες τους. Πάθος, που ταυτίζεται σχεδόν με την εωσφορική αλαζονεία της «Γνώσεως», αφού δεν έχουν μάθει να ταπεινώνουν τους λογισμούς τους και να υποκλίνονται στο Μυστήριο.


Δεν είναι σημαντικό, λοιπόν, μόνο το «Αντικείμενο» της θεολογίας. Εξ' ίσου σημαντικό και θεμελιώδες είναι και το Υποκείμενό της (ο θεολογών άνθρωπος). Με ποιες προϋποθέσεις προχωρεί κανείς στην εμβάθυνση των θείων πραγμάτων; Διαθέτει καθαρό νου (αποτέλεσμα ασκητικής πείρας) και κάνει καρπούς «άξιους της μετάνοιας»; Τούτο είναι ένα βασικό ερώτημα για το «Υποκείμενο» της θεολογίας, εφόσον η Γνώση του θεού, πρώτιστα είναι αντιστοιχία τρόπου ύπαρξης , κοινωνία αγάπης. ("ο μη αγαπών ουκ εγνω τον θεόν", "ότι ο θεός αγάπη εστί ".). Η Γνώσις, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Ευνομιανοί, ήταν μία από τις μορφές του μεγάλου εκείνου ρεύματος, που απείλησε την Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων ως υποκατάσταση της Αποκαλυφθείσης Πίστεως από τον Φιλοσοφικο-θρησκευτικό στοχασμό.

Και στον νεώτερο Ευρωπαϊκό Ορθολογισμό επίσης ( ως φιλοσοφική απόπειρα κατανόησης του θεού), ακολουθείται μια μέθοδος παράλληλη με αυτή των αρχαίων αιρέσεων. Και τούτο γίνεται διότι στην ουσία και η νεώτερη Ευρωπαϊκή φιλοσοφία θέλει επίσης να υποκαταστήσει την Ευαγγελική Πίστη, με τις δικές της απόπειρες για να προσδιορίσει ορισμένες περί θεού- κόσμου Βασικές Αλήθειες , με ένα πολύ φτωχό όργανο που διαθέτει ο άνθρωπος: τον νού.


Πρωτεύει, επομένως κατά την ορθόδοξο Πατερική Παράδοση η «εξυγίανση των οργάνων της γνώσεως» με την απόκτηση του ενάρετου βίου, έπεται δε η αληθής θεογνωσία , ως αποτέλεσμα της σταδιακής κάθαρσης από την « ύλη των παθών », που συσκοτίζουν το νου και καθιστούν το θεό «αδιαφανή». Η αιρετική θεολογία αφορμάται από άνθρωπο ή ανθρώπους, των οποίων η πνευματική κατάσταση υποδηλώνει σοβαρή «νόσο ψυχής» και αλαζονεία του βίου.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, ανασκευάζοντας τη νοησιαρχία του Ευνομίου και των οπαδών του, προχωρεί καταρχήν σε μια «ψυχογραφία» τους, η οποία χαρακτηρίζει επίσης όλους εκείνους οι οποίοι αποπειρώνται να ορθολογικοποιήσουν το Δόγμα, φέροντας την Αποκάλυψη στα μέτρα της κατανόησής τους. Αφού πρώτα καταδείξει ο Αγιος το ανόητο του εγχειρήματος, (της εξερεύνησης του Θεανθρώπινου Μυστηρίου με τη λογική), εν συνεχεία προτείνει «θεραπευτικά μέτρα», κατάλληλα για την περίπτωσή τους. (Τηρουμένων των αναλογιών, οι συμβουλές του Αγίου Γρηγορίου μπορεί να θεωρηθούν διαχρονικές, αφού πάντοτε υπάρχουν και θα υπάρχουν άτομα με τέτοιες «υπέρμετρες φιλοδοξίες»…) .

Υποδεικνύονται μάλιστα και κατονομάζονται τα θέματα εκείνα στα οποία άνετα μπορούν όσοι θέλουν να φιλοσοφήσουν, χωρίς κίνδυνο να αστοχήσουν περί την πίστην. Ο Αγιος Πατήρ, στο τέλος του Α’ θεολογικού λόγου του (κατά Ευνομιανών προδιάλεξις), γράφει τα παρακάτω εξόχως ενδιαφέροντα και πάντοτε επίκαιρα, ιδιαίτερα για τους γνωστικούς όλων των εποχών:


«Βάλλε μοι Πυθαγόρου την σιωπήν και τους κυάμους των Ορφικών και την περί τον Αυτός έφα καινοτέραν αλαζονείων, βάλλε μοι Πλάτωνος τας ιδέας και τας μετενσωματώσεις και περιόδους των ημετέρων ψυχών, και τα αναμνήσεις, και τους ου καλώς δια των καλών σωμάτων επί ψυχήν έρωτας. Επικούρου την αθεϊαν και τα ατόμας και την αφιλοσόφητον ηδονήν. Αριστοτέλους την μικρόλογον πρόνοιαν και το έντεχνον και τους θνητούς περί ψυχής λόγους και το ανθρώπινο των δογμάτων, της στοάς την οφρύν, των Κυνών το λίχνον τε και αγοραίον, βάλλε μοι το κενόν, το πλήρες των ληρημάτων, όσα περί Θεών και θυσιών, περί ειδώλων, περί δαιμόνων αγαθών τε και κακοποιών, όσα περί μαντείας, θεαγωγίας, ψυχαγωγίας, άστρων δυνάμεως τερατούνται. Ει δε συ ταύτη μεν απαξιοίς λόγου, ως μικρά τε και πολλάκις αληλεγμένα περί δε τα σα στρέφη και ζητείς το εν τούτοις φιλότιμον, εγώ σοι κα’ νταύθα παρέξομαι πλατείας οδούς. Φιλοσόφει μοι περί κόσμου ή κόσμων, περί ύλης, περί ψυχής, περί λογικών φύσεων βελτιόνων τε και χειρόνων, περί αναστάσεως, κρίσεως, ανταποδόσεως, Χριστού παθημάτων. Εν τούτοις γαρ και το επιτυγχάνειν ουκ άχρηστον και το διαμαρτάνειν ακίνδυνον» (Γρ.Θεολόγου, λόγος ΚΖ’ Ε.Π.Ε. στ .4, σελ.28).


ΚΕΙΜΕΝΟ 1Ο

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 10



O λόγος απευθύνεται σ’ αυτούς που ο λόγος τους είναι κομψός. Και για ν’ αρχίσω από τη γραφή: «Ιδού εγώ εναντίον σου υβρίστρια». Διότι υπάρχουν, κάποιοι, οι οποίοι ερεθίζονται από τους λόγους μας στην ακοή και στη γλώσσα, ήδη δε, όπως βλέπω και στο χέρι. Και χαίρονται με τα βέβηλα μάταια λόγια, και τις αντιθέσεις της ψευδώνυμης γνώσεως και με τις λογομαχίες που δεν καταλήγουν σε τίποτε χρήσιμο. Διότι έτσι αποκαλεί ο Παύλος, ο κήρυκας και βεβαιωτής του σύντομου λόγου, ο μαθητής και δάσκαλος των Ψαράδων, κάθε τι το περιττό και περίτεχνο μέσα στο λόγο. Αυτοί, δε, για τους οποίους γίνεται ο λόγος, μακάρι μεν, όπως έχουν τη γλώσσα εύστροφη και φοβερή στο να επιτεθούν με λόγους ωραιότερους και πιο δοκιμασμένους, έτσι κάπως να ασχολούνταν και με τις πράξεις λίγο. Και θα ήταν ίσως λιγότερο σοφιστές και παράλογοι και παράδοξοι ακροβάτες λόγων, για να πω και κάτι με γελοίο τρόπο για γελοίο πράγμα.


Επειδή δε, αφού κατέστρεψαν κάθε οδό ευσέβειας, σε ένα αποβλέπουν μόνον, τι δηλαδή από τα προβλήματα θα δέσουν ή θα λύσουν, όπως αυτοί ακριβώς που παρουσιάζουν δημόσια στα θέατρα τα τεχνάσματα της πάλης, και απ’ τα τεχνάσματα της πάλης όχι όσα οδηγούν στη νίκη σύμφωνα με τους νόμους της αθλήσεως, αλλά όσα κατακτούν την όραση των αμαθών σ’ αυτά τα πράγματα και συναρπάζουν τον εγκωμιαστή. – Και πρέπει όλη μεν η αγορά να βουίζει από τους λόγους τους, κάθε δε συμπόσιο να φθείρεται από φλυαρία και αηδία, κάθε δε γιορτή να μη μοιάζει με γιορτή και να είναι γεμάτη από σκυθρωπότητα, κάθε δε πένθος να παρηγορείται με μεγαλύτερη συμφορά, ως προς τα ζητήματα, να ενοχλείται δε υπερβολικά κάθε γυναικίτης, που είναι σύντροφος στην απλοϊκότητα, και να αρπάζεται το λουλούδι της ντροπής με την ταχύτητα του λόγου.

Επειδή αυτά έχουν έτσι και το κακό είναι ακατάσχετο και αφόρητο και το μεγάλο μας μυστήριο κινδυνεύει να γίνει μικροτέχνη, εμπρός, ας μας ανεχθούν οι κατάσκοποι, αφού κινούμαστε από πατρικά συναισθήματα και,( αυτό που λέγει ο θείος Ιερεμίας ) , ξεσκίζονται τα όργανα των αισθήσεων μας, τόσο όσο να μη δεχθούν με τραχύτητα τον λόγο τον αφορώντα σ’ αυτά, και αφού συγκρατήσουν για λίγο τη γλώσσα, αν άραγε μπορούν, ας στήσουν την ακοή τους σ’ εμάς. Καθόλου δε δεν θα ζημιωθείτε. Διότι ή μιλούμε σε αυτιά ανθρώπων που ακούνε και έχει κάποιο καρπό ο λόγος, την ωφέλεια τη δική σας – διότι σπείρει μεν ο σπορέας τον λόγο σε κάθε νου, αλλά καρποφορεί ο καλός και γόνιμος – ή φεύγετε, αφού περιφρονήσατε τελείως και αυτόν τον λόγο μας και αφού πάρετε περισσότερο υλικό αντιλογίας και της εναντίον μας κακολογίας, για να παραθέσετε περισσότερο γεύμα στους εαυτούς σας. Μην εκπλαγείτε δε, αν πω κανένα λόγο παράδοξο και αντίθετο με τον δικό σας νόμο, εσείς που υπόσχεσθε με πολύ νεανικό και μεγαλόφρονα τρόπο, για να μη σας λυπώ λέγοντάς με αμαθή και θρασύ, ότι γνωρίζετε και διδάσκετε τα πάντα.

Δεν είναι του καθενός, ω φίλοι, το να φιλοσοφεί σχετικά με το Θεό, δεν είναι του καθενός · το πράγμα δεν είναι έτσι φτηνό και απ’ αυτά που έρχονται από χαμηλά. Θα προσθέσω δε, ούτε πάντοτε γίνεται, ούτε σε όλους, ούτε σε όλα , αλλά κάποτε και σε κάποιους και υπό κάποιες προϋποθέσεις. Δεν είναι του καθενός μεν, επειδή είναι των δοκιμασμένων και αυτών που έχουν προχωρήσει στη «θεωρία», και πριν από αυτά έχουν καθαρισθεί και στην ψυχή και στο σώμα ή καθαρίζονται τουλάχιστον. Διότι ούτε ασφαλές ίσως είναι για τον μη καθαρό να αγγίζει το καθαρό, όπως ακριβώς για άρρωστο μάτι να αγγίζει την ηλιακή ακτίνα.

Πότε δε ; Όταν παύουμε τα έργα της εξωτερικής λάσπης και ταραχής, και το «ηγεμονικό» μέρος της ψυχής μας δεν συγχέεται με τις κακοήθεις και παραπλανητικές εντυπώσεις, όπως αν κάποιοι ανακατεύουν ωραία γράμματα με άσχημα ή ωραία μυρωδιά αρωμάτων με βρωμιές. Διότι πρέπει πράγματι να μην έχει κανείς καμία ασχολία, και να γνωρίσει το Θεό· και όταν βρούμε ευκαιρία να κρίνουμε την ευθύτητα της θεολογίας. Σε ποιους δε ; Σε αυτούς που ασχολούνται με το πράγμα με ζήλο και όχι σαν να είναι ένα κάποιο από τα άλλα και αυτό να φλυαρείται με ευχαρίστηση, μετά τους ιππικούς αγώνες και τα θέατρα και τα τραγούδια και την κοιλιά και τα κάτω από την κοιλιά· μέσα σ’ αυτά και αυτό είναι ένα μέρος της φιληδονίας, η γύρω απ’ αυτά μωρολογία και κομψότητα των ρητορικών αντιθέσεων.

Ποια πράγματα δεν πρέπει να φιλοσοφεί κανείς και για πόσο ; Όσα είναι εφικτά σε μας και για όσο φθάνει η φυσική κατάσταση αυτού που ακούει και η δύναμη· για να μη γίνει όπως με τις υπερβολικές φωνές ή τροφές που βλάπτουν την ακοή ή τα σώματα – αν θέλεις δε, τα πάνω από τη δύναμη τους φορτία τους φορτωμένους, ή τη γη οι σφοδρότερες από τις βροχές. Έτσι βέβαια και αυτοί αφού καταπιεσθούν και εξαντληθούν από τους τραχείς, για να το πω έτσι, λόγους, θα χάσουν και την αρχική τους δύναμη.

Και δε λέγω αυτό, ότι δεν πρέπει πάντοτε να θυμούμαστε το Θεό. Μη μας ξεφυτρώνουν πάλι οι πάντοτε εύκολοι και γρήγοροι. Διότι πρέπει κανείς περισσότερο να μνημονεύει το Θεό παρά να αναπνέει· και, αν είναι δυνατό να πω και αυτό, τίποτε άλλο απ’ αυτό να μην κάνει κανείς. Και εγώ είμαι απ’ αυτούς που επαινούν τον λόγο, ο οποίος παρακινεί να μελετά κανείς ημέρα και νύχτα και να διηγείται και βράδυ και πρωί και μεσημέρι και να ευλογεί τον Κύριο σε κάθε καιρό· αν πρέπει να πει κανείς και το του Μωυσέως, όταν κάποιος ξαπλώνει, όταν σηκώνεται, όταν οδοιπορεί, ότι λοιπόν άλλο όταν πράττει να διαπλάθεται και με την ενθύμηση Του προς την καθαρότητα.

Ώστε δεν εμποδίζω να θυμάται κάποιος συνεχώς το Θεό, αλλά το να θεολογεί· ούτε την θεολογία, σαν να ήταν ακριβώς κάτι ασεβές, αλλά την άκαιρη ενασχόληση· ούτε την διδασκαλία, αλλά την έλλειψη μέτρου. Το παραφάγωμα του μελιού και ο κορεσμός φέρνει εμετό, μολονότι είναι μέλι, και ο κατάλληλος καιρός σε κάθε πράγμα όπως νομίζουμε ο Σολομών κι εγώ, και το καλό δεν είναι καλό, όταν δε γίνεται με καλό τρόπο, όπως ακριβώς το λουλούδι μέσα στο χειμώνα είναι εντελώς παράκαιρο, και στις γυναίκες ανδρικό στολίδι ή γυναικείο στους άνδρες, και στο πένθος ή γεωμετρία, και στο συμπόσιο το δάκρυ, εδώ δε μόνον θα περιφρονήσουμε τον καιρό όπου περισσότερο πρέπει να εκτιμάται η κατάλληλη περίσταση ;

Β.

Κατά κανένα τρόπο, ω φίλοι και αδελφοί· διότι αδελφούς σας αποκαλώ ακόμη, μολονότι δεν φέρεσθε με αδελφικό τρόπο· μη σκεπτόμαστε μ’ αυτό τον τρόπο, ούτε όπως ακριβώς τα θερμόαιμα και δύσκολα συγκρατούμενα άλογα, αφού ρίξουμε κάτω τον αναβάτη λογισμό, και αφού φτύσουμε την ευλάβεια, που για καλό σκοπό μας σφίγγει το λαιμό, να τρέχουμε πέρα από την οριοθετική στήλη του ιπποδρόμου· αλλά να φιλοσοφούμε μέσα στα δικά μας όρια και να μη μεταφερόμαστε έξω έως την Αίγυπτο, ούτε να σερνόμαστε βίαια προς τους Ασσυρίους, ούτε να ψάλλουμε «την ωδή του Κυρίου πάνω σε ξένη γη»·

Εννοώ κάθε ακοή, ξένη και δική μας, εχθρική και φιλική, ευγνώμονα και αγνώμονα, η οποία παρατηρεί με πολύ επιμέλεια τα δικά μας και θα ήθελε να γίνει φλόγα η σπίθα των δικών μας κακών, και την ανάβει και τη φυσάει και τη σηκώνει στον ουρανό με τους αέρηδες της διαφεύγοντας την προσοχή μας και την κάνει υψηλότερη από την βαβυλωνιακή φλόγα η οποία κατέκαιγε όσα βρίσκονταν γύρω της. Επειδή λοιπόν δεν έχουν τη δύναμη στα δικά τους δόγματα, την επιζητούν μέσα στα δικά μας αδύνατα σημεία και γι’ αυτό, όπως ακριβώς οι μύγες στα τραύματα, έτσι επιτίθενται στα δικά μας – είτε ατυχήματα πρέπει να τα λέγω, είτε αμαρτήματα.


Αλλά κι εμείς να μην αγνοήσουμε περισσότερο τους εαυτούς μας, μήτε να περιφρονήσουμε την σχετική με αυτά κοσμιότητα· αλλά αν δεν είναι δυνατό να διαλύσουμε την έχθρα, τουλάχιστον ας συμφωνήσουμε μεταξύ μας εκείνο: να προσφέρουμε με μυστικό τρόπο τα μυστικά και με άγιο τρόπο τα άγια και να μη ρίχνουμε σε βέβηλες ακοές αυτά που δεν μπορούν να βγουν έξω· ούτε να αποδεικνύουμε σεμνότερους από μας αυτούς που προσκυνούν τα δαιμόνια και υπηρετούν αισχρούς μύθους και πράγματα, και οι οποίοι γρηγορότερα θα έδιναν στους αμύητους το αίμα τους παρά μερικούς λόγους.

Αλλά ας γνωρίσουμε, ότι όπως στο ντύσιμο και στο φαγητό και στο γέλιο και στο βάδισμα υπάρχει κάποια κοσμιότητα έτσι και στο λόγο και στη σιωπή, ότι τιμούμε και τον λόγο μαζί με τις άλλες ονομασίες και δυνάμεις του Θεού. Ας είναι και η φιλονικία μας μέσα στο νόμο.



Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Του . Σωφρονίου Σαχάρωφ ( από το βιβλίο του : « η Ζωή Του , ζωή μου » )


Tο ανθρώπινο πνεύμα πεινά για γνώση, για γνώση πλήρη και ακέραιη. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την επιθυμία μας για τη γνώση και φυσικά η ύψιστη αναζήτηση είναι η γνώση του Πρωτογενούς Όντος, το οποίο ή ο οποίος πράγματι υπάρχει. Όλοι οι άνθρωποι των περασμένων γενεών ασχολήθηκαν με αυτή την Πρώτη Αρχή. Οι πατέρες και οι παππούδες μας τον λάτρευσαν κατά διάφορους τρόπους γιατί δεν γνώριζαν «αυτόν καθώς έστι» (Α’ Ιω.3,2). Μερικοί (οπωσδήποτε αυτοί ήταν από τους σοφότερους) ανήγειραν θυσιαστήριο με την επιγραφή «Τω αγνώστω θεώ» (Πραξ.17,23). Ακόμα και στις μέρες μας συνέχεια αντιλαμβανόμαστε πως ο λόγος κάθε αυτός δεν μας οδηγεί πιο πέρα απ’ το κατώφλι προς τον άγνωστο. Μόνον ο Θεός είναι η αιτία, το μέσον της εισόδου μας σ’ αυτή την ψηλότερη γνώση, αν Αυτός αποκαλύψει τον εαυτό του.

Το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού οδηγεί το νού σε έρευνα των αιώνων του παρελθόντος, σε στιγμές εμφανίσεως του Θεού στον άνθρωπο με τον ένα ή τον άλλο προφήτη. Εδώ δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι για μας και για όλον το χριστιανικό κόσμο σημειώθηκε το πιο σπουδαίο γεγονός στα χρονικά, δηλαδή η φανέρωση του Θεού στο Όρος Σινά όπου ο Μωϋσής έλαβε νέα γνώση για το Θείο Ον: «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ» (Εξ.3,14)- ο Ιεχωβά. Απ’ αυτή τη στιγμή απέραντος ορίζοντας άνοιξε για το ανθρώπινο γένος κι η ιστορία έλαβε νέα τροπή. Μια πνευματική κατάσταση ενός λαού είναι αιτία ιστορικών γεγονότων και δεν είναι πολύ μεγάλης σπουδαιότητας το ορατό, αλλά το αόρατο, το πνευματικό. Αντιλήψεις και ιδέες για την ύπαρξη της ζωής γενικά αναζητούν έκφραση κι έτσι υποκινούν ιστορικά γεγονότα.

Ο Μωϋσής, ο οποίος κατείχε τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν μόρφωση της Αιγύπτου, δεν αμφέβαλε ότι η αποκάλυψη, που τόσο θαυμάσια του ήλθε, ήλθε από Αυτόν ο Οποίος είχε δημιουργήσει το σύμπαν. Στο όνομα αυτού του Θεού του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ» έπεισε τον Ισραηλιτικό λαό να τον ακολουθήσει. Αφού περιβλήθηκε με τέτοια ασυνήθιστη δύναμη εκ των Ανω, ενήργησε παρα πολλά θαύματα. Στο Μωϋσή ανήκει η αθάνατη δόξα που έφερε το ανθρώπινο γένος πιο κοντά στην αιώνια αλήθεια. Αφού πείστηκε από την αυθεντικότητα του οράματος, εξέδωκε τις εντολές του σαν εντολές του Υψίστου. Όλα πραγματοποιήθηκαν στο Ονομα και με το Ονομα του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ», ο οποίος αποκάλυψε τον εαυτό του. Δύναμη είναι αυτό το Ονομα και η δύναμη και η αγιότητα είναι ενέργεια που προέρχεται από το Θεό. Αυτό το Ονομα ήταν η πρώτη είσοδος στην «ζώσαν» αιωνιότητα, η ανατολή της ημέρας της γνώσεως του χωρίς αρχή Απολύτου σαν «ΕΓΩ ΕΙΜΙ». Στο όνομα του Ιεχωβά, ο Μωϋσής εξήγαγε τους ακόμα πρωτόγονους Ισραηλίτες, από τη δουλεία τους στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της περιπλανήσεώς τους στην έρημο όμως ανακάλυψε ότι ο λαός αυτός ήταν μακριά από του να είναι έτοιμος, παρά τα πάρα πολλά θαύματα στα οποία υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, και παρά την μοναδική –θαυμαστή αποκάλυψη του Αιωνίου. Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό καθώς πλησίαζαν στα όρια της Γής της Επαγγελίας. Η δειλή καρδιά τους και η έλλειψη της πίστης τους ανάγκασε τον Κύριο να δηλώσει ότι κανείς απ’ αυτούς τους διαποτισμένους με το πνεύμα της Αιγύπτου δε θα δεί την «καλήν γήν» (Δευτ.1,32.35.38). Θ’ άφηναν τα οστά τους στην έρημο. Ο Μωϋσής ενθάρρυνε και προετοίμασε τη νέα γενιά πιο ικανή στην αντίληψη του Θεού του αοράτου μεν αλλά αυτού που κρατά τα πάντα στο χέρι του.


Ο Μωυσής ήταν προικισμένος με εξαιρετική ευφυϊα, αλλ’ εκτιμάται περισσότερο κυρίως γιατί αντιλήφθηκε ότι η δοσμένη σ’ αυτόν αποκάλυψη παρ’ όλο το μεγαλείο της και την αξία της, δεν ολοκληρώθηκε ακόμη. Αντιλήφθηκε ότι αυτός, ο οποίος είχε αποκαλύψει τον εαυτό του ήταν «ο πρώτος και ο έσχατος» (Ησ. 44,6) και δεν μπορούσε να υπάρξει κανείς και τίποτα πριν απ’ αυτόν και μετά απ’ αυτόν. Και έτσι έψαλλε: «Ακουε Ουρανέ και λαλήσω, ακουέτω η Γή τα ρήματά μου» (Δευτ.32,1), και συγχρόνως προσευχόταν για καλύτερη γνώση του Θεού, παρακαλώντας εκ βαθέων, «Δείξον μοι σε αυτόν, (όπως είσαι), ίνα γινώσκω σε» (Εξ. 33,13,Α’ Ιωάν.3,2). Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή του και αποκάλυψε τον εαυτό του, όσο μπορούσε ο Μωϋσής, γιατί ο Μωϋσής δεν μπορούσε να κατανοήσει ολόκληρη την αποκάλυψη. «Εγώ παρελεύσομαι πρότερός σου… (και) ηνίκα δ’ ένα παρέλθη μου η δόξα… (και) σκεπάσω τη χειρί μου επί σε… και αφελώ την χείρα και τότε όψη τα οπίσω μου επί σε… και αφελώ την χείρα και τότε όψη τα οπίσω μου, το δε πρόσωπόν μου ουκ οφθήσεταί σοι» (Εξ. 33,19.22.23).

Το ότι η αποκάλυψη που δέχτηκε ο Μωϋσής δεν ήταν ολοκληρωμένη είναι φανερό και από την μαρτυρία του στο λαό «Κύριος ο Θεός εγερεί υμίν προφήτην εκ μέσου υμών… αυτού ακούετε». Επίσης: «Κύριος είπε προς με …προφήτην αναστήσω αυτοίς εκ των αδελφών αυτών ώσπερ σε και δώσω το ρήμα μου εν τω στόματι αυτού, και λαλήσει αυτοίς καθ’ ότι αν εντέλωμαι αυτώ» (Δευτ.18,15.18). Κατά την Παλαιά Διαθήκη όλο το Ισραήλ περίμενε την έλευση του προφήτη για τον οποίον «ο Μωϋσής έγραψεν» (Ιωάν.5,46). Ο προφήτης κατ’ εξοχήν «Ούτος ο Προφήτης» (Ιωάν.1,21). Ο Ισραηλιτικός λαός περίμενε τον ερχομό του Μεσσία που «όταν έλθη εκείνος αναγγελεί υμίν πάντα» (Ιωάν. 4,25. «Ελθέ και ζήσον εν ημίν, ίνα ίδωμεν σε» ήταν η συνεχής κραυγή του αρχαίου Ισραήλ. Από αυτό το όνομα «Εμμανουήλ» ερμηνευόταν «Ο Θεός μεθ’ ημών» (Ης. 7,14 Ματθ. 1,23). Έτσι για εμάς τους Χριστιανούς το κεντρικό σημείο του σύμπαντος και η ύψιστη έννοια της ιστορίας ολόκληρου του κόσμου είναι ο ερχομός του Ιησού Χριστού, ο οποίος δε θα διαψεύσει τα αρχέτυπα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά θα τα επαληθεύσει, αποκαλύπτοντας σ’ εμάς το πραγματικό τους μεγαλείο και θα δώσει νέες διαστάσεις σε όλα τα πράγματα, αιώνιες και ατέλειωτες. Η νέα Διαθήκη του Χριστού αναγγέλλει την αρχή μιάς νέας περιόδου στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Τώρα η θεία σφαίρα ακτινοβολεί στο ανεξερεύνητο μεγαλείο της αγάπης και της ταπεινότητας του Θεού και πατρός μας, ενώ ο ερχομός του Χριστού θ’ αλλάξει τα πάντα, θα φέρει τη νέα αποκάλυψη που θα επηρεάσει τη μοίρα της όλης δημιουργίας, του κόσμου ολόκληρου.



ΚΕΙΜΕΝΟ 2Ο

Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 66


Κανείς άνθρωπος μέχρι σήμερα δεν γνώρισε, ούτε πρόκειται να γνωρίσει ποια είναι η φύσις και η ουσία του Θεού. Όσοι όμως θέλουν, μπορούν να ερευνήσουν και να φιλοσοφήσουν, αν υπάρχει δυνατότητα κάποτε να το γνωρίσει. Κατά τη γνώμη μου, θα φθάσει στη γνώση του Θεού, όταν ο νους και το λογικό, αυτό το θεοειδές στοιχείο, ενωθεί μαζί Του. Γιατί τότε η εικόνα, θα ανέλθει προς το πρωτότυπο, το οποίο άλλωστε τώρα αναζητεί. Και το χωρίο που λέει ότι θα γνωρίσουμε κάποτε καλά τον Θεό, στο μέτρο που αυτός μας αποκαλύπτεται, αποτελεί την υψηλή μας φιλοσοφία.

Αυτό που τώρα γνωρίζουμε είναι μια σταγόνα που φθάνει σε εμάς σαν μια μικρή ανταύγεια από κάποιο μεγάλο φως. Ώστε ακόμα και αν κάποιος γνώρισε τον Θεό η σύμφωνα με τη μαρτυρία της Γραφής τον έχει γνωρίσει, προχώρησε μόνον μέχρι του σημείου να φανεί λαμπρότερος από τον άλλο, που δεν θα είχε παρόμοια λάμψη. Κατ` αυτό τον τρόπο, η υπεροχή θεωρήθηκε σαν τελειότητα, όχι με κριτήριο την πραγματικότητα, αλλά με βάση την δύναμη του πλησίον.


Γιατί και ο Ενώς έλπιζε ότι θα επικαλείται τον Κύριο. Το κατόρθωμά του ήταν η ελπίδα, και μάλιστα ελπίδα όχι να τον γνωρίσει αλλά να Τον επικαλείται. Αλλά και ο Ενώχ μετετέθη βέβαια, αλλά δεν είναι ακόμη φανερό αν κατανόησε την φύση του Θεού η πρόκειται να την κατανοήσει. Ο Νώε πάλι έγινε ευάρεστος στον Θεό και ο Θεός του εμπιστεύτηκε να διασώσει από τα νερά τον κόσμο όλο ή σπέρματα του κόσμου, με τη μικρή κιβωτό, η οποία διέφυγε τον κατακλυσμό.

Ο Αβραάμ, ο μεγάλος Πατριάρχης, δικαιώθηκε μεν λόγω της πίστεως και προσέφερε παράδοξη θυσία, που προεικόνιζε την μεγάλη θυσία, όμως δεν είδε τον Θεό σαν Θεό, αλλά τον φιλοξένησε σαν άνθρωπο και γι`αυτό έλαβε έπαινο, αφού σεβάστηκε αυτό που κατανόησε. Επίσης ο Ιακώβ είδε σε όραμα μια υψηλή κλίμακα και αγγέλους να ανεβαίνουν και έχρισε μυστικά μια στήλη, ίσως για να εκφράσει τον Λίθο, που για χάρη μας έλαβε χρίσμα. Έδωσε μάλιστα σε κάποια τοποθεσία το όνομα «Είδος Θεού», για να τιμήσει εκείνο που είδε. Πάλεψε με τον Θεό, όπως θα έκανε και με άνθρωπο, και αυτή η πάλη ίσως να σημαίνει την παρουσίαση της ανθρώπινης συμπεριφοράς ενώπιον της θεϊκής κρίσης, έμειναν δε στο σώμα του τα σημάδια της πάλης, τα οποία έδειχναν την ήττα της κτιστής φύσεως. Και σαν έπαθλο της ευσέβειας πήρε την αλλαγή του ονόματός του, και από Ιακώβ μετονομάστηκε Ισραήλ, αυτό το μεγάλο και πολύτιμο όνομα. Όμως ούτε αυτός, ούτε και κανείς άλλος μέχρι σήμερα από τις δώδεκα φυλές, των οποίων ήταν πατέρας, δεν καυχήθηκε ότι κατανόησε όλη την ουσία και μορφή του Θεού.


Όπως μαθαίνουμε από την ιστορία, ο Ηλίας είδε μια σκιαγραφία και όχι την φύση του Θεού, και μάλιστα αυτήν δεν την είδε ούτε στον ορμητικό αέρα, ούτε στη φωτιά, ούτε στον σεισμό, αλλά στην απαλή αύρα. Και ποιος είναι ο Ηλίας; Είναι αυτός που πύρινο άρμα τον ανεβάζει στον ουρανό, για να φανερωθεί ότι ο δίκαιος είναι υπεράνθρωπος. Δεν έχεις ακόμη θαυμάσει , τον Κριτή Μανωέ πρώτα και έπειτα τον μαθητή Πέτρο; Και ο μεν πρώτος δεν αντέχει να αντικρίσει την μορφή του Θεού και γι` αυτό λέει «Απολώλαμεν, ω γύναι, Θεόν εωράκαμεν».

Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν ούτε την θεία εμφάνιση, ούτε ακόμη πολύ περισσότερο τη θεία Ουσία. Ο δε Πέτρος, όταν ο Χριστός φανέρωσε τον εαυτό του, δεν τον θέλησε στο πλοίο και τον παρακάλεσε να απομακρυνθεί, αν και ο Πέτρος ήταν θερμότερος από τους άλλους στο να γνωρίσει καλά τον Χριστό. Άλλωστε γι` αυτό τον εμακάρισε ο Κύριος και του εμπιστεύτηκε τα πλέον σημαντικά.


Τι θα έλεγες ακόμη για τον Ησαΐα και τον Ιεζεκιήλ, που είδε με τα μάτια του τα μεγαλεία η και για τους άλλους προφήτες; Ο πρώτος από αυτούς είδε τον Κύριο των Δυνάμεων να κάθεται σε ένδοξο θρόνο και να περικυκλώνεται από τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, που τον υμνούν με σκεπασμένα τα πρόσωπα. Ο δεύτερος πάλι, περιγράφει το όχημα του Θεού από τα Χερουβίμ και το θρόνο που είναι πάνω σε αυτό, καθώς και το στερέωμα, που βρίσκεται ακόμη παραπάνω και εκείνον που εμφανίστηκε στο στερέωμα και ορισμένες φωνές, κινήσεις και πράξεις.

Δεν μπορώ να πω αν όλα αυτά ήταν μια εμφάνιση κατά την ημέρα, την οποία είναι δυνατόν να ιδούν μόνο οι άγιοι, ή μια νεότερη οπτασία, ή μια νοερά εικόνα, που παρουσίαζε τα μέλλοντα ως παρόντα ή κάποιο απόρρητο προφητικό όραμα. Το γνωρίζει όμως ο Θεός των προφητών και αυτοί που έχουν το χάρισμα. Αλλά ούτε αυτοί για τους οποίους μιλούμε, ούτε κάποιος άλλος όμοιός τους, κατανόησε την υπόσταση και την ουσία του Θεού ή περιέγραψε τη φύση του.


Αν ο Παύλος μπορούσε να εκφράσει, όσα του προσέφερε ο τρίτος Ουρανός και η ανάβαση του μέχρις εκεί, ίσως να γνωρίζαμε κάτι περισσότερο για το Θεό, αν φυσικά αυτό ήταν το μυστηριώδες σχέδιο της αρπαγής. Επειδή όμως εκείνα ήταν απόρρητα, ας τα τιμήσουμε και εμείς, ως άξια σιωπής. Αρκεί μόνον να ακούσουμε τον ίδιο τον Παύλο να λέγει ότι «εκ μέρους γιγνώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν». Αυτά και τα παρόμοια ομολογεί ο Παύλος ο μεγάλος μαχητής και δάσκαλος της αλήθειας, ο οποίος δεν υστερούσε σε γνώση και ο οποίος απειλούσε να αποδείξει ότι μέσω αυτού ομιλεί ο Χριστός.

Γι` αυτό και όλη την γνώση αυτής της ζωής δεν την θεωρείς μεγαλύτερη από τη γνώση που προσφέρεται μέσω εσόπτρων και αινιγμάτων, εφόσον αυτή περιορίζεται σε μικρά ομοιώματα αλήθειας. Ας μη φανώ σε μερικούς πολύ υπερβολικός και παράδοξος, επειδή εξετάζω τέτοια θέματα, αφού αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά τα ίδια που υπαινισσόταν ο ίδιος ο Λόγος, όταν έλεγε ότι τώρα δεν μπορούν να τα βαστάζουν οι μαθητές, αλλά κάποτε επρόκειτο να διευκρινιστούν. Και ο Ιωάννης ο πρόδρομος του Λόγου και η μεγάλη φωνή της αλήθειας, έλεγε γι` αυτά ότι, ούτε αυτός ο εδώ κόσμος, δεν θα μπορέσει να τα χωρέσει.


Δύσκολα μπορεί κανείς να εξιχνιάσει και να ερευνήσει την αλήθεια. Είναι σαν να αναλαμβάνουμε τη δημιουργία μεγάλων έργων με μικρό εργαλείο, όταν προσπαθούμε με την ανθρώπινη σοφία, να γνωρίσουμε τα όντα και ερευνούμε με τις αισθήσεις μας τα νοητά, καθώς δεν έχουμε απαλλαγεί από αυτές τις αισθήσεις, που μας πηγαίνουν εδώ και εκεί, και μας παραπλανούν και μας απατούν.

Έτσι δεν κατορθώνουμε να συναναστραφούμε γυμνά τα πράγματα, με γυμνό τον νου και να πλησιάσουμε ακόμη περισσότερο την αλήθεια και να διαμορφώσουμε τις σκέψεις μας, ανάλογα με αυτά που κατανοούμε. Και η αλήθεια για το Θεό είναι τόσο δυσκολότερη, όσο τελειότερα θέλουμε να την κατανοήσουμε και τα προβλήματά της είναι τόσο περισσότερο κοπιώδη, όσο περισσότερους τρόπους κατανοήσεως έχει.


Διότι κάθε ένσταση, ακόμη και η πιο μικρή, φράσσει το δρόμο και ανακόπτει την πορεία προς την αλήθεια και την κίνηση του λόγου προς τα εμπρός, όπως ακριβώς μεταστρέφουν τα άλογα με το απότομο τίναγμα των χαλινών, εκείνοι που τα σέρνουν με τους χαλινούς και τα οδηγούν όλα μαζί. Έτσι έγινε με τον Σολομώντα, ο οποίος ήταν ανώτερος ως προς την σοφία από όλους τους προγενέστερους και τους συγχρόνους του, αφού ο Θεός του εδώρησε ευρύχωρη διάνοια, ώστε το πλήθος των διανοημάτων του να είναι πλουσιότερο από την άμμο. Και όμως, ακόμη και αυτός, όσο περισσότερο τον πιάνει ίλιγγος και ορίζει ως κορυφή της σοφίας, το να βρει πόσο ακόμη υπολείπεται.

Το ίδιο και ο Παύλος προσπαθεί να πλησιάσει, δεν λέω βέβαια την φύση του Θεού, γιατί τούτο είναι τελείως αδύνατο, αλλά μόνο τις ενέργειες του Θεού. Και επειδή δεν βρίσκει διέξοδο, ούτε στάση στην ανάβασή του, ούτε η περιέργεια της διάνοιας τελειώνει σε κάποιο φανερό τέλος, αφού πάντοτε φαίνεται πως λείπει κάτι (-ω παράδοξο! Θα πάθω και εγώ το ίδιο-) περιγράφει κατάπληκτος αυτή την κατάσταση, ονομάζοντάς της πλούτο και βάθος Θεού. Ομολογεί δε πως είναι ακατάληπτες οι ενέργειες του Θεού και χρησιμοποιεί σχεδόν τους λόγους του Δαυίδ, ο οποίος άλλοτε ονομάζει τα κρίματα του Θεού βαθιά άβυσσο, τον πυθμένα της οποίας κανείς δεν μπορεί να μετρήσει ή να αντιληφθεί, άλλοτε δε λέει ότι «εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού» και από τη σύστασή μου. Και πράγματι είναι ασύγκριτη η υπεροχή του Θεού, απέναντι στη δύναμη και τη δραστηριότητα του εαυτού μας.



ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΘΕΟΣ-ΠΑΤΕΡΑΣ

Η σωτηρία του ανθρώπου βρίσκεται μέσα στην Αγάπη. Ο λόγος της Γραφής στο σημείο αυτό είναι σαφής : «αγαπήσεις κύριον τον θεόν σου, εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της διανοίας σου.... και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ….) Το ύψιστο σύμβολο των σχέσεων του Θεού με την Ανθρωπότητα, είναι το σύμβολο της Πατρότητας, ακριβώς διότι εμ-περιέχει αυτή τη βασική αλήθεια.


Εάν ο θεός είναι πατέρας μας, τότε και κάθε πλησίον μας είναι αδελφός μας, έχομε την ίδια καταγωγή. Μια χωρισμένη και αλληλοσπαρασσόμενη ανθρωπότητα δεν μπορεί να αποτελεί «εικόνα» της θείας αγαθότητας, διότι ο Θεός-Πατέρας δεν κάνει διακρίσεις: «ανατέλλει το ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Γι’ αυτό στην Κυριακή προσευχή δε λέμε Πάτερ, αλλά «Πάτερ ημών», υπονοώντας τον σύν-δεσμο μεταξύ μας «εν αγάπη».

Δεν μπορώ να πω ότι αγαπώ τον θεό, εάν δεν αγαπώ τον πλησίον μου. Αυτό αποτελεί ένα «ζωτικό ψέμμα», που διευκολύνει όσους αγνοούν τον πλησίον τους , εν ονόματι μιας «καθέτου» διαστάσεως της αγάπης, που κρύβει μεγάλη υποκρισία. Διότι εάν δεν αγαπώ τον αδελφό μου, τον οποίο βλέπω, πως μπορώ να αγαπήσω τον θεό, τον οποίο δεν βλέπω»; (Ευαγγελιστής Ιωάννης)


Αυτή είναι η πρώτη παραμόρφωση της θεϊκής πατρότητας, γιατί υπάρχει και μια δεύτερη παραμόρφωση, η οποία βλέπει μόνον την οριζόντια διάσταση (την αδελφότητα όλων) χωρίς όμως να ανάγεται στην καταγωγή από τον κοινό πατέρα ( όπως κάνουν λ.χ. οι πάσης φύσεως ουμανιστές –κοινωνιστές ). Ετσι, «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι θεός» (L.Feuerbach) (έστω σε αφηρημένο-θεωρητικό επίπεδο).


Ωστόσο δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι αγαπώ αληθινά τον πλησίον μου, εάν δεν βλέπω σ’ αυτόν μια κοινή καταγωγή, μια πνευματική αρχή που με συνδέει μαζί του. Γι’ αυτό και στο τέλος αποξενώνομαι από αυτόν και περνώ στην μοναξιά.


Η ορθόδοξος θεολογία έχει δείξει την ανεπάρκεια και των δυο αυτών «ερμηνειών» της αγάπης, αφορμώμενη από τις έσχατες συνέπειές τους. Ψεύδος και υποκρισία στην μια περίπτωση (αγάπη προς τον θεό χωρίς αγάπη προς τον πλησίον), αποξένωση και μοναξιά στην άλλη, λόγω έλλειψης πνευματικής πειθαρχίας (αγάπη προς τον συνάνθρωπο, χωρίς αγάπη προς τον θεό). Εξάλλου και οι τελώναι " το αυτό ποιούσι", κατά το ευαγγέλιο ( «αγαπούν» τους ομοίους τους, σε όποια ηθική κατάσταση και αν βρίσκονται ).


Ετσι είναι βασικό να τονίσουμε την μέγιστη αξία της παραδοχής της θείας Πατρότητας. Κάτι τέτοιο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν σχετίζεται με ορισμένες ευαισθησίες του μαχητικού αθεισμού. Διότι στη σύγχρονη εποχή, που «κάθε αυθεντία γίνεται αισθητή, σαν σχέση κυρίου-δούλου» (Clement Olivier, η θεολογία μετά το θάνατο του θεού), «ο θεός που μπορεί να αγγίξει τον άθεο είναι ο κρυμμένος θεός, ο φίλος, αυτός που μοιράζεται με τον καθένα τον άρτο της οδύνης».


Χρειάζεται να τονισθεί ιδιαιτέρως αυτό το τελευταίο, γιατί πολύ συχνά αναγγέλθηκε στον κόσμο ενας θεός «τρομοκράτης» τον οποίο κατήγγειλαν αρκετοί «ελευθερωτές» ως Σαδιστή-Πατέρα (λ.χ. ο Σίγκμουντ Φρόυντ), που ευχαριστείται να βασανίζει τα παιδιά του. Αυτή η αντίληψη για το θεό (σε όποιο περιβάλλον και αν παρουσιάστηκε) αποτελεί ριζική στρέβλωση του ευαγγελικού μηνύματος, περί σωτηρίας μέσα από την αγάπη.


Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να καταργήσει το θάνατο και την κόλαση, να απελευθερώσει από το κακό και την οδύνη. Αυτό ήδη είναι αιτία χαράς και απόδειξη απείρου αγάπης προς τον άνθρωπο. Διότι μετά την κάθοδο του Χριστού στον Αδη, «οσο βαθιά και αν είναι η κόλαση που βρίσκομαι- κι έχει πολλούς κύκλους η κόλαση, που η σύγχρονη σκέψη και τέχνη τους εξερευνούν μεθοδικά- ο Χριστός φτάνει ακόμα βαθύτερα και με κοιτάζει καταπρόσωπο» (Clement Olivier, οπ. παρ., σελ.62).

Ο Χριστιανισμός δεν διαδραματίζεται ανάμεσα στο καλό και στο κακό της «ηθικής», αλλά ανάμεσα στους δύο ληστές, που η κοινωνία τους κατεδίκασε στο χειρότερο μαρτύριο: «Κύριε, μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου- Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω».



ΚΕΙΜΕΝΟ 3Ο

ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 107


Τρεις είναι οι βασικές αντιλήψεις για το Θεό, πάνω στις οποίες βασίζονται όλες οι θρησκείες: η αθεΐα, η πολυθεΐα και η μονοθεΐα Με τις δυο πρώτες, όπως ξέρετε, ασχολήθηκαν οι Έλληνες! Και αν θέλουν, ας συνεχίζουν να παίζουν! Και πράγματι: η Αθεΐα ισοδυναμεί με την αταξία. Στην πολυθεΐα βρίσκουμε πολλά διαφορετικά ρεύματα, και συνεπώς καταντά αναρχία που σημαίνει αταξία! Άρα και οι δυο αυτές απόψεις οδηγούν στο ίδιο κακό αποτέλεσμα, την αταξία και η αταξία οδηγεί στη διάλυση. Πράγματι, η αταξία είναι κατά κάποιο τρόπο καταστρωμένο πρόγραμμα διάλυσης με μαθηματική ακρίβεια.


Αντίθετα, εμείς δεχόμαστε την σωστή αντίληψη για το Θεό, την μονοθεΐα (την μοναρχία) , και μάλιστα εκείνη την μονοθεΐα που δεν περιορίζεται σε ένα μόνο πρόσωπο – διότι όπως γνωρίζετε το καθένα πρόσωπο όταν άλλα λέει την μια και άλλα την άλλη είναι σα να είναι πολλά πρόσωπα – αλλά εκείνη όπου υπάρχει ίδια ακριβώς άποψη και θέληση, και μια απόλυτη ταυτοποίηση των Προσώπων που προήλθαν από Αυτόν (τον Θεό), ώστε να έχουν και τα τρία Πρόσωπα το ίδιο θέλημα – πράγμα αδύνατο για την κτιστή φύση -, και παρ’ ότι ως προς τον αριθμό (των Προσώπων) ο Θεός μας διαφέρει από την μονοθεΐα, ουσιαστικά όμως δε γίνεται να χωριστεί σε τρεις Θεούς!

Έτσι λοιπόν ο ένας Θεός (η Μονάδα) με μια κίνηση που έγινε αχρόνως ( δηλαδή δεν μπορούμε να την τοποθετήσουμε χρονικά), έγινε Δυάδα και προχώρησε και έγινα Τριάδα. Πρόκειται για τον Πατέρα, τον Υιό και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας λοιπόν είναι εκείνος που γεννά τον Υιό και φανερώνει το Άγιο Πνεύμα χωρίς να πάθει κάποια αλλοίωση, χωρίς να ορίζεται αυτό κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και χωρίς να υπάρχει κάποια σωματικότητα σε αυτά τα τρία Πρόσωπα.

Από τα άλλα δυο Πρόσωπα, ο Υιός “ γεννιέται”, το πνεύμα “εκπορεύεται”, αλλά δεν γνωρίζω με ποιους όρους θα μπορούσε κανείς να αποδώσει σωστά την πραγματικότητα, χωρίς να δεσμεύεται από το σχετικό της περιγραφής κάθε φαινομένου.


Βέβαια εμείς ποτέ δεν θα τολμήσουμε να χαρακτηρίσουμε την Τριάδα ως ένα “ξεχείλισμα αγαθότητας”, όπως τόλμησε να χαρακτηρίσει το Θεό ένας Έλληνας φιλόσοφος όταν αναλογιζόταν για την πρώτη και δεύτερη αιτία, λέγοντας πως κατά κάποιο τρόπο έγινε σα να “ξεχείλισε ένας κρατήρας”! Αυτό δεν το τολμούμε για να μην, έστω και άθελά μας, κάνουμε κανέναν να φανταστεί ότι ο Πατέρας γέννησε τον Υιό χωρίς να το θέλει, και ότι τάχα αυτό Του συνέβη με ανάλογο τρόπο με αυτόν που συμβαίνει στους ανθρώπους ,όταν έχουν μέσα τους ακαθαρσίες και δεν μπορούν όσο και να ήθελαν να τις συγκρατήσουν! Ασφαλώς αυτό δεν ταιριάζει καθόλου με την γνώμη που πρέπει να έχουμε για το Θεό!

Αυτός είναι ο λόγος που μας αναγκάζει να μιλάμε για έναν Θεό Αγέννητο (τον Πατέρα), για έναν Γεννητό και για έναν Εκπορευόμενον από τον Πατέρα – όπως λέει και ο ίδιος ο Θεός Λόγος – και επιμένουμε στους δικούς μας όρους. Πότε όμως έγιναν όλα αυτά; Αυτά βρίσκονται πέρα από το πότε (πέρα από το χρόνο)! Και αν θέλετε να το πω παλικαρίσια, αυτά “έγιναν” όταν “έγινε” και ο Πατέρας! Πότε έγινε ο Πατέρας; Ποτέ δεν υπήρξε χρόνος που να μην υπάρχει ο Πατέρας! Το ίδιο συμβαίνει και με τον Υιό και με το Άγιο Πνεύμα.


Ρώτησέ με πάλι: Πότε γεννήθηκε ο Υιός; Πάλι εγώ θα απαντήσω με τον ίδιο τρόπο: Τότε που ο Πατέρας δεν “γεννήθηκε”! Πότε εκπορεύτηκε το Άγιο Πνεύμα; Τότε που ο Υιός δεν “εκπορεύτηκε” αλλά “γεννήθηκε”, χωρίς να μπορούμε να το ορίσουμε χρονικά και με τρόπο που κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει. Παρ’ ότι που ούτε και το αυτό που δεν μπορούμε να ορίσουμε χρονικά μπορούμε να το κάνουμε απόλυτα σαφές, όσο και αν θέλουμε να αποκρούσουμε κάθε χρονικό περιορισμό, αφού και το “όταν” και το “πριν από” και το “μετά από” και το “απ’ την αρχή” είναι χρονικοί προσδιορισμοί, όσο και εμείς δε θέλουμε να τους δώσουμε τέτοιο νόημα. Ε λοιπόν, αν τυχόν θεωρήσουμε το χρόνο στο σύνολό του, σαν ένα διάστημα χρόνου που φτάνει μέχρι εκείνα π ου υπάρχουν πριν να αρχίσει ο χρόνος, αυτό το διάστημα – που ούτε χωρίζετε σε μέρη, ούτε μετριέται με βάση κάποια κίνηση ή την τροχιά του ήλιου – αυτό είναι ο χρόνος.


Συνεπώς, πως αφού τα Πρόσωπα υπάρχουν πριν να αρχίσει ο χρόνος, είναι δυνατόν να μην έχουν και την ίδια άναρχη αιτία; Και μάλιστα αφού προήλθαν από Εκείνον, παρ’ ότι δεν έγιναν μετά από Εκείνον; Πράγματι το μεν άναρχο οπωσδήποτε είναι αΐδιο, δηλαδή δεν έχει χρονική αρχή. Το αΐδιο όμως δεν είναι οπωσδήποτε και άναρχο, αφού αναφέρεται σε μια “αρχή”, τον Πατέρα.

Άρα τα Πρόσωπα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δεν είναι άναρχα. Αυτό όμως ισχύει μόνο σε σχέση με την έννοια της αιτιότητας! Είναι αυτονόητο ότι στην προκειμένη περίπτωση το Αίτιο (ο Πατέρας) δεν είναι καθόλου προγενέστερο από εκείνα τα Πρόσωπα των οποίων είναι Αίτιο, όπως και ο ήλιος δεν είναι χρονικά προγενέστερος από το φως του! Άρα, ως προς το χρόνο είναι και τα δύο Πρόσωπα (ο Υιός και το Πνεύμα), καθώς εγώ πιστεύω, άναρχα, έστω και αν εσύ χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη για να τρομάζεις τους απλοϊκούς στο νου.

Συμπέρασμα; Τα Πρόσωπα που δημιούργησαν το χρόνο, δεν τοποθετούνται μέσα στα όρια του χρόνου. Και πως είναι δυνατόν η “γέννηση” να μην είναι αποτέλεσμα πάθους; Επειδή είναι ασώματη! Γιατί αν - όπως γνωρίζουμε – η γέννηση, όταν πρόκειται για σώματα είναι καρπός πάθους, η γέννηση χωρίς σώματα ασφαλώς γίνεται χωρίς πάθος δηλαδή χωρίς να πάθει το Πρόσωπο!


Αλλά θα σου κάνω και εγώ μερικές ερωτήσεις: αν είναι κτίσμα, πως είναι Θεός; Διότι ασφαλώς το δημιούργημα δεν είναι δυνατόν να είναι Θεός! Και περιορίζομαι σ’ αυτό για να μην προσθέσω ότι και σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει το “πάθος”, όταν θεωρήσουμε την δημιουργία σαν κάτι σωματικό, αφού πρέπει να υπήρξε τουλάχιστον κάτι από αυτά: χρόνος, επιθυμία, σύλληψη του σχεδίου, φροντίδα για την πραγματοποίηση του, ελπίδα, λύπη, κίνδυνος, αποτυχία και διόρθωση των λαθών! Και όπως όλοι μας γνωρίζουμε καλά, γύρω απ’ την δημιουργία είναι δυνατόν να συμβούν όλα αυτά, αν όχι και ακόμη περισσότερα!


Και απορώ, πως δεν πήρες θάρρος να αρχίσεις να βάζεις στο νου σου κάποιο είδος “συνεύρεσης” και χρονικό διάστημα “εγκυμοσύνης” και κανένα κίνδυνο “αποβολής”, αφού κατά την γνώμη σου κανείς δε μπορεί να γεννήσει αν δεν γεννήσει με την παραπάνω διαδικασία! (Κατά την γνώμη σου ένα από τα δύο θα συμβεί): ή δηλαδή θα αρχίσεις να μας απαριθμείς πάλι μερικούς τρόπους γέννησης πουλιών και ζώων και ψαριών, με την επιδίωξη να υπάγεις την θεία γέννηση σε κάποια από αυτές τις γεννήσεις ή, με βάση αυτόν τον συλλογισμό σου, θα αρνηθείς ακόμα και τον Υιό!

Και δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε αυτό το τόσο απλό, ότι δηλαδή Αυτός, του οποίου ακόμα και η γέννηση κατά σάρκα υπήρξε διαφορετική από τη γέννηση των άλλων ανθρώπων, - αλήθεια πες’ μου βρήκες σε αυτά που μου φέρνεις παράδειγμα καμία Παρθένο Θεοτόκο; - Αυτού ακόμα και η πνευματική γέννηση είναι διαφορετική.

Ή καλύτερα Αυτού του οποίου “το Είναι” δεν είναι ίδιο με το δικό μας, ασφαλώς θα γεννά με διαφορετικό από εμάς τρόπο. Και ρωτούν: υπάρχει κανένας πατέρας που να μην έγινε πατέρας κάποια συγκεκριμένη στιγμή; Ναι υπάρχει! Εκείνος που ποτέ δεν άρχισε κάποια στιγμή να υπάρχει. Μόνο εκείνος που αρχίζει να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αρχίζει και να είναι πατέρας. Άρα ο Πατέρας δεν έγινε Πατέρας σε κάποιο χρονικό σημείο μετά από την αρχή της ύπαρξής Του, αφού δεν άρχισε κάποια στιγμή να υπάρχει. Και γι' αυτό είναι κυριολεκτικά Πατέρας, όπως ακριβώς και ο Υιός είναι κυριολεκτικά Υιός, επειδή δεν είναι ταυτόχρονα και με κάποιον ειδικό τρόπο Πατέρας κάποιου άλλου Θεού!

Αντίθετα, αυτά που γίνονται με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο δεν λέγονται κατά κυριολεξία, επειδή είμαστε ταυτόχρονα και τα δυο, και μάλιστα δεν είμαστε καθόλου περισσότερο το ένα ή το άλλο. Ακόμη, εμείς γεννιόμαστε από δυο, όχι από έναν και συνεπώς ανήκουμε στον καθένα απ’ τους δυο κατά το μισό. Και γινόμαστε άνθρωποι λίγο λίγο. Και ίσως δεν γίνουμε ποτέ “άνθρωποι”. Και ίσως γίνουμε τέτοιοι που ποτέ δεν θα ήθελαν οι γονείς μας, και τότε ή τους εγκαταλείπουμε ή μας εγκαταλείπουν. Με αποτέλεσμα ότι μας απομένει να είναι μια συγγενική σχέση νεκρή, ορφανή από ουσία. Αλλά, αυτό το “γέννησε”, συνεχίζει να επιμένει ο αιρετικός, και αυτό το “γεννήθηκε”, τι άλλο μας οδηγεί να σκεφτούμε αν όχι το χρονικό σημείο που έγινε η γέννηση; Και λοιπόν; Μήπως θέλεις να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε αυτήν έκφραση και να περιοριστούμε να λέμε, ότι ήταν γεννημένος απ’ την αρχή δηλαδή πριν αρχίσει ο χρόνος, απλά και μόνο για να αποφύγουμε τις παράδοξες χρονολατρικές ενστάσεις σου;


ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Η Αγία Γραφή είναι «διάσπαρτη» από ονομασίες του θεού, το νόημα των οποίων γίνεται φανερό, αν τις κατανοήσουμε στο επίπεδο των σχέσεών Του προς τον άνθρωπο και τον κόσμο. Σ’ αυτό το επίπεδο , τα διάφορα ονόματα δεν φανερώνουν την «ουσία» της θεότητας, αλλά τις ενέργειες που γίνονται αντιληπτές και «περιγραπτές» από τον άνθρωπο. Αρα κάθε ονομασία του θεού «δείχνει» την συγκεκριμένη δράση του στην ιστορία «εν σχέσει» με το πώς εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Είναι "θεός των δυνάμεων", «Λυτρωτής», «άρχων ειρήνης», «Σωτήρ» και πολλά άλλα τα οποία εντάσσονται στην ίδια κατηγορία.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός λέει πως το όνομα που περιγράφει κυρίως τον Θεό «καθ’ εαυτόν» είναι εκείνο με το οποίο φανερώθηκε στον Μωϋσή λέγοντάς του «εγώ είμι ο Ων». Αυτό το όνομα λέγεται όχι «εν σχέσει» προς κάτι, διότι περιγράφει τον Θεό ως Αυτοζωή- Υπαρξη. Στο ίδιο κείμενο ο άγιος «ετυμολογεί» τη λέξη Θεός είτε από το θέειν= τρέχειν (κινητικότητα), είτε από αίθειν-λάμπειν (φωτιά, που κατακαίει την αμαρτία).

Εκείνο, στο οποίο οι Θείοι Πατέρες επιμένουν είναι η ορθή ερμηνεία των Περί του ενσαρκωθέντος Θεού εκφράσεων στη βίβλο, διότι εάν δεν ξεχωρίσει κάποιος τα «ονόματα της οικονομίας» από τα ονόματα της δόξας (προκειμένου περί του Υιού) είναι αδύνατον να συλλάβει το αληθές περιεχόμενο της «Εν Χριστώ» αποκαλύψεως. Με την όντως Θεοφώτιστη αυτή διάκριση, ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος παρουσιάζεται ως καταλύτης των «ρητορικών σαλπισμάτων» των αιρετικών, δινοντάς μας το κλειδί με το οποίο μπορούμε να αναγνώσουμε ορθοδόξως τις βιβλικές εκφράσεις, τιμώντας έτσι το Θεανθρώπινο Μυστήριο (το τόσο σκανδαλώδες για την Ορθολογική Διανόηση, την αρχαία και την σύγχρονη).


Όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, τόσο προχώρησε και ο Αγ.Γρηγόριος στην έκθεση της Θεότητας του Υιού και Λόγου. Για ερωτήματα, που οπωσδήποτε υπερβαίνουν τη λογική κατανόηση, μας λέει «ότι κατάλαβες, αγάπησέ το μέσα σου, το άλλο ας μείνει στους θησαυρούς της βασιλείας των ουρανών».«Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και αντάξιος της θεότητας; Τις εντολές φύλαττε, να προχωρείς σύμφωνα με τα προστάγματα (του Θεού), γιατί η πράξη είναι εφαρμογή της θεωρίας».

Μόνον αυτή η «έμπρακτος» βίωση των Θείων Δογμάτων είναι ικανή να προφυλάξει τον άνθρωπο από μια μονόπλευρη «θεωρητική» προσέγγιση της αλήθειας, η οποία μάλιστα αρκετά συχνά έγινε αιτία συμφορών για το Αγιο σώμα του Χριστού, δηλαδή την Ιστορική Εκκλησία το



ΚΕΙΜΕΝΟ 4Ο

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 184


Όμως η ανάπτυξή μου γύρω από τις αντίθετες καταστάσεις του Χριστού είναι αρκετή, αφού έχει φθάσει στο σημείο, να γίνεται πλέον μια ρίζα, μια συνεχής υπόμνηση γι` αυτούς που θέλουν μια μεγαλύτερη εμβάθυνση, για να οδηγηθούν μόνοι τους στην τελειότερη επεξεργασία και κατανόηση των κειμένων. Το ίδιο άξιο με όσα είπα πριν είναι όχι μόνο να προσπεράσουμε απαρατήρητα τα ονόματα του Υιού, που είναι και πολλά και δηλώνουν περισσότερα, αλλά και να παρουσιάσουμε τι θέλει να μας πει το καθένα από αυτά και να δείξουμε το μυστήριο αυτών των ονομάτων.

Ας αρχίσουμε όμως από εδώ: το Θείο δεν μπορεί κανείς να Το εκφράσει με ονόματα. Αυτό όχι μας το λέει καθαρά ο λογισμός μας, αλλά οι πιο σοφοί και παλαιοί απ` τους Εβραίους το διατύπωσαν τόσο, ώστε αν μπορεί κάποιος να το καταλαβαίνει. Διαφορετικά, πως αυτοί που τίμησαν το Θείο με πολύ ιδιαίτερους τρόπους και δεν ανέχθηκαν ούτε να γράφεται και ο Θεός με τα ίδια γράμματα που γράφεται κάτι κατώτερο απ` τον Θεό, επειδή νόμιζαν, ότι το Θείο πρέπει να είναι όχι κοινό με τα δικά μας, ακόμη και σ` αυτό, θα είχαν δεχθεί να δηλώνεται με μια φθαρτή λέξη η άφθαρτη φύση Του, που είναι τελείως ξεχωριστή. Διότι, όπως κανείς ποτέ δεν ανάπνευσε όλο τον αέρα έτσι, και μάλιστα σε απόλυτο βαθμό, ούτε μυαλό κατάλαβε την Ουσία του Θεού, ούτε καμία λέξη συμπεριέλαβε ποτέ το νόημά της.


Πολύ απλά όλα αυτά που δηλώνουν Αυτόν τα σκιαγραφούμε περίπου με βάση όσα ξέρουμε γύρω από Αυτόν, και έτσι σιγά-σιγά φτιάχνουμε μια αμυδρή εικόνα και μάλιστα διαφορετική κάθε φορά, ανάλογα με εκείνο που είχαμε στο μυαλό μας. Για μας, λοιπόν, άριστος θεολόγος δεν είναι όποιος βρήκε τα πάντα, γιατί το «πάντα» δεν μπορεί να το δεχθεί ο απλός άνθρωπος, αλλά εκείνος που θα φανταζόταν κάτι περισσότερο από άλλους και θα συγκέντρωνε στον εαυτό του μια καλύτερη εικόνα της αλήθειας ή μια σκιά της, ή πώς αλλιώς να το πούμε άραγε;


Από ότι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ονόματα πιο κοντά στην Ουσία είναι τα «ο Ων» (αυτός που υπάρχει) και «Θεός». Και από αυτά περισσότερο «ο Ων». Όχι μόνο επειδή, όταν ο ίδιος μιλούσε στον Μωυσή πάνω στο βουνό και εκείνος απαιτούσε να του πει το όνομά Του, ή τουλάχιστον ποιο είναι, χαρακτήρισε τον εαυτό Του έτσι και τον διέταξε να πει στο λαό ότι «με απέστειλε ο Ων», αλλά και επειδή διαπιστώνουμε ότι ανταποκρίνεται πιο πολύ στα πράγματα. Πραγματικά, η λέξη «ο Θεός» έστω και αν ετυμολογείται από τους ειδικούς από το «θέειν» ή «αίθειν», επειδή κινείται πάντα και εξαφανίζει τις πονηρές δυνάμεις – γι` αυτό ακριβώς το λόγο λέγεται και φωτιά που καίει- όμως είναι μια από εκείνες που λέγονται σχετικά με κάτι, και όχι ανεξάρτητα. Κατά τον ίδιο τρόπο η λέξη Κύριος θεωρείται και αυτή σαν ένα όνομα του Θεού, αφού και η Γραφή λέει: «εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, αυτό είναι το όνομά μου».


Αντίθετα όμως εμείς αναζητάμε την Ουσία, στην οποία το «είναι» είναι καθεαυτό, και όχι συνδεμένο με κάτι άλλο. Το «Ων» λοιπόν είναι πραγματικά το όνομα που ταιριάζει στον Θεό και μάλιστα σ` ολόκληρο τον Θεό, αφού ούτε αλλοιώνεται σε κάτι άλλο, είτε πριν είτε μετά από αυτό, απλούστατα γιατί τέτοιο πράγμα ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ. Από τα άλλα ονόματα, άλλα δηλώνουν την εξουσία και άλλα την οικονομία και μάλιστα και με τις δυο έννοιες της. Η μια είναι «κάτι το πάνω από το σώμα» ενώ η άλλη « με το σώμα». Π. χ. «ο Παντοκράτορας», «ο βασιλιάς της δόξας» ή «των αιώνων» ή «των δυνάμεων» ή «του αγαπητού» και το «ο Κύριος» ή «Σαβαώθ» δηλαδή «των στρατιών» ή «των δυνάμεων». Όλα αυτά σαφώς δηλώνουν την εξουσία Του.

Τα «ο Θεός που σώζει» ή «ο Θεός που τιμωρεί», ή «της ειρήνης» ή «της δικαιοσύνης» ή «Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ» και «ολόκληρου του Ισραήλ», που βλέπει το Θεό δηλώνουν την οικονομία. Και αφού εμείς έχουμε και αυτά τα τρία δηλαδή το φόβο της τιμωρίας, την ελπίδα της σωτηρίας, και μαζί μ` αυτή και ελπίδα δόξας, και την άσκηση των αρετών. Απ` αυτά πάλι προέρχονται τα ακόλουθα: Το όνομα « θεός των εκδικήσεων» προξενεί το φόβο. Το όνομα «Θεός των εκδικήσεων» προξενεί τον φόβο. Το όνομα «Θεός της σωτηρίας» προκαλεί την άσκηση για την απόκτησή τους, ώστε με τη σκέψη ότι αν κατορθώνει κάποιος κάτι από αυτές και φέρνει μέσα του το Θεό, να προχωρά πολύ πιο σταθερά και αποφασιστικά προς την τελειότητα και την θέωσή του, που είναι συνέπεια των αρετών.


Βέβαια όλα αυτά τα ονόματα είναι κοινά για όλη τη Θεότητα. Το ιδιαίτερο όνομα του Άναρχου είναι Πατέρας, Αυτού που γεννήθηκε άναρχα είναι Υιός και του Αγέννητου αλλά προερχόμενου από τον Πατέρα, είναι Άγιο Πνεύμα.


Τώρα ας έρθουμε στα ονόματα του Υιού, αφού άλλωστε αυτός ήταν και ο αρχικός στόχος της ομιλίας μας.


Έχω τη γνώμη ότι: λέγεται Υιός, επειδή ως προς την Ουσία είναι βέβαια το ίδιο με τον Πατέρα, όχι όμως μόνο επειδή λέγεται Υιός, αλλά και επειδή γεννήθηκε από Εκείνων.


Λέγεται Μονογενής, όχι μόνο επειδή μόνο Αυτός γεννήθηκε απ` τον Πατέρα, αλλά και επειδή γεννήθηκε με έναν τρόπο μοναδικό, και όχι όπως τα σώματα.


Λέγεται Λόγος, επειδή έχει με τον Πατέρα τα σχέση που έχει η λογική μας με το μυαλό μας. Αυτό όχι μόνο επειδή γεννήθηκε χωρίς να πάθει κάποια αλλοίωση, αλλά και επειδή διατηρεί μαζί Του απόλυτη συνάφεια αλλά και εξαγγέλλει το θέλημά Του. Θα μπορούσες ακόμα να πεις ότι έχει τη σχέση που έχει ο ορισμός με αυτό που ορίζεται, αφού η λέξη «λόγος» έχει και τη σημασία του ορισμού. Και πράγματι λέει: «αυτός που εννοεί τον Υιό εννοεί τον Πατέρα». Σύντομη και εύκολη απόδειξη του τι είναι Πατέρας είναι ο Υιός, διότι κάθε γέννημα είναι μια σιωπηλή μαρτυρία Εκείνου που το γέννησε.


Αλλά και αν ακόμα πει κάποιος ότι ονομάζεται Λόγος, επειδή υπάρχει σε όλα τα όντα, δε θα έχει κάνει λάθος στη σκέψη του. Γιατί υπάρχει τίποτα που να μη συνεχίζει τη ζωή του εξαιτίας του Λόγου;

Λέγεται Σοφία, επειδή είναι η γνώση όλων των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να αγνοεί ο δημιουργός την αληθινή υφή όσων δημιούργησε;


Λέγεται Δύναμη, επειδή συντηρεί τα δημιουργήματα και τους δίνει δύναμη να μη διαλύονται.


Λέγεται Αλήθεια, επειδή ως προς την Ουσία είναι ένα και όχι πολλά. Πράγματι η αλήθεια είναι μια, ενώ το ψέμα έχει πολλές όψεις. Και ακόμα επειδή είναι η ακριβής σφραγίδα του Πατέρα και ο αψεγάδιαστος χαρακτήρας Του.


Λέγεται Εικόνα, επειδή είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Και επειδή Αυτός προέρχεται από Εκείνον και όχι ο Πατέρας από Αυτόν. Γιατί αυτή είναι η φύση της Εικόνας: είναι μια απομίμηση του πρώτου, εκείνου του οποίου ονομάζεται εικόνα. Σ` αυτή την περίπτωση όμως έχουμε κάτι περισσότερο. Πραγματικά στις άλλες περιπτώσεις η εικόνα είναι μια απομίμηση χωρίς κίνηση από ένα πράγμα με κίνηση, ενώ εδώ είναι εικόνα κάποιου ζωντανού και μάλιστα «ζωντανή» εικόνα, που είναι περισσότερο απαράλλακτη εικόνα του Προτύπου Του, από ότι ο Σηθ του Αδάμ και κάθε άλλου πατέρα το γέννημα. Γιατί αυτή είναι η φύση των απλών, ότι δε μοιάζουν σε κάτι, διαφέρουν σε κάτι άλλο, αλλά είναι στο σύνολό της απόλυτη μίμηση ολόκληρου του Προτύπου, ή καλύτερα είναι ακριβώς το ίδιο, και όχι κάτι που του μοιάζει καταπληκτικά.


Λέγεται Φως, επειδή είναι η λαμπρότητα των ψυχών που εξαγνίζονται με τη δύναμη και του θείου λόγου και της αγίας ζωής τους. Γιατί αν η αμαρτία και η άγνοια είναι σκοτάδι, ασφαλώς η γνώση και η ζωή δίπλα στο Θεό πρέπει να είναι φως.


Λέγεται ζωή, επειδή είναι φως και επειδή Αυτός και φέρνει σε ύπαρξη και δίνει «ουσία» σε κάθε λογική φύση. Γιατί «εξαιτίας Αυτού ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε», σύμφωνα με το διπλό αποτέλεσμα του εμφυσήματος του Θεού. Και μάλιστα όλοι μας όσοι είμαστε άξιοι, παίρνουμε απ` το εμφύσημα εκείνο και πνοή ζωής και Άγιο Πνεύμα, και μάλιστα όσο είμαστε άξιοι και δεκτικοί στο μυαλό μας.


Λέγεται δικαιοσύνη, επειδή δίνει στον καθένα αυτό που του αξίζει και είναι δίκαιος διαιτητής μεταξύ της ψυχής και του σώματος, ώστε το ένα μεν να άρχει ενώ το άλλο να άρχεται, και στην Εκκλησία αυτό που είναι πνευματικά υψηλότερο να έχει ηγετική θέση έναντι του πνευματικά κατώτερου, και να μην είναι πλέον δυνατόν να ξεσηκώνεται το κατώτερο κατά του υψηλότερου.


Λέγεται Αγιασμός, επειδή Αυτός είναι η καθαριότητα μας, ώστε ο Καθαρός να βρίσκει θέση στην καθαριότητά μας.


Λέγεται Απολύτρωση, επειδή μας ελευθερώνει, ενώ ήμασταν δούλοι της αμαρτίας και δίνει για μας σαν λύτρο, που καθάρισε την Οικουμένη, τον Εαυτό Του.


Τέλος λέγεται Ανάσταση, επειδή μας δίνει την ανάσταση από εδώ, και ενώ μας έχει νεκρώσει η αμαρτία, μας επαναφέρει στη ζωή.




ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ

H διανοητική προσέγγιση των θείων πραγματικοτήτων ακολουθεί συνήθως μια αλυσιδωτή πορεία. Το ένα ερώτημα διαδέχεται το άλλο, που με τη σειρά του προκαλεί καινούριες απορίες προς διερεύνηση. Ενώ δεν είχε τελειώσει ακόμα η διαμάχη σχετικά με την υπόσταση του Χριστού, μια άλλη εξίσου σοβαρή διαμάχη εμφανίσθηκε στους κόλπους της εκκλησίας , που αφορούσε το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος, περί του οποίου μαρτυρεί η Γραφή. 

Ο π.Αντώνιος του Σουρόζ ονόμασε αυτή τη «διανοητική» προσέγγιση των Αγιο-Γραφικών αληθειών ως «επίθεση του νοός» (που υποχρέωσε την εκκλησία να στραφεί στην οριοθέτηση της αλήθειας, με την έκθεση θεοδίδακτων όρων). Επίθεση που ως γνωστόν απορρόφησε το ενδιαφέρον για κάποιους αιώνες και ανέπτυξε τους υγιείς «αμυντικούς μηχανισμούς» των πατέρων.

Οι Αγιοι προχώρησαν σε διαυγή έκθεση του Δόγματος « τω βραχεί ρήματι και πολλή συνέσει », με διασάφηση των Αγιογραφικών όρων και σε κλίμα άσκησης και προσευχής. Η Αγία Τριάδα αφ’ ενός και η θεανθρωπότητα του Χριστού αφ’ ετέρου δεν συνιστά «επινόηση» της πατερικής σκέψεως (όπως ασεβέστατα έχουν υποθέσει οι πάσης φύσεως αρνητές ), αλλά φανέρωση της αιωνίου υπάρξεως του Θεού ως κοινωνίας προσώπων, που αντιτίθεται σε κάθε μονολιθική, μοναρχική τάση του ανθρώπινου πνεύματος.

Ο Θεός είναι μια Φύσις άκτιστος, η οποία « οικονομικώς » έρχεται σταδιακά προς τον κόσμο, Αυτοαποκαλυπτόμενη μέσα από τις «ρήσεις» και τα αινίγματα των προφητών, ως Ενότης και ταυτόχρονα ως Τριαδικότης.

Η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να προχωρήσει μέχρις ενός ορισμένου σημείου, στην απόπειρά της να συμβιβάσει την Ενότητα με την Τριαδικότητα του θεού. Ωστόσο δεν επαρκούν στον άνθρωπο οι «κατηγορίες» που διαθέτει, για την πλήρη κατανόηση του «υπερ νούν και λόγον» δόγματος της γραφής.


Η θεότης δεν φανερώνεται «αθρόον» στην εποχή της Π.Διαθήκης, διότι η σκέψη των ανθρώπων έχει ακόμα την τάση προς την πολυθεϊα και εύκολα μπορεί να παρερμηνεύσει την αιώνια υπόσταση των τριών θεϊκών προσώπων. Η Παλαιά Διαθήκη «εισάγει» στον κόσμο τον πατέρα, παρουσιάζει δε «αμυδρά» τον Υιό, ως «άσαρκο λόγο». Η Καινή Διαθήκη στη συνέχεια, (και αφού έχει «στερεωθεί» η περί του Πατρός διδασκαλία), κηρύττει φανερά τον Υιό και Λόγο, προαναγγέλει δε τον ερχομό του πνεύματος, δια του οποίου συγκροτείται ο θεσμός της εκκλησίας και επιτελούνται τα Αγια Μυστήρια.


Η Σταδιακή Φανέρωση της Τριάδος, δεν σημαίνει πως κάθε πρόσωπο δρα σε διαφορετικούς χρόνους, εφ’ όσον «αδιάκοπα» «ο πατήρ δι Υιού εν Αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα». Τα τρία στάδια της αποκαλύψεως, απλώς δείχνουν το «ανέτοιμο» του ανθρώπου να αντιληφθεί ορθώς την αληθινή περί θεού διδασκαλία, οπότε υπάρχει «συγκατάβασις» σε αυτή την αδυναμία, του θεού επιτρέποντος κάθε φορά να αποκαλύπτεται «ένα μέρος» της περί Τριάδας αλήθειας (με στόχο την αφομοίωσή της από τον άνθρωπο) "χωρίς να πιεσθούμε", όπως λέει ο Αγιος Γρηγόριος, "αλλά αφού πρώτα πεισθούμε".

Αυτή η παρατήρηση μας βοηθεί να αναγνώσουμε ορθοδόξως τις βιβλικές μαρτυρίες και εκφράσεις για το θεό, θαυμάζοντας το "βάθος του πλούτου της σοφίας Του" , για τους τρόπους με τους οποίους μας οδηγεί στην αληθινή θεογνωσία.


ΚΕΙΜΕΝΟ 5Ο

ΣΤΑΔΙΑΚΗ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 236



Δύο λαμπρές αλλαγές του τρόπου της ζωής μας έχουν γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, οι οποίες και δύο Διαθήκες καλούνται, και σεισμοί της γης, διότι αποτελούν μια περιβόητη πραγματικότητα. Η πρώτη είναι η μετάβαση από τα είδωλα στο νόμο και η δεύτερη από το νόμο στο Ευαγγέλιο. Όμως και τρίτος σεισμός μας έχει αναγγελθεί, η μετάσταση δηλαδή από τα εδώ στα εκεί, τα μη πλέον κινούμενα και σαλευόμενα. Αυτό έχουν πάθει και οι Δύο Διαθήκες.

Τι είναι αυτό ; Δεν μετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε με την πρώτη κίνηση για πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Για ποιο λόγο ; Διότι είναι αναγκαίο να ξέρουμε. Για να μην πιεσθούμε αλλά να πεισθούμε. Διότι αυτό που γίνεται παρά τη θέληση μας, δεν είναι μόνιμο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα ρεύματα και τα φυτά. Όμως αυτό που γίνεται με τη θέληση μας, και μονιμότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο αυτού που μας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό μας· και το ένα πάλι είναι έργο της επιείκειας του Θεού, το άλλο της τυραννικής εξουσίας.


Δεν ενόμισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να θέλουμε να μας κάνει καλό, αλλά να μας ευεργετεί, όταν εμείς το θέλουμε. Γι’ αυτό, για παιδαγωγικούς και ιατρικούς λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιμα και άλλα επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι, όπως ακριβώς κάνουν και οι γιατροί στους αρρώστους, δηλαδή για να γίνει αποδεκτή η θεραπεία με φάρμακα, αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους με προϊόντα περισσότερο ευχάριστα.


Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ’ αυτά που είχαν γίνει συνήθεια και τιμούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τι εννοώ δηλαδή ; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα, αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή.

Έπειτα, όταν οριστικά συμβιβάστηκαν με αυτή την αφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ’ αυτούς, δηλαδή οι Ιουδαίοι τις θυσίες και οι χριστιανοί την περιτομή. Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί, αφού οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς το Ευαγγέλιο με αυτές τις επιμέρους αλλαγές. Θα σε πείσει γι’ αυτό ο Παύλος, ο οποίος προερχόμενος από περιτομές και αγνισμούς έλεγε: «Όσο για μένα αδελφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, εάν κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής; ». Εκείνο ήταν σημείο οικονομίας· αυτό είναι δείγμα της τελειότητας.


Με αυτό τον τρόπο μπορώ να εικάζω ότι αφορά στην θεολογία, όσο όμως είναι δυνατόν, από τ’ αντίθετα. Διότι, πράγματι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όμως με τις προσθήκες επιτυγχάνεται η τελειότητα. Βέβαια, έτσι είναι. Εκήρυττε φανερά η Παλαιά Διαθήκη τον Πατέρα και αμυδρότερα τον Υιό. Φανέρωσε η Καινή Διαθήκη τον Υιό, υπέδειξε τη θεότητα του Πνεύματος. Δρα τώρα το Πνεύμα, κάνοντας μας σαφέστερη τη φανέρωσή του.

Διότι δεν θα ήταν ασφαλές, χωρίς πρωτύτερα να ομολογηθεί η θεότητα του Πατρός, να κηρύσσεται φανερά ο Υιός· ούτε προτού να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Υιού, να «επιφορτισθούμε» με το Πνεύμα το άγιο, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν και στο κατά δύναμη, όπως ακριβώς με όσους, οι οποίοι αφού φάνε πάνω από την αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την όραση πάνω από τη δύναμη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν ασθενέστερη.


Αντιθέτως, με τις βαθμιαίες προσθήκες και όπως είπε ο Δαβίδ, με τις αναβάσεις και με τις από δόξα σε δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάμψει στους πιο φωτισμένους. Και νομίζω, ότι γι’ αυτό τον λόγο και στους μαθητές επιδημεί σταδιακά, ανάλογα με την ικανότητα εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου, μετά το πάθος μετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύματα, όταν εμφυσείται και όταν εμφανίζεται ως πύρινες γλώσσες.


Και από τον Ιησού φανερώνεται σταδιακά, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ ο ίδιος, αν μελετήσεις με περισσότερο επιμέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να μη νομίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως μιλάει από κάποια άλλη εξουσία. Έπειτα «θα στείλει» ο Πατέρας, αλλά «στο όνομα μου»· αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω», το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια με το «θα στείλω» διακήρυξε το δικό του αξίωμα· κατόπιν με το «θα έλθει» διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύματος.


Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισμούς που μας φωτίζουν και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούμε και εμείς, και ούτε να τη φανερώνουμε μια και καλή, ούτε να την αποκρύπτουμε τελείως. Διότι το ένα δείχνει έλλειψη διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι μπορεί να βλάψει τους άπιστους, ενώ το άλλο ν’ αποδιώξει τους δικούς μας. Όμως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο μυαλό άλλων, αλλά εγώ θεωρώ καρπό της δικής μου διανοίας, θα το προσθέσω σ’ αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί.

Κατά τον Σωτήρα ήσαν μερικά, για τα οποία έλεγε στους μαθητές ότι δεν μπορούσαν τότε να τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει με διδασκαλίες, ίσως για τους λόγους που ανέφερα, και γι’ αυτό δεν τα αποκάλυψε. Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα μας τα διδάξει το Άγιο Πνεύμα, όταν θα κατέλθει.


Ένα από αυτά (που θα μας διδάξει) είναι, νομίζω, και η ίδια η θεότητα του Πνεύματος, η οποία αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού μετά την αποκατάσταση του Σωτήρα, τυχαίνει να είναι ώριμη και καταληπτή η γνώση, αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύμα. Τι λοιπόν θα ήταν πιο μεγάλο, αυτό που εκείνος υποσχέθηκε ή αυτό που το Πνεύμα δίδαξε ; Εάν βέβαια πρέπει σαν κάτι μεγάλο να νομίζουμε και άξιο της μεγαλοπρέπειας του Θεού, αυτό το οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.


Έτσι λοιπόν πιστεύω γι’ αυτά και μακάρι έτσι να πιστεύω εγώ, και όποιος μου είναι αγαπητός. Να τιμάμε δηλαδή ως Θεό τον Πατέρα, Θεό τον Υιό, Θεό το Πνεύμα το άγιο, τρεις οι ιδιότητες, αλλά μια η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς τη δόξα, την τιμή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος από τους θεοφόρους άνδρες λίγο προγενέστερα. Και όποιος δεν πιστεύει έτσι ή προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλάζοντας συνεχώς την πίστη του και σκέπτεται με επιπολαιότητα, γι’ αυτά που είναι τόσο σπουδαία, ας μη δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή, ούτε τη δόξα της ουράνιας λαμπρότητας.






ΟΜΑΔΑ Β' ΚΕΙΜΕΝΩΝ : ΚΟΣΜΟΣ


Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ



Η πληρότητα της Ζωής και υπάρξεως είναι ο εν Τριάδι Θεός, ως αγάπη. Για το λόγο αυτό δημιούργησε τον κόσμο, ούτως ώστε να μετάσχουν όλα τα όντα στην ένθεο Ζωή και μέσω αυτών να φανερώνεται και να δοξάζεται ο Ίδιος. Ο άνθρωπος συναντάει το Δημιουργό εντός του κόσμου, κυρίως όμως τον συναντάει στο εσώτατο βάθος της καρδιάς του. Κατϳ αυτόν τον τρόπο, ο Δημιουργός του Σύμπαντος και του ανθρώπου αποκαλύπτεται «εν ταις καρδίαις ημών». Είναι ο Θεός «ο ειπών εκ σκότους φώς λάμψαι» (Β’ Κυρ. 4,6). Γι’ αυτό το λόγο η αλήθεια για την κτιστή φύση είναι αδιαχώριστη από την θεογνωσία.

Η θεογνωσία κατά ταύτα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την μέθοδο της σταδιακής αποδέσμευσης από το μετα-πτωτικό φαινόμενο του «σκοτασμού του νοός». Θα χρειαστεί το φώς της προσωπικής αποκαλύψεως του Θεού, ώστε ο άνθρωπος να αρχίσει να αντιλαμβάνεται, πως ότι βλέπει γύρω του δεν είναι παρά ίχνη- αποτυπώματα του Τεχνουργού Θείου Λόγου, ο οποίος φανερούται ασάρκως στην εποχή της Π.Διαθήκης και περιπατεί «εν σαρκί», «επ’ εσχάτων των χρόνων», δείχνοντας την κυριαρχία του επί της φύσεως.

Η κοσμογνωσία δεν αποτελεί κατά ταύτα το επιστέγασμα των επαγωγικών συλλογισμών του ανθρώπου προς πλήρη κατανόηση του φυσικού κόσμου και των λειτουργιών του. Κατά την ορθόδοξο διδασκαλία χρειάζεται μια «εν Χριστώ Λόγω» θέαση της Δημιουργίας , που απαιτεί προκαταβολικά την πνευματική καθαρότητα. Οι Πατέρες τονίζουν πως από μόνοι μας, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ουσία ούτε του πιο μικρού χορταριού. (Γρ. Νύσσης, Κατά Ευνομίου P.G.45). Ο Αγιοι στα όρια της ένωσής τους με το Θεό, δέχονται την τέλεια γνώση των κτισμάτων (Clement Olivier, η θεολογία μετά το θάνατο του Θεού, σελ. 116).


Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής γράφει: «Όπως ο ήλιος, που ανατέλλει και φωτίζει το σύμπαν, φανερώνεται ο ίδιος και ταυτόχρονα φανερώνει τα πράγματα που φωτίζει, έτσι και ο ήλιος της δικαιοσύνης όταν ανατέλλει για το εξαγνισμένο πνεύμα, φανερώνει τον εαυτό του και ταυτόχρονα φανερώνει τους λόγους των πραγμάτων, που είναι δικά του ποιήματα…» (Αγ.Μάξιμος ο ομολογητής, περί διαφόρων αποριών, P.G. 91 )

Ο Μέγας Βασίλειος, αρχίζοντας την εξαήμερό του, μας εισάγει ευθύς εξαρχής στο αληθές πλαίσιο της κοσμο-γνωσίας, εξιστορώντας όχι το τι λέει η Γένεση , αλλά το ποιος είναι εκείνος που την έγραψε. Εξυφαίνεται έτσι η αρετή του προφήτου Μωϋσέως, ο οποίος είχε το μέγα προνόμιο (κατά Ιω. τον Χρυσόστομο), να αφηγηθεί όχι εκείνα που συμβαίνουν στην εποχή του, ή εκείνα που θα συμβούν στο μέλλον, αλλά εκείνα που διαδραματίσθηκαν πολύ πριν αυτός γεννηθεί και αυτό έγινε, καθώς η ζωή του Μωϋσέως δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά μια διαρκής πορεία προς την τελειότητα.


Τούτη την πορεία προς την τελειότητα μπορούμε να την παρακολουθήσουμε με λεπτομέρειες στο έξοχο έργο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που φέρει τον τίτλο «Είς τον Βίον του Μωϋσέως». Σ’ αυτό το έργο, μετά την έκθεση των Ιστορικών γεγονότων εκ μέρους του συγγραφέως, γίνεται αναφορά στην διαρκή «επέκταση» της ψυχής προς το ανώτερο (μια κίνηση που δεν μπορεί να γνωρίσει τέλος), που καθιστά τον Μωϋσή φίλο του Θεού, ο οποίος του εμπιστεύεται τα μυστικά του.

Γιατί, το ότι ο Μωϋσής πέτυχε τη δυνατή στον άνθρωπο τελειότητα, ποιος άλλος μάρτυρας πιο αξιόπιστος από το Θεό, θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει, λέγοντάς του «σε γνωρίζω περισσότερο από όλους» και ότι αυτός ονομάστηκε «φίλος του Θεού» (Εξ. 33,12,11), και προτιμούσε μάλλον να πέθαινε μαζί με όλους, αν ο Θεός δεν ελεούσε από συμπάθεια και εκείνους…, αφού μετέβαλε την απόφασή του, για να μη λυπήσει το φίλο του». (Γρ. Νύσσης, Εις τον Βίον του Μωϋσέως).

Είναι προφανές ότι η κοσμογνωσία, με τον ορθόδοξο έννοια, προϋποθέτει την «επιστήμη και τέχνη» της μετά του Θεού κοινωνίας, διότι μόνον έτσι προστίθεται σοφία και γνώση σε εκείνον που θέλει να διαβάσει, όχι απλώς το Βιβλίο της Γένεσης, αλλά το ίδιο το βιβλίο του κόσμου (το «Liber Maundi» του Ιερού Αυγουστίνου), αφού «τα πάντα εν Αυτώ έκτισται».


Συνεπώς μέσα στις πρώτες λέξεις της Γένεσης δεν φανερώνονται μόνο η προέλευση του κόσμου , το πώς της καταγωγής του. Φανερώνεται ταυτοχρόνως και ο άπειρος Δημιουργός του, μέσα από τη διαδοχή των ενεργειών του, οι οποίες «χτίζουν» τον κόσμο και τον συντηρούν στην ύπαρξη. Η αλήθεια περί της Δημιουργίας φανερώνεται καθαρά σε εκείνον που φροντίζει να γίνεται «κάτοπτρο» της Θεότητος και να υψώνει το νου πάνω από τα γήϊνα, τονίζουν ομόφωνα οι Πατέρες.

Η Βιβλική αποκάλυψη δεν καταργεί βέβαια τον ανθρώπινο λόγο, έρχεται όμως «φωτιστικώς» προς τον άνθρωπο, για να ολοκληρώσει «παν νόημα εις υπακοήν Χριστού» (Απ. Παύλος). Γι’ αυτό και κάθε επιστήμη καλείται να «πληρωθεί» νοήματος, μέσω του «ανοίγματός» της προς τον Ενυπόστατο Θείο Λόγο.



Η ανάγνωση των Αγιογραφικών κειμένων περικλείει πάντοτε το ζήτημα της ερμηνείας τους από τον άνθρωπο. Είναι το περίφημο πρόβλημα της υποκειμενικότητας, το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και την υφή της γλώσσας, ως επικοινωνιακού/ συμβολικού μέσου.


Γι’ αυτό και ο ερμηνευτής καλείται, στην περίπτωση της βιβλικής γλώσσας, να περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, με την θεοπρεπή κατανόηση των λεγομένων και την διαυγή «έκθεσή» τους , προς οικοδομήν του λαού του Θεού. Η Θεία πρόνοια βρήκε τον εκλεκτότερο γι’ αυτό το έργο στο πρόσωπο του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος κατείχε στον ύψιστο βαθμό τις γνώσεις της εποχής του, ήταν δηλαδή πανεπιστήμων. Διέθετε , άρα, όλο τον απαραίτητο οπλισμό για να προσπελάσει τα νοήματα του Βιβλίου της Γενέσεως. Αλλά ο Μ.Βασίλειος ήταν και ασκητής, άνθρωπος της Πίστης: Ηταν εκείνος που έθεσε τη Γνώση στην υπηρεσία του Θείου Λόγου, προσπαθώντας να δεί τον κόσμο ως αρμονικό σύνολο που βρίσκεται στα χέρια του Θεού.

Αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν οι σύγχρονοι γνωστικοί, που βλέπουν τα πάντα «κατ’ εικόνα» της δικής τους πνευματικής «έκπτωσης», συσκοτίζουν και διαστρεβλώνουν τον κόσμο και τον καθιστούν αδιαφανή.


Διότι εν τέλει η ανάγνωση της Γενέσεως θέτει πάντοτε ένα a priori σε εκείνον που αποπειράται να προσεγγίσει το Μέγα θαύμα της Δημιουργίας και να εξιχνιάσει το μυστήριο της ύπαρξης και του προορισμού του.


ΚΕΙΜΕΝΟ 1Ο

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4, σελ. 24.


Είναι ο Μωυσής αυτός πού μάς έδωσε το θεμελιακό αυτό σύγγραμμα ( το βιβλίο της Γενέσεως ). Ό Μωυσής, για τον οποίο έχομε τη μαρτυρία ότι έγινε οικείος του Θεού, βρέφος ακόμα της αγκαλιάς. Πού τον έκανε παιδί της η κόρη του Φαραώ, τον μεγάλωσε βασιλικά και έβαλε τους πιο σοφούς δασκάλους της Αιγύπτου να φροντίζουν τη μόρφωση του. Μί­σησε το μεγαλείο της βασιλείας και, επιστρέφοντας στον ταπεινό κόσμο των ομοφύλων του, προτίμησε να ταλαιπωρείται μαζί με το λαό του Θεοί, παρά να έχει μία πρόσκαιρη απόλαυση της α­μαρτίας.

Είναι ο Μωυσής πού είχε από την ίδια τη φύση του την αγάπη για το δίκαιο, και τον βλέπομε, πριν ακόμα του ανατεθεί η αρχηγία του λαού, να πολεμά θανάσιμα τους κακούς από φυσι­κό μίσος κατά της κακίας. Τον έδιωξαν έπειτα αυτόν πού είχε ευεργετήσει και, παραιτώντας με χαρά την αιγυπτιακή βοή και φθάνοντας στην Αιθιοπία, μακριά από όλα τα άλλα, για σαράν­τα ολόκληρα χρόνια επιδόθηκε στη θεωρητική μελέτη των όντων.

Όταν ήταν ογδόντα ετών είδε το Θεό, όπως μπορεί να τον δει ο άνθρωπος ή μάλλον όπως δεν έτυχε σε κανέναν άλλο, κατά την μαρτυρία του ίδιου του Θεού. «Αν παρουσιαστεί ανάμεσα σας προφήτης του Κυρίου θα του φανερωθώ σε όραμα και θα του μιλήσω στον ύπνο. Δεν θα κάνω όπως το δούλο μου το Μωυσή, πού είναι πιστός στο σπίτι μου όλο και πού θα του μιλήσω κατά πρόσωπο και όχι με υπαινιγμούς».


Μιλάει λοιπόν σε μας παίρ­νοντας όσα άκουσε από το Θεό, αυτός πού αξιώθηκε να δει με τα μάτια του το Θεό, ίδια με τους αγγέλους. Ας ακούσομε λοιπόν λόγους της αλήθειας πού διατυπώθηκαν όχι με πειστικά επιχει­ρήματα σοφίας ανθρώπινης, αλλά σαν διδάγματα του Πνεύμα­τος, πού δεν επιζητούν τον έπαινο των ακροατών αλλά τη σωτη­ρία, όσων θέλουν να διδαχθούν απ’ αυτούς.

« Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον Ουρανόν και την Γην». Το θάμπωμα του νου μου καθηλώνει το νου μου, τι να πω πρώτο; Από που να αρχίσω τη διαπραγμάτευση μου; Να ελέγξω τις ματαιολογίες των ειδωλολατρών; Να επαινέσω την αλήθεια τη δική μας;

Πολλές γνώμες διατύπωσαν οι σοφοί των Ελλήνων για τη φύση και ούτε ένας λόγος τους δε στάθηκε σταθερός και ασάλευτος- πάντοτε ο δεύτερος έριχνε τον προηγούμενό του, ώ­στε εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά να τους ελέγξουμε, φθάνουν οι ίδιοι για την αλληλοανατροπή τους. Αυτοί πού αγνόησαν το Θεό, δε δέχτηκαν ότι είχε προϋπάρξει από τη γένεση όλων μία Έλλογη αιτία, παρά ανάλογα με την αρχική τους άγνοια έβγαλαν συμπεράσματα και για τα επόμενα.

Γι' αυτό άλλοι κατέφυ­γαν στις υλικές υποδομές, αποδίδοντας την αιτία του παντός στα στοιχεία του κόσμου, άλλοι φαντάστηκαν ότι τη φύση των πραγμάτων την συγκροτούν άτομα και αδιαίρετα σωμάτια, όγκοι και πόροι, γιατί οι γενέσεις και οι φθορές προκαλούνται άλλοτε από τη συνένωση των αδιαίρετων σωμάτων μεταξύ τους και άλλοτε με τον αποχωρισμό τους. Η ισχυρότερη αλληλοσύνδεση των ατόμων παρέχει την αιτία της διατήρησης των σωμάτων, πού διαρκούν περισσότερο. Αληθινά υφαίνουν ιστό αράχνης, όσοι διατυπώνουν αυτές τις γνώμες και βάζουν ως θεμέλια του ουρανού, της γης και της θάλασσας τέτοιες λεπτές και ανυπόστατες αρχές. Δεν ήξεραν να πουν " εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην " .

Γι' αυτό στη γνώμη τους, ότι τα σύμπαντα είναι ακυβέρνητα και αδιοίκητα και πηγαίνουν όπως τύχει, απατήθη­καν από την αθεΐα πού είχαν μέσα τους. Για να μην πάθουμε κι εμείς το ίδιο, ο συγγραφέας της δημιουργίας του κόσμου ευθύς από τις πρώτες λέξεις καταφώτισε το νου μας, με το όνομα του Θεού . Είπε " εν αρχή εποίησαν ο Θεός " .

Β.

Τι ωραίο πράγμα ή τάξη. Έβαλε πρώτα την αρχή, για να μη νομίσουν μερικοί ότι ο κό­σμος είναι άναρχος. Έπειτα πρόσθεσε το "εποίησεν" για να δείξει , ότι αυτό πού έγινε είναι ένα ελάχιστο μέρος από τη δύναμη του δημιουργού. Όπως ο κεραμέας με τη μία τέχνη, πλάθοντας μύ­ρια σκεύη, ούτε την τέχνη του εξαντλεί ούτε τη δύναμη του έτσι και ο δημιουργός του σύμπαντος τούτου. Η δημιουργική του δύ­ναμη δεν περιορίζεται στα μέτρα ενός μόνον κόσμου αλλά την υ­περβαίνει στο απειροπλάσιο· μ' ένα μόνο νεύμα του θελήματος του έφερε στην ύπαρξη τους πελώριους όγκους πού βλέπομε.


Αν λοιπόν ο κόσμος και αρχή έχει και έχει δημιουργηθεί, εξέτασε ποιος του έδωσε την αρχή και ποιος είναι ο δημιουργός του, ή μάλλον, για να μην απομακρυνθείς σε κάποιο σημείο από την α­λήθεια, εξετάζοντας με τον ανθρώπινο λογισμό σου, πρόλαβε με τη διδασκαλία του να αποθέσει σαν σφραγίδα και φυλαχτό στις ψυχές μας το πολυτιμημένο όνομα του θεού λέγοντας : η απέραντη αγαθότητα, το αγαπημό όλων των λογικών όντων, η πολυπόθητη ωραιότη­τα, η αρχή των όντων, η πηγή της ζωής, το νοερό φως, η απρό­σιτη σοφία, αυτός είναι πού εποίησεν «εν αρχή» τον ουρανόν και την γην.


Μη φαντάζεσαι, λοιπόν, άνθρωπε, ότι όσα βλέπεις δεν έχουν αρχή· κι επειδή τα σώματα πού κινούνται στον ουρανό διαγρά­φουν κυκλικές τροχιές —και μ' £να συνηθισμένο κοίταγμα δεν αντιλαμβανόμαστε εύκολα την αρχή του κύκλου —μη νομίσεις ότι τα σώματα πού κινούνται κυκλικά είναι από τη φύση τους χωρίς αρχή , γιατί ούτε και το γνωστό μας κύκλο, εννοώ το επίπεδο σχήμα πού περικλείεται από μια γραμμή, ούτε κι αυτόν δεν πρέπει να τον θεωρήσομε χωρίς αρχή, επειδή ξεφεύγει την ι­κανότητα της αίσθησης μας και δεν μπορούμε να βρούμε από που άρχισε ούτε που καταλήγει.

Αλλά κι αν ξεφεύγει την αίσθηση μας, στην πραγματικότητα ωστόσο αυτός πού τον σχημάτισε μ' ένα κέντρο και μία ακτίνα, άρχισε από κάποιο σημείο. Έτσι λοι­πόν κι εσύ, επειδή τα σώματα πού κινούνται κυκλικά στρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, μην παρασυρθείς στην πλάνη ότι ο κό­σμος είναι άναρχος και ατελεύτητος, από το ότι ή κίνηση τους εί­ναι ομαλή και τίποτα δεν την διακόπτει με την παρεμβολή του. «Παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» και « Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται » .

Αποτελούν προεξαγγελία της διδα­σκαλίας για τη συντέλεια και τη μετατροπή του κόσμου, όσα με συντομία παραδίδονται κατά τη στοιχειώδη έκθεση της θεόπνευστης διδασκαλίας «Έν αρχή εποίησεν ό Θεός».

Όσα άρχισαν από κάποιο σημείο του χρόνου είναι ανάγκη και να τελειώσουν σε άλλο σημείο. Αν έχουν χρονική αρχή, μην αμφιβάλεις για το τέλος τους. Τι νόημα έχουν οι γεωμετρίες και οι μέθοδοι των μαθηματικών και οι στερεομετρίες και η πολυθρύλητη αστρονο­μία, όλη η πολυάσχολη ματαιότητα, αν όσοι ασχολούνται με ζή­λο με αυτά έκαναν τη σκέψη, ότι ο κόσμος πού βλέπομε είναι συναίτιος με τον κτίστη των όλων Θεό, εξισώνοντας στο μεγαλείο τον περιορισμένο και με υλικό σώμα κόσμο με την απεριόριστη και αόρατη φύση;

Και δεν μπόρεσαν να σκεφτούν ούτε τόσο λίγο ότι, αυτό πού τα μέρη του δέχονται φθορές και αλλοιώσεις, είναι ανάγκη και στο όλον του να υποστεί τα ίδια παθήματα , όπως και τα μέρη του. Αλλά τόσο πολύ «εματαιώθησαν τοις διαλογισμοίς αυτών και εσκοτίσθη ή ασύνετος αυτών καρδία και φάσκοντες είναι σοφοί έμωράνθησαν», ώστε άλλοι δογμάτισαν ότι ο κόσμος συνυπάρχει από πάντοτε με το Θεό και άλλοι ότι ο ίδιος ο κόσμος είναι ο χωρίς αρχή και χωρίς τέλος Θεός και ο αί­τιος της επιμέρους οικονομίας.


Ασφαλώς ή περίσσεια της κοσμικής σοφίας τους θα προκαλέ­σει κάποτε προσθήκη στη βαριά καταδίκη τους, γιατί είχαν τόση οξυδέρκεια για τα μάταια πράγματα κι ωστόσο αποτυφλώθηκαν θεληματικά σχετικά με την κατανόηση της αλήθειας. Αυτοί όμως πού μετρούν τις αποστάσεις των άστρων ( και καταγράφουν τα αειφανή και βορινά και πόσα βρίσκονται στο νότιο πόλο και φαίνονται στους εκεί, ενώ σ' εμάς είναι άγνωστα, κι αυτοί που διαιρούν σε μύρια διαστήματα το βόρειο πλάτος και τον κύκλο των ζωδίων και κράτησαν με ακρίβεια τις επαναφορές των άστρων, τα σημεία ακινησίας, τις αποκλίσεις και την κίνηση όλων προς τα προηγούμενα και σε πόσο χρόνο καθένας από τους πλα­νήτες συμπληρώνει την τροχιά του ), μία μέθοδο ανάμεσα σε όλες δεν μπόρεσαν να βρουν, για να αντιληφθούν το Θεό ως δημιουρ­γό του κόσμου και κριτή δίκαιο πού ενεργεί την ανταπόδοση την αντάξια στο βίο καθενός.

Ούτε με το λόγο για την κρίση μπόρεσαν να συλλάβουν την επακόλουθη έννοια της συντέλειας, ότι είναι ανάγκη να μεταποιηθεί ο κόσμος, αν πρόκειται να μεταβλη­θεί σε άλλο είδος ζωής η κατάσταση των ψυχών.

Όπως δηλαδή η ζωή αυτή έχει ανάλογή της τη φύση του κόσμου τούτου, έτσι και η μελλοντική ζωή των ψυχών μας θα δεχτεί κληρονομιά , πού θα αντιστοιχεί στην κατάστασή της. Αυτοί όμως απέχουν τόσο πολύ από το να τα προσέχουν αυτά ως αληθινά, ώστε αφήνουν να ξεσπάσει εις βάρος μας πλατύ γέλιο, όταν τους μιλούμε για την παλιγγενεσία της ζωής. Επειδή όμως από τη φύση της η αρχή προτάσσεται όσων αρχίζουν από αυτήν, αφού μιλάει για όσα έχουν την ύπαρξη τους από ένα χρονικό σημείο, κατ' ανάγκη προτάσσει σε όλα αυτά την α­ναφώνηση λέγοντας «εν αρχή εποίησεν».

Γ.

Όπως φαίνεται, υπήρχε κάτι πριν από αυτόν τον κόσμο, πού ή διάνοια μας μπορεί να το συλλάβει θεωρητικά, έμεινε όμως έξω από αυτή την εξιστόρηση, επειδή ήταν ακατάλληλο για αν­θρώπους πού μαθήτευαν ακόμα και ήταν νήπιοι στη γνώση. Υ­πήρχε μία κατάσταση αρχαιότερη από τη γένεση του κόσμου, αρμόδια στις υπερκόσμιες δυνάμεις, η κατάσταση η πάνω από το χρόνο, ή αιώνια, ή παντοτινή. Και μέσα σ' αυτήν ο κτίστης και δημιουργός όλων έπλασε τα δημιουργήματα του, το νοητό φως πού αρμόζει στη μακαριότητα όσων αγαπούν τον Κύριο, τις λο­γικές και αόρατες φύσεις και όλη την αρμονική διάταξη των νοη­τών, όσα ξεπερνούν τη διάνοια μας και πού ούτε τα ονόματά τους δεν είναι δυνατόν να βρούμε.

Αυτά συμπληρώνουν την ου­σία του αόρατου κόσμου, όπως μας διδάσκει ο Παύλος, λέγοντας ότι " διαμέσου αυτού δημιουργήθηκαν τα πάντα είτε ορατά εί­τε αόρατα είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχές είτε εξουσίες είτε δυνάμεις είτε στρατιές αγγέλων είτε αρχηγίες των αρχαγ­γέλων " . Όταν ήρθε λοιπόν η ώρα να μπει και ο κόσμος τούτος στον κύκλο των όντων, πρώτα σχολείο και παιδευτήριο των αν­θρώπινων ψυχών, έπειτα όμως κατάλληλη κατοικία όλων γενι­κά, όσα βρίσκονται μέσα στη γένεση και τη φθορά, τότε πια μπή­κε υπόβαθρο στον κόσμο, στα ζώα και τα φυτά πού υπάρχουν μέσα του , της ίδιας φύσης με αυτά, η ροή του χρόνου, πού πάντοτε βιάζεται, κυλά και φεύγει και ποτέ δεν παύει το τρέξιμο του.


Η μήπως δεν είναι έτσι ο χρόνος; Το παρελθόν εξαφανί­στηκε, το μέλλον δεν ήρθε ακόμα και το παρόν προτού το καταλάβομε ξεφεύγει από την αντίληψη μας. "Έτσι είναι και ή φύση όσων γίνονται : τη βλέπεις ή να αυξάνει ή να φθίνει και δεν έχει που να δεις το σταθερό και το μόνιμο. Χρειαζόταν λοιπόν στα σώματα των ζώων και των φυτών, που είναι από κάποια ανάγκη έτσι κάπως δεμένα μ' ενα ρεύμα και που συνέχονται από την κί­νηση πού οδηγεί στη γένεση ή τη φθορά, να περιέχονται από τη φύση του χρόνου, που έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα ανάλογα με τα μεταβαλλόμενα.

Από εδώ ξεκινώντας ο σοφός δάσκαλος της δημιουργίας του κόσμου έβαλε πολύ ταιριαστά στο λόγο του γι αυτήν αρχίζοντας τη φράση «εν αρχή εποίησεν». Θέλει να πει, αυτή την αρχή, τη χρονική. Δε μαρτυρεί βέβαια ότι τους ξεπερνά όλους, όσοι έχουν γίνει στα πρεσβεία της γένεσης και γι' αυτό λέει ότι έγινε στην αρχή· αλλά διηγείται την αρχή της ύπαρξης, τούτων των ορατών και των αισθητών μετά τα αόρατα και νου τα. Αρχή λέγεται και ή πρώτη κίνηση, πως « Αρχή οδού αγαθής το ποιείν δίκαια».

Γιατί καταρχήν από τις δίκαιες πράξεις ξεκινούμε προς το μακάριο βίο. Αρχή λέγεται κι από ποιό γίνεται κάτι, από το άλλο δηλαδή πού υπάρχει σε αυτό, όπως ή θεμελιόπετρα για το σπίτι και ή καρίνα για το πλοίο και σύμφωνα με αυτό έχει λεχθεί « Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου». Γιατί ή ευλάβεια είναι κρηπίδα αλλά και βάθρο προς τελείωση. Η τέχνη πάλι λέγεται αρχή των τεχνικών έργων, όπως η σοφία του Βεσελεήλ είναι η τέχνη της διακόσμησης της σκηνής. Η αρχή των πράξεων γίνεται πολλές φορές και το ωφέλιμο τέλος όσων γίνον­ται. "Όπως αρχή της ελεημοσύνης είναι να γίνεται δεκτή από το Θεό, έτσι και σύνολης της ενάρετης δράσης ο σκοπός πού υπάρχει στις επαγγελίες.



ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ


Ο Μ.Βασίλειος ερμηνεύοντας τη φράση «η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος» βρίσκει την ευκαιρία να πολεμήσει τη «δυαρχία», η οποία ως γνωστόν οδήγησε στις τερατώδεις αντιλήψεις των διαφόρων αιρετικών ομάδων.

Η ύλη κατάγεται «Εκ του μηδενός» κατά τον Αγιο και δεν είναι συναϊδια και συνάναρχη με το Θεό. Ο Δημιουργός δεν παρέλαβε έτοιμη κάποια ύλη, την οποία εμορφοποίησε, όπως κάνουν οι διάφοροι τεχνίτες, οι οποίοι παραλαμβάνουν «έτοιμο» το υλικό τους, προκειμένου να φτιάξουν ένα αντικείμενο.

Οι γνωστικοί της εποχής του Μ.Βασιλείου, ισχυρίζονταν πως η φράση «η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος», υπονοεί την προϋπάρχουσα ύλη. Το ότι αυτή η εξήγηση δεν συμφωνεί με το πνεύμα της βιβλικής αφήγησης, μας δίνει να το καταλάβουμε ο άγιος, εισηγούμενος τις εξής προτάσεις (αληθείς και θεόπνευστες ερμηνείες):

Πρώτον: η φράση δηλώνει πως, επειδή δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί ο άνθρωπος δεν υπήρχε ακόμη «θέαση» της γης. Δεύτερον: η γη ήταν αόρατη, διότι καλυπτόταν ακόμη από τα νερά. Τρίτον: η έλλειψη του ηλιακού φωτός έκανε την επιφάνεια της γης σκοτεινή.


Ο καθηγητής Μιχ. Δερμιτζάκης στο βιβλίο του «Γεωολογικές προσεγγίσεις στην Εξαήμερο» (Εκδ. Αρμός) επισημαίνει πως «είναι πολύ χαρακτηριστική αυτή η ερμηνεία, γιατί επιδιώκει (ο Μεγ.Βασίλειος) να καταστήσει εμφανές, ότι το Σύμπαν και η γη δεν έχουν πλέον σχέση με δαιμονικές και σκοτεινές αρχές». (σελ.52).

Η δυαρχία αποτελεί διαστρέβλωση της ορθής κατανόησης της Δημιουργίας , αλλά και του ενυπάρχοντος σ΄ αυτήν κακού. Ως θεωρητικό σύστημα μάλιστα η δυαρχία αρκετά συχνά δικαιολογούσε την πλήρη εξαχρείωση των ηθών (σε κάποιες αιρέσεις Γνωστικού περιεχομένου), αφού τάχα με αυτόν τον τρόπο γινόταν απαλλαγή «από τα δεσμά της ύλης».

Όταν η ύλη θεωρείται κακό «αυτή καθ’ εαυτήν», τότε δικαιολογούνται φιλοσοφίες και κοσμο-αντιλήψεις που βλέπουν την απαλλαγή από το σώμα και τις συνθήκες της εγκόσμιας ζωής ως λύτρωση, στρεβλώνοντας εν προκειμένω το αληθές νόημα της «εν Χριστώ» απολυτρώσεως και της εσχατολογικής ελπίδος. Διότι η λύτρωση δεν είναι η απαλλαγή από το σώμα ή τα δεσμά της ύλης , αλλά η ολοκληρωτική μεταμόρφωση του κόσμου, η αφθαρτοποίηση της ύλης και αυτό συνιστά βασικό όρο της πίστεώς μας.

Ο Θεός πρόκειται να ανακαινίσει την κτίση, που τώρα στενάζει και περιμένει την απολύτρωση από τη φθορά, κατά την θεόπνευστη διδασκαλία του απ.Παύλου. Πηγή του κακού για την ορθοδοξία δεν είναι η ύλη. Πηγή του κακού είναι η ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου. Το κακό μπαίνει «μέσα» στη Δημιουργία σαν παράσιτο και μόνο η «εν μετανοία» επιστροφή στο θεό μπορεί να το αφανίσει. Όπως δια του Ανθρώπου-Αδάμ ήλθε το κακό στον κόσμο, έτσι πάλι δια της συνδέσεως του ανθρώπου μετά του Δημιουργού του, μπορεί να αναιρεθεί.

Η δυαρχία αποτελεί σοβαρή παρέκκλιση από την ορθή κατανόηση της Δημιουργίας, η οποία πρώτιστα είναι δώρο του θεού προς τον άνθρωπο και αφορμή γνωριμίας με τον Δημιουργό του, μέσα σε κλίμα ευχαριστίας. Γι’ αυτό και κατά τον απόστολο Παύλο «παν κτίσμα θεού καλόν, λαμβανόμενον μετ’ ευχαριστίας». Μέσα σε τούτη τη φράση ίσως να περικλείεται και η ολοκληρωτική αναίρεση κάθε αρνητικής στάσης απέναντι στην κτίση, αφού καταφάσκεται «εν συνόλω» το θεϊκό έργο.

Το πρόβλημα της πηγής του κακού απασχόλησε επίμονα την πατερική σκέψη, η οποία για να αποκλείσει κάθε υπόνοια υπάρξεως δυο αρχών στον κόσμο, τόνισε αφ’ ενός με την προέλευση παντός αγαθού από τον εν Τριάδι Θεό, αφ’ ετέρου δε βεβαίωσε την προέλευση του κακού ως συνέπεια «έκπτωσης» από την ένθεη ζωή και το είδε ως παράσιτο που μπαίνει εκ των υστέρων μέσα στη Δημιουργία, χωρίς να έχει οντολογική υπόσταση.


Και αυτή η λύση του προβλήματος από τους Αγίους Πατέρες αποτελεί διασάφηση της Αποκαλύψεως και όχι σόφισμα, που προσπαθεί να συγκαλύψει διάφορες θεολογικές θεωρίες. . Γι’ αυτό και η διδασκαλία τους έχει το κύρος της θεοπνευστίας που μπορεί να μας φωτίζει επαρκώς, πάνω στο σημαντικό αυτό ερώτημα της ύπαρξής μας. Γιατί το κακό μόνο «ενώ πίστει» δύναται να ερμηνευθεί και να υπομνημαστιστεί.


ΚΕΙΜΕΝΟ 2Ο

Η " ΚΑΛΗ ΛΙΑΝ " ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ (αναίρεση της δυαρχίας )

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »
ΕΡΓΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4, σελ. 64.
Κάτι μικρές λέξεις μας απασχόλησαν το πρωί και βρήκαμε κρυμμένο σε αυτές τόσο βαθύ νόημα, ώστε να απελπιζόμαστε ο­λότελα για τις επόμενες. Γιατί αν έχουν τέτοια προαύλια τα άγια των αγίων και τα προαύλια του ναού είναι τόσο σεβάσμια και τό­σο μεγαλόπρεπα ( και περιλάμπουν σαν αστραπές τα μάτια το νου μας με την ασύγκριτη ομορφιά τους ) , πώς θα είναι τα ίδια τα Άγια και ποιος είναι ο τολμηρός, πού θα εισέλθει σε αυτά; ή ποιος θα αντικρίσει τα απόρρητα; Γιατί και το θέαμά τους είναι απρο­σέγγιστο και το νόημα όσων εξηγήσαμε ολότελα δυσκολοεξήγητο.
Ας μη διστάσομε όμως στην έρευνά μας, γιατί και μόνο πού προτιμήσαμε τα ορθά, μας έχει ορίσει ο δίκαιος κριτής όχι ευκα­ταφρόνητες αμοιβές. Γιατί παρόλο πού μας λείπει η αξία, αν δεν απομακρυνθούμε από το σκοπό της Γραφής, με τη βοήθεια του πνεύματος, δε θα κρίνουμε ολότελα για πέταμα και με τη συνδρο­μή της χάρης θα προσφέρομε μικρή βοήθεια στην οικοδομή της Εκκλησίας του Θεού .


« Η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος» γράφει. Αφού και τα δύο είχαν δημιουργηθεί ισότιμα, ο ουρανός και η γη, πώς ο ουρανός είχε ολοκληρωθεί, ενώ ή γη ήταν ακόμα ατελείωτη και ανολοκλήρωτη; Η, μάλλον, κατά τι η γη ήταν ατελείωτη; Και για ποιο λόγο ήταν αόρατη;

Τέλεια κατασκευή της γης είναι βέβαια ο πλούτος πού προσφέρει, τα κάθε λογής φυτά που φυτρώνουν, τα δέντρα πού ανεβαίνουν πα­νύψηλα καρποφόρα ή άκαρπα, τα χρώματα και οι μοσχοβολιές των λουλουδιών και όσα πρόκειται σε λίγο, με πρόσταγμα του Θεού, να φυτρώσουν και να καταστολίσουν τη γη πού τα γέννησε. Από αυτά δεν υπήρχε τίποτα ακόμα, και γι' αυτό εύλογα ο­νομάστηκε ακατασκεύαστη.

Τα ίδια μπορούμε να πούμε και για τον ουρανό. Ότι δεν είχε τελειοποιηθεί ακόμα ούτε αυτός, κι ούτε είχε πάρει την ομορφιά του, αφού δεν τον φώτιζαν ακόμα ούτε ή σελήνη, ούτε ο ήλιος, ούτε τον στεφάνωναν οι χοροί των άστρων. Αυτά δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα. Ώστε δε θα α­στοχήσεις την αλήθεια, αν πεις ακατασκεύαστο και τον ουρανό.

Αόρατη πάλι ονόμασε τη γη για δύο λόγους, ή επειδή δεν υπήρχε ακόμα ο άνθρωπος να τη δει ή επειδή ήταν κάτω από τα νερά πού σκέπαζαν την επιφάνεια της κι ήταν αδύνατον να φανεί. Βλέ­πετε δεν είχαν ακόμα συναχθεί τα νερά στις κοίτες τους, όπου αργότερα τα συγκέντρωσε ο Θεός και τις ονόμασε θάλασσες.

Ποιο είναι λοιπόν αόρατο; Αυτό πρώτα πού η φύση του δεν επι­τρέπει να το δουν σωματικά μάτια, όπως ο ανθρώπινος νους· κι έπειτα αυτό πού ενώ είναι ορατό από τη φύση του, μπαίνει μπρο­στά του κάποιο σώμα και το κρύβει, όπως το σίδερο στο βυθό. Με αυτό το νόημα νομίζω ότι χαρακτηρίστηκε αόρατη η γη, πού τη σκέπαζε το νερό.



Κι έπειτα, επειδή και το φως δεν είχε γίνει ακόμα, δεν ήταν καθόλου παράδοξο η γη, πού ήταν μέσα στο σκοτάδι, αφού ο πάνω από αυτήν αέρας ήταν αφώτιστος, να ονομαστεί από τη Γραφή αόρατη και από αυτή την άποψη.

Β.

Οι παραχαράκτες όμως της αλήθειας, πού δε συνήθισαν τη σκέψη τους να πειθαρχεί στη Γραφή, αλλά διαστρέφουν το νόη­μα των Γραφών σύμφωνα με το θέλημά τους, λένε ότι με τις λέ­ξεις αυτές υπονοείται ή ύλη. Αυτή, υποστηρίζουν ότι είναι και α­όρατη από τη φύση της και ακατασκεύαστη, αφού δεν έχει ιδιό­τητες κατά την ουσία της και είναι ολότελα χωρίς μορφή και χω­ρίς σχήμα· αυτήν την πήρε ο τεχνίτης, της έδωσε μορφή με τη σοφία του, της έδωσε τάξη, και με αυτήν δημιούργησε όσα βλέ­πομε.

Αν όμως ή ύλη δεν έχει δημιουργηθεί, πρώτα-πρώτα θα ήταν ισότιμη με το Θεό και δε θα διέφεραν στα πρεσβεία. Τι θα ήταν μεγαλύτερη ασέβεια από αυτό; Να κρίνομε δηλαδή άξια για την ίδια πρώτη θέση πλάι στο σοφό και ισχυρό και πάγκαλο δημιουργό και πλάστη των όλων, αυτή τη χωρίς ιδιότητες ύλη, τη δίχως μορφή, την έσχατη ασχήμια, το αίσχος πού δε συμμορ­φώνεται (χρησιμοποιώ τους δικούς τους χαρακτηρισμούς).

Έπειτα, αν ή ύλη είναι τόση, ώστε να δέχεται όλη τη γνώση τού Θεού, αντιπαρατάσσουν κατά κάποιο τρόπο την υπόστασή της στην ανεξιχνίαστη δύναμη του Θεού , αφού μπορεί με τον εαυτό της να δώσει το μέτρο ολόκληρης της σοφίας του θεού.

Και αν η ύλη είναι λιγότερη από την ενέργεια του Θεού , και έτσι ο λόγος τους θα καταλήξει σε ακόμα χειρότερη βλασφημία, αφού δεσμεύουν το Θεό να μην μπορεί να πράξει και να ενεργή­σει τα έργα του από έλλειψη ύλης.

Αλλά τους εξαπάτησε η φτώ­χεια πού συνοδεύει τους ανθρώπους. Και επειδή σε εμάς κάθε μία τέχνη ασχολείται αποκλειστικά με κάποια συγκεκριμένη ύλη, η χαλκευτική λ.χ. με το σίδερο και η τεκτονική με τα ξύλα, ( και σ' αυτά είναι κάτι άλλο το υλικό της τέχνης, άλλο η μορφή και άλλο αυτό πού ολοκληρώνεται από τη μορφή και η ύλη πα­ραλαμβάνεται απ’ έξω, ενώ ή μορφή εφαρμόζεται από την τέ­χνη, και το αποτέλεσμα είναι ή σύνθεση και των δύο ) σκέφτονται όμοια και για τη θεία δημιουργία· ότι το σχήμα του κόσμου έχει δοθεί από .τη σοφία του πλάστη των όλων, ενώ η ύλη δόθηκε στον πλάστη απ’ έξω· έτσι ο κόσμος έγινε σύνθετος κι έχει πάρει από αλλού την ύλη , πού τον πραγματώνει, ενώ έχει προσλάβει το σχήμα και τη μορφή από το Θεό.


Από εδώ ξεκίνησαν και αρνούνται ότι ο μεγάλος Θεός είναι ο τεχνίτης πού κατασκεύασε τα όντα, αλλά σαν κάποιος πού παίρνει μέρος σε ένα έρανο συνεισέ­φερε ο ίδιος ασήμαντο μερίδιο στη δημιουργία των όντων. Δεν μπόρεσαν να ατενίσουν το ύψος της αλήθειας λόγω των ταπει­νών λογισμών τους.

Οι τέχνες δηλαδή έρχονται έπειτα από τις ύλες και μπήκαν στη ζωή επειδή το απαιτούσαν οι ανάγκες της ζωής, το μαλλί λ.χ. προϋπήρχε, η υφαντική ήρθε αργότερα για να υπηρετήσει και να αναπληρώσει την έκλειψη της φύσης. Επί­σης υπήρχε το ξύλο, το πήρε όμως ή ξυλουργική και διαμόρ­φωσε το υλικό αυτό ανάλογα με τη χρήση πού ήθελαν οι άνθρωποι. Έτσι μας έδειξαν το σκότος σαν δύναμη κακή, ή μάλλον σαν το ίδιο το κακό, πού έχει την αρχή του από τον εαυτό του και είναι αντίθετο κι εχθρι­κό στην αγαθότητα του Θεού.

Αν ο Θεός είναι φως, είναι φανε­ρό ότι η δύναμη πού τον πολεμά θα είναι το σκότος, υποστηρί­ζουν, κατά λογική ακολουθία. Σκότος πού δεν πήρε την ύπαρξή του από κάποιο άλλο, αλλά είναι κακό αυτογέννητο. Σκότος πού πολεμά τις ψυχές, πού προκαλεί το θάνατο κι εναντιώνεται στην αρετή και ξεγελιούνται νομίζοντας ότι τα ίδια τα λόγια του προφήτη φανερώνουν ότι αυτό και δική του υπόσταση έχει και δεν έχει γίνει από το Θεό.


Ποια ύπουλη και άθεη δοξασία δεν πλάστηκε από την άποψη αυτή; Και ποιας λογής λύκοι βαρείς , πού διασπούν το κοπάδι του θεού ξεκινώντας από αυτή τη μικρή φράση δε θρονιάστηκαν πάνω στις ψυχές; Από εδώ δε βγήκαν οι Μαρκίωνες, οι Ουαλεντίνοι; Δε βγήκε ή σιχαμερή αίρεση των Μανιχαίων, πού δε θα αστοχήσεις να την πεις σαπίλα της εκκλησίας;

Γιατί άνθρωπε τρέχεις μακριά από την αλήθεια, εφευ­ρίσκοντας για τον εαυτό σου αφορμές για απώλεια; Ό λόγος εί­ναι απλός και εύκολος να τον εννοήσουν όλοι. « Ή γη ήταν αό­ρατη» , μάς λέει... και ή αιτία; επειδή σκέπαζε την επιφάνειά της άβυσσος· και το νόημα της αβύσσου; νερό πολύ, πού ήταν δύσκο­λο να φτάσει κανείς το προς τα κάτω όριό του. Γνωρίζομε ότι πολλά σώματα ξεχωρίζουν πολλές φορές και μάλιστα μέσα σε νερό λεπτό και διαυγές. Πώς λοιπόν δε φαινόταν κανένα μέρος της γης μέσα στα νερά; Επειδή ο αέρας πού ήταν απλωμένος πάνω από τα νερά ήταν αφώτιστος και σκοτεινός και βέβαια το φως του ήλιου, περνώντας ανάμεσα από τα νερά, δείχνει πολλές φορές τα βότσαλα του βυθού· μέσα στη βαθιά όμως νύχτα με κα­νένα τρόπο δεν θα μπορέσει να δει κανείς ό,τι είναι κάτω από το νερό.

Ώστε το ότι η γη είναι αόρατη δηλώνεται στη φράση πού ακολουθεί, ότι αυτό πού τη σκέπαζε ήταν άβυσσος και μάλιστα σκοτεινή. Ούτε λοιπόν η άβυσσος είναι πλήθος δυνάμεις πού αλληλομαχούν, όπως φαντάστηκαν μερικοί, ούτε το σκότος είναι μία αρχική δύναμη του κακού πού αντιστρατεύεται στο αγαθό. Γιατί δύο ισοδύναμα εχθρικά στοιχεία, θα υπονομεύουν οπωσ­δήποτε τη σύσταση το ένα του άλλου και μπλεγμένα σε πόλεμο, θα έχουν αδιάκοπα και θα παρέχουν συνεχώς προβλήματα το ένα στο άλλο.

Κι αν το ένα από τα αντίπαλα στοιχεία είναι πιο δυνατό από το άλλο, θα εκμηδενίσει οπωσδήποτε το ηττημένο, ώστε, αν χαρακτηρίζουν την εναντίωση του κακού ισόρροπη προς το αγαθό, υιοθετούν ένα ασταμάτητο πόλεμο και μία αδιάκοπη φθορά, αφού το ένα τώρα θα νικά κι έπειτα θα είναι ηττη­μένο. Και αν υπερέχει στη δύναμη το αγαθό, για ποιο λόγο δεν έχει ξεριζωθεί ολότελα ή φύση του κακού ; Αν όμως, αλλά αυ­τό δεν επιτρέπεται να το ξεστομίσω... Θαυμάζω πώς δεν αρνούνται τον εαυτό τους πού γλιστρούν σε τέτοιες ανεπίτρεπτες βλασφημίες. Ούτε όμως είναι ευσέβεια να λέμε έτι το κακό έγινε από το Θεό, επειδή κανένα από τα αντίθετα δεν γίνεται από το αντίθετο. Ούτε βέβαια η ζωή γεννά θάνατο, ούτε το σκοτάδι εί­ναι αρχή του φωτός, ούτε η ασθένεια δημιουργεί υγεία· οι μετα­βολές των αντίθετων στα αντίθετά τους γίνονται στις μεταπτώ­σεις των ψυχικών διαθέσεων, στις δημιουργίες όμως καθένα από όσα γίνονται προέρχεται από τα όμοιά του.

Αν λοιπόν, λέει, το κακό ούτε αγέννητο είναι, ούτε έχει γίνει από το Θεό, από που έχει φυτρώσει; Γιατί κανένας άνθρωπος δε θα αρνηθεί ότι τα κα­κά υπάρχουν. Τι θα απαντήσουμε λοιπόν; Ότι το κακό δεν εί­ναι ύπαρξη πού έχει ζωή και ψυχή, αλλά μία διάθεση της ψυχής μας αντίθετη στην αρετή, πού δημιουργείται στους αφελείς, μετά τη πτώση τους από το καλό.



«ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ»


Κάθε σοβαρός και έντιμος επιστήμονας είναι αδύνατον να μη νοιώσει θαυμασμό και απορία (στη φιλοσοφική της έννοια) μπροστά στο γεγονός της τάξης και της αρμονίας που διέπει το σύμπαν, καθώς και μπροστά στους νόμους που το διοικούν. «Τα έργα του θεού αξίζει να τα μελετούμε», έλεγε ο Einstein.


Ο Μ.Βασίλειος, αναλύοντας την φύση του φωτός, εντρυφά συγχρόνως στο θαύμα της Δημιουργίας, δείχνοντας πόσο έντονα τον απασχολούσε η σύσταση και η λειτουργία του κόσμου. Αιώνες πριν η φυσική επιστήμη ανεύρει το φωτόνιο, ο Αγιος Πατήρ διακρίνει τη φύση του φωτός από το σκοτεινό σώμα- τον ήλιο. Σήμερα μάλιστα η επιστήμη δέχεται την παρουσία του φωτός και συγκεκριμένα ακτινοβολίας, χωρίς να έχουμε φωτεινούς αστέρες.


Ας παραθέσουμε, όμως την προφητική του ερμηνεία, εξ απόψεως επιστήμης, όπως την «καταθέτει» στην εξαήμερο: «Εστι δε ουδέν μαχόμενον τούτο τοις περί φωτός ειρημένοις. Τότε μεν γαρ αυτή του φωτός η φύσις παρήχθη, νυν δε το ηλιακόν τούτο σώμα, όχημα τω πρωτογόνω εκείνω φωτί κατεσκεύασται».


Το έτος 1965 οι Arno Penzias και Robert Wilson ανεκάλυψαν την ακτινοβολία μικροκυμάτων. Ο καθηγητής Γ.Κοντόπουλος παρατηρεί τα εξής: « η μόνη πειστική εξήγηση αυτής της ακτινοβολίας είναι, ότι προέρχεται από τα φωτόνια που γέμιζαν το σύμπαν, κατά την «εποχή της ακτινοβολίας», στα πρώτα στάδια της διαστολής του».

Και συνεχίζει με τα παρακάτω εξόχως διαφωτιστικά συμπεράσματα: «Καθώς το Σύμπαν διαστέλλεται, το μήκος κύματος των φωτονίων διαστέλλεται με τον ίδιο ρυθμό, όπως και οι αποστάσεις των Γαλαξιών και επομένως ελαττώνεται αντίστοιχα η συχνότητα και η ενέργειά τους. Η θερμοκρασία, που αντιστοιχεί στα φωτόνια, ελαττώνεται και αυτή με τον ίδιο ρυθμό και με αυτό τον τρόπο φτάνουμε στη σημερινή κατανομή των φωτονίων της ακτινοβολίας μικροκυμάτων που αντιστοιχεί περίπου σε 3 βαθμούς Kelvin». (Γ.Κοντοπούλου: Η ΔΟΜΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ εκδ.Β’ ΑΘΗΝΑ 1984).


Η ακτινοβολία μικροκυμάτων των 3 βαθμών Kelvin «είναι πράγματι η ηχώ της Δημιουργίας, ένα απομεινάρι της Μεγάλης Εκρήξεως, που μπορούμε να το φτάσουμε και να το αγγίξουμε με τα όργανά μας». Έτσι η ερώτηση «από πού προερχόμαστε» μετακινήθηκε στην εποχή μας από το βασίλειο της φιλοσοφίας στο Βασίλειο της Επιστήμης. Και πράγματι δεν θα παύσουμε να επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά τη βιβλική ρήση: «Κύριος έδωκεν ανθρώποις επιστήμην, ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού».


Η δημιουργία του φωτός και η εναλλαγή του με το σκότος ορίζει τα χρονικά διαστήματα ημέρα, εβδομάδα, έτος, αιών. Η μέτρηση του χρόνου καθορίζεται από τους φυσικούς «κύκλους», οι οποίοι ετέθησαν σε λειτουργία με το δημιουργικό «πρόσταγμα» του Θεού. Ο χρόνος και ο χώρος είναι ένα «μυστήριο» που απασχολεί και τη σύγχρονη επιστήμη, η οποία διατυπώνει «υποθέσεις» για να το εξιχνιάσει.

Κατά τη Βίβλο, κόσμος και χρόνος άρχισαν ταυτόχρονα να υπάρχουν και αυτό αποτελεί βασική αρχή της Αγιογραφικής Αποκάλυψης και της πατερικής σκέψης. Η ημέρα μπορεί να σημαίνει και ένα διάστημα χρόνου αρκετά μεγάλο: "Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου ως η ημέρα η χθές, ήτις παρήλθε."

Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει χαρακτηριστικά «καν ημέραν είπης, καν αιώνα, την αυτήν ερείς έννοιαν». Ο Αγιος Πατήρ, όμως, δεν προσπαθεί να χρονολογήσει την ηλικία της γης, αφού γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο ξεφεύγει από το σκοπό των ομιλιών του στη Γένεση. Ο καθηγητής Μ. Χ. Δερμιτζάκης αναφέρει μάλιστα πως ο Βασίλειος «δεν προσπάθησε να κάνει, ότι έκανε ο Αρχιεπίσκοπος Ιρλανδίας James Yssher, ο οποίος καθώρισε σαν χρονιά δημιουργίας της γης το 4004 π.Χ. όπως έγραφε, με βάση τη βιβλική χρονολόγηση». (Μ.Δερμιτζάκης, Γεωολογικές Προσεγγίσεις στην εξαήμερο).

Η βιβλική έννοια της ημέρας (και συνεπώς της ολοκλήρωσης της Δημιουργίας σε 6 ημέρες) υπήρξε και υπάρχει «σημείο αντιλεγόμενο» και αφορμή επικρίσεων εκ μέρους της «επιστημοσύνης», για αφελή-μυθική δήθεν αφήγηση κοσμο-γονίας. Για το λόγο αυτό χρειάζεται να επιμείνουμε στον ανθρωπομορφικό χαρακτήρα της αποκαλύψεως αφ’ ενός, και στους περιορισμούς της γλώσσας (και της νόησης) αφ’ ετέρου, ώστε να έχουμε σαφή διάκριση της επιστημονικής εννοιολογικής γλώσσας από την προφητική «ενορατική σύλληψη» του θεού και του κόσμου.

Πρόκειται για διαφορά «ποιοτική», η οποία χρήζει εμβαθύνσεως, διότι μόνον τότε έχει κανείς επίγνωση των διαφόρων τρόπων εκφράσεως και μπορεί να υπερ- βαίνει το πλαστό δίλημμα: θρησκεία η επιστήμη;


Σε κάθε περίπτωση έχομε διαφορετική αφήγηση ( κατά την μετα-μοντέρνα φιλοσοφία ). Ετσι ο άνθρωπος της πίστης οφείλει να γνωρίζει το εξής : «Ο Αποκαλυπτικός- βιβλικός λόγος έχει σωτηριολογική υφή και δεν συνιστά απλά μια «γνωσιολογική έρευνα» του κόσμου ή του ανθρώπου.


Πρώτιστα, αυτός ο λόγος καλεί σε αναγνώριση του όντως θεού- Δημιουργού ως κύριου και προνοητή του παντός (ακόμα και οι εκφράσεις Κύριος- Προνοητής έχουν συμβολικό χαρακτήρα, μιλάνε για το Θεό με εικόνες του κοινωνικού μου περίγυρου). Ο Αγιογραφικός λόγος δεν υπεισέρχεται σε «νοητικές» διεργασίες. Καλεί τον άνθρωπο να μην σέβεται τη φύση ως θεό, αλλά δι’ αυτής να ανάγεται στο Δημιουργό. Το δόγμα της Ορθοδοξίας κινείται σ’ αυτή τη σταθερή γραμμή Δημιουργία-Πτώση-Απολύτρωση και αυτή η σταθερή γραμμή (το Πιστεύω μας δηλαδή) συνιστά αποκεκαλυμένη αλήθεια και όχι εφεύρεση του νου μας.

Το βασικό ερώτημα του «γνωστικού» ανθρώπου μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Υπάρχουν Λογικές εξηγήσεις, όσον αφορά το Ορθόδοξο Δόγμα, το οποίο ασπαζόμαστε;

Οι Θείοι Πατέρες μας απαντούν πως χρειάζεται «εν ταπεινώσει» να υποδεχόμαστε, όσα υπερ- βαίνουν τα όρια των γνώσεών μας, να έχουμε υπακοή στο Θεϊκό λόγο και εμπιστοσύνη στο Δημιουργό. Παραλλάσοντας ένα λόγο του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού (σχετικό με την έκφραση «γέννηση» του Μονογενούς Υιού), θα μπορούσαμε να τον εφαρμόσουμε και στις εκφράσεις της Γενέσεως, οι οποίες αποτελούν «πρόσκομμα» σε όσους θέλουν να προσεγίσουν επιστημονικά τη Μωσαϊκή αφήγηση:


Δεν μπορεί για χάρη σου (εσένα, του γνωστικού) να αλλάξουμε την έκφραση «ημέρα», επειδή αυτή η έκφραση σε σκανδαλίζει για την «απλοϊκότητά» της, ώστε να αδυνατείς να παραδεχτείς τα όσα λέει η Βίβλος για την αρχή του κόσμου.


Ωστόσο μπορούμε να ικανοποιήσουμε κάποιες απορίες μας, όταν λάβουμε υπ’ όψιν με ποιους τρόπους μπορεί να εξηγηθεί η Μωσαϊκή αφήγηση (το ότι δηλαδή αναφέρει ημέρες και όχι, ας πούμε, μακρές χρονικές περιόδους):


Πρώτον: η εκδοχή του "παιδαγωγικού ποιήματος" : Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η αφήγηση της Γενέσεως είναι παιδαγωγικό ποίημα το οποίο με μία υποκειμενική επινόηση- σχήμα, κατανέμει το έργο της Δημιουργίας σε επτά ημέρες (έβδομη= ημέρα «αναπαύσεως του θεού») με σκοπό να δημιουργήσει αναλογία ανάμεσα στην ιουδαϊκή εβδομάδα και το Σάββατο αυτής αφ’ ενός και του Δημιουργού έργου αφ’ ετέρου.


Δεύτερον:η εκδοχή της οπτασίας : Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή η διαδοχή και η πρόοδος της δημιουργίας, φανερώθηκε με θεία οπτασία στον Αδάμ ή και στον Μωϋσή, όπως γίνεται σε μια κινηματογραφική ταινία. Η διαδοχή αυτή περιελάμβανε εικόνες που χαράκτηκαν βαθιά στη συνείδησή τους και έτσι εγράφη η αφήγηση της Γενέσεως του κόσμου «αποκαλυπτικώ τον τρόπο».


Τρίτον: η εκδοχή των μεγάλων χρονικών περιόδων : Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή , κάθε μια από τις ημέρες που αναφέρεται στη βιβλική αφήγηση της Δημιουργίας, είναι μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδος.

Χρειάζεται να κλείσουμε την αναφορά μας στην έννοια της «ημέρας» με την επισήμανση, πως η δημιουργική ενέργεια του Θεού, ουσιαστικά είναι ασύλληπτη από το νου του ανθρώπου. Μας αρκεί το γεγονός, ότι η ενέργεια αυτή βρίσκει τον καλύτερο δυνατό τρόπο αποδόσεώς της στην ανθρωπομορφική γλώσσα της βίβλου, και έτσι μπορούμε να προχωρούμε «εν πίστει» έχοντας εμπιστοσύνη στα όσα ο Θεός απεκάλυψε στους δούλους του, τους προφήτας και τους Αποστόλους.



ΚΕΙΜΕΝΟ 3Ο

ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ Και είπεν ο Θεός: "Γεννηθήτω Φως"

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ . ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4, σελ. 88.


ΗΗ πρώτη προσταγή του Θεού δημιούργησε το φως, εξαφάνισε το σκότος, διέλυσε τη σκυθρωπότητα, χαροποίησε τον κόσμο, έδωσε σε όλα μεμιάς όψη χαρούμενη και ήρεμη. Φάνηκε ο ουρανός, πού ήταν πρώτα σκεπασμένος με το σκοτάδι και ήταν τόση ή ομορφιά του, όση και τώρα μαρτυρούν τα μάτια μας. Ήταν λουσμένος με λάμψη ο αέρας, και μάλλον είχε διάχυτο μέσα του όλο το φως και σκόρ­πιζε παντού, ως τα πέρατά του, τα κύματα της λάμψης του, ψη­λά έφτανε μέχρι τον αιθέρα και τον ουρανό· στο πλάτος καταφώτιζε σε μια στιγμή όλα τα μέρη του κόσμου, κατά το βοριά και το νοτιά, την ανατολή και τη δύση.

Τέτοια πού είναι ή φύση του, λεπτή και διάφανη, δεν έχει ανάγκη το φως κάποιο διάστημα χρόνου στην κίνησή του. Όπως και τα βλέμματά μας πηγαίνουν χωρίς μεσολάβηση χρόνου σε ό,τι βλέπομε, έτσι και τα ακτινοβολήματα του φωτός τα δέχεται σε κάθε του άκρη ακαριαία,, ούτε στην ελάχιστη χρονική στιγμή.


Μετά τη δημιουργία του φωτός και ο αιθέρας γίνεται πιο ήρεμος, τα νερά πιο λαμπερά και δε δέχονται μόνο τη λάμψη αλλά στέλνουν κι από τον εαυτό τους, καθώς αντανακλούν το φως και τρεμολάμπουν αμέτρητες ακτίνες παντού από κάθε σημείο του νερού. Όλα τα άλλαξε η φωνή του Θεού και τα έκανε απαλότερα και πολυτιμότερα. Όπως, όσοι ερευνούν το βυθό της θάλασσας, ρίχνοντας λάδι, προκαλούν διαύγεια στα νερά, έτσι κι ο πλάστης των όλων με ένα λόγο πού είπε απίθωσε με μία στον κόσμο τη χάρη του φωτός.

«Γεννηθήτω φως» : και η προσταγή ήταν πράξη και πραγματο­ποιήθηκε μία ουσία πού δεν ήταν δυνατό στους λογισμούς των ανθρώπων ούτε και να σκεφτούν κάτι πιο ευχάριστο για την απόλαυση. Και όταν χρησιμοποιούμε, προκειμένου για το θεό, τις λέξεις φωνή και λόγος και προσταγή, δεν εννοούμε το θείο λόγο σαν ένα ήχο, πού δημιουργείται από φωνητικά όργανα ούτε κι έναν αέρα πού τον χτυπά η γλώσσα· νομίζομε ότι η τάση πού υπάρχει στο θέλημά του παίρνει το σχήμα προσταγής, για να είναι πιο ευσύνοπτη για όσους διδάσκονται.


«Και είδεν ο θεός το φως ότι καλόν». Τι έπαινο να πω εγώ για το φως, αφού πρόλα­βε και πήρε τη μαρτυρία του κτίστη του ότι" καλόν"; Αλλά και ο δικός μου λόγος αφήνει να κρίνουν τα μάτια σας, κι έτσι δεν έχω να πω τίποτα περισσότερο από όσα πριν από μένα μαρτυρεί η όραση. Αν όμως ή σωματική ομορφιά οφείλει την παρουσία της στη συμμετρία μεταξύ των μερών του σώματος και στο χρώμα, πού τα στολίζει, πώς μπορούμε να μιλούμε για ομορφιά του φωτός, πού είναι στη φύση του απλό και ομοιομερές; ή μήπως επει­δή για το φως η συμμετρία δεν επισημαίνεται στα μέρη του αλλά, στην έλλειψη λύπης και στη γλυκύτητα όταν το βλέπεις; Έτσι είναι ωραίο και το χρυσάφι, τραβάει το βλέμμα και προξενεί ευ­χαρίστηση όχι από τη συμμετρία των μερών του, παρά μόνο από το ωραίο χρώμα του. Κι ο αποσπερίτης είναι το ωραιότερο από τα αστέρια, όχι γιατί τα μέρη του έχουν την αναλογία πού πρέ­πει, παρά γιατί ρίχνει στα μάτια μία ήρεμη και γλυκιά λάμψη.

Έπειτα ο Θεός διατύπωσε αυτή την κρίση για το ωραίο, ασφα­λώς όχι γιατί αναφερόταν σε ό,τι φαίνεται ευχάριστο στα μάτια, αλλά προβλέποντας την ωφέλεια πού θα προξενούσε ύστερα. Γιατί ακόμα δεν υπήρχαν μάτια να ξεχωρίζουν την ομορφιά του φωτός.

Β.

«Και διαχώρισε ο Θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους». Τούτο θέλει να πει ότι ο Θεός έκανε τη φύ­ση του ενός ασυμβίβαστη με του άλλου και ολότελα αντίθετη, γιατί απομάκρυνε και χώρισε υπερβολικά το ένα από το άλλο . «Και έκάλεσεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος εκκάλεσε νύκτα». Τώρα βέβαια, αφού ο ήλιος έχει πια δημιουργηθεί, ημέρα είναι η ατμόσφαιρα πού φωτίζεται από τον ήλιο, όταν λάμπει στο ουράνιο ημισφαίριο πάνω από τη γη, και νύχτα ή συσκίαση της γης, πού προκαλείται από το κρύψιμο του ήλιου. Τό­τε όμως έγινε ημέρα και ακολουθούσε ή νύχτα όχι σύμφωνα με την κίνηση του ήλιου, αλλά με το πλημμύρισμα του πρωτογέννητου εκείνου φωτός και πάλι με το μάζεμα του, κατά το μέτρο πού ίδρυσε ο Θεός.


«Και εγένετο εσπέρα και έγένετο πρωί, ημέ­ρα μία». Η εσπέρα είναι το μεταίχμιο της ημέρας και της νύχτας· όμοια και το πρωί είναι το γειτόνεμα της νύχτας με τη μέρα· για να αποδώσει λοιπόν στην ημέρα τα πρωτεία της δη­μιουργίας, ανέφερε πρώτο της ημέρας το τέλος κι έπειτα της νύ­χτας, αφού ή νύχτα ακολουθεί την ημέρα. Γιατί ή κατάσταση πού επικρατούσε στον κόσμο πριν από την δημιουργία του φωτός δεν ήταν νύχτα αλλά σκοτάδι.

Ότι λοιπόν ονομάστηκε νύχτα, ονομάστηκε κατ' αντιδιαστολή προς την ήμερα, κι αυτό έλαβε και την ονομασία του μετά την ημέρα· « Έγένετο ουν εσπέρα» και «έγένετο πρωϊ» εννοεί το ημερονύκτιο. Και δεν το ονόμασε «ημέρα και νυξ» αλλά έδωσε όλη την ονομασία σε όποιο επι­κρατεί. Αυτή τη συνήθεια μπορείς να τη βρεις και σε όλη τη Γραφή· στη μέτρηση του χρόνου αριθμούνται ημέρες, κι όχι μαζί με τις ημέρες και οι νύχτες. Ό ψαλμωδός, για παράδειγμα, λέει: «Αι ημέραι των ετών ημών». Και ό Ιώβ πάλι: «Αι ημέραι της ζωής μου μικραί και πονηραί». Και πάλι: «Πάσας τας ημέρας της ζωής μου». Ώστε αυτά πού τώρα παραδόθηκαν για πληροφορία μας, αποτελούν νομοθεσία για τα παραπέρα .

Γ.

«Και έ­γένετο εσπέρα και έγένετο πρωί, ημέρα μία». Για ποιο λόγο δεν είπε πρώτη παρά μία; Μολονότι θα ήταν συνεπέστερο, αυτός πού ήταν να αναφέρει έπειτα δευτέρα και τρίτη και τετάρτη ημέρα να ονομάσει πρώτη, αυτήν πού αποτελούσε αρχή στις άλλες. Μόλον τούτο είπε μία. Ένας λόγος είναι ότι ήθελε να καθορίσει το μέτρο της ημέρας και της νύχτας, συνενώνοντας το χρόνο τον ημερονυκτίου, επειδή οι εικοσιτέσσερες ώρες συμπληρώνουν τω διάστημα μιας ημέρας, όταν εννοήσουμε δηλαδή, μαζί με την ημέρα και την νύχτα, ώστε κι όταν κατά τις τροπές του ήλιου συμβαίνει να μεγαλώνει ή μία απ’ αυτές, να περιορίζεται ωστόσο η διάρκεια και των δύο μέσα στον καθορισμένο χρόνο. Είναι σα να λέμε πώς το μέτρο των εικοσιτεσσέρων ωρών είναι το διά­στημα μιας ημέρας.

Άλλος λόγος. Ή αποκατάσταση του ουρανού στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε γίνεται σε μια ημέρα. Ώστε όσες φορές κατά την περιφορά του ήλιου έρχεται στον κόσμο το βράδυ και το πρωί, η περίοδος αυτή δε συμπληρώνεται σε χρόνο περισσότερο από το διάστημα μιας ημέρας.

Σημαντικότερος είναι ό λόγος πού παραδίδεται στα απόρρητα ότι ό Θεός, πού κατασκεύασε την ουσία του χρόνου, πού όρισε σαν μέτρα και σημάδια τα διαστήματα των ημερών και, μετρώντας τον με την εβδομάδα, ορίζει να ανακυκλώνεται πάντα η εβδομάδα, στον ε­αυτό της αριθμώντας την κίνηση του χρόνου. Την εβδομάδα πάλι τη σχηματίζει η μία ήμερα, επιστρέφοντας επτά φορές στην αρχή της· κι αυτό είναι το κυκλικό σχήμα, να αρχίζει από τον ε­αυτό του και να καταλήγει στον εαυτό του.

Αυτό είναι και το γνώρισμα του αιώνα, να άναδρομίζει στον εαυτό του και να μην έχει πέρας πουθενά. Γι' αυτό και ονόμασε την κεφαλή του χρό­νου όχι πρώτη ημεέρα παρά μία, ώστε να συγγενεύει με τον αιώνα κι από την ονομασία. Γιατί ταιριαστά και επιτυχημένα ονο­μάστηκε μία, αυτή που παρουσιάζει το γνώρισμα του μοναχικού, που δεν επικοινωνεί με άλλο.


Αν τώρα ή Γραφή μας αναφέρει πολλούς αιώνες μιλώντας σε διάφορα σημεία για «αιώνα αιώ­νος» και «αιώνας αιώνων» κι εκεί ωστόσο δε μας αριθμεί πρώ­το και δεύτερο και τρίτο αιώνα· ώστε από τούτο δηλώνονται σε εμάς πιο πολύ διαφορές ποικίλων πραγμάτων και καταστάσεων και όχι καθορισμοί και πέρατα και διαδοχές αιώνων. Μας λέει «Ημέρα Κυρίου μεγάλη και επιφανής». Και αλλού · « Ίνα τί υμίν ζητείν την ήμερα του Κυρίου; και αύτη εστί σκότος και ου φώς». Σκότος βέβαια για όσους αξίζουν το σκότος. Γιατί την ημέρα εκείνη ό θείος λόγος τη γνωρίζει ως ημέρα δίχως βράδιασμα, δίχως διαδοχή, δίχως τέλος· αυτήν ο ψαλμωδός την ονό­μασε ογδόη, επειδή βγαίνει από τα όρια του εβδομαδιαίου χρό­νου μας.

Ώστε είτε πεις ημέρα είτε αιώνα, ονομάζεις την ίδια έννοια. Είτε λοιπόν ονομαστεί ημέρα η κατάσταση εκείνη, είναι μία και όχι πολλές, είτε πάλι αποκληθεί αιών θα ήταν μοναχι­κός κι όχι πολλοί. Για να μεταφέρει λοιπόν την έννοια στη μέλ­λουσα ζωή, ονόμασε μία την εικόνα του αιώνα, την αρχή των η­μερών, τη συνομήλικη του φωτός, την αγία Κυριακή, πού έχει τιμηθεί με την ανάσταση του Κυρίου.

Μας λέει· «Έγένετο εσπέρα καί έγένετο πρωί, ημέρα μία». Αλλά νά πού τους λό­γους μας για την εσπέρα εκείνη τους πρόφτασε τό βράδυ αυτό, καί βάζουν ως εδώ τά οριά τους. Ο Πατέρας όμως του αληθινού φωτός, αυτός πού στόλισε τη μέρα μέ τό ουράνιο φως και έκανε τή νύχτα χαρούμενη μέ τίς λάμψεις του πυρός, και πού ομόρφυνε την ανάπαυση του μελλοντικού αιώνα μέ το νοερό και αδιάκοπο φώς, μακάρι νά φωτίσει τις καρδιές σας μέ την επίγνωση της α­λήθειας καί μακάρι νά κρατήσει τή ζωή σας μακριά από προ­σκόμματα, δίνοντας σας τή δυνατότητα νά περπατείτε κόσμια την ημέρα για νά λάμψετε, όπως ό ήλιος μέσα στη λαμπρότητα των αγίων, για καύχημα δικό μου, κατά την ημέρα του Χριστού. Σέ αυτόν η δόξα και δύναμη στους αιώνες των αιώνων.




ΤΟ ΦΥΤΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ


Εχει παρατηρηθεί ότι, όσες φορές ο Μ.Βασίλειος αναφέρεται στη δημιουργία του στερεώματος της γής, του ηλίου και της σελήνης, δανείζεται γνώσεις από την Αστρονομία και τη Φυσική, ενώ όταν αναφέρεται στη δημιουργία των φυτών και των ζώων δανείζεται γνώσεις από τις σύγχρονές του αντιλήψεις περί φυτών και ζώων (Μ.Δερμιτζάκης, Γεωλογικές προσεγγίσεις στην εξαήμερο, εκδ. Αρμός, σελ.125). Η διαδικασία της βλαστήσεως της γης για τον Μ.Βασίλειο είναι νόμος, θεσμοθετημένος από το Θεό. Γι’ αυτό και στην αφήγηση της δημιουργίας, προηγείται χρονικά η βοτάνη και ακολουθεί το ξύλο.


Είναι αξιοπρόσεκτο, πως η βλάστηση προηγείται της εμφανίσεως του ηλίου, ανατρέποντας έτσι την πεποίθηση, πως ο ήλιος είναι μοναδική πηγή της ζωής. Κατά τον Άγιο πατέρα, επειδή στους αρχαίους λαούς ήταν σύνηθες να θεοποιείται ο ήλιος (ως πηγή της ζωής) ο θεόπνευστος συγγραφέας της Γενέσεως, θέλοντας να εμποδίσει αυτή τη συνήθεια, παρουσιάζει τη ζωή να προηγείται του ηλίου. Άρα δεν είναι αυτός (ο ήλιος) ο Ζωοδότης Θεός, είναι ένα ακόμη κτιστό σώμα με σχετική σημασία.


Στο σημείο αυτό χρειάζεται να υπογραμμίσουμε, πως ο Μ.Βασίλειος δεν ασχολείται αποκλειστικά με την ερμηνεία του κειμένου της Αγ.Γραφής. Παρουσιάζει συγχρόνως τις φιλοσοφικές και επιστημονικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, πάνω στο θέμα που διαλαμβάνει η κάθε ομιλία (είτε δεχόμενος αυτές, είτε αποκρούοντάς τες). Ο Μ.Βασίλειος εκκινώντας από τη βιβλική αφήγηση, της οποίας μας δίδει το «περί-γραμμα», ενσωματώνει σ’ αυτήν «πάσαν την γνώσιν» της εποχής του, αφήνοντάς μας ένα αρχέτυπο σύνθεσης πίστης και γνώσης, κληρονομιά πολύ σημαντική για την ορθόδοξο απολογητική και ερμηνευτική Θεολογία.

Η ορθοδοξία δεν πολεμεί την επιστήμη διότι η έφεσις προς τη γνώση (το «ειδέναι» του Αριστοτέλη) αποτελεί βασικό γνώρισμα του ανθρώπινου βίου. Η Βίβλος βεβαιώνει πως: «Κύριος έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοι αυτού». Όμως, από την άλλη πλευρά η ορθοδοξία αρνείται την ιδεολογική χρήση της επιστήμης, στην περίπτωση που «εν ονόματι» της επιστημοσύνης καταλύεται ο απολυπτόμενος λόγος του Θεού και ιδιαίτερα σε θεμελιώδη σημεία, όπως είναι λ.χ. το Δόγμα της «εκ του μη όντος εις το Είναι» παραγωγής του κόσμου και του ανθρώπου, ή το δόγμα της συνεχούς φροντίδας του θεού για την τελείωση- πληρότητα –ανακαίνιση των πάντων.


Ο καθηγητής Ν. Ματσούκας σχολιάζοντας το θέμα της "αυτομάτου γενέσεως" γράφει τα ακόλουθα ( Θεολογία, Φιλοσοφία,Επιστήμη στην Εξαήμερο): « ενώ δεν υπάρχει ουσιαστική και φυσική συγγένεια ανάμεσα στον κτίστη και το κτίσμα, η σχέση της εξάρτησης δημιουργεί τον κρίκο της ενιαίας λειτουργικότητας φυσικής και μεταφυσικής διάστασης. Στα πλαίσια αυτής της εξάρτησης και της λειτουργικότητας είναι αδιανόητη κάθε αντίληψη για αυτόματη γένεση με την έννοια του τυχαίου και της έλλειψης κάθε αιτίας.


Ο Μ.Βασίλειος φτάνει στο σημείο να είναι κατηγορηματικός ως προς τον ισχυρισμό του ότι τίποτε πάνω στο σύμπαν δεν είναι «αναίτιο και αυτόματο». Τα πάντα κρύβουν μια απόρρητη σοφία. Αυτή η σοφία που κρύβεται στο καθετί, πρέπει να ερμηνευθεί με δυο κύριες σημασίες 1)το καθετί έχει δημιουργηθεί από μια υπέρτατη σοφία και 2) η δομή τού του πράγματος, κατά τη βαθύτατη εσωτερική σύσταση, έχει μια λογικότητα ή λογική διάρθρωση. Με άλλα λόγια, αυτό το πράγμα δεν έγινε μόνο από έναν σοφό, αλλά και μέσα του κρύβει μια μυστική σοφία, ανεξάρτητα από το αν σκέπτεται ή όχι. Η ίδια η λειτουργική του δομή έχει αυτή τη σοφία ή τη σοφή νομοτέλεια.

Ο ίδιος ο ανθρώπινος λόγος αδυνατεί με ακρίβεια να διεισδύσει μέσα α’ αυτή τη μυστική δομή και να διακρίνει «εναργώς» τις κρυμμένες αιτίες. Ο,τι μπορεί να κάνει ο ανθρώπινος νους είναι λιγότερο από ό,τι στην πραγματικότητα υπάρχει κρυμμένο στα σπλάχνα της πραγματικότητας. Έτσι μόνο θα μπορούσε να καταλάβει κανείς για ποιο λόγο δεν υπάρχει τίποτε το αναίτιο και το αυτόματο στον κόσμο. Η αδυναμία του νου να καταλάβει στην πληρότητα όλες τις λεπτομέρειες της φύσης, της ζωής και της ιστορίας οδηγεί τον άνθρωπο να πιστεύει ότι υπάρχει αυτό το αναίτιο ή τυχαίο και το αυτόματο.


Κατά βάση λοιπόν πρόκειται για αδυναμία ή άγνοια και όχι για τη δομή της ίδιας της πραγματικότητας. Εδώ ο Μ.Βασίλειος από τη μια μεριά μέσα στο καθετί βλέπει αιτία και σοφία- πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τον άνθρωπο- και απο την άλλη περιγράφει τα όρια των δυνατοτήτων του ανθρώπινου νου, ο οποίος μολονότι και αυτός είναι μεγάλος, σε σχέση όμως προς τη σοφία της φύσης και όλης της πραγματικότητας είναι μικρός, και μόνο περιορισμένη γνώση μπορεί να έχει από τις κρυμμένες αιτίες των πραγμάτων.

Μια σκόπιμη «αντιφατικότητα» και ένας συνδυασμός σκεπτικισμού και εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του νου διακρίνουν τη σκέψη του Μ.Βασιλείου, γιατί θέλει να είναι ειλικρινής και συνεπής προς την πίστη του στον άκτιστο παντοδύναμο δημιουργό και στο κτιστό πλάσμα του Θεού. Ούτε η φύση ούτε ο άνθρωπος μπορούν να νοηθούν τυχαίες εκφάνσεις μιάς πραγματικότητας ούτε ο ανθρώπινος νους αυτοδύναμος και ικανός για το καθετί.


Στα κτίσματα υπάρχουν όρια που δεν καταστρέφουν τη λογική και αρμονική τάξη, αλλά περιορίζουν στις σωστές διαστάσεις τις δυνατότητες για ένα παραπέρα προχώρημα και μια τέλεια αυτοδύναμη ανάπτυξη.


Τελικά ο άνθρωπος, όσο μεγάλος και αν είναι, δεν μπορεί να αναμετρηθεί μπροστά στα μυστικά και τη λειτουργικότητα της φύσης. Κοντά στα άλλα του χρειάζεται και η σχετική ταπεινοφροσύνη, που θα τον εντάξει στις σωστές του διαστάσεις. Από τη μια μεριά λοιπόν υπάρχει το τέλειο και λογικό δημιούργημα και απο την άλλη ο σκεπτικισμός ως προς τις δυνατότητες του λόγου να βρεί όλα τα μυστικά και τις κρυμμένες αιτίες των πραγμάτων.

Πάντως η απόρρητη σοφία και οι κρυμμένες αιτίες κάθε πράγματος, χωρίς να μπορούν να διερευνηθούν πλήρως και σε όλες τις διαστάσεις, γίνονται φανερές και πειστικές ως προς την ύπαρξη και τη μεγαλωσύνη τους από τα αποτελέσματα που μπορούμε απλώς να τα δούμε και να τα ψηλαφήσουμε.


Το ίδιο το νερό, λέγει ο Μ.Βασίλειος, που το απορροφούν οι ρίζες, αλλιώτικα τρέφει και μεγαλώνει τη ρίζα, αλλιώτικα τη φλούδα του κορμού, αλλιώτικα το ξύλο του δέντρου και διαφορετικά την ψίχα που είναι μέσα σ’ αυτό. Αυτή η θαυμάσια ποικιλία μέσα σε μια περιοχή του φυτικού βασιλείου και οι καταπληκτικές μετουσιώσεις δείχνουν πως υπάρχει μια σοφότατη αιτία, λογικά προικισμένη και δεμένη με μια σκοπιμότητα ασύλληπτη.


Το ίδιο το αποτέλεσμα μιλάει γι’ αυτή τη ζωντανή αιτία και πρέπει να είναι πειστικό, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη και πολύ φυσική αδυναμία του ανθρώπινου νου να διεισδύσει στο βάθος όλων των μυστικών της πραγματικότητας. Γι’ αυτό η αδυναμία του ανθρώπου να διερευνήσει κάθε αιτία δεν πρέπει να τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μέσα στον κόσμο υπάρχει το τυχαίο ή ότι ο ίδιος ο κόσμος είναι αποτέλεσμα του τυχαίου.

Ως ένα σημείο λοιπόν και από τη μια πλευρά μόνο, η έννοια της τάξης μέσα στο σύμπαν πηγάζει καταρχήν από τις βιβλικές και θεολογικές απόψεις για τη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό, που είναι προσωπικός και φυσικά η πηγή κάθε έλλογης πραγματικότητας. Ηδη ο οπαδός του βιβλικού κηρύγματος, πιστεύοντας βαθιά στην ύπαρξη του Θεού και τη δημιουργία και κυβέρνηση του κόσμου, όχι μόνο δεν καταλύει στη σκέψη του τη φυσική τάξη και τους νόμους, όπως κακώς πιστεύεται και μάλιστα και από μεγάλα μυαλά καμιά φορά, αλλά σχηματίζει μέσα του αυτή την παράσταση της αιτίας και του αποτελέσματος ή της φυσικής τάξης μέσα στον κόσμο.

Ο Μ.Βασίλειος με τη σειρά του, όπως και άλλοι πατέρες, καταπολεμώντας τη μαγεία και την αστρολογία, τόνισαν στο έπακρο μερικές φορές τη φυσική νομοτέλεια μέσα στο σύμπαν, την ανυπαρξία του τυχαίου και την ανάγκη φυσικής τάξης και σκοπιμότητας .

Βέβαια τόσο ο οπαδός της βιβλικής διδασκαλίας όσο και ο υψηλός θεολόγος δέχονται ότι ο Θεός είναι η μοναδική και πρώτη αιτία. Αλλά μια τέτοια παραδοχή, η οποία στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Θεός είναι προσωπικός και λογικός, δεν μπορεί ποτέ να αποκλείσει τη φυσική τάξη και τη νομοτέλεια, γιατί ο αποκλεισμός της ακριβώς θα οδηγήσει στην παραδοχή ενός θεού τυφλού, «απροαιρέτου» και απρόσωπου. Τη λογική λοιπόν και τη σκοπιμότητα θέλει ο πιστός μέσα στο σύμπαν και κατά αναπότρεπτη συνέπεια τη φυσική τάξη και τη νομοτέλεια.


ΚΕΙΜΕΝΟ 4Ο

ΤΟ ΦΥΤΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ » ΕΡΓΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4 σελ. 182.

Τι να πω και τι να αποσιωπήσω; ... Μέσα στους πλούσιους θησαυρούς της πλάσης είναι αδύνατο νά βρεις τον πιο ακριβό, και δυσβάστακτη η ζημιά από ό,τι παραμέρισες. «Νά βλαστήσει η γή κάθε λογής χόρτο». Να όμως που ξεπετιούνται μαζί με τα ωφέλιμα και τα δηλητηριώδη, μαζί με τό σιτάρι το κώνειο· μαζί με τα άλλα ωφέλιμα ο ελλέβορος, το σκορπιδόχορτο, ο μανδραγό­ρας η ο χυμός της παπαρούνας. Τι σημαίνει τούτο; Νά παραλείψομε νά τον ευχαριστήσομε για τα χρήσιμα και νά κατηγορήσομε το Δημιουργό για όσα φθείρουν τη ζωή μας; Δε θα σκεφτούμε και το άλλο, ότι δεν έχουν δημιουργηθεί όλα για την κοιλιά μας ; Αλλά οι τροφές που προορίζονται για μας είναι έτοιμες και δεν είναι πρόβλημα νά τις ξεχωρίσεις·

Καθένα όμως από όσα έχουν γίνει , εκπληρώνει το δικό του προορισμό μέσα στην κτίση. Τί θά ήθελες; Επειδή το αίμα του ταύρου είναι δηλητήριο για σένα, δεν έπρεπε να γίνει το ζώο ή νά γίνει αλλά νά μείνει χωρίς αίμα, κι ας έχει σε τόσα ανάγκη η ζωή μας τη δύναμή του;


Σου φτάνει το λογικό που έχεις μέσα σου, για νά αυτοπροφυλαχτείς από τά καταστρεπτικά. Καλά, τα πρόβατα καί οι αίγες δέ γνω­ρίζουν αυτά, πού ζημιώνουν τή ζωή τους, επειδή μπορούν νά ξεχωρίσουν το βλαβερό, μόνο με την αίσθηση· για σένα όμως που έχεις από πάνω και το λογικό και την ιατρική, πού ανακαλύπτει το χρήσιμο και την πείρα των προηγουμένων, που σου δείχνει πώς νά αποφεύγεις τα βλαβερά, για σένα, πες μου, είναι δύσκο­λο νά αποφύγεις τα δηλητήρια; Μα κι απ αυτά τίποτα δεν έγινε στα χαμένα, τίποτα δεν είναι άχρηστο. Είτε γιατί αποτελεί τρο­φή για κάποιο ζωντανό, είτε τό χρησιμοποιεί καί για μάς η ιατρι­κή, γιά να ανακουφίσει κάποιες παθήσεις μας.


Τό κώνειο, για παράδειγμα, το τρώνε τα ψαρόνια χωρίς νά παθαίνουν τίποτα, χάρη στην κατασκευή του οργανισμού τους. Εχουν στενούς πό­ρους που οδηγούν στην καρδιά και προφταίνουν νά αποβάλλουν όσο έφαγαν, προτού η ψύξη που προκαλεί προσβάλει τα βασικά όργανα. Ο ελλέβορος αποτελεί τροφή για τα ορτύκια και η κρά­ση τους κάνει να αποφεύγουν τη βλάβη. Και, σε κάποια περίστα­ση, αυτά τα ίδια είναι χρήσιμα και σ' εμάς. Με το μανδραγόρα οι γιατροί προκαλούν ύπνο και με το αφιόνι καταπραΰνουν τους δυνατούς πόνους. Μερικοί μάλιστα με το κώνειο έχουν κατα­στείλει τις αφηνιασμένες ορμές τους. Και με τον ελλέβορο έχουν ξεριζώσει πολλές χρόνιες παθήσεις. Ώστε η κατηγορία που νό­μιζες πως έχεις κατά του Δημιουργού, κατέληξε νά σου γίνει προσθήκη για ευχαριστία.



«Νά βλαστήσει η γη κάθε λογής χόρτο». Πόση έτοιμη τρο­φή αναφέρει κιόλας μέσα σε αυτά· τις ρίζες, τα ίδια τά χόρτα, τους καρπούς. Καί πόση τροφή πού παίρνομε με τη δουλειά μας και την καλλιέργεια της γης. Δεν πρόσταξε να ξεφυτρώσει αμέ­σως σπόρος και καρπός, αλλά να δώσει η γη βλάστηση και χλόη και τότε να την ολοκληρώσει στον καρπό, ώστε η πρώτη εκείνη διαταγή να γίνει μάθημα για την κατοπινή εφαρμογή της.

Πώς λοιπόν, λένε, η γη βγάζει τους σπόρους κατά είδος, όταν, ενώ σπέρνομε πολλές φορές σιτάρι, συγκομίζομε αυτούς τους μελα­νούς κόκκους; Τούτο όμως δεν είναι μεταβολή σε άλλο είδος, αλ­λά είναι σαν μία νόσος και μία ασθένεια του σπόρου. Γιατί δεν έ­χασε την ιδιότητα του σιταριού, αλλά μαύρισε από την καύση, όπως μπορούμε νά καταλάβουμε και από την ίδια την ονομασία: κάηκε από το υπερβολικό κρύο και άλλαξε χρώμα και γεύση.

Ωστόσο, λένε πάλι, πως όταν πετύχουν κατάλληλο χώμα και ευνοϊκούς καιρούς, ξαναγυρίζουν στην αρχική τους μορφή. Ώστε δε θα παρατηρήσεις τίποτα νά γίνεται στα φυτά αντίθετα με το πρόσταγμα. Η λεγόμενη πάλι ήρα και όσοι άλλοι νόθοι σπόροι έχουν αναμιχθεί με τους ωφέλιμους, πού η συνηθισμένη ονομασία τους στη Γραφή είναι ζιζάνια, δεν γίνονται από μία μεταλλαγή του σιταριού, αλλά από την αρχή που εμφανίστηκαν είχαν το δικό τους είδος.



Αυτά εικονίζουν τέλεια εκείνους πού παραποιούν τα διδάγματα του Κυρίου και δεν είναι γνήσιοι μαθητές του λόγου του, αλλά έχουν διαφθαρεί από τη διδασκαλία του πονηρού και αναμιγνύονται στο υγιές σώμα της Εκκλησίας. Αυτοί, χωρίς νά φαίνονται, μεταφέρουν τις δικές τους βλάβες σε όσους δεν έχουν προσβληθεί. Και ο Κύριος παραλληλίζει ακόμη την τελειοποίηση όσων πίστεψαν σε αυτόν με την εξέλιξη των σπόρων. Είναι όπως ό άνθρωπος, λέει, όταν ρίξει το σπόρο στη γη, πού κοιμάται και ξυπνά τη νύχτα και τη μέρα και ό ίδιος δεν τό ξέρει αλλά ο σπόρος φυτρώνει και μεγαλώνει. Γιατί από μόνη της η γη βγάζει πρώτα το χόρτο, έπειτα το στάχυ και μέσα στο στάχυ τελειωμένο έπειτα το σιτάρι.

Β.

«Νά βλαστήσει η γη κάθε λογής χόρτο». Και με ακαριαία ταχύτητα η γη, αρχίζοντας από τη βλάστηση, για νά φυλάξει τους νόμους του Δημιουργού, αφού πέρασε από κάθε στάδιο της αύξησης, έφερε τά φύτρα χωρίς λοξοδρομίσματα στην τελειότητα τους. Και να τώρα, λιβάδια βαθιά με άφθονο χόρτο και γόνιμες πεδιάδες να κυματίζουν από τα γεννήματα και την κίνηση των σταχυών και να δίνουν την εικόνα θάλασσας με τα κύματά της. Κάθε χόρτο και κάθε είδος λαχανικού και μικροβότανου η όσπριου, άφθονα υψωνόνταν τότε στη γη.

Γιατί από όσα τότε είχαν γίνει τίποτα δεν ήταν αποτυχημένο ούτε η απειρία των γεωργών, ούτε οι κακοί καιροί, ούτε καμιά άλλη αιτία κατέστρεφε όσα είχαν γίνει. Ούτε και η καταδίκη του ανθρώπινου γένους εμπόδιζε την ευφορία της γης. Γιατί όλα αυτά ήταν προγενέστερα από την αμαρ­τία, πού έγινε αιτία νά καταδικαστούμε νά τρώμε το ψωμί μας με τον ιδρώτα του προσώπου μας.


Αλλά λέει· «Και κάθε δέντρο καρποφόρο που νά δίνει καρπούς και πού οι σπόροι του είναι μέσα, ανάλογα με το είδος του και την ομοιότητά του επάνω στη γη». Στο λόγο αυτόν όλες οι λόχμες πύκνωσαν από τη βλάστηση κι όλα τα δέντρα άρ­χισαν νά ψηλώνουν κι όσα έχουν στη φύση τους νά ανεβαίνουν σε μεγάλο ύψος, τα έλατα και τα κέδρα και τα κυπαρίσσια και τα πεύκα κι όλοι οι θάμνοι, έβγαλαν αμέσως γύρω κλαδιά και φούντωσαν και τα λεγόμενα φυτά των στεφανιών, οι τριαντα­φυλλιές και οι μυρσίνες και οι δάφνες, σε μία αστραπιαία κίνηση του καιρού, ενώ δεν ήταν πρώτα πάνω στη γη, μπήκαν στην ύπαρξη, καθένα με δικό του γνώρισμα· τα χώριζαν από τα άλλου είδους φυτά ολοφάνερες διαφορές, Διακρινόταν όμως και καθένα από το δικό του χαρακτηριστικό. Μόνο που το τριαντάφυλλο ή­ταν κάποτε χωρίς αγκάθια · αργότερα την ομορφιά του άνθους τη συνόδεψε το αγκάθι, για νά έχουμε πλάι - πλάι στη γλυκιά από­λαυση και τη λύπη κοντινή, να θυμόμαστε την αμαρτία, πού εξ αιτίας της καταδικάστηκε η γη νά βγάζει για μας αγκάθια και τριβόλους.

Γ.

Αλλά η γή πήρε διαταγή, λένε, να βγάζει «και κά­θε καρποφόρο δέντρο να δίνει καρπό επάνω στη γή». Βλέπομε όμως πολλά δέντρα, που δεν έχουν ούτε καρπούς ούτε σπόρους. Τι θα πούμε λοιπόν; Οτι τα πολυτιμότερα για τη φύση έτυχε νά προηγηθούν στη μνημόνευση; Έπειτα, σε έναν πού θεωρεί λεπτομερώς, θα φανούν όλα ή ότι έχουν σπόρους ή κάτι πού ισο­δυναμεί με σπόρους. Και οι μαύρες λεύκες και οι ιτιές και οι φτε­λιές και τά παρόμοια φανερά δέ δίνουν νομίζεις κα­νένα καρπό· αλλά αν εξετάσει κανείς καθένα από αυτά λεπτομερώς, θα διαπιστώσει πώς έχει σπόρο. Γιατί ο κόκκος κάτω από τό φύλ­λο, που μερικοί από όσους ασχολήθηκαν με τις ονοματοθεσίες τον λένε μίσχο, έχει δύναμη σπόρου. Όσα πολλαπλασιάζονται από κλαδιά, από εκεί συνήθως βγάζουνε ρίζες. Ίσως έχουνε θέση σπόρου και οι παραφυάδες από τις ρίζες, πού οι φυτοκόμοι τις αποσπούν, και πολλαπλασιάζουν το είδος. Είπαμε όμως ότι πρώ­τα αξιώθηκαν να μνημονευτούν αυτά πού συντελούν περισσότερο στη ζωή μας, όσα ήταν νά περιποιούνται τον άνθρωπο μέ τους καρπούς τους και νά του ετοιμάζουν άφθονη τροφή.


Το αμπέλι, για παράδειγμα, που παράγει το κρασί, που προορίστηκε «να ευφραίνει την καρδιά τον ανθρώπου», και η ελιά πού μας δίνει το καρπό της με τη δύναμη «να φαιδρύνει με λάδι το πρόσωπο». Πόσα δημιουργούσε η φύση και κατευθύνονταν όλα μαζί με βία στο ίδιο το δημιούργημα! Τη ρίζα του κλήματος, τις κληματόβέργες ολόγυρα, ακμαίας και μακριές να απλώνονται πάνω από τη γή, το βλαστό, τους έλικες, τις αγουρίδες, τά τσαμπιά. Σου φτάνει να δεις με συνετό βλέμμα και το αμπέλι, μόνο γιά να σου κάνει υπόμνηση για τη φύση σου.


Θυμάσαι ασφαλώς την εικόνα του Κυρίου : για τον εαυτό σου αποκαλεί τον εαυτό του κλήμα και τον πατέρα του γεωργό κι όλους εμάς , που έχουμε φυτευτεί με την πίστη μέσα στην Εκκλησία, μας ονόμασε κλημα­τόβεργες. Και μας προσκαλεί να δώσουμε πολλούς καρπούς για νά μή μας καταλογιστεί αχρηστία και παραδοθούμε στη φωτιά.

Δε σταματά νά εξομοιώνει τις ψυχές των ανθρώπων με κλήμα­τα. Λέει: « Ό αγαπημένος μου φύτεψε αμπέλι πάνω σε λόφο, σε γη γόνιμη» και «φύτεψα αμπέλι κι έκανα ολόγυρα φρά­χτη». Με το αμπέλι, είναι φανερό εννοεί τίς ανθρώπινες ψυχές και ο φράχτης που τους έβαλε ολόγυρα, είναι η ασφάλεια με τις εντολές και η φρούρηση με τους αγγέλους. «.Γύρω από όσους φοβούνται τον Κύριο θα στήσει το στρατόπεδο του, ο άγγελός του». Έπειτα έμπηξε για χάρη μας, σαν πασσάλους σέ χαρά­κωμα τοποθετώντας στην Εκκλησία, πρώτα αποστόλους έπειτα προφήτες, έπειτα δασκάλους. Ανέβασε ψηλά τα φρονήματά μας με τα παραδείγματα των παλαιών και μακαριστών ανδρών, δεν τα άφησε πεταμένα κάτω κι άξια νά ποδοπατιούνται. Θέλει ακόμα με το αγκάλιασμα της αγάπης σαν με κάποιους έλικες να ανεχόμαστε τους αδελφούς μας και νά βρίσκομε ανάπαυση σε αυτούς.

Έτσι έχοντας πάντοτε την ορμή προς τα άνω, ας προσπα­θούμε νά εξισώνομε τον εαυτό μας με τις κορυφές των πιο ψη­λών, ιδίως μερικές αναδενδράδες. Απαιτεί από μας να παραδεχόμαστε και το σκάψιμο. Το σκάψιμο της ψυχής είναι η απόθεση των φροντίδων του κόσμου, που αποτελούν βάρος για τις καρ­διές μας.

Ώστε, όποιος αποθέσει τη σαρκική αγάπη και τη φιλία προς τα χρήματα ή όποιος θεωρεί άξιο για φτύσιμο και για περι­φρόνηση το κακόμοιρο τούτο δοξάριο, είναι σα νά δέχτηκε σκάψι­μο και ανακουφίστηκε αποτινάζοντας το μάταιο βάρος του γήι­νου φρονήματος. Και κατά το λόγο της παροιμίας δεν πρέπει «νά ρουμανιάζομε», να πολιτευόμαστε δηλ. επιδεικτικά, ούτε νά κυνηγούμε τον έπαινο των απέξω, αλλά νά είμαστε γεμάτοι καρπό, αποταμιεύοντας για τον αληθινό γεωργό. Εσύ νά είσαι «σαν ελιά κατάκαρπη στην αυλή τον Θεού, χωρίς νά μένεις ποτέ γυμνός από ελπίδα, αλλά νά είναι ζωντανή πάντοτε για σένα η σωτηρία με την πίστη.



ΤΟ ΖΩΪΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Στις τελευταίες ομιλίες της εξαημέρου γίνεται λόγος για υδρόβια ζώα, ερπετά, έντομα και χερσαία ζώα, τα οποία σύμφωνα με το βιβλικό κείμενο δημιουργήθηκαν την πέμπτη και την έκτη ημέρα. Ενδιαφέρον στο λόγο του Μ.Βασιλείου, παρουσιάζουν στοιχεία, που μαρτυρούν γνώση περί της κατανομής των ιχθύων, των ιδιοτήτων των οστράκων, της διαφοροποιήσεως των οργανισμών, της ταξινομήσεως του Ζωϊκού Βασιλείου αλλά και μια τάση καθορισμού της ονοματολογίας των ειδών . (Μιχ. Δερμιτζάκης, Γεωλογικές προσεγγίσεις στηνΕξαήμερο, σελ.157).. Ο Άγιος Πατήρ προβαίνει, συν τούτοις, και σε παρ/σεις επί των άκρων των ζώων και των γενικότερων αυτών χαρακτηριστικών, και διατυπώνει προβληματισμούς για τον πολλαπλασιασμό των ζώων.

Ο καθηγητής Μιχ.Δερμιτζάκης στο σημείο αυτό εξαίρει την συνεισφορά του Αγίου στην ερμηνεία της Δημιουργίας, γράφοντας τα παρακάτω άκρως σημαντικά, ιδιαιτέρως για τους θιασώτες της εξελικτικής θεωρίας της εποχής μας :

Δίχως αμφιβολία , η πιο εντυπωσιακή άποψη του Μ.Βασιλείου είναι η εξήγηση που δίνει για τον πολλαπλασιασμό των ζώων, λέγοντας πως οι απαρχές κάθε ΓΕΝΟΥΣ, σε σπερματική κατά τινα τρόπο κατάσταση αποταμιεύονται με το θείο πρόσταγμα στη φύση. Από το αποταμιευτικό κεφάλαιο, ρυθμίζεται μετά η ανάγκη του «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», ενώ εντυπωσιακότερη ακόμη είναι η άποψή του για τη ζωογόνο δύναμη της γης να παράγει οργανισμούς, χωρίς τη συνδρομή αβγών ή άλλων μικρό- οργανισμών. Εδώ με κανένα τρόπο δεν πρόκειται για αυτόματη γένεση. Και αυτό συμβαίνει, όχι γιατί ο Μ.Βασίλειος δέχεται ως πρώτη αιτία το θείο πρόσταγμα, αλλά γιατί δεν θεωρεί τη Γη άμοιρη ζωτικής δυνάμεως.

Γι’ αυτό, με μεγάλη άνεση ερμηνεύει μια πλάνη και άγνοια των ανθρώπων της εποχής εκείνης, αποδίδοντας την παραγωγή αυτή στη ζωογόνο δύναμη της Γης. Στην προκειμένη περίπτωση το ενδιαφέρον του δεν βρίσκεται στην εσφαλμένη αντίληψη, αλλά στην πίστη του, ότι η Γη έχει τέτοιες δυνατότητες. Η ίδια η Γη, τα φυτά και τα ζώα, βρίσκονται σε διαρκή κίνηση σ’ έναν ακατάπαυστο οργασμό, που βασίζεται στη δική τους προικισμένη κατάσταση, σε μια νομοτέλεια που πήρε την αρχή από τη θεία δημιουργική ενέργεια.

Σύμφωνα πάλι και με τη σύγχρονη έρευνα ο κόσμος δεν είναι στάσιμος και αναλλοίωτος αλλά «εν διαρκεί εξελίξει». Νόμος της Φύσεως δεν είναι η στασιμότητα, αλλά η μεταβλητότητα. Κάθε είδος οργανισμού είναι σε άμεση αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του. Οι αλλαγές στο φυσικό και βιοτικό περιβάλλον ενός είδους, μπορούν να προκαλέσουν την εξαφάνισή του. Από γενιά σε γενιά, ένα είδος υφίσταται αλλαγές στα χαρακτηριστικά του. Οι αλλαγές αυτές, που συνιστούν την οργανική εξέλιξη, είναι τυχαίες και χωρίς απώτερο σκοπό, αλλά με την πάροδο του χρόνου, μπορούν να δώσουν γένεση σε νέα είδη οργανισμών. (Μιχ. Δερμιτζάκη, ό.π , σελ.159-161).

Υπάρχουν στην Εξαήμερο τόσες πολλές και θαυμαστές λεπτομέρειες από την ύπαρξη του Ζωϊκού Βασιλείου, που στοχεύουν στην πρόκληση θαυμασμού μπροστά στη θεϊκή σοφία. Θέλει ο Μ.Βασίλειος να μας δώσει συγκεκριμένα παραδείγματα- ίχνη αυτής της σοφίας, καλώντας μας σε αγώνα για απόκτηση των αρετών, τις οποίες άλλωστε η ίδια η φύση των αλόγων ζώων μας διδάσκει.

Τονίζεται με έμφαση το γεγονός της αδίδακτης γνώσης, την οποία έχουν πολλά ζώα στο τρόπο διαβίωσής τους. Κάποιες μάλιστα φορές ο Άγιος μέμφεται τους ανθρώπους, που υστερούν απέναντι στων ζώων (στην ηθική πλευρά της ζωής τους) όταν λ.χ. δεν δείχνουν αγάπη προς τα παιδιά τους (την οποία, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να διδάσκονται από το ζωϊκό βασίλειο).

Αυτός είναι ο λόγος που τα κείμενα του Αγίου έχουν διαχρονικό κύρος, παρά την τόση πρόοδο της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, σήμερα. Αν, μάλιστα, υπολογίσουμε την εν ονόματι της προόδου οικολογική καταστροφή που προξενεί ο σύγχρονος άνθρωπος στο περιβάλλον του, δεν έχουμε παρά να παραδεχθούμε την υπεροχή της πατερικής ηθικής έναντι της «ηθικής» των γνωστικών μας.


Αν καταφέρουμε να διαβάσουμε και σήμερα το βιβλίο του κόσμου (Liber mundi, όπως γράφει ο άγιος Αυγουστίνος), ούτε η αστρονομία, ούτε η φυσική, ούτε η βιολογία, φυτολογία, ζωολογία, η ανθρωπολογία- ιατρική κλπ μπορεί να προσβάλλουν τις αλήθειες της αποκαλύψεως, οι οποίες μόνο με εμπιστοσύνη στο Ενθεο Σοφία γίνονται δεκτές στη ζωή μας.

Αν, από την άλλη πλευρά, οι «επί μέρους» επιστήμες οδηγούν σε άρνηση οποιασδήποτε πραγματικότητας «υπεράνω» του ανθρώπου, τούτο δεν μπορούν να το κάνουν παρά μόνον με γενικεύσεις- θεωρίες ( δηλαδή με μετα-φυσικές αρχές, τις οποίες αρνούνται, όταν πρόκειται για πίστη σε θεό- πατέρα- προνοητή ), που εξέρχονται από τα όρια της επιστημονικής αντικειμενικότητας.

Αυτό το τελευταίο η ορθόδοξη θεολογία χρειάζεται να το βεβαιώνει επιτακτικά προς τον σύγχρονο άνθρωπο, «διαλύοντας» κάθε σύγχυση σχετικά με την «επιστημονική αθεϊα» της εποχής μας, η οποία επιχειρεί να εγκαθιδρυθεί ως αλήθεια, αρνούμενη το γεγονός της Δημιουργίας.


ΚΕΙΜΕΝΟ 5Ο

ΤΟ ΖΩΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4, σελ. 346.

( Α' ΜΕΡΟΣ )



«Να βγάλει η γή ψυχή ζωντανή». Δεν ήταν χωμένη μέσα στη γη η ψυχή των αλόγων ζώων και βγήκε στο φανερό, αλλά έ­λαβε ύπαρξη μαζί με τη διαταγή. Και είναι μία η ψυχή των αλό­γων ζώων. Γιατί είναι ένα αυτό, πού αποτελεί το χαρακτηριστι­κό της γνώρισμα, η αναλογία πού την χαρακτηρίζει.

Κάθε ένα ζώο ξεχωρίζει με ιδιαίτερα γνωρίσματα. Το βόδι είναι σταθερό, ο γάιδαρος είναι νωθρός, ολόθερμο το άλογο στον πόθο του θη­λυκού , ανήμερος ο λύκος, η αλεπού πονηρή, το ελάφι δειλό, ερ­γατικό το μυρμήγκι, σε διασκεδάζει το σκυλί και θυμάται το φί­λο του. Το κάθε ένα, μαζί με τη δημιουργία του πήρε και το ιδιαίτερο γνώρι­σμα της φύσης του.

Γεννήθηκε μαζί με το λιοντάρι κι ο θυμός του, η μοναχικότητα στην ζωή του, η έλλειψη επαφής με τα άλλα λιοντάρια. Σαν ένας βασιλιάς των αλόγων ζώων, εξαιτίας της υπεροχής της φύσης του, δεν καταδέχεται να είναι ίσο με τα άλλα. Αυτό αρνείται τη χθεσινή τροφή, δεν καταδέχεται ούτε τα απομεινάρια από το ίδιο του το θύμα. Έδωσε η φύση σε αυτό τέτοια φωνητικά όργανα, ώστε πολλά ζώα, αν και το ξεπερνούν στην ταχύτητα, πολλές φορές πιάνονται εξαιτίας του βρυχηθμού του και μόνο.

Εξάλλου ο πάνθηρας είναι γρήγορος σαν αστραπή κι απότομος στης ορμές του. Το σώμα του είναι κατάλληλο, με ε­λαστικότητα και ελαφράδα πραγματοποιεί τις| επιθυμίες του. Η αρκούδα έχει φύση νωθρή, ο χαρακτήρας της ιδιότροπος, ύπου­λη, κρύβει βαθιά τις διαθέσεις της. Όμοιο είναι και το σώμα πού περιβάλλεται, βαρύ, δεμένο, μονοκόμματο, όπως ταιριάζει σε ζώο πού μένει στη φωλιά του σε χειμέρια νάρκη.

Αν εξετάζομε με το νου μας πόση αδίδακτη και φυσική πρόνοια της ζωής τους, υπάρχει μέσα σε τούτα τα άλογα ζώα, σίγουρα θα δραστηριοποιηθούμε και θα προνοήσομε πώς θα φυλαχτούμε και πώς θα σώσομε τις ψυχές μας και θα κατακριθούμε ακόμα περισσότερο, όταν βρεθούμε νά είμαστε κατώτεροι και στη μίμησή μας προς τα ζώα.


Η αρκούδα πολλές φορές καταπληγωμένη από βαθιά τραύματα, αυτοθεραπεύεται κλείνοντας τις πληγές της με κάθε τρόπο, με το φλόμο αυτόν πού έχει φυσική ξηρότητα. Μπορείς να δεις και την αλεπού νά γιατροπορεύεται μόνη της, χρησιμο­ποιώντας το δάκρυ του πεύκου. Η χελώνα, όταν γεμίσει την κοιλιά της με σάρκες έχιδνας, αποφεύγει τη βλάβη από το δηλη­τήριο, με την αντίθετη επίδραση της ρίγανης. Και το φίδι πάλι γιατρεύει τα μάτια του τρώγοντας μάραθα.

Οι προγνώσεις πάλι των καιρικών μεταβολών, ποια λογική σοφία δεν κρύβουν; Βλέ­πεις το πρόβατο, όταν πλησιάζει κακοκαιρία, νά τρώει λαίμαρ­γα την τροφή του, σαν νά κάνει προμήθειες για νά αντιμετωπίσει την ανέχεια που το περιμένει. Τα βόδια, κλεισμένα πολύν καιρό κατά την περίοδο του χειμώνα, όταν πλησιάζει πια ή άνοιξη, νιώθουν τη μεταβολή με τη φυσική αίσθηση πού έχουν και βλέ­πουν προς την πόρτα του βουστάσιου, κι όλα αλλάζουν όψη σαν μ’ ένα σύνθημα. Μερικοί μελετηροί μάλιστα παρατήρησαν ότι κι ο σκαντζόχοιρος μηχανεύθηκε διπλές εισόδους στην υπόγεια φωλιά του για νά αναπνέει : όταν είναι νά φυσήξει βοριάς, φράζει καλά τη βορινή είσοδο κι όταν πάλι φυσάει νότος, προς τη βορινή τρα­βιέται.


Ποια υπόδειξη γίνεται με αυτά σ' εμάς τους ανθρώπους; Όχι μόνο η φροντίδα του δημιουργού δεν αφήνει τίποτα απ’ ξω, αλλά ότι και τα άλογα ζώα έχουν κάποια αίσθηση του μέλ­λοντος, ώστε κι εμείς να μην καταπονούμαστε για την παρούσα ζωή, αλλά όλο το ενδιαφέρον μας να στρέφεται προς το μελλοντικό αιώνα.

Δε θα κοπιάσεις, άνθρωπέ μου, για τον εαυτό σοι ; Δε θα προετοιμάσεις από τώρα στην παρούσα ζωή τις αναπαύ­σεις του μέλλοντος, βλέποντας το παράδειγμα του μυρμηγκιού; Αυτό το καλοκαίρι μαζεύει και αποθηκεύει την τροφή του χειμώ­να και δεν αναβάλλει τη δουλειά από οκνηρία, αφού ακόμα δεν έφτασαν οι ανάγκες του χειμώνα, αλλά εντείνει τις δυνάμεις του προς εργασία με μια ανυποχώρητη σπουδή, έως ότου συγκεν­τρώσει στις αποθήκες του την τροφή πού του είναι αρκετή.

Αλ­λά κι αυτό δεν τό κάνει με αδιαφορία αλλά με κάποια σοφή σκέψη μη­χανεύεται τη μεγαλύτερη διάρκεια της τροφής. Κόβει με τα δόν­τια του το μέσο των σπόρων, για νά μη ξεφυτρώσουν και δεν μπορεί νά τους χρησιμοποιήσει για τροφή. Κι όταν δει ότι έχουν βραχεί, τους στεγνώνει. Και δεν τους βγάζει για στέγνωμα με όποιον καιρό, παρά όταν νοιώσει οτι ό καιρός διατηρείται καλός. Και μη σε νοιάζει, δε θα δεις βροχή να πέφτει από τα σύννεφα, όσον καιρό είναι απλωμένο έξω το σιτάρι των μυρμηγκιών. Ποιος λόγος θα το πει; Ποια ακοή θά τό ακούσει; Ποιος χρόνος είναι αρκετός για νά εκθέσει κανένας και να διηγηθεί τα θαυμά­σια του δημιουργού; Ας πούμε κι εμείς μαζί με τον προφήτη «Ώς έμεγαλύνθη τα έργα σον, Κύριε πάντα εν σοφία έποίησας».


Δε θα είναι επαρκής η απολογία μας, όταν πούμε ότι δεν έχομε διδαχτεί από τα βιβλία όσα μας συμφέρουν, αφού μας έ­δωσε την εκλογή του ωφέλιμου για μας ο νόμος της φύσης, πού δε διδάσκεται. Ξέρεις ποιο είναι το καλό πού θα κάνεις στο δι­πλανό σου; Αυτό πού θέλεις να κάνει σ' εσένα κάποιος άλλος. Και ξέρεις ποιο είναι το κακό; Αυτό πού δε θα προτιμούσες νά πάθεις ο ίδιος. Καμμιά φαρμακευτική τέχνη και εμπειρία με τις ρίζες και τα βότανά της δεν έμαθε στα άλογα ζώα τι τα ωφελεί, αλλά από τη φύση καθένα ζώο εξασφαλίζει τη σωτηρία του· και έχει μια εξοικείωση προς το φυσικό, πού δε λέγεται με λόγια.


Κι εμείς έχομε τις αρετές από τη φύση και η συγγένεια της ψυχής μας με αυτές δε γίνεται με διδασκαλία ανθρώπων, αλλά υ­πάρχει από τη φύση μέσα της. Όπως δε μας μαθαίνει καμμιά δι­δασκαλία να μισούμε την ασθένεια, αλλά έχομε από ένστικτο μέ­σα μας το μίσος για όσα μας προκαλούν πόνο, έτσι κι ή ψυχή μας διαθέτει μία δύναμη να αποφεύγει το κακό. Και κάθε κακό είναι μία ασθένεια της ψυχής, ενώ η αρετή είναι η υγεία της. Είναι ε­πιτυχημένος ο ορισμός πού έδωσαν μερικοί, ότι ή υγεία είναι ή ι­σορροπία των φυσικών μας λειτουργιών. Αυτό όταν το μεταφέρει κανείς και στην ευεξία της ψυχής, δε θα αστοχήσει το ορθό.

Γι' αυτό η ψυχή χωρίς διδασκαλία επιθυμεί το δικό της και το φυ­σικό σε αυτή. Και γι' αυτό όλοι επαινούν τη σωφροσύνη, αποδέχονται τη δικαιοσύνη, θαυμάζουν την ανδρεία, εκτιμούν πολύ τη φρόνηση. Και αυτά είναι πιο συγγενικά στην ψυχή από ό,τι η υγεία του σώματος.


«Τα παιδιά, νά αγαπάτε τους πατέρες σας. Οι γονείς πάλι, μη παροργίζετε τα παιδιά σας». Μήπως και ή φύση δε λέει τα ίδια; Δε συμβουλεύει τίποτα το καινούργιο ο Παύλος, αλλά σφίγγει περισσότερο τα δεσμά της φύσης. Αν ή λέαινα αγαπά τα παιδιά της, κι ο λύκος αγωνίζεται για τα λυκόπουλά του , τι να πεί ο άνθρωπος πού και την εντολή παρακούει αλλά και τη φύση καταστρατηγεί, όταν παιδί προσβάλλει τα γηρατειά του πατέρα του, η πατέρας, με δεύτερους γάμους, ξεχνά τα παι­διά του από τον πρώτο; Θαυμαστή είναι η στοργή των παιδιών και των γονέων μεταξύ τους στα άλογα ζώα, διότι ο Θεός που τα δημιούργησε αναπλήρωσε την έλλειψη του λογικού με την περισσή δύναμη των αισθητηρίων.



Πώς τό αρνί μέσα σε αμέτρητα πρόβατα κατάλαβε το χρώμα και τη φωνή της μητέρας του, και πηδώντας από τα μαντριά τρέχει προς τό μέρος της αναζητών­τας τις γαλατοφόρες πηγές που είναι δικές του; Κι αν βρει φτωχικές τις θηλές της μητέρας του, αρκείται σε αυτές και αδιαφορεί για πολλά μαστάρια πού σπαργούν.


Και πώς η μητέρα σε χίλια αρνιά αναγνωρίζει το δικό της; Η φωνή τους είναι μία, το χρώ­μα ένα, η μυρωδιά σε όλα όμοια, όπως την νοιώθει ή δική μας όσφρηση, διαθέτουν όμως αυτά κάποια αίσθηση, πιο δυνατή από τη δική μας αντίληψη και μέ αυτήν μπορεί το καθένα νά ανα­γνωρίζει το δικό του. Δεν έχει ακόμα δόντια το λυκόπουλο κι όμως με το στόμα αποκρούει αυτόν που το πείραξε. Δεν έχει το μοσχάρι κέρατα, αλλά γνωρίζει πού θα φυτρώσουν τα όπλα του.

Αυτά δείχνουν ότι κανένα από τά όντα δεν έχει δεχτεί διδασκα­λία, αλλά και τίποτα σε αυτά δεν είναι άταχτο και ακαθόριστο, παρά έχουν όλα το σημάδι της σοφίας του δημιουργού, αποδει­κνύοντας με τον εαυτό τους ότι δημιουργήθηκαν προπαρασκευασμένα για τη διαφύλαξη της σωτηρίας τους. Είναι άμοιρος από λογικό ό σκύλος, έχει όμως αίσθηση ισοδύναμη με το λογικό.



Όσα μέ δυσκολία βρήκαν οί σοφοί του κόσμου πού κάθισαν στη ζωή τους κι ασχολήθηκαν πολύ με αυτά, εννοώ τη σύνθεση των συλλογισμών, αυτά φαίνεται ο σκύλος ότι τα έχει διδαχτεί από τή φύση. Ψάχνοντας για τα ίχνη του αγριμιού, όταν τα βρει να πηγαίνουν σε διάφορες κατευθύνσεις, αφού ακολουθήσει τις παρεκκλίσεις όπου οδηγούν, μόνο πού δεν εκφωνεί τους συλλογι­σμούς του με όσα κάνει. Η από δω, λες, πήγε το θηρίο ή προς αυτήν τήν κατεύθυνση. Δεν πήγε όμως ούτε από δω, ούτε από κεί, άρα απομένει ότι τράβηξε προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, με τον αποκλεισμό των ψευδών βρίσκει το αληθινό.

Τι περισσότερο κάνουν οι ειδικοί στα γεωμετρικά σχήματα πού κά­θονται μεγαλόπρεπα και γεμίζουν γραμμές την άμμο, και από τις τρεις προτάσεις, αναιρώντας τίς δύο, βρίσκουν ότι αληθεύει αυτή πού απομένει; Και η αρετή του ζώου νά μην ξεχνά τη χάρη, ποιόν από τους αχάριστους στον ευεργέτη τους δεν ντροπιάζει; Αφού αναφέρεται οτι κοντά στους κυρίους τους, πού σκοτώθη­καν στην ερημιά, έμειναν πολλά σκυλιά και πέθαναν μαζί τους. Και ξέρετε ότι μερικά από τη θερμή αφοσίωση τους έγιναν οδη­γοί σ' αυτούς πού αναζητούσαν τους φονιάδες κι έκαναν τους κακούργους να οδηγηθούν στο δικαστήριο. Τι έχουν νά πουν όσοι ,όχι μόνο δεν αγαπούν τον Κύριο πού τους έπλασε και τους τρέφει ,αλλά καί φίλους κάνουν ανθρώπους πού κατηγορούν άδικα τό Θεό, κάθονται μαζί με αυτούς στο ίδιο τραπέζι κι ανέχονται να ακούν βλασφημίες κατά την ώρα τής τροφής, εναντίον αυτού πού τους τρέφει;



ΚΕΙΜΕΝΟ 5Ο

( Β’ ΜΕΡΟΣ – ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ )

Τα θηρία δίνουν απόδειξη για την πίστη σου. Πιστεύεις στο «Θά περπατήσεις πάνω σε ασπίδες και σε βασιλίσκους και θα καταπατήσεις λιοντάρια και φίδια». Και έχεις την εξου­σία πού δίνει ή πίστη «Να πατείς πάνω σε φίδια και σκορ­πιούς», ή δε βλέπεις ότι το φίδι δεν προξένησε καμμιά βλάβη στον Παύλο πού τον δάγκωσε, όταν μάζευε φρύγανα, επειδή βρήκε τον Άγιο γεμάτο από πίστη;

Αν είσαι άπιστος, μη φοβάσαι πιο πολύ το θηρίο από ότι την απιστία σου, με την οποία έκανες τό εαυτό σου ευάλωτο από κάθε τι πού καταστρέφει. Αλλά αντιλαμβάνομαι εδώ και πολλή ώρα ότι μου ζητείτε νά σας εκθέσω τα σχετικά με τή γένεση του ανθρώπου και νομίζω πώς ακούω τις καρδιές των ακροατών μου νά φωνάζουν, ότι μαθαίνομε ποια είναι στη φύση αυτά πού είναι δικά μας, αγνοούμε όμως τον ίδιο τον εαυτό μας.


Είναι ανάγκη λοιπόν νά μιλήσομε, παραμερίζοντας τό δισταγμό πού μας κατέχει. Πραγματικά, φαίνεται πώς είναι το δυσκολότερο πράγμα από όλα νά γνωρίσεις τον εαυτό σου. Γιατί δεν είσαι το μάτι μόνο, πού ενώ βλέπει τα ζώα, δεν χρησιμοποιεί την δράση και στον εαυτό του, αλλά ακόμα κι αυ­τός ό νους μας, ενώ βλέπει ολοκάθαρα το ξένο αμάρτημα, είναι, αργός στην συνειδητοποίηση των δικών του ελαττωμάτων.


Γι' αυτή την αιτία κι ο λόγος μας τώρα, ενώ εξήγησε πρόθυμα τα ξένα, είναι νωθρός και γεμάτος δισταγμό νά εξετάσει τα δικά μας. Γιατί δεν υποχωρεί νά γνωρίσει κανένας τον Θεό από τον ου­ρανό και τη γη περισσότερο από ότι από την ίδια του την κατασκευή, όποιος εξετάζει προσεκτικά τον εαυτό του.

Και ό Θεός είπε « ας κάνομε τον άνθρωπο». Που πήγε ο Ιουδαίος μας; Όταν ανάμεσα από τα προηγούμενα ξεφώνιζε το φως της θεολογίας, σαν από κάποιες θυρίδες και γίνονταν μυστικοί υπαινιγμοί για ένα δεύτερο πρό­σωπο, πού δεν είχε όμως ακόμα φανερωθεί ξεκάθαρα, αυτός πολεμούσε την αλήθεια και ισχυριζόταν ότι ό Θεός συνομιλούσε με τον εαυτό του. Ισχυριζόταν ότι ο Ίδιος είπε και ο ίδιος έκανε. «Νά γίνει τό φως· κι έγινε το φως».

Ήταν βέβαια και τότε φα­νερός ό παραλογισμός στα λεγόμενα του. Γιατί ποιος σιδεράς ή ποιος ξυλουργός και ποιος παπουτσής, πού κάθεται μόνος του με τά σύνεργα της τέχνης του, χωρίς νά έχει κανένα συνεργάτη, λέει ό ίδιος στον εαυτό του « Ας κάνομε τό μαχαίρι», ή « Ας συνδέσομε το αλέτρι», η « "Ας φτιάζομε τό παπούτσι», και δεν κάνει απλώς σιωπηλά την επιβαλλόμενη ενέργεια;

Δεν είναι στ' αλήθεια φοβερή φλυαρία νά κάθεται κανένας στη δουλειά του και παριστάνοντας το αφεντικό και τον επιστάτη του εαυτού του νά παροτρύνει ταυτόχρονα τον εαυτό του αυταρχικά και πιεστικά; Αλλά όμως αυτοί πού δε δίστασαν νά συκοφαντήσουν τον Κύ­ριο, τι δε θα έφταναν νά πουν, αφού έχουν γυμνασμένη τη γλώσ­σα στην ψευτιά ; Ο λόγος του όμως αυτός τους κλείνει ολότελα το στόμα.

«Και ο Θεός είπε- Ας κάνομε τον άνθρωπο». Πες μου και τώρα, μήπως το πρόσωπο είναι ένα μονάχα; Δε γράφει Η γραφή «Να γίνει ο άνθρωπος», αλλά « Ας κάνομε τον άνθρωπο». Έως ότου δεν παρουσιαζόταν ακόμα αυτός πού δέχε­ται τη διδαχή, έμεινε κρυμμένο βαθιά το μήνυμα της θεολογίας. Όταν όμως πια είναι επικείμενη η δημιουργία του ανθρώπου, η πίστη μένει γυμνή και φανερώνεται με αυτό καθαρότερα η διδα­σκαλία της αλήθειας

«Ας κάνομε τον άνθρωπο».

Ακούς, εσύ χριστομάχε, ότι συνομιλεί με το συνεργάτη του στη δημιουργία, «μέσω του οποίου δημιούργησε Όσα περιέχουν οι αιώνες και κυβερνά τα σύμπαντα με το λόγο της δύναμης του»; Δεν παραδέχεται όμως αδιαμαρτύρητα το λόγο πού υπαγορεύει ή ευσέ­βεια. Και τα θηρία τα πολύ εχθρικά προς τον άνθρωπο, όταν πιαστούν στα δόκανα, μουγκρίζουν σε κάθε κατεύθυνση πιασμέ­να στα κυλινδρικά ξύλα και εκδηλώνουν βέβαια την άγρια χκι α­νήμερη φύση τους, δεν έχουν όμως πού νά ικανοποιήσουν τη μα­νία τους. Έτσι και ή εχθρική προς την αλήθεια σπορά, οι Ιουδαίοι, σαν έχουν βρεθεί σε δύσκολη θέση, λένε πώς είναι πολλά τα πρόσωπα στα οποία ο Θεός απεύθυνε το λόγο του.

Λέει «Ας κάνομε τον άνθρωπο·» στους αγγέλους πού τον περιστοιχίζουν». Αυτό είναι Ιουδαϊκή φαντασία- από αυτούς βγήκε το παραμύθι για ευκολία τους. Για νά μην παραδεχτούν τον ένα, κουβαλούν μυριάδες. Διαγράφοντας τον Υιό, απονέμουν το αξίωμα του συμβούλου στους υπηρέτες. Και κάνουν τους σύνδουλούς μας εξουσιαστές της δημιουργίας μας.

Όταν ο άνθρωπος τελειοποιη­θεί, ανεβαίνει στο αξίωμα των αγγέλων. Ποιο όμως δημιούργη­μα μπορεί νά εξισωθεί με το δημιουργό του, πρόσεξε και τα επό­μενα. «Κατ' εικόνα ημετέραν». Τι έχεις να πεις σε αυτό; Μή­πως ότι και του Θεού και των αγγέλων η εικόνα είναι μία; Ό Υιός και ο Πατέρας ανάγκη πάσα νά έχουν την Ίδια μορφή. Φυ­σικά η μορφή πρέπει νά εννοείται, όπως αρμόζει στο θεό, όχι με εμφάνιση σωματική αλλά με το ιδιαίτερο γνώρισμα της θεότη­τας.

Άκου κι εσύ από τη νέα «κατατομή», πού κάτω από το πρόσχημα του χριστιανισμού πιστεύεις στον Ιουδαϊσμό. Στον ευαγγέλιο λέει «Κατ' εικόνα ημετέραν»; Σε ποιόν άλλον βέβαια, αν όχι στο «άχτιδοβόλημα της δόξας και στο αποτύπωμα της υπό­στασης τον», σε αυτόν πού είναι η εικόνα του αόρατου θεού; Ε­πομένως, στην ίδια του εικόνα τή ζωντανή, είναι πού είπε· « Εγώ κι ό Πατέρας είμαστε ένα» και «Όποιος είδε εμένα, είδε τον πα­τέρα μου».

Σε αυτή του την εικόνα λέει· « "Ας κάνομε τον άν­θρωπο σύμφωνα με την εικόνα μας». Όπου υπάρχει μιά εικόνα, που είναι ή ανομοιότητα; «Και ο Θεός έκανε ον άνθρωπο». Όχι «έκαναν». Εδώ απέφυγε τον πληθυντικό των προσώπων. Με τα πρώτα παιδαγωγούσε τον Ιουδαίο, με το περιορίζει τον ελληνισμό, γι' αυτό αναφέρθηκε στη μονάδα για ασφάλεια· και τον Υιό νά σκέφτεται μαζί με τον Πατέρα και τον κίνδυνο της πολυθεΐας νά ξεφύγεις «Τον έκανε με τη μορφή τον Θεού» και πάλι φέρνει από κοντά το πρόσωπο του ευεργέτη. Δεν είπε «Με τη μορφή των», αλλά «Με τή μορφή τον Θεού». Από ποια άποψη, λοιπόν, έχει ο άνθρωπος το «κατ' εικόνα» και πώς μεταλαμβάνει το «καθ' όμοίωσιν», θα δώσει ό Θεός νά τα αναπτύξομε παρακάτω. Τώρα ας πούμε τόσο μονάχα, αν είναι μια η εικόνα, πώς σου ήρθε αυτή η απαράδεκτη ασέβεια, λέγ­οντας πώς ο γιος είναι ανόμοιος με τον Πατέρα; Τι αχαριστία! Την ομοιότητα πού πήρες εσύ, δε θέλεις νά μεταδοθεί και στον ευεργέτη σου; Και νομίζεις ότι έχεις την κυριότητα και σου ανή­κουν όσα σου έδωσε η χάρη, ενώ δεν επιτρέπεις στον Υιό νά έχει τη φυσική ομοιότητα προς τον Πατέρα του;

Νά όμως πού το βράδυ μας επιβάλλει νά σωπάσομε, αφού έχει προ πολλού ξε­προβοδίσει τον ήλιο προς την δύση. Εδώ κι εμείς ας αφήσουμε το λόγο μας νά ησυχάσει κι ας αρκεστούμε σε όσα είπαμε. Τώ­ρα, όσο νά ξυπνήσω το ενδιαφέρον σας, έκανα μόνο με το λόγο μου μερικές νύξεις· πληρέστερη ανάπτυξη για τα θέματα αυτά θα επιχειρήσομε στις επόμενες ομιλίες με τη βοήθεια του Πνεύμα­τος. Πηγαίνετε στο καλό χαρούμενοι φίλοι του Χριστού, εκκλη­σίασμά μου, και στολίσετε τα σεμνά τραπέζια σας με τη θύμηση των λόγων μου, αντί με οποιαδήποτε άλλα ορεκτικά. Ας καταντροπιαστεί ο οπαδός του «ανόμοιου», ας ντροπιαστεί ο Ιου­δαίος, ας χαρεί ο ευσεβής με τα δόγματα της αλήθειας και ό Κύ­ριος ας δοξαστεί.



















ΟΜΑΔΑ Γ' ΚΕΙΜΕΝΩΝ : ΑΝΘΡΩΠΟΣ


 

        ΓΙΑΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΛΑΣΤΗΚΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ

 



Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης θέλοντας να δείξει τη μεγάλη αξία του ανθρωπίνου όντος, υπογραμμίζει από την αρχή το βασιλικό του δώρο, με το οποίο ο Θεός τον κατέστησε άρχοντα της κτίσεως, αφού τον έπλασε τελευταίο μετά από όλα όσα συγκροτούν το σύμπαν. Στο «ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ» μαζί με τη συστηματική και ακριβή ανάλυση των βιβλικών δεδομένων συνδυάζονται και οι φιλοσοφικο-επιστημονικές  αντιλήψεις, προκειμένου να φανερωθεί η υπεροχή του ανθρώπου και να συνειδητοποιηθεί ο προορισμός του.

  Οι αρχαίοι Ελληνες φιλόσοφοι είχαν ήδη διατυπώσει πολύ σημαντικές απόψεις για τη φύση του ανθρώπου και την ηθικοκοινωνική του συμπεριφορά, ξεκινώντας ο καθένας από διαφορετική αφετηρία. Υπήρχαν ακόμη και οι μελέτες που εστίαζαν το ενδιαφέρον στην ανατομία και φυσιογνωμία του σώματος, καθώς και σε βασικές λειτουργίες της Ζωής, ( Ιατρικο- Επιστημονική κληρονομιά της αρχαιότητας, καταχωρημένη στα σχετικά βιβλία ) . Ο Άγιος Γρηγόριος, σαφέστατα είναι ενημερωμένος για όλα αυτά. Γνωρίζοντας και τις απαιτήσεις των καλλιεργημένων ανθρώπων της εποχής του, φροντίζει να ανταποκριθεί σ’ αυτές και παράλληλα να μιλήσει για τις υψηλές αλήθειες της αποκάλυψης, οι οποίες υπογραμμίζουν τη θεϊκή καταγωγή του ανθρωπίνου γένους.

  

Η ενσωμάτωση των «θύραθεν» αντιλήψεων (περί ανθρώπου) στην πατερική θεολογία είναι καθ’ όλα νόμιμη, διότι η εκκλησία αποδέχεται την «πρόσληψη» των πολιτισμικών επιτευγμάτων της προ Χριστού εποχής, ως διαδικασία ερμηνείας του περιεχομένου της πίστεως, προς τους «εκτός» αυτής ευρισκόμενος. Η πατερική θεολογία μας επιτρέπει να διακρίνουμε αυτή την «μέθοδο εργασίας» , με έναν ξεκάθαρο τρόπο, αφού μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι βιβλική αποκάλυψη σε σχέση με τα υπόλοιπα «θύραθεν» στοιχεία, τα εγκατεσπαρμένα «εδώ και εκεί» μέσα στην αφήγηση.

    

 Ενώ, όμως η σύνθεση των πατέρων έχει την διαχρονική της αξία, ως αποστολή προς τους «έξω», ολοφάνερα λείπει στη σημερινή εποχή μια «άλλη σύνθεση» (συμπληρωματική ίσως της πατερικής) η οποία θα συμπεριλαμβάνει τις νεότερες επιστημονικές αντιλήψεις περί ανθρώπου και θα απαντά σε νέα ερωτήματα.



Είναι σαφές πως η επιστήμη (και η μέθοδος εργασίας της) έχουν τροποποιήσει σημαντικά το «ανθρωποείδωλο» στη σύγχρονη εποχή, ιδιαιτέρως δε οι ανακαλύψεις της βιολογίας (ως κατεξοχήν επιστήμης της ζωής). Οι περί «θείας εικόνας» θεολογικές παραστάσεις λίγο- πολύ θεωρούνται «μεταφυσικές φαντασιώσεις» Ο άνθρωπος «ερευνάται» ως προέκταση της φύσης και «εξάρτημά» της. Αυτός ο Απόλυτος Βιολογισμός αναπόφευκτα οδηγεί στη θεωρία της εξελίξεως. Αν και έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες θεολόγων να απαντήσουν σε ερωτήματα, που θέτει η εν λόγω θεωρία, ουσιαστικά ελλείπει ένα έργο αντίστοιχο εκείνου του Γρηγορίου Νύσσης.

  Ισως κάτι τέτοιο να επιβάλλεται σήμερα ως απάντηση της ορθοδόξου θεολογίας στην θεωρία της Εξελίξεως, η οποία (κατά τη γνώμη επιφανών στοχαστών) έγινε διάσημη, λιγότερο για τα ευρήματά της και περισσότερο για την απόπειρα υποκατάστασης της βιβλικής αποκάλυψης περί ανθρώπου, με μια νεα αντίληψη ( και την μόνη ορθή κατά τη γνώμη των Δαρβινιστών).

   

 Στους Αγίους Πατέρες βρίσκουμε αναφορές στην εξέλιξη των όντων, όχι όμως τις ίδιες ερμηνείες (για να φανεί έτσι ότι τα αυτά δεδομένα, μπορούν να έχουν τελείως διαφορετικές εξηγήσεις). Οι σύγχρονοι εξελικτικοί θέλουν τον άνθρωπο ως την τελευταία βαθμίδα μιας τυφλής διαδικασίας που αρχίζει από τους ωκεανούς και φτάνει ως το έλλογο όν, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.

Πρόκειται για μια «εκ τω κάτω» θεώρηση της ανθρώπινης υπόστασης, που κυριαρχεί διεθνώς στον επιστημονικό χώρο, παρά τις πολλές ελλείψεις αντικειμενικότητας τις οποίες παρουσιάζει. Το ακόμα χειρότερο για την εξελικτική θεωρία συνίσταται στην δικαιολόγηση του νόμου της ζούγκλας, στις ανθρώπινες κοινωνίες (μικρές ή μεγάλες) ως δήθεν φυσικού νόμου (εξαφάνιση του αδυνάτου, του «κατωτέρου») και στην ιδεολογική κάλυψη των ποικίλων ηθικών παρεκτροπών (ρατσισμός, βία, κλπ).

   

 Μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η νατουραλιστική θεώρηση της ζωής εξοβελίζει το Δίκαιο από τις σχέσεις, αφού θεωρεί ως «φυσιολογική» κάθε εκδήλωση αγριότητας και υποταγής του ασθενεστέρου.

Οι πατέρες της εκκλησίας ( και αληθείς άνθρωποι του θεού), είναι ενήμεροι και αυτοί για την άλογη και κτηνώδη ζωή (την φορά προς το ζωώδες), της δίνουν όμως άλλη ερμηνεία. Η φορά αυτή εξηγείται ως πτώση από τον αρχικό προορισμό (πράγμα που αδυνατεί να δει η επιστήμη και οι λογικές της μέθοδοι) και ως «ένδυση» με «δερμάτινους χιτώνες». Ο άνθρωπος, στην τωρινή του φάση βρίσκεται σε μια «αντίστροφη εξέλιξη» έχοντας απομακρυνθεί από τις αρχικές του καταβολές και έχοντας «εξομοιωθεί τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις».

Γι’ αυτό το λόγο οι θείοι Πατέρες μπορούν να μιλούν για ανθρώπινη κοινωνία και για αγάπη (ως κατόρθωμα της Πίστης) ενώ οι σύγχρονοι επιστήμονες, πέραν των φυσιοκρατικών τους απόψεων , αδυνατούν να προσφέρουν οποιαδήποτε ηθική ανάταση μέσα από τις «συνθήκες της ύπαρξης» στις οποίες ο άνθρωπος έχει «ριχτεί Οι μέθοδοι της επιστήμης είναι οι ίδιες φυλακισμένες στις συνθήκες της πτώσης (λέει ο ορθ.στοχαστής Clement Olivier) και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο αδυνατούν να αναχθούν στην αλήθεια για την Πρωταρχική κατάσταση και φύση του ανθρώπου.

    Νομίζουμε πως η ανάγνωση των πατέρων έχει να διδάξει πολλά τους σημερινούς γνωστικούς και να τους διανοίξει νεα πεδία αντίληψης, στην προσέγγιση της φύσης και του προορισμού του ανθρώπου. Χρειάζεται φυσικά παραμέρισμα των προκαταλήψεων για την «υποδοχή» του Αγιοπατερικού λόγου, και θέληση εντίμου διαλόγου, στα όρια της σύνθεσης θεολογίας, φιλοσοφίας και επιστήμης. Να θυμίσουμε εδώ και πάλι, πως η Επιστήμη αποτελεί θείο Δώρο («κύριος έδωκεν ανθρώποις επιστήμην») μέσω του οποίου μπορούμε να θαυμάζουμε τα έργα του Δημιουργού.

Οι ανακαλύψεις της νεότερης βιολογίας δεν θα έπρεπε, κατά ταύτα να οδηγούν στην αθεϊα. Με οδηγό το έργο των πατέρων, η θεολογία οφείλει να προχωρήσει σε μια νέα σύνθεση, ικανή να ανταποκρίνεται στην αναζήτηση των σημερινών γνωστικών, επαναβεβαιώνοντας το κύρος των αποκαλυπτόμενων αληθειών της βίβλου, προς Δόξαν Θεού.

  


ΚΕΙΜΕΝΟ 1Ο

ΓΙΑΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓ. ΝΥΣΣΗΣ, τ. 5, σελ. 30.



Αυτό το σπουδαίο και πολύτιμο πράγμα, ο άνθρωπος, δεν είχε ακόμη εμφανισθεί στον κόσμο των δημιουργημάτων. Άλλωστε δεν ήταν σωστό, να είχε παρουσιασθεί πριν από τους αρχόμενους ο άρχοντας, αλλά αφού προετοιμασθεί έγκαιρα το βασίλειο, στη συνέχεια να παρουσιασθεί ο βασιλιάς. Και τούτο διότι ο Δημιουργός του παντός προετοίμασε για τον μελλοντικό βασιλιά κάποια βασιλική κατοικία. Κι αυτή είναι η γη και τα νησιά και η θάλασσα κι ο ουρανός, που είναι κυρτός σαν οροφή πάνω απ`αυτά.

Σ`αυτά τα βασιλικά κτήματα εναποθηκεύτηκε πλούτος παντοειδής Κι όταν λέγω πλούτο, εννοώ όλα τα δημιουργήματα, τόσο αυτά που συγκαταλέγονται στα φυτά και στα δέντρα, όσο κι εκείνα που έχουν αίσθηση και πνοή και ψυχή μέσα τους. Ίσως μάλιστα πρέπει, να συμπεριλάβω σ`αυτό τον πλούτο και τα διάφορα υλικά αγαθά, όσα φαίνονται πολύτιμα στα ανθρώπινα μάτια, εξαιτίας του καλού χρώματός τους, όπως είναι το χρυσάφι και το ασήμι κι εκείνες οι πέτρες, που αγαπούν οι άνθρωποι. Κι αυτών όλων έκρυψε την αφθονία μέσα στους κόλπους της γης, σαν να ήταν άλλοι βασιλικοί θησαυροί.

Κι έπειτα απ`όλα αυτά αναδεικνύει στον κόσμο τον άνθρωπο, ο οποίος σε μερικά από τα θαύματα του κόσμου θα είναι θεατής και σε άλλα κύριος. Κι έτσι με την απόλαυση αυτού του πλούτου αφενός μεν να συνειδητοποιεί τη φρόνηση εκείνου που τον χορηγεί, αφετέρου δε δια μέσου του κάλλους και του μεγαλείου εκείνων που βλέπει, να εξιχνιάζει την απόρρητη, και υπεράνω κάθε λογικής, δύναμη του Δημιουργού.


Γι`αυτούς τους λόγους εμφανίζεται τελευταίος μετά τη δημιουργία ο άνθρωπος, κι όχι γιατί τάχα περιφρονήθηκε μεταξύ των τελευταίων ως απόβλητος, αλλά επειδή έπρεπε να είναι βασιλιάς των υπηκόων ευθύς με τη γέννησή του. Κι ο Θεός, σαν άλλος καλός ξενοδόχος, δεν εισάγει εκείνον, που πρόκειται να γευματίσει, πριν από την ετοιμασία των φαγητών, αλλά όταν τα τακτοποιήσει όλα με ευπρέπεια και στολίσει το σπίτι με τα ανάλογα διακοσμητικά, δηλ. το ανάκλιντρο, το τραπέζι, τότε οδηγεί προς τα ήδη ετοιμασμένα για το γεύμα εδέσματα, τον προσκαλεσμένο στο τραπέζι.

Με τον ίδιο τρόπο ο πλούσιος και πλουσιοπάροχος εστιάτωρ του γένους μας, αφού στόλισε καλά την κατοικία με παντοειδή κάλλη κι ετοίμασε αυτή τη σπουδαία και ποικίλη πανδαισία, τότε οδήγησε μέσα τον άνθρωπο. Και το έργο που του ανέθεσε, δεν ήταν να αποκτήσει αυτά που έλειπαν, αλλά να απολαύσει αυτά που υπήρχαν. Γι`αυτό τον λόγο και προσφέρει στον άνθρωπο διπλά τα μέσα για την επιτυχία του σκοπού της δημιουργίας του, αναμιγνύοντας το θείο με το γήινο στοιχείο έτσι , ώστε και με τα δυο να έχει σύμφυτη και οικεία την απόλαυση από τον καθένα. Και να απολαμβάνει το Θεό με την πιο θεία φύση, δηλ. με την ψυχή, και τα υλικά αγαθά με την όμοια προς αυτά αίσθηση.

Αξίζει να μην μείνει και τούτο ανεξέταστο το ότι δηλ. η δημιουργία σχεδιάζεται σε γενικές γραμμές κατά κάποιο τρόπο από τη θεϊκή δύναμη, κι αρχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που δόθηκε το πρόσταγμα, όταν είχαν τεθεί κάτω τα θεμέλια όλου αυτού του κόσμου και των επί μέρους στοιχείων του για τη σύσταση του σύμπαντος.

Για τη δημιουργία όμως του ανθρώπου γίνεται από πρίν σκέψη. Σχεδιάζεται εκ των προτέρων από τον Δημιουργό με την περιγραφή του λόγου αυτό, που πρόκειται να δημιουργηθεί. Συγκεκριμένα πως ακριβώς ταιριάζει να είναι, με ποιο πρότυπο να ομοιάζει, και για ποιο σκοπό δημιουργήθηκε και τι έργο θα επιτελέσει, όταν δημιουργηθεί και ποια άλλα δημιουργήματα θα εξουσιάζει. Όλα τα εξετάζει προσεκτικά από την αρχή ο λόγος, ώστε το αξίωμα που θα λάβει ως κλήρο ο άνθρωπος, να είναι προγενέστερο από τη δημιουργία του, αφού θα έχει αποκτήσει την εξουσία των δημιουργημάτων, πρίν ακόμη ο ίδιος δημιουργηθεί.

Γιατί λέγει «Είπε ο Θεός ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την δική μας εικόνα και την ομοίωση, με το σκοπό να εξουσιάζει τα ψάρια της θάλασσας και τα θηρία της γης και τα πετεινά του ουρανού και τα κτήνη κι όλη τη γη».

Ώ τι θαύμα είναι αυτό! Δημιουργείται ο ήλιος και δεν προηγείται καμία σκέψη. Το ίδιο και με τον ουρανό, δηλ. τα δημιουργήματα αυτά, που δεν έχουν το όμοιό τους σ`όλη την κτίση. Κι αυτό το θαύμα γίνεται με το λόγο μόνο, χωρίς ούτε το πού , ούτε το πώς, ούτε κάτι άλλο παρόμοιο να επισημανθεί από το λόγο. Με τον ίδιο τρόπο και το καθένα απ`όλα τα δημιουργήματα, δηλ. η ατμόσφαιρα, τα αστέρια, ο αέρας που υπάρχει ανάμεσά τους, η θάλασσα, η γη, τα ζώα, τα φυτά, τα πάντα δημιουργούνται με πρόσταγμα.

Μόνο για τη δημιουργία του ανθρώπου προχωρεί ο Δημιουργός του σύμπαντος με τόση περίσκεψη, ώστε να προετοιμάσει γι`αυτόν και το υλικό της δημιουργίας, να εξομοιώσει τη μορφή του με κάποιο αρχέτυπο κάλλος, να του θέσει εκ των προτέρων το σκοπό για χάρη του οποίου δημιουργείται, να δημιουργήσει γι`αυτόν κατάλληλη και συγγενή ως προς τα έργα τη φύση, ώστε να είναι ικανή γι`αυτό που υπάρχει μπροστά της.

Όπως σ`αυτήν εδώ τη ζωή οι τεχνίτες κατασκευάζουν το όργανο ανάλογα με την ανάγκη, έτσι κι ο αριστοτέχνης Θεός δημιούργησε τη φύση μας, σαν άλλο σκεύος κατάλληλο για βασιλικό έργο. Και προετοίμασε τον άνθρωπο να είναι τέτοιος, τόσο με τα ψυχικά πλεονεκτήματα, όσο και μ`αυτή τη μορφή του σώματος, ώστε να ασκεί με επιδεξιότητα τη βασιλική εξουσία.


Η ψυχή π.χ. δείχνει από μόνη της τη βασιλική και ηγεμονική ιδιότητα, αφού είναι αποχωρισμένη από την άσημη ταπεινότητα και είναι η ίδια ελεύθερη κι απεριόριστη και διοικείται κατά τρόπο αυτεξούσιο, σύμφωνα με τις δικές της επιθυμίες. Αυτό το γνώρισμα σε ποιόν άλλον ανήκει, εκτός από τον βασιλιά; Κι ακόμη με το να δημιουργηθεί ο άνθρωπος ως εικόνα της φύσης εκείνης, δηλ. του Θεού, που εξουσιάζει τα πάντα, δε σημαίνει τίποτε άλλο, παρά μόνο ότι αυτός δημιουργήθηκε αμέσως βασιλιάς.

Είναι γνωστό πως εκείνοι που φτιάχνουν σύμφωνα με κάποια ανθρώπινη συνήθεια τις εικόνες των αρχόντων, αναπλάθουν και τα χαρακτηριστικά της μορφής, και μαζί με τα πορφυρά ενδύματα περιγράφουν ταυτόχρονα και το βασιλικό αξίωμα. Και λέγεται και η εικόνα από συνήθεια βασιλιάς. Κι ο άνθρωπος, λοιπόν, επειδή δημιουργήθηκε για είναι άρχοντας των άλλων, με την ομοιότητα προς τον Βασιλιά του Παντός, ανορθώθηκε σαν άλλη έμψυχη εικόνα, που βρίσκεται σε κοινωνία με το πρότυπο και με το αξίωμα του βασιλικού ονόματος. Δε φοράει βέβαια πορφυρά ενδύματα, ούτε με τη βασιλική ράβδο και το στέμμα φανερώνει το αξίωμά της, αφού ούτε και το πρότυπο τα έχει αυτά.

Όμως αντί για την αλουργίδα φοράει την αρετή, που είναι ανώτερη από όλα τα βασιλικά ενδύματα. Αντί για τη ράβδο στηρίζεται στη μακαριότητα της αθανασίας. Αντί για το βασιλικό στέμμα, στολίζεται με το στεφάνι της δικαιοσύνης. Κι έτσι φαίνεται δια μέσου όλων, ότι είναι εξομοιωμένη με ακρίβεια προς το αρχέτυπο κάλλος, που υπάρχει στο βασιλικό αξίωμα.


Όμως το θείο κάλλος δεν υπάρχει σε κάποιο σχήμα κι ούτε στολίζεται από το πλεονέκτημα της μορφής, αλλά εμφανίζεται με την ανέκφραστη μακαριότητα, που πηγάζει απ`την αρετή. Οι ζωγράφοι μεταφέρουν στους πίνακες τις ανθρώπινες φυσιογνωμίες με τη βοήθεια χρωμάτων, αφού επιχρίσουν το αντίγραφο με τις ανάλογες και συγγενείς αποχρώσεις έτσι, ώστε να μεταφερθεί με κάθε ακρίβεια το κάλλος του προτύπου στο ομοίωμα.

Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να εννοήσουμε και το δικό μας Πλάστη. Γιατί δείχνει στο πρόσωπό μας τη δική του εικόνα, όταν με τις αρετές, τις οποίες ρίχνει επάνω μας σαν άλλα χρώματα, στολίζει γύρω – γύρω την εικόνα του, δηλ. την ψυχή μας, ανάλογα με το δικό του κάλλος. Αυτού του είδους τα χρώματα της εικόνας είναι ποικίλα και κάθε μορφής. Με αυτά ζωγραφίζεται εκ νέου το αληθινό πρόσωπο. Κι αυτά δεν είναι η ερυθρότητα και η φωτεινότητα κι οποιαδήποτε μεταξύ τους ανάμιξη. Ούτε το ελαφρό βαψιμο με μαύρη βαφή, που γίνεται στα φρύδια και στα μάτια, και το οποίο δίνει στις κοιλότητες του προσώπου μια ελαφριά φωτοσκίαση με κάποια ανάμιξη, κι όσα άλλα επενόησαν τα χέρια των ζωγράφων.

Αλλά αντί γι`αυτά τα υλικά χρώματα χρησιμοποιούνται η καθαρότητα, η απάθεια, η μακαριότητα, η αλλοτρίωση από κάθε κακό κι όσα άλλα ανήκουν σ`αυτή την κατηγορία, με τα οποία διαμορφώνεται στους ανθρώπους η ομοίωση προς το Θεό. Με τέτοια άνθη σμίλεψε ο Δημιουργός τη φύση της δικής του εικόνας.


Αν μάλιστα μαζί με αυτά εξετάσεις προσεκτικά και τα άλλα, με τα οποία σχηματίζεται το θείο κάλλος, τότε θα βρεις να σώζεται κι ως προς εκείνα και με ακρίβεια η ομοιότητα της εικόνας που υπάρχει ανάμεσά μας. Και να τι ακριβώς εννοώ. Ο Θεός είναι Νους και Λόγος, γιατί καθώς λέγει ο ευαγγελιστής, «Στην αρχή υπήρχε ο Λόγος» (Ιωαν. 1,1). Και οι προφήτες, σύμφωνα με το λόγο του αποστόλου Παύλου, «έχουν νουν Χριστού, ο Οποίος ομιλεί δια μέσου αυτών» (Α` Κορ. 2, 16 και Β` Κορ. 13,3).

Αλλά κι ο άνθρωπος δε βρίσκεται έξω από αυτά. Βλέπεις μέσα σου και το λόγο και το νου, που είναι απομίμηση και του όντος Λόγου. Ο Θεός είναι αγάπη και η πηγή της αγάπης. Αυτό λέγει κι ο πολύς Ιωάννης « η αγάπη προέρχεται από τον Θεό» κι «ο Θεός είναι αγάπη» (Α` Ιωαν. 4,7-8). Αυτή την αγάπη κάμνει και δικό μας προσωπικό γνώρισμα ο Δημιουργός μας «Με αυτό το σημείο θα σας αναγνωρίζουν οι άλλοι ως μαθητές μου, λέγει ο Κύριος, αν αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιωαν. 13,35). Συνεπώς όταν απουσιάζει η αγάπη, μεταβάλλεται όλη η μορφή της εικόνας. Ο Θεός επιβλέπει τα πάντα κι ερευνά τα πάντα. Και συ με την όραση και με την ακοή έχεις αντίληψη για τα όντα. Έχεις και νου, ο οποίος ερευνά κι εξετάζει με ακρίβεια τα όντα.




ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΙΟ




ΚΕΙΜΕΝΟ 2Ο

ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΙΟ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΩΜΑ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓ. ΝΥΣΣΗΣ, τ. 5, σελ. 50.


Το σώμα είναι όρθιο για τον άνθρωπο και ανυψώνεται προς τον ουρανό και βλέπει προς τα επάνω. Είναι κι αυτά δείγματα της εξουσίας κι αποκαλύπτουν το βασιλικό αξίωμα. Γιατί μόνος ο άνθρωπος μεταξύ των άλλων ζώων είναι έτσι πλασμένος, όλων δε των άλλων τα σώματα σκύβουν προς τα κάτω. Κι αυτό είναι σαφής απόδειξη της διαφοράς της αξίας τόσο εκείνων που υποκύπτουν, όσο και της εξουσίας, η οποία στέκεται πάνω απ`αυτά. Γιατί σ' όλα τα άλλα ζώα τα μπροστινά μέλη του σώματος είναι τα πόδια, γιατί το σκυφτό μέρος χρειάζεται οπωσδήποτε ένα υποστήριγμα.

Κατά τη δημιουργία όμως του ανθρώπου μπροστινά μέλη του σώματος έγιναν τα χέρια. Γιατί για την ανάγκη της όρθιας στάσης επαρκεί η μια βάση, όταν στηρίζει με ασφάλεια στα δυο πόδια τον άνθρωπο σ`αυτή τη θέση. Άλλωστε η υπηρεσία των χεριών συνεργάζεται και με την ανάγκη του λόγου. Κι αν κανείς χαρακτηρίζει ως γνώρισμα της λογικής φύσης την εξυπηρέτηση που προσφέρεται από τα χέρια, δε σφάλλει καθόλου.

Και για να το διαπιστώσεις αυτό, είναι αρκετό να ανατρέξεις με τη σκέψη σου σ`αυτό το κοινό και πρόχειρο παράδειγμα στο ότι δηλ. φανερώνουμε το λόγο με τα γράμματα, τα οποία σχηματίζουν τα χέρια. Άλλωστε δεν είναι καθόλου αμέτοχο της λογικής κι αυτό, το να μιλάμε, δηλ. με τα γράμματα, και κατά κάποιο τρόπο να συνδιαλεγόμαστε με το χέρι, αφού διασώζουμε τις λέξεις μέσα από τις μορφές των γραμμάτων. Εγώ όμως αποβλέπω και σ`έναν άλλο σκοπό, όταν ισχυρίζομαι ότι συνεργάζονται τα χέρια για την εκφώνηση του λόγου.

Καλύτερα όμως πριν ασχοληθούμε με την εξέταση αυτών, να μελετήσουμε το λόγο, που αφήσαμε ατελείωτο. Γιατί από λάθος μας διέφυγε για λίγο η σειρά των γεγονότων της δημιουργίας. Για χάρη ποιας σκοπιμότητας προηγείται η βλάστηση των φυτών από τη γη και μεταγενέστερα εμφανίζονται τα άλογα ζώα, και μετά τη δημιουργία αυτών έρχεται ο άνθρωπος; Γιατί ίσως να διδασκόμαστε κι αυτό που υπονοείται με αυτό το πρόχειρο παράδειγμα, το ότι δηλ. η χλόη φάνηκε στο Δημιουργό ωφέλιμη για χάρη των ζώων, και τα ζώα για τον άνθρωπο. Για χάρη αυτού, πρίν μεν από τα ζώα βλαστάνει η τροφή τους, και πριν από τον άνθρωπο δημιουργείται αυτό που επρόκειτο να εξυπηρετεί την ανθρώπινη ζωή.

Αλλά εγώ νομίζω πως ο Μωυσής, με όλα αυτά που γράφει, μας φανερώνει κάποια από τις κρυμμένες αλήθειες της πίστης μας κι ότι με τα μυστήρια της δημιουργίας μας, παρουσιάζει τη διδασκαλία περί τα ψυχής. Γι`αυτήν έκανε βέβαια υποθέσεις και η ανθρώπινη παιδεία, χωρίς όμως και να την κατανοήσει σαφώς.



Μας διδάσκει, λοιπόν, με αυτά τα ο λόγος, ότι η ζωτική και η ψυχική δύναμη εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές μορφές : Η μια είναι μόνο για να αυξάνει και να τρέφει, προσφέροντας σε όσα τρέφονται με αυτήν το απαραίτητο για την ανάπτυξη. Αυτή ονομάζεται φυσική κι εμφανίζεται στα φυτά. Γιατί μπορεί να βρεις και στα φυτά κάποια ζωτική δύναμη , που δεν μετέχει όμως σε καμία αίσθηση.

Μια άλλη μορφή ζωής, εκτός από την πρώτη, την των φυτών, είναι κι αυτή η οποία έχει πάρει πάνω της( ως οικονόμος) και το να αισθάνεται. Αυτή η μορφή ζωής βρίσκεται στη φύση των αλόγων ζώων. Γιατί αυτά όχι μόνο αυξάνουν και τρέφονται, όπως τα φυτά, αλλά διαθέτουν και τη λειτουργία της αίσθησης και της αντίληψης.

Η τέλεια όμως σωματική ζωή εμφανίζεται καθαρά στη λογική φύση, δηλ. στην ανθρώπινη. Αυτή και τρέφεται και αισθάνεται και μετέχει στο λόγο και κυβερνάται από το νου.

Εγώ διαιρώ τη λογική φύση των όντων ως εξής: Το ένα μέρος των όντων αποτελεί το νοητό κόσμο, το δε άλλο αποτελεί οπωσδήποτε τον υλικό κόσμο. (Αλλά τώρα ας αφήσουμε την ανάλυση του νοητού κόσμου στα μέρη του, γιατί δεν είναι γι`αυτά ο λόγος.). Από τον υλικό κόσμο ένα μέρος είναι εντελώς αμέτοχο ζωής, ένα άλλο όμως έχει μέσα του κάποια ζωτική ενέργεια. Και πάλι ένα μέρος των σωμάτων, που έχουν μέσα τους ζωτική ενέργεια, ζει μαζί με την αίσθηση, ενώ το άλλο είναι αμέτοχο αίσθησης. Έπειτα κι αυτό το μέρος των σωμάτων, που έχει αίσθηση, χωρίζεται σε λογικό και άλογο.


Γι`αυτό κι ο νομοθέτης Μωυσής (που εκθέτει τα της δημιουργίας του κόσμου), λέγει ότι πρώτα, σαν άλλο υπόβαθρο του γένους των εμψύχων, δημιουργείται αυτή η φυσική ζωή, στην οποία εμφανίζεται η βλάστηση των φυτών. Έπειτα απ`αυτά προχωρεί ο Θεός στη δημιουργία εκείνων, που διευθύνονται ανάλογα με την αίσθηση. Σύμφωνα με την ίδια φυσική τάξη, τα ζώα εκείνα που έλαβαν ως κλήρο τη σαρκική ζωή και διαθέτουν αίσθηση, μπορούν να διατηρούν την ύπαρξή τους και χωρίς να μετέχουν στη νοητή φύση. Εκείνα όμως που ανήκουν στη λογική φύση, δεν μπορούν να υπάρχουν εν σώματι κατά κάποιο τρόπο διαφορετικό, παρά μόνο αν συνανακραθούν με τα αισθητά.

Γι`αυτό άνθρωπος δημιουργείται τελευταίος μετά από τα φυτά και τα ζώα, επειδή η φύση ακολουθεί με συνέπεια κάποιο δρόμο προς την τελειότητα. Γιατί ο άνθρωπος, αυτό το λογικό ζώο, σχετίζεται με κάθε σημασία που αποδίδεται στις ψυχές. Και τρέφεται μεν σύμφωνα με το φυσικό τρόπο διατροφής των εμψύχων, δίπλα όμως από την αυξητική δύναμη έχει φυτευτεί και η αισθητική, που βρίσκεται κατά τη φύση της μεταξύ νοερής και υλικής ουσίας. Και είναι αφενός μεν πιο πυκνή ( η αισθητική) από τη νοερή ουσία, αφ`ετέρου δε πιο καθαρή από εκείνη, δηλ. την υλική. Έπειτα γίνεται μια κάποια προσαρμογή, κι ανάμιξη της νοερής ουσίας με το λεπτό και φωτεινό μέρος της αισθητικής φύσης, ώστε με αυτά τα τρία συστατικά, δηλαδή το νοερό, το αισθητό και το υλικό, να αποτελείται ο άνθρωπος.

Όπως ακριβώς και το διδασκόμαστε αυτό από τον Απόστολο, με όσα γράφει προς τους Θεσσαλονικείς (Α`, Θες. 5,23), όταν εύχεται σ`αυτούς να φυλάξουν ολόκληρη τη χάρη και στο σώμα και στην ψυχή και στο πνεύμα, κατά την ημέρα της Παρουσίας του Κυρίου. Εκεί αντί για το θρεπτικό μέρος αναφέρει το σώμα, το δε αισθητικό το υποδηλώνει με την ψυχή και το νοερό με το πνεύμα.

Επίσης κι ο Κύριος διδάσκει με το ευαγγέλιο το γραμματέα, να βάλει μπροστά από κάθε άλλη εντολή την αγάπη προς τον Θεό, που γίνεται ενεργητική με όλη την καρδιά και την ψυχή και την διάνοια. Νομίζω δε ότι κι εδώ την ίδια παραλλαγή αποσαφηνίζει ο λόγος, όταν ονομάζει την μεν σωματική κατάσταση καρδιά, ψυχή δε τη μεσαία, διάνοια δε την ανώτερη φύση, που είναι νοητική και ποιητική δύναμη.

Γι`αυτό κι ο Απόστολος γνωρίζει τρεις παραλλαγές προαίρεσης. Την πρώτη ονομάζει σαρκική, επειδή ασχολείται με τη γαστέρα και τις γύρω από αυτήν ηδονές και απολαύσεις. Την άλλη ψυχική, η οποία βρίσκεται μεταξύ αρετής και κακίας. Σ`αυτή την κατάσταση η προαίρεση στέκεται πάνω από την κακία, αλλά δε μετέχει εξ ολοκλήρου και στην αρετή. Την Τρίτη τη αποκαλεί πνευματική. Μέσα σ`αυτή βρίσκεται η τελειότητα του κατά Θεόν τρόπου ζωής.

Γι`αυτό γράφει στους Κορινθίους και τους επιπλήττει για την τάση τους προς τις απολαύσεις και τα πάθη: «Είσαστε σαρκικοί και δεν είσαστε ικανοί να κλείσετε μέσα σας τα τελειότερα δόγματα». Και σε άλλο σημείο κάνει σύγκριση της μέσης κατάστασης της προαίρεσης προς τη τέλεια και γράφει: «Ο ψυχικός άνθρωπος δεν αποδέχεται τα λόγια του Πνεύματος, γιατί τα θεωρεί ανοησία, ενώ ο πνευματικός διακρίνει τα πάντα, χωρίς ο ίδιος να γίνεται κατανοητός από κανέναν» (Α` Κορ. 3,1 και 2, 14-15). Όπως λοιπόν βρίσκεται ψηλότερα ο ψυχικός από τον σαρκικό, σύμφωνα με την ίδια αναλογία, στέκεται πιο ψηλά κι ο πνευματικός από τον ψυχικό.

Όταν, λοιπόν, λέγει η Γραφή ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε τελευταίος, μετά από κάθε έμψυχο ον, δεν κάνει τίποτε άλλο ο νομοθέτης από το να μας διδάσκει τα περί ψυχής, βλέποντας το τέλειο δημιούργημα, τον άνθρωπο, μεταξύ των τελευταίων σύμφωνα με κάποια αναγκαία σειρά της φυσικής τάξης. Γιατί μέσα στο λογικό συμπεριλαμβάνονται και τα υπόλοιπα. Και στο αισθητικό μέρος υπάρχει οπωσδήποτε και το φυσικό. Εκείνο όμως φαίνεται μόνο γύρω από το υλικό. Φυσικά, λοιπόν, ανεβαίνει η φύση από τα μικρότερα προς το τέλειο, χρησιμοποιώντας σκαλοπάτια, δηλαδή τις ιδιότητες της ζωής.

Κι επειδή ο άνθρωπος είναι ζώο λογικό, έπρεπε κατά συνέπεια , το όργανο του σώματος να κατασκευασθεί ανάλογο για τη χρήση του λόγου, όπως μπορείς να δείς και στους μουσικούς, οι οποίοι γράφουν τις μουσικές συνθέσεις, ανάλογα με το είδος του οργάνου, που θα τις εκτελέσει. Και με τις λύρες δεν παίζουν συνθέσεις, που είναι γραμμένες για αυλό, ούτε εκείνες που είναι για αυλούς με κιθάρες. Κατά τον ίδιο τρόπο έπρεπε και η κατασκευή των οργάνων για το λόγο, να είναι κατάλληλη, ώστε να ηχεί φυσικά, όταν θα σχηματίζεται από τα φωνητικά μέρη, ανάλογα με τη χρήση των λέξεων. Γι` αυτό προσκολλήθηκαν στο σώμα και τα χέρια.

Πράγματι μπορεί καθένας να απαριθμήσει αμέτρητες ανάγκες κατά τη διάρκεια του βίου, για τις οποίες χρησιμεύουν αυτά τα εφευρετικά και υπερεπαρκή όργανα για κάθε τέχνη και για κάθε ενέργεια, σε κείνον που τα χρησιμοποιεί και κατά τον πόλεμο και κατά την ειρήνη, όταν τα χρησιμοποιεί καλά. Αλλά η φύση πρόσθεσε στο σώμα τα χέρια, πέρα από κάθε άλλο σκοπό, κυρίως για χάρη του λόγου.

Γιατί, αν ο άνθρωπος δε διέθετε τα χέρια, οπωσδήποτε τα μέρη του προσώπου θα ήταν κατασκευασμένα και σ`αυτόν όμοια με τα των τετραπόδων, κατάλληλα για τη χρήση της τροφής. Έτσι θα είχε το πρόσωπο μακρουλό, που θα γινόταν πιο λεπτό κοντά στα ρουθούνια. Τα χείλη θα προεξείχαν μπροστά από το στόμα σκληρά, σαν να είχαν κάλους, σταθερά και χονδρά, για να είναι κατάλληλα για να συλλέγουν τη χλόη. Μέσα από τα δόντια θα βρισκόταν η γλώσσα, διαφορετική όμως και αυτή. Πως ακριβώς θα ήταν; Πολύσαρκη, σκληρή, τραχειά για να κατεργάζεται μαζί με τα δόντια, αυτό που βρίσκεται κάτω από τα δόντια; Ή ακόμη θα ήταν υγρή κι απλωμένη προς τα πλάγια, όπως είναι των σκύλων και των άλλων ζώων, που τρώγουν ωμά κρέατα, και του καρχαρία, που διαρρέει μέσα από τα μεταξύ των δοντιών διαστήματα;

Αν, λοιπόν, δεν υπήρχαν τα χέρια στο σώμα, πως θα αποτυπωνόταν σ`αυτό η έναρθρη φωνή, όταν η κατασκευή των γύρω από το στόμα τμημάτων δεν διαμορφωνόταν μαζί με αυτά για τη χρήση του λόγου; Τότε ως αναπόφευκτη συνέπεια θα ερχόταν ή το βέλασμα, ή ο βρυχηθμός, ή το γαύγισμα, ή το να χρεμετίζει ο άνθρωπος, ή να φωνάζει παρόμοια με τα βόδια και τους όνους, ή να μουγκρίζει σαν θηρίο. Τώρα όμως με το να τεθεί στο σώμα το χέρι, μένει απερίσπαστο το στόμα στην υπηρεσία του λόγου.

Συνεπώς τα χέρια έχουν δοθεί ως ιδιαίτερο γνώρισμα της λογικής φύσης, μια και ο Δημιουργός επενόησε έτσι, ώστε ο λόγος να διευκολυνθεί με τα χέρια.




ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΗ

«Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν»



Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης στην πραγματεία του «Περί κατασκευής του ανθρώπου» θέτει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, το οποίο και σήμερα απασχολεί κάθε γνωστικό: «Πως γίνεται να είναι εικόνα του θεού, αυτό το όν, που τώρα βρίσκεται μέσα στα πάθη, τις ασθένειες και τη φθορά, αυτό το όν, που καθώς φαίνεται έχει την ίδια μοίρα με το κουνούπι και το ποντίκι (όπως χαρακτηριστικά και με δόση χιούμορ μας το περιγράφει ο Άγιος)».

Έτσι η ανάπτυξη του θέματος της θείας εικόνος στον άνθρωπο συναρτάται με «γνωστικά» ερωτήματα που χρήζουν διερεύνησης..Ο Άγιος Γρηγόριος συμπεραίνει, πως μέσα στον άνθρωπο υπάρχουν δυο στοιχεία αντιμαχόμενα: αφ’ ενός μεν το στοιχείο της θείας εικόνος, η «φορά προς τα άνω», αφ’ ετέρου δε το στοιχείο της αλόγου φύσεως η «φορά προς τα κάτω». Ωστόσο ο άνθρωπος είναι τέτοιος όπως τον γνωρίζουμε, μόνο «μετά την πτώση του από το αγαθό».

Η θεία εικόνα δεν εξαφανίσθηκε , λένε οι πατέρες, αλλά εξαχρειώθηκε και έτσι όπως βρίσκουμε το ανθρώπινο ον, βυθισμένο στα βάσανα, δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε σ’ αυτό «το αρχαίο κάλλος».



Η ορθόδοξη Θεολογία έχει ως αφετηρία της ανθρωπολογίας της, την «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν θεού» πλάση του ανθρώπου και γι’ αυτό το λόγο μπορεί να φωτίσει με άπλετο φως και το ζήτημα του προορισμού του. Ολες οι άλλες θεωρήσεις του ανθρώπου τις οποίες μας δίδει η φιλοσοφία και η επιστήμη, μόνον «σπαράγματα» αληθείας μπορούν να περιέχουν, τα οποία χρειάζεται να ολοκληρωθούν στο φως της Αποκαλύψεως.


Η βιβλική αποκάλυψη, την οποία προϋποθέτει το έργο του Γρηγορίου Νύσσης, δεν «διαιρεί» τον άνθρωπο σε σώμα και πνεύμα, όπως καθαρά εξηγεί η αφήγηση της Γενέσεως. Αρκετά συχνά στην Αγία Γραφή ο όρος «σάρξ» υποδηλώνει τον όλο άνθρωπο. Μεταξύ σώματος και πνεύματος υπάρχει άρρηκτος σύνδεσμος, τέτοιος που ακόμη και η σύγχρονος επιστημονική ανθρωπολογία αδυνατεί να εξιχνιάσει.

Εδώ μάλιστα αξίζει να υπενθυμίσουμε και το περίφημο πρόβλημα της σχέσης του εγκεφάλου (ως υλικής βάσης της σκέψης) και του νου ή της ψυχής (πρόβλημα το οποίο υποκινεί ατελείωτες έρευνες και θεωρίες, παραμένοντας πάντα μυστηριώδες και ανεξιχνίαστο) κατεξοχήν αντικείμενο της σημερινής Γνωσιοεπιστήμης.


Στην βιβλική αφήγηση σαφώς διακρίνουμε πρώτιστα την διάπλαση της υλικής φύσης του ανθρώπου (αφού ο θεός κατά την γνωστή ανθρωποπαθή έκφραση, λαμβάνει «χουν από της γης»), η οποία εμψυχούτεται με τη παντοδύναμη ενέργεια της θεότητος, η οποία «εμφυσά» στο πρόσωπο της φιλοτεχνηθείσης μορφής «πνοήν Ζωής». Αυτή, ακριβώς, η εμψυχωμένη ύλη είναι που συνιστά το «ανεπανάληπτο Ένα» της ανθρωπότητας, δηλαδή τη θεόμορφη εικόνα της από όπου κατάγεται και η καθιέρωση μιας αμοιβαίας σχέσης με το θεό, που δικαιολογεί και την αδιάκοπη νοσταλγία και αναζήτησή Του.


Μπορούμε να βεβαιώσουμε πως τα βασικά σημεία του στοχασμού των Ορθοδόξων Πατέρων έχουν ήδη τεθεί ευκρινώς . Πρώτο σημείο: η ανθρώπινη φύση φέρει επάνω της, σαν ανεξίτηλη σφραγίδα, τη θεία εικόνα, έχει δημιουργηθεί με σκοπό την πρόοδο στο αγαθό, την «ομοίωση» με το Θεό. Δεύτερο σημείο: η ανθρώπινη φύση, στην τωρινή της κατάσταση, δεν είναι ακριβώς στη θέση που την τοποθέτησε ο θεός, έχει εκπέσει από το αρχικό μεγαλείο και χρειάζεται πολύς μόχθος για να ανυψωθεί και πάλι.


Ετσι μία σύγχρονη ανθρωπολογία της εκκλησίας απαραίτητα οφείλει να εκκινεί από αυτά τα δύο θεμελιακά στοιχεία,εάν θέλει να ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας. Διαφορετικά κινδυνεύει από τις πάσης φύσεως αιρετικές αποκλίσεις οι οποίες «συλλαμβάνουν» τον άνθρωπο σε μία αποσπασματικη θεώρηση και ταυτόχρονα οδηγούν σε μη-ορθή σωτηριολογία και κατανόηση του προορισμού του.



ΚΕΙΜΕΝΟ 3Ο

ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΗ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓ. ΝΥΣΣΗΣ, τ. 5, σελ. 112.


ΑΑς επαναλάβουμε και πάλι τη θεία φωνή «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και ομοίωση». Μερικοί από τους έξω της Εκκλησίας φαντάσθηκαν πράγματα φτωχά κι ανάξια για την ανθρώπινη μεγαλοφυΐα, εξυψώνοντας, καθώς νόμιζαν, τον άνθρωπο, με το να τον συγκρίνουν προς αυτό τον κόσμο. Γιατί λέγουν πως ο άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος, που έχει τη σύστασή του από τα ίδια στοιχεία με εκείνα του σύμπαντος.

Όσοι όμως με τα μεγάλα ονόματα χαρίζουν τέτοιον έπαινο στην ανθρώπινη φύση, έχουν ξεχάσει ότι παρουσιάζουν ως σεβαστό τον άνθρωπο με τις ιδιότητες που υπάρχουν στο κουνούπι και το ποντίκι, γιατί και εκείνα τα ζώα έχουν τη σύστασή τους από αυτά τα τέσσερα στοιχεία. Γιατί οπωσδήποτε φαίνεται πως έχει κάποιο μερίδιο, ή μικρότερο ή μεγαλύτερο ως προς το έμψυχο, καθένα από τα όντα. Χωρίς αυτά τα στοιχεία κανένα από όσα διαθέτουν αίσθηση δεν μπορεί να υπάρχει ως προς τη φύση.

Ποιο είναι, λοιπόν το μεγαλείο, όταν θεωρείται ο άνθρωπος σαν μορφή και ομοίωμα του κόσμου; Του ουρανού δηλ. που παρέρχεται, ή της γης που αλλοιώνεται,( ή και όλων εκείνων που μέσα στον ουρανό και στη γη περικλείονται) , και με το πέρασμα αυτού που τα περιέχει, παρέρχονται μαζί κι αυτά; Αλλά σύμφωνα με το λόγο της Εκκλησίας σε τι έγκειται το ανθρώπινο μεγαλείο; Όχι βέβαια στην ομοιότητά του προς τον κτιστό, τον δημιουργημένο κόσμο, αλλά στο γεγονός ότι έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με την εικόνα του Δημιουργού της ανθρώπινης φύσης.

Ποιο είναι το νόημα της εικόνας; Ίσως να αναρωτηθείς : πως γίνεται να εξομοιώνεται προς το σώμα το ασώματο; Πως (γίνεται ναεξομοιώνεται) το προσωρινό προς το αιώνιο , το μεταβλητό προς το αναλλοίωτο, δια της τροπής, το εμπαθές και φθαρτό προς το απαθές και το άφθαρτο , αυτό που πάντοτε συνυπάρχει και τρέφεται με την κακία προς το χωρισμένο από κάθε κακία ; Γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ`αυτό που νοείται γύρω από το πρότυπο και σ`εκείνο που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με την εικόνα του. Γιατί η εικόνα προσδιορίζεται με αυτό το όνομα, αν ομοιάζει με το πρότυπο. Αν όμως η απομίμηση ξεφύγει απ`αυτό που υπάρχει μπροστά ως πρότυπο, είναι κάτι άλλο παρόμοιο κι όχι εικόνα εκείνου.

Πως, λοιπόν ο άνθρωπος, αυτό το θνητό και γεμάτο ασθένειες ζώο, που γρήγορα πεθαίνει, είναι εικόνα της αμόλυντης και καθαρής και αιώνιας φύσης; Τον αληθινό λόγο γι`αυτό το θέμα τον γνωρίζει με σαφήνεια μόνο η πραγματική Αλήθεια, ο Θεός. Εμείς, στο βαθμό που μπορούμε, ψάχνοντας για την αλήθεια μέσα από στοχασμούς και υποθέσεις, φρονούμε τα εξής για όσα αναζητούμε : Ούτε ο θεϊκός λόγος ψεύδεται, λέγοντας πως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα του Θεού, ούτε η αξιολύπητη κακοπάθεια του ανθρώπινου σώματος ομοιάζει προς την μακαριότητα της χωρίς πάθη (θείας) ζωής.

Γιατί αν κανείς συγκρίνει τον άνθρωπο προς το Θεό, πρέπει να παραδεχθεί το ένα από τα δυο : Ή ο Θεός υπόκειται σε πάθος, ή είναι απαθής ο άνθρωπος. Ετσι να βρεθεί ο λόγος της ομοιότητας δια μέσου των ίσων γνωρισμάτων. Αν όμως ούτε ο Θεός είναι εμπαθής, ούτε κι ο άνθρωπος βρίσκεται έξω από το πάθος, άρα απομένει κάποιος άλλος λόγος, σύμφωνα με τον οποίο λέμε, ότι είναι αληθινή η θεία φωνή, που αναφέρει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα του Θεού.

Αυτό το λόγο της Αγίας Γραφής, λοιπόν, πρέπει να τον επαναλάβουμε, μήπως και χειραγωγηθούμε με την βοήθεια των λέξεων προς την κατανόηση αυτού που συζητάμε. Αφού είπε «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα», και για ποιους λόγους να τον δημιουργήσουμε, προσθέτει και τούτο το λόγο : ότι δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, σύμφωνα με την εικόνα του Θεού τον εδημιούργησε. «Άνδρα και γυναίκα τους εδημιούργησε».

( Το είπαμε ήδη και πιο πάνω, ότι αυτός ο λόγος ειπώθηκε από την αρχή, για να καταλύεται η ασέβεια των αιρετικών, για να μάθουμε ότι ο μονογενής Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα του Θεού, ώστε να μην ξεχωρίζουμε για καμία αιτία τη θεότητα του Πατρός και του Υιού, αφού η Αγία Γραφή ονομάζει Θεό εξίσου και τους δυο, τόσο Εκείνον που δημιούργησε τον άνθρωπο, όσο κι Εκείνον σύμφωνα με την εικόνα του οποίου δημιουργήθηκε. ). Ας αφήσουμε όμως το λόγο γι`αυτά, γιατί πρέπει να ξαναγυρίσουμε τη συζήτηση στο θέμα μας. Πως δηλαδή είναι κι ο Θεός μακάριος κι ο άνθρωπος αξιολύπητος, κι ονομάζεται αυτός από την Αγία Γραφή όμοιος προς Εκείνον.

Επιβάλλεται, λοιπόν, να εξετασθούν τα λόγια με προσοχή. Και θα διαπιστώσουμε πως άλλο βέβαια το δημιουργημένο σύμφωνα με την εικόνα, κι άλλο αυτό που τώρα φαίνεται μέσα στα βάσανα. «Δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, σύμφωνα με την εικόνα του Θεού τον εδημιούργησε» λέγει. Τελειώνει η δημιουργία αυτού που δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα. Κι έπειτα επαναλαμβάνει το σχετικό με τη δημιουργία λόγο και συμπληρώνει : «Άνδρα και γυναίκα τους εδημιούργησε».

Πιστεύω πως είναι στον καθένα γνωστό, ότι αυτός ο λόγος δεν αναφέρεται στο πρωτότυπο. Γιατί, καθώς λέγει ο Απόστολος, «Εν Χριστώ Ιησού δεν υπάρχει ούτε άνδρας ούτε γυναίκα» (Γαλ. 3,28). Κι όμως ξεχωρίζει ο λόγος τον άνθρωπο σε άνδρα και σε γυναίκα. Νομίζω πως αποκαλύπτεται από την Αγία Γραφή κάποια μεγάλη αλήθεια με όσα μας λέγει. Κι η αλήθεια είναι αυτή δυο πράγματα υπάρχουν και διαφέρουν μεταξύ τους στο έπακρο. Το ένα είναι η θεία κι ασώματη φύση, και το άλλο η άλογη και κτηνώδης ζωή. Στη μέση αυτών των δυο βρίσκεται η ανθρώπινη φύση. Και μπορεί κανείς να διακρίνει μέσα στο σύνθετο ανθρώπινο σώμα το μερίδιο του καθενός από τα δυο που αναφέραμε.


Και της μεν θείας φύσης μερίδιο είναι το λογικό και το διανοητικό, που δεν διακρινόταν ως προς τον άνδρα και τη γυναίκα. Ενώ της άλογης το μερίδιο χωρίζεται κατά την κατασκευή και τη διάπλαση σε άνδρα και σε γυναίκα. Γιατί το καθένα από αυτά τα δυο βρίσκεται οπωσδήποτε στο καθετί, που παίρνει μέρος στην ανθρώπινη ζωή.

Αλλά καθώς μαθαίνουμε από το Μωυσή που περιγράφει με τη σειρά τη δημιουργία του ανθρώπου, πρώτα δημιουργείται το νοερό, και εκ των υστέρων δημιουργείται για τον άνθρωπο η σχέση και η συγγένεια προς την άλογη φύση. Γιατί πρώτα λέγει ότι «εδημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, σύμφωνα με την εικόνα του Θεού εδημιούργησε τον άνθρωπο», και δείχνει με αυτό που λέγει,( καθώς αναφέρει ο Απόστολος) , ότι σ`αυτόν δεν υπάρχειο άνδρας κι η γυναίκα. Έπειτα προσθέτει τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, λέγοντας, «Άνδρα και γυναίκα τους εδημιούργησε».

Τι μαθαίνουμε, λοιπόν, απ`αυτό; Και κανείς ας μη με κατηγορήσει ότι από μακριά φέρω κοντά το λόγο στην έννοια που υπάρχει μπροστά μας. Ο Θεός κατά τη φύση του είναι καθετί που μπορεί να χωρέσει ο νους μας ως αγαθό. Ή μάλλον κι από κάθε αγαθό, που νοείται και γίνεται καταληπτό, είναι ακόμη ανώτερος. Και δεν δημιουργεί τον άνθρωπο για κανένα άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί είναι αγαθός. Κι επειδή είναι αυτό που είναι, κι επειδή γι`αυτό παρακινήθηκε να δημιουργήσει τον άνθρωπο, δεν θα έδειχνε μισοτελειωμένη τη δύναμη της αγαθότητάς του, δίνοντας μεν ένα μέρος από τα προσόντα του, λυπούμενος δε να μεταδώσει και το άλλο. Αλλά η τέλεια μορφή της αγαθότητας βρίσκεται εδώ ακριβώς, στο να δημιουργήσει δηλ. τον άνθρωπο από την ανυπαρξία, και να τον καταστήσει ελεύθερο από την ανάγκη των αγαθών.

Επειδή όμως είναι μεγάλος ο κατάλογος των επί μέρους αγαθών, δεν είναι εύκολο να τον περιλάβει κανείς σε αριθμό. Γι`αυτό, αφού τα περιέλαβε όλα στην περιληπτική λέξη, τα φανερώνει λέγοντας πως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα του Θεού. Κι αυτό είναι το ίδιο με το να λέγει, ότι δημιούργησε τον άνθρωπο να έχει μετοχή και κοινωνία σε κάθε αγαθό. Γιατί αν ο Θεός είναι το πλήρωμα των αγαθών, κι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, άρα με το να έχει την πληρότητα κάθε αγαθού, ομοιάζει η εικόνα με το πρότυπο



ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ



Χωρίς αμφιβολία, η πλατωνική και νέο-πλατωνική φιλοσοφία της οποίας κάνουν χρήση οι άγιοι Πατέρες, μπορεί να οδηγήσει σε παρεξήγηση των όρων σώμα-πνεύμα και σε απομάκρυνση από την καθαρά βιβλική θεώρηση του ανθρώπου, ως ψυχοσωματικής οντότητας.. 

Παραμένουμε πιστοί σ' αυτή τη Βιβλική θεώρηση όταν διαβάζουμε σωστά τους σχετικούς ανθρωπολογικούς όρους, διότι εάν αυτοί οι όροι «αναγνωσθούν» φιλοσοφικά , μπορεί να παρασύρουν τη σκέψη σε υποτίμηση του σώματος (σώμα= σήμα ), ως δήθεν φυλακής της ψυχής (Πλάτων), κάτι που ήδη έχει συμβεί αρκετά συχνά στην Ιστορία της Εκκλησίας.


Το δόγμα όμως περί αναστάσεως των νεκρών μας υποδεικνύει την αξία του σώματος, ως «υπηρέτη» της ψυχής, αφού όλα τα καλά ή τα άσχημα διαπράττονται σε αυτή τη ζωή μέσω αυτού του «υλικού κομματιού» της φύσεώς μας, το οποίο θα περάσει στην αφθαρσία.


Ως ορθόδοξοι δεν πιστεύουμε απλώς στην «αιωνιότητα της ψυχής» αλλά στην «ανάσταση σαρκός». Οι Αγιοι Πατέρες, προκειμένου να διαλεχτούν με τον άνθρωπο της εποχής τους, είναι αλήθεια ότι «μετέγραψαν» τη βιβλική γλώσσα, του ελληνιστικού γεω-πολιτισμικού περιβάλλοντος, ασκώντας ένα είδος ιεραποστολής (με την Παύλεια έννοια). Σε μετέπειτα όμως εποχές οι ίδιοι αυτοί όροι οδήγησαν σε παρερμηνεία των «σημαινομένων» τους και έτσι ίσχυσαν ως «χριστιανική παράδοση» κάποιες αντιλήψεις, ξεκάθαρα απομακρυσμένες από τη βιβλική αποκάλυψη.


Αλλά και στην ίδια την Πατερική εποχή, είχαμε «πρακτική» εφαρμογή φιλοσοφικών τάσεων λ.χ. στο φαινόμενο του «εγκρατιτισμού», το οποίο κατεδίκασε η εκκλησία με τοπικές συνόδους (π.χ.Σύνοδος Γάγγρας κλπ). Οι εγκρατίται ήσαν ακραίοι ασκητές, που απέφευγαν την κρεοφαγία και το γάμο, όχι για λόγους άσκησης, αλλά διότι τα θεωρούσαν απορριπτέα «αυτά κάθε αυτά», ως σχετιζόμενα με την υλική υπόσταση του ανθρώπου. Οι πατέρες εν προκειμένω απεφάνθησαν δίνοντας το ορθό μέτρο της άσκησης και λέγοντας χαρακτηριστικά πως «δεν έμαθαν να είναι σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι».


Μέσα στην ηθικο-κοινωνική ζωή των πιστών αρκετές φορές υπήρχαν παρεκκλίσεις, ακρότητες αλλά και συνήθειες ελάχιστα βιβλικές. Η περίπτωση των ηθικών «αιρέσεων» είναι ένα καλό δείγμα αυτών των ακροτήτων. Όμως οι άγιοι πατέρες ήσαν πάντοτε άνθρωποι του μέτρου, της βασιλικής οδού. Φρόντιζαν να δηλώσουν «τω βραχεί ρήματι και πολλή συνέσει» όχι μόνον το ορθό της πίστεως, αλλά το ορθόν και του ήθους. Ετσι το ποίμνιο ήταν δυνατόν να ακούει «τι λέγει το πνεύμα» και να ηττάται ο διάβολος, ο εφευρέτης των άκρων (τα άκρα είναι του διαβόλου, έλεγαν οι άγιοι).


Ο εχθρός του ανθρώπινου γένους δεν επιχαίρει μόνον για την ακολασία, την πορνεία, την ασέλγεια κλπ δια των οποίων μιαίνεται το σώμα, αλλά και για την μετ’ υπερηφανείας άσκηση και την εν τη πράξει υποτίμηση της «καλής λίαν» δημιουργίας (νοοτροπία που μολύνει πρώτα το πνεύμα). Όπως, λοιπόν, το ορθοδοξείν «εστί αεί σχοινοβατείν» (όπως λέει κάπου ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος σχετικά με το δόγμα) έτσι και γίνεται και με το ορθώς πράττειν. Ζητείται από εμάς η αληθής εκτίμηση της σχέσης σώματος-πνεύματος στον άνθρωπο, κάτι που μας υποδεικνύεται μέσα από τη θεόπνευστη ερμηνεία των Αγιογραφικών πηγών και με τη συνδρομή της ανθρώπινης σοφίας.


ΚΕΙΜΕΝΟ 4Ο

ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΤΙ ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓ. ΝΥΣΣΗΣ, τ. 5, σελ. 206.



Ο άνθρωπος είναι ένας. Αυτός που αποτελείται από ψυχή και σώμα. Και δεχόμαστε πως μια και κοινή είναι η αρχή της υπόστασής του, για να μην παρουσιάζεται ο ίδιος προγενέστερος και μεταγενέστερος του εαυτού του, όταν προηγείται το σωματικό στοιχείο και καθυστερεί το ψυχικό. Και πιστεύουμε πως στην προγνωστική δύναμη του Θεού , προϋπήρχε όλο το πλήρωμα του ανθρώπινου γένους. Γι`αυτό έχουμε και τη συμμαρτυρία της προφητείας. (Δανιήλ, Σωσάννα 42), που λέγει ότι ο Θεός γνωρίζει τα πάντα πριν από τη δημιουργία τους.

Αρνούμαστε όμως ότι κατά τη δημιουργία του κάθε ανθρώπου προηγείται το ένα του άλλου, δηλαδή ούτε η ψυχή προηγείται του σώματος, ούτε και το αντίθετο, ώστε ο άνθρωπος να μην επαναστατεί προς τον ίδιο τον εαυτό του, αφού θα διχάζεται με τη χρονική διαφορά της δημιουργίας των δυο συστατικών του.

Άλλωστε σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αποστόλων η ανθρώπινη φύση μας είναι διπλή (Ρωμ. 7, 14 κ.ε. Α` Πετρ. 3,4). Αποτελείται από τον άνθρωπο που φαίνεται, κι από εκείνον που δε φαίνεται, αλλά είναι κρυφός. Αν ο μεν ένας υπάρχει από πριν, ο δε άλλος δημιουργείται μεταγενέστερα, θα αποδειχθεί ως ελλιπής η δύναμη του Δημιουργού, αφού δεν μπορεί μονομιάς να συμπληρώσει όλο το έργο, και χωρίζοντάς το στα δύο, απασχολείται ιδιαίτερα με το καθένα από τα δυο μισά.

Για το σιτάρι ή για οποιονδήποτε άλλο από τους σπόρους δεχόμαστε πως, καθετί που υπάρχει γύρω από το στάχυ, έχει συμπεριληφθεί στη δύναμη του σπόρου, δηλαδή και το χόρτο και η καλαμιά και οι ενδιάμεσοι κόμποι κι ο καρπός και τα άγανα, και τίποτε απ`αυτά, ως προς την αιτία της δημιουργίας, δεν προϋπάρχει ή δε γίνεται από πριν στη φύση του σπόρου. Αλλά σύμφωνα με κάποια φυσική σειρά φανερώνεται η δύναμη, η οποία βρίσκεται μέσα στο σπέρμα, χωρίς να εισχωρεί εκ των υστέρων άλλη φύση.

Σύμφωνα με το ίδιο παράδειγμα, νομίζω πως και το ανθρώπινο σπέρμα έχει σπαρμένη μέσα του, μαζί με την πρώτη αιτία της σύστασης, τη δύναμη της φύσης κι ότι αναπτύσσεται και φανερώνεται δια μέσου κάποιας φυσικής σειράς. Προχωρεί δε προς την ολοκλήρωση, χωρίς να παίρνει τίποτε απ`έξω επί πλέον, για τη συμπλήρωση του τέλειου ανθρώπου, και προωθεί τον εαυτό της με τάξη προς την τελειότητα. Ώστε δεν είναι αληθινό να ισχυριζόμαστε, πως υπάρχει η ψυχή πρίν από το σώμα, ούτε το σώμα χωρίς ψυχή, αλλά πως είναι κοινή και για τα δυο η αιτία. Και σύμφωνα με τον ανώτερο λόγο, αυτή η αιτία έχει κατατεθεί στο αρχικό θέλημα του Θεού, και κατά τον άλλο λόγο υπάρχει μαζί με τις αφορμές της γέννησης.

Γιατί, όπως μέσα στο σπέρμα που φυτεύεται στο σώμα για τη σύλληψη, δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τη διάπλαση των μελών πριν από την διάπλαση, έτσι δεν είναι δυνατό να κατανοήσει τις ιδιότητες της ψυχής σ'αυτό προτού να εξελιχθεί σε ενέργεια . Κι όπως δεν μπορεί κανείς να αμφιβάλλει, ότι εκείνο το σπέρμα μορφοποιείται ανάλογα με τις διαφορές των αρθρώσεων και των σπλάχνων, χωρίς να εισέρχεται επί πλέον καμία άλλη δύναμη, αλλά εκείνη (η δύναμη), που βρίσκεται μέσα στο σπέρμα, μεταβάλλεται κατά τρόπο φυσικό αυτή η ίδια σε ενέργεια , έτσι και για την ψυχή μπορούμε να εννοήσουμε το ίδιο κατ`αναλογία : ακόμη και στην περίπτωση, που δε διακρίνεται δια μέσου κάποιων ενεργειών σ`αυτό το οποίο φαίνεται, δεν παύει να υπάρχει μέσα σ`εκείνο.

Γιατί ακόμη και η μορφή του ανθρώπου, που πρόκειται να δημιουργηθεί, βρίσκεται δυναμικά μέσα σε εκείνο, διαφεύγει μόνο την προσοχή, επειδή δεν είναι δυνατό να εκδηλωθεί, ως προς τα αναγκαία επακόλουθα. Έτσι και η ψυχή βρίσκεται στο σπέρμα κι όταν ακόμη δε φαίνεται. Θα εκδηλωθεί όμως δια μέσου της δικής της φυσικής ενέργειας, καθώς θα προχωρεί μαζί με τη σωματική ανάπτυξη.

Επειδή η δύναμη για τη σύλληψη, δηλαδή το σπέρμα, δεν αποσπάται από νεκρωμένο σώμα, αλλά από έμψυχο και ζωντανό, γι`αυτό θεωρούμε πως είναι αυτονόητο να μη νομίζουμε νεκρό κι άψυχο αυτό, που προέρχεται από ζωντανό οργανισμό και προορίζεται να αποτελέσει αφορμή ζωής. Γιατί, ότι είναι άψυχο μέσα στο σώμα, είναι οπωσδήποτε και νεκρό. Και η νέκρωση επέρχεται με τη στέρηση της ψυχής. Αλλά γι`αυτό δεν θα χαρακτηρίσει κανείς ως παλιότερη τη στέρηση από την κατοχή, αν βέβαια φαντάζεται κανείς το άψυχο, που σημαίνει νεκρότητα, ότι είναι παλαιότερο από την ψυχή.

Αν ζητάει κανείς μια πιο σαφή απόδειξη για το ότι εκείνο το μέρος, το οποίο γίνεται αιτία του ζώου που δημιουργείται ζει, είναι δυνατό και δια μέσου άλλων σημείων, με τα οποία ξεχωρίζεται το έμψυχο από το νεκρό, να το αντιληφθεί και από αυτό. Απόδειξη της ανθρώπινης ζωής θεωρούμε τη θερμότητα, την ενεργητικότητα και την κινητικότητα, ενώ η ψύξη και η ακινησία προκειμένου περί των σωμάτων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά απόδειξη νεκρότητας.

Κι επειδή αυτό, για το οποίο μιλάμε, δηλαδή το σπέρμα, το βλέπουμε να είναι και θερμό και ενεργητικό, απ`αυτά συμπεραίνουμε πως δεν είναι άψυχο. Κι όπως ως προς το υλικό του μέρος δεν το αποκαλούμε σάρκα και οστά και τρίχες κι όσα άλλα φαίνονται γύρω από τον άνθρωπο, γιατί πιστεύουμε πως είναι εν δυνάμει το καθένα απ`αυτά, χωρίς να φαίνεται κατά την όψη, έτσι πιστεύουμε το ίδιο κι ως προς το ψυχικό του μέρος, δηλαδή ότι το λογικό και το επιθυμητικό και το θυμοειδές κι όσα φαίνονται γύρω από την ψυχή, έχουν θέση και στο σπέρμα, κι ανάλογα με τη δημιουργία και την ολοκλήρωση του σώματος, που βρίσκεται από κάτω ως βάση, αναπτύσσονται μαζί και οι ενέργειες της ψυχής.

Γιατί, όπως όταν φθάσει ο άνθρωπος το τέλειο, δείχνει ολοκάθαρα την ενέργεια της ψυχής, έτσι στην αρχή της σύστασής του υποδηλώνει με τον εαυτό του την απαραίτητη κι ανάλογη με την καθημερινή ανάγκη συνεργασία της ψυχής, με το να δημιουργεί η ίδια την κατάλληλη για τον εαυτό της κατοικία με το υλικό, που έχει εναποτεθεί μέσα της. Γιατί σκέπτομαι πως δεν είναι δυνατό να προσαρμόζεται η ψυχή σε ξένα οικοδομήματα, όπως δεν είανι δυνατό να προσαρμοσθεί σε άλλο ανάγλυφο η σφραγίδα που υπάρχει πάνω στο κερί.

Όπως το σώμα προχωρεί από το πολύ μικρό προς το τέλειο, έτσι και η ενέργεια της ψυχής, με το να είναι κατάλληλα φυτεμένη μέσα στο σώμα, ασχολείται μαζί του κι αναπτύσσεται μαζί του. Πραγματικά από την ενέργεια της ψυχής προηγείται στην αρχική δημιουργία, σαν άλλη ρίζα που κρύβεται μέσα στη γη, μόνο η δύναμη της αύξησης και της θρέψης. Γιατί το μικρό μέγεθος εκείνου το οποίο υποδέχεται, δε βαστάζει το περισσότερο. Έπειτα, όταν έλθει στο φως το φυτό (δηλαδή το σώμα) και δείξει στον ήλιο το βλαστό, τότε ανθίζει σ`αυτό και η χάρη των αισθήσεων. Όταν δε πλέον δυναμώσει και φθάσει στο ανάλογο ύφος, αρχίζει να λάμπει, σαν άλλος καρπός, η δύναμη του λογικού, χωρίς όμως να φαίνεται όλη, αλλά αυξάνεται με επιμέλεια μαζί με την ολοκλήρωση του οργάνου. Και καρποφορεί πάντοτε τόσο μόνο, όσο βαστάζει η δύναμη του σώματος, που βρίσκεται κάτω από αυτήν.



Αν αναζητείς μέσα στη διάπλαση του σώματος τις ψυχικές ενέργειες, πρόσεχε στον εαυτό σου, λέγει ο Μωυσής (Δεύτερον. 15,9) κα θα διαβάσεις σαν σε βιβλίο την ιστορία των έργων της ψυχής, γιατί η ίδια η φύση σου διηγείται, καθαρότερα από κάθε λόγο, τις ποικίλες ασχολίες της ψυχής μέσα στο σώμα, τόσο σε σχέση με όλα τα όργανα, όσο και με τα επί μέρους.


Νομίζω όμως πως είναι περιττό να διαπραγματεύομαι με λόγια, όσα αφορούν εμάς τους ίδιους, σαν να περιγράφω κάποιο από τα ασυνήθιστα θαύματα. Γιατί ποιός, προσέχοντας τον εαυτό του, έχει ανάγκη να γνωρίσει με λόγια τη δική του φύση; Επειδή, όποιος γνωρίζει τον τρόπο, με τον οποίο λειτουργεί η ζωή, και διαπιστώνει ότι ο σώμα είναι κατάλληλο για κάθε ζωτική ενέργεια, μπορεί να αντιληφθεί με τι ασχολήθηκε συστηματικά το υλικό μέρος της ψυχής κατά την ψυχική διάπλαση του δημιουργήματος. Ώστε δια μέσου και αυτού γίνεται φανερό στους συνετούς, πως αυτό που τοποθετήθηκε μέσα του, δε βρέθηκε νεκρό κι άψυχο στο εργαστήριο της φύσης. Και τούτο γιατί αποσπάσθηκε από ζωντανό σώμα εκείνο το απαραίτητο για τη σπορά του ζώου.

Άλλωστε και τις καρδιές των καρπών (τις ψίχες) και τα αποκόμματα από τις ρίζες δεν τα φυτεύουμε στη γη, αφού νεκρωθούν από τη ζωτική δύναμη που υπάρχει μέσα στη φύση τους, αλλά όσο ακόμη διατηρούν μέσα τους κρυμμένη, αλλά οπωσδήποτε ζωντανή, την ιδιότητα του πρωτοτύπου. Αυτή τη δύναμη δεν τη θέτει μέσα στο γύρω χώμα, φέροντας μέσα από έξω τις δικές του ιδιότητες, γιατί τότε θα έφθαναν στη βλάστηση και τα νεκρά δένδρα. Αλλά κάνει εμφανή εκείνη τη δύναμη , η οποία βρίσκεται μέσα στο χώμα, όταν με την υγρασία του το χώμα τρέφει το φυτό για να πετάξει και τη ρίζα και το φλοιό και την καρδιά και τις εκβλαστήσεις των κλάδων, ώστε να το καταντήσει τέλειο. Αυτό όμως δε θα ήταν δυνατό να γίνει, αν δεν είχε τεθεί μέσα στο σπόρο και κάποια φυσική δύναμη, η οποία με το να προσελκύει στον εαυτό της από τα γύρω σημεία τη σύμφυτη και κατάλληλη τροφή, γίνεται θάμνος ή δένδρο ή στάχυ ή κάποιο άλλο από τα φυτά, που προορίζονται για κάψιμο.

Τον τρόπο με τον οποίο είναι ακριβώς κατασκευασμένο το σώμα μας, τον μαθαίνει ο καθένας στον εαυτό του, από όσα βλέπει και ζει και νιώθει, παίρνοντας ως δάσκαλο την ίδια τη φύση του. Μπορεί όμως να μάθει τα πάντα με ακρίβεια, αν χρησιμοποιήσει και την εξιστόρηση που έχουν κάνει σε βιβλία, μετά από κοπιαστικές μελέτες πάνω σ`αυτά τα ζητήματα οι σοφοί για τα παρόμοια.

Άλλοι από αυτούς διδάσκουν με την ανατομία, σε ποια θέση βρίσκεται το καθένα από τα μέλη μας. Άλλοι γνωρίζουν κι εκθέτουν το σκοπό, για τον οποίο έγιναν όλα τα μέρη του σώματος, ώστε απ`αυτά να είναι ικανοποιητική η γνώση της κατασκευής του ανθρώπινου σώματος, για όσους είναι πιο φιλομαθείς.


Αν κανείς ζητάει κοντά σ`αυτούς να γίνει κι η Εκκλησία δάσκαλος και για όλα, ώστε να μη χρειάζεται καθόλου την απ`έξω διδασκαλία, επειδή αυτός είναι ο νόμος που ισχύει για τα πνευματικά πρόβατα, όπως λέγει ο Κύριος, το να μην ακούν δηλαδή ξένη φωνή (Ιωαν. 10,4-5), θα διαπραγματευθώ το θέμα και γι`αυτά με λίγα λόγια.



Αυξάνεσθε και Πληθύνεσθε

 

Το «αυξάνεσθε» αναφέρεται στην ηλικία, ενώ το «πληθύνεσθε» αναφέρεται στον αριθμό, να γίνεσθε δηλαδή περισσότεροι. Ετσι ερμηνεύει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης την σχετική ορολογία της Γενέσεως. Οπωσδήποτε οι δύο διηγήσεις που καλύπτουν το θέμα της ανθρωπολογίας έχουν πυκνότητα νοημάτων. Σχεδόν κάθε λέξη ή έκφραση περικλείει μέσα , πλούσιες ερμηνευτικές δυνατότητες για την καταγωγή και τον προορισμό του ανθρώπου. Οι πατέρες διαβάζοντας τη Γένεση, συνεχώς «επεκτείνουν» οι ίδιοι τα νοηματά της, φωτιζόμενοι άνωθεν όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας της

Ο άνθρωπος, κατά τον άγιο Γρηγόριο, πλάστηκε για να αυξάνει «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και σταδιακά να προχωρεί στην ενωσή του με το Θεό. Η πτώση ανέκοψε αυτή τη διαδικασία. Γι’ αυτό στην τωρινή φάση της Ιστορίας, επέτρεψε ο Θεός «οικονομικώς» να αναπαράγεται ο άνθρωπος με τον ίδιο τρόπο που αναπαράγονται και τα ζώα, ώστε να συνεχίζεται η ύπαρξή του μέσα στο χρόνο.

Αυτή η δυνατότητα του εδόθη, διότι ο Θεός, ως παντογνώστης, είχε προϊδει την στροφή του προς τα αισθητά και τον εφοδίασε εκ των προτέρων με όλα όσα χρειάζεται για να συνεχίσει να επιβιώνει και να εξασφαλίζει την διαδοχή του.  Γι’ αυτό ο γάμος νομοθετήθηκε στην Εδέμ «εις αλληλοβοήθειαν και διαδοχή του γένους των ανθρώπων» (Ευχή της εκκλησίας).

 



Για ορισμένους πατέρες, η διαδοχή του ανθρωπίνου γένους, ακόμα και αν δεν συνέβαινε η πτώση, θα γινόταν με τον ίδιο τρόπο, που γίνεται και τώρα. Αλλοι (και μεταξύ αυτών και ο Γρηγόριος Νύσσης) λένε πως ο πολλαπλασιασμός θα γινόταν με «πνευματικό» και «αγγελικό» τρόπο, αν ο άνθρωπος έμενε στην αρχική του θέση, ευρισκόμενος σε κοινωνία με τον Θεό. Εδώ μπορούμε  να πούμε, πως πρόκειται για ένα θέμα θεολογούμενο (όπως και μερικά άλλα, ερμηνευτικού χαρακτήρα) και η εκτιμησή μας, υπερ της μίας ή της άλλης γνώμης, δεν θέτει σε κίνδυνο τη σωτηρία μας.

 

Είμαστε όμως βέβαιοι, πως στα καίρια ζητήματα της Αρχής και του Τέλους του κόσμου και του Ανθρώπου , οι Θείοι Πατέρες «εν μέρει» μόνο μας απαντούν και πάντοτε στα όρια των αντιληπτικών μας ικανοτήτων, φροντίζοντας να μας «επαναφέρουν στην τάξη» (όπως φαίνεται από εκφράσεις που χρησιμοποιούν στο λόγο τους), με προτροπή της μετ’ απλότητος και «παιδικής» εμπιστοσύνης, εγκαταλείψεώς μας στα όσα μας απεκάλυψε ο Θεός, μέσω των δούλων του προφητών και αποστόλων.

 

Αυτός είναι ο λόγος που ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ανεπιφύλακτα παραθέτει τις γνώμες του (βεβαιώνοντας πως είναι τέτοιες με εκφράσεις όπως «εγώ νομίζω» ή «τα περισσότερα από αυτά ο Θεός τα γνωρίζει» κλπ) και επεξεργάζεται πλείστα όσα γνωστικά θέματα με άνεση (και συνάμα με άρτια φιλοσοφική και επιστημονική γνώση).

Θα μας πει λ.χ. για τις ηλικίες του ανθρώπου, τον τρόπο της αύξησης του και το πώς η κοσμική παιδεία όλα αυτά τα έχει ερευνήσει, εντάσσοντας στην αφήγησή του γνώσεις της «θύραθεν» σοφίας και εναρμονίζοντας τα με το βιβλικό κείμενο.

 

Εντυπωσιακή είναι, επίσης η ερμηνεία του «κατακυριεύσατε της γης», την οποία ο άγιος αποδίδει δια του τρόπου της λογικής εποπτείας πάνω στην κτίση και όχι μόνον δια της πληρώσεως του χώρου με νέες υπάρξεις. Και η σύγχρονος Ανθρωποκεντρική φιλοσοφία συμφωνεί με τούτο: μπορούμε να κυριαρχήσουμε στο Σύμπαν, είμαστε οι κατακτηταί του, μέσω της Ορθολογικής Επιστήμης και της Τεχνολογίας, δηλαδή της πρακτικής εφαρμογής των λογικών ερευνών μας . Η διαφορά είναι ότι η σύγχρονος φιλοσοφία θεωρεί το ανθρώπινο ον ως αυτόνομο, αφού εν πολλοίς αρνείται την ύπαρξη πραγματικοτήτων «εκτός» του ανθρώπου, άρα αρνείται και τον «φωτισμό» του ανθρωπίνου λόγου από το πνεύμα του Θεού.

 Εξαιτίας αυτής της αντιλήψεως η κυριαρχία επι της φύσεως «εκτρέπεται» σε καταδυναστεία των δημιουργημάτων του Θεού, όπως φαίνεται καθαρά στις διάφορες καταχρήσεις της τεχνολογικής προόδου, με τις συνεπαγόμενες απογοητεύσεις από την «ηθική» της Επιστήμης και της Γνώσης. Μόνον η επάνοδος στην ορθή Ανθρωπολογία και Κοσμολογία της Αποκαλύψεως και των Πατέρων, μπορεί να σώσει από τις καταστροφές στις οποίες αλάνθαστα οδηγείται  ο κόσμος μας, από την άνευ θεού "κυριαρχία" επ' αυτού και την συνεπαγόμενη αλαζονεία των  ανθρώπων.



ΚΕΙΜΕΝΟ 5Ο

"ΑΥΞΑΝΕΣΘΕ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΕΣΘΕ"

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΓΡΗΓ. ΝΥΣΣΗΣ, τ. 5, σελ. 384.


«Και εδημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο». Τι είναι, λοιπόν ο άνθρωπος; Εμείς θα δώσουμε τον ορισμό, σύμφωνα με όσα διαβάσαμε και διδαχθήκαμε. Γιατί εμείς δεν έχουμε ανάγκη να δανειζόμαστε ξένους όρους, ούτε και να παρεμβάλλουμε ως συμπλήρωμα, όσα προέρχονται από τη ματαιότητα (δηλαδή από τη φιλοσοφία) στο αληθινό νόημα.




Άνθρωπος είναι το λογικό δημιούργημα του Θεού, που δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα του Δημιουργού του. Αν λείπει κάτι απ`αυτό τον ορισμό, ας το σκεφτούν εκείνοι που καταξοδεύτηκαν για να αποκτήσουν τη φθειρόμενη σοφία. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα του Θεού. «Και ευλόγησε ο Θεός τον άνθρωπο κι είπε σ`αυτόν : Να αυξάνεσθε και να πολλαπλασιάζεσθε και να γεμίσετε τη γη». Αυτή είναι κι η ευλογία των ψαριών. «Κι είπε ο Θεός : Να ξεπετάξουν τα ύδατα ερπετά με ψυχές ζωντανές κι έτσι έγινε». Έπειτα είπε ο Θεός «Να αυξάνεσθε και να πολλαπλασιάζεσθε και να γεμίσετε τα ύδατα».

Λοιπόν τι περισσότερο από αυτό; Αναγκαστικά σου χάρισε ο Θεός αυτά. Σου έδωσε και τα κοινά με τα άλλα ζώα και σου επιφυλάσσονται τα ιδιαίτερα. Γιατί και συ αυξάνεις, όπως και τα άλλα ζώα. Από τα αρχικά μικρό φθάνεις στην ολοκλήρωση με τις διαδοχικές προσθήκες. Με τον ίδιο τρόπο και τα άλογα και τα σκυλιά. Έτσι κι οι αετοί κι οι κύκνοι κι όλα, όσα θα μπορούσες να αναφέρεις. Από την πρώτη μικρή κυοφορία, με τη σταδιακή προσθήκη απολαμβάνουν την τέλεια αύξηση. Και πάλι με τη μείωση ξαναγυρίζουν στο λιγότερο. Όσα ήταν, λοιπόν, κοινά της φύσης των ζώων και σε μας τα χάρισε.

«Να αυξάνεσθε», δηλαδή να τρέφεσθε για να γίνεται μεγάλοι, επειδή γεννιώσαστε μικροί και να υπάρχει ένα όριο στην ανάπτυξη. Επειδή κατά τα πρώτα επτά χρόνια τρεφόμαστε, και στη δεύτερη εβδομάδα των ετών σημειώνεται η ανάπτυξη του σώματος, αυτό δεν σημαίνει ότι υποχρεωτικά θα αναπτυσσόμαστε κατά τον ίδιο τρόπο σε κάθε χρονική περίοδο της ζωής μας, ανάλογα με τις επταετίες που διαδοχικά θα προσθέτουμε στην ηλικία μας.

Τα πρώτα επτά χρόνια αποτελούν την παιδική ηλικία. Φανερά σημάδια αυτής της ηλικίας είναι η αλλαγή των δοντιών. Τα πρώτα πέφτουν, ξεφυτρώνουν τα δεύτερα. Προς το τέλος των δεκατεσσάρων χρόνων αρχίζει η δεύτερη περίοδος της ανάπτυξης. Η δεύτερη, λοιπόν, είναι η παιδική. Γιατί πρώτα γεννιέται νήπιο, έπειτα γίνεται παιδί, ύστερα έφηβος, μετά από τα δεκατέσσερα κι απάνω γίνεται άνδρας. Εδώ είναι τα όρια της τρίτης ανάπτυξης.

Να αναπτυσσόσαστε, λοιπόν. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως αν φθάσεις στα εκατό χρόνια, θα είσαι επιδεκτικός ανάπτυξης από το πρώτο μέχρι το εκατοστό έτος. Αυτό το «αυξάνεσθε» είναι μια λέξη ειπωμένη με σοφία κι έχει αποταμιευμένη την προνοητικότητα. Να αναπτυσσόσαστε μέχρι ενός σημείου, αλλά δε θέτει όρια στην ανάπτυξη. Κατά την ώρα της σύλληψης, που συντελείται στη μήτρα, σπέρνονται κι οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης. Γιατί δεν είναι μετά απ`αυτό, (δηλαδή τη σύλληψη), νεότερο το χάρισμα της ηλικίας, που εμφανίζεται εκ των υστέρων, αλλά οι καταβολές που έγιναν στο μητρικό κόλπο έχουν ταυτόχρονα καταβάλλει και τις ικανότητες για την ανάπτυξη.

Πέφτουν τα δόντια, αντιλαμβανόμαστε ότι αναπτύχθηκε τόσο το ύψος. Μετράει ο πατέρας το παιδί στα τρία του χρόνια. Και υπολογίζει ότι θα έχει το διπλάσιο απ`αυτό ύψος, όταν τελειώσει η περίοδος των επτά ετών. Γιατί όσο φθάσει στην τριετία, δυο φορές τόσο θα είναι, ή ξανά τόσο θα είναι κατά τη συμπλήρωση της ανάπτυξης. Αυτό είναι το μέτρο της ανθρώπινης φύσης μέχρι τέλους, μέχρις ενός ορίου, από την πρώτη επταετία μέχρι τη δεύτερη. Σ`αυτή λοιπόν την ηλικία, η θερμότητα είναι περισσότερη, η σωματική διάπλαση γίνεται κατά διαστήματα, η υγρότητα ξηραίνεται, τα μέλη ισχυροποιούνται.

Στην αρχή τα μέλη είναι απαλότερα από των ενηλίκων, γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν φθάσει ακόμη το τέλειο. Γιατί είναι ακόμη νεοφτιαγμένο το σώμα τους κι ακατάλληλο για δουλειές που απαιτούν αντοχή. Αποκτάει, λοιπόν, ο άνθρωπος την ελαφρότητα και την ευκινησία. Και στην τρίτη επταετία φθάνει στην πλήρη ανάπτυξη. Δεν αυξάνει πια σε ύψος το ανάστημα του σώματος. Μετά την τρίτη επταετία, όταν ξεκουραστεί η φύση από τους κόπους της προς τα άνω ανάπτυξης αρχίζει στο εξής να προχωρεί προς τα πλάγια και , κατά κάποιο τρόπο, να θεμελιώνει γύρω-γύρω αυτά που υψώθηκαν, και να τοποθετεί γύρω από αυτά πάχη, και να ισχυροποιεί τα μέλη του σώματος.

Αυτά τα επιτελεί η φύση σύμφωνα με τη δική της σειρά. Αυτή η σειρά καθιερώθηκε από την αρχή με το θεϊκό πρόσταγμα, που τότε ακούστηκε, κι έκτοτε προχωρεί δια μέσου όλης της δημιουργίας μέχρι το τέλος: «Να αυξάνεσθε και να πολλαπλασιάζεσθε».

Β.

«Να αυξάνεσθε», για να μην περιορισθεί σ`έναν μόνο η δημιουργία. «να πολλαπλασιάζεσθε», για να μην μείνει στον ένα, αλλά και στους πολλούς. «Και να γεμίσετε τη γη». Να την γεμίσετε δε όχι με το να την κατοικείτε, γιατί έτσι θα ζούσαμε στενόχωρα, αν ήταν η γη τόση, όση για να μας χωρεί. Να την γεμίσετε, αλλά με την κυριαρχία. Γιατί σε μας έδωκε ο Θεός την κυριαρχία της γης. «Να γεμίσετε τη γη» όχι βέβαια και την διακεκαυμένη και την ακαλλιέργητη και την παγωμένη και αδιάβατη, ούτε κι αυτή βέβαια την γεμίζουν οι άνθρωποι αναγκαστικά, αλλά μας έκαμε εξουσιαστές να την γεμίζουμε. Και την γεμίζουμε με την δύναμη του νου.



Όταν π.χ. βλέπουμε πόση είναι η έκταση της διακεκαυμένης κι ακατοίκητης ζώνης, όταν ξέρουμε πόση είναι η βόρεια περιοχή, η οποία εξαιτίας της υπερβολικής ψύξης της μένει ακαλλιέργητη κι αχρησιμοποίητη, δε γεμίζουμε τη γη ; Όταν εκλέγουμε τη χρήσιμη έκταση κι απορρίπτουμε όση είναι άχρηστη για διαμονή των ανθρώπων, δε γεμίζουμε τη γη ; Ώστε μας έκανε κυρίαρχους με το λόγο του : «Να γεμίζετε τη γη». Και μην πεις ότι επειδή δεν κάνουμε χρήση όλης της γης, δεν έχουμε και την κυριαρχική εξουσία πάνω σ`όλη τη γη.

Γιατί και συ όταν αγοράζεις π.χ. το σιτάρι, δεν είσαι κύριος όλης της ποσότητας του σιταριού. Επειδή από το σιτάρι ένα μόνο μέρος είναι φαγώσιμο, το δε άλλο, δηλαδή τα πίτουρα, είναι για πέταμα. Και τις πέτρες πετάς επίσης ως άχρηστες, καθώς κι ότι άλλο, ακατάλληλο για φαγητό, έχει αναμιχθεί, και το άχυρο λιχνίζεις και το ζιζάνιο αποβάλλεις, όταν προτιμάς εκείνο που είναι καθαρό για τη διατήρηση της ζωής.

Το ίδιο , λοιπόν, συμβαίνει και με τη γη. Ένα μέρος της, το καλύτερο, δόθηκε για κατοικία των αξίων. Ένα άλλο μέρος, το απαραίτητο, στη γεωργία, και το άλλο αφέθηκε ως βοσκότοπος, των τετραπόδων ζώων. Σε ερωτώ κι εσύ απάντησέ μου : Μπορώ να κάνω τη διαθήκη μου, σύμφωνα με τη θέλησή μου, επειδή είμαι κυρίαρχος, με βάση τη δωρεά του Δημιουργού μου; «Και να γεμίσετε τη γη και να είστε εξουσιαστές των ψαριών της θάλασσας και των πτηνών του ουρανού και των θηρίων της γης».




ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ

(ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ )


Η ανθρώπινη ύπαρξη, όταν χωρίζεται από το Θεό, καταλαμβάνεται από ταραχή, χάνει τον ειρμό της, τρόπον τινά, αποσυντίθεται. Η ίδια η δομή του ανθρώπου χάνει την σταθερότητά της. Η ενότητα της ψυχής και του σώματος γίνεται επισφαλής. Η ψυχή χάνει τη ζωτική της δύναμη, δεν είναι πια ικανή να ζωογονήσει το σώμα. Το σώμα μεταβάλλεται σε τάφο ή φυλακή της ψυχής. Και ο φυσικός θάνατος γίνεται αναπότρεπτος. Το σώμα και η ψυχή δεν αλληλοασφαλίζονται, τρόπον τινά, δεν προσαρμόζονται μεταξύ τους.

Η παράβαση της εντολής, λέγει ο άγ. Αθανάσιος, «επανέφερε τον άνθρωπο στην κατάσταση της φύσεως» («είς το κατά φύσιν επέστρεφεν») «ώστε όπως αυτός πλάστηκε από το μηδέν, έτσι και στην ίδια του την ύπαρξη, όταν έφτανε ο κατάλληλος καιρός, διαλυόταν (πάθαινε φθορά), σύμφωνα με κάθε έννοια δικαιοσύνης». Γιατί το δημιούργημα, δημιουργημένο από το μηδέν, βρίσκεται επίσης πάνω από την άβυσσο του μηδενός, έτοιμο πάντοτε να πέσει μέσα της.

Η δημιουργημένη φύση, λέγει ο άγ. Αθανάσιος, είναι θνητή και ασταθής, «ρέουσα και υποκείμενη σε διάλυση» («φύσις ρευστή και διαλυομένη»). Και σώζεται από αυτή τη «φυσική φθορά» μόνο με τη δύναμη της ουράνιας Χάρης, «με την ενοίκηση του Λόγου». Ετσι ο χωρισμός από το Θεό οδηγεί το δημιούργημα σε αποσύνθεση και φθορά. «Γιατί εμείς αναπόφευκτα θα πεθάνουμε και είμαστε σαν το νερό που χύθηκε πάνω στη γή, που δεν μπορεί να μαζευτεί και πάλι» (Βασιλειών Β’ ιδ’,14).


Στην Χριστιανική εμπειρία ο θάνατος παρουσιάζεται κατ’ αρχήν ως μεγάλη τραγωδία, ως οδυνηρή μεταφυσική καταστροφή, ως μυστηριώδης αποτυχία του ανθρώπινου προορισμού. Γιατί ο θάνατος δεν είναι η φυσική κατάληξη της ανθρώπινης υπάρξεως. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Ο θάνατος του ανθρώπου είναι αφύσικος, είναι μια αποτυχία. Ο Θεός δε δημιούργησε το θάνατο, δημιούργησε τον άνθρωπο για την αφθαρσία και την αληθινή ζωή, «εις το είναι» (πρβλ.Σοφία Σολομ. Στ’,18 και β’,23). Ο θάνατος του ανθρώπου είναι «τα οψώνια της αμαρτίας» (Ρωμ.στ’,23). Είναι απώλεια και φθορά. Και από την πτώση (το προπατορικό αμάρτημα) και εξής το μυστήριο της ζωής εκτοπίζεται από το μυστήριο του θανάτου.

Τι σημαίνει για τον άνθρωπο ότι πεθαίνει; Εκείνο που στην πραγματικότητα πεθαίνει είναι προφανώς το σώμα, γιατί το σώμα μόνο είναι θνητό, ενώ μιλούμε για την «αθάνατη» ψυχή. Στις τρέχουσες φιλοσοφίες των ημερών μας, η «αθανασία της ψυχής» τονίζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε η «θνητότητα του ανθρώπου» σχεδόν παραγνωρίζεται. Με το θάνατο αυτή η εξωτερική, ορατή και γήινη σωματική ύπαρξη παύει να υπάρχει. Κι όμως, παρακινούμενοι από κάποιο προφητικό ένστικτο, λέμε ότι είναι «ο άνθρωπος» που πεθαίνει.


Γιατί ο θάνατος ασφαλώς διαλύει την ανθρώπινη ύπαρξη, αν και, ομολογουμένως, η ανθρώπινη ψυχή είναι «αθάνατη» και η προσωπικότητα δεν μπορεί να καταστραφεί. Ετσι το πρόβλημα του θανάτου είναι καταρχήν το πρόβλημα του ανθρώπινου σώματος, της σωματικότητας του ανθρώπου. Και ο Χριστιανισμός δε διακηρύσσει μόνο τη μεταθανάτια ζωή της αθάνατης ψυχής, αλλά και την ανάσταση του σώματος.

Ο άνθρωπος έγινε θνητός κατά την Πτώση, και πραγματικά πεθαίνει. Και ο θάνατος του ανθρώπου γίνεται μια κοσμική καταστροφή. Γιατί στο θνήσκοντα άνθρωπο, η φύση χάνει το αθάνατο κέντρο της, και η ίδια, τρόπον τινά, πεθαίνει «εν τω ανθρώπω». Ο άνθρωπος «ελήφθη» από τη φύση, πλάστηκε από «τον χούν» της γής. Αλλά κατά κάποιο τρόπο «ελήφθη» έξω από τη φύση, γιατί ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής».

Ο άγ. Γρηγόριος ο Νύσσης κάνει το εξής σχόλιο πάνω στη διήγηση της Γενέσεως. «Γιατί ο Θεός, λέγει, παίρνοντας χώμα από τη γή, έπλασε τον άνθρωπο και με την πνοή Του φύτεψε τη ζωή μέσα στο δημιούργημα που έπλασε, για να μπορεί το γήινο στοιχείο να υψωθεί από την ένωση με το Θεό, και έτσι να μπορέσει η θεία χάρις με μια παρόμοια κίνηση να επεκταθεί παντού σ’ όλη τη δημιουργία, «της κάτω φύσεως προς την υπερκόσμιον συγκερναμένης».


Ο άνθρωπος είναι ένα είδος «μικροκόσμου», κάθε είδος ζωής συνδυάζεται μέσα του, και μόνο μέσα του ολόκληρος ο κόσμος έρχεται σε επαφή με το Θεό. Συνεπώς η αποστασία του ανθρώπου αποξενώνει ολόκληρη την κτίση από το Θεό, την ερημώνει, και, τρόπον τινά, της αποστερεί το Θεό. Η πτώση του ανθρώπου καταστρέφει την αρμονία του κόσμου. Η αμαρτία είναι αταξία, δυσαρμονία, ανομία. Κατά κυριολεξία μόνο ο άνθρωπος πεθαίνει. Ο θάνατος είναι πράγματι νόμος της φύσεως, νόμος της οργανικής ζωής.

Αλλά ο θάνατος του ανθρώπου σημαίνει ακριβώς την πτώση του ή την εμπλοκή του μέσα σ’ αυτή την κυκλική κίνηση της φύσεως, αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε να είχε συμβεί καθόλου. Όπως λέγει ο άγ. Γρηγόριος, «από τη φύση των αλόγων ζώων η θνητότητα μεταβιβάζεται σε μια φύση που πλάστηκε για την αθανασία». Μόνο για τον άνθρωπο είναι ο θάνατος αφύσικος και η θνητότητα κακό. Μόνο ο άνθρωπος τραυματίζεται και ακρωτηριάζεται από το θάνατο. Στη ζωή του γένους των αλόγων ζώων, ο θάνατος είναι μάλλον μια φυσική κίνηση στην ανάπτυξη του είδους, είναι η έκφραση μάλλον της γενετικής δυνάμεως της ζωής παρά της αδυναμίας.

Και όμως, με την πτώση του ανθρώπου, η θνητότητα, ακόμα και μέσα στη φύση, παίρνει μια κακή και τραγική σημασία. Η ίδια η φύση, τρόπον τινά, δηλητηριάζεται από το θανατηφόρο φαρμάκι της ανθρώπινης παρακμής. Στα άλογα ζώα, ο θάνατος είναι το σταμάτημα μόνο της ατομικής υπάρξεως. Στον κόσμο των ανθρώπων, ο θάνατος καταστρέφει την προσωπικότητα, και η προσωπικότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από την απλή ατομικότητα. Εκείνο που γίνεται φθαρτό και υπόκειται στο θάνατο με την αμαρτία είναι το σώμα. Μόνο το σώμα μπορεί να αποσυντεθεί. Κι όμως δεν είναι το σώμα που πεθαίνει, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος. Γιατί ο άνθρωπος αποτελείται οργανικά από σώμα και ψυχή. Ούτε η ψυχή μόνη της ούτε το σώμα μόνο του αντιπροσωπεύουν τον άνθρωπο. Ένα σώμα χωρίς ψυχή δεν είναι παρά ένα πτώμα, και μια ψυχή χωρίς σώμα είναι ένα πνεύμα. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα άσαρκο πνεύμα, και ένα πτώμα δεν είναι ένα μέρος του ανθρώπου.


Ο άνθρωπος δεν είναι ένας «ασώματος δαίμων», που απλώς κλείστηκε μέσα στη φυλακή του σώματος. Οσο ακατανόητη κι αν είναι πράγματι η ένωση της ψυχής και του σώματος, η άμεση συνείδηση του ανθρώπου μαρτυρεί την οργανική ολότητα της ψυχο-σωματικής του δομής.

Αυτή η οργανική ολότητα της ανθρώπινης συστάσεως τονίστηκε με δύναμη από την αρχή απϳ όλους τους Χριστιανούς δασκάλους. Γι’ αυτό ο χωρισμός της ψυχής και του σώματος είναι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου, το σταμάτημα της υπάρξεώς του, της ολότητας, δηλαδή της υπάρξεώς του ως ανθρώπου. Συνεπώς ο θάνατος και η φθορά του σώματος είναι ένα είδος αμαυρώσεως της «εικόνας του Θεού» στον άνθρωπο. Ο αγ.Ιωάννης ο Δαμασκηνός, σ’ ένα από τα περίφημα τροπάριά του της Νεκρώσιμης Ακολουθίας λέγει πάνω σ’ αυτό: «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοίς τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος».

Ο άγ. Ιωάννης δε μιλά για το σώμα του ανθρώπου, αλλά για αυτόν τον άνθρωπο. Η «κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσα ωραιότης» δεν είναι το σώμα, αλλά ο άνθρωπος. Αυτός είναι πράγματι «εικών αρρήτου δόξης», ακόμα και πληγωμένος από την αμαρτία. Και στο θάνατο αποκαλύπτεται ότι ο άνθρωπος, αυτό «το λογικό άγαλμα» που πλάστηκε από το Θεό, για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του αγ. Μεθοδίου, δεν είναι παρά ένα πτώμα. «Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ξερά οστά, δυσωδία, και η τροφή των σκωλήκων». Αυτός είναι ο γρίφος και το μυστήριο του θανάτου. «Ο θάνατος είναι όντως μυστήριο: γιατί η ψυχή χωρίζεται βιαίως από το σώμα, αποχωρίζεται, με τη θεία βουλή, από τη φυσική σύνδεση και σύνθεση.. ‘Ω του θαύματος! Πώς παραδοθήκαμε στη φθορά και συζευχθήκαμε με το θάνατο»;

Στο φόβο του θανάτου, που συχνά είναι τόσο μηδαμινός και αδύνατος, αποκαλύπτεται ένας βαθύς μεταφυσικός πανικός, όχι μόνο μια εφάμαρτη προσκόλληση στη γήινη σάρκα. Στο φόβο του θανάτου φανερώνεται το πάθος για την ανθρώπινη ολότητα. Οι Πατέρες συνήθιζαν να βλέπουν στην ενότητα ψυχής και σώματος μέσα στον άνθρωπο μια αναλογία της αδιαίρετης ενότητας των δυό φύσεων μέσα στη μια υπόσταση του Χριστού. Η αναλογία μπορεί να μας παραπλανήσει. Αλλά πάλι αναλογικά μπορεί κανείς να πεί για τον άνθρωπο ότι είναι απλώς «μια υπόσταση σε δυό φύσεις», και όχι μόνο από δυό φύσεις, αλλά ακριβώς σε δυό φύσεις. Και κατά το θάνατο αυτή μια ανθρώπινη υπόσταση διαλύεται. Γι’ αυτό δικαιολογείται ο θρήνος και ο κλαυθμός. Ο τρόμος του θανάτου αντιμετωπίζεται μόνο με την ελπίδα της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής.


Εν τούτοις, ο θάνατος δεν είναι μόνο η αυτό-αποκάλυψη της αμαρτίας. Ο ίδιος ο θάνατος είναι, τρόπον τινά, ήδη η προσδοκία της αναστάσεως. Με το θάνατο ο Θεός δεν τιμωρεί μόνο αλλά και θεραπεύει την πεσμένη και συντριμμένη ανθρώπινη φύση. Και τούτο όχι απλώς με την έννοια ότι συντομεύει με το θάνατο την αμαρτωλή ζωή και έτσι προλαβαίνει τη διάδοση της αμαρτίας και του κακού. Ο Θεός μετατρέπει την ίδια την θνητότητα του ανθρώπου σ’ ένα μέσο θεραπείας. Στο θάνατο η ανθρώπινη φύση αποκαθαίρεται, προ-ανασταίνεται τρόπον τινά. Τέτοια ήταν η κοινή γνώμη των Πατέρων.

Αυτή η αντίληψη διατυπώθηκε με μεγαλύτερη έμφαση από τον άγ.Γρηγόριο τον Νύσσης. «Η θεία Πρόνοια εισήγαγε το θάνατο μέσα στην ανθρώπινη φύση μ’ ένα ειδικό σκοπό», λέγει, «ούτως ώστε με το χωρισμό του σώματος και της ψυχής το κακό να μπορέσει να αποβληθεί και ο άνθρωπος να μπορέσει να αναπλασθεί και πάλι δια της αναστάσεως, υγιής, ελεύθερος από τα πάθη, καθαρός, και χωρίς καμιά πρόσμιξη του κακού».

Αυτή η θεραπεία είναι ιδιαιτέρως μια θεραπεία του σώματος. Κατά τη γνώμη του άγ.Γρηγορίου, το ταξίδι του ανθρώπου πέραν του τάφου είναι ένα μέσο καθάρσεως. Η σωματική δομή του ανθρώπου καθαρίζεται και ανανεώνεται. Στο θάνατο, τρόπον τινά, ο Θεός καθαρίζει το δοχείο του σώματός μας σαν μέσα σ’ ένα κλίβανο. Με την ελεύθερη άσκηση της αμαρτωλής θελήσεώς του ο άνθρωπος ήρθε σε κοινωνία με το κακό, και η δομή μας συγκεράστηκε με το δηλητήριο του κακού. Στο θάνατο ο άνθρωπος γίνεται κομμάτια, όπως ένα πήλινο δοχείο, και το σώμα του αποσυντίθεται και πάλι μέσα στη γή, ούτως ώστε αυτός, καθαρισμένος από το ρύπο που προσκολλήθηκε επάνω του, να μπορέσει να αποκατασταθεί στην κανονική του μορφή, δια μέσου της αναστάσεως. Κατά συνέπεια ο θάνατος δεν είναι ένα κακό, αλλά μια ευεργεσία. Ο θάνατος είναι ο καρπός της αμαρτίας, όμως ταυτόχρονα είναι και μια θεραπευτική μέθοδος, ένα φάρμακο, ένα είδος αποκαταστάσεως, δια του πυρός, της ελαττωματικής δομής του ανθρώπου.

Η γή είναι, τρόπον τινά, σπαρμένη με ανθρώπινα λείψανα (ashes) , που θα βλαστήσουν την έσχατη ημέρα, με τη δύναμη του Θεού, αυτή ήταν η αναλογία που έφερε ο Παύλος. Τα θνητά λείψανα εναποτίθενται στη γή μέχρι της αναστάσεως. Ο θάνατος ενέχει μέσα του μια δυνατότητα αναστάσεως. Ο προορισμός του ανθρώπου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα στην ανάσταση, και μέσα στη γενική ανάσταση. Αλλά μόνο η Ανάσταση του Κυρίου μας αναζωογονεί την ανθρώπινη φύση και καθιστά δυνατή τη γενική ανάσταση. Η δυνατότητα της αναστάσεως, που είναι εγγενής μέσα σε κάθε θάνατο, έγινε πραγματικότητα μόνο εν Χριστώ, που είναι η «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α’ Κορ. ιε’, 20).


Η λύτρωση πάνω απ’ όλα είναι απαλλαγή από το θάνατο και τη φθορά, η απελευθέρωση του ανθρώπου από τη «δουλεία της φθοράς» (Ρωμ. Ή,, 21), η αποκατάσταση της αρχικής ολότητας και σταθερότητας της ανθρώπινης φύσεως. Η ολοκλήρωση της λυτρώσεως είναι «εν τη αναστάσει». Η λύτρωση θα ολοκληρωθεί στη γενική ανάσταση οπότε «έσχατος εχθρός καταργείται, ο θάνατος» (Α’ Κρο.ιε’,26). Αλλά η αποκατάσταση της ενότητας μέσα στην ανθρώπινη φύση είναι δυνατή μόνο ύστερα από μια αποκατάσταση της ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό. Η ανάσταση είναι δυνατή μόνο εν τω Θεώ. Ο Χριστός είναι η Ανάσταση και η Ζωή. «Αν ο άνθρωπος δεν είχε ενωθεί με το Θεό, δε θα μπορούσε ποτέ να είχε γίνει μέτοχος της αφθαρσίας», λέγει ο άγ.Ειρηναίος. Η οδός και η ελπίδα της αναστάσεως αποκαλύπτεται μόνο δια της Σαρκώσεως του Λόγου.

Ο άγ. Αθανάσιος εκφράζει αυτή την άποψη με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση. Το έλεος του Θεού δε θα επέτρεπε «ώστε τα δημιουργήματα που κάποτε είχαν πλασθεί λογικά, και είχαν μεθέξει του λόγου, να καταστρέφονταν και να ξαναγύριζαν στην ανυπαρξία εξ αιτίας της φθοράς». Η παράβαση του νόμου και η απείθεια δεν κατάργησαν την αρχική πρόθεση του Θεού. Η κατάργηση εκείνης της προθέσεως θα είχε θίξει την αλήθεια του Θεού. Αλλά η ανθρώπινη μετάνοια ήταν ανεπαρκής. «Η μετάνοια δεν απαλλάσσει τον άνθρωπο από την κατάσταση της φύσεως (μέσα στην οποία ξανακύλλησε με την αμαρτία), διακόπτει μονάχα την αμαρτία». Γιατί ο άνθρωπος δεν αμάρτησε μόνο, αλλά και έπεσε στη φθορά.

Κατά συνέπεια, ο Λόγος του Θεού κατέβηκε και έγινε άνθρωπος, προσέλαβε το σώμα μας, «για να επιστρέψει πάλι στην αφθαρσία τους ανθρώπους, που στρέφονταν προς τη φθορά, και να τους ζωοποιήσει από το θάνατο με την ιδιοποίηση του σώματός του και τη χάρη της Αναστάσεως «εξαφανίζων τον θάνατον απ’ αυτών ως καλάμην από πυρός». Ο θάνατος εκκεντρίστηκε στο σώμα, γι’ αυτό η ζωή πρέπει να εκκεντρισθεί ξανά στο σώμα, για να μπορέσει το σώμα να αποβάλει τη φθορά και να ντυθεί τη ζωή. Αλλιώς το σώμα δε θα αναστηθεί. «Αν ο θάνατος κρατιόταν μακρυά από το σώμα με μια απλή μόνο προσταγή, αυτό θα εξακολουθούσε και πάλι να παραμένει θνητό και φθαρτό, σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων μας. Αλλά για να μη γίνει τούτο, το σώμα ντύθηκε τον ασώματο Λόγο του Θεού, κι έτσι δε φοβάται πια ούτε το θάνατο ούτε τη φθορά, γιατί έχει ως ένδυμα τη ζωή, και η φθορά αφανίστηκε μέσα του». Ετσι, κατά τον άγ. Αθανάσιο, ο Λόγος έγινε σάρκα, για να καταργήσει τη φθορά, στην ανθρώπινη φύση.

Εν τούτοις, ο θάνατος νικήθηκε, όχι με την εμφάνιση της Ζωής μέσα στο θνητό σώμα, αλλά μάλλον με τον εκούσιο θάνατο της Σαρκωμένης Ζωής. Ο Λόγος σαρκώθηκε για να πεθάνει, τονίζει με έμφαση ο άγ. Αθανάσιος. «Για να δεχθεί το θάνατο Αυτός είχε ένα σώμα», και μόνο με το θάνατό Του ήταν δυνατή η ανάσταση.


Ο έσχατος λόγος για το θάνατο του Χριστού πρέπει να αναζητηθεί στη θνητότητα του ανθρώπου. Ο Χριστός θανατώθηκε, αλλά πέρασε ανάμεσα από το θάνατο και νίκησε τη θνητότητα και τη φθορά. Προκάλεσε τον ίδιο το θάνατο. Με το θάνατό Του καταργεί τη δύναμη του θανάτου.



«Το βασίλειο του θανάτου καταργείται με το θάνατό Σου, Δυνατέ». Και ο τάφος γίνεται η ζωοδότρα «πηγή της αναστάσεώς μας». Κάθε τάφος γίνεται μάλλον ένα «κρεββάτι ελπίδας» για τους πιστούς. Στο θάνατο του Χριστού, ο ίδιος ο θάνατος απέκτησε μια καινούρια σημασία και σπουδαιότητα. «Με το θάνατο ο Χριστός πάτησε το θάνατο




ΟΜΑΔΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ : ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ



ΚΕΙΜΕΝΟ 1Ο

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ . ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τ. 1, σελ. 234.

ΕΕνδέχεται ν' απορείς, γιατί τελοσπάντων, ενώ σκοπεύαμε να μιλήσουμε για την ενανθρώπη­ση του Λόγου, τώρα κάνουμε λόγο για την αρχή των ανθρώπων. Κι αυτό, όμως, δεν είναι άσχετο προς το σκοπό της διαπραγμάτευσης. Γιατί είναι ανάγκη, αφού μιλάμε για την εμφάνιση του Σωτήρα σ' εμάς, να πούμε και για την αρχή των ανθρώπων, ώστε να γνωρίζεις ότι η δική μας παράβαση κάλεσε σε βοή­θεια τη φιλανθρωπία του Λόγου, ώστε να έρθει κο­ντά μας, και να εμφανιστεί ο Κύριος μεταξύ των αν­θρώπων. Για λογαριασμό μας εκείνος έλαβε ανθρώ­πινο σώμα και για τη σωτηρία μας, από φιλανθρω­πία, έγινε άνθρωπος και εμφανίστηκε με σώμα.

Έτσι, λοιπόν, ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και θέλησε να παραμένει στην αφθαρσία. Οι άνθρωποι, όμως, επειδή έδειξαν αμέλεια και απομακρύνθηκαν απ' την υγιή αντίληψη για τον Θεό, και επιπλέον σκέφθηκαν και επινόησαν για τους εαυτούς τους την κακία — όπως αναλύθηκε στο λόγο για τα είδωλα — καταδικάσθηκαν σε θάνατο όπως τους είχε εκ των προτέρων αναγγελθεί και στο εξής δεν παρέμεναν όπως είχαν πλαστεί, αλλά διαφθείρονταν σύμφωνα με τους λογισμούς τους κι ο θάνατος τους κρατούσε ως βασιλιάς. Γιατί η παράβαση της εντολής τους επανέφερε στο κατά φύσιν, ώστε, όπως δημιουργή­θηκαν ενώ δεν υπήρχαν, έτσι ύπαρξή τους είναι εύ­λογο να υφίσταται με το χρόνο φθορά.

Γιατί αν απ' τη φύση τους είναι τέτοιοι, που να μη υπάρχουν ποτέ, και με την παρουσία και φιλανθρωπία του Λόγου κλήθηκαν στην ύπαρξη, ήταν επόμενο, όταν οι άν­θρωποι έχασαν την περί του Θεού έννοια κι επέστρε­ψαν στα μη όντα (μη όντα είναι τα κακά, όντα δε τα καλά επειδή ακριβώς έγιναν από τον όντα Θεό), να χάσουν και το χάρισμα τού να υπάρχουν πάντοτε (της αφθαρσίας δηλαδή).


Αυτό σημαίνει ότι όταν διαλύονται, παραμένουν στο θάνατο και τη φθορά. Γιατί ο άνθρωπος απ' τη φύση του είναι θνητός, επειδή βέβαια πλάστηκε απ' το μηδέν. Εξαιτίας, όμως, της ομοιότητας προς τα όντα, την οποία θα προστάτευε με την ορθή κατα­νόηση του Θεού, θα μπορούσε να μετριάσει τη φυσι­κή φθορά και να παραμείνει άφθαρτος, όπως λέει η Σοφία (Σολομώντα, 6, 18)


" Η τήρηση των νόμων (του Θεού) εξασφαλίζει την αφθαρσία. Όντας στην αφθαρσία, θα ζούσε στο εξής σαν θεός, καθώς κάπου το επισημαίνει και η Γραφή όταν λέει " Σκέφτηκα εγώ, εσείς είστε θεοί, είσαστε όλοι σας παιδιά του Υψίστου" κι ωστόσο θα πεθάνετε σαν όλους τους αν­θρώπους" θα πέσετε νεκροί, το ίδιο όπως κι οι άρχο­ντες (Ψαλμ. 81, 6-7).


Ο μεν Θεός όχι μόνο μας έπλασε απ' το μηδέν, αλλά μας δώρισε, με τη χάρη του Λόγου, και τη δυνατότητα να ζούμε κατά Θεόν. Οι άνθρω­ποι, όμως, αφού πήραν το πρόσωπο τους απ' τα αι­ώνια κι επέστρεψαν, με τη συμβουλή του διαβόλου, στα φθαρτά, έγιναν στον εαυτό τους αίτιοι της φθο­ράς του θανάτου. Ενώ όμως, όπως ανέφερα ήδη, εί­ναι απ' τη φύση τους φθαρτοί, με τη χάρη της κοι­νωνίας τους με το Λόγο νίκησαν το κατά φύσιν, εφό­σον παρέμεναν καλοί.

Επειδή ο Λόγος συνυπάρχει μέσα τους, δεν θα τους άγγιζε η φυσική φθορά, κα­θώς λέει και η Σοφία (Σολομώντα 2, 23-24)" ο Θε­ός δημιούργησε τον άνθρωπο για την άφθαρτη ζωή ", τον έφτιαξε σύμφωνα με τη δική του εικόνα, την ει­κόνα του αιώνιου Θεού. όμως, από το φθόνο του δια­βόλου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο.


Όταν συνέβη αυτό, οι μεν άνθρωποι πέθαιναν, η δε φθορά πολλαπλασιαζόταν σε βάρος τους και υπε­ρίσχυε της φυσικής κατάστασης του ανθρώπινου γέ­νους, γιατί υπήρχε απ' την αρχή και η θεϊκή απειλή εξαιτίας της παράβασης της εντολής. Γιατί ακόμα και στα αμαρτήματα οι άνθρωποι δεν στάθηκαν σε κάποια συγκεκριμένα όρια, αλλά σιγά σιγά επεκτά­θηκαν και στη συνέχεια έφτασαν στο απροχώρητο.

Στην αρχή έγιναν εφευρέτες κακίας και προκάλεσαν στον εαυτό τους το θάνατο και τη φθορά. Κατόπιν εκτράπηκαν σε αδικίες και ξεπέρασαν κάθε παρανο­μία, και δεν σταμάτησαν σε ένα κακό, αλλά επινο­ούσαν στα νέα άλλα νεότερα κι έγιναν αχόρταγοι στο να αμαρτάνουν. Παντού γίνονταν μοιχείες και κλο­πές και όλη η γη γέμισε από φόνους και αρπαγές και δεν φρόντιζε κανένας νόμος για την πάταξη της φθο­ράς και της αδικίας, όλα δε τα κακά, χωριστά το κα­θένα και από κοινού, τα διέπρατταν όλοι, πολεμού­σαν πόλεις εναντίον πόλεων και εξεγείρονταν έθνη εναντίον εθνών. Ολόκληρη η οικουμένη ήταν διαιρε­μένη από εσωτερικές επαναστάσεις και μάχες κι ο καθένας συναγωνιζόταν στην παρανομία.

Ούτε και τα παρά φύσιν αμαρτήματα τους ήταν άγνωστα, αλ­λά όπως είπε ο μάρτυρας του Χριστού απόστολος (Παύλος) " Οι γυναίκες αντικατέστησαν τις φυσικές σχέσεις με τις αφύσικες" το ίδιο και οι άντρες , άφη­σαν τη φυσική σχέση με τη γυναίκα και φλογίστηκαν με σφοδρό πάθος ο ένας για τον άλλο, διαπράττο­ντας ασχήμιες αρσενικοί με αρσενικούς, και πληρώ­νοντας έτσι με το ίδιο τους το σώμα το τίμημα που ταίριαζε στην πλάνη τους " (Ρωμ. 1, 26-27).


Επειδή, λοιπόν, κυριάρχησε περισσότερο ο θάνατος και η φθορά εδραιώθηκε στους ανθρώ­πους, το μεν ανθρώπινο γένος φθειρόταν, ο δε λογι­κός και κατ' εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος αφα­νιζόταν, και το έργο του Θεού χανόταν. Διότι και ο θάνατος, όπως ανέφερα, μας εξουσίαζε σύμφωνα με νόμο και δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει κανείς απ' το νόμο, διότι αυτός θεσπίστηκε απ' τον Θεό εξαιτίας της παράβασης. Και θα 'ταν πράγματι αταξία μαζί και απρέπεια αυτό που θα γινόταν: Διότι θα ήταν σί­γουρα αταξία, πρώτα να πει ο Θεός κάτι κι έπειτα να φανεί ψεύτης, δηλαδή ενώ νομοθέτησε ότι ο άν­θρωπος θα πεθαίνει, αν παραβεί την εντολή, μετά την παράβαση να μη πεθαίνει, αλλά να μη ισχύει ο λό­γος του Θεού. Γιατί δεν θα ήταν, φυσικά, ειλικρινής ο Θεός αν ενώ είπε ότι θα πεθαίνουμε, δεν θα πέθαι­νε ο άνθρωπος.


Αλλά και πάλι θα ήταν απρεπές, αυ­τοί που πλάστηκαν μια φορά ως λογικά όντα και με­τείχαν του Λόγου, να εξαφανιστούν και να επιστρέ­ψουν στην ανυπαρξία διά της φθοράς. Διότι δεν θα ταίριαζε στην αγαθότητα του Θεού να καταστρέφο­νται τα πλάσματά του, εξαιτίας της εξαπάτησης των ανθρώπων από τον διάβολο. Εξάλλου θα ήταν πάρα πολύ απρεπές να εξαφανίζεται η τέχνη του Θεού που φαίνεται στους ανθρώπους, είτε απ' την αμέλειά τους είτε εξαιτίας της δολιότητας των δαιμόνων.


Επειδή, λοιπόν, φθείρονταν τα λογικά (όντα) και χάνονταν σ' αυτά τα έργα, τι έπρεπε να κάνει ο Θεός που είναι αγαθός; Ν' αφήσει να υπερισχύσει σε βάρος τους η φθορά και να κυριαρχήσει ο θάνατος; Σ' αυτή την περίπτωση ποια ανάγκη υπήρχε της δημιουργίας του απ' την αρχή; Γιατί θα έπρεπε να μη δημιουργη­θούν, παρά — αφού έγιναν — να παραμεληθούν και να καταστραφούν. Αφού αναγνωρίζεται μεγαλύτερη αδυναμία από αμέλεια στον Θεό και όχι αγαθότητα, αν αδιαφορεί για τη φθορά εκείνου που έπλασε, πα­ρά αν απ' την αρχή δεν είχε πλάσει τον άνθρωπο. Διότι αν μεν δεν τον είχε πλάσει, δεν θα υπήρχε κανείς να του καταλογίσει την αδυναμία. Αφού, όμως, τα δημιούργησε και τα έφερε στην ύπαρξη, θα ήταν πολύ παράλογο να καταστρέφονται τα έργα του και μάλιστα μπροστά στα μάτια του Δημιουργού. Επο­μένως, έπρεπε να μη αφεθούν οι άνθρωποι να οδη­γούνται προς τη φθορά, γιατί αυτό θα ήταν άπρεπο και ανάξιο προς την αγαθότητα του Θεού.


Αλλ' όπως έπρεπε να συμβεί αυτό, έτσι πάλι απ' την άλλη πλευρά αντιτίθεται το δίκαιο του Θεού, ώστε να φανεί αληθής ο Θεός στην απόφαση του για το θάνατο. Γιατί θα ήταν παράλογο να φα­νεί ψεύτης ο πατέρας της αλήθειας Θεός, για χάρη της δικής μας ωφέλειας και παραμονής (στην αφθαρ­σία) .

Τι έπρεπε, λοιπόν, να γίνει ή να κάνει γι' αυτό ο Θεός; Να απαιτήσει απ' τους ανθρώπους μετάνοια για την παράβαση; Γιατί αυτό, θα έλεγε κανείς, εί­ναι άξιο του Θεού, αν υποστήριζε ότι, όπως εξαιτίας της παράβασης οδηγήθηκαν στη φθορά, έτσι με τη μετάνοια θα επανέρχονταν και πάλι στην αφθαρσία. Αλλά η μετάνοια δεν θα κάλυπτε ούτε το δίκαιο του Θεού, γιατί θα φαινόταν και πάλι όχι ειλικρινής, αν οι άνθρωποι δεν υπόκεινταν στο θάνατο. Εξάλλου η μετάνοια δεν επαναφέρει από τη φυσική κατάσταση, αλλά μόνο συγχωρεί τα αμαρτήματα.




Αν, λοιπόν, ήταν μόνο αμάρτημα και δεν ακολουθούσε η φθορά, θα αρκούσε η μετάνοια, αφού, όμως, ( διότι προηγήθηκε η παράβαση) , οι άνθρωποι αιχμα­λωτίστηκαν στη φυσική φθορά και είχαν χάσει το χά­ρισμα του κατ' εικόνα τι άλλο έπρεπε να γίνει; Ή ποιόν θα χρειάζονταν για τη χάρη αυτή και την επα­ναφορά τους, παρά εκείνον που δημιούργησε τα πά­ντα απ' το μηδέν εξαρχής, το Λόγο του Θεού; Διότι αυτός είχε την εξουσία να επαναφέρει και πάλι το φθαρτό στην αφθαρσία και να περισώσει το δίκαιο του Θεού-Πατέρα έναντι όλων.

Επειδή, λοιπόν, εί­ναι Λόγος του Πατέρα και βρίσκεται πάνω απ' όλα, έπεται ότι ήταν ο μόνος δυνατός να ξανακτίσει τα πάντα και να πάθει υπέρ όλων και ήταν σε θέση να μεσιτέψει για όλους προς τον Πατέρα.


ΚΕΙΜΕΝΟ 2Ο

ΓΙΑΤΙ “ΕΝ ΣΑΡΚΙ” ΠΑΡΟΥΣΙΑ ;

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τ. 1, σελ. 260.


ΟΟταν ζωγραφίστηκε ( κάποια μορφή ) πάνω σε ξύλο και παραμορφώ­θηκε από εξωτερικές κηλίδες, χρειάζεται να ξανάρθει εκείνος του οποίου είναι ζωγραφισμένη η μορφή (και να ποζάρει), για να καταστεί δυνατό να ανακαινι­στεί η προσωπογραφία πάνω στο ίδιο ξύλο — διότι δεν πετάγεται το ξύλο πάνω στο οποίο ζωγραφίστη­κε, επειδή είναι η μορφή εκείνου, αλλά ξαναζωγραφίζεται πάνω σ' αυτό.


Καθ' όμοιο τρόπο κι ο πανάγιος Υιός του Πατέρα, που είναι εικόνα του Πατέρα, ήρθε στους τόπους μας (τη γη), για να ανα­καινίσει τον πλασμένο σύμφωνα με την εικόνα του άνθρωπο και σαν χαμένο να τον βρει με την άφεση των αμαρτιών, όπως λέει κι ο ίδιος στο Ευαγγέλιο" ήρθα για ν' αναζητήσω και να σώσω αυτό που έχει χάσει το δρόμο του (Λουκ. 19, 10). Γι' αυτό και έλεγε προς τους Ιουδαίους " αν κάποιος δεν αναγεννη­θεί "(Ιω. 3, 5), εννοώντας όχι τη γέννηση από γυ­ναίκες, όπως καταλάβαιναν εκείνοι, αλλά φανερώ­νοντας την ψυχή που ξαναγεννιέται και ξαναδημι­ουργείται στο κατ' εικόνα.

Επειδή, όμως, είχε εξα­πλωθεί στην οικουμένη η μανία των ειδώλων και η αθεΐα και είχε χαθεί η γνώση του Θεού, ποιος θα μπορούσε να διδάξει τον κόσμο για τον Πατέρα; Θα έλεγε κανείς,μήπως κάποιος άνθρωπος; Αλλά δεν ήταν δυ­νατόν σε ανθρώπους να γυρίσουν απαρατήρητοι όλη τη γη, ούτε οι φυσικές αντοχές τους θα το επέτρε­παν, ούτε θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτοί ότι θα φέρουν σε πέρας το έργο, ούτε θα ήταν ικανοί να αντισταθούν στην απάτη και τη φαντασία των δαι­μόνων.

Διότι, αφού οι πάντες έχουν πληγωθεί στην ψυχή και είναι ταραγμένοι απ' τη δαιμονική απάτη και τη ματαιότητα των ειδώλων, πώς θα ήταν δυνα­τό να μεταπείσουν την ψυχή του ανθρώπου και το νου των ανθρώπων, για θέματα τα οποία ούτε οι ίδιοι μπορούν να δουν; Και σε κάτι που κανείς δεν βλέπει, πώς μπορεί να εκπαιδεύσει και άλλους; Αλλά θα έλεγε ίσως κανείς, ότι η κτίση ήταν αρκε­τή. Μα αν αρκούσε η κτίση, δεν θα είχαν γίνει τόσο μεγάλα κακά. Διότι και η κτίση υπήρχε και παρά ταύτα οι άνθρωποι δεν βυθίζονταν λιγότερο στην πε­ρί του Θεού πλάνη.


Ποιου, λοιπόν, άλλου υπήρχε ανάγκη, παρά του Λόγου του Θεού, που βλέπει και την ψυχή και το νου, που κινεί τα πάντα στην κτίση και μέσω αυτών κάνει γνωστό τον Πατέρα; Αυτού, που με τη δική του πρόνοια και τάξη σε όλα διδάσκει για τον Πα­τέρα, αυτού ήταν έργο και η ανανέωση της διδασκα­λίας. Και πώς, λοιπόν, θα γινόταν αυτό;

Ίσως θα έλεγε κανείς, ότι θα μπορούσε να γίνει με τα ίδια, ώστε να αποκαλύψει τα περί του εαυτού του, με τη βοήθεια των έργων της κτίσης. Αλλ' αυτό δεν ήταν πλέον ασφαλές. Οπωσδήποτε όχι γιατί οι άνθρωποι το είχαν προηγουμένως παραβλέψει και είχαν στραμμένα τα μάτια τους όχι προς τα άνω, αλλά προς τα γήινα. Εύλογα, λοιπόν, θέλοντας να ωφε­λήσει τους ανθρώπους, έρχεται ως άνθρωπος, λαμ­βάνοντας σώμα όμοιο με εκείνους και από κάτω, ώστε όσοι δεν θέλησαν να τον αναγνωρίσουν από την πρόνοια και την υπεροχική του θέση στο σύμπαν, να γνωρίσουν τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού, και μέσω αυτού τον Πατέρα, έστω και από τα έργα αυ­τού του σώματος.

Διότι, όπως ο καλός δάσκαλος που μεριμνά για τους μαθητές του, εκείνους που δεν μπορούν να εννοήσουν τα σπουδαιότερα, σε κάθε πε­ρίπτωση τους εκπαιδεύει με τα απλούστερα, κατε­βαίνοντας στο επίπεδο τους, έτσι κι ο Λόγος του Θεού, καθώς και ο Παύλος λέει " επειδή οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν με τη σοφία τους ν' αναγνωρίσουν τον αληθινό Θεό μέσα στα δημιουργήματά του, ο Θεός ευδόκησε να σώσει με τη μωρία του κηρύγματος, από τον τελικό όλεθρο, εκείνους που θα πιστέψουν " (Α' Κορ. 1, 21) .

Διότι, αφού οι άνθρωποι απομακρύνθη­καν από την ορθή πίστη για τον Θεό και είχαν προς τα κάτω τα μάτια τους σαν βυθισμένοι στο νερό, αναζητούσαν τον Θεό στη Δημιουργία και τα αισθητά, κατασκευάζοντας σαν θεούς τους θνητούς ανθρώπους και δαίμονες.


Γι' αυτό το λόγο ο φιλάνθρωπος και κοινός Σωτήρας όλων, ο Λόγος του Θεού, παίρνει για τον εαυτό του σώμα και σαν άνθρωπος συνανα­στρέφεται μεταξύ των ανθρώπων και προσλαμβάνει όλες τις αισθήσεις των ανθρώπων, ώστε κι εκείνο που σκέπτονται (πως ο Θεός είναι σωματικός), παίρνοντας αφορμή απ' τα έργα που επιτελεί ο Κύριος με το σώμα του, με τη βοήθεια (αυτών) των έργων να κατανοήσουν την αλήθεια και δι' αυτού να σκεφθούν τον Πατέρα.


Όντας, μάλιστα, άνθρωποι και κατανοώντας τα πάντα ως άνθρωποι, όσα έπεφταν στις αισθήσεις τους, έβλεπαν να βοηθιούνται με τις αισθήσεις τους και από παντού να διδάσκονται την αλήθεια. Διότι είτε λάτρευαν την κτίση με φόβο, όμως την έβλεπα να ομολογεί Κύριο το Χριστό, είτε είχε αιχμαλωτιστεί η διάνοιά τους από ανθρώπους, ώστε να τους θεωρεί θεούς, Τον αναγνώριζαν όμως σαν Σωτήρα από τα έργα του, τα οποία σε σύγκριση με τα έργα εκείνων, έδειχναν στους ανθρώπους ότι είναι Υιός του Θεού και μοναδικός Σωτήρας, αφού δεν συναντούσες σ' εκείνους τέτοια έργα, σαν αυτά που έκανε ο Λόγος του Θεού.


Και παρόλο που ήταν προκατειλημμένοι και με τους δαίμονες, βλέποντάς τους να διώχνονται απ' τον Κύριο, καταλάβαιναν καλά ότι αυτός είναι ο Λόγος του Θεού και ότι δεν είναι θεοί οι δαίμονες. Και παρόλο που ο νους τους είχε κυριευτεί από νεκρούς, ώστε να λατρεύει ήρωες και τους αναφερόμενους απ' τους ποιητές θε­ούς, βλέποντας όμως την ανάσταση του Σωτήρα, ομολογούσαν ότι εκείνοι (οι θεοί) είναι ψεύτικοι και μόνον ο Κύριος είνα αληθινός, ο Λόγος του Θεού, που κυριαρχεί και πάνω στο θάνατο. Γι' αυτό και γεννή­θηκε και έζησε ως άνθρωπος και πέθανε κι αναστή­θηκε κι εξασθένησε κι επισκίασε τα παλαιά έργα των ανθρώπων με τα δικά του έργα, με σκοπό όπου κι' αν έχουν πέσει οι άνθρωποι να τους σηκώσει και να τους βγά­λει από κει και να διδάξει τον αληθινό Πατέρα του, καθώς και ο Ίδιος λέει : " ήρθα για ν' αναζητήσω και να σώσω αυτό που έχει χάσει το δρόμο του " (Λουκ. 19,10).


Διότι, αφού έπεσε στα αισθητά η διάνοια των ανθρώπων, επιφορτίστηκε ο Λόγος να εμφανιστεί με σώμα, για να μεταφέρει τους ανθρώ­πους ως άνθρωπος στον εαυτό του και να στρέψει τις αισθήσεις τους προς αυτόν. Και στο εξής, βλέποντας τον εκείνοι ως άνθρωπο απ' τα έργα που κάνει, να τους πείσει πως δεν είναι μόνον άνθρωπος αλλά και Θεός και Λόγος του αληθινού Θεού και Σοφία.

Αυ­τό μάλιστα θέλοντας να επισημάνει και ο Παύλος λέει " (να είστε) ριζωμένοι και θεμελιωμένοι στην αγάπη... έτσι, θα μπορέσετε μαζί με ολόκληρο το λαό του Θεού να συλλάβετε ποιο είναι το πλάτος και το μήκος, το βάθος και το ύφος του μυστηρίου της σω­τηρίας και να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού, που ξεπερνάει κάθε ανθρώπινη γνώση. Έτσι θα γεμίσει η ζωή σας με την πλούσια χάρη του Θεού " (Εφεσ. 3ν 18-19).


Γιατί ο Λόγος είναι απλωμένος παντού και πάνω και κάτω και στα βάθη και» στα πλάτη. Πάνω μεν είναι με τη δημιουργία, κάτω δε με την ενανθρώπηση, στα βάθη με τον Άδη και στα πλάτη με τον κόσμο. Τα πάντα είναι γεμάτα με τη γνώση του Θεού.


Γι' αυτό, ακριβώς, δεν επιτέλεσε την υπέρ πά­ντων θυσία του αμέσως μόλις ήρθε κοντά μας, πα­ραδίνοντας το σώμα του στο θάνατο και ανασταίνο­ντας το, διότι έτσι θα έμενε ο ίδιος άγνωστος. Αλλά έκανε τον εαυτό του γνωστό , και με το ότι διέμεινε στο (ανθρώπινο) σώμα και με τα τόσα έργα που έκα­νε και με τα σημεία που έδωσε και με τα οποία όχι ως άνθρωπο αλλ' ως Θεό Λόγο τον αναγνώριζαν. Και τα δύο τα έκανε από φιλανθρωπία ο Σωτήρας, με την ενανθρώπηση του, Διότι και το θάνατο εξαφά­νισε από μας και μας ανανέωσε και διότι, όντας αφα­νής και αόρατος, με τα έργα του έδειχνε και γνω­στοποιούσε ότι ο ίδιος είναι ο Λόγος του πατέρα, ο ηγεμόνας και βασιλιάς του παντός.


ΚΕΙΜΕΝΟ 3Ο

Ο ΣΤΑΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τ. 1, σελ. 276.


ΓΓΓια την αιτία της σωματικής παρουσίας (του θεού ) στη γη, όσο ήταν δυνατό να κατανοή­σουμε κι εμείς, είπαμε ήδη : ότι δηλαδή δεν μπορού­σε άλλος να μεταβάλλει το φθαρτό σε άφθαρτο, πα­ρά μόνον ο ίδιος ο Σωτήρας που δημιούργησε τα πά­ντα εξαρχής απ' την ανυπαρξία" κι ότι δεν μπορούσε άλλος να ξανακτίσει στους ανθρώπους το κατ' εικόνα παρά μόνον η εικόνα του Πατέρα" και ότι δεν μπο­ρούσε άλλος να κάνει το θνητό αθάνατο, παρά μόνον η αυτοζωή που είναι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός" κι ότι δεν μπορούσε άλλος να διδάξει για τον Πατέ­ρα και να γκρεμίσει τη θρησκεία των ειδώλων, παρά μόνον ο Λόγος που τα ρυθμίζει όλα και είναι ο αλη­θινός μονογενής Υιός του Πατέρα.


Επειδή, όμως, έπρεπε να εξοφληθεί και το κοινό χρέος όλων των ανθρώπων — γιατί, όπως προείπα, έπρεπε όλοι να πεθάνουν, γι' αυτό κατεξοχήν και ενανθρώπησε — , ακριβώς για το λόγο αυτό, μετά τις αποδείξεις της θεότητάς του από τα έργα του, πρό­σφερε κατόπιν και τη θυσία του υπέρ όλων, παραδί­νοντας το ναό (του σώματός) του σε θάνατο υπέρ όλων, με σκοπό αφενός να κάνει τους πάντες ανενόχους και ελεύθερους απ' την αρχαία παράβαση , αφε­τέρου δε ν' αποδείξει τον εαυτό του ανώτερο απ' το θάνατο και να προβάλλει το δικό του σώμα άφθαρτο και απαρχή της ανάστασης όλων. Και μην απορήσεις αν πολλές φορές επαναλαμβάνουμε τα ίδια, για τα ίδια θέματα. Επειδή μιλούμε για την ευδοκία του Θεού, γι' αυτό ερμηνεύουμε την ίδια έννοια με πε­ρισσότερα, για να μη θεωρηθεί ότι παραλείπουμε κά­τι και κατηγορηθούμε πως μιλήσαμε με ελλείψεις. Διότι είναι προτιμότερο να κατηγορηθούμε για επα­ναλήψεις, παρά να παραλείψουμε κάτι απ' αυτά, που οφείλουμε να γραψομε.


Το σώμα, λοιπόν, επειδή και αυτό είχε την ίδια ουσία όπως και τ' άλλα (αφού ήταν ανθρώπινο σώ­μα) , παρόλο που δημιουργήθηκε με παράδοξο θαύ­μα μόνον από Παρθένο, εντούτοις ήταν θνητό και θα πέθαινε, όπως και τα όμοιά του. Επειδή, όμως, σ' αυτό κατοίκησε ο Λόγος, δεν καταστρεφόταν σύμ­φωνα με τη φύση του, αλλά χάρη στο Λόγο του Θε­ού που κατοίκησε μέσα του, έμεινε μακριά απ' τη φθορά.


Και συνέβη, ανεξήγητα, να γίνονται σ' αυτό και τα δύο : δηλαδή και ο κοινός σε όλους θάνατος να εκπληρώνεται στο σώμα του Κυρίου, και ο θάνατος και η φθορά να εξαφανίζεται εξαιτίας του Λόγου που συνυπήρχε σ' αυτό. Διότι ήταν-αναγκαίος ο θάνατος κι έπρεπε να συμβεί θάνατος υπέρ όλων, ώστε να εξοφληθεί αυτό που χρωστούσαν όλοι.



Γι' αυτό, όπως προανέφερα, ο Λόγος, αφού δεν ήταν σ' αυτόν δυνατό να πεθάνει (διότι ήταν αθάνατος), έλαβε σώ­μα που μπορεί να πεθάνει, ώστε να το προσφέρει σαν δικό του για λογαριασμό όλων. Και (έτσι), πάσχοντας ο ίδιος για όλους, επειδή ο ίδιος κατοικούσε στο σώμα του, να καταργήσει με το θάνατό του αυτόν που εξου­σίαζε το θάνατο, δηλαδή το διάβολο. Μ' αυτόν τον τρόπο απελευθέρωσε όσους ο φόβος του θανάτου τους είχε καταδικάσει να είναι δούλοι σ' όλη τους τη ζωή (Εβρ. 2, 14-15).


Αφού ο κοινός Σωτήρας όλων πέθανε για χάρη μας, τώρα πια οι πιστοί στο Χριστό δεν πε­θαίνουμε με θάνατο, όπως παλιότερα σύμφωνα με την απειλή του νόμου (γιατί έχει πάψει πλέον αυτή η καταδίκη). Αλλ' αφού παύει η φθορά κι εξαφανίζε­ται με τη χάρη της ανάστασης, στο εξής μόνον ως προς το θνητό του σώματος διαλυόμαστε, σε καιρό που όρισε για τον καθένα μας ο Θεός, για να μπορέ­σουμε να πετύχουμε ανώτερη ανάσταση. Γιατί, όπως τα σπέρματα που ρίχνονται στη γη, δεν χανό­μαστε όταν πεθάνουμε, αλλά σπειρόμαστε για ν' αναστηθούμε, αφού καταργήθηκε ο θάνατος με τη χάρη του Σωτήρα.


Γι' αυτό, λοιπόν, κι ο μακάριος Παύλος, που γίνεται για όλους ο εγγυητής της ανάστασης, λέει " Πρέπει αυτό που είναι φθαρτό να μετα­μορφωθεί σε άφθαρτο, κι αυτό που είναι θνητό να γί­νει αθάνατο. Όταν αυτό το φθαρτό μεταμορφωθεί σε άφθαρτο και το θνητό μεταμορφωθεί σε αθάνατο, τό­τε θα πραγματοποιηθεί ο λόγος της Γραφής: ο θάνα­τος αφανίστηκε, η νίκη είναι πλήρης! Θάνατε, πού είναι το κεντρί της δύναμης σου; Άδη, πού είναι η νίκη σου; " (Α'Κορ. 15, 53-55).



Β ΜΕΡΟΣ


(α) Λοιπόν, θα έλεγε κανείς, εφόσον ήταν αναγκαίο για χάρη όλων να παραδώσει ο Χριστός το σώμα του στο θάνατο, γιατί δεν πέθανε με φυσικό θάνατο σαν άνθρωπος, αλλά έφτασε και μέχρι το σταυρό; Δεν θα έπρεπε να αποθέσει το σώμα με περισσότερη αξιο­πρέπεια, παρά να υπομείνει τον υβριστικό αυτό (σταυρικό) θάνατο; Κοίταξε, όμως, μήπως αυτή η αντίρρηση είναι ανθρώπινη, ενώ αυτό που έκανε ο Σωτήρας είναι πραγματικά θεϊκό και για πολλούς λόγους αντάξιο της θεότητάς του.

Πρώτον μεν, διότι ο θάνατος που συμβαίνει στους ανθρώπους επέρχεται σύμφωνα με την αδυναμία της φύσης τους . Αφού, δη­λαδή, δεν μπορούν για πολύ να κρατηθούν στη ζωή, με την πάροδο του χρόνου διαλύονται. Γι' αυτό και τους συμβαίνουν αρρώστιες κι αφού εξασθενήσουν πε­θαίνουν. Αλλ' ο Κύριος δεν είναι ασθενής ' είναι δύναμη Θεού και Λόγος Θεού και αυτοζωή.


Αν, λοιπόν, πέθαινε κάπου κατά τον συνηθισμένο ανθρώπινο θά­νατο, πάνω σ' ένα κρεβάτι, θα νόμιζαν ότι κι αυτός το έπαθε αυτό σύμφωνα με την ασθένεια της φύσης κι ότι δεν έχει τίποτα παραπάνω απ' τους άλλους αν­θρώπους. Επειδή, όμως, ήταν και ζωή και Λόγος Θεού κι έπρεπε να υπομείνει το θάνατο για χάρη όλων, γι' αυτό ακριβώς, σαν ζωή και δύναμη που ήταν, δυνάμωνε μαζί και το σώμα. Επειδή, όμως, όφειλε να υποστεί το θάνατο, έπαιρνε την αφορμή να ολοκληρώσει τη θυσία όχι απ' τον εαυτό του, αλλ' απ' τους άλλους. Διότι, ούτε έπρεπε να αρρωστήσει ο Κύριος, που θεράπευε τις ασθένειες των άλλων, αλλ' ούτε πάλι έπρεπε να εξασθενήσει το σώμα, με το οποίο ενδυνάμωνε και τις αδυναμίες των άλλων.


Γιατί, λοιπόν, δεν εμπόδισε το θάνατο, όπως έκα­νε με την ασθένεια; Διότι το σώμα το είχε γι' αυτό το σκοπό και ήταν αταίριαστο να εμποδίσει το θάνα­το, για να μη ματαιωθεί και η ανάσταση. Αλλά και το να προηγηθεί απ' το θάνατο η αρρώστια και πάλι θα ήταν αταίριαστο, για να μη θεωρηθεί αδυναμία εκείνου που βρισκόταν μέσα στο σώμα. Δεν πείνασε, λοιπόν; Ναι, πείνασε, εξαιτίας της ιδιότητας του σώ­ματος. Δεν πέθανε, όμως, από πείνα, επειδή έφερε μέσα του τον Κύριο.




Γι' αυτό και παρόλο ότι πέθανε για να λυτρώσει τους πάντες, εντούτοις δεν γνώρισε φθορά. Διότι αναστήθηκε ολόκληρο, επειδή δεν ανή­κε σε άλλον κανένα, αλλά ήταν το σώμα της ίδιας της ζωής.


(β) Αλλά, θα 'λεγε κανείς, έπρεπε ν' αποφύγει την επιθετικότητα των Ιουδαίων, για να φυλάξει το σώμα του εντελώς αθάνατο. Ας ακούσει, λοιπόν, κι αυτός, ότι και τούτο ήταν ανάρμοστο στον Κύριο. Διότι, όπως δεν ταίριαζε στο Λόγο του Θε­ού, που είναι η ζωή, να δώσει από μόνος του το θά­νατο στο σώμα του, έτσι δεν ταίριαζε ν' αποφεύγει το θάνατο που του προκαλούσαν άλλοι, αλλά μάλ­λον να τον επιδιώκει, με σκοπό να τον καταργήσει.

Επομένως εύλογα, ούτε με φυσικό θάνατο άφησε το σώμα του, ούτε και τον απέφυγε όταν τον επιδίωξαν οι Ιουδαίοι. Αυτό, όμως, δεν φανέρωνε αδυναμία του Λόγου, αλλά μάλλον τον έδειχνε και Σωτήρα και Ζωή, διό­τι και καρτέρι έστησε για να καταργήσει το θάνατο και το θάνατο που του δινόταν αφορμή να υπομείνει για τη σωτηρία όλων, βιαζόταν να ολοκληρώσει ' εξάλλου όχι το δικό του θάνατο, αλλά το θάνατο που του έδιναν οι άνθρωποι ήρθε να προσφέρει ως θυσία ο Σωτήρας.

Επομένως, όχι με δικό του θάνατο (διό­τι δεν είχε θάνατο αφού είναι η ζωή) απέθεσε το σώ­μα, αλλά δέχτηκε το θάνατο που του προκάλεσαν οι άνθρωποι, ώστε και αυτόν, που προσήλθε στο σώμα του, να τον εξαφανίσει τελείως. Αλλά κι απ' το εξής μπορεί κανείς να δει ότι καλώς το σώμα του Κυρίου εκπλήρωσε το χρέος του θανάτου: Ο Κύριος ενδια­φερόταν κατ' εξοχήν για την ανάσταση του σώμα­τος, που επρόκειτο να κάνει. Γιατί αυτό θα ήταν το τρόπαιο κατά του θανάτου, να την δείξει σε όλους και να διαπιστώσουν όλοι τη διαγραφή της φθοράς που ενήργησε και την αφθαρσία των σωμάτων που θα ακολουθήσει, προς χάρη των οποίων φύλαξε άφθαρτο το σώμα του, ως ενέχυρο και διακριτικό γνώρισμα της ανάστασης, που θα συμβεί σε όλους.


Γιατί πάλι, αν είχε αρρωστήσει το σώμα και απ' αυ­τό πέθαινε ο Λόγος μπροστά στα μάτια όλων, θα ήταν αταίριαστο, αυτός που θεράπευε τις αρρώστιες των άλλων, να παραβλέπει το δικό του σώμα, καθώς θα έλιωνε απ' τις αρρώστιες. Διότι, πώς θα πίστευ­αν ότι έδιωξε τις αρρώστιες των άλλων, αν την ίδια στιγμή υπέφερε ο δικός του ναός (το σώμα); Έτσι, ή θα τον περιγελούσαν σαν μη ικανό να διώξει την αρρώστια, ή αν μπορούσε και δεν το έκανε, θα θεω­ρούνταν πως δεν ήταν φιλάνθρωπος και προς τους άλλους.

(γ) Αν, πάλι, χωρίς κάποια αρρώστια και χωρίς κάποιο πόνο έκρυβε το σώμα του, κά­που ιδιαίτερα σε μία γωνία ή σε έρημο τόπο ή σε κά­ποιο σπίτι ή οπουδήποτε αλλού, κι ύστερα εμφανιζό­ταν ξαφνικά κι έλεγε ότι εγέρθηκε απ' τους νεκρούς, όλοι θα νόμιζαν ότι λέει παραμύθια και θα αμφισβη­τούσαν πολύ περισσότερο αν υποστήριζε και τα περί ανάστασης, αφού δεν θα υπήρχε κανένας που να βε­βαιώνει το θάνατό του. Απ' την ανάσταση πρέπει να προηγηθεί ο θάνατος, γιατί δεν θα υπήρχε ανάσταση αν δεν είχε προηγηθεί θάνατος. Επομένως, αν είχε συμβεί κάπου κρυφά ο θάνατος του σώματος, χωρίς να είναι φανερός ο θάνατος και να βεβαιώνεται από μάρτυρες, θα ήταν αφανής και χωρίς μαρτυρίες η ανάστασή του.


Ή, για ποιο λόγο, μετά την ανάστα­ση θα διαλαλούσε την ανάσταση, αλλά το θάνατό του θα τον άφηνε στο σκοτάδι; Ή, γιατί τους μεν δαίμονες εκδίωκε μπροστά στα μάτια όλων, και τον εκ γενετής τυφλό τον έκανε να βλέπει, και μετέβαλε το νερό σε κρασί, για να πιστέψουν ότι είναι Λόγος Θεού, και δεν θα έδειχνε μπροστά σε όλους πως το φθαρτό σώμα είναι άφθαρτο, για να πιστέψουν ότι αυτός είναι η ζωή; Και πώς οι μαθητές του θα είχαν το θάρρος να κηρύττουν την ανάσταση, αν δεν μπο­ρούσαν να υποστηρίξουν ότι προηγουμένως είχε πε­θάνει; Ή, πώς θα γίνονταν πιστευτοί ότι ο θάνατος προηγήθηκε απ' την ανάσταση, αν δεν ήταν μάρτυ­ρες του θανάτου αυτοί οι ίδιοι, προς τους οποίους κήρυτταν με παρρησία;


Γιατί αν κι έτσι που έλαβε χώραν ο θάνατος και η ανάσταση, μπροστά στα μάτια όλων, δεν θέλησαν να πιστέψουν οι τότε φαρισαίοι, αλλά και κείνους που είδαν την ανάσταση τους ανάγκασαν να την αρνη­θούν, σε κάθε περίπτωση αν αυτά είχαν γίνει στα κρυφά, πόσες προφάσεις απιστίας θα επινοούσαν; Και πώς, λοιπόν, θα εκπλήρωνε το χρέος του θανά­του και θα τον νικούσε, αν δεν τον προσκαλούσε και δεν τον έδειχνε μπροστά σε όλους νεκρό και χωρίς δύναμη εξαιτίας της αφθαρσίας του σώματος; Αυτά που και άλλοι θα μπορούσαν να έχουν πει, είναι ανάγκη να τα προβάλλου­με για αντίκρουση των κατηγοριών.

(δ) Ενδεχομένως κάποιος να έλεγε και τούτο: Αν έπρεπε ο θάνατος του να συμβεί μπροστά σε όλους και ν' αποδεικνύε­ται με μάρτυρες, για να πιστευτεί και ο λόγος της ανάστασης, έπρεπε τουλάχιστο να επινοήσει για τον εαυτό του ένδοξο θάνατο, προκειμένου ν' αποφύγει οπωσδήποτε την ατίμωση του σταυρού.


Αλλ' αν το είχε κάνει αυτό, θα έδινε αφορμή για εναντίον του υπόνοια, ότι δεν έχει δύναμη εναντίον κάθε είδους θανάτου, αλλά μόνο εναντίον εκείνου που επινοήθηκε γι' αυτόν ' και δεν θα ήταν πάλι μικρότερη η δικαιο­λογία για απιστία στην ανάσταση. Γι' αυτό, όχι από τον ίδιο αλλά από άλλους του επιβλήθηκε ο σωματι­κός θάνατος, ώστε το θάνατο που θα παρουσίαζαν αυτοί στον Σωτήρα, αυτόν και να εξαφανίσει εκεί­νος.


Και (συμβαίνει) όπως κάποιος γενναίος παλαιστής, που είναι μεγάλος ως προς τη φρόνηση και την ανδρεία, (και) δεν εκλέγει τους αντιπάλους του ο ίδιος, για να μη δώ­σει την υπόνοια ότι δειλιάζει μπροστά σε κάποιους, αλλά αφήνει την εξουσία της εκλογής στους θεατές, και μάλιστα όταν τύχει να είναι εχθρός του, ώστε αφού συντρίψει εκείνον που θα του φέρουν, να παρα­δεχτούν ότι είναι ο καλύτερος όλων.



Έτσι και η ζωή των όλων, ο Κύριος και Σωτήρας μας, ο Χριστός, δεν επινόησε ο ίδιος το θάνατο του σώματός του, για να μη φανεί πως δειλιάζει μπροστά σε άλλο (θάνατο) αλλ' εκείνον που επέλεξαν άλλοι, και μάλιστα οι εχθροί του, αυτόν που εκείνοι θεωρούσαν φοβερό και ατιμωτικό και απο­κρουστικό, αυτόν δέχθηκε και υπέμεινε εκείνος στο σταυρό, ώστε, όταν κι αυτός καταλύθηκε, να πιστέ­ψουν ότι αυτός μεν είναι η ζωή, κι ότι η δύναμη του θανάτου καταργήθηκε τελείως.

Έγινε, λοιπόν, κάτι θαυμαστό και παράδοξο. Διότι, ο θάνατος που του επέβαλαν και τον θεωρούσαν ατιμωτικό, αυτός υπήρ­ξε σύμβολο νίκης εναντίον του θανάτου. Γι' αυτό ού­τε το θάνατο του Ιωάννη (του Προδρόμου) υπέμει­νε, με αποτομή της κεφαλής, ούτε σαν τον Ησαΐα πριονίστηκε, ώστε και στο θάνατό του να φυλάξει ατεμάχιστο και ολόκληρο το σώμα, και να μη γίνει αφορμή σ' αυτούς που θέλουν να διχάζουν την Εκκλησία.



ΚΕΙΜΕΝΟ 4Ο

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τ. 1, σελ. 292.


Τ Ταίριαζε, λοιπόν, και ήταν για το συμφέρον μας ο σταυρικός θάνατος. Και η αιτία του φάνηκε εύλογη κατά πάντα και δικαιολογημένη, επειδή δεν μπορούσε αλλιώς παρά μόνο με το σταυ­ρό να πραγματοποιηθεί η σωτηρία των πάντων. Και διότι και μ' αυτό τον τρόπο δεν άφησε αφανέρωτο τον εαυτό του ούτε πάνω στο σταυρό, αλλά με έντο­νο τρόπο, την μεν κτίση την έκανε να μαρτυρεί την παρουσία του Δημιουργού της, το δε ναό του, δηλαδή το σώμα, δεν ανέχθηκε να μένει επί πολύ νεκρό, αλλ' αφού το έδειξε νεκρό στη σύγκρουσή του με το θάνατο, την τρίτη μέρα ευθύς το ανέστησε, φέροντας ως τρόπαια και νίκες κατά του θανάτου την αφθαρ­σία και την απάθεια, που απέκτησε το σώμα.

Φυσι­κά, μπορούσε αμέσως να αναστήσει το νεκρό σώμα και να το ξαναδείξει ζωντανό, αλλά κι αυτό δεν το έκανε ο Σωτήρας, επειδή πρόβλεψε σωστά. Γιατί θα έλεγε κανείς πως δεν είχε πεθάνει καθόλου, ή δεν τον άγγιξε πλήρως ο θάνατος, αν έδειχνε αμέσως (μετά το θάνατο) την ανάσταση. Ίσως, μάλιστα, αν ήταν μικρό το χρονικό διάστημα μεταξύ του θανάτου και της ανάστασης, να μη αποκαλυπτόταν και η δό­ξα της αφθαρσίας.


Για να δειχτεί, λοιπόν, το σώμα νεκρό, ο Λόγος υπέμεινε και μία μέρα (μεταξύ θανάτου και ανάστασης) και την τρίτη μέρα το έδειξε σ' όλους άφθαρτο. Για να αποδειχτεί, λοιπόν, ο θάνατος στο σώμα, το ανάστησε την τρίτη μέρα. Και για να μη μείνει πε­ρισσότερο (στον τάφο) κι αφού φθαρεί τελείως, ύστε­ρα το αναστήσει και προκαλέσει απιστία για το αν φέρει το ίδιο ή άλλο σώμα", γιατί σίγουρα εξαιτίας του πολλού χρόνου θα μπορούσε κανείς να μη πιστεύ­ει στο φαινόμενο και να ξεχάσει τα γενόμενα, γι' αυ­τό δεν ανέχτηκε (τον τάφο) περισσότερες από τρεις μέρες. Ούτε καθυστέρησε για πολύ να εμφανιστεί σ' όσους τον είχαν ακούσει να μιλάει για την ανάσταση. Αλλ' ενώ ακόμα στα αφτιά τους ηχούσε ο λόγος του, κι ενώ τα μάτια τους τον περίμεναν με προσδοκία και η σκέψη τους ήταν γαντζωμένη σ' αυτόν και ζούσαν στη γη και βρίσκονταν στον τόπο εκείνων που τον θα­νάτωσαν και βεβαίωναν για το θάνατο του σώματος του Κυρίου, αυτός ο Υιός του Θεού φανέρωσε αθά­νατο και άφθαρτο το σώμα, που για τρεις μέρες ήταν γυμνό.


Και έγινε σε όλους φανερό, ότι το σώμα στο οποίο κατοικούσε ο Λόγος δεν πέθανε από φυσική ασθένεια, αλλά με σκοπό να εξαφανιστεί ο θάνατος δι' αυτού, με τη δύναμη του Σωτήρα.

(β) Για το ότι καταλύθηκε ο θάνατος και νικήθηκε απ' τον σταυρό και δεν έχει πλέον δύ­ναμη, αλλ' είναι πραγματικά νεκρός, όχι μικρή από­δειξη και πεποίθηση έντονη είναι το ότι ο θάνατος περιφρονείται απ' όλους τους μαθητές του Χριστού κι όλοι τον ξεπερνούν, και δεν τον φοβούνται, αλλά με το σημείο του σταυρού και την πίστη στο Χριστό τον καταπατούν σαν νεκρό. Γιατί, παλαιότερα, προ­τού να εμφανιστεί στη γη ο Σωτήρας, ο θάνατος προ­καλούσε φόβο και σ' αυτούς τους αγίους κι όλοι θρη­νούσαν όσους πέθαιναν, διότι νόμιζαν πως καταστρέ­φονται.

Τώρα, όμως, που ο Σωτήρας ανέστησε το σώμα, ούτε ο θάνατος είναι πια φοβερός, κι όλοι εκείνοι που πιστεύουν στο Χριστό, καταπατούν τον θάνατο σαν να μη είναι τίποτα και προτιμούν να πε­θάνουν από το ν' αρνηθούν την πίστη στο Χριστό. Γιατί πραγματικά γνωρίζουν, ότι πεθαίνοντας δεν χάνονται, αλλά και ζουν και με την ανάσταση γίνο­νται άφθαρτοι. Εκείνος δε, ο διάβολος, που ανέκα­θεν με όργανο το θάνατο ορμούσε πονηρά κατά των ανθρώπων, επειδή διαλύθηκαν τα σπλάχνα του, απέ­μεινε ο μόνος πραγματικά νεκρός.


Και τεκμήριο γι' αυτό είναι το ότι, προτού να πι­στέψουν οι άνθρωποι στο Χριστό, θεωρούν το θάνα­το φοβερό και τα χάνουν μπροστά του. Οταν, όμως, αποδεχτούν τη δική του πίστη και διδασκαλία, τόσο πολύ περιφρονούν το θάνατο, ώστε και με προθυμία να ορμούν προς αυτόν και μάρτυρες να γίνονται της ανάστασης που έκανε ο Σωτήρας σε βάρος του θανά­του. Γι' αυτό, ακόμα και νήπια σπεύδουν να πεθά­νουν και επιδίδονται σε ασκητικούς αγώνες εναντίον του, όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες. Τόσο αδύ­ναμος κατάντησε, ώστε και γυναίκες που είχαν πριν απατηθεί απ' αυτόν, τώρα τον περιπαίζουν σαν νε­κρό και παράλυτο.

(γ) Όπως, για παράδειγμα, συμβαί­νει όταν κάποιος αληθινός βασιλιάς υποτάξει έναν τύραννο και τον δέσει χειροπόδαρα, όλοι πλέον οι περαστικοί τον περιγελούν, χτυπώντας και διασύρο­ντας τον, διότι δεν φοβούνται πια τη μανία και την αγριότητΆ του, χάρη στο βασιλιά που τον νίκησε. Έτσι, όταν ο Σωτήρας πάνω στο σταυρό νίκησε και στιγμάτισε το θάνατο και τον έδεσε χειροπόδαρα, όλοι όσοι ζουν με το Χριστό καταπατούν το θάνατο και ομολογώντας το Χριστό κοροϊδεύουν το θάνατο και κακολογώντας τον λένε κι εκείνα που έχουν γρα­φεί εναντίον του " θάνατε, πού είναι η νίκη σου; Άδη, που είναι το κεντρί της δύναμης σου; " (Α' Κορ. 15, 55).


Λοιπόν, είναι αυτό μικρή δοκιμασία της αδυναμίας του θανάτου; Ή είναι μικρή απόδειξη της εναντίον του νίκης του Σωτήρα, όταν οι χριστιανόπαιδες και οι νεαρές παρθένες περιφρο­νούν την παρούσα ζωή και αποφασίζουν να πεθάνουν; Ο άνθρωπος βέβαια, απ' τη φύση του φοβάται το θά­νατο και τη διάλυση του σώματος. Αλλά το πιο πα­ράξενο είναι αυτό: ότι όποιος ντύθηκε την πίστη του σταυρού, περιφρονεί και τις φυσικές αδυναμίες και δεν τρομάζει το θάνατο για χάρη του Χριστού.

Για παράδειγμα, η φυσική ιδιότητα της φωτιάς είναι να καίει. Θα έλεγε, όμως, κανείς ότι υπάρχει κάτι που όχι μόνο δεν τρομάζει μήπως καεί, αλλά μάλλον αποδεικνύει την καύση αδύνατη, όπως, βέβαια, λένε για τον αμίαντο των Ινδιών. Φυσικά, αν κάποιος δεν πείθεται σ' αυτά που λέγονται, αν θέλει να λάβει πεί­ρα τους, ας φορέσει οπωσδήποτε αυτό που δεν καί­γεται και αφού μπει στη φωτιά, θα διαπιστώσει σί­γουρα την αδυναμία της απέναντι του. Ή, αν θελή­σει κάποιος να δει τον τύραννο δεμένο, πηγαίνει .οπωσδήποτε στη χώρα και το βασίλειο του νικητή και βλέπει αδύναμο αυτόν που στους άλλους ήταν φοβερός.


(δ) Έτσι, αν κάποιος είναι άπιστος ακόμα και μετά από τόσα, και ύστερα από τόσο πολλούς μάρτυρες για το Χριστό και μετά από την καθημερινή λοιδωρία του θανάτου εκ μέρους των χριστιανών που δια­κρίνονται εν Χριστώ, τότε, αν ακόμα αμφιβάλλει για το αν καταργήθηκε και έλαβε τέλος ο θάνατος, καλά κάνει απορώντας για κάτι τόσο μεγάλο. Πλην, όμως, δεν πρέπει να φανεί σκληρός και άπιστος, ού­τε αναιδής για τόσο ζωηρά πράγματα.

Αλλ' όπως αυτός που πήρε τον αμίαντο διαπιστώνει πως η φω­τιά δεν μπορεί να τον αγγίξει, κι αυτός που θέλει να δει δεμένο τον τύραννο επισκέπτεται το βασίλειο του νικητή, έτσι κι αυτός που δεν πιστεύει στη νίκη κατά του θανάτου, ας πάρει την πίστη του Χριστού κι ας προσεγγίσει τη διδασκαλία του και τότε θα δει την αδυναμία του θανάτου και την εναντίον του νίκη. Γιατί πολλοί που προηγουμένως ήταν άπιστοι και κορόιδευαν, όταν ύστερα πίστεψαν, τόσο πολύ περι­φρόνησαν το θάνατο, ώστε έγιναν και μάρτυρες του Ίδιου του Χριστού.


Αν μάλιστα καταπατείται ο θάνατος με το σημείο του σταυρού και την πίστη στο Χρι­στό, θα ήταν φανερό, με κριτή την αλήθεια, ότι δεν είναι άλλος παρά μόνο ο ίδιος ο Χριστός που έστησε τρόπαια και νίκησε το θάνατο και τον έκανε να εξα­σθενήσει. Κι αν προηγουμένως μεν είχε ο θάνατος δύναμη και γι' αυτόν ήταν φοβερός, τώρα δε, μετά την ενσάρκωση του Σωτήρα και το σωματικό του θά­νατο και την ανάστασή του περιφρονείται, είναι φα­νερό ότι απ' αυτόν το Χριστό, που ανέβηκε στο σταυ­ρό, καταργήθηκε και νικήθηκε ο θάνατος.

Όπως, ακριβώς, κι όταν μετά τη νύχτα ανατέλλει ο ήλιος κι ολόκληρη η γη φωτίζεται απ' αυτόν και σίγουρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ήλιος που σκόρπισε πα­ντού το φως, είναι αυτός ο ίδιος που έδιωξε το σκο­τάδι και φώτισε τα πάντα, έτσι, όταν περιφρονήθηκε και καταπατήθηκε ο θάνατος, απ' όταν έλαβε χώραν η σωτήρια εμφάνιση με σώμα του Σωτήρα και το σταυρικό τέλος, είναι φανερό ότι αυτός είναι ο Σωτήρας που εμφανίστηκε με σώμα, που κατάργησε το θάνατο και που δείχνει καθημερινά, στο πρόσωπο των μαθητών του, τρόπαια κατά του θανάτου.


(ε) Γιατί, όταν δει κανείς ανθρώπους που απ' τη φύ­ση τους είναι αδύνατοι, να τρέχουν να πηδήσουν στο θάνατο και να μη τρέμουν τη φθορά του, ούτε να δει­λιάζουν για την κάθοδο στον Άδη, αλλά με πρόθυμη ψυχή να τον προκαλούν και να μη φοβούνται τους βασανισμούς, αλλά να προτιμούν αντί για την πα­ρούσα ζωή να ορμούν στο θάνατο για χάρη του Χρι­στού ' ή όταν κανείς βλέπει άντρες και γυναίκες και νέα παιδιά να ορμούν και να πηδούν στο θάνατο για χάρη της ευσέβειας προς το Χριστό, ποιος είναι τόσο ανόητος, ή ποιος είναι τόσο άπιστος, ή ποιος έχει τό­σο ανάπηρο μυαλό, ώστε να μη εννοεί και σκέπτεται , ότι ο Χριστός για χάρη του οποίου μαρτυρούν οι άνθρωποι, είναι εκείνος που παραχωρεί και δίνει στον καθένα τη νίκη κατά του θανάτου και κάνει το θάνα­το να εξασθενεί μπροστά στον καθένα που πιστεύει και φέρει πάνω του το σημείο του σταυρού;

Αυτός που βλέπει να καταπατιέται το φίδι, ενώ γνω­ρίζει πολύ καλά την προηγούμενη αγριότητα του, δεν αμφιβάλλει πλέον, ότι είναι νεκρό και τελείως εξασθενημένο, εκτός αν του έχουν σαλέψει τα λογικά και δεν έχει υγιείς ούτε τις αισθήσεις του σώματος. Η αυτός, που βλέπει λιοντάρι να περιπαίζεται από παιδιά, γνωρίζει ή ότι είναι νεκρό ή ότι έχει χά­σει όλη τη δύναμη του. Όπως, λοιπόν, είναι δυνατό να τα δούμε αυτά με τα μάτια μας πως είναι αληθι­νά, έτσι κι όταν περιπαίζεται και περιφρονείται ο θά­νατος απ' όσους πιστεύουν στο Χριστό, ας μη αμφι­βάλλει πλέον κανείς, ούτε να δείχνει απιστία, ότι απ' το Χριστό καταργήθηκε ο θάνατος και η φθορά (που προκαλούσε) διαλύθηκε και έπαψε.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ


Για το ότι, λοιπόν, καταργήθηκε ο θάνατος κι ότι ο σταυρός του Κυρίου είναι το σύμβολο της εναντίον του νίκης, δεν αποτελούν μι­κρή απόδειξη τα όσα ειπώθηκαν ήδη. Για δε την αθάνατη ανάσταση του σώματος που έγινε από τον κοινό Σωτήρα των όλων και αληθινή ζωή, το Χρι­στό, πιο ζωηρή από τα λόγια είναι η απόδειξη των όσων φαίνονται, σε όσους έχουν υγιείς τους οφθαλ­μούς της διάνοιάς τους.

Διότι, αν έχει καταργηθεί ο θάνατος, όπως απέδειξε ο λόγος και με τη χάρη του Χριστού όλοι τον καταπατούν, πολύ περισσότερο αυ­τός ο Ίδιος τον καταπάτησε πρώτος με το σώμα του και τον κατάργησε. Αφού δε νεκρώθηκε ο θάνατος απ' αυτόν, τι έπρεπε να γίνει, αν όχι να αναστηθεί το σώμα και αυτό να δειχτεί ως σύμβολο νίκης κατά του θανάτου; Ή πώς θα φαινόταν καταργημένος ο θάνατος, αν το σώμα του Κυρίου δεν είχε αναστη­θεί; Αν δε σε κάποιον δεν επαρκεί η απόδειξη αυτή για την ανάσταση του, τότε απ' αυτά που γίνονται μπροστά στα μάτια του, ας βεβαιωθεί για το λεγό­μενο.


Όταν κάποιος είναι νεκρός δεν μπορεί να κάνει τί­ποτα' η ικανότητά του τον συνοδεύει μέχρι τον τάφο και σταματάει εδώ. Μόνο οι ζωντανοί μπορούν να πράττουν και να ενεργούν. Ας κοιτάξει, λοιπόν, αυ­τός που θέλει κι ας γίνει κριτής για να ομολογήσει την αλήθεια απ' όσα βλέπει. Διότι όταν ο Σωτήρας ενεργεί στους ανθρώπους τόσο μεγάλα και κάθε μέ­ρα από παντού, και από την Ελλάδα και απ' εκεί­νους που κατοικούν σε βαρβαρικές χώρες, τόσο με­γάλο πλήθος ανθρώπων πείθει να προσχωρήσουν στη δική του πίστη κι όλοι να συμμορφώνονται προς τη δική του διδασκαλία, άραγε υπάρχει κανείς που ν' αμφιβάλλει αν έγινε η ανάσταση του Σωτήρα και αν ζει ο Χριστός, ή ότι μάλλον αυτός ο ίδιος είναι η ζωή;

Μήπως, επομένως, είναι γνώρισμα του νεκρού, τις μεν διάνοιες των ανθρώπων να συγκινεί, ώστε να αρνούνται τη θρησκεία των προγόνων, τη δε διδα­σκαλία του Χριστού να την παραδέχονται; Ή, αν δεν ενεργεί — αφού αυτό είναι γνώρισμα του νε­κρού — πώς σταματάει τις ενέργειες εκείνων που ζουν και ενεργούν, ώστε ο μοιχός να μη μοιχεύει πλέον, ο φονιάς να μη φονεύει, ο άδικος να μη είναι πλεονέκτης κι ο ασεβής να είναι στο εξής ευλαβής; Και αν δεν αναστήθηκε αλλ' είναι νεκρός, πώς διώ­χνει και καταδιώκει και νικάει τους ψευτοθεούς και τους λατρευόμενους δαίμονες, για τους οποίους οι άπιστοι λένε ότι ζουν;


Διότι, όπου επικαλούνται το Χριστό και την πί­στη σ' αυτόν, εκεί γκρεμίζεται κάθε πίστη στα είδω­λα, ξεσκεπάζεται κάθε απάτη των δαιμόνων και κά­θε δαίμονας δεν μπορεί ούτε τ' όνομα του Χριστού να υποφέρει, παρά τρέπεται σε φυγή και μόνον αν τ' ακούσει. Αυτό, φυσικά, δεν είναι έργο νεκρού, αλλά ζωντανού και μάλιστα Θεού.



Εξάλλου θα ήταν και γελοίο να λέμε, ότι οι μεν δαίμονες που διώχνονται απ' αυτόν είναι ζωντανοί, όπως και τα είδωλα που καταργούνται, αυτός δε που τους διώχνει και με τη δύναμη του δεν τους αφήνει ούτε να εμφανιστούν και που ομολογείται από όλους ότι είναι Υιός Θεού, γι' αυτόν να λέμε πως είναι νεκρός.


Μεγάλο, μάλιστα, έλεγχο προκαλούν σε βάρος τους όσοι δεν πιστεύουν στην ανάστα­ση, αφού τον Χριστό που τον θεωρούν νεκρό, όλοι οι δαίμονες και οι θεοί τους οποίους προσκυνούν, δεν τον εκδιώκουν, αλλά κατεξοχήν ο Χριστός αποδει­κνύει όλους αυτούς νεκρούς. Γιατί αν αληθεύει πως ο νεκρός δεν μπορεί να πράξει κάτι, αλλά ο Σωτήρας κάθε μέρα κάνει τόσα πολλά : δηλαδή ελκύει στην ευσέβεια, πείθει στην αρετή, διδάσκει για την αθανασία, οδηγεί στην επιθυμία των ουρανίων, φα­νερώνει τη γνώση για τον Πατέρα, εμπνέει τη δύνα­μη κατά του θανάτου, δείχνει τον εαυτό του στον κα­θένα και γκρεμίζει την αθεΐα των ειδώλων.

Απ' αυ­τά τίποτα δεν είναι σε θέση να κάνουν οι θεοί και οι δαίμονες των απίστων, αλλά μάλλον με την παρου­σία του Χριστού νεκρώνονται, γιατί η εμφάνισή τους είναι χωρίς έργο και άδεια. Με το σημείο, μάλιστα, του σταυρού σταματάει κάθε μαγεία, καταργείται κάθε μαγγανεία και όλα μεν τα είδωλα ερημώνονται κι εγκαταλείπονται, κάθε δε ανόητη ηδονή σταμα­τάει κι ο καθένας απ' τη γη στρέφει το βλέμμα του προς τον ουρανό.


Ποιόν θα ονομάσει κανείς νεκρό; Τον Χριστό που πράττει τόσο μεγάλα; Δεν είναι, όμως, γνώρισμα του νεκρού να εργάζεται. Ή (θα' ονομάσει νεκρό) αυτόν που δεν πράττει τίποτα, αλλά είναι ξαπλωμέ­νος ως άψυχος, πράγμα που χαρακτηρίζει τους δαί­μονες και τα είδωλα; Διότι, ο μεν Υιός του Θεού, όντας ζωντανός και δραστήριος, εργάζεται κάθε μέ­ρα και μεριμνά για τη σωτηρία όλων' ο δε θάνατος αποδεικνύεται καθημερινά ότι έχει εξασθενήσει και ότι τα είδωλα και οι δαίμονες, όντας μάλλον νεκροί, δεν πρέπει ν' αφήνουν σε κανέναν αμφιβολία για την ανάσταση του σώματός του.

Αυτός που δεν πιστεύει στην ανάσταση του σώματος του Κυρίου, μοιάζει να αγνοεί τη δύναμη του Θεού Λόγου και της Σοφίας. Διότι, αφού έλαβε για τον εαυτό του σώμα και το έκανε δικό του, κατά φυσική συνέπεια, όπως απέδειξε ο λόγος, τι έπρεπε να κάνει ο Κύριος γι' αυτό; Ή ποιο έπρεπε να είναι το τέλος του σώματος, μια και πάνω του βρισκόταν ο Λόγος; Δεν ήταν δυνατόν να μη πεθάνει, αφού ήταν θνητό, και ήταν προορισμένο να προσφερθεί στο θάνατο, για τη σωτηρία όλων ' άλ­λωστε γι' αυτό το είχε κατασκευάσει ο Σωτήρας. Να παραμείνει, πάλι, νεκρό δεν ήταν δυνατό, διότι είχε γίνει ναός ζωής. Γι' αυτό ως θνητό μεν πέθανε, λό­γω όμως της ζωής που είχε μέσα του ανέζησε. Και γνώρισμα (απόδειξη) της ανάστασης είναι τα έργα.


ΚΕΙΜΕΝΟ 5Ο

ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΕΙΔΟΛΩΛΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ :Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, τα 1, σελ. 332.


ΕΕίναι, μάλιστα, ν' απορεί κανείς και με τους εθνικούς (ειδωλολάτρες), διότι απ' τη μια κοροϊδεύουν όσα δεν πρέπει να χλευάζονται, απ' την άλλη, όμως, είναι τυφλωμένοι από τα αίσχη τους, τα οποία δεν βλέπουν αφού τα αφιερώνουν σε ξύλα και πέτρες. Επειδή, όμως, ο λόγος μας δεν στε­ρείται από επιχειρήματα, ας τους πείσουμε κι αυτούς από τα αυτονόητα, κατεξοχήν δε απ' αυτά που κι εμείς βλέπουμε. Τι το άτοπο ή άξιο χλευασμού υπάρχει σ' εμάς, εκτός απ' το ότι διακηρύττουμε ότι ο Λόγος φανερώθηκε σε σώμα; Αλλά κι αυτό θα συ­νομολογήσουν μαζί μας ότι δεν συνέβη άτοπα, αν συμφιλιωθούν με την αλήθεια.


Αν, λοιπόν, αρνούνται εντελώς ότι υπάρχει Λό­γος Θεού, είναι παράλογο να κοροϊδεύουν αυτό που δεν παραδέχονται. Αν, όμως, ομολογούν πως υπάρ­χει Λόγος Θεού κι ότι είναι ο ηγεμόνας του παντός κι ότι δι' αυτού ο Πατέρας δημιούργησε την κτίση κι ότι με την πρόνοιά του τα πάντα φωτίζονται και ζω­ογονούνται και υπάρχουν, κι ότι βασιλεύει ο Ίδιος πά­νω σε όλα, ώστε να γνωρίζεται απ' τα έργα της πρό­νοιάς του και μέσω αυτού (να γνωρίζεται) ο Πατέ­ρας, εξέτασε, παρακαλώ, μήπως αγνοούν ότι προ­καλούν τη χλεύη σε βάρος τους. Ο κόσμος είναι τε­ράστιο σώμα, λένε οι φιλόσοφοι των Ελλήνων, και λένε την αλήθεια. Γιατί, βλέπουμε ότι πέφτουν στις αισθήσεις μας αυτός και τα μέρη του.


Αν, λοιπόν, στον κόσμο που είναι σώμα υπάρχει ο Λόγος του Θεού και βρίσκεται και στο όλο και στα επιμέρους του, τι το παράδοξο ή τί το άτοπο, αν θα λέγαμε ότι έχει βρεθεί και στον άνθρωπο; Γιατί, αν γενικώς είναι άτοπο να βρεθεί σε σώμα, θα ήταν άτο­πο και το να βρεθεί στο σύμπαν και να φωτίζει και κινεί τα πάντα με την πρόνοιά του, αφού και το σύ­μπαν είναι σώμα.

Αν, όμως, πρέπει αυτός να επι­βαίνει στον κόσμο και νά αναγνωρίζεται στο σύμπαν, θα έπρεπε να εμφανιστεί και σε ανθρώπινο σώμα και να φωτιστεί αυτό απ' αυτόν και να ενεργεί, διότι και το ανθρώπινο γένος είναι μέρος του σύμπαντος. Κι αν δεν ταιριάζει να γίνει το επιμέρους όργανό του για να γνωστοποιηθεί η θεότητα του, θα ήταν κατεξοχήν αταίριαστο να γνωρίζουμε τον Θεό με τη βοήθεια του σύμπαντος.


Μοιάζει με το εξής, αν όλο το σώμα μπαί­νει σε ενέργεια και κατευθύνεται απ' τον άν­θρωπο, κι αν κάποιος έλεγε πως είναι άτοπο να βρίσκεται η δύναμη του ανθρώπου και στο δάχτυλο του ποδιού θα θεωρούνταν ανόητος, διότι ενώ παραδέ­χτηκε ότι αυτός φτάνει και ενεργεί στο σύνολο, δεν δέχεται ότι αυτός μπορεί να βρίσκεται και στο επι­μέρους. Έτσι, ακριβώς, κι εκείνος που δέχεται και πιστεύει ότι ο Θεός Λόγος βρίσκεται στο σύμπαν και το σύμπαν φωτίζεται και κινείται απ' αυ­τόν, δεν θα θεωρήσει άτοπο ότι κι ένα ανθρώπινο σώ­μα κινείται και φωτίζεται απ' Αυτόν.

Αν, όμως, επειδή το ανθρώπινο γένος έχει δημιουργηθεί και πλά­στηκε απ' το μηδέν και γι' αυτό δεν θεωρούν πως είναι ευπρεπές να λέμε ότι εμφανίστηκε ο Σωτήρας ως άνθρωπος, ώρα είναι να τον αποβάλλουμε κι από το σύμπαν. Γιατί κι αυτό ήρθε στην ύπαρξη απ' την ανυπαρξία δια του Λόγου. Αν μάλιστα, έστω κι αν η κτίση είναι δημιουργημένη, δεν είναι άτοπο να υπάρ­χει σ' αυτήν ο Λόγος, έπεται ότι δεν είναι άτοπο αν υπάρχει αυτός και στον άνθρωπο. Διότι ό,τι σκε­φτούμε για το όλο, είναι ανάγκη να θυμόμαστε και για το επιμέρους αφού, όπως είπα προηγουμένως, κι ο άνθρωπος είναι μέρος του όλου.

Επομένως, δεν είναι καθόλου αταίριαστο να υπάρχει ο Λόγος στον άνθρωπο και τα πάντα να φωτίζονται και να κινού­νται και να ζουν απ' αυτόν και μ' αυτόν, καθώς και οι δικοί τους συγγραφείς λένε, ότι μέσα σ' αυτόν ζού­με και κινούμαστε και υπάρχουμε. (Πράξ. 17, 28).


Τι, λοιπόν, θεωρούμε άξιο για χλευασμό, στην περίπτωση κατά την οποία ο Λόγος χρησιμοποιεί αυτό στο οποίο βρίσκεται ως όργανό του για να απο­καλυφτεί; Διότι αν δεν βρισκόταν σ' αυτό, δεν θα μπορούσε και να το χρησιμοποιήσει. Αφού, όμως, προαποδείξαμε ότι αυτός υπάρχει στο σύμπαν και στα επιμέρους, τι το αναξιόπιστο θα ήταν αν εμφανί­ζει τον εαυτό του μ' αυτά στα οποία υπάρχει; Διότι αυτός, με τις δυνάμεις που έχει, καθώς βρίσκεται ολόκληρος στο καθένα και σε όλα και στολίζει τα πά­ντα με αφθονία, αν ήθελε να αποκαλύψει τον εαυτό του και από το επιμέρους του όλου, κανένας δεν θα έλεγε ότι κακώς το έκανε, όπως για παράδειγμα όταν στολίζει τα πάντα αφειδώλευτα, αν επιθυμούσε να μιλήσει και να γνωστοποιήσει τον εαυτό του και τον Πατέρα του, με όργανο τον ήλιο ή τη σελήνη ή τον ουρανό ή τη γη ή τη θάλασσα ή τη φωτιά, απ' τη στιγμή κατά την οποία αυτός συγκρατεί τα πάντα και βρίσκεται σε όλα και στο επιμέρους και φανερώ­νει τον εαυτό του αοράτως.


Έτσι δεν θα ήταν άτοπο, αυτός που διαρρυθμίζει τα πάντα και τα ζωοποιεί και θέλησε ν' αποκαλυφθεί με μορφή ανθρώπου, αν χρησιμοποιούσε ως όργανο το ανθρώπινο σώμα, για να φανερώσει την αλήθεια και να κάνει γνωστό τον Πατέρα του. Διότι και η ανθρωπότητα είναι μέρος του όλου.

Κι όπως ο νους, ενώ υπάρχει σ' όλο το σώμα, φανερώνεται από ένα μέρος του σώματος, εννοώ τη γλώσσα, και κανένας φυσικά δεν υποστηρίζει ότι εξ αυτού του λόγου μειώ­νεται η ουσία του νου, έτσι κι ο Λόγος, αφού υπάρ­χει σε όλα, αν χρησιμοποιούσε ανθρώπινο όργανο δεν θα φαινόταν αυτό απρεπές. Διότι, όπως προανέ­φερα, αν είναι απρεπές να χρησιμοποιήσει το σώμα ως όργανο, είναι απρεπές και το να υπάρχει αυτός στο σύμπαν.

Αν λοιπόν διερωτώνται (οι ειδωλολάτρες), γιατί δεν εμφανίστηκε μέσω άλλων ωραιό­τερων μερών της κτίσης και μέσω ωραιότερου οργά­νου, όπως για παράδειγμα γιατί δεν χρησιμοποίησε τον ήλιο ή το φεγγάρι ή τα άστρα ή τη φωτιά ή τον αιθέρα, αλλά μόνο τον άνθρωπο, ας μάθουν ότι ο Κύριος δεν ήρθε για να επιδειχτεί, αλλά για να θε­ραπεύσει και διδάξει τους πάσχοντες.

Διότι γνώρι­σμα εκείνου που θέλει να επιδειχτεί είναι μόνο το να φαντάζει και να εντυπωσιάζει τους θεατές του θερα­πευτή, όμως, και του Δασκάλου είναι όχι απλά να έρθει στη γη, αλλά ν' αποβεί (η έλευση του) χρήσιμη στους έχοντες ανάγκη και στο βαθμό που εκείνοι μπορεί να τον χρειάζονται, (για να μη αναστατώσει τους ενδεείς με κάτι που ξεπερνάει τις ανάγκες των πασχόντων και γίνει ανώφελη σ' αυτούς η ενσάρκω­ση του Θεού στη γη.) .

Τίποτα, λοιπόν, απ' τα όντα της κτίσης δεν είχε λαθεμένη για το Θεό αντίληψη, εκτός από τον άνθρωπο. Χωρίς αμφιβολία, ούτε ο ήλιος ούτε το φεγγάρι ούτε ο ουρανός ούτε τα άστρα ούτε το νερό ούτε ο αιθέρας διέστρεψαν την τάξη, αλ­λά γνωρίζοντας το Δημιουργό τους και βασιλιά Λό­γο, παραμένουν όπως δημιουργήθηκαν. Και μόνον οι άνθρωποι, αφού αποστράφηκαν το καλό, στο εξής αντικατέστησαν την αλήθεια με τα μη υπάρχοντα και την τιμή και τη γνώση του Θεού την αφιέρωσαν σε πέτρινα ομοιώματα δαιμόνων και ανθρώπων.


Γι' αυτό δικαιολογημένα, επειδή δεν ταίριαζε στην αγαθότητα του Θεού να αγνοήσει την τόσο με­γάλη πτώση, αλλά κι επειδή οι άνθρωποι δεν κατά­φεραν να τον γνωρίσουν, παρόλο που ρυθμίζει και κυ­βερνάει τα πάντα, παίρνει σαν όργανο ένα μέρος του όλου, δηλαδή το ανθρώπινο σώμα, κι επιβιβάζεται σ' αυτό, με σκοπό, επειδή στο όλο δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν, τουλάχιστο να μη τον αγνοήσουν στο επιμέρους.

Κι επειδή δεν μπόρεσαν να σηκώσουν τα μάτια ψηλά για να δουν την αόρατη δύναμη του, τουλάχιστο να μπορέσουν να τον σκεφτούν και να τον δουν με τη βοήθεια των ομοίων. Διότι, όντας άνθρω­ποι, με το κατάλληλο σώμα και τα θεία έργα του θα μπορέσουν να γνωρίσουν τον Πατέρα του γρηγορό­τερα και από πιο κοντά, διαπιστώνοντας απ' τη σύ­γκριση, πως τα έργα που γίνονται απ' αυτόν δεν είναι ανθρώπινα αλλά του Θεού. Κι αν κατά την άποψή τους θα ήταν εξίσου άτοπο να γνωρίζεται ο Λόγος με τα έργα του σώματος, θα ήταν εξίσου άτοπο να γνω­ρίζεται αυτός από τα έργα του σύμπαντος.


Όπως ακριβώς, ενώ υπάρχει στην κτίση, τίποτα απολύτως δεν παίρνει απ' την κτίση, αλλά αντίθετα τα πάντα παίρνουν απ' τη δύναμη του, έτσι και χρη­σιμοποιώντας ως όργανο το σώμα, σε κανένα από τα κακά του σώματος δεν συμμετείχε, αλλά κατεξο­χήν αυτός αγίαζε και το σώμα. Αν μάλιστα κι αυτός ο Πλάτωνας, που θαυμάζεται απ' τους Έλληνες, λέ­ει ότι" Βλέποντας, αυτός που τον δημιούργησε, τον κόσμο να ταλαιπωρείται και να κινδυνεύει να δύσει στον τόπο της ανομοιότητας, αφού κάθισε στα πη­δάλια της ψυχής, βοηθάει και διορθώνει όλα τα λά­θη (πρβλ. Πολιτικός, 273 άε) τι απίστευτο λέγεται από μας, αν καθώς πλανιόταν η ανθρώπινη φύση, ήρ­θε και κάθισε πάνω σ' αυτήν ο Λόγος με τη μορφή ανθρώπου, ώστε, ενώ αυτή δεινοπαθούσε, να την πε­ρισώσει με την καθοδήγηση και την αγαθότητα.


ΒΙΒΛΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ

ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ



Ο λόγος για την εκκλησία ( η εκκλησιολογία ) έχει λεχθεί πως δεν είναι υπόθεση εννοιολογικών αναλύσεων, τουτέστιν υπόθεση απλής περιγραφής ορισμένων γνωρισμάτων της, ( όπως γίνεται λ.χ. σε ένα σχολικό μάθημα θεολογίας ή σε ένα «σεμινάριο» ). Η επισήμανση αυτή πρέπει να μας κάνει προσεκτικούς στην προσέγγιση της «φύσης» ή της «ουσίας» της εκκλησίας ως του οργανισμού εκείνου, του οποίου οι ρίζες «βυθίζονται» στη θεία ζωή. 

Ισως να μην πρόκειται κάν για οργανισμό, με τη συνηθισμένη σημασία του όρου στις εγκόσμιες σχέσεις. Επομένως, η καλύτερη μέθοδος «περιγραφής» της εκκλησίας είναι κατά την ορθόδοξο Πατερική Παράδοση να αφήσουμε να μας μιλήσει γι’ Αυτήν η ιδια η ένθεος Αποκάλυψη, όπως έχει αποθησαυριστεί στους κόλπους Της.


Εμείς εκείνο που έχουμε να κάνουμε είναι να παρακαλούμε το θεό να μας διανοίξη «τον νουν των Γραφών», ώστε να ερμηνεύσουμε σωστά τον Αγιογραφικό λόγο. Διότι ισχύει εδώ το ίδιο ακριβώς, που ισχύει και και με το θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου, αφού ως γνωστόν, επιστράτευση της ίδιας βίβλου είχαν όλες οι αιρετικές απόπειρες ερμηνείας της υπόστασής Του, ως απεσταλμένου του θεού προς σωτηρίαν των ανθρώπων. Και αυτές οι ερμηνείες προφανώς υπήρξαν αποτέλεσμα της «εκτός της εκκλησίας», «αφώτιστης» διανοητικής δράσης των πάσης φύσεως «γνωστικών».

Προσεγγίζοντας συνεπώς την εκκλησία χρειάζεται να έχουμε την αίσθηση, πως πρώτιστα προσεγγίζουμε το «μυστήριο των μυστηρίων», τη «σκηνή του θεού ανάμεσα στους ανθρώπους», την είσοδο της θείας ζωής μέσα στο ανθρώπινο, για την οποία το μόνο που μπορεί να πεί κανείς είναι : «έρχου και ίδε», δηλαδή «είσελθε σε μία άλλη πραγματικότητα». Αλλά για να ειπωθεί ενας τέτοιος λόγος υποθέτει βίωση της πραγματικότητος της εκκλησίας, η οποία προφανώς δεν είναι μία απλή «ιδέα» στο νου μας..


Η «καρδιά της εκκλησίας» κρύβεται αρκετά συχνά από τα μάτια μας , διότι την σκεπάζουν οι διάφορες κοινωνιολογικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται στο Ιστορικό προσκήνιο. Ευρισκόμενοι μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση ( της «κοινωνικής μας ύπαρξης» ), αρχίζουμε να στοχαζόμαστε για την σημασία των διαφόρων «χειρονομιών», των δραστηριοτήτων ή των συμβόλων, τα οποία αποτελούν μέρος της φανερώσεώς της στον κόσμο. Και, κρίνοντας την «θεσμική» παρουσία της εκκλησίας , αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε για την «αποτελεσματικότητά» της στον ιστορικο-κοινωνικό κόσμο, ως «φορέα αλλαγής».


Τα εύλογα ερωτήματα που γεννιώνται από την «αποτελεσματικότητα» της εκκλησίας ( αφού φαινομενικά δεν έκανε «καλύτερο» τον κόσμο ) , σε συνάφεια με το «κομμάτιασμα» του Σώματος του Χριστού σε αναρίθμητες ομολογίες και σέκτες, κατά τους νεότερους χρόνους, έφεραν την εκκλησιολογία στο προσκήνιο του θεολογικού ενδιαφέροντος , κυρίως τον 20ο αιώνα. Η ζήτηση μάλιστα της «αληθινής εκκλησίας» οδήγησε πολλούς και σε μεθόδους αναγωγής στις πρώτες «κοινότητες πίστεως», υπήρξε γόνιμος προβληματισμός, μελέτη της ιστορίας εξέλιξης , καθορισμός «εννοιολογικών πλαισίων» και φυσικά πολλοί σχετικοί διάλογοι , χρήσιμοι οπωσδήποτε από την σκοπιά της «μερικής θέασης» εκάστου θεολόγου - ερευνητού του θέματος.

Μετά από όλη αυτή την αναζήτηση, το βασικό ερώτημα της εκκλησιολογίας μπορεί να συνοψιστεί από ορθοδόξου πλευράς στην εξής πρόταση : πως μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να «εξαντλήσουμε» το μυστήριο, το οποίο είναι συνώνυμο του θεανθρώπινου μυστηρίου, όταν ζούμε έξω από την πραγματικότητά του ; και πότε ζεί κανείς την πραγματικότητα της εκκλησίας ;

Εν τέλει, τι μαρτυρεί γι’ Αυτήν την πραγματικότητα ο ίδιος ο Αγιογραφικός λόγος, ο οποίος για να ερμηνευθεί αυθεντικά προϋποθέτει ήδη την ζωή της εκκλησίας ; Πριν δώσουμε μια ορισμένη απάντηση, ας εξετάσουμε προσεκτικά τις βιβλικές αφηγήσεις, επικαλούμενοι τη φώτιση του θεού, για την ορθή κατανόηση των λεγομένων.


Η Γένεση μας ομιλεί για τον κόσμο. ως έργο της παντοδυναμίας και πανσοφίας του θεού και μας τον παρουσιάζει ως «καλή λίαν» Δημιουργία. Στις τελευταίες σελίδες της Βίβλου, η Αποκάλυψη του Ιωάννη μιλώντας μας για μία νέα Δημιουργία , για «καινήν γην και καινούς ουρανούς», αναφέρεται στο «αρνίον το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου». Ετσι η Αρχή κλείνει ήδη μέσα της το Τέλος. Τούτο σημαίνει ότι η Δημιουργία είναι μία «πράξη του θεού», που εμπεριέχει τη σύσταση της εκκλησίας, ως «κοινωνίας αγίων» ( Communio Sanctorum ).


Πιο συγκεκριμένα ο θεός, αφού έφτιαξε τον κόσμο και τον διακόσμησε ως «κατοικία», έφτιαξε έπειτα και έναν ιδιαίτερο χώρο την Εδέμ, όπου τοποθέτησε το τελευταίο από τα δημιουργήματά του , τον άνθρωπο, ως «βασιλέα της κτίσεως». Η δημιουργία στην εβραϊκή γλώσσα ονομάζεται Tsemax- σπέρμα. Υπονοείται στην έκφραση αυτή ( ( κατά τους Αγίους Πατέρες ), πως κόσμος και άνθρωπος δεν βρίσκονταν σε μία οριστική και απαρτισμένη κατάσταση, αλλά σε μία κατάσταση δυνατότητος τελειώσεως. Και τη δυνατότητα αυτή ήταν «εντεταλμένος» να την πραγματώσει ο άνθρωπος, ως έλλογο ον και ως «μεταίχμιο» του υλικού και πνευματικού Σύμπαντος.


Η κατοικία της Εδέμ συνιστά την πρωταρχική εκκλησία, αφου ο πρώτος άνθρωπος-Αδάμ βρίσκεται σε «κοινωνία» μετά του Δημιουργού του. Η θεία χάρις πληροί τα πάντα στην αρχή της Δημιουργίας , θεός-κόσμος και άνθρωπος ζουν σε αρμονία μεταξύ τους. Αυτή η κατάσταση ( που διακρίνεται για την παρουσία της χάριτος του θεού ), αποτελεί την Αρχέτυπη Εκκλησία, αφού όλη η ιερά ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά πορεία «προς» την Εδεμική μακαριότητα. Δεν μπορούμε να σκεφθούμε την Εκκλησία χωρίς την Εδέμ ούτε να ερμηνεύσουμε την ιστορική της παρουσία.

Αλλά το σχέδιο του Δημιουργού ( για συνειδητή πρόοδο προς το αγαθόν ) ανεκόπη από την ανταρσία των πρωτοπλάστων, ανταρσία που είχε και καταστροφικές κοσμικές συνέπειες. Ορισμένοι στοχασταί , που κινούνται στα όρια της ορθοδοξίας, βρίσκουν δυσαναλογία μεταξύ της Αδαμικής παραβάσεως και του κακού , που επικρατεί στον κόσμο.

Βεβαίως ενώπιον του μεγέθους της κοινωνικής δυστυχίας , αλλά και ενώπιον της αδυναμίας του ανθρώπου μπροστά στα ανυπότακτα στοιχεία της φύσης δύσκολα μπορεί κανείς να εννοήσει την κατ’ αυτόν «απάθεια» του θεού.


Και πράγματι ορθολογικά δεν μπορούμε να συλλάβουμε ούτε την πορεία των ιστορικο-κοινωνικών γεγονότων, ούτε τα πεπρωμένα των ανθρώπων στην εγκόσμια διαδρομή τους. Αγνοούμε τους τρόπους με τους οποίους ο θεός «κυβερνάει» την ιστορία και τα διάφορα γεγονότα (και σε προσωπικό αλλά και σε οικουμενικό έπίπεδο ), Μόνο οι Αγιοι έχουν στα χέρια τους «τα κλειδιά» της ιστορίας και όσοι υπήρξαν αποδέκτες των θείων αποκαλύψεων. Αλλά και αυτοί μόνο ένα μέρος του θεϊκού σχεδίου μπορούν να εννοήσουν. 

Ετσι η αρχική κατάσταση της Δημιουργίας μας είναι και αυτή αποκεκαλυμμένη προφητικά και οφείλουμε να τη δεχόμαστε με ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη στα λόγια της Γραφής.


Ολόκληρη η Βίβλος συνιστά μία απέραντη θεολογία της ιστορίας, ένα ανεπανάληπτο χρονικό των «πράξεων του θεού» που οδηγούν σε συγκεκριμένο σκοπό. Ετσι, και αφού μεσολαβήσει η έξοδος από την Εδέμ ( γνωστή σε όλους μας ως «πτώση» ), εμφανίζεται ο Αβραμ - κεντρικό πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης –ο οποίος γίνεται « φορέας » των επαγγελιών – υποσχέσεων του Ζώντος Θεού. Υποσχέσεων μιας «γης της επαγγελίας», που δεν είναι παρά τύπος της επουράνιας Ιερουσαλήμ, ( ο δρόμος προς την οποία άνοιξε με την ίδια την ενσάρκωση - σκήνωση του θεού εν μέσω του λαού του και την ίδρυση της ιστορικής εκκλησίας του ).




Ο Αβραμ, ζώντας εν μέσω ενός λαού πού προσκυνεί τα είδωλα, καλείται να εξέλθη « εκ της γής και εκ της συγγενείας του » και να πορευθεί στη Γη που θα του υποδείξει ο Θεός

Διαβάζουμε στη Γένεση ( κεφ. 12, 1-3 ) :

Ο Κύριος είπε στο Αβραμ : « φύγε από τη χώρα σου, από τους συγγενείς σου και από το σπίτι του πατέρα σου, και πήγαινε σε μια χώρα που εγώ θα σου δείξω. Θα κάνω από σένα ένα μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω. Θα κάνω το όνομά σου ξακουστό και θα είσαι ευλογία για τους άλλους. Θα ευλογώ όποιον σε ευλογεί και θα καταριέμαι όποιον σε καταριέται. Με εσένα θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης ». ( Αγ. Γραφή σε μτφρ. – εκδ. Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας ).

Ο Αβραμ ανταποκρίνεται στην κλήση του Θεού και η ενέργεια αυτή θα ονομαστεί Πιστότητα – Πίστη, που αποτελεί ως γνωστόν τον « άξονα » γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλη η Παλαιά Διαθήκη. Θα γίνει κατ’ αυτόν τον τρόπο η αρχή όλων των μετέπειτα ενεργειών του Θεού, « του Κυρίου του Σύμπαντος » , ο Οποίος κατευθύνει ουσιωδώς την Ιερή Ιστορία σε ένα σωτηριώδη σκοπό. Ο Αβραμ θα μετονομαστεί σε Αβραάμ και αυτή η αλλαγή θα είναι διαρκής μαρτυρία της Πιστότητός του, μαρτυρία επίσης της εκπλήρωσης της θεϊκής υπόσχεσης ότι θα γίνει πατέρας « πλήθους εθνών ».



Η Βίβλος μας πληροφορεί παρακάτω, , πως « όταν ο Αβραμ ήταν εννενήντα εννέα ετών, του φανερώθηκε ο Κύριος και του είπε : Εγώ είμαι ο Θεός Παντοκράτορας ( Ελ - Σαδδάι ). Να ζεις σύμφωνα με το θέλημά μου και να είσαι τέλειος. Θα συνάψω μαζί σου διαθήκη, και θα σου δώσω πολλούς απογόνους ».

Ο Αβραμ έπεσε με το πρόσωπό του στη γη και ο θεός του είπε : « αυτή είναι η διαθήκη που κάνω μαζί σου : θα γίνεις πατέρας ενός πλήθους εθνών. Δεν θα ονομάζεσαι πιά Αβραμ αλλά Αβραάμ γιατί θα σε κάνω πατέρα πλήθους εθνών…… Τη διαθήκη μου τη συνάπτω μαζί σου, αλλά θα ισχύει και για όλες τις γενιές των απογόνων - διαθήκη αιώνια, ώστε να είμαι θεός δικός σου και των απογόνων σου. Σ’ εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω τη χώρα όπου τώρα κατοικείς σαν ξένος, όλη τη χώρα τηςΧαναάν, για αιώνια ιδιοκτησία και θα είμαι θεός τους ». ( Γεν. 17, 1-8 ).


H έξοδος του Αβραμ προς μία καινούργια γη είναι ουσιαστικά απόσπαση από έναν γνώριμο και οικείο χώρο και πορεία προς το άγνωστο, το ελπιζόμενο, με μόνη «εγγύηση» τη θεϊκή πιστότητα. Εδώ εκφράζεται ταυτόχρονα και η αρετή του Αβραάμ - «γενάρχου πλήθους εθνών»- , η οποία φανερώνει την ανταπόκριση στις επαγγελίες του θεού, με την ελπίδα ενός μέλλοντος που μόνο Εκείνος γνωρίζει. Στην έξοδο συνεπώς του Αβραάμ υπάρχει ένα αγαθό το οποίο του προσφέρεται σαν στόχος , στόχος «ορισμένος» από τον ίδιο το θεό.

Η «γη της επαγγελίας», ωστόσο, είναι όπως θα λέγαμε σήμερα ένας «υλικός στόχος». Γι’ αυτό και δεν αποτελεί παρά «σκιά» των μελλόντων, των «ουρανίων αγαθών» τα οποία υποσχέθηκε ο Κύριος σε όσους τον ακολουθήσουν στην πορεία του για μία Νέα Ιερουσαλήμ πλέον, την ουράνια Πόλη.

Ετσι και η ζωή των πιστών του ( των χριστιανών ) θα είναι ουσιαστικά «οδός», πορεία προς το μέλλον , την έσχατη μακαριότητα- όπου και το Πλήρωμα όλων των αγαθών. Και προτύπωση της «προς τα άνω πορείας» είναι η πορεία του λαού του θεού προς μία καινούργια γη.

Ετσι μπορουμε να καταλάβουμε πως Αγιοι άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης τη στιγμή που ο βίος τους «κυλούσε στο συνηθισμένο του ρυθμό» ( όπως θα λέγαμε σήμερα ) παίρνουν ένα θεϊκό μήνυμα, που τους οδηγεί σε άλλο δρόμο., τους κάνει λ.χ. προφήτες , τους στέλνει να κηρύξουν , όπως ο Ιωνάς, να ελέγξουν παραβάσεις ακόμη και να αποδώσουν δικαιοσύνη ή να κατευθύνουν το λαό σε ορισμένη πορεία. Οι Αγιοι αυτοί άνδρες συνιστούν την Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως μας λένε οι θείοι Πατέρες,

Και ο Απόστολος Παύλος λέει γι’ αυτούς τους Δίκαιους άνδρες , πως παρ’ όλο που ήσαν «μαρτυρηθέντες διά της πίστεως, ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, του θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου».



Ενώ ήσαν Δίκαιοι και ο θεός έκανε μέσω αυτών θαυμαστά σημεία, ένδειξη της πίστεώς τους, δεν είχαν το προνόμιο που έχομε εμείς , να είμαστε «μάρτυρες» της Καινής Διαθήκης, της «εν σαρκί» ελεύσεως του Υιού του θεού ανάμεσά μας και της εσαεί παραμονής του στην ιστορία , δια του σώματός του – της εκκλησίας


Η Παλαιά Διαθήκη είναι μια πορεία πτώσεων και επανορθώσων, ένα χρονικό – μικρογραφία της Παγκόσμιας Ιστορίας. Η εκλογή του Ισραηλιτικού λαού στοχεύει στην «μαρτυρία» προς τα έθνη, ότι ο μόνος αληθινός θεός είναι ο «θεός του Αβραάμ του Ισαάκ και του Ιακώβ» , με την επίδειξη της δύναμής του και της άμεσης επέμβασής του στις δυσκολίες ( θεός των σωτηρίων ). Υπάρχει συνεπώς μια εκκλησία στην Π. Διαθήκη, με την έννοια της «σκηνής του θεού» ανάμεσα στο λαό του, εκκλησία – τύπος εκείνης που φανερώθηκε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, την ημέρα της Πεντηκοστής.


Η σχέση του θεού με αυτή την εκκλησία παριστάνεται ως ερωτική σχέση. Το Ασμα Ασμάτων είναι για τη Ραββινική παράδοση το βιβλίο που μιλάει συμβολικά για την Αγάπη του θεού προς το λαό του , αγάπη υπέρτατα ερωτική. Ο Απ. Παύλος θα θεωρήσει το γάμο ως μυστήριο «εις Χριστόν και εις την εκκλησίαν», εκφράζοντας με τη σειρά του την αγάπη του θεού προς τον νέο λαό , τον νέο Ισραήλ, τον οποίο περιποιήθηκε «δια του ιδίου αίματος».


Ο χριστός ήρθε πρώτα για να συγκεντρώσει τα «απωλωλότα πρόβατα οίκου Ισραήλ» : «εις τα ίδια ήλθεν και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον». Και τότε ήρθε η σειρά των εθνών να εισέλθουν στην εκκλησία για να γίνει «μία ποίμνη και εις ποιμήν» , την οποία θα ποιμάνη Εκείνος «εν ράβδω σιδηρά». Ετσι συνεχίζεται η «ζύμωση» της Ιεράς Ιστορίας» εντός του πλαισίου της Παγκοσμίου Ιστορίας κατά το σχέδιο του Δημιουργού, εξ’ ου και ο Ιεραποστολικός χαρακτήρας της εκκλησίας, άμεσα συνδεδεμένος με τη φύση της.


Αποτελεί σταθερή γραμμή της θεολογίας πως η αποδοχή του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου, είναι αποδοχή ενός έργου επανένωσης «των πριν διεστώτων». Η αλήθεια αυτή «διαγράφεται» μέσα στην Καινή Διαθήκη, οι θεόπνευστοι συγγραφείς της οποίας εκφράζουν περιεκτικά μια «θεολογία της απολυτρώσεως» : 

Εργο του Χριστού ήταν να «ανοίξη» πάλι την Εδέμ, οπότε κάθε φορά που τελείται η θεία ευχαριστία ( η οποία μυστηριωδώς συνεχίζει την άπαξ προσφερθείσα σταυρική θυσία ) και μετέχομε σ’ αυτήν είναι σαν να στεκόμαστε στον παράδεισο.

Στο σημείο ακριβώς του πόσο πραγματική ( και όχι συμβολική ) είναι η παρουσία του θεού στα Τίμια Δώρα κρίνεται αποφασιστικά όλη η εκκλησιολογία των προτεσταντών, με την συναφή θεωρία τους περί «αοράτου εκκλησίας». Η σύναξη μάλιστα των πιστών «επι το αυτό» ξεπερνάει το χαρακτήρα μιας απλής συγκέντρωσης, συναισθηματικού χαρακτήρα ή μιας ακρόασης του θείου λόγου και διανοητικής αποδοχής του.


Είναι σύναξη η οποία κλιμακωτά ολοκληρούται στην πραγματική ένωση με το θεό, οπότε η εν-τύπωση του θείου λόγου στις καρδιές και το νού αποτελεί προστάδιο της ουσιαστικής «εν σαρκί» κοινωνίας μετά του δημιουργού.


Η «εν σαρκί» παρουσία οδήγησε κάποιους Πατέρες να εκφράσουν τη σκέψη, ότι ο Κύριος του Σύμπαντος, μέσα στην προαιώνια βουλή του «έκτισε» τον άνθρωπο με την προοπτική να ενωθεί μαζί του ολοκληρωτικά, οπότε η ενσάρκωση θα γινόταν ακόμα και εάν δεν μεσολαβούσε η πτώση.



Συνεπώς η ύπαρξη της εκκλησίας έχει ήδη «εγκαινιασθεί» στην Εδέμ με την προοπτική της Βασιλείας , τουτέστιν της αγαπητικής περιχωρήσεως του θεού μετά των δημιουργημάτων του, κάτι που προϋποθέτει την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου και την υπακοή στις εντολές του.


Πως όμως «εκτυλίσσεται» το σχέδιο του θεού σε όλη του την έκταση ουδείς των ανθρώπων γνωρίζει. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του , αφού φτάσει ( μέχρι του σημείου που του χορηγήθηκε από την χάρη του θεού ) να εξηγήσει την πώρωση του Ισραηλιτικού λαού, λέγοντας πως ο θεός «συνέκλεισε τους πάντας εις απείθειαν, ίνα τους πάντας ελεήσει». σταματάει την αφήγησή του και έκπληκτος αναφωνεί : «Ω,βάθος πλούτου και σοφίας του θεού ! Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο» ;

Μας αρκεί, λοιπόν, ως άνθρωποι να γνωρίζουμε πως όλες οι ενέργειες του θεού ( όπως τις εξιστορεί η Βίβλος ), είναι ενέργειες επανασυστάσεως της διακοπείσης στην Εδέμ κοινωνίας, με την είσοδο και φανέρωση της εκκλησίας στο χρόνο , ως προετοιμασίας για την ερχόμενη Βασιλεία.

Αυτήν την ερχόμενη Βασιλεία ευλογούμε κάθε φορά που αρχίζει η θεία Λειτουργία. « Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» Γιατί αυτή η Βασιλεία ταυτίζεται με τον Τριαδικό Θεό που είναι η Απόλυτη Κοινωνία Αγάπης., η αιώνια εκκλησία –αρχέτυπο κάθε ιστορικής μορφής κοινωνίας.


Kατά ταύτα η εκκλησία έχει ουράνια προέλευση,, αλλά «φυτεύτηκε» πάνω στη γη σαν Νέα Εδέμ. Ο Χριστός ενώνοντας το ουράνιο με το επίγειο πραγματοποίησε ( ως Νέος Αδάμ ) εκείνο που θα έπρεπε να είχε πραγματοποιήσει ο Πρώτος Αδάμ. ( απ΄Παύλος ). Ενωσε τη γη με τον ουρανό, «αιροντας» τις αμαρτίες του κόσμου, και άνοιξε πάλι την Εδέμ, καλώντας στη σωτηρία όλη την ανθρωπότητα.


Η εκκλησία βρίσκεται «εδώ» για να μας ανεβάσει στους ουρανούς, στη Βασιλεία , που αν και έχει ήδη εγκαινιασθεί, είναι υπόθεση του μέλλοντος αιώνος , υπόθεση «ανακαιφαλαίωσης» των πάντων «εν τω Χριστώ», στον Οποίο θα υποταχθούν τα πάντα ( επίγεια ουράνια και καταχθόνια ). Στην παρούσα φάση , ο κόσμος έχει λυτρωθεί «δυνάμει», αλλά αυτή η προσφερθείσα δωρεάν λύτρωση απαιτεί την «συνεργία» ( όρος – κλειδί στην Πατερική θεολογία ) και του ανθρώπου, για να μεταβληθεί σε λύτρωση εν «ενεργεία».


Ο χρόνος ανάμεσα στην Ενσάρκωση και την Παρουσία είναι χρόνος, όπου το κακό εξακολουθεί να «λειτουργεί» στον κόσμο, ο σίτος να συναυξάνεται μαζί με τα ζιζάνια, η δε εκκλησία να προετοιμάζει «τέκνα της Βασιλείας». παρατείνοντας το Χριστό μέσα στην ιστορία. Υπάρχει, συνεπώς, και μία Ιεραποστολική δραστηριότητα, η οποία είναι «σύμφυτη» με τη ζωή της εκκλησίας, δραστηριότητα που αποσκοπεί στο να μεταβάλει τον εκπεσόντα κόσμο και άνθρωπο σε «καινήν κτίσιν».


Από την σκοπιά αυτή κάθε κήρυγμα είναι ουσιωδώς «κήρυγμα σωτηρίας», επέκταση του λόγου του θεού στο χρόνο, κλήση για μετάνοια ( «μετανοείτε , ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» ) , σπορά η οποία βλαστάνει εάν πέσει σε «γη αγαθή», οπότε αρχίζει να καρποφορεί για το μεγάλο θερισμό, όπου όλα τα καλά θα περάσουν στην αιωνιότητα. Και τότε «ο Κύριος του θερισμού», κατά τον αψευδή λόγο της Γραφής, θα δοκιμάσει τα πάντα «εν τω πυρί» , εγκαινιάζοντας «καινήν γην και καινούς ουρανούς», που είναι και το πέρασμα της εκκλησίας στην μετα-ιστορική της κατάσταση, όπως την αποτυπώνει η Αποκάλυψη.

Και αυτός που καθόταν στο θρόνο είπε : «να, όλα τα κάνω καινούργια». Και μου λέει : «Γράψε, γιατί τα λόγια μου είναι αληθινά και αξίζει κανείς να τα εμπιστευθεί». Και πρόσθεσε : «Εκπληρώθηκαν όλα΄ εγώ είμαι το Αλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το τέλος΄ εγώ σ’όποιον διψάει θα δώσω δωρεάν να πιεί από το νερό που δίνει ζωή. Αυτά θα τα κληρονομήσει ο νικητής΄ και εγώ θα είμαι θεός του και αυτός παιδί μου».

( Αποκάλυψη Ιωάννη, 21, 5-7 ).



Εκκλησία : το σώμα του Χριστού


Από τη σύντομη αυτή εξιστόρηση καταλαβαίνει κανείς, ότι από τη Γένεση έως την Αποκάλυψη η βίβλος μας εκθέτει το δράμα του ανθρώπου, το οποίο «παίζεται» ανάμεσα στην Εδεμική Πρωτο-εκκλησία αφ’ ενός και στην Πόλη του θεού –κατοικητήριο των Αγίων αφ’ ετέρου , όπου δεν υπάρχει πλέον νύχτα και ημέρα ( ιστορικός χρόνος ), ούτε πόνος , ούτε δάκρυα, αλλά αιώνια διαμονή μετά του θεού και «μεταμόρφωσις από δόξης εις δόξαν».


Η δράση του θεού , οι ενέργειές του «προς» τον κόσμο η αυτοαποκάλυψή του ως Αγάπη και η «κένωσή» του στο πρόσωπο του Λόγου , δεν είναι τίποτε άλλο παρά πράξεις του «ουράνιου Νυμφίου», ο οποίος θέλει να «παραστήσει εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, αλλ’ ινα ή αγία και άμωμος».


Ετσι το θεανδρικό μυστήριο παραπέμπει στο μυστήριο της εκκλησίας και στους γάμους της θεότητας με την ανθρωπότητα, οι οποίοι ήδη έχουν τελεσθεί στο πρόσωπο του Θεανθρώπου με την ένωση των δύο φύσεων «ατρέπτως, αναλλοιώτως, αχωρίστως, ασυγχύτως».


Αν θέλουμε , λοιπόν , να μιλάμε για την εκκλησία κατά τρόπο αυθεντικό, οφείλουμε να έχουμε διαρκώς τυπωμένα μέσα στο νου μας τα λόγια της Αγιογραφικής Αποκάλυψης και με «σημείο εκκίνησης» το βιβλικό λόγο να προχωρούμε στην οποιαδήποτε «συστηματική διαπραγμάτευση» του θέματος, με την πεποίθηση ότι αυτή η εργασία μας αποτελεί με τη σειρά της απλώς ένα σχεδίασμα «υπηρετικό» της θεολογίας της εκκλησίας, τόσο χρήσιμης για τον σύγχρονη ποιμαντική δραστηριότητα.


Γιατί όταν αγνοούμεε «την καρδιά της εκκλησίας» ή όταν έχομε γι’ Αυτήν λανθασμένες πεποιθήσεις, ολισθαίνουμε όπως είναι φυσικό και στο «πρακτικό μέρος», με αποτέλεσμα μία μονομερή ( άρα αιρετική ) σύλληψη του υπέρτατου μυστηρίου, προς το οποίο οφείλει να «δείχνει» σταθερά μια ορθόδοξος εκκλησιολογία.




Η ορθοδοξία δεν είναι, εν συνόψει, το αντίθετο απλώς της ετεροδοξίας, στο προκείμενο θέμα, είναι η φανέρωση της καθολικότητος της ζωής στο πρόσωπο του θεανθρώπου και του ιστορικού Σώματός του, η φανέρωση του σκοπού για τον οποίο από την αρχή κτίστηκαν τα πάντα.

«ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» ( Ιωάνν. ).


Όταν ο Απ. Παύλος γράφει για «το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τώ θεώ», ( Εφεσ. 3, 9 ), δηλώνει σαφώς την προαιώνια ύπαρξη της εκκλησίας μέσα στη σοφία του θεού, τον μεταϊστορικό χαρακτήρα της. «εξελεξάμην υμάς εν Αυτώ προ καταβολής κόσμου, εις το είναι υμάς Αγίους» ( Εφεσ. 1, 4 ).


Η εκκλησία έχει «εισβάλει» μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και «εκβάλει» στην ουράνια Πόλη της Αποκαλύψεως, όπου τελειώνει και το κοσμικό δράμα μέσα από την τελική κρίση του θεού. Αυτή μάλιστα η κρίση των εσχάτων καιρών έχει «επιβληθεί» στο Δημιουργό λόγω της αποτυχίας του ανθρώπου να προοδεύσει «εις το αγαθόν» με την αυτόβουλη προσπάθειά του. Η Εδεμική παράβαση είναι ήδη αστοχία ( αμαρτία ) στην ολοκλήρωση του ανθρωπίνου προορισμού, αλλά ο θεός δεν μπορεί να εκβιάσει την ελεύθερη βούληση, μοναδική περίπτωση «αδυναμίας» Του.


Γιατί η τιμωρητική οργή «κατά» του ανθρώπου μετά την εκδήλωση της «προτίμησής» του στην Εδέμ ; Σ’ αυτό το ερώτημα δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαντήσουμε ικανοποιητικά , εάν δεν το προσεγγίσουμε από τη σκοπιά της θείας Αγάπης. 

Στα πλαίσια αυτά, πως θα μπορούσε να μείνει απαθής ο θεός μέσα στον «μανικό ερωτά» του για τον άνθρωπο, τη στιγμή που ο τελευταίος το «προδίδει» για να στραφεί σε μία Γνώση χωρίς αγάπη και σε έναν εωσφορικό και φίλαυτο σφετερισμό του θεϊκού Είναι ( «έσεσθε ως θεοί» ), όταν αυτό το Είναι δεν ανήκει στην τάξη της Δημιουργίας , αλλά «ανήκει» στην απειρία, την αφθαρσία, την αιωνιότητα – θεμέλιο παντός υπαρκτού ;


Η αλαζονεία από αυτή τη σκοπιά είναι έλλειψη ακριβούς αυτογνωσίας. Γι’ αυτό και οι Πατέρες λένε πως η ταπείνωση , ως αρετή , είναι η εύρεση της πραγματικής μας θέσης στον κόσμο και η γνώση πως είμαστε πεπερασμένα δημιουργήματα «χους από της γης» εμψυχωμένα από τη θεία πνοή.


Ο θεός «οργίζεται» όταν παραβιάζεται η τάξη της δημιουργίας. Το θέλημά του ταυτίζεται με το ίδιο «το αγαθόν». Αρα η τιμωρητική του επέμβαση συνιστά εκδήλωση της φύσης Του, η οποία αντιτίθεται στη διασάλευση της ανθρωποκοσμικής αρμονίας, την οποία ο ίδιος έχει «αρχιτεκτονήσει».

 Ετσι ο «ζήλος» του για τον άνθρωπο είναι έκφραση ενδιαφέροντος για την πνευματική φύση του τελευταίου, η οποία υποβιβάζεται με την παραβίαση των «όρων ζωής», που έθεσε στον παράδεισο.


Οταν αναφερόμαστε στα όσο μας λέει η Βίβλος, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας το συμβατικό χαρακτήρα της γλώσσας , πράγμα που θα μας κάνει να υψωνόμαστε , (όσο είναι εφικτό στην ανθρώπινη κατάστασή μας,) σε θεοπρεπή κατανόηση των λεγομένων. Και η αφήγηση της «πτώσης» περιγράφει πραγματικά γεγονότα της πρωτοϊστορίας, με εικόνες συμβολικές και παραβολικές.


Δεν υπάρχει επομένως απόλυτη αντιστοιχία ανάμεσα στο θεϊκό και το ανθρώπινο, οπότε δεν μπορούμε να δεχόμαστε τα περί «ερωτικού ζήλου» του θεού, στην ίδια μορφή που υπάρχει αυτός ο ζήλος στις ανθρώπινες σχέσεις.


Αλλά και δεν υπάρχει άλλος τρόπος, με τον οποίο θα μπορούσαμε νε ερμηνεύσουμε την «συμπεριφορά» του θεού , της οποίας έτσι έχομε μια «παράσταση», ενδεικτική των ενεργειών Του, ( στο μέτρο που μας έχει αποκαλυφθεί ). Η τιμωρητική διάθεση του θεού, κατά ταύτα , δεν αποτελεί «γνώρισμα της φύσης του», αλλά «αντίδραση» ενός «πληγωμένου εραστή», (δηλούμενη ανθρωπομορφικά ).


Και βέβαια εισπράττει η ανθρωπότης τιμωρίες, ( που έκαναν στο παρελθόν αιρετικούς να απορρίψουν το θεό της Παλαιάς Διαθήκης, ως δημιουργό του κόσμου , για να οικοδομήσουν τις μυθοπλασίες τους ), όμως όλες οι σχετικές αναφορές της Βίβλου χρειάζεται να «φιλτραρισθούν» μέσα από την Πατερική ερμηνευτική , για να πάρουν το δρόμο τους σε μία ορθόδοξο εκκλησιολογική προοπτική.


Η προοπτική αυτή μπορεί να έλθει στην εποχή μας και ως «θεραπεία» της ειδικής ευαισθησίας πολλών , που κατέληξαν να γίνουν άθεοι έπειτα από κάποιο «χτύπημα της μοίρας», το οποίο αδυνατούσε να εξηγήσει η περιορισμένη λογική τους.


Οφείλουμε στη συνάφεια αυτή να επισημάνουμε και τις ακρότητες της Μεσαιωνικής περιόδου, οι οποίες προκάλεσαν την έκρηξη του συγχρόνου αθεϊσμού, που δεν δέχτηκε για θεό του έναν ουράνιο τρομοκράτη - επιτηρητή της Ηθικής. Και η υπέρβαση της αντίληψης αυτής , που κλείνει το δρόμο προς το ευαγγέλιο, είναι καθήκον της θεολογίας, εάν φυσικά δεν έχει «μολυνθεί» από παρεκκλισεις Δυτικής προέλευσης.


Ετσι η ορθόδοξος εκκλησιολογία χρειάζεται να βεβαιώση το βάθος και το ύψος της θείας Αγάπης, ερμηνεύοντας την υπέρτατη σταυρική θυσία στην γνήσια διάστασή της, που δεν είναι άλλη από την εύρεση του «απωλολότος προβάτου», το οποίο ανεζήτησε με κάθε κόπο ο «καλός ποιμήν».




ΟΜΑΔΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ : ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΜΥΣΤΗΡΙΑ




ΚΕΙΜΕΝΟ 1 : ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ: ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑΣ 

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τ. 4, σελ. 50.

Α' ΜΕΡΟΣ


Ο πανάγιος κι αληθινά θεφάντωρ Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στην πραγματεία του για την εκκλησιαστική Ιστορία έχει συλλάβει κι εξηγήσει αντάξια στη μεγαλωσύνη του νου του τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στην τελετή της αγίας σύναξης. Γι’ αυτό πρέπει να έχωμε υπ’ όψη ότι ο λόγος μας δεν εκθέτει τα ίδια πράγματα, ούτε προχωρεί από τους ίδιους δρόμους. Αποτελεί τόλμημα και θράσος και πλησιάζει την ανοησία να θελήση κανένας να δοκιμασθή στα ίδια μ’ εκείνον, ενώ δεν μπορεί να εισχωρήσει σ’ αυτά και να τα κατανοήση. Κι ακόμα να προβάλη σαν δικά του επιτεύγματα, όσα μυστήρια φανερώθηκαν θεϊκά σ’ εκείνον μονάχα με την ενέργεια του Πνεύματος.

Θα εκτεθούν εδώ όσα, με την ιδέα ότι τα έχει εκείνος φιλάνθρωπα περιλάβει στην έκθεσή του, έχουν οι άλλοι από θέληση του Θεού παραλείψει να εκθέσουν και να γυμνάσουν έτσι κατά την επιθυμία τους την ίδια τους διάθεση για τα θεία κι εκείνα, με τα οποία γίνεται γνωστή σ’ εμάς, σύμμετρα νοημένη, η ολόφεγγη ακτινοβολία των τελουμένων και πιασμένους στο δίχτυ του πόθου της, μας κρατάει κοντά της. Τούτο για να μη μείνουν ολότελα αργοί οι μεταγενέστεροι καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της ζωής αυτής, επειδή δε θα έχουν το λόγο που μισθώνει στην καλλιέργειά της θείας εκείνης αμπέλου, στην πνευματική εργασία μέσα στην πνευματική άμπελο, και επιστρέφει το πνευματικό δηνάριο της θεϊκής και αληθινά βασιλικής εικόνας, συλημμένο στην αυγή της ζωή από τον πονηρό με απάτη κατά την παράβαση της εντολής.


Δεν υπόσχομαι ακόμα ότι θα εκθέσω με τη σειρά, όλα όσα είδε στη μυστική θεωρία του ο μακάριος γέροντας, ούτε τους ίδιους τους λόγους του, όπως τους εννοεί ο ίδιος κι όπως τους διατύπωσε. Εκείνος ήταν φιλόσοφος και δάσκαλος όλης της σοφίας, που από την πολλή αρετή και τη μακρόχρονη και συστηματική του απασχόληση και τριβή με τα θεία, απελευθέρωσε τον εαυτό του από τα δεσμά της ύλης κι από τις φαντασίες, που αυτή προξενεί.

Ηταν το πνεύμα του δίκαια λουσμένο στις θεϊκές λάμψεις και γι’ αυτό μπορούσε ν’ αντικρύζη κατάματα όσα δε βλέπουν οι πολλοί κι ο λόγος του ήταν ακριβέστατος εξηγητής των στοχασμών του. Σαν τον καθρέφτη, που δεν τον σκοτεινιάζει η κηλίδα κανενός πάθους κι έχει τη δύναμη να κρατήση και ν’ αποκαλύψη γνήσια όσα οι άλλοι μήτε να στοχαστούνε δεν μπορούν. Και έτσι μπορούσαν οι ακροατές να βλέπουν όλο το νου πάνω στο όχημα του λόγου να παρουσιάζωνται όλα όσα νοήθηκαν ολοκάθαρα με όλο το νόημά τους και να τα δέχωνται μεταφερμένα με τη βοήθεια του λόγου.


Θα σας εκθέσω όσα διασώζει η μνήμη μου κι όσο μπορεί η σκέψη μου να παρακολουθήση θαμπά κι ακόμα πιο θαμπά ο λόγος μου να διατυπώση. Θα μιλήσω όμως μ’ ευλάβεια, με τη χάρη του Θεού, που ρίχνει φως στα σκοτεινά. Και δεν πρέπει, θαρρώ να νομίζετε, σεις που γνωρίζετε να κρίνετε ορθά, ότι κατ’ άλλο τρόπο και σκέφτομαι κι έχω τη δυνατότητα να μιλώ από ό,τι μπορώ πραγματικά να σκέφτωμαι και να λέγω κι απ’ ό,τι δίνει η θεία χάρη σύμφωνα με τη δύναμη, που κατά πρόνοια μου αναλογεί, ακόμα κι αν εκείνος, που μου παράδωσε τα μυστικά αυτά κι έγινε δάσκαλός μου, φτάνη σε ύψος αφάνταστο.

Το να ζητής ίσο αποτέλεσμα από κείνους, που δεν είναι ίσοι στην αρετή και τη γνώση, δεν απέχει, νομίζω, από την προσπάθεια μερικών να δείξουν, ότι η σελήνη φωτίζει ίδια με τον ήλιο κι από τους άλλους που βιάζουν, όσα δεν είναι ίδια σε όλα., να συμφωνήσουν σε όλα μεταξύ τους. Πράγμα αδύνατο κι ακατόρθωτο.


Ας προηγήται ο Θεός σε όσα λέμε και σκεφτόμαστε, ο μοναδικός νους όσων νοούν και όσων νούνται, ο λόγος όσων λέγουν και όσων λέγονται, η ζωή όσων ζούνε κι όσων ζωοποιούνται που είναι και γίνεται τα πάντα για τα πάντα, γιϳαυτά τα ίδια που είναι και γίνονται και που για τον εαυτό του με κανένα τρόπο δεν είναι και δε γίνεται τίποτα απ’ όσα αναφέρονται σε κάποιο απ’ αυτά, που είναι και γίνονται, αφού δεν είναι καθόλου κατά τη φύση της ίδιας τάξης με κανένα από τα όντα. Για τούτο δέχεται πιο πολύ ν’ αποδίδεται σ’ εκείνον σαν συγγενικώτερο προς τη φύση του, το μη είναι, επειδή υπερβαίνει το είναι.


Γιατί- αν είναι απαραίτητο για μας να γνωρίσωμε τη διαφορά του Θεού και των δημιουργημάτων – είναι ανάγκη ν’ αποτελή θέση για τον πέρ’ από τα όντα ό,τι είναι αφαίρεση για τα όντα κι αντίθετα, ο,τι αποτελεί θέση για τα όντα να είναι αφαίρεση για τον περ’ απ’ αυτά και να θεωρούνται ότι είναι ισχυροί γι’ αυτόν οι δύο χαρακτηρισμοί και πάλι, ότι κανένας από τους δύο δεν είναι ισχυρός γι’ αυτόν – το είναι και το μη είναι, θέλω να πω.

Είναι ισχυροί και οι δύο, επειδή ο καταφατικός βεβαιώνει ότι ο Θεός υπάρχει κατά το λόγο που είναι δημιουργός των πάντων. Κι ο αποφατικός αποφάσκει, κατά το λόγο της υπερβατικότητας του είναι του Θεού πάνω από όλα τα όντα. Και πάλι όμως δεν είναι κανένας ισχυρός γι’ αυτόν, γιατί κανένας δεν παριστάνει εκείνον που ζητούμε τι είναι σύμφωνα με την ουσία και τη φύση του.

Γιατί είναι φυσικό κανένα από τα όντα και λεγόμενα κι από τα μη όντα και μη λεγόμενα να μην είναι παραπλήσιο μ’ εκείνο, με το οποίο – είτε ως όν είτε ως μη όν- δεν έχει κατά τη φύση στο σύνολό του αιτιακό σύνδεσμο. Γιατί είναι απλή κι άγνωστη κι απρόσιτη σ’ όλους η ύπαρξή του και ανερμήνευτη ολότελα και πέρα από κάθε κατάφαση κι απόφαση. Αυτά για το σημείο τούτο. Αλλά ας προχωρήσωμε στο προκείμενο θέμα του λόγου μας.


Β' ΜΕΡΟΣ

Πως και με ποιο τρόπο η αγία Εκκλησία είναι εικόνα και τύπος του Θεού


Ελεγε , λοιπόν, ο μακάριος εκείνος γέροντας κατά ένα πρώτο συμβολισμό της θεωρίας του, ότοι η αγία Εκκλησία είναι τύπος κι εκείνα του Θεού, επειδή έχει το ίδιο μ’ αυτόν έργο κατά τη μίμηση και κατά τη μορφή.

Αφού εδημιούργησε δηλαδή ο Θεός τα πάντα με την άπειρη δύναμή του και τα έφερε στην ύπαρξη, τα συγκρατεί, τα συνενώνει και χαράζει τα όριά τους. Συνδέει με την πρόνοιά του το ένα με το άλλο και με τον εαυτό του, και τα νοητά και τα αισθητά. Και κρατώντας μαζί γύρω από τον εαυτό του τα πάντα, στα οποία είναι αιτία κι αρχή και τέλος, ενώ κατά τη φύση βρίσκονται σε διάσταση, τα κάνει να συγκατανεύουν το ένα στο άλλο σύμφωνα με μια τάση τους, την τάση προς αυτόν, σαν βασική αρχή της σχέσης. Σύμφωνα μ’ αυτήν οδηγούνται όλα σε μία ταυτότητα κίνησης και ύπαρξης, που αποκλείει την κατάλυση και τη σύγχυση.

Κανένα από τα όντα προβαδίζοντας, δε στασιάζει εναντίον κάποιου άλλου, ούτε αποσπάται απ’ αυτό σύμφωνα με τη διαφορά που χαρακτηρίζει τη φύση και την κίνησή του.


Συμφύονται όλα μαζί με όλα χωρίς να συγχέωνται, σύμφωνα με την ακατάλυτη σχέση και φύλαξη της μοναδικής αρχής κι αιτίας, που καταργεί κι επισκεπάζει όλες τις σχέσεις, που θεωρούνται ιδιαίτερες μεταξύ όλων ανάλογα με τη φύση καθενός από τα όντα. ϳΌχι με το να τις καταστρέφη και να τις αναιρή και να τις κάνη να μην υπάρχουν, αλλά με το να τις νικά και να λάμπη απάνωθέ τους, όπως ακριβώς το σύνολο πάνω από τα μέρη τους ή και με το να παρουσιάζεται σαν αιτία του συνόλου αυτού σύμφωνα με την οποία και το ίδιο το σύνολο και τα μέρη του συνόλου, είναι φυσικό να φαίνωνται και να υπάρχουν, γιατί έχουν ολάκερη την αιτία τους να λάμπη απάνωθέ τους.

Κι όπως ο ήλιος ξεπερνά τη λάμψη των άστρων και στη φύση και στη δύναμη, έτσι κι αυτά σαν αποτελέσματα μιας αιτίας, δείχνουν την αιτία τους αυτή να καλύπτη όλη την ύπαρξή τους. Γιατί, όπως τα μέρη προέρχονται από το όλο, έτσι είναι φυσικό και τα αιτιατά να αντλούν την ισχύ τους από την αιτία και να γνωρίζονται απ’ αυτή και ν’ αφήνουν την ατομικότητά τους ν’ αδρανή, όταν, πιασμένα μέσα στην αναφορά προς την αιτία, λάβουν εξ ολοκλήρου την ποιότητα εκείνης σύμφωνα με τη αδιάσπαστη, όπως είπαμε, δύναμη που έχει η σχέση τους μ’ αυτήν.

Αφού τα πάντα μέσα στα πάντα είναι ο Θεός, που με απέραντο μέτρο υπερβαίνει τα πάντα, θα γίνη ορατός ολομόναχος σε όσους έχουν καθαρή σκέψη.


Τούτο θα γίνη, όταν ο νους, καθώς αναλογίζεται θεωρητικά τους λόγους των όντων, σταματήση στον ίδιο το Θεό, σαν αιτία κι αρχή και τέλος της δημιουργίας και της γένεσης όλων, ένα βυθό αδιάστατο που περιέχει τα πάντα.




Κατά τον ίδιο τρόπο και η αγία Εκκλησία του Θεού θ’ αποδειχθή ότι ενεργεί ανάμεσά μας, όπως ο Θεός, αρχέτυπο εκείνος κι εκείνη εικόνα του. Είναι βέβαια πολλοί κι αμέτρητοι σχεδόν στον αριθμό οι άνδρες κι οι γυναίκες και τα παιδιά που διαφέρουν και κατά το φύλο και κατά τη μορφή, την εθνικότητα και τις γλώσσες, τις περιπέτειες της ζωής τις ηλικίες, τις γνώμες, την τέχνη, τους τρόπους, τις συνήθειες, τα επαγγέλματα. Και στις επιστήμες πάλι και στ’ αξιώματα, στις τύχες, στους χαρακτήρες, στις διαθέσεις διακρίνονται μεταξύ τους και διαφέρουν πολύ όσοι έρχονται σ’ αυτή και δέχονται απ’ αυτή την αναγέννησή τους και την αναδημιουργία τους με τη δύναμη του πνεύματος.

Δίνει όμως σ’ όλους αυτούς και χαρίζει μία κατά ίσο μέτρο θεϊκή μορφή και θείο όνομα και να προέρχωνται και να ονομάζωνται από το Χριστό. Τους δίνει ακόμα τη μία απλή κι ασύνθετη και αδιαίρετη σχέση που δημιουργεί η πίστη, που τις πολλές κι αναρίθμητες διαφορές, που καθένας έχει, μήτε καν ότι δεν υπάρχουν δεν επιτρέπει να γίνη γνωστό, επειδή όλα γενικά σ’ αυτήν κατευθύνονται και συναντιούνται. Μέσα σ’ αυτήν κανένας τίποτα εντελώς δεν ξεχωρίζει από το κοινό για χάρη δική του. ϳΟλοι συμφύονται ο ένας με τους άλλους και συνδέονται μέσα στη μία απλή κι αδιαίρετη χάρη και δύναμη της πίστης. ϳΗτανε, λέει, όλων η καρδιά και η ψυχή μία, ώστε από διάφορα μέλη να είναι ωστόσο και να φαίνεται ένα σώμα άξιο αληθινά του ίδιου του Χριστού, της αληθινής κεφαλής μας.


Στο σώμα αυτό, λέει ο Θείος Απόστολος, δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι ά ν δ ρ α ς κ α ι γ υ ν α ί κ α, ο ύ τ ε Ι ο υ δ α ί ο ς κ α ι ϳΕ λ λ η ν α ς, ο ύ τ ε π ε ρ ι τ ο μ ή κ ι α κ ρ ο β υ σ τ ί α, ο ύ τ ε β ά ρ β α ρ ο ς ο ύ τ ε Σ κ ύ θ η ς, ο ύ τ ε δ ο ύ λ ος ο ύ τ ε ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς. Α λ λ ά τα π ά ν τ α κ α ι μ ε σ α σ τα π ά ν τ α είναι Αυτός που με τη μία κι απλή πάνσοφη δύναμη της καλωσύνης του περικλείει τα πάντα μέσα του, σαν ένα κέντρο από ευθείες, που ακτινωτά ξεκινούν απ’ αυτό, σύμφωνα με την ίδια απλή κι ενιαία αιτία και δύναμη.

Δεν αφήνει τις αρχές των όντων ν’ απομακρυνθούν μαζί με τα τέλη τους, περιορίζοντας κυκλικά τις προεκτάσεις τους και οδηγεί προς τον εαυτό του τις διακρίσεις των όντων, που ο ίδιος εδημιούργησε. Δε θέλει ν’ αποξενωθούν όλότελα μεταξύ τους και να γίνουν εχθρικά τα πλάσματα και τα δημιουργήματα του ενός Θεού και να μην έχουν σχετικά με τι και που να παρουσιάσουν τη φιλία και την ειρήνη και την ταυτότητα μεταξύ τους, οπότε θα κινδυνέψη, με το χωρισμό τους από το Θεό, να μεταπέση το είναι τους στο μη είναι.


Είναι, λοιπόν, εικόνα του Θεού, καθώς είπαμε, η αγία Εκκλησία, γιατί πραγματοποιεί την ίδια ένωση ανάμεσα στους πιστούς, που κάνει ο Θεός, ακόμα κι αν τυχαίνη να είναι διαφορετικοί στα ιδιώματα κι από διαφορετικούς και τόπους και τρόπους εκείνοι, που μέσα σ’ αυτήν γίνονται με την πίστη ένα σώμα. Την ένωση αυτή, κατά φυσικό τρόπο την πραγματοποιεί ο Θεός, χωρίς να προκαλήται σύγχυση στην ουσία των όντων. Την διαφορά μεταξύ τους, όπως έχει δειχθεί, την αμβλύνει και την οδηγεί στην ταυτότητα με την αναφορά και την ένωση με τον εαυτό του, σαν αιτία κι αρχή και τέλος.





ΤA MΥΣΤΗΡΙΑ

Του Paul Evdokimov ( από το βιβλίο του « η Ορθοδοξία » )


«Ταύτην την oδόν o Κύριος ετεμεν εις ημάς ερχό­μενος και ταύτην άνέωξε την πύλην είσελθών εις τον κόσμον, και εις τον Πατέρα άνελθών ουκ ηνέσχετο κλείσαι, άλλ’ εξ εκείνου δια ταύ­της έπιδημεί τοις άνθρώποις».

Ό Χριστός ξανάρχεται μέσα στην μυ­στηριακή οικονομία του αγίου Πνεύματος, που συνεχίζει την Ιστορική ορατότητά του. Τα μυστήρια της Εκκλησίας επέχουν και την θέση των θαυμάτων του χρόνου της Σαρκώσεως. Πιο κλασικός είναι ό ορισμός της «Ορθοδόξου ομολογίας». «Μυστήριον είναι μία τελετή, η οποία κάτω απο κάποιον είδος ορατών… φέρει εις την ψυχήν των πιστών την αόρατον χάριν του Θεού».

Η ένωση ορατού και αόρατου είναι αναπόσπαστη από την ίδια την φύση της Εκκλησίας, πού, ως συνεχιζόμενη Πεντηκοστή, εκχέει με περίσσεια την χάρη μέσα από κάθε μορφή της ζωής της. Ως «καθίδρυμα» όμως τα μυστήρια – η πλευρά της νομιμότητάς των, (η συμφωνία των δηλ. με τους κανόνες), της εγκυρότητας των και της αποτελεσματικό­τητάς των με την αγιαστική χάρη - καθιερώνουν μία τάξη, πού θέτει όρια σε κάθε άτακτον αιρετικό «πεντηκοστισμό», ενώ, παράλληλα, προσ­φέρει ένα ακλόνητο θεμέλιο, αντικειμενικό και καθολικό, της ζωής της χάριτος.

«Το πνεύμα όπου θέλει πνεί» στα μυστήρια όμως, με τους όρους που απαιτούνται από την Εκκλησία και κατά την υπόσχεση του Κυρίου, οι δωρεές του αγίου Πνεύματος απονέμονται με ασφάλεια και με την μαρτυρία της Εκκλησίας.

Η σχολική θεολογία βρίσκεται κάτω από την λατινική επίδραση, όταν υποστηρίζη οτι τα μυστήρια είναι επτά: βάπτισμα, χρίσμα, ευχα­ριστία, εξομολόγηση, ευχέλαιο, ιεροσύνη και γάμος. Διαμορφωμένη

στην Δύση τον ΙΔ' αιώνα η διδασκαλία αυτή, παγιώθηκε στην σύνοδο του Τριδέντου και διείσδυσε στην Ανατολή. Όμως, ήδη από τον ΙΒ' αιώνα, η «επτάς» των μυστηρίων μνημονεύεται στην «Ομολογία» του Μιχαήλ Παλαιολόγου και παραθέτεται στην ουνιστική σύνοδο της Λυών (1274). Η διαμάχη με τους προτεστάντες θεολόγους τον καιρό του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β' ( +1595) οδηγεί στην ίδια παραδοχή του αριθμού των μυστηρίων ως επτά, ενώ ό Κύριλλος Λούκαρις που καλβίνιζε δέχονταν μόνο δύο.

Η «Απόκρισις» των πα­τριαρχών της Ανατολής δίδει τον ίδιον αυτόν αριθμό «επτά», καθορί­ζοντας: «τα θεία μυστήρια επτά μεν εισίν αριθμούμενα», πράγμα πού εξηγείται από την πολεμική τάση της επιστολής αυτής. Ωστόσο, και στον ΙΕ' αιώνα ο Ιωάσαφ, μητροπολίτης Εφέσου, αναφέρει δέκα μυ­στήρια, ο άγιος Διονύσιος κάνει λόγο για εξ και ό άγιος Ιωάννης Δαμα­σκηνός μνημονεύει μόνον δύο. Μερικά κείμενα αναφέρουν ως μυστήρια την μοναχική κουρά, την ακολουθία των νεκρών και τον μέγαν αγιασμό. Συχνά στους πατέρες το «βάπτισμα» σήμαινε το σύνολο των τριών μεγά­λων μυστηρίων.


Σε ευρεία έννοια, κάθε τι σε μία ζωή χριστιανική είναι εκκλησιακό και επομένως μυστηριακό: «εκχεώ από του πνεύματος μου επί πάσαν σάρ­κα» (Πράξ. β' 17)' τα πάντα είναι χάρισμα, διακονία, δωρεά στην υπη­ρεσία της Εκκλησίας. Όμως η προσωπική αγιότητα, η πίστη, το μαρ­τύριο ή η αγάπη, ο αγιασμός κάθε υπάρξεως και κάθε όντος, όσο κι αν έχουν την θέση των μέσα στην Εκκλησία, αποτελούν ένα τομέα που δεν επιδέχεται σχηματοποίηση, διοργάνωση, αντικειμενοποίηση και για τούτο ούτε απαιτούν ούτε και έχουν τον consensus, την συναίνεση του Σώματος. Μπορούμε να πούμε μάλιστα πώς σ' αυτά «εκάστω δε δίδοται η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον» (Α' Κορ. ιβ 7).

Υπάρχει, ακόμη, το πλήθος των μυστηριακών πράξεων (sacramentalia): η καθαγίαση του ναού, των σταυρών, και των εικόνων, του ύδα­τος και των καρπών της γης, το εξοδιαστικόν και η κουρά των μοναχών, η λειτουργική και ιερατική ευλογία, το σημείο του σταυρού, η προσευ­χή. Όλες αυτές οι ιεροπραξίες παρέχουν επίσης την χάρη του αγίου Πνεύματος……………………


Ετσι στην αρχαία εκκλησιαστική πρακτιή κάθε μυστηριακή την συνόδευε και η μαρτυρία της Εκκλησίας για την πνευματοφόρα πραγματικότητα κάθε μυστηρίου. Η συναίνεση αυτή είναι ένα εσωτερικό γεγονός της Εκκλη­σίας, και κάθε μυστήριο είναι πάντα ένα γεγονός μέσα στην Εκκλησία, δια της Εκκλησίας και για την Εκκλησία, αποκλείει κάθε εξατομίκευση, που απομονώνει την πράξη και αυτόν πού την λαμβάνει. Κάθε μυστήριο έχει αντίκτυπο στο Σώμα όλων των πιστών.

Κάθε βάπτιση και χρίσμα είναι μία γέννηση μέσα στην Εκκλησία, που πλουτίζεται με ένα μέλος, κάθε συγγνώμη, κάθε άφεση αποδίδει τον μετανοούντα στην Εκκλησία, στην «κοινωνία των αγίων», σε κάθε ευχαριστία ευχόμαστε: «ημάς δε πάντας τους εκ του ενός άρτου και του ποτηριού μετέχοντας, ενώσαις αλλήλους εις ενός Πνεύματος αγίου κοινωνίαν» (λειτουργία Μ. Βασι­λείου).

«Μετά ταύτα μνημονεύομεν ουρανού και γης και θαλάσσης, ηλίου και σελήνης και πάσης κτίσεως λογικής τε και αλόγου, ορατής τε και αοράτου, αγγέλων, αρχαγγέλων, δυνάμεων, κυριοτήτων, αρχών, εξουσιών, θρόνων των χερουβίμ των πολυπρόσωπων» . Την χειροτονία επισκόπου την επισφραγίζει η ευχαριστία, φανέρωση της Εκκλησίας. Ο νυμφίος και η νύμφη προσέρχονται, με την νέα των συζυγική οντότητα πριν απ’ όπου αλλού, στην ευχαριστιακή σύναξη. Έτσι κάθε μυστήριο υπερβαίνει την μερικότητα προς τον καθολικό του αντίκτυπο και οι δωρεές φανερώνονται για όλους.



Η Εκκλησία, ως συνεχιζόμενη Πεντηκοστή, ως συνεχιζόμενη αποκαλυπτική λειτουργία του αγίου Πνεύματος, αποκαλύπτει αδιάκοπα την ταυτότητα της με τον Χριστό, πού είναι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, πράγμα που ανυψώνει και την Εκκλησία την ίδια σε μυστήριο της αλήθειας και της ζωής.

«Ημών δε σύμφωνος η γνώμη, τη ευχαριστία». Κάθε μυστήριο ανάγεται στην σύσταση της ευχαριστίας, περιέχεται μέσα σ' αυτή. Δεν έχει αξία ν' αναζητούμε για κάθε μυστήριο και από έναν ρητά συστατικόν λόγο του Σωτήρος. Απαιτείται βέβαια πάντοτε μία αναφορά στην αγία Γραφή, αλλά κάθε μυστήριο ανάγεται στην δύναμη του μυστηρίου των μυστηρίων, που είναι η Εκκλησία - Ευχαριστία. Δεν είναι καθόλου η τυπική, η νομική πλευρά εκείνη που ενεργεί μέσα στα μυστήρια.

Αν για συγγνωστή αιτία δεν συντρέχουν κατά την τέλεση ενός μυστηρίου όλοι οι «κανονικοί» όροι, η χάρη «ή τα ασθενή θεραπεύουσα» και η ολοκλήρωση του μυστηρίου με την ευχαριστία, μπορούν να μαρτυρήσουν για την κάθοδο του Πνεύματος και για την λήψη της δωρεάς. Για τούτο, στην αρχαία εκκλησιαστική πράξη κάθε μυστήριο ήταν οργανικό μέρος της ευχαριστιακής λειτουργίας και είχε την τελείωσή του στο δείπνο του Κυρίου.



Κάθε μυστήριο ακολουθεί την επίκλησή του και προέρχεται απ' την οικονομία του αγίου Πνεύματος: «'Ώσπερ γαρ ο άρτος της Ευχαριστίας, μετά την επίκλησιν του αγίου Πνεύματος ουκέτι άρτος λιτός αλλά σώμα Χριστού, ούτω και το άγιον τούτο μύρον ουκέτι ψιλόν, ούδ’ ως αν είποι τις κοινόν μετ’ επίκλησιν, αλλά Χριστού χάρισμα και Πνεύματος αγίου, παρουσία της αυτού θεότητος ενεργητικώς γινόμενον» .

Το μυστήριο είναι κάτι μυστικό, κρυφό. «Τα μυστήρια είναι κρυμμένα για τους μη χριστιανούς, ακόμη και για τους προφήτες, αφού ο Χριστός δεν τα παρέδωκε, παρά με παραβολή». Είναι, ακόμη, «μυστή­ριο» αφού, αν και ο Θεός είναι αυτός που ενεργεί, ενεργεί ωστόσο με την πράξη του ιερέως. Όταν ο ιερεύς βαπτίζη, «ουκ αυτός σε βαπτίζει, αλλ’ ο Θεός έστιν ο κατέχων σου την κεφαλήν αοράτω δυνάμει»148. «Τί ούν;. . . πάντας ο Θεός χειροτονεί και τους αναξίους; Πάντας μεν ο Θεός ου χειροτονεί, δια πάντων δε αυτός ενεργεί»

Είναι φανερό ότι η ηθική αξία του ιερουργού όσο και αν πρέπει πάντοτε να αναζητήται, δεν απαιτείται όμως απόλυτα. Το ίδιο και η πίστη αυτού που δέχεται το μυστήριο δεν επηρεάζει διόλου το αντικειμενικό κύρος του μυστηρίου, άλλα τούτο ενεργεί πάντοτε ή για την σωτηρία ή για την κόλαση, ανάλογα με την πίστη. Τα μυστήρια δεν είναι μόνο σημεία που βεβαιώνουν τις θείες υποσχέσεις ούτε μέσα για να ζωοποιούν την πίστη και την εμπιστοσύνη, δεν παρέχουν μόνο, αλλά περιέχουν την χάρη· είναι οχήματα ή «εφόδια» της αθανασίας· είναι μαζί τα όργανα της σωτηρίας και η σωτηρία η ίδια.


ΚΕΙΜΕΝΟ 2. : Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ

(ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ )

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τ. 22, σελ. 410.



Η αρετή δε φέρνει μόνη της την καρποφορία, παρά μόνο όταν συνδεθούμε με τον Χριστό και κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του. Τότε τα ουράνια αγαθά γίνονται πραγματικότητα: η άφεση των αμαρτιών και η κληρονομιά της βασιλείας του Θεού, που είναι καρπός της αγιότητας του Χριστού.


Απ’ την αγία Τράπεζα παίρνουμε το Σώμα του Χριστού ως σώμα μας. Και η αρετή μας γίνεται αρετή χριστιανική. Ο σύνδεσμος αυτός με τον Χριστό ολοκληρώνεται στο νου και στην ψυχή. Γι’ αυτό άλλωστε φόρεσε ο Κύριος όχι μόνο σώμα, αλλά και ψυχή και νου και θέληση και καθετί ανθρώπινο. Με σκοπό να ενωθεί με ολόκληρη την ψυχοσωματική μας οντότητα, να μπεί μέσα μας απ’ όλες τις πόρτες και να ενώσει όλα τα δικά του με τα δικά μας.

Γι’ αυτό όταν εμείς αμαρτάνουμε, Εκείνος μένει ασύνδετος με εμάς, γιατί τότε δεν υπάρχει τίποτα κοινό ανάμεσα σε Εκείνον και σε εμάς. Όλα τα άλλα τα δέχθηκε από εμάς με πολύ αγάπη, και ό,τι είναι κτήμα του το ενώνει με τον εαυτό μας, δείχνοντας έτσι μεγαλύτερη αγάπη.


Από τη μια ο Θεός κατεβαίνει στη γη, και από τη άλλη μας ανεβάζει τον ουρανό. Από το ένα μέρος γίνεται άνθρωπος και από το άλλο ο άνθρωπος γίνεται Θεός.

Επειδή λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να ανέβουμε εμείς στον ουρανό, κατέβηκε ο ϳΙδιος σε εμάς. Πήρε απ’ τα δικά μας και ενώθηκε απόλυτα μαζί τους, δηλαδή με την ανθρώπινη φύση μας. Αυτά όμως που πήρε από εμάς, μας τα ξαναδίνει προσφέροντας τον εαυτό του. Και όταν μεταλαβαίνουμε Σώμα και Αίμα ανθρώπινο, δεχόμαστε Σώμα και Αίμα Θεού, ψυχή και θέληση και νου Θεού, ενώ συγχρόνως είναι και ανθρώπινα.

Χρειαζόταν ασφαλώς να γίνουν αυτά φάρμακο για την αρρώστια μας Γιατί αν ήταν μόνο Θεός ο Ιησούς, δε θα μπορούσε να ενωθεί μαζί μας τόσο απόλυτα. Γιατί πως θα μπορούσε τότε να γίνει για μας το Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας; Αν πάλι ήταν μόνο άνθρωπος, δε θα μπορούσε να δράσει έτσι. Τώρα όμως είναι τα δυο μαζί. Σαν άνθρωπος ενώνεται με εμάς και σαν Θεός έχει τη δύναμη να σηκώσει την πεσμένη φύση μας, να νικήσει και να μας αλλάξει εντελώς, οδηγώντας μας κοντά του.


Πραγματικά, όταν μερικά ισχυρά συστατικά της Φύσης ενωθούν μς άλλα πιο αδύνατα δεν αφήνουν τα δεύτερα να μείνουν τα ίδια. Το σίδερο δε διατηρεί τίποτα απ’ τις πρώτες του ιδιότητες, όταν ζεσταθεί μέσα στη φωτιά. Αν λοιπόν στα υλικά συστατικά, που έχουν ομοιογένεια, συμβαίνει να επιδρούν τα δυνατότερα τόσο έντονα πάνω στα κατώτερα, τι πρέπει να θεωρήσουμε όταν γίνεται με την υπερφυσική δύναμη της Θείας Ευχαριστίας; Είναι φανερό λοιπόν ότι χύνεται μέσα μας ο Χριστός και αναμειγνύει τον εαυτό του με εμάς. Μας αλλάζει κάνοντάς μας, όπως είναι και Εκείνος. Γιατί το Μύρο αυτό, ο Χριστός, μπορεί να πραγματοποιήσει ένα τόσο μεγάλο κατόρθωμα σε όσα χύνονται μέσα του. ϳΌχι απλώς μας κάνει ευωδιαστούς, αλλά ολόκληρη την ύπαρξή μας την κάνει ευωδιά αυτού του Μύρου που χύθηκε για μας.


Τόση δύναμη και χάρη έχει το Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας για όσους κοινωνούν, αν βέβαια προσέρχονται σ’ αυτό χωρίς καμιά αμαρτία και αν μετά τη Θεία Μετάληψη δεν κάνουν τίποτα το πονηρό. Γιατί αν έχουμε τέτοια διάθεση και προετοιμασία προς το μυστήριο, τίποτα δε θα εμποδίσει τον Χριστό να ενωθεί μαζί μας τέλεια και δυνατά. Αυτά το μυστήριο είναι πολύ μεγάλο, είναι γάμος κατά τον οποίο ο Πανάγιος Χριστός παίρνει σαν παρθένο νύφη την Εκκλησία. Μόνο σ’ αυτό περισσότερο απ’ όλα τα μυστήρια γινόμαστε σάρκα απ’ τη δική του σάρκα.


Αυτό το μυστήριο είναι φως για τους ήδη καθαρούς, κάθαρση για όσους καθαρίζονται ακόμα και προπονητής για τους αγωνιστές εναντίον του πονηρού. Για τους πρώτους τίποτα άλλο δε μένει, παρά να δεχθούν το Φως του κόσμου. Για όσους έχουν ανάγκη να καθαριστούν ακόμη, ποια άλλη καλύτερη κάθαρση θα μπορούσε να βρεθεί;


Και ποιος δε γνωρίζει ότι τη νίκη κατά του πονηρού διαβόλου την κέρδισε μόνο ο Χριστός, με το άγιο Σώμα Του; Επομένως με αυτό το Σώμα μπορεί να βοηθήσει τους αγωνιστές, αφού και ο ίδιος έπαθε και νίκησε τους πειρασμούς.


Δεν υπάρχει τίποτα το κοινό μεταξύ της σάρκας και της πνευματικής ζωής. Η σάρκα μάλιστα αισθάνεται κάποια έχθρα κατά του πνεύματος. Γι’ αυτό λοιπόν επινοήθηκε απ’ το Θεό η πνευματική σάρκα, για να πολεμάει την σωματική σάρκα. Ο σαρκικός νόμος καταργείται με το νόμο της σάρκας του Χριστού. Και η σάρκα πια υπακούει στο πνεύμα και βοηθάει κατά του νόμου της αμαρτίας. Γιϳ αυτούς τους λόγους δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει σε κανέναν η πνευματική ζωή, πριν ακόμα πλαστεί η μακάρια Σάρκα του Χριστού.


Για όλα αυτά λοιπόν έχουμε πάντα ανάγκη τη Σάρκα του Χριστού. Και γι’ αυτό μεταλαβαίνουμε απ’ την Τράπεζά Του με σκοπό να δράσει μέσα μας ο νόμος του Πνεύματος, να μην απλωθεί καθόλου η σαρκική ζωή να μη βρούμε ευκαιρία να αμαρτήσουμε.


Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι πράγματι τέλειο για όλα τα δώρα που χαρίζει και δεν υπάρχει κάτι που να το έχουν ανάγκη οι χριστιανοί και να μην το προσφέρει πλούσια.


Το υλικό όμως σώμα μας δεν αφήνει τη σφραγίδα του μυστηρίου αξεθώριαστη μέσα μας. Γι’ αυτό όχι μια φορά, αλλά αδιάκοπα πρέπει να παίρνουμε αυτό το φάρμακο. Είναι ανάγκη να νιώθουμε συνέχεια κοντά μας το χέρι του Γιατρού, ο Οποίος θεραπεύει το σώμα μας και στερεώνει την κλονισμένη θέλησή μας, για να μην μας βρει ξαφνικά ο θάνατος. Γιατί πραγματικά η δύναμη της Αγίας Τράπεζας τραβάει απ’ την Καρδιά του Χριστού την αληθινή ζωή και την αγνή λατρεία του Θεού.

Αν λοιπόν αγνή λατρεία του Θεού είναι να υπακούμε και να κάνουμε όσα Αυτός προστάζει, δεν ξέρω πότε θα μπορέσουμε να υποταχτούμε περισσότερο στο Θεό παρά όταν γίνουμε μέλη του Σώματός του. Ο Αρτος της ζωής μας κάνει μέλη του Χριστού πιο τέλεια απ’ ότι τα άλλα μυστήρια. Ο χριστιανός βέβαια ζει τρώγοντας και την καθημερινή του τροφή. Στο μυστήριο όμως της Θείας Ευχαριστίας τα πράγματα δεν είναι τα ίδια. Γιατί η υλική αυτή τροφή δεν είναι ζωντανή, ούτε μπορεί μόνη της να φέρει τη ζωή. Επειδή όμως βοηθάει το σώμα να ζήσει, φαίνεται ότι είναι η αιτία της ζωής του. Ο Αρτος της ζωής είναι και ο ίδιος ζωντανός και μέσω Αυτού ζουν εκείνοι οι οποίοι τον δέχοντα



KEIMENO 3ο

TO ΑΓΙΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τ. 22, σελ. 310.

Oλοι γνωρίζουμε ότι η χριστιανική ζωή βασίζεται πάνω στα ιερά μυστήρια. Ας εξετάσουμε όμως τώρα πως το καθένα απ’ αυτά μας οδηγεί σ’ αυτήν την άγια ζωή. Γιατί η χριστιανική ζωή είναι η ένωσή μας με το Χριστό. Ας πούμε τώρα με ποιον τρόπο κάθε μυστήριο μας ενώνει με το Χριστό.


Μπορούν να ενωθούν με το Χριστό όσοι πλησίασαν με όλους τους τρόπους το Σωτήρα και έπαθαν και έγιναν όσα και Εκείνος. Εκείνος λοιπόν, ενώθηκε με τη σάρκα και το αίμα τα οποία ήταν καθαρά από κάθε αμαρτία. Και επειδή ήταν Θεός απ’ τη φύση του και απ’ την αρχή, θέωσε και αυτό που έγινε μετά, δηλαδή την ανθρώπινη φύση μας. Και τελειώνοντας τη ζωή του πέθανε, αφού είχε ανθρώπινο σώμα, και αναστήθηκε. Πρέπει, λοιπόν, αυτός που θέλει να ενωθεί με το Χριστό να μεταλάβει τη σάρκα Του, να συμμετέχει στη θέωσή Του, να γίνει κοινωνός του τάφου και της ανάστασής του.




Έτσι λοιπόν βαπτιζόμαστε, για να πεθάνουμε τον ίδιο θάνατο με το θάνατο του Χριστού και για να αναστηθούμε με την ανάστασή Του. Δεχόμαστε το ϳΑγιο Χρίσμα, για να γίνουμε κοινωνοί της θέωσής Του μέσω του βασιλικού χρίσματος. Και όταν δεχόμαστε τη Θεία Ευχαριστία κοινωνούμε την ίδια τη Σάρκα Του και το ίδιο το Αίμα Του, τα οποία είχε ο Σωτήρας. Και έτσι είμαστε ενωμένοι με Αυτόν ο Οποίος σαρκώθηκε για μας, πέθανε και αναστήθηκε. Γιατί λοιπόν δεν ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε και Εκείνος, αλλά ξεκινάμε απ’ όπου τελείωσε και τελειώνουμε με όσα Εκείνος άρχισε; Γιατί κατέβηκε, για ν’ ανέβουμε εμείς. Και ενώ υπάρχει ο ίδιος δρόμος, για Εκείνον ο δρόμος αυτός ήταν κάθοδος ενώ για εμάς είναι άνοδος.

Επομένως όπως σε μια σκάλα για εκείνον που κατεβαίνει το σκαλοπάτι το τελευταίο, γίνεται το πρώτο σκαλοπάτι γι’ αυτόν που ανεβαίνει. Άλλωστε δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί το βάπτισμα είναι Γέννηση, το άγιο Μύρο είναι αίτιο της πνευματικής ενέργειας και της κίνησης μέσα μας. Και ο Άρτος της Ζωής και το Ποτήρι της Θείας Ευχαριστίας είναι αληθινή τροφή και νερό. Και φυσικά δεν είναι δυνατόν να μπορέσει κανείς να τραφεί, πριν ακόμα γεννηθεί.


Επίσης το Βάπτισμα συμφιλιώνει τον άνθρωπο με το Θεό, ενώ το άγιο Μύρο τον αξιώνει για τα θεία δώρα που έρχονται απ’ το Θεό. Και η δύναμη που βγαίνει απ’ την Αγία Τράπεζα, κάνει τον πιστό χριστιανό να αποκτά τη Σάρκα και το Αίμα του Χριστού. Γιατί είναι ακατανόητο να καθίσουμε μαζί με τους Αγίους, αν πρώτα δε συμφιλιωθούμε μαζί Του. Όπως είναι ακατανόητο να αποκτήσουμε τα θεία χαρίσματα και να φάμε και να πιούμε απ’ το αναμάρτητο Σώμα και Αίμα του Χριστού, ενώ είμαστε πονηροί και γεμάτοι αμαρτία. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν πρώτα βαπτιζόμαστε, μετά χριόμαστε με το άγιο Μύρο, και έτσι καθαρούς και ευωδιαστούς μας δέχεται η Αγία Τράπεζα.


Και αυτά είναι αρκετά γ’ αυτό το θέμα. Ας εξετάσουμε λοιπόν ποια ωφέλεια δίνει κάθε μυστήριο στη ζωή του χριστιανού. Και πρώτα θα μιλήσουμε για το Βάπτισμα. Ποια αγαθά μπορεί να φέρει στη ζωή του Χριστιανού αυτό το μυστήριο;


Το Βάπτισμα λοιπόν σημαίνει να γεννηθούν οι άνθρωποι στο δρόμο του Χριστού και να αποκτήσουν την ύπαρξή τους και την πνευματική τους υπόσταση, ενώ προηγουμένως ήταν στο μηδέν. Αυτό μπορεί να τα καταλάβει κανείς από πολλά σημάδια. Πρώτον, απ’ την ίδια τη σειρά, γιατί το πρώτο μυστήριο που δεχόμαστε είναι το Βάπτισμα. Δεύτερον, απ’ τα ονόματα με τα οποία το ονομάζουμε και τρίτον, απ’ όσα γίνονται και ψάλλονται κατά τη διάρκειά του.


Σειρά Μυστηρίου

Η σειρά λοιπόν του μυστηρίου είναι απ’ την αρχή: πρώτα να βαπτιστούμε, μετά να χρισθούμε με το Μύρο, και τέλος να φτάσουμε στην Αγία Τράπεζα δηλαδή στη Θεία Κοινωνία. Αυτή είναι ζωντανή απόδειξη ότι το λουτρό του βαπτίσματος είναι η αρχή του χριστιανικού βίου και το θεμέλιο της ζωής. Γιατί και ο ίδιος ο Χριστός μαζί με όλα τα’ άλλα τα οποία ανέχτηκε για εμάς, δέχτηκε και να βαπτισθεί πριν απ’ όλα τ’ άλλα.


Ονόματα Βαπτίσματος

Και τα ονόματα με τα οποία ονομάζουμε το Βάπτισμα, τι άλλο θα μπορούσαν να σημαίνουν; Το ονομάζουμε γέννηση, αναγέννηση, ανάπλαση και σφραγίδα. Επίσης χρίσμα και χάρισμα, φώτισμα και λουτρό. ϳΌλα αυτά μπορούν να έχουν τον ίδιο σκοπό. Το να φανερώσουν δηλαδή ότι η τελετή του βαπτίσματος είναι η αρχή της πνευματικής ύπαρξης για όσους ανήκουν στο θεό και ζουν γ’ Αυτόν.


Η γέννηση λοιπόν φαίνεται ότι φανερώνει αυτό ακριβώς. Αλλά και η αναγέννηση και η ανάπλαση δηλώνουν εκείνο μόνο, ότι δηλαδή επανέρχονται αμέσως στην πρώτη μορφή με τη δεύτερη γέννησή τους, αυτοί που αναγεννιούνται τώρα και αναπλάθονται και οι οποίοι άλλοτε γεννήθηκαν και έχασαν την αρχική τους εικόνα. Όπως συμβαίνει και με ένα άγαλμα που έχασε τη μορφή του, και που το αναπλάθει ο τεχνίτης, δίνοντας του την πρώτη του εικόνα. Και το βάπτισμα αποτελεί αυτό ακριβώς εικόνα και μορφή. Και πράγματι ζωγραφίζει μέσα μας κάποια εικόνα θέλοντας να φανερώσει ότι οι ψυχές μας έχουν την ίδια μορφή με το θάνατο και την ανάσταση του Σωτήρα. Γιϳαυτό ονομάζεται το βάπτισμα και σφραγίδα, γιατί αποτυπώνει πάνω μας τη βασιλική εικόνα του Θεού και τη μορφή Του.


Και επειδή η μορφή περιβάλλει την ύλη και της δίνει σχήμα, γι’ αυτό το ονομάζουμε και ένδυμα. Γι’ αυτό λέει και ο Απόστολος Παύλος ότι το ένδυμα και η σφραγίδα αυτή σημαίνουν ότι ο Θεός έχει ζωγραφιστεί και τυπωθεί μέσα μας, αλλά και ότι την φοράνε οι χριστιανοί σαν ρούχο.


Γιατί και το χρυσάφι και το ασήμι και ο χαλκός, αφού λιώσει στη φωτιά, τρέχει και επιτρέπει να βλέπουμε ολοκάθαρο το υλικό του. Γι’ αυτό και το ίδιο αυτό το υλικό ονομάζεται χρυσάφι ή χαλκός . Όταν όμως πάρει ορισμένη μορφή απ’ τα καλούπια, δε φαίνεται πια η ύλη, αλλά υπερισχύει η μορφή σε όσους τη βλέπουν, όπως και τα ρούχα ντύνουν τα σώματα. Γι’ αυτό και παίρνει κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Δηλαδή άγαλμα ή δαχτυλίδι ή οτιδήποτε άλλο, τα οποία δε σημαίνουν την ύλη αλλά την εικόνα και τη μορφή. Ισως λοιπόν γι’ αυτό ονομάζεται και « ονομαστήριος» η ημέρα του βαπτίσματος για τους χριστιανούς, επειδή η άμορφη και ασχημάτιστη ζωή μας παίρνει μορφή και σχήμα.


Άλλωστε τότε αναγνωριζόμαστε πρώτη φορά από Εκείνον που γνωρίζει τα δικά Του πρόβατα, όπως λέει και ο Παύλος. Και την ημέρα του βαπτίσματος ακούμε τη λέξη που υποδηλώνει το όνομα, σα να γνωριζόμαστε μόλις τότε από το θεό. Γιατί το να γνωριστεί κανείς από το Θεό σημαίνει να γίνει πραγματικά φίλος Του. Γι’ αυτό και ο Δαβίδ είπε γ’ αυτούς που δεν έχουν καμία σχέση με τη ζωή του Χριστού: « δε θα θυμηθώ τα ονόματα αυτά ούτε θα τα πω με τα χείλια μου».

Είναι πράγματι άγνωστοι και αφανείς αυτοί που απομακρύνθηκαν από το φως Του. Ούτε στο θεό είναι γνώριμος εκείνος που δε δέχτηκε τις ακτίνες που πηγάζουν από το βάπτισμα . Και η αιτία είναι πως δεν υπάρχει τίποτα που να μη φανερώνεται μπροστά σε εκείνο το Φως.


Για όλα αυτά το βάπτισμα ονομάζεται και φώτισμα, γιατί δίνοντάς μας την αληθινή ύπαρξή μας, μας κάνει γνώριμους φίλους στο Θεό. Και οδηγώντας μας προς το φως εκείνο, μας απομακρύνει από κάθε κακία. Γι’ αυτό ονομάζεται και λουτρό, γιατί είναι και φώτισμα, επειδή επιτρέπει να έρθουμε σε επαφή με το φως μακριά από κάθε μόλυσμα, που εμποδίζει τις ψυχές μας από τις ακτίνες του θείου φωτός.


Λέγεται και χάρισμα, γιατί είναι και γέννηση. Μα αυτό το χάρισμα είναι κάτι άλλο, εντελώς ξεχωριστό, που ξεπερνά το νου και τις επιθυμίες μας.


Το βάπτισμα μάλιστα είναι χρίσμα, γιατί ζωγραφίζει πάνω στους βαπτισμένους το Χριστό. Αυτόν που χρίσθηκε για μας. Είναι και σφραγίδα που αποτυπώνει τον ίδιο το Σωτήρα μέσα μας. Το χρίσμα λοιπόν, αφού φτάσει σε όλα τα σημεία του σώματος, κάνει αυτόν που χρίεται με το μύρο, σφραγισμένο με αυτό. Και φανερώνει τη μορφή του νέου ανθρώπου. Επειδή λοιπόν και το χάρισμα και το φώτισμα και το λουτρό με την ανάπλαση και αναγέννηση οδηγούν στον ίδιο σκοπό, είναι φανερό ότι όλα τα ονόματα του βαπτίσματος φανερώνουν ότι είναι γέννηση και αρχή της χριστιανικής ζωής.



ΚΕΙΜΕΝΟ 4. : ΤΟ ΑΓΙΟ ΜΥΡΟ

(ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ )

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τ. 22, σελ. 390.


ΑΑφού λοιπόν πήραμε την πνευματική μας ύπαρξη και αναγεννηθήκαμε με το βάπτισμα, είναι φυσικό να αποκτήσουμε την κατάλληλη ενέργεια και κίνηση. Κίνηση που να ταιριάζει σε μια τέτοια θεία γέννηση. Αυτή την ενέργεια και την κίνηση μπορεί να μας τη δώσει το μυστήριο του θείου Μύρου. Το Άγιο Μύρο δραστηριοποιεί τις πνευματικές μας ενέργειες και τις δυναμώνει στον καθένα μας χωριστά, ανάλογα με την προετοιμασία που έκανε ο καθένας για το μυστήριο.


Σήμερα γίνεται για τους βαπτισμένους αυτό ακριβώς που έκαναν τα χέρια των Αποστόλων στα κεφάλια των πρώτων χριστιανών. Μόλις οι Απόστολοι έβαζαν τα χέρια τους πάνω στα κεφάλια των πιστών μεταδιδόταν το Άγιο Πνεύμα. Και σήμερα όμως έρχεται ο Παράκλητος σε όσους χρίονται με το άγιο Μύρο.

Αποδείξεις για τον ερχομό του Πνεύματος με αυτό τον τρόπο είναι οι εξής: στην Παλαιά Διαθήκη χρίονταν και οι ιερείς και οι βασιλιάδες με τον ίδιο τρόπο. Τώρα ο θεσμός της Εκκλησίας αναδεικνύει βασιλιάδες εκείνους που χρίονται με μύρο, ενώ στους ιερείς έρχεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος με τα χέρια του αρχιερέα. Αυτό θέλει να δείξει ότι και το μυστήριο του Χρίσματος και της χειροτονίας, οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα και έχουν μέσα τους την ίδια δύναμη. Άλλωστε και τα ονόματά τους έχουν πολύ σχέση. Το ένα ονομάζεται Χρίσμα και το άλλο κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Γιατί την χειροτονία των ιερέων οι άγιοι ιερείς την ονομάζουν χρίσμα. Και αυτούς που μυούνται στο μυστήριο του Μύρου πιστεύουν πως είναι κοινωνοί του Πνεύματος. Την τελετή του μυστηρίου την ονομάζουν σφραγίδα πνευματικής δωρεάς, φανερώνοντας αυτό ακριβώς που είναι η τελετή. Μάλιστα αυτό ψάλλουν, όταν τους χρίουν.


Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός δεν δέχθηκε βέβαια μύρο χυμένο πάνω στο κεφάλι, είχε όμως μέσα Του το Άγιο Πνεύμα και με την ενσάρκωσή Του, έγινε θησαυρός όλης της πνευματική ενέργειας. Και δε λέγεται μόνο Χριστός αλλά και Χρίσμα. Πριν να έρθει βέβαια στον κόσμο ήταν Μύρο μόνο για τον εαυτό Του. Με την ενσάρκωσή Του όμως, σκορπίστηκε όλο το Μύρο της θεότητας μέσα στο σώμα Του, που δίκαια λέγεται και είναι χρίσμα. Το ότι μεταδόθηκε σήμαινε για Αυτόν ότι έγινε χρίσμα και κενώθηκε.


Ο Θεός δε διέφερε από τους ανθρώπους από τον τόπο διαμονής Του, αλλά βρισκόταν πολύ μακριά ως προς τη διαφορά που είχε μαζί μας. Η ίδια η ανθρώπινη φύση μας είχε χωρίσει τον εαυτό της από το Θεό, αφού διέφερε σε όλα και τίποτα κοινό δεν είχε μαζί Του. Γιατί Αυτός ήταν μόνο Θεός ενώ η φύση μας ήταν μόνο άνθρωπος. Όταν όμως η ανθρώπινη σάρκα θεώθηκε στο άγιο Σώμα του Κυρίου, τότε και η ανθρώπινη φύση πήρε ως υπόσταση τον ίδιο το Θεό. Το τείχος που τα χώριζε έγινε πια μύρο. Κι έτσι δεν υπάρχει διαφορά που να χωρίζει το Θεό από τον άνθρωπο, γιατί ο Κύριος έγινε μια υπόσταση με δύο φύσεις:η θεία φύση που υπήρχε και η ανθρώπινη που δημιουργήθηκε. Έτσι η θεανθρώπινη υπόσταση του Χριστού, καταργεί την απόσταση ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο.


Η ανθρώπινη φύση θεώθηκε πάνω στο Σώμα του Χριστού, και από τότε τίποτα εκτός από την αμαρτία δε μας χωρίζει από το Θεό. Επειδή το τείχος που μας χώριζε ήταν διπλό, το ένα η ανθρώπινη φύση και το άλλο η διεφθαρμένη ψυχή μας από την αμαρτία, το πρώτο τείχος το γκρέμισε ο Σωτήρας με τη σάρκωσή Του και το άλλο με τη σταύρωση. Την αμαρτία την κατάργησε ο Σταυρός.


Γι αυτό μετά το βάπτισμα χριόμαστε με το άγιο Μύρο. Αυτό έχει τη δύναμη να μας προσφέρει τις ευλογίες του Σταυρού και του θανάτου Εκείνου, δίνοντάς μας την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Γιατί αφού και τα δύο εμπόδια γκρεμίστηκαν, δεν υπάρχει τίποτα πια που να εμποδίσει την κοινωνία μας με το Άγιο Πνεύμα. Και λέμε μόνο για δύο εμπόδια γιατί όταν έρθει ο καιρός να συγκατοικήσω με το Θεό άμεσα, θα υπάρξει και τρίτο εμπόδιο ο θάνατος.


Ενώ λοιπόν οι άνθρωποι έχουν χωριστεί τριπλά από το Θεό, για τη φύση τους, την αμαρτία και το θάνατο, ο Σωτήρας έφερε την απόλυτη συμφιλίωση με το Θεό νικώντας όλα τα επακόλουθα. Και ανύψωσε τη φύση μας όταν σαρκώθηκε, και νίκησε την αμαρτία πάνω στο Σταυρό με τη νέκρωσή Του. Και έδιωξε το θάνατο με την ανάστασή Του. Γιατί οι κληρονόμοι του Θεού πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από τη φθορά του θανάτου. Μετά την κοινή ανάσταση των ανθρώπων της οποίας αιτία είναι η ανάσταση του Σωτήρα, οι καθαροί στην καρδιά θα δουν το Θεό πρόσωπο με πρόσωπο.


Κατά το Βάπτισμα λοιπόν γίνεται η μετάδοση των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. Το Μύρο βάζει μέσα μας το Χριστό, στον Οποίον υπάρχει όλη η σωτηρία των ανθρώπων. από Αυτόν μετέχουμε το Άγιο Πνεύμα, μέσω Αυτού οδηγούμαστε προς τον Πατέρα. Βέβαια αυτός που αναπλάθει τον άνθρωπο είναι η Αγία Τριάδα από κοινού, αίτιος όμως και αυτουργός της σωτηρίας είναι μόνο ο Υιός και Λόγος του Θεού. Όχι μόνο γιατί πήρε ανθρώπινο σώμα, αλλά και γιατί από τότε έχει πάνω Του όλη την ανθρώπινη φύση στην αιωνιότητα.


Το μυστήριο αυτό πρώτα πρώτα έδινε χαρίσματα θεραπείας και προφητείας και άλλα παρόμοια, και δεν ήταν καθαρή απόδειξη της δύναμης του Χριστού. Έπρεπε όμως να γίνουν όλα αυτά, αφού ο χριστιανισμός θεμελιωνόταν και η πίστη είχε ανάγκη από στηρίγματα.


Αλλά και σήμερα και λίγο παλιότερα παρουσιάστηκαν τέτοια χαρίσματα σε κάποιους, που ή μίλησαν για τα μελλούμενα ή θεραπεύτηκαν από αρρώστιες, ή θεράπευσαν άρρωστους μόνο με την προσευχή τους. Και δε θαυματούργησαν μόνο ζωντανοί, αλλά και κάποιοι από τον τάφο τους. Η θαυματουργική τους δύναμη δε σταμάτησε ακόμα και μετά το θάνατο.


Κάθε φορά όμως μοιράζει το Άγιο Πνεύμα χαρίσματα στους χριστιανούς. Και αυτά δίνονται σε κάθε εποχή, όπως το χάρισμα της πίστης ή της προσευχής ή της αγάπης. Και παρουσιάζονται στους χριστιανούς που τα δέχονται την κατάλληλη ώρα. Προσφέρονται λοιπόν χαρίσματα έστω και αν πολλοί δεν το καταλαβαίνουν. Επειδή βαπτίστηκαν σε μικρή ηλικία, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καμία συναίσθηση των θείων δώρων που τους δόθηκαν. Αλλά και όταν μεγαλώσουν στρέφονται σε ανάρμοστες πράξεις και τυφλώνουν τα μάτια της ψυχής τους.


Ποτέ δεν σταμάτησε ο Κύριος να μας ευεργετεί, αφού μας υποσχέθηκε ότι θα παραμείνει κοντά μας για πάντα. Γιατί δεν γίνεται μάταια το μυστήριο. Όπως απ’ το λουτρό του βαπτίσματος δεχόμαστε την άφεση των αμαρτιών, όπως απ’ την Αγία Τράπεζα παίρνουμε το Σώμα του Χριστού – και δεν πρόκειται να σταματήσουν αυτά έως ότου έρθει πάλι Εκείνος φανερά -, έτσι και με το άγιο Μύρο. Έπρεπε οπωσδήποτε οι χριστιανοί να Το απολαμβάνουν και να μετέχουν στις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Γιατί πως είναι φυσικό τα άλλα μυστήρια να ενεργούν και αυτό να μην προσφέρει τίποτα; Θα έπρεπε ή για να κανένα μυστήριο να αμφιβάλουμε ή να θεωρούμε αμφίβολα και όλα τα άλλα, αφού σε όλα τα μυστήρια ενεργεί η ίδια Χάρη.


Κατά το μυστήριο του Χρίσματος λοιπόν, προσφέρεται το Άγιο Πνεύμα. Και έχει σκοπό άλλοι χριστιανοί να μπορέσουν να βοηθήσουν τους αδελφούς τους με το να προφητεύσουν ή να διδάξουν τα μυστήρια του Θεού ή να θεραπεύσουν με το λόγο τους τους αρρώστους. Και άλλοι για να γίνουν αγιότεροι και να λάμψουν με την πολύ τους πίστη ή με την αγνότητα ή με την αγάπη τους. Γιατί απ’ τη μια πλευρά είναι δυνατόν να έρθει στο σωστό δρόμο κανείς με τη λογική και με τις καλές συνήθειες, να είναι δίκαιος, να προσφέρει αγάπη και να γίνει τέλειος. Απ’ την άλλη πλευρά, βοηθούμενος απ’ το Θεό, νικάει με τη θέλησή του τα πάθη, δείχνει φιλανθρωπία και εκφράζει όλη τη χριστιανική φιλοσοφία.


Όπως οι μεγάλες κακίες που φωλιάζουν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, οδηγούνται από τα πονηρά πνεύματα, έτσι και οι θείες αρετές κατευθύνονται από τον ίδιο το Θεό. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Παύλος είχε αγάπη, ο Δαυίδ πραότητα και κάποιος άλλος, μια άλλη αρετή που την εξάσκησε υπεράνθρωπα.


Αλλά βέβαια και η πίστη είναι δώρο πνευματικό. Αυτό παρακαλούν να λάβουν και οι Απόστολοι λέγοντας: “δώσε μας πίστη”. Μα και ο ίδιος ο Κύριος προσεύχεται να χαριστεί απ’ τον Ουράνιο Πατέρα αγιασμός στους μαθητές Του λέγοντας: “αγίασέ τους με την αλήθεια Σου”. Έτσι το Άγιο Πνεύμα είναι “Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα σύνεσης και θέλησης” και ευσέβειας. Και όλα τα άλλα δώρα του Αγίου Πνεύματος, που το όνομά τους παίρνουν όσοι τα δέχονται, προέρχονται από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα.


Σ όλους λοιπόν τους χρισμένους χριστιανούς χαρίζει απ’ τα δικά Του αγαθά. Αλλά η συναίσθηση για αυτά τα δώρα, και η φροντίδα για τον πνευματικό πλούτο τους, για να τα χρησιμοποιήσουν καλά, δεν είναι σε όλους η ίδια.

Άλλοι χριστιανοί δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν, επειδή έλαβαν μικροί το μυστήριο, άλλοι δεν ετοιμάστηκαν ούτε έδειξαν την προθυμία που έπρεπε γι’ αυτό. Σε μερικούς όμως απ’ αυτούς, μετά από καιρό, η μετάνοια και τα δάκρυα για τις αμαρτίες τους και η καλή ζωή τους, φανέρωσαν στις ψυχές τους τη χάρη που είχε ριζώσει μέσα τους το μυστήριο. Γιατί αν δεν ασχολούμαστε με την πνευματική ζωή μας, δεν υπάρχει τίποτα σε μας παρ’ όλο που δεχθήκαμε τα θεία δώρα. Χρειάζεται μεγάλος κόπος για όσους θέλουν να έχουν αυτά τα χαρίσματα ζωντανά στην ψυχή τους.


Ώστε λοιπόν, αν κάποιος απ’ τους χριστιανούς φαίνεται πως διακρίνεται στην αγάπη ή στην καθαρότητα ή στην αγνότητα ή στην ταπείνωση ή στην υπερβολική του πίστη, πρέπει να θεωρούμε ότι αιτία γι’ αυτά είναι το άγιο Μύρο. Και να πιστεύουμε πως αυτό το δώρο του δόθηκε τότε, όταν έγινε μέτοχος του μυστηρίου, αλλά η ενέργειά του φάνηκε αργότερα. Το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους που έδειξαν ότι έχουν προφητικό χάρισμα ή ότι θεραπεύουν δαιμονισμένους ή και αρρώστους από κάποια ασθένεια. Τα πήραν απ’ το μυστήριο του αγίου Χρίσματος.


Αν λοιπόν πρέπει να κατηγορήσουμε το μυστήριο επειδή δεν φανερώνονται τα πνευματικά Του δώρα στους χριστιανούς, γιατί χρειάζεται να μυηθούμε σ’ αυτό; Τι κέρδος θα είχε το μυστήριο του Χρίσματος αν δεν μπορούσε να μας δώσει αυτό που ζητάμε; Γιατί αν δεν μας δίνει να απολαύσουμε όσα μας υπόσχεται και όσα είναι ο προορισμός Του να δώσει, για τα οποία προσεύχεται ο ιερέας κατά τη διάρκεια του μυστηρίου, δεν θα έπρεπε να περιμένουμε κάποιο άλλο αγαθό από εκεί. Αλλά όχι, το μυστήριο δεν γίνεται μάταια.

Απόδειξη είναι το γεγονός πως τίποτα απ’ τα χριστιανικά έργα δεν είναι μάταιο. Οποιοδήποτε πνευματικό έργο ή χάρισμα βρίσκεται στους ανθρώπους, αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να αποδοθεί στο άγιο Χρίσμα.

Δεν υπάρχει κανένα αγαθό που το απέκτησαν οι άνθρωποι και να μην δόθηκε από Εκείνον. Απ’ τον Ιησού Χριστό δηλαδή, ο Οποίος έγινε μεσίτης Θεού και ανθρώπων. ούτε υπάρχει κάτι άλλο που θα μας βοηθήσει να βρούμε τον Ιησού και να απολαύσουμε τα δώρα Του, παρά μόνο τα μυστήρια. Γιατί τα μυστήρια μας κάνουν μετόχους των χαρισμάτων, που πήρε ο Ιησούς με την ενσάρκωσή Του και με τα πάθη που υπόμεινε.


Με δυο τρόπους βέβαια γίνεται η συμφιλίωση με το Θεό και ολόκληρη η σωτηρία των ανθρώπων: με την μύηση στα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας μας και με την εξάσκηση μας στην αρετή. Με το δεύτερο εννοώ την ανθρώπινη προσπάθεια, που διατηρεί τα δώρα που δόθηκαν στο μυστήριο.

Ο μόνος λοιπόν χορηγός όλων των αγαθών είναι η δύναμη των μυστηρίων. Το έργο κάθε μυστηρίου είναι διαφορετικό από τα άλλα μυστήρια. Η μετάληψη όμως του Αγίου Πνεύματος εξαρτάται απ’ το μυστήριο του αγίου Χρίσματος. Και αυτός ο φωτισμός του βαπτίσματος απλώνεται σχεδόν αμέσως στις ψυχές των βαπτισμένων, δεν είναι όμως από τότε σε όλους φανερός. Μόνο σε μερικούς ενάρετους φαίνεται αργότερα, όταν με πολλούς κόπους, δάκρυα και με την αγάπη τους για το Χριστό, καθαρίσουν τα μάτια της ψυχής τους.


Γι’ αυτό το άγιο Μύρο μας βοηθάει στις παρακλήσεις μας όταν προσευχόμαστε. Γιατί χριόμενοι με το Μύρο γινόμαστε χριστιανοί, αφού το Μύρο που χύθηκε είναι παράκλητος προς το Θεό και Πατέρα. Και παίρνουμε τον άγιο Άρτο από την αλειμμένη με Μύρο αγία Τράπεζα, σαν να Τον παίρνουμε από το ίδιο το χέρι του Χριστού. Και πίνουμε το αίμα Του και κοινωνούμε, όπως κοινώνησε ο Κύριος τους πρώτους μαθητές Του στο Μυστικό Δείπνο.


Ο ίδιος ο Χριστός είναι και ο ιερέας και το θυσιαστήριο και η θυσία. Εκείνο που προσφέρει είναι ο Ίδιος. Και διαμοίρασε τα μυστήρια. Άλλο δίνει με τον Άγιο Άρτο και άλλο με το Άγιο Μύρο. Γιατί ο Σωτήρας είναι και το θυσιαστήριο αλλά και ο θύτης. Αρχιερέας είναι εξαιτίας του χρίσματος που έχει μέσα Του. Εξάλλου παλιά οι ιερείς γίνονταν ιερείς με χρίσμα. Και θυσία είναι ο Κύριος εξαιτίας του Σταυρού και του θανάτου Του.


Αλλά είναι και Μύρο ο Χριστός και Χρίσμα, εξαιτίας του Αγίου Πνεύματος, χάρις στο Οποίο μπορούσε και ενεργούσε όλα τα ιερά έργα Του. Αγίασε και αγιάστηκε και δεν εμποδίστηκε να πάθει οτιδήποτε. Αυτά λοιπόν ήταν γνωρίσματα θυσιαστηρίου και θύτη και θυσίας. Γιατί λέγεται ότι το θυσιαστήριο αγιάζει.


Το Σώμα του Χριστού είναι και Άρτος εξαιτίας της σάρκας που έλαβε ο Κύριος, η οποία αγιάστηκε και θεώθηκε για δυο λόγους: και γιατί δέχθηκε το Χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, και για την πληγή του Σταυρού. Γι’ αυτό ο Κύριος προσφέρεται σαν Άρτος και προσφέρει τον εαυτό Του σαν Μύρο, αφού θεώνει τη σάρκα Του και μας κάνει εμάς μετόχους του Χρίσματος. Έτσι και ο Ιακώβ για να προδιαγράψει αυτό το μυστήριο, άλειψε με λάδι τον λίθο και τον ανέθεσε στον Θεό.

Το Άγιο Πνεύμα όταν χυθεί πάνω σε εμάς τους χριόμενους, είναι εκτός απ’ τα άλλα και Πνεύμα υιοθεσίας. Και μαρτυρεί ότι είμαστε παιδιά του Θεού στο Πνεύμα και στην καρδιά μας. Τέτοια βοήθεια δίνει το άγιο Μύρο σε εκείνους που θέλουν να ζουν χριστιανική ζωή





ΚΕΙΜΕΝΟ 5. 

ΣΥΝΕΡΓΙΑ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

(ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ )

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τ. 22, σελ. 586.


Είπαμε μέχρι τώρα τι γίνεται με το χριστιανό που μετέχει στα μυστήρια. Τώρα μένει να εξετάσουμε τι γίνεται αν διατηρήσει ότι πήρε απ’ αυτά, και πόσο μεγάλος γίνεται αν προσθέσει και τις δικές του προσπάθειες στη Θεία Χάρη.


Εκείνα που δημιουργούν και συντηρούν την πνευματική ζωή του χριστιανού, όπως έχουμε πει, είναι η Χάρη που πηγάζει απ’ τα μυστήρια και η επιμέλεια και φροντίδα όσων τη δέχτηκαν, για να τη διατηρήσουν. Τώρα πρέπει να κοιτάξουμε τη χριστιανική ζωή κάτω από ένα γενικό πρίσμα και να φανερώσουμε και τα δυο. Να δούμε μέχρι που μπορεί να συμπορευτεί η ανθρώπινη αρετή με τη Θεία Χάρη.


Αυτό θα το καταλάβουμε αν παρατηρήσουμε το χριστιανό που έχει και δυο στοιχεία, την ανθρώπινη προσπάθεια και τη Θεία Χάρη. ϳΌπως ακριβώς αν θελήσει κανείς να δείξει την αξία της υγείας, θα μας παρουσίαζε έναν υγιέστατο άνθρωπο. Αυτόν το χριστιανό που ζει έτσι, τον παρατηρούμε και γνωρίζουμε την πνευματική του υγεία και την ομορφιά του, εξετάζοντάς τον από όλες τις πλευρές. Και ιδιαίτερα προσέχουμε τον προσωπικό του στολισμό, δηλαδή την αρετή της ψυχής του και όχι τα εξωτερικά του χαρίσματα. Με τα θαύματα βέβαια που μπορεί να κάνει, μπορεί κάποιος θα θεωρήσει το χριστιανό άγιο, το οποίο όμως είναι ένα απλό τεκμήριο της αρετής. Το να δοκιμάσει όμως τους τρόπους της ζωής του, είναι σα να γνωρίζει τον ίδιο τον άνθρωπο. Τι χρειάζεται κανείς να ζητάει θαύματα, αφού μπορεί να μάθει την αξία της αρετής απ’ τον τρόπο ζωής του ανθρώπου;

Τα θαύματα δεν είναι πάντα η αναγκαία απόδειξη της ενάρετης ζωής. Πραγματικά, τα θαύματα δεν τα συναντάμε σε όλους τους Αγίους, αλλά και ούτε όσοι θαυματούργησαν ήταν εργάτες της αρετής. Πολλοί μεγάλοι Αγιοι που πέτυχαν θαυμαστά κατορθώματα ενώπιον του Θεού, δεν έκαναν κανένα θαύμα. Αντίθετα υπήρξαν μερικοί πονηροί και κακοί άνθρωποι που επέδειξαν θαυματουργικές ενέργειες.


Γι’ αυτό λοιπόν, για την κατάκτηση της αρετής χρειάζονται και τα ϳΑγια μυστήρια και κάθε κόπος. Κανείς όμως ποτέ απ’ τους Αγίους δεν πονηρεύτηκε με ποιον τρόπο πρέπει να κοπιάσει, για να αποκτήσει την ικανότητα να κάνει θαύματα. Πολλοί όταν δεν υπήρχαν στη ζωή τους τα θαύματα, ούτε τα πόθησαν ούτε τα ζήτησαν, ενώ όταν θαυματουργούν, δεν επιτρέπεται ούτε να χαίρονται γι’ αυτά.


Αφού, λοιπόν, τα θαύματα δεν κάνουν την αρετή στον άνθρωπο, ούτε μπορούν να την επιβεβαιώσουν, όταν υπάρχει, είναι περίεργο να ζητάει κανείς θαύματα, για να δείξει ότι υπάρχει αρετή. Ούτε επειδή ένας άνθρωπος μπορεί και βλέπει αποκαλύψεις και οράματα, πρέπει να τον αναγνωρίσουμε απ’ αυτά και να τον θαυμάσουμε. Βέβαια πολλές φορές αυτά έρχονται σαν επακόλουθα της ενάρετης χριστιανικής ζωής, αλλά δεν είναι απαραίτητες αποδείξεις της. ϳΏστε τίποτα δεν μπορούν επιπλέον να προσθέσουν στην αρετή κάποιου, που ενδιαφέρεται μόνο γι αυτά.


Επομένως, ας μην υπολογίσουμε όλα τα άλλα, αλλά ας δούμε μόνο τη θέληση της ψυχής, απ’ την οποία εξαρτάται η αρετή και η κακία του ανθρώπου, η αληθινή υγεία και η αρρώστια, η ζωή γενικά και ο θάνατος.

Όταν η θέλησή μας είναι αγαθή και στραμμένη προς το Θεό, μόνο τότε ζούμε την αληθινή χριστιανική ζωή.

Για να γίνει όμως η θέληση του ανθρώπου τέτοια, ώστε να θέλει μόνο το αληθινά αγαθό. Χρειάζεται συνεχής συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας μας και πολύ μελέτη.’ Αλλωστε όλη η φροντίδα του Θεού για το ανθρώπινο γένος, μπορεί να δει κανείς ότι έχει αυτό τον τελικό σκοπό. Γι’ αυτό άλλωστε δημιούργησε ο Θεός για μας αυτό τον κόσμο, έβαλε νόμους, έστειλε αμέτρητα αγαθά και τιμώρησε πολλές φορές με συμφορές, με μια προοπτική: να μας κάνει να επιστρέψουμε στον εαυτό Του. Να μας πείσει μόνο αυτόν να θέλουμε και μόνο Αυτόν να αγαπάμε. Να θέλουμε πάντα την αρετή και να είμαστε γεμάτοι καλοσύνη.


Αυτό μαρτυρούν όλες οι εντολές, όλες οι προτροπές και κάθε ωφέλιμος λόγος. Γιατί όταν ο Κύριος καταδικάζει την πλεονεξία, τη σαρκική επιθυμία, όταν καταπνίγει το θυμό και ξεριζώνει το μίσος, τίποτα άλλο δε ζητάει από την αγαθή διάθεση και την επιείκεια. Αλλά και η ταπείνωση, το πένθος, η ελεημοσύνη, η καλοσύνη και όλα τα άλλα, είναι ολοκληρωτικά έργα της θέλησής μας. Αλλά και η πίστη στην αλήθεια του Θεού και η εμμονή στα σωστά δόγματα της Εκκλησίας, είναι γνώρισμα των ανθρώπων που έχουν καλή διάθεση. Γενικά ο Θεός λέει ότι έδωσε το νόμο του στον άνθρωπο εξαιτίας της αγάπης. Αλλά και η αγάπη είναι αρετή της θέλησης.


Αφού λοιπόν ο Θεός μετά από τόση φροντίδα αναζητάει τη θέλησή μας, δίνει σ’ αυτήν τα πάντα και βάζει μέσα της όλη τη δύναμη και την κίνηση προς το αγαθό. Αρα το βάπτισμα και τα άλλα μυστήρια τα έδωσε, για να εξαγνίσει τη θέλησή μας. Και όλη η δύναμη των μυστηρίων ενεργοποιείται μέσα απ’ τη θέληση. Επομένως, τι μπορούν να μας προσφέρουν τα μυστήρια;


Μας προετοιμάζουν για τη μέλλουσα ζωή. Και τι είναι αυτό, που μόνο με το οποίο προετοιμαζόμαστε; Η τήρηση των εντολών του Θεού, ο οποίος μπορεί να μας στεφανώσει ή να μας τιμωρήσει στη μέλλουσα ζωή. Αυτό είναι που φέρνει μέσα μας τον ίδιο το Θεό να κατοικήσει. Αλλά το να γνωρίσει κάποιος πρώτα και μετά να τηρήσει τις εντολές, είναι έργο μόνο της θέλησης του καθενός. Αυτό είναι γνώρισμα της ψυχής: το να αναλαμβάνει καθένας τις ευθύνες του για όλα. Πουθενά δε θα βρει κανείς άνθρωπος να ζει μια ζωή άξια επαίνων ή τιμωριών, χωρίς να ενεργεί ο ίδιος με τη θέλησή του.


Επομένως, αν ανοίξουμε τη θέληση του χριστιανού που ζει κοντά στο Θεό, θα βρούμε να λάμπει μέσα της η μακάρια χριστιανική ζωή. Και για να γνωρίσουμε όλη τη δύναμη της, ας την εξετάσουμε στο αποκορύφωμά της, όπως και τη δύναμη του σώματος την παρατηρούμε, όταν είναι στην ακμή του.

Το τελικό αποτέλεσμα της θέλησης είναι η χαρά ή η λύπη. Την πρώτη την επιθυμούμε με κάθε τρόπο, ενώ τη δεύτερη την αποστρεφόμαστε. Ο,τι είναι λοιπόν ο κάθε άνθρωπος φαίνεται απ’ τη θέληση και τα έργα του. Αυτά χαρακτηρίζουν τον καθένα και χωρίζουν τους καλούς απ’ τους κακούς.

Ετσι η ζωή των ανθρώπων είναι διπλή. Των πονηρών που ευχαριστιούνται με τα αισχρά πράγματα, και των ενάρετων που χαίρονται με τα καλά. Και οι πρώτοι λυπούνται για όσα φαίνονται λυπηρά, ενώ οι άλλοθι λυπούνται για εκείνα που πραγματικά είναι κακά και καταστρεπτικά. Ας μη ξεχνάμε ότι όλα αυτά εξαρτούνται από τη θέληση και τα έργα της.Αφού λοιπόν μιλάμε για τη μακάρια πνευματική ζωή, πως δεν είναι ανάγκη να μελετήσουμε αυτά; Γιατί έτσι θα μάθουμε τη μορφή αυτής της ζωής αλλά και την αληθινή της ευτυχία.




ΗΘΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΑ

ΚΕΙΜΕΝΑ



ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ


Του π. Παγκρατίου Μπρούσαλη, από την εισαγωγή του στην μετάφραση των Μακαρισμών του Αγ, Γρηγορίου Νύσσης.


Οι Μακαρισμοί, όπως είναι γνωστό, αποτελούν ένα μέρος, και μάλιστα το πρώτο, της επί του Όρους Ομιλίας του Κυρίου. Το γεγονός ότι η πρώτη διδασκαλία του Σαρκωθέντος Λόγου του Θεού αναφέρεται στο θέμα της μακαριό­τητας, δείχνει τη μεγάλη σημασία και την ανυπολόγιστη σπουδαιότητα που έχει για τον άνθρωπο. 

Γιατί ο Κύριος ήλθε να φέρει στους ανθρώπους το μήνυμα της σωτηρίας και την ίδια τη σωτηρία. «Ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμάλωτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τε-θραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18-19).

Αυτή η νέα περίοδος που εγκαινιάζεται με την έλευση του Σωτήρα, αρχίζει με τη διδασκαλία των Μακαρισμών. Και τούτο γίνεται για δυο λόγους. Αφενός μεν γιατί ο Κύριος γνώριζε, ως δημιουργός του ανθρώπου, το λόγο της δημιουρ­γίας του, και αφ’ ετέρου γιατί έβλεπε αυτό το λόγο ανεκ­πλήρωτο εξαιτίας της αμαρτίας.

Και ο μεν λόγος της δημιουργίας του ανθρώπου ήταν η απόλαυση της θεϊκής αγαθότητας. Σύμφωνα με το λόγο του αγίου Γρηγορίου δεν έπρεπε, «μήτε το φως αθέατον, μήτε την δόξαν αμάρτυρον, μήτε αναπόλαυστον αυτού είναι την αγαθότητα, μήτε τα άλλα πάντα όσα περί την θείαν καθοράται φύσιν αργά κείσθαι, μη όντος του μετέχοντός τε και απολαύοντος». Προκειμένου δε να εκπληρωθεί αυτός ο λό­γος, «δια τούτο (ο άνθρωπος) και ζωή και λόγω και σοφία και πάσι τοις θεοπρεπέσιν αγαθοίς κατεκοσμήθη», ώστε με τη λειτουργία και τη συμβολή του καθενός από αυτά τα δώρα «προς το οικείον την επιθυμίαν έχοι» P.G. 45,21 Παράβαλε και: P.G. 46,105). Όλα αυτά «δι’ ολίγων ρημάτων υπαινίττεται ο της κοσμογενείας λόγος», όταν λέγει ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε «κατ’ εικόνα Θεού» (P.G. 44,1228, Λόγος 3,5 στο κείμενο).



Μέσα σ' αυτά τα λίγα «ρήματα» κρύβεται η μεγάλη δύναμη, για την πορεία από το «κατ’ εικόνα» προς το «καθ’ ομοίωσιν». «Νυν μεν τοι δυνάμει ημάς εποίησεν ομοιωτικούς Θεού. Δύναμιν δε δούς προς το ομοιούσθαι, αφήκεν ημάς εργάτας είναι της προς τον Θεόν ομοιώσεως». Αυτή την αλήθεια τη γνωρίζει καλά «ο πεπαιδευμέ­νος τα θεία μυστήρια». Και δεν του διαφεύγει «οτι οικεία μεν και κατά φύσιν τοις ανθρώποις εστίν η ζωή η προς την θείαν φύσιν ωμοιωμένη» (Ρ.G. 44,273 και 624).



Είναι όμως γνωστό, ότι η πορεία του ανθρώπου για μέθεξη κι απόλαυση της θεϊκής αγαθότητας, δηλαδή η πορεία προς την μακαριότητα, ανακόπηκε. Η αμαρτία που μεσολάβησε, ήταν ένα φοβερό ολίσθημα, που ματαίωνε το αρχικό σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο. Γιατί «το μέγα τούτο και τίμιον χρήμα, ο άνθρωπος» παραμορφώθηκε κι έγινε αγνώριστος. Φαίνεται «εν πασι σχεδόν τοις υπεναντίοις». Μπορεί να διακρίνει κανείς «το θεοειδές της ψυχής; που δε η απάθεια του σώματος; που της ζωής το αιδίον;». Ό άνθρωπος κατάντησε βραχύβιος, έγινε παθητός και πρόσκαι­ρος, επιρρεπής σε κάθε ασθένεια σώματος και ψυχής (Ρ.G. 45,24).

Αυτή την κατάσταση, τη λεγόμενη μετα-πτωτική, όταν την συγκρίνει με την προ-πτωτική, ο άγιος Γρηγόριος θρη­νεί. Ποιος θα μείνει ασυγκίνητος, γράφει, και δεν θα στενάξει για τη μεγάλη συμφορά, όταν παραβάλει «τη τότε μακαριότητα την παρούσαν νυν αθλιότητα;» Κι αυτό όχι για λόγους συναισθηματικούς, αλλά ουσιαστικούς. Αυτούς τους λόγους εκθέτει με μια σειρά αντιθέσεων, που εκφράζουν παραστατι­κά την τότε μακαριότητα και τη σημερινή αθλιότητα.

«Το υψηλόν τεταπείνωται, το κατ’ εικόνα του επουρανίου γενόμενον απεγεώθη. Το βασιλεύειν τεταγμένον, κατεδουλώθη. Το εις αθανασίαν κτισθέν, κατεφθάρη θανάτω. Το εν τρυφή του παραδείσου διάγον, εις το επίπονον και νοσώδες τούτο μετωκίσθη χωρίον. Το τη απαθεία σύντροφον, τον εμπαθή και επίκηρον αντηλλάξατο βίον. Το αδέσποτόν τε και αυτεξούσιον, νυν υπό τοιούτων και τοσούτων κακών κυριεύεται, ως μηδέ ράδιον είναι τους τυράννους ημών απαριθμήσασθαι» (Λόγος 3,5).

Μέσα σ' αυτό το κλίμα της αθλιότητας και του σκότους δεν έλειψε το φως, πού θα διέλυε το σκοτάδι του κακού, ούτε κι ή ελπίδα για την ανόρθωση του πεπτωκότος. Ήδη ο Δημιουργός είχε δώσει ευθύς μετά την πτώση τη μεγάλη υπόσχεση: «Έχθραν θήσω ανά μέσον σου (του όψεως) και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματος σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός (δηλαδή ό Χριστός ως απόγονος της Εύας κατά το ανθρώπινο) σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. 3,15).

Συνεπώς ό δρόμος για τη μακαριότητα δεν έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα για τον άνθρωπο. Μόνο πού έγινε δύσκολος και ανηφορικός. Γιατί, καθώς παρατηρεί ό ιερός Γρηγόριος, δεν μπορεί να είναι τόσο δυνατό το κακό, ώστε να αποδειχθεί ισχυρότερο κι ανώτερο από την αγαθή δύναμη. Το ίδιο ισχύει και με την ανθρώπινη «αβουλία» και απερισκεψία, πού δεν μπορεί να είναι «κρείττων και μονιμωτέρα της του Θεού σοφίας». Άλλωστε και «το τρεπόμενον και άλλοιούμενον» δεν είναι δυνατό, να είναι «έπικρατέστερον και μονιμώτερον του αεί ωσαύτως έχοντος και εν τω άγαθω πεπηγότος» (δηλαδή του φυσικά υπάρχοντος στο αγαθό). Όπως είναι ο Θεός. Επί πλέον κι η θέληση του Θεού είναι οπωσδήποτε και εξ ολοκλήρου αμετάθετη, ενώ η τρεπτή ανθρώπινη φύση δε μένει σταθερή ούτε και στο κακό (Ρ.Ο, 44,201).

Στο ερώτημα: Αφού εγνώριζε ο Θεός την πτώση, πού θα επακολουθούσε προς τί να δημιουργήσει τον άνθρωπο; ό άγιος Γρηγόριος απαντά: Όπως προείδε «την παρατροπήν, ούτω και την ανάκλησιν αυτού πάλιν προς το αγαθόν κατε­νόησε». Γιατί, ερωτά τώρα ό ίδιος, τί θα ήταν καλύτερο; Να μη δημιουργήσει καθόλου τον άνθρωπο, επειδή προέβλεπε την απομάκρυνση του από το καλό, ή να τον δημιουργήσει, κι αφού ασθενήσει, να τον επαναφέρει και πάλι «προς την εξ αρχής χάριν»; (P.G. 45,37)/

Ο Θεός προτίμησε το δεύτερο, κι εδημιούργησε τον άνθρωπο, μολονότι γνώριζε αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Κι αυτό επειδή σαν άλλος έμπειρος ιατρός, πού διαθέτει κάθε είδος θεραπευτικών φαρμάκων, αφού δεν έγινε δεκτή από το παιδί του ή συμβουλή για την αποφυγή του κακού, παραχώρησε να γευθεί όσα ήταν βλα­πτικά. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να μάθει «δια της πείρας των αλγεινών», πόσο χρήσιμη ήταν η πατρική συμ­βουλή. Κι έτσι έφθασε να νοσταλγήσει τη χαμένη υγεία του, οπότε και τον επαναφέρει με τα φάρμακα «προς την ευεξίαν», πού στερήθηκε «δια της ατόπου επιθυμίας των δηλη­τηρίων» (Ρ.G. 46,524).



Μερικοί, άλλοι, τους οποίους ό άγιος Γρηγόριος χαρακτη­ρίζει ως επιπόλαιους, θα επιθυμούσαν να

ιδούν, ακόμη και με τρόπο βίαιο και αναγκαστικό, την απομάκρυνση του ανθρώπου από το κακό και την επιστροφή του στο αγαθό. Αυτό όμως δεν φάνηκε ωφέλιμο και χρήσιμο στον Πλάστη. Επει­δή έγινε θεληματικά η απομάκρυνση, θεληματικά έπρεπε να γίνει κι η επάνοδος. Διαφορετικά η αναγκαστική προσαγωγή του στο αγαθό θα ήταν μια πράξη στερητική της ελευθερίας του. «Άφαίρεσις του προέχοντος αγαθού και της ίσοθέου τιμής άποστέρησις, ίσόθεον γαρ εστί το αύτεξούσιον». Έπρε­πε, λοιπόν, να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε καί το αυτεξούσιο να διατηρηθεί, αλλά κι ή επάνοδος προς το αγαθό να μην παρεμποδιστεί (Ρ.G. 46,524).

Στό ερώτημα: σε ποιόν εναπόκειται ή εξεύρεση του τρόπου για την ανόρθωση του πεσμένου από το ολίσθημα, στο οποίο «το τρεπτόν της φύσεως (ημών) παρώλισθεν»; ό άγιος Γρηγόριος άπαντα: «Τίνι άλλω ή τω κυρίω πάντως της φύσεως’’ (Ρ.G. 45,40). αλλΆ αυτός ό τρόπος έπρεπε να είναι αντάξιος του Θεού*.

Επειδή, λοιπόν, δελεάσθηκε ό άνθρωπος με απατηλές υποσχέσεις από «τον της κακίας σύμβουλον και ευρετήν» καί φαντάσθηκε ως καλό «το εναντίον τω καλώ», υποδουλώθηκε θεληματικά «δι’ ηδονής τω εχθρώ της ζωής» και ταυτόχρονα αναζήτησε όλα, όσα ανήκουν στις ιδιότητες του Θεού· την αγαθότητα, τη δικαιοσύνη, τη δύναμη, την αφθαρσία και ότι άλλο αξιόλογο. Όλες αυτές οι ιδιότητες αποκαλύπτονται με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού. Η αγαθότητα φανερώνεται με την απόφαση να σώσει «τον απολωλότα». Η σοφία κι η δικαιοσύνη διαφαίνονται από τον τρόπο της σωτηρίας. Κι η δύναμη με το να λάβει ό ίδιος την ταπεινή μορφή και το ευτελές ανθρώπινο σχήμα.

Έτσι ό εχθρός καλλιέργησε μέσα του την ελπίδα, πώς μπορεί να κατακρατήσει και το Χριστό με το θάνατο, όπως κρατούσε δέσμιους και τους ανθρώπους. Αλλά ο Χριστός με την παρουσία και το έργο του κατεργάζεται «το οικείον εαυτώ κατά φύσιν». Κι όπως για το φως «οικείον» είναι ό αφανισμός του σκότους, καί για τη ζωή η κατάργηση του θανάτου, έτσι και για το Χριστό «οικείον» είναι η επαναφορά του παραστρατημένου στον ίσο δρόμο, ο καθαρισμός των μολυσμένων από την αμαρτία κι η επάνοδος των νεκρών στη ζωή (Ρ.G. 45,60-65).

Αυτό τον τρόπο, που επενόησε ο Θεός, για να επαναφέρει τον άνθρωπο στην αρχαία μακαριότητα, εκθέτει ό άγιος Γρηγόριος συστηματικά αλλά και συνοπτικά στον Μέγα Κατηχητικό του Λόγο, και μάλιστα στα κεφάλαια 22-40 (Ρ.G. 45,60-105).

Οι «Λόγοι εις τους Μακαρισμούς» αποτελούν μιαν αναλυ­τικότερη καί πλατύτερη παρουσίαση του θεϊκού σχεδίου για τον άνθρωπο, με βάση τη σχετική περικοπή του αγίου Ευαγγελιστή Ματθαίου. Θα μπορούσε μάλιστα να επαναλά­βει κανείς και για τους Μακαρισμούς αυτό πού λέγει ό άγιος Γρηγόριος για άλλο βιβλίο της αγίας Γραφής, το οποίο ερμηνεύει. Όταν αναφέρεται στο σκοπό του θεόπνευστου

Παρόμοια με αυτά που γράφει εδώ ό άγιος Γρηγόριος είναι όσα αναφέρει ό ιερός Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του Λόγο: «... Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος ... Εσκύλευσε τον Άδην, ο κατελθών εις τον Αδην ... Ό "Αδης, φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω ... Έλαβε σώμα (ανθρώπινο) καί Θεώ περιέτυχε (συνάντησε)· έλαβε γην καί συνήντησεν ουρανώ. Έλαβεν όπερ έβλεπε καί πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε». (Πεντηκοστάριον, Έκδοση 'Απ. Διακονίας, σελ. 6).

«...σκοπός των ενταύθα λεγομένων» είναι ή υπέρβαση των αισθητών από τον νου κι η κατάπαυση του στο Θεό, αφού ξεπεράσει καθετί, πού θεωρείται μεγάλο καί σπουδαίο μεταξύ των δημιουργημάτων, τα οποία φαί­νονται. Κι έτσι να πλησιάσει με την ψυχή τα απρόσιτα δια των αισθήσεων, «κακείνων την επιθυμίαν λαβείν, ων ουκ εφικνείται η αίσθησις» (Ρ.G. 44, 620). Οι μακαριζόμενες από τον Κύριο αρετές μοιάζουν, κατά τον άγιο Γρηγόριο, με αλλεπάλληλες καί αλληλένδετες βαθμίδες μιας πνευματικής κλίμακας. Κι όταν πατήσει κανείς στην πρώτη, αισθάνεται εσωτερικά την ανάγκη να ανεβεί στη δεύτερη κι απ' αυτή στην τρίτη, μέχρι να φθάσει στην τελευταία.

Και πραγματι­κά αυτό συμβαίνει. Με βάση την ταπεινοφροσύνη προχωρεί με εφόδια την πραότητα, το πένθος, την πείνα και τη δίψα της δικαιοσύνης, την ελεημοσύνη, την καθαρότητα κ.λπ., για να φθάσει στην κορυφή του όρους, όπου δίνεται και το έπαθλο των αγώνων. Κι αυτό δεν είναι ένα οποιοδήποτε υλικό κι εφήμερο στεφάνι ή κύπελλο, αλλά «ή του πονηρού αλλοτρίωσις», που γίνεται αφορμή «της προς το αγαθόν οικειώσεως» (Λόγος 8,3).




ΟΜΑΔΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ :ΕΡΜΗΝΕΙΑΤΩΝ ΜΑΚΑΡΙΣΜΩΝ

(ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ)

ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ Ζ’ ΟΜΑΔΑΣ :

ΣΕ Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ », τ. 8

ΚΕΙΜΕΝΟ 1. Η μακαριότητα


ΜΜακάριοι, λέγει, είναι οι πτωχοί κατά το πνεύμα, γιατί σ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Ας υποθέσουμε ότι, κάποιος που αγαπάει το χρυσό, τυχαίνει να βρει μέσα σε βιβλία πληροφορίες για την ύπαρξη θησαυρού σε κάποιο μέρος. Το μέρος όμως εκείνο, που κρύβει το θησαυρό, απαιτεί πολύν κόπο και ιδρώτα, από κείνους που θα θελήσουν να αποκτήσουν το χωράφι.


Άραγε θα δειλιάσει μπροστά στους κόπους και θα αδιαφορήσει για το κέρδος και θα θεωρήσει πιο γλυκό από τον πλούτο το να μην κουραστεί καθόλου, προσπαθώντας να τον αποκτήσει; Δε γίνονται όμως αυτά, δε γίνονται. Αντίθετα μάλιστα, θα παρακαλέσει γι’ αυτό όλους τους φίλους. Κι από όπου μπορεί, θα ζητήσει βοήθεια γι’ αυτό, συγκεντρώνοντας πολλά χέρια και θα ιδιοποιηθεί τον κρυμμένο θησαυρό.


Αυτός είναι αδελφοί, εκείνος ο θησαυρός για τον οποίο μιλάει το γράμμα, αλλά είναι κρυμμένος ο πλούτος κάτω από την ασάφεια. Κι εμείς που επιθυμούμε ( ν’ αποκτήσουμε) το καθαρό χρυσάφι, ας χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη των προσευχών, ώστε να έλθει ο θησαυρός για χάρη μας στην επιφάνεια κι ας τον μοιραστούμε όλοι εξίσου κι ο καθένας μας θα τον κατέχει ολόκληρο. Γιατί η μοιρασιά της αρετής είναι τέτοια, ώστε και να διαμοιράζεται σ’ όλους εκείνους που τη διεκδικούν, κι όλη να ανήκει στον καθένα, χωρίς να μειώνεται ανάμεσα σε εκείνους που παίρνουν μέρος σ’ αυτήν. Ενώ στη μοιρασιά του υλικού πλούτου όποιος αποσπάσει το περισσότερο, αδικεί εκείνους που παίρνουν ίσο μερίδιο. Γιατί όποιος αυξήσει το δικό του μερίδιο, μειώνει οπωσδήποτε το του άλλου που μετέχει στη μοιρασιά.

Αλλά με τον πνευματικό πλούτο συμβαίνει ό,τι και με τον ήλιο, που και μοιράζεται σ’ όλους εκείνους που τον βλέπουν, κι όλος ανήκει στον καθένα, χωρίς να μειώνεται ανάμεσα σε κείνους που παίρνουν μέρος σ΄ αυτήν. Ενώ στη μοιρασιά του υλικού πλούτου όποιος αποσπάσει το περισσότερο, αδικεί εκείνους που παίρνουν ίσο μερίδιο. Γιατί όποιος αυξήσει το δικό του μερίδιο, μειώνει οπωσδήποτε το του άλλου που μετέχει στη μοιρασιά.

Αλλά με τον πνευματικό πλούτο συμβαίνει ό,τι και με τον ήλιο, που και μοιράζεται σ όλους εκείνους που τον βλέπουν, κι όλος ανήκει στον καθένα. Επειδή, λοιπόν, καθώς ελπίζουμε, το κέρδος για τον καθένα θα είναι ανάλογο του κόπου, ας βοηθήσουμε εξίσουμε όλοι με τις προσευχές, για να πετύχουμε αυτό που ζητάμε.


Και πρώτα, λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να κατανοήσουμε τι ακριβώς σημαίνει η λέξη μακαρισμός. Μακαριότητα, κατά τη γνώμη μου βέβαια, είναι μια περίληψη όλων εκείνων που εννοούμε σχετικά με το αγαθό. Απ αυτή δεν λείπει τίποτε απ όσα έχουν σχέση με την αγαθή επιθυμία. Μπορούμε όμως να κάνουμε ακόμη σαφέστερη την έννοια του μακαρισμού, συγκρίνοντάς την με το αντίθετο. Κι αντίθετο προς το μακάριο είναι το άθλιο. Αθλιότητα, λοιπόν, είναι η ταλαιπωρία μέσα στα αξιοθρήνητα κι αθέλητα πάθη.

Διακρίνονται δε μεταξύ τους, η μακαριότητα κι η αθλιότητα, από την αντίθετη διάθεση εκείνων που θα βρεθούν σ αυτές. Δηλ. ο μεν μακάριος ευφραίνεται κι αγάλλεται, με όσα έχει μπροστά του κι απολαμβάνει, ενώ ο άθλιος πονεί κι υποφέρει, με όσα τον έχουν βρει. Αληθινά δε μακαριστή ύπαρξη είναι το Θείο. Γιατί ό,τι κι αν υποθέσουμε πως είναι το Θείον, μακαριότητα είναι εκείνη η καθαρή ζωή, το ανεκδιήγητο κι ακατάληπτο αγαθό, το ανέκφραστο κάλλος, αυτό που είναι όλο χάρη και σοφία και δύναμη, το αληθινό φως, η πηγή κάθε αγαθότητας, η ανώτερη εξουσία όλων, το μόνο ποθητό, αυτό που πάντα είναι το ίδιο, η παντοτινή αγαλλίαση, η αιώνια ευφροσύνη, για την οποία θα μπορούσε κανείς να πει πολλά, κι όμως να μην έχει πει τίποτε το ισάξιο.

Γιατί ούτε ο νους πλησιάζει το Θεό, μα, κι αν ακόμη μπορέσουμε να κατανοήσουμε κάτι από τα υψηλότερα γιϳ Αυτόν, με κανένα λόγο δεν εκφράζεται αυτό που θα γίνει κατανοητό.

Αφού όμως ο δημιουργός του ανθρώπου τον έπλασε κατ εικόνα Θεού, μπορεί κατά δεύτερο λόγο να είναι μακάριο αυτό, που έχει δημιουργηθεί εν ονόματι του Θεού και μετέχει στην πραγματική μακαριότητα. Γιατί με την σωματική ομορφιά π.χ. το πρωτότυπο κάλλος υπάρχει στο ζωντανό και υπαρκτό πρόσωπο, ενώ εκείνο, που αποτυπώνεται στον πίνακα με την απομίμηση, έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

Το ίδιο ισχύει και με την εικόνα της υπερέχουσας μακαριότητας, που είναι η ανθρώπινη φύση. Κι αυτή στολίζεται με το αγαθό κάλλος, όταν φέρει πάνω της τα σημάδια των χαρακτηριστικών του μακάριου. Επειδή όμως η βρωμιά της αμαρτίας μουντζούρωσε το κάλλος της εικόνας, ήλθε ο Χριστός, που μας καθαρίζει με το δικό Του νερό, το οποίο είναι ζωογόνο κι αναβλύζει την αιώνια ζωή. Κι έτσι μπορούμε εμείς ν αποβάλουμε την ασχημοσύνη της αμαρτίας και να ανακαινισθούμε και πάλι σύμφωνα με τη μακάρια θεϊκή μορφή.

Κι όπως στη ζωγραφική τέχνη θα μπορούσε να πει ο ειδικός στους αρχάριους, πως καλή είναι εκείνη η προσωπογραφία που έχει τα επί μέρους συστατικά του σώματος τέτοια: έτσι να είναι η κόμη, οι κύκλοι των ματιών, οι γραμμές των φρυδιών, η θέση των παρειών και ξεχωριστά όλα τα άλλα, με τα οποία ολοκληρώνεται η ομορφιά, έτσι κι ο Κύριος που ξαναζωγραφίζει την ψυχή μας κατά την απομίμηση του μόνου μακάριου, του Θεού, περιγράφει με το λόγο τα ιδιαίτερα στοιχεία που συμβάλλούν στη μακαριότητα.




ΚΕΙΜΕΝΟ 2 .

Ποιοι είναι οι πτωχοί τω πνεύματι


Μακάριοι είναι, λέγει, οι πτωχοί κατά το πνεύμα. Το έχουμε πει αυτό κατά κάποιο τρόπο και πιο μπροστά, θα το πούμε όμως και τώρα, ότι σκοπός του ενάρετου βίου είναι η εξομοίωση προς το Θεό. Όμως αυτό που είναι χωρίς πάθη και καθαρό, ξεφεύγει εξ ολοκλήρου την απομίμηση από τους ανθρώπους. Γιατί είναι εντελώς αδύνατο να εξομοιωθεί η εμπαθής ζωή προς τη φύση που δεν επιδέχεται πάθη. Αν όμως μόνο ο Θεός είναι μακάριος, όπως λέγει ο Απόστολος (Α Τιμ. 6,15), κι η συμμετοχή του ανθρώπου στη μακαριότητα γίνεται με την εξομοίωση προς το Θεό, τότε η μίμηση είναι αδύνατη.

Συνεπώς η μακαριότητα είναι κάτι το άφθαστο για τον άνθρωπο. Κι όμως υπάρχουν μερικές ιδιότητες του Θεού που μπορούν, όσοι θέλουν, να τις μιμηθούν. Ποιες είναι αυτές; Νομίζω ότι ο Κύριος ονομάζει πτωχεία του πνεύματος τη θεληματική ταπεινοφροσύνη. Πρότυπο αυτής μας προβάλλει ο Απόστολος την πτωχεία του Κυρίου, «ο Οποίος για μας επτώχευσε, μολονότι είναι πλούσιος, προκειμένου να γίνουμε εμείς πλούσιοι χάρη τη δική του πτωχεία» (Βϳ Κορ. 8,9).

Όλες οι άλλες ιδιότητες, όσες αναφαίνονται γύρω από τη θεία φύση, ξεπερνούν τα μέτρα της ανθρώπινης φύσης, ενώ η ταπεινότητα είναι για μας έμφυτη και συνυπάρχει με όσους προέρχονται εκ των κάτω κι έχουν τα συστατικά τους γήινα και στη γη ξαναπέφτουν.

Συ ο ίδιος αποκτάς τα χαρακτηριστικά της μακαριότητας όταν μιμείσαι το Θεό στο μέτρο του φυσικά δυνατού. Κι ας μη νομίσει κανείς πως η ταπεινοφροσύνη πετυχαίνεται με ευκολία και χωρίς κόπο. Το αντίθετο συμβαίνει. Είναι η πιο κουραστική αρετή από οποιαδήποτε άλλη που επιδιώκουμε. Κι αυτό γιατί; Διότι ενώ κοιμάται ο άνθρωπος, που έχει δεχθεί τα σπέρματα του καλού, δέχεται το σπόρο της αντίθετης σποράς από τον εχθρό της ζωής μας και ριζώνει το ζιζάνιο της υπερηφάνειας.

Γιατί μ όποιο τρόπο έρριξε τον εαυτό του στη γη, εκείνος, δηλ. ο διάβολος, με τον ίδιο τρόπο συμπαρέσυρε μαζί του στην κοινή πτώση και το ταλαίπωρο γένος των ανθρώπων. Και δεν υπάρχει κανένα άλλο παρόμοιο κακό για τη φύση μας, όπως το κακό που προέρχεται από την υπερηφάνια. Το πάθος, λοιπόν, της έπαρσης φυτρώνει κατά κάποιο τρόπο μέσα σχεδόν σε κάθε άνθρωπο.

Γι αυτό ο Κύριος από το σημείο αυτό αρχίζει τους μακαρισμούς και ξερριζώνει από το χαρακτήρα μας την υπερηφάνια ως άλλο πρωταρχικό κακό, με το να μας συμβουλεύει να μιμούμαστε Εκείνον, που θεληματικά επτώχευσε και ο Οποίος είναι αληθινά μακάριος. Έτσι θα τραβήξουμε πάνω μας την κοινωνία της μακαριότητας, αφού θα έχουμε εξομοιωθεί με το να πτωχεύσουμε θεληματικά, όσο μπορούμε κι όποιοι κι αν είμαστε. Να έχετε μέσα σας το φρόνημα εκείνο, γράφει ο Απόστολος (Φιλιπ. 2,5 κ. έ.) που είχε κι ο Χριστός, ο Οποίος μολονότι ήταν Θεός, δε θεώρησε κλεμμένο αγαθό το να είναι ίσος με το Θεό, αλλά άδειασε τον εαυτό του από τη θεότητα και πήρε τη μορφή του δούλου.

Τι άλλο πτωχότερο υπάρχει από το να βλέπεις τη μορφή του δούλου στο Θεό; Τι άλλο πιο ταπεινό υπάρχει για το βασιλιά της δημιουργίας από το να έλθει σε επικοινωνία με τη φτωχή μας φύση; Ο Βασιλιάς εκείνων που βασιλεύουν κι ο Κύριος εκείνων που εξουσιάζουν, θεληματικά φοράει το δουλικό σχήμα. Ο Κριτής των πάντων γίνεται υποτελής και πληρώνει φόρο στους δυνάστες. Ο Κύριος της δημιουργίας κατεβαίνει στο σπήλαιο. Δε βρίσκει θέση στο χάνι Εκείνος που περικρατεί τα πάντα, αλλά πετιέται σε μια άκρη μέσα στη φάτνη των αλόγων ζώων. Ο καθαρός κι ακηλίδωτος παίρνει πάνω του το μολυσμό του ανθρώπινου γένους.

Κι αφού περάσει από όλες τις φάσεις την πτωχείας μας, φθάνει και σ αυτή τη δοκιμή του θανάτου. Βλέπετε το μέγεθος της θεληματικής συγκατάβασης; Και γεύεται η ζωή το θάνατο. Ο Κριτής οδηγείται στο δικαστήριο. Ο Κύριος της ζωής των όντων φθάνει, για να ακούσει την απόφαση του δικαστή. Ο Βασιλιάς κάθε υπερκόσμιας δύναμης δεν αποφεύγει τα χέρια των δημίων. Προς αυτό το πρότυπό σου, λέγει ο Απόστολος, να αποβλέπει το μέτρο της ταπεινοφροσύνης σου.


ΚΕΙΜΕΝΟ 3. 

 «Μακάριοι είναι οι πραείς 

γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη»


Όσοι ανεβαίνουν προς τα ψηλότερα χρησιμοποιώντας κάποια σκάλα, αφού ανεβούν το πρώτο σκαλοπάτι, πατούν σϳ αυτό και ανέρχονται στο παραπάνω, και πάλι το δεύτερο προωθεί τον ανερχόμενο στο τρίτο κι αυτό πάλι στο επόμενο κι αυτό στο μετά απ αυτό. Έτσι ο ανερχόμενος από εκεί που βρίσκεται, ανεβαίνοντας συνεχώς προς το παραπάνω, φθάνει στο ανώτατο σημείο της ανάβασης.

Σε τι αποβλέπω κάνοντας τούτο εδώ το προοίμιο; Νομίζω πως η σειρά των μακαρισμών είναι βαλμένη σαν τα σκαλοπάτια και με τον καθένα από αυτούς κάνει εύκολη την ανάβαση με τη βοήθεια του λόγου. Γιατί, εκείνον που ανέβηκε με τη διάνοια τον πρώτο μακαρισμό, τον περιμένει ο επόμενος, από κάποια αναπόφευκτη συνέπεια των νοημάτων, έστω κι αν φαίνεται παράδοξος ο λόγος στην πρώτη ματιά. Γιατί ίσως ισχυρισθεί ο ακροατής το εξής: Είναι δυνατόν, όπως στη σειρά των σκαλοπατιών, μετά από τη βασιλεία των ουρανών, να έρχεται η κληρονομία της γης;

Αλλά αν έπρεπε να ακολουθήσει ο λόγος τη φυσική σειρά των πραγμάτων, μήπως ήταν συνεπέστερο να προηγηθεί η γη από τον ουρανό, γιατί από εδώ θα γίνει για μας η ανάβαση σε κείνον; Κι όμως αν μπορούσαμε να αναπτερωθούμε κάπως με το λόγο και να σταθούμε πάνω από την επιφάνεια του ουράνιου θόλου, θα βρίσκαμε εκεί την υπερουράνια γη, που απόκειται για να την κληρονομήσουν όσοι ζήσουν έναρετο βίο.


Κι έτσι δε φαίνεται να είναι λανθασμένη η σειρά που ακολουθούν οι μακαρισμοί, όταν ο Θεός στις υποσχέσεις που κάνει για μας, προτάσσει τους ουρανούς και κατόπιν θέτει τη γη. Γιατί αυτό που φαίνεται με τα σωματικά αισθητήρια, συγγενεύει όλο με τον εαυτό του. Ακόμη κι αυτό που φαίνεται υψηλό ως προς την τοπική διάσταση, παρά ταύτα βρίσκεται κάτω από τη νοερή ουσία, το Θεό, που είναι αδύνατο να υπερβεί ο λογισμός, αν δεν ξεπεράσει πρωτύτερα με το λόγο αυτά, που συλλαμβάνουν τα αισθητήρια.

Μην απορείς δε καθόλου, αν ονομάζεται η ανώτατη κατάληξη με την προσωνυμία της γης. Γιατί ο Κύριος που για μας κατέβηκε για το λόγο αυτό, κατεβαίνει στο χαμηλό επίπεδο της δικής μας ακοής, επειδή εμείς δεν είμαστε ικανοί να ανυψωθούμε προς Αυτόν. Και γι αυτό αποκαλύπτει τα ιερά μυστήρια με τις γνωστές σε μας λέξεις και ονομασίες, χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις που χρησιμοποιούν καθημερινά οι άνθρωποι (Λουκά 8,9-10). Άλλωστε και με την υπόσχεση που έδωσε πριν από τούτη, βασιλείαν ονόμασε την απερίγραπτη εκείνη μακαριότητα στους ουρανούς.


Επομένως με το λόγο φανέρωσε κάτι παρόμοιο με αυτό που κλείνει μέσα της η επίγεια βασιλεία; Στέμματα δηλ. που αστράφτουν από τις λάμψεις των πολύτιμων λίθων και ανθοκεντημένες πορφύρες, που αφήνουν μιαν ευχάριστη ανταύγεια για τα άπληστα μάτια, και προπύλαια και παραπετάσματα και θρόνους υψηλούς και παρατάξεις στρατιωτών που στέκονται γύρω κρατώντας δόρατα, και όσα άλλα κοντά σ αυτά διεκτράγωδουν γύρω από την υπόθεση αυτή, εκείνοι που επαυξάνουν την αλαζονεία της εξουσίας με αυτά; (Ασφαλώς όχι).

Αλλά επειδή το όνομα της βασιλείας είναι μεγάλο και από τα πιο ζηλευτά ανάμεσα στα ανθρώπινα πράγματα, γι αυτό, χρησιμοποιεί το όνομα για να δηλώσει τα αγαθά που βρίσκονται πολύ ψηλά. Κι αν υπήρχε κάτι άλλο ανώτερο από τη βασιλεία ανάμεσα στους ανθρώπους, ασφαλώς με το όνομα εκείνο κυρίως θα αναπτέρωνε την ψυχή του ακροατή, για να επιθυμήσει την ανέκφραστη μακαριότητα. Γιατί δεν είναι δυνατό να αποκαλυφθούν στους ανθρώπους με δικές τους ονομασίες τα αγαθά εκείνα, που ξεπερνούν την αίσθηση και τη γνώση του ανθρώπου. Γιατί, όπως λέγει ο Απόστολος(Α Κορ. 2,9), «ούτε οφθαλμός είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε καρδιά ανθρώπου επιθύμησε».

Αλλά για να μη διαφύγει τελείως από τη σκέψη η μακαριότητα που ελπίζουμε, ακούμε, ανάλογα με τη δεκτικότητα της ταπεινής μας φύσης, όσα δεν μπορούν να εκφωνηθούν. Η συνωνυμία της γης, λοιπόν, ας μην τραβάει τη σκέψη σου μετά από τους ουρανούς και πάλι στη γη. Αλλά, αν ανυψώθηκες με τον προηγούμενο μακαρισμό προς τον Κύριο και ανέβηκες στο όχημα της ουράνιας ελπίδας, εκείνη της γη σε θέλω να πολυσκέφτεσαι, την οποία δεν την κληρονομούν όλοι, αλλά όσοι θεωρούνται άξιοι της επαγγελίας εκείνης, με κριτήριο την πραότητα που έδειξαν στη ζωή. Νομίζω πως και ο Δαβίδ, για τον οποίο η Αγία Γραφή βεβαιώνει ότι ήταν ο πιο πράος κι ανεξίκακος απ όλους τους συγχρόνους του, με την έμπνευση του αγίου Πνεύματος πρώτα σκέφθηκε και με την πίστη κατάκτησε αυτό που έλπιζε, γι αυτό και είπε: «Πιστεύω ότι θα δω τ αγαθά του Κυρίου στη γη των ζώντων» (Ψαλμ. 26,13). Και δεν νομίζω πως θα απέδιδε ο Προφήτης το όνομα ζώντων στη γη αυτή που βλαστάνει όλα τα θνητά, και πάλι διαλύει μέσα την καθετί που γεννήθηκε απ αυτήν.

Αλλά αναγνωρίζει ως γη ζώντων εκείνην που δεν πάτησε ο θάνατος και στην οποία δρόμος αμαρτωλών δεν ανοίχθηκε και δεν δέχθηκε πάνω της ίχνος κακίας, αυτήν που δεν την όργωσε με το αλέτρι της πονηρίας ο σποριάς των ζιζανίων κι η οποία είναι άγονη σ αγκάθια και σε τριβόλους. Σ αυτήν υπάρχει το νερό που ξεκουράζει, ο χλοερός τόπος κι η πηγή που χωρίζεται στα τέσσερα (Γεν 2,10) και τ αμπέλι που καλλιεργεί ο των όλων Θεός (Ιωάν. 15,1) κι όσα άλλα με παρομοιώσεις ακούμε απϳ τη θεόπνευστη διδασκαλία των Γραφών.

Αν αντιληφθήκαμε το νόημα της υψηλής γης που φαίνεται πιο πάνω από τους ουρανούς, στην οποία είναι κτισμένη μαζί και η πόλη του βασιλιά, για την οποία λέγονται τα ένδοξα, καθώς λέγει ο Προφήτης (Ψαλμ. 86,3), είναι επόμενο να μην παραξενευόμαστε από τη σειρά που ακολουθούν οι μακαρισμοί. Νομίζω πως θα ήταν αφύσικο, να προοριζόταν τούτη η γη ως ευλογία στις ελπίδες εκείνων, που θα αρπαχτούν στα σύννεφα, καθώς λέγει ο Απόστολος (Α Θεσ. 4,16), για να συναντήσουν τον Κύριο στον αέρα και να μείνουν έτσι για πάντα μαζί με τον Κύριο. Ποια ανάγκη υπάρχει πλέον της κάτω γης για κείνους, που η ζωή τους είναι μετέωρη με τις ελπίδες; Γιατί θα αρπαχτούμε στα σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα κι έτσι θα βρισκόμαστε διαρκώς μαζί με τον Κύριο.

Β.

. Ας δούμε όμως, για ποια αρετή προορίζεται ως βραβείο η κληρονομία της γης εκείνης; Γιατί ισχυρίζεται ότι είναι «Μακάριοι οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». Τι είναι η πραότητα; Και ως προς τι μακαρίζει την πραότητα ο Κύριος; Γιατί μου φαίνεται ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ως αρετή εξίσου όλα, όσα μπορεί να γίνονται με πραότητα, εκτός και αν υποδηλώνεται με τη λέξη αυτή μόνο η ηρεμία κι η βραδύτητα.

Γιατί ούτε ανάμεσα στους δρομείς είναι καλύτερος ο πράος από το βιαστικό, ούτε ο δυσκίνητος στην πυγμαχία παίρνει το στεφάνι, παλεύοντας με τον αντίπαλο. Αλλά ακόμη κι αν αγωνιζόμαστε για της θεϊκής κλήσης, ο απ. Παύλος μας συμβουλεύει να αυξάνουμε την ταχύτητα, λέγοντας: «Έτσι να τρέχετε βιαστικά για να κερδίσετε» (Αϳ Κορ. 9,24). Επειδή κι ο ίδιος πάντοτε με γοργότερο βήμα έτρεχε προς τα εμπρός, ξεχνώντας όσα άφηνε πίσω του. Κι όταν αγωνιζόταν ήταν ευκίνητος, γιατί διέβλεπε την επίθεση του εχθρού. Και γύρω από τη βάση ήταν ασφαλισμένος και στα χέρια οπλισμένος καλά και δεν άδειαζε το όπλο που κρατούσε στα χέρια στο κενό και στο ανύπαρκτο, αλλά χτυπούσε στα κυριότερα σημεία τον εχθρό και του κατέφερε τα πλήγματα πάνω στο ίδιο του το σώμα.


Θέλεις να μάθεις τις πυγμαχικές ικανότητες του Παύλου; Δες τα τραύματα του εχθρού, δες τις πληγές στο πρόσωπο του αντιπάλου, δες τα σημάδια του νικημένου. Ασφαλώς δε θα αγνοείς τον εχθρό που τον πολεμούσε με τη σάρκα. Αυτήν, δηλ. τη σάρκα του, την πλήγωνε με πυγμές, την ξέσχιζε με τα νύχια της εγκράτειας, νέκρωνε τα μέλη της με την πείνα και τη δίψα και το κρύο και τη γύμνωση. Σ αυτήν χαράσσει τα σημάδια του Κυρίου, την καταβάλλει με το τρέξιμο, αφήνοντάς την πίσω του, για να μη θολώνονται τα μάτια όταν ο εχθρός τρέχει μπροστά.

Αν, λοιπόν, ο απ. Παύλος ήταν ευκίνητος και γρήγορος στους αγώνες και ο Δαβίδ (Ψαλμ. 17,37 κ. έ.) μεγάλωνε τα βήματά του τρέχοντας εναντίον των εχθρών, και ο Νυμφίος στο Άσμα των Ασμάτων (κεφ. 2,8-9) παρομοιάζεται με ζαρκάδι για την ευκινησία του, που πηδάει όρη και βουνά, (και άλλα πολλά παρόμοια μπορεί να πει κανείς, ανάμεσα στα οποία η ταχύτητα ως προς την κίνηση θεωρείται προτιμότερη από την πραότητα) πως εδώ ο Κύριος μακαρίζει την πραότητα σαν απόδειξη κάποιου κατορθώματος;

Γιατί λέγει; «Μακάριοι είναι οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». Εκείνη βέβαια τη γη που είναι γόνιμη και εύφορη για καλούς καρπούς, που τρέφει το ξύλο της ζωής, που ποτίζεται από τα πολλά νερά των πηγών των πνευματικών χαρισμάτων, στην οποία καλλιεργείται η αληθινή άμπελος της οποίας γεωργός, καθώς ακούμε (Ιωάν.15,1), είναι ο Πατέρας του Κυρίου.

Γ.

Αλλά φαίνεται πως ο Κύριος διδάσκει το εξής: ότι είναι μεγάλη η ευκολία προς το κακό κι ότι εύκολα ρέπει προς το χειρότερο η ανθρώπινη φύση. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα βαριά σώματα που παραμένουν τελείως ακίνητα προς τα άνω, ενώ αν τα κυλίσεις από την κορυφή ενός ψηλού βουνού προς την πλαγιά, φέρονται προς τα κάτω με τόση βοή, επειδή το βάρος τους επαυξάνει την κίνηση και η ταχύτητα γίνεται υπερβολικά μεγάλη. Επειδή, λοιπόν, το απότομο στο κακό είναι πράγμα δυσάρεστο, οπωσδήποτε μακάριο θα ήταν εκείνο που εννοούμε από την αντίθετη πλευρά. Κι αυτό είναι η πραότητα, δηλ. η αργή και δυσκίνητη συνήθεια για τις απότομες κινήσεις της φύσης.

Όπως ακριβώς η φωτιά κινείται με ευκολία, πάντοτε προς τα πάνω φυσικά, ενώ είναι ακίνητη προς την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι κι η αρετή ενώ είναι γρήγορη προς τα πάνω και τα ψηλότερα και δε μειώνει ποτέ την ταχύτητα, όμως είναι δεμένη προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Επειδή, λοιπόν, πλεονάζει μέσα στη φύση μας η ταχύτητα προς τα κακά, καλώς μακαρίζεται η ηρεμία ως προς αυτά. Γιατί η ησυχία ως προς αυτά είναι απόδειξη της κίνησης προς τα πάνω. Θα ήταν όμως καλύτερα νϳ αποσαφηνίσω το λόγο με τα ίδια τα παραδείγματα της ζωής. Η ροπή της διάθεσης του καθενός είναι διπλή. Κι απαιτεί να πάει προς αυτό που νομίζει από εδώ, προς τη σωφροσύνη, από κει προς την ακολασία. Αυτό που λέμε ξεχωριστά για κάθε είδος αρετής και κακίας, αυτό ας το εννοούμε και γενικότερα. Γιατί διχάζεται εξάπαντος ο ανθρώπινος χαρακτήρας προς τις αντίθετες τάσεις, και διαιρείται ο θυμός προς την αντίθετη επιείκεια, η περηφάνια προς τη μετριοφροσύνη, ο φθόνος προς την εύνοια, η δυσμένεια προς τα συναισθήματα της αγάπης και της ειρήνης.

Επειδή, λοιπόν, η ανθρώπινη ζωή είναι βουτηγμένη στην ύλη, γύρω δε από τα υλικά βρίσκονται τα πάθη και κάθε πάθος έχει σφοδρή και ακατανίκητη την ορμή για την εκπλήρωση της επιθυμίας, (γιατί η ύλη είναι βαριά και φέρεται προς τα κάτω), γι αυτό ο Κύριος μακαρίζει όχι όσους ζουν χωρίς να έχουν πάθη πάνω τους, (γιατί είναι αδύνατο, να επιτευχθεί ο εντελώς αύλος και απαθής βίος μέσα στην υλική ζωή), αλλά μακαρίζει το εφικτό όριο της αρετής μέσα στην εν σαρκί ζωή, κι εννοεί την πραότητα. Και ισχυρίζεται πως είναι αρκετή η πραότητα για την μακαριότητα.

Δε νομοθετεί την ολοκληρωτική απάθεια για τον άνθρωπο. Γιατί δε δείχνει δίκαιο νομοθέτη η επιβολή νόμων τέτοιων, που το βάρος τους είναι ασήκωτο για τη φύση. Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με το να μεταφέρει κάποιος τα ένυδρα ζώα στην εναέρια ζωή, ή, το αντίθετο, μέσα στο νερό, όσα ζουν στον αέρα. Αλλά ο νόμος πρέπει να είναι ανάλογος με την ατομική και τη φυσική δύναμη.

Γι αυτό και ο μακαρισμός επιβάλλει τη μετριοφροσύνη και την πραότητα, όχι την πλήρη απάθεια. Γιατί αυτή, η πλήρης απάθεια, βρίσκεται έξω από τα όρια της φύσης, ενώ η πραότητα κατορθώνεται με την αρετή. Αν ο μακαρισμός καθόριζε την αταραξία της επιθυμίας, η ευλογία αυτή θα ήταν ανώφελη κι άχρηστη για τη ζωή. Γιατί ποιος θα μπορούσε να φτάσει κάτι τέτοιο, τη στιγμή που είναι ζυμωμένος με σάρκα και αίμα; Εδώ όμως ισχυρίζεται πως είναι αξιοκατάκριτος όχι όποιος επιθυμεί κάτι συμπτωματικά, αλλά εκείνος που εκ προμελέτης σέρνει πάνω του το πάθος. Γιατί το να γεννηθεί μέσα σου συμπτωματικά μια τέτοια επιθυμία κάποτε, πολλές φορές το προκαλεί αθέλητα η ανάμικτη με την ανθρώπινη φύση αδυναμία. Το να μην παρασυρθείς όμως από την ορμή του πάθους, σαν από άλλο χείμαρρο, αλλά να αντισταθείς σαν άνδρας σϳ αυτή την επιθυμία και με τις σκέψεις να αποκρούσεις το πάθος, αυτό είναι έργο της αρετής.


ΚΕΙΜΕΝΟ 4. 

 Μακάριοι οι πενθούντες


Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πρώτα τι ακριβώς είναι αυτό το πένθος στην ανθρώπινη ζωή και από ποια στοιχεία αποτελείται. Είναι φανερό σ όλους ότι πένθος είναι η μελαγχολική διάθεση της ψυχής, που προέρχεται από τη στέρηση κάποιου αγαθού. Αυτή η μελαγχολία δε βρίσκει τόπο ν αναπτυχθεί σ εκείνους που ζουν μέσα σε ψυχική γαλήνη.

Όταν π.χ. ευημερεί κάποιος στη ζωή του, κι όλα τα πράγματα πάνε γι αυτόν καλά. Ευφραίνεται με τη γυναίκα του, χαίρεται με τα παιδιά του, είναι ασφαλισμένος με τη συμμαχία των αδελφών, είναι σεβαστός στην αγορά, τον εκτιμούν οι άρχοντες, τον φοβούνται οι εχθροί του, τον υπολογίζουν οι υπάλληλοι, είναι ευπρόσδεκτος από τους φίλους, στολίζεται με τον πλούτο, είναι διασκεδαστικός, ευχάριστος, δεν έχει λύπες, είναι δυνατός στο σώμα. Κατέχει όλα εκείνα που θεωρούνται πολύτιμα αγαθά σ αυτό τον κόσμο.

Αυτός ασφαλώς λάμπει υπερβολικά από χαρά και ευφραίνεται για καθένα από όσα έχει. Αν όμως κάποια αλλαγή άγγιζε αυτή την ευημερία, προκαλώντας από κάποια κακή σύμπτωση, ή το χωρισμό από τους προσφιλείς, ή την καταστροφή των υπαρχόντων, ή κάποια αναπηρία στη σωματική ακεραιότητα, τότε, με την αφαίρεση εκείνου που προκαλεί την ευφροσύνη, γεννιέται η αντίθετη διάθεση. Αυτήν ονομάζουμε πένθος.


Είναι, λοιπόν, αληθινός ο χαρακτηρισμός που σ αυτό έχει αποδοθεί. Και σύμφωνα μ αυτόν, πένθος είναι το οδυνηρό αίσθημα που προέρχεται από τη στέρηση εκείνων που ευφραίνουν τον άνθρωπο.


Αν καταλάβαμε τι είναι το ανθρώπινο πένθος, ας πάρουμε ως οδηγό τα γνωστά για τα άγνωστα. Έτσι θα μάθουμε ποιο είναι το πένθος που μακαρίζει ο Κύριος και στο οποίο επακολουθεί η παρηγοριά. Γιατί αν η στέρηση των αγαθών, που εδώ αποκτούμε, προκαλεί το πένθος, κανείς δε θα θρηνούσε την απώλεια αυτού που αγνοεί. Πρέπει να γνωρίσουμε πρωτύτερα αυτό το ίδιο το αγαθό, τι ακριβώς είναι αληθινά, κι έπειτα να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε την ανθρώπινη φύση. Γιατί έτσι θα γίνει να πετύχουμε το πένθος που μακαρίζεται.

Ας πάρουμε το παράδειγμα δύο ανθρώπων που ζουν στο σκοτάδι. Ο ένας απ αυτούς γεννιέται στο σκοτάδι. Ο άλλος, συνηθισμένος ν απολαμβάνει το φως έξω, κλείνεται στο σκοτάδι από κάποια κακή ενέργεια. Η συμφορά του σκότους δε θα πλήξει και τους δύο εξίσου. Γιατί ο ένας γνωρίζει τι έχει στερηθεί και θεωρεί σοβαρή την απώλεια του φωτός. Ενώ ο άλλος που δεν ένιωσε ποτέ αυτή τη χαρά, θα ζήσει χωρίς λύπη, και θα σκέπτεται πως δεν έχασε κανένα από τα αγαθά, επειδή τρέφεται μέσα στο σκοτάδι.



Γι αυτό το λόγο η επιθυμία ν απολαύσει το φως, θα οδηγήσει εκείνον μεν στο να επινοήσει τον τρόπο με τον οποίο θα δει και πάλι το φως, που στερήθηκε εξαιτίας της κακής του ενέργειας. Ενώ ο άλλος θα γεράσει τελείως ζώντας μέσα στο σκοτάδι, επειδή δε γνώρισε το καλύτερο, και θα θεωρεί αγαθό για τον εαυτό του αυτό που κατέχει, δηλ. το σκοτάδι.

Το ίδιο ισχύει και με την έννοια που έχουμε μπροστά μας. Εκείνος που μπόρεσε να δει το αληθινό αγαθό, κι έπειτα κατανόησε την φτώχεια της ανθρώπινης φύσης, θα νιώθει οπωσδήποτε την ψυχή του δυστυχισμένη. Και θα πενθεί γιατί η παρούσα ζωή δε βρίσκεται μέσα σε κείνο το αγαθό. Νομίζω, λοιπόν, ότι ο Κύριος δε μακαρίζει τη λύπη, αλλά τη γνώση του αγαθού, στην οποία έρχεται ως επακόλουθο το πάθος της λύπης, επειδή δεν υπάρχει στη ζωή το αγαθό που ζητάμε.


Β.

Στη συνέχεια πρέπει να εξετάσουμε τι ακριβώς είναι εκείνο το φως, με το οποίο φωτίζεται τούτη η σκοτεινή σπηλιά της ανθρώπινης φύσης στη παρούσα ζωή. Μήπως όμως η επιθυμία στοχεύει το ακατόρθωτο και το ακατάληπτο; Γιατί, υπάρχει άραγε μέσα μας ο κατάλληλος λογισμός, για να ερευνήσει τη φύση αυτού που ζητάμε; Ποια έννοια απ αυτές των ονομάτων και των λέξεων είναι ικανή, για να μας δώσει το ισάξιο νόημα του υπερκείμενου φωτός; Πώς να ονομάσω το αθέατο; Πώς να περιγράψω το άυλο; Πώς να παρουσιάσω αυτό που δεν έχει μορφή; Πώς να προσδιορίσω αυτό που δεν έχει μέγεθος, δεν έχει ποσό, δεν έχει χαρακτήρα, δεν έχει σχήμα; Αυτό που δε βρίσκεται ούτε σε τόπο, ούτε σε χρόνο; Αυτό που είναι έξω από κάθε διάβαση, από κάθε φανταστική περιγραφή. Έργο του είναι η ζωή κι η ύπαρξη όλων όσα νοούνται ως προς το αγαθό. Γύρω απ αυτό θεωρείται κάθε υψηλή έννοια και ονομασία: θεότητα, βασιλεία, δύναμη, αιωνιότητα, αφθαρσία, και χαρά και αγαλίαση κι ό,τι άλλο υψηλό υπάρχει και νοείται και λέγεται.

Πως είναι δυνατό και με ποιες σκέψεις να έλθει μπροστά μας αυτό το αγαθό μας, που είναι θεατό και δε βλέπεται; Αυτό που χορηγεί τη ζωή στα όντα; Ενώ αυτό μένει πάντοτε το ίδιο και δεν έχει ανάγκη να δημιουργηθεί;


Γ.

Αλλά για να μην κουράζεται μάταια ο νους, με το να απλώνεται στο άπειρο, θα σταματήσουμε να περιεργαζόμαστε τη φύση των υπερκειμένων αγαθών, γιατί είναι αδύνατο να την κατανοήσουμε. Από όσα εξετάσαμε, σχηματίσαμε κάποια έννοια του μεγέθους τους, και τόσο μόνο κερδίσαμε, όσο να μην μπορέσουμε μ αυτό να κατανοήσουμε αυτό που ζητάμε. Κι όσο ανώτερο από τη γνώση μας πιστεύουμε πως είναι κατά τη φύση του το αγαθό, τόσο περισσότερο επαυξάνουμε το πένθος μας γι αυτά, επειδή το αγαθό, από το οποίο έχουμε χωρισθεί, είναι τέτοιο και τόσο μεγάλο, ώστε να μην μπορούμε να βαστάσουμε ούτε τη γνώση του.



Κι όμως κάποτε οι άνθρωποι βρισκόμαστε σε τέτοια κοινωνία με το Θεό, που ξεπερνάει κάθε δύναμη ικανή για να καταλαβαίνει. Και τόσο βαθιά μέσα στη φύση μας βρισκόταν το αγαθό εκείνο, που είναι πάνω από κάθε έννοια, ώστε, διαμορφωμένος σύμφωνα με την πρωτότυπη εικόνα, από την πανομοιότυπη εξομοίωση να φαίνεται πως είναι άλλος άνθρωπος. Γιατί όσα σκεπτόμαστε τώρα με το νου για το αγαθό, όλα αυτά υπήρχαν και στον άνθρωπο. Είχε δηλ. ο άνθρωπος και την αφθαρσία και τη μακαριότητα και την αυτοκυριαρχία και την ελευθερία. Δεν είχε τη λύπη και τις φροντίδες της ζωή. Και βρισκόταν πιο κοντά στο Θεό, και με την καθαρή κι ελεύθερη από κάθε προπέτασμα διάνοια έβλεπε το αγαθό.

Όλα αυτά υπαινίσσεται σε μας ο λόγος της δημιουργίας του κόσμου με λίγα λόγια, όταν λέγει ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ εικόνα του Θεού, και ότι ζούσε στον Παράδεισο κι απολάμβανε τα εκεί φυτεμένα δένδρα. Των δένδρων δε εκείνων καρπός ήταν η ζωή κι η γνώση και τα παρόμοια.

Αν υπήρχαν σε μας αυτά, πως είναι δυνατό να μη θρηνήσεις για τη συμφορά, όταν παραβάλεις και συγκρίνεις την τότε μακαριότητα με τη σημερινή αθλιότητα; Αυτός που ήταν υψηλός, ταπεινώθηκε. Αυτός που πλάσθηκε σύμφωνα με την εικόνα του επουρανίου, έγινε γη. Ο προορισμένος να βασιλεύει έγινε δούλος. Ο δημιουργημένος αθάνατος, καταστράφηκε από το θάνατο. Αυτός που απολάμβανε την τρυφή του Παραδείσου, μεταφέρθηκε σε τούτο το νοσηρό και κουραστικό μέρος. Ο σύντροφος της απάθειας την αντάλλαξε με τούτη την κουραστική και θνητή ζωή. Ο ελεύθερος κι αυτόνομος έχει τώρα κυριευθεί από τέτοια και τόσα κακά, ώστε να μην είναι εύκολη ούτε η απαρίθμηση των τυράννων μας. Γιατί καθένα από τα πάθη, που έχουμε μέσα μας, όταν επικρατήσει, εξουσιάζει αυτόν που υποδουλώθηκε.

Κι όπως ένας τύραννος, άμα καταλάβει την ακρόπολη της ψυχής, κακοποιεί τους υπηκόους με τους ίδιους τους υποδουλωμένους, χρησιμοποιώντας καταχρηστικά ως υπηρέτες τους λογισμούς μας προς το συμφέρον του έτσι ο θυμός, έτσι ο φόβος, η δειλία, η θρασύτητα, το πάθος της λύπης και της χαράς, το μίσος, η φιλονικία, η ασπλαχνία, η σκληρότητα, ο φθόνος, η κολακεία, η μνησικακία, η απονιά κι όλα τα πάθη, που εννοούνται από την αντίθεσή τους προς εμάς, είναι μια απλή απαρίθμηση μερικών τυράννων κι εξουσιαστών, που υποτάσσουν στην εξουσία τους την ψυχή σαν αιχμάλωτη.

Αν θελήσει κανείς να σκεφθεί και τις σωματικές συμφορές, που έχουν συμπλεχθεί και στριφογυρίζουνε με τη φύση μας, εννοώ τις ποικίλες και παντοειδείς μορφές των ασθενειών, από τις οποίες αρχικά δεν είχε πείρα ο άνθρωπος, θα πλεονάσει πολύ περισσότερο το δάκρυ, βλέποντας παράλληλα τα λυπηρά και τα αγαθά και συγκρίνοντας τα κακά με τα καλύτερα.

Τούτο, λοιπόν, φαίνεται να διδάσκει ο Κύριος με τρόπο μυστικό, όταν μακαρίζει το πένθος, το να προσβλέπει δηλ. η ψυχή προς το αληθινό αγαθό και να μην καταποντίζεται μέσα στην πραγματική ψευτιά της ζωής. Γιατί δεν είναι δυνατόν ούτε να ζήσει χωρίς δάκρυα όποιος εξετάζει με προσοχή τα πράγματα, ούτε να νομίζει, όποιος έχει απορροφηθεί από τις ηδονές του βίου, πως είναι βυθισμένη στα λυπηρά, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε αυτό στα άλογα ζώα. Γι αυτά είναι άθλια η σωματική τους κατασκευή.

Γιατί τι είναι αθλιότερο από τη στέρηση του λόγου; Αυτά δεν έχουν καμία αίσθηση της συμφοράς τους, αλλά η ζωή τους κυλάει με κάποια ηδονή. Ο ίππος π.χ. χλιμιντρίζει περήφανα, κι ο ταύρος διασκορπίζει τη σκόνη με τα πόδια του, το γιουρούνι σηκώνει το τρίχωμα της ράχης, τα σκυλιά παίζουν, τα μοσχάρια πηδούν εδώ κι εκεί. Είναι δυνατό να δεις σε καθένα από τα ζώα, να δείχνει την ηδονή μέσα από μερικά σημάδια. Σ αυτά τα ζώα, αν υπήρχε η κατανόηση της αξία του λόγου, δεν θα περνούσαν την άλαλη και άθλια ζωή τους μέσα στην ηδονή. Το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους τους ανθρώπους, που δεν έχουν καμιά επίγνωση των αγαθών, τα οποία έχει αποστερηθεί η φύση μας. Γι αυτούς η διασκέδαση της παρούσας ζωής βρίσκεται στην ηδονή



ΚΕΙΜΕΝΟ 5. 

 Μακάριοι οι πεινώντες 

και διψώντες την δικαιοσύνη


«Μακάριοι είναι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, γιατί αυτοί θα χορτασθούν», λέγει, και νομίζω πως αυτό που λέγεται έχει αυτό περίπου το νόημα. Καμιά από τις επιδιώξεις της ηδονής στη ζωή δε χορταίνει κείνους που την επιδιώκουν, αλλά καθώς λέγει κάπου η Γραφή παραβολικά «η ασχολία με τις ηδονές είναι πιθάρι τρύπιο» (Παροιμ. 23,27). Αυτό πάντοτε το κατακλύζουν με προθυμία όσοι καταγίνονται μ αυτές, καταβάλλοντας έναν κόπο απλήρωτο κι ακόρεστο.

Γιατί ναι μεν πάντοτε κάτι ρίχνουν μέσα στο βυθό της επιθυμίας, κι επισωρεύουν αυτό που προκαλεί την ηδονή, αλλά δεν κατορθώνουν να χορτάσουν την επιθυμία. Ποιος έμαθε το όριο της φιλαργυρίας, με το ότι απόκτησαν οι φιλάργυροι αυτό που επιδίωκαν; Ποιος από τους δοξομανείς ικανοποιήθηκε με το να πετύχει αυτά για τα οποία αγωνιζόταν; Κι εκείνος που ρούφηξε την ηδονή με ακροάματα και θεάματα, ή με τη μανία και τη λύσσα γύρω από τη γαστέρα, τι βρήκε να του έχει απομείνει απ αυτή την απόλαυση; Αλλά κι η κάθε μορφή ηδονής, που ικανοποιείται με το σώμα, μόλις προσεγγίσει, αμέσως δεν χάνεται χωρίς να παραμείνει σ αυτούς που άγγιξε ούτε για ελάχιστο χρόνο;

Αυτή λοιπόν, τη μεγάλη αλήθεια μαθαίνουμε από τον Κύριο, ότι μόνο η προσπάθεια που καταβάλλεται από μας για την αρετή είναι κάτι το σταθερό και πραγματικό. Όποιος πέτυχε κάτι από τα μεγάλα, όπως είναι η σωφροσύνη, ή η μετριοφροσύνη, ή η ευσέβεια προς το Θεό, ή κάποιο άλλο από τα μεγάλα κι ευαγγελικά διδάγματα, δε δοκιμάζει παροδικά κι ακατάστατα την ευχαρίστηση για καθεμιά από τις επιτυχίες, αλλά την έχει εγκαταστήσει για να διαμένει μόνιμα και να παρατείνεται μαζί του σ όλο το διάστημα της ζωής του.

Και γιατί όλα αυτά; Διότι είναι δυνατόν αυτά να ενεργούν πάντοτε και δεν υπάρχει καμιά περίοδος σ όλο το διάστημα της ζωής, που να προκαλεί τον κορεσμό της αγαθής ενέργειας. Γιατί κι η σωφροσύνη κι η καθαριότητα κι η σταθερότητα γενικά στο αγαθό, κι η έλλειψη κάθε επαφής με το κακό, ενεργείται πάντοτε, εφόσον κανείς αποβλέπει προς την αρετή κι έχει την ευχαρίστηση που παρατείνεται μαζί με την ενέργεια.

Όσοι όμως έχουν ξεχυθεί στις παράλογες επιθυμίες, ακόμη κι αν έχουν συνεχώς στραμμένη την ψυχή τους προς την ακολασία, δε νιώθουν πάντοτε την ηδονή. Γιατί τη λαιμαργία π.χ. για το φαγητό τη σταματάει ο κορεσμός, κι η ηδονή που δοκιμάζει ο πότης σβήνει μαζί με τη δίψα. Με τον ίδιο τρόπο και τ άλλα χρειάζονται κάποιο χρόνο και κάποιο διάλειμμα να μεσολαβήσει, για να εξασθενίσει η επιθυμία από τον κορεσμό και την ηδονή, ώστε να επανέλθει και πάλι η όρεξη εκείνου που προκαλεί την ηδονή. Η απόκτηση όμως της αρετής, σ όσους εγκατασταθεί σταθερά για μια φορά, δεν μετριέται με το χρόνο, ούτε διακόπτεται από τον κορεσμό.



Αλλά σ αυτούς που ζουν ενάρετα, πάντοτε κάνει τα αγαθά της αισθητά, καθαρά, νέα και δυνατά. Γι αυτό ο Κύριος υπόσχεται σ αυτούς που πεινούν το χορτασμό. Ένα χορτασμό όμως που ανοίγει την όρεξη και δεν την σβήνει με τον κορεσμό.

Αυτό είναι, λοιπόν, εκείνο που διδάσκει ο Κύριος μιλώντας από το ψηλό όρος των εννοιών, δηλ. το να μη απασχολούμε την επιθυμία μας περισσότερο με κανένα από κείνα, που δεν οδηγούν πουθενά, όσους επιδιώκουν αυτά κι η επιδίωξή τους είναι ματαιοπονία κι ανοησία. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με κείνους που κυνηγούν την κορυφή της σκιάς τους. Γι αυτούς ο δρόμος είναι ατελείωτος, γιατί αυτό που κυνηγούν απομακρύνεται σιγά – σιγά μαζί με κεινον που τρέχει από κοντά. Αλλά μας διδάσκει να στρέψουμε την όρεξή μας σε κείνα που η επιδίωξή τους γίνεται κτήμα αυτού που τα επιδιώκει. Γιατί όποιος επιθυμεί την αρετή, κάνει κτήμα του το αγαθό, βλέποντας μέσα του αυτό που επιθύμησε.

Είναι, λοιπόν, μακάριος αυτός που πείνασε τη σωφροσύνη, γιατί θα χορτάσει καθαρότητα. Κι ο χορτασμός, όπως είπαμε, δεν προκαλεί την αποστροφή προς την όρεξη, αλλά την αύξηση, και αυξάνονται μαζί και τα δύο εξίσου ανάμεσά τους. Γιατί την επιθυμία της αρετής επακολούθησε η απόκτηση αυτού, που είναι το αντικείμενο της επιθυμίας. Και το αποκτημένο αγαθό, έφερε μαζί του για χάρη της ψυχής ατελείωτη τη χαρά. Γιατί είναι τέτοια η φύση αυτού του αγαθού, δηλ. της αρετής, που υπερευφραίνει εκεινον, ο οποίος την απολαμβάνει όχι μόνο στιγμιαία, αλλά προσφέρει συνεχή τη χαρά σ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Γιατί η ανάμνηση των περασμένων που έχουν βιωθεί σωστά, ευχαριστεί εκείνον, ο οποίος τα πέτυχε. Αλλά και στο παρόν, όταν η ζωή διανύεται μέσα στην αρετή, όπως επίσης κι η προσδοκία της ανταμοιβής, που κι αυτή δε νομίζω πως είναι καμιά άλλη παρά η ίδια και πάλι η αρετή, αυτή είναι και έργο εκείνων που την κατορθώνουν, αλλά συγχρόνως γίνεται και βραβείο για τα κατορθώματα


ΚΕΙΜΕΝΟ 6. 

 Μακάριοι οι ελεήμονες


Νομίζω ότι θεοποιεί κατά κάποιο τρόπο, όσους ακούν, και κατανοούν το λόγο με τη διδασκαλία του μακαρισμού, που ως συνέχεια έχουμε μπροστά μας. Γιατί λέγει: «Μακάριοι είναι όσοι ελεούν, γιατί αυτοί θα ελεηθούν». Γνωρίζω ότι σε πολλά σημεία της αγία Γραφής οι άγιοι προσφωνούν το Θεό με το όνομα του ελεήμονος. Έτσι ονομάζει το Θεό ο Δαβίδ στους ψαλμούς κι ο Ιωνάς στην προφητεία του κι ο μεγάλος Μωυσής σε πολλά σημεία της νομοθεσίας του.

Αν, λοιπόν, ταιριάζει στο Θεό η προσωνυμία του ελεήμονος, τι άλλο από θεό σε προσκαλεί ο λόγος να γίνεις και να πάρεις σχεδόν σαν μορφή το γνώρισμα του Θεού; Γιατί αν ο Θεός αποκαλείται ελεήμων από την αγία Γραφή και το αληθινά μακάριο είναι η θεότητα, γίνεται φανερό το νόημα από τη συνέχεια. Αν γίνει δηλ. ελεήμων ακόμη κι ένας άνθρωπος, γίνεται άξιος της θείας μακαριότητας, αφού κατάκτησε αυτό το γνώρισμα, με το οποίο προσδιορίζεται ο Θεός. « Ο Κύριος είναι ελεήμων και δίκαιος και ο Θεός μας ελεεί» (Ψαλμ. 114,5).

Πως είναι δυνατό, λοιπόν, ο άνθρωπος να μην ονομασθεί, και να μη γίνει μακάριος, όπως ονομάζεται ο Θεός, δια των έργων; Αλλά κι ο θείος Απόστολος μας συμβουλεύει με τα δικά του λόγια να ζηλεύουμε τα μεγαλύτερα χαρίσματα (Α Κορ. 12,31). Ο σκοπός όμως για μας δεν είναι να μεταπεισθούμε για να επιθυμούμε τα καλά. Γιατί αυτό είναι έμφυτο στην ανθρώπινη φύση, να ρέπει δηλ. προς το καλό.


Αλλά ο σκοπός είναι πώς να μην κάνουμε λάθος στην κρίση μας για το καλό. Γιατί σ αυτό κυρίως το θέμα σφάλλει ο άνθρωπος, στο να μην μπορεί να κατανοήσει σωστά ποιο είναι το φύσει καλό και ποιο παρουσιάζεται ως καλό με τρόπο απατηλό. Γιατί αν η κακία πρόβαλλε απροκάλυπτη στη ζωή και δεν είχε το επίχρισμα του καλού με κάτι το φανταχτερό, δε θα παραδινόταν σ αυτήν ο άνθρωπος θεληματικά.

Μας χρειάζεται, λοιπόν, η σύνεση, για να κατανοήσουμε το ρητό που έχουμε μπροστά μας. Κι αφού μάθουμε το αληθινό κάλλος που βρίσκεται μέσα στο νόημα του ρητού, μακάρι να διαμορφώσουμε το χαρακτήρα μας σύμφωνα μ αυτό. Γιατί ναι μεν βρίσκεται μέσα σ όλους τους ανθρώπους κατά τρόπο φυσικό ή έννοια περί του Θεού, στην άγνοια όμως του Θεού που αληθινά υπάρχει, οφείλεται το σφάλμα ως προς αυτό που επιζητούμε.

Για μερικούς π.χ. είναι σεβαστή η αληθινή θεότητα, που φαίνεται στον Πατέρα και στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα. Άλλοι όμως παρασύρθηκαν σε αβάσιμες υποθέσεις, υποθέτοντας ότι η θεότητα βρίσκεται στα κτίσματα. Γι αυτό κι η παραμικρή εκτροπή από την αλήθεια ανοίγει το δρόμο προς την ασέβεια. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το μακαρισμό που μελετάμε. αν δεν συλλάβουμε το αληθινό νόημά του, δε θα είναι μικρή η ζημιά που θα πάθουμε, αν αστοχήσουμε στην αλήθεια.



Η κοινωνική διάσταση της ελεημοσύνης

Αν δεν έδωσα παραστατικά το ακριβές νόημα του ελέους, ίσως μπορέσω να το ερμηνεύσω σαφέστερα με άλλον ορισμό. Έλεος είναι η από αγάπη συμπάθεια σε όσους υποφέρουν, για τα δυσάρεστα που τους βρίσκουν. Κι όπως η σκληρότητα κι η θηριωδία έχουν τις αφορμές τους στο μίσος, κάπως έτσι κι από την αγάπη ξεφυτρώνει το έλεος, που δε γεννιέται παρά μόνο απ αυτήν. Κι αν κάποιος εξετάσει σωστά το χαρακτήρα του ελέους, θα βρει αυξημένη τη διάθεση της αγάπης, ανάμικτη με το πάθος της λύπης. Γιατί η συμμετοχή στα καλά επιδιώκεται εξίσου απ όλους, κι από τους εχθρούς κι από τους φίλους.

Το να θέλεις όμως να κοινωνήσεις στα θλιβερά, αυτό είναι γνώρισμα εκείνων που υπερισχύουν στην αγάπη. Επί πλέον αναγνωρίζεται από όλους εκείνους που μελετούν αυτή τη ζωή, ότι το άριστο είναι η αγάπη. Ένταση δε της αγάπης είναι το έλεος. Συνεπώς είναι μακάριος κυρίως εκείνος που κρατάει την ψυχή του σε μια τέτοια κατάσταση, ώστε να αγγίζει το ανώτατο ως προς την αρετή. Κι ας μη βλέπει κανείς την αρετή μόνο στα υλικά. Γιατί έτσι δε θα ήταν γενικά κατορθωτή, εκτός από κείνον που θα είχε κάποια δυνατότητα να ευεργετεί.

Νομίζω όμως πως είναι περισσότερο δίκαιο, να διακρίνουμε το έλεος μέσα στην προαίρεση. Γιατί κι εκείνος που θέλησε μόνο κι εμποδίσθηκε να φθάσει στο καλό από αδυναμία, δεν υστερεί καθόλου ως προς τη διάθεση της ψυχής, από κείνον που έδειξε έμπρακτα τη διάθεση.

Αν κοιτάξει κανείς το νόημα του μακαρισμού απϳ αυτή την πλευρά, θα είναι ίσως περιττό να αναπτύξω πόσο θα είναι το κέρδος για τη ζωή, αφού και στα νήπια είναι τελείως φανερά τα όσα πετυχαίνονται στη ζωή με αυτή τη συμβουλή. Γιατί αν υποθέσουμε πως αναπτυσσόταν σ όλους αυτός ο φιλικός δεσμός της ψυχής προς εκείνον που μειονεκτεί, δε θα υπήρχε πια αυτό που υπερέχει κι εκείνο που μειονεκτεί. Δε θα διαφοροποιείται πια η ζωή προς τα αντίθετα ονόματα. Δε θα στενοχωρήσει η πείνα τον άνθρωπο. Δε θα τον ταπεινώσει η δουλεία. Δε θα τον λυπήσει η περιφρόνηση. Γιατί όλα θα είναι κοινά σ όλους.

Ίση μεταχείριση από το νόμο και ίσα δικαιώματα στο λόγο παρέχονται στη ζωή των ανθρώπων. Θεληματικά εξισώνεται ο κυβερνήτης προς το κατώτερο. Αν γινόταν αυτό, δε θα απέμενε πια καμιά αφορμή αποστροφής. Ο φθόνος μένει αργός, το μίσος νεκρώνεται, εκτοπίζεται η μνησικακία, το ψέμα, η απάτη, ο πόλεμος. Όλα αυτά γεννιόνται από την επιθυμία του περισσότερου. Όταν όμως εξορισθεί η άσπλαγχνη διάθεση, μαζί της ξερριζώνονται δίχως άλλο, σαν από κάποια κακή ρίζα, και τα βλαστάρια της κακίας. Με το διώξιμο δε των πονηρών, εισέρχεται, αντί γι αυτά, ο πίνακας των αγαθών, η ειρήνη κι η δικαιοσύνη κι όλη η σειρά, εκείνων που εννοούμε προς το καλύτερο.

Μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη ευτυχία, από του να έχουμε ασφαλίσει έτσι το βίο μεταξύ μας, χωρίς να εμπιστευόμαστε πια την ασφάλεια της ζωής μας σε αμπάρες και σε πέτρες; Γιατί, όπως διαθέτει ο σκληρός κι απάνθρωπος για τον εαυτό του δυσμενώς εκείνους που έλαβαν πείρα της αγριότητάς του, έτσι αντίθετα παίρνουμε ευνοϊκή στάση προς τον ελεήμονα, επειδή το έλεος φυσικά γεννάει την αγάπη μέσα σϳ εκείνους που μετέχουν σϳ αυτό. Συνεπώς, όπως απόδειξε ο λόγος, το έλεος είναι πατέρας της εύνοιας, ασφάλεια της αγάπης, συνδετικός κρίκος κάθε φιλικής διάθεσης. Απ αυτή την ασφάλεια τι άλλο ασφαλέστερο θα μπορούσε να επινοηθεί ως προς τη ζωή; Ώστε δικαιολογημένα μακαρίζει ο Κύριος τον ελεήμονα, αφού αποκαλύπτονται τόσα αγαθά μ αυτό το όνομα.

Αλλά το ότι είναι ωφέλιμη αυτή η συμβουλή για το βίο, κανείς δεν το αγνοεί. Εγώ όμως νομίζω ότι δηλώνει κατά τρόπο μυστικό κάτι περισσότερο κοντά σϳ αυτά, που εύκολα εννοούνται, με τη μελλοντική ανταμοιβή. Γιατί λέγει: «Μακάριοι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν», επειδή η ανταπόδοση του ελέους στους ελεήμονες επιφυλάσσεται για αργότερα.

Ότι σπείρεις, θα θερίσεις


Όσο μπορούμε, λοιπόν, ας αφήσουμε αυτό το εύκολο νόημα, που χωρίς δυσκολία βρίσκεται από τους περισσότερους, κι ας επιχειρήσουμε κατά το δυνατόν να σκύψουμε με το λόγο στο ενδότερο του παραπετάσματος του ναού. «Μακάριοι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν».



Δηλ. υπάρχει στο λόγο, να μάθουμε και για κάποια από τις υψηλότερες αλήθειες. Σύμφωνα μ αυτήν ο Θεός, που έπλασε τον άνθρωπο κατά τη δική Του εικόνα, φύτεψε μέσα στη φύση του πλάσματος τις προϋποθέσεις όλων των αγαθών, έτσι ώστε να μην εισάγεται απ έξω, εκ των υστέρων κανένα από τα καλά, αλλά από μας να εξαρτάται αυτό που θέλουμε. Και να εξάγουμε το αγαθό μέσα από τη φύση μας σαν από άλλο θησαυροφυλάκιο. Γιατί από το μερικό διδασκόμαστε για το γενικό.

Μαθαίνουμε δηλ. πως δεν είναι δυνατόν, να ικανοποιήσουμε κάποια από τις επιθυμίες διαφορετικά, παρά μόνο αν εμείς οι ίδιοι χαρίσουμε το αγαθό στον εαυτό μας. Γι αυτό κάπου λέγει ο Κύριος προς τους ακροατές Του: « Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας», κι ότι «Καθένας που ζητάει παίρνει, κι όποιος ψάχνει βρίσκει, και σϳ όποιον χτυπάει τη θύρα θ ανοιχτεί» (Λουκά 17,21 και Ματθ. 7,8). Για να δείξει ότι, όταν θέλουμε, σε μας εναπόκειται κι από τη θέλησή μας εξαρτάται να πάρουμε αυτό που ποθούμε, και να βρούμε αυτό που ζητούμε, καθώς επίσης και το να βρεθούμε μέσα σ αυτά που επιθυμούμε.



Μαζί μ αυτό το συμπέρασμα βγαίνει κι εκείνο που εννοούμε από την αντίθετη πλευρά. Ότι δηλ. κι η τάση προς το κακό δεν αναπτύσσεται από καμιά εξωτερική ανάγκη που μας πιέζει, αλλά μαζί με την εκλογή του κακού, αρχίζει (το κακό) να υπάρχει, κι έρχεται στην επιφάνεια, όταν το εκλέξουμε. Αυτό από μόνο του, με δική του υπόσταση έξω από τη θέληση πουθενά δε βρίσκεται το κακό να υπάρχει.

Απ αυτά αποδεικνύεται καθαρά η αυτοκυρίαρχη κι ελεύθερη δύναμη, που εναπόθεσε στη φύση των ανθρώπων ο Κύριος της φύσης, με το να έχει εξαρτήσει τα πάντα από τη δική μας τη θέληση, τόσο τα αγαθά όσο και τα κακά. Κι η κρίση του Θεού με αμερόληπτη και δίκαιη απόφαση, που ακολουθεί σύμφωνα με τη δική μας πρόθεση, αποδίδει στον καθένα εκείνο, που θα τύχει ο ίδιος να χορηγεί στον εαυτό του.

Στους μεν, όπως λέγει ο Απόστολος, «που επιζητούν τη δόξα και την τιμή με την υπομονή του αγαθού έργου, ζωή αιώνια. Σ εκείνους δε που δεν πιστεύουν στην αλήθεια, πιστεύουν όμως στην αδικία, οργή και θλίψη» (Ρωμ. 2,7), κι όλα όσα είναι ονόματα της θλιβερής ανταπόδοσης. Γιατί όπως τα τέλεια κάτοπτρα δείχνουν τις όψεις των προσώπων τέτοιες που είναι τα πρόσωπα, χαρωπά μεν όσων είναι χαρούμενοι, μελαγχολικά δε εκείνων που μελαγχολούν και κανείς δε θα κατηγορούσε τη φύση του κατόπτρου, αν εμφανιζόταν μελαγχολικό το είδωλο του πρωτοτύπου από κατάθλιψη, αφού ταυτίζεται με το πρωτότυπο.

Έτσι κι η δίκαιη κρίση του Θεού εξομοιώνεται με τις δικές μας διαθέσεις. Κι όποια είναι τα δικά μας αισθήματα, παρόμοια μας προσφέρει απ τα δικά μας. Γιατί λέγει, «Ελάτε οι ευλογημένοι και Πηγαίνετε οι καταραμένοι». Μήπως υπάρχει σ αυτά κάποια εξωτερική βία, για να προσφέρει με κλήρο τη γλυκιά φωνή σ αυτούς που είναι προς τα δεξιά, και την αυστηρή σ αυτούς που είναι προς τα αριστερά; Δεν απόσπασαν οι μεν το έλεος με όσα έπραξαν, οι δε με το να είναι σκληροί προς τους ομοίους τους, έκαμαν το Θεό σκληρό για τους εαυτούς τους;

Ο πλούσιος, που είχε απλωθεί μέσα στις απολαύσεις, δεν ελέησε το φτωχό Λάζαρο, που για πολύ καιρό εταλειπωρείτο μπροστά στην πόρτα του, γι αυτό στερεί από τον εαυτό του το έλεος, όταν παρακαλεί να ελεηθεί, χωρίς να εισακούεται. Όχι πως θα ήταν απώλεια η μια σταγόνα από την ανεξάντλητη πηγή του παραδείσου, αλλά γιατί η σταγόνα της ελεημοσύνης δεν ανακατεύεται με την σκληρότητα. «Γιατί ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι;» (Βϳ Κορ. 6,14).

Και πάλι λέγει: «Ό,τι θα σπείρει ο άνθρωπος, αυτό θα θερίσει. Γιατί όποιος σπέρνει στη σάρκα, θερίζει τη φθορά από τη σάρκα, ενώ εκείνος που σπέρνει στο πνεύμα, θα θερίσει από το πνεύμα ζωή αιώνια» (Γαλ. 6,7-8). Νομίζω δε ότι σπορά είναι η ανθρώπινη διάθεση, και θερισμός η ανταμοιβή της διάθεσης. Πολύκαρπο είναι το στάχυ των αγαθών, για όσους εκλέγουν αυτή τη σπορά. Κουραστική η συγκομιδή των αγκαθιών, για όσους έσπειραν δια του βίου τους τα γεμάτα αγκάθια σπέρματα. Γιατί πρέπει να θερίσει κανείς οπωσδήποτε αυτό που έσπειρε. Δε γίνεται διαφορετικά.



KEIMENO

Mακάριοι οι καθαροί τη καρδία


Νομίζω πως είναι καλό να πούμε απαραίτητα γιϳ αυτό λίγα λόγια στην αρχή, για να βρούμε το δρόμο στην εξέταση του θέματος που έχουμε μπροστά μας. Τι ακριβώς είναι αυτή καθϳ εαυτήν η θεία φύση κατά την ουσία της, και ξεπερνάει κάθε σκέψη για να την καταλάβουμε, επειδή είναι απρόσιτη και απλησίαστη για τις στοχαστικές σκέψεις. Και για τους ανθρώπους δε βρέθηκε ακόμη καμιά δύναμη για την κατανόηση των ακατάληπτων, ούτε επινοήθηκε καμιά μέθοδος για να κατανοήσουν αυτά που είναι αδύνατον να κατανοηθούν.

Γι αυτό κι ο μέγας Απόστολος αποκαλεί «ανεξιχνίαστους τους δρόμους του Θεού» (Ρωμ. 11,33), φανερώνοντας μ αυτό το λόγο πως είναι απάτητος με συλλογισμούς ο δρόμος εκείνος, που οδηγεί στη γνώση της ουσίας του Θεού. Γιατί κανείς μέχρι τώρα από όσους έχουν προοδεύσει στον ενάρετο βίο, δε μας φανέρωσε με τρόπο καταληπτό κάποιο σημείο για τη γνώση του όντος, που είναι πάνω από τη γνώση. Με το να είναι αυτό που είναι κατά τη φύση, ο πάνω από κάθε φύση, γίνεται καταληπτός και βλέπεται με άλλην έννοια ο αόρατος κι απερίγραπτος.

Κι είναι πολλοί οι τρόποι αυτής της κατανόησης. Μπορείς δηλ. και μέσα από τη σοφία που φαίνεται σε όλα, να δεις με τρόπο στοχαστικό. Εκείνον που δημιούργησε τα πάντα εν σοφία. Όπως κατά κάποιο τρόπο φανερώνεται και στα ανθρώπινα δημιουργήματα νοερά ο δημιουργός του έργου, που έχουμε μπροστά μας, αφού στο έργο έχει αποθέσει την τέχνη του. Αποκαλύπτεται δε όχι η φύση του τεχνίτη, αλλά μόνο η τεχνική γνώση, που ο τεχνίτης αποτύπωσε στο κατασκεύασμα. Έτσι κι όταν βλέπουμε προσεκτικά τον κόσμο μέσα στη δημιουργία, αναπαριστάνουμε μέσα στο νου όχι την έννοια της ουσίας, αλλά της σοφίας Εκείνου, που εποίησε τα πάντα με σοφό τρόπο.

Κι αν συλλογισθούμε την αιτία της δικής μας ζωής, που δεν προήλθε από ανάγκη, αλλά από αγαθή θέληση προχώρησε στο να δημιουργήσει τον άνθρωπο, και πάλι υποστηρίζουμε ότι και μ αυτό τον τρόπο έχει γίνει ορατός ο Θεός, όταν βάλουμε στο νου μας την αγαθότητα κι όχι την ουσία του Θεού.

Έτσι κι όλα τα άλλα, όσα ανυψώνουν το νου προς το καλύτερο και το ανώτερο το αποκαλούμε κατανόηση του Θεού, επειδή καθένα από τα υψηλά νοήματα φέρει στα μάτια μας το Θεό. Γιατί η δύναμη κι η καθαρότητα κι η αιωνιότητα και το ανόθευτο από τα αντίθετα κι όλα τα παρόμοια, αποτυπώνουν στις ψυχές την εικόνα της θείας και υψηλής διάνοιας.

Λοιπόν, με όσα είπαμε, αποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο και ο Κύριος λέγει την αλήθεια, όταν υπόσχεται ότι ο Θεός θα φανεί σε κείνους που έχουν την καρδιά καθαρή, αλλά κι ο απ. Παύλος δεν ψεύδεται, όταν αποφαίνεται με τα λόγια του, ότι κανείς δεν είδε το Θεό, ούτε και να Τον δει μπορεί. Όμως ο αόρατος κατά τη φύση γίνεται ορατός δια μέσου των ενεργειών, επειδή γίνεται θεατός δια μέσου μερικών που υπάρχουν γύρω απ Αυτόν.Φύγωμεν την του διαβόλου μορφήν, αναλάβωμεν την θείαν εικόνα».


Σχετικά με το πώς είναι δυνατό να γίνεις καθαρός, σου είναι εύκολο να το μάθεις μέσα απ όλη σχεδόν τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Γιατί θα βρίσκεις αποσαφηνισμένο το καθαρκτικό της καρδιάς, όταν ανατρέχεις διαδοχικά στα παραγγέλματά του. Γιατί χωρίζει σε δύο είδη την κακία. Σε κείνη που διαπράττεται με τα έργα και στην άλλη, που συνίσταται στα διανοήματα.

Με τον παλαιό νόμο καταδίκασε αρχικά την αδικία που φανερώνεται με τα έργα. Τώρα δε, έκαμε το νόμο να ελέγχει το άλλο είδος της αμαρτίας. Και δεν τιμωρεί το έργο της πονηρίας, αλλά φροντίζει ώστε να μη γίνει ούτε η αρχή του κακού. Γιατί το να ξερριζώσεις την κακίας από τη θέληση, είναι πολύ σπουδαιότερο από το να αποξενώσεις το βίο από τα πονηρά έργα.

Επειδή η κακία εκδηλώνεται σε πολλά μέρη και με πολλούς τρόπους, το Ευαγγέλιο προσφέρει με τις εντολές ιδιαίτερη θεραπεία σε καθεμία από τις απαγορεύσεις. Κι επειδή ένα πρόχειρο και συνηθισμένο αμάρτημα είναι η οργή σ’ όλη τη διάρκεια του βίου, αρχίζει τη θεραπεία απ’ αυτό που είναι το πιο επικρατέστερο, νομοθετώντας το να μην οργίζεσαι. Διδάχθηκες, λέγει ο Κύριος, από τον παλαιότερο νόμο «να μη φονεύσεις» ( Έξοδ. 20, 15). Τώρα μάθε να διώξεις από την ψυχή σου την οργή εναντίον των συνανθρώπων σου ( Ματθ. 5, 22).

Δεν απαγόρευσε εντελώς την οργή. Γιατί μπορεί κάποτε αυτή η τάση της ψυχής να χρησιμοποιηθεί και προς το καλό. Η εντολή απαγορεύει τελείως το να εξοργίζεσαι κάποτε εναντίον του αδελφού χωρίς κανένα καλό. Γιατί λέγει : « Καθένας που οργίζεται κατά του αδελφού για το τίποτε». Κι η προσθήκη της λέξης « εική» δηλώνει πολλές φορές την επικαιρότητα της χρήσης του θυμού, όταν βράζει το πάθος για τιμωρία της αμαρτίας. Αυτό το είδος της οργής επικυρώνει ο λόγος της Γραφής στο Φινέες, που με τη σφαγή εκείνων που παρανομούσαν, εξιλέωσε το Θεό για την απειλή που κίνησε κατά του λαού.

Με άλλη πάλι εντολή προβαίνει στη θεραπεία των αμαρτημάτων που διαπράττονται με την ηδονή και ξεριζώνει από την καρδιά την άπρεπη επιθυμία της μοιχείας ( Ματθ. 5, 28). Με τον ίδιο τρόπο θα διαπιστώσεις ότι ο Κύριος διορθώνει στη συνέχεια και το καθένα από τα άλλα (αμαρτήματα), αφού με τις εντολές αναφέρεται στην καθεμιά από τις μορφές κακίας.

Εμποδίζει το ν’ αρχίζεις πρώτος τις άδικες ενέργειες, με το να μην συγχωρεί την άμυνα (Ματθ. 5, 39). Διώχνει το πάθος της πλεονεξίας, επιβάλλοντας να δίνεις κι αυτό που σου απόμεινε, με το να αποβάλλεις το ένδυμα για χάρη εκείνου που σου του αφαιρεί (Ματθ. 5, 40). Γιατρεύει τη δειλία, όταν προστάζει να καταφρονείς το θάνατο. Και γενικά θα διαπιστώσεις πως με καθεμιά από τις εντολές, με τον αροτρικό λόγο, σαν με άλλο αλέτρι, οργώνει και ξεριζώνει τις κακές ρίζες των αμαρτωλών από το βάθος της καρδιάς. Μ’ αυτές τις εντολές είναι δυνατό το ξεκαθάρισμα από την καρποφορία των αγκαθιών.

Συνεπώς ευεργετεί τον άνθρωπο και με τα δύο. Και μ’ όσα υπόσχεται το αγαθό και μ’ όσα μας προβάλλει τη διδασκαλία πάνω στο θέμα που εξετάζουμε.

Αν θεωρείς κουραστική την επιδίωξη των αγαθών, σύγκρινέ την προς τον αντίθετο τρόπο ζωής και θα διαπιστώσεις πόσο πιο κουραστική είναι η κακία, αν δεν αποβλέπεις προς το παρόν αλλά προς το μέλλον. Γιατί όποιος άκουσε για τη γέεννα του πυρός, δεν θ’ αποχωρισθεί πια από τις αμαρτωλές ηδονές με κόπο και προθυμία, αλλά του είναι αρκετός ο φόβος που γεννιέται με τις σκέψεις, για να διώξει τα πάθη.

Μπορούμε όμως να καλλιεργήσουμε από δω μια ακόμη πιο σφοδρή επιθυμία, αν κατανοήσουμε μαζί μ’ αυτό που παρασιωπάτε κι εκείνο που εξυπακούεται. Αν δηλ. είναι μακάριοι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, είναι δίχως άλλο δυστυχισμένοι όσοι έχουν υπερβολικά μολυσμένο το νου, γιατί προσβλέπουν στο πρόσωπο του εχθρού. Κι αν τα ίδια τα θεϊκά χαρακτηριστικά εγχαράσσονται στο βίο των ενάρετων, είναι φανερό ότι η ζωή της κακίας γίνεται μορφή και πρόσωπο του εχθρού.

Κι ακόμη, αν ο Θεός ονομάζεται με διάφορες ονομασίες, καθεμιά από τις οποίες εννοείται για το αγαθό, δηλ. φως και ζωή κι αφθαρσία και όσα άλλα είναι της ίδιας κατηγορίας, ασφαλώς από την αντίθετη πλευρά, καθετί που αντιβαίνει σ’ αυτά, θα πάρει την ονομασία του από τον εφευρέτη της κακίας και θα λέγεται σκότος και θάνατος και φθορά κι όσα άλλα είναι συγγενή και της ίδιας μεταξύ τους φύσης.

Τώρα λοιπόν, που ξέρουμε πως διαμορφώνεται κι η κακία κι ο ενάρετος τρόπος ζωής, αφού η προαίρεσή μας στέκεται κυρίαρχη μπροστά στο καθένα απ’ αυτά, σύμφωνα με την ελευθερία που έχει, ας αποστραφούμε το πρόσωπο του διαβόλου, ας αποβάλλουμε το άσχημο προσωπείο, κι ας φορέσουμε πάνω μας και πάλι τη θεία εικόνα. ¨Ας γίνουμε καθαροί στην καρδιά, για να γίνουμε μακάριοι, αφού θα έχει μορφωθεί μέσα μας με τον καθαρό βίο η θεία εικόνα εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.



ΚΕΙΜΕΝΟ 8. 

 «Μακάριοι είναι όσοι ειρηνεύουν, 

γιατί αυτοί θα ονομασθούν παιδιά του Θεού»


ΟΟ Μωυσής ήταν για τους Ισραηλίτες ο νομοθέτης που κατασκεύασε την ιερή σκηνή του μαρτυρίου, σύμφωνα με το υπόδειγμα που του έδειξε ο Θεός στο όρος. Σ’ αυτήν ήταν άγιο κι ιερό το καθένα στοιχείο από όσα περικλείονταν μέσα με το σχοινί. Στο εσώτατο απ’ αυτά δεν επιτρεπόταν η είσοδος. Ήταν άβατο και λεγόταν Άγια αγίων. Νομίζω ότι η ονομασία αυτή που λέγεται με τόση επίταση, δείχνει πως το τμήμα εκείνο της σκηνής δε μετέχει στην αγιότητα εξίσου με τα άλλα, αλλά πόσο διέφερε το αφιερωμένο κι άγιο, από το κοινό και το προορισμένο να πατιέται απ’ όλους. Τόσο πολύ καθαρότερο κι ιερότερο ήταν το άβατο από τα άγια που ήταν γύρω από αυτό.

Εξίσου άγια κι ιερά νομίζω πως είναι όλα, όσα μας παρουσίασε σ αυτό το όρος των μακαρισμών ο Λόγος του Θεού πριν από λίγο. Αυτό όμως που πρόκειται τώρα να μελετήσουμε είναι πραγματικά άβατο κι άγιο των αγίων. Γιατί αν η θέα του Θεού δεν έχει τίποτε που να την ξεπερνάει στο αγαθό, οπωσδήποτε το να γίνεις παιδί του Θεού είναι πάνω από κάθε επιτυχία καλού κλήρου. Γιατί ποια φραστική επινόηση, ποια σημασία λέξεων θα χωρέσει τη μεγάλη δωρεά της υπόσχεσης; Ότι και να βάλεις στο νου σου, τούτο που λέγει είναι παραπάνω από εκείνο.


Αν ονομάσεις αγαθό, ή πολύτιμο, ή υψηλό αυτό που θέτει ενωπίον μας η υπόσχεση αυτού του μακαρισμού, είναι ανώτερο από τη σημασία των λέξεων αυτό που φανερώνεται. Η επιτυχία είναι ανώτερη από ότι κανείς θα ευχόταν. Το δώρο είναι πάνω από κάθε ελπίδα. Η χάρη είναι ανώτερη από τη φύση.

Τι είναι ο άνθρωπος όταν τον συγκρίνεις με τη θεία φύση;


Ποιού αγίου ν’ αναφέρω το λόγο, με τον οποίο αποδεικνύεται η ανθρώπινη μηδαμινότητα; Κατά το λόγο του Αβραάμ ο άνθρωπος είναι γη και στάχτη ( Γεν. 18, 27). Κατά τον Ησαΐα χορτάρι. κατά το Δαβίδ ούτε καν χορτάρι, αλλά μοιάζει με χορτάρι. Γιατί ο μεν λέγει: «κάθε άνθρωπος είναι χόρτος», ενώ ο άλλος λέγει: «ο άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι» (Ησ. 30, 6 και Ψαλ. 36, 2). Κατά τον Σολομώντα «ματαιότης» ( Έκκλησ. 1, 2), και κατά τον Παύλο: «ταλαιπωρία» (Ρωμ. 8, 24). Μ’ αυτά δε που ονόμασε τον εαυτό ο Απόστολος, με τα ίδια ελεεινολογεί όλο το ανθρώπινο γένος. Αυτά είναι ο άνθρωπος.

Κι ο Θεός τι είναι; Πως όμως να πω το τι είναι αυτό που δεν είναι δυνατό να το δεις, ούτε στην ακοή χωράει, ούτε στην καρδιά έρχεται; Με ποια λόγια να διαλαλήσω τη φύση; Ποιο παράδειγμα, από όσα γνωρίζουμε, να βρω γι’ αυτό το αγαθό; Ποιες καινούργιες λέξεις να δημιουργήσω, για ν’ αποδώσω τη σημασία εκείνου που δε λέγεται και δεν εκφωνείται; Γνωρίζω ότι η θεόπνευστη Γραφή χρησιμοποιεί μεγάλα ονόματα για τη θεία φύση. Τι είναι όμως αυτά μπροστά στην ίδια τη φύση; Γιατί όσο εγώ μπορούσα να δεχθώ, τόσο μόνο αποκάλυψε ο Λόγος, όχι όσο είναι αυτό που υποδηλώνει. Όπως δηλ. όσοι αναπνέουν τον αέρα, ανάλογα με την ευρυχωρία που έχει ο καθένας στον εαυτό του, άλλος μεν παίρνει περισσότερο αέρα, άλλος δε λιγότερο. Αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνος που κρατάει τον περισσότερο αέρα στον εαυτό του, δέχεται μέσα του όλο το στοιχείο. Απλώς παίρνει κι αυτός από το όλο όσο μπορεί και το όλο παραμένει.

Έτσι είναι κι οι διδασκαλίες της αγίας Γραφής για το Θεό, που μας παράδωσαν οι θεοφόροι εν αγίω Πνεύματι κι οι οποίες σχετικά με το μέτρο της δικής μας διάνοιας είναι υψηλές και μεγάλες και βρίσκονται πάνω από κάθε μέγεθος. Και δεν προσεγγίζουν το αληθινό μέγεθος. Γιατί όπως λέγει ο προφήτης: «Ποιος μέτρησε τον ουρανό με τη σπιθαμή και το νερό με το χέρι κι όλη τη γη με την παλάμη;»(Ησ.40,12).

Βλέπεις τη μεγαλοφυΐα εκείνου που περιγράφει την απερίγραπτη δύναμη; Αλλά τι είναι αυτά σε σύγκριση με το όντως Όν; Γιατί ο προφητικός λόγος φανερώνει μ’ αυτά τα εγκωμιαστικά λόγια ένα μέρος μόνο από τη θεία ενέργεια, ενώ για τη δύναμη από την οποία προέρχεται η ενέργεια, για να μην πω για τη φύση από την οποία απορρέει η δύναμη, ούτε λέγει τίποτα, ούτε διανοήθηκε να κάμει λόγο. Αλλά και ελέγχει με το λόγο εκείνους που περιγράφουν τη θεότητα με συλλογισμούς, ερωτώντας ως εκπρόσωπος του Θεού το εξής: «Με ποιόν με παρομοιάζετε;» λέγει ο Κύριος (Ησ. 40,25).


Παρόμοια συμβουλή δίνει κι ο Σολομών με τα ίδια περίπου λόγια: «Μη σπεύσεις να προφέρεις λόγο για το πρόσωπο του Θεού, επειδή ο Θεός βρίσκεται πάνω στον ουρανό κι εσύ είσαι κάτω στη γη» (Εκκλησ.5,1). Και νομίζω ότι με την απόσταση των στοιχείων μεταξύ τους δείχνει πόσο ανώτερη είναι ως προς το μέγεθος η φύση του Θεού από τις γήινες σκέψεις. Κι όμως. Αυτός ο πραγματικά τόσο μεγάλος, που δεν μπορείς να Τον δεις, ούτε να Τον ακούσεις, ούτε να Τον συλλογισθείς, δηλ. ο Θεός, δέχεται τον άνθρωπο, που δεν υπολογίζεται για τίποτε ανάμεσα στα άλλα όντα, δηλ. τη στάχτη, το χορτάρι, τη ματαιότητα, αυτό δέχεται ο Θεός των όλων και τον συγκαταλέγει στην τάξη του παιδιού του.

Τι μπορεί να βρεθεί αντάξιο για ευχαριστία γι’ αυτή τη δωρεά; Ποιος λόγος, ποια σκέψη, ποια κίνηση της μνήμης με την οποία θα εξυμνήσει την υπερβολική δωρεά; Βγαίνει έξω από τη φύση του ο άνθρωπος και γίνεται από θνητός αθάνατος και από φθαρτός άφθαρτος κι από εφήμερος αιώνιος και γενικά από άνθρωπος θεός. Κι εκείνος που αξιώνεται να γίνει παιδί του Θεού, αποκτάει ασφαλώς μέσα του την αξία του Πατέρα και κληρονομεί τα πατρικά αγαθά. Ω πόσο μεγάλη είναι η δωρεά του πλούσιου Δεσπότη! Πόσο ευρύχωρη η παλάμη! Πόσο μεγάλο το χέρι! Πόσα είναι τα χαρίσματα των μυστικών θησαυρών! Από φιλανθρωπία επαναφέρει τον άνθρωπο στην ίδια σχεδόν με τον Εαυτό του τιμή, που εξαιτίας της αμαρτίας είχε χάσει. Γιατί αν ο Θεός χαρίζει στους ανθρώπους την οικείωση αυτού που ο ίδιος είναι κατά τη φύση, τι άλλο εκτός από ομοτιμία υπόσχεται με τη συγγένεια;


Ειρήνη και θυμός

«Μακάριοι, λέγει, είναι οι ειρηνοποιοί». Ειρηνοποιός είναι εκείνος που δίνει την ειρήνη στον άλλο. Αλλά κανείς δε θα μπορέσει να δώσει στον άλλο αυτό που ο ίδιος δεν έχει. Θέλει, λοιπόν, ο Κύριος να είσαι πρώτα συ γεμάτος από τα αγαθά της ειρήνης κι έπειτα να προσφέρεις αυτό το απόκτημα σε όσους το χρειάζονται. Κι ας μη λεπτολογεί υπερβολικά ο λόγος τη βαθύτερη έννοια της λέξης. Γιατί κι η πρόχειρη κι επιφανειακή εξήγησή της μας είναι αρκετή για την απόκτηση του αγαθού.

Μακάριοι οι ειρηνοποιοί. Αυτός ο λόγος με τη συντομία του χαρίζει τη θεραπεία πολλών ασθενειών, επειδή σϳ αυτή την περιληπτική και γενικότερη ονομασία περικλείει και τα επί μέρους καλά.

Ας εννοήσουμε πρώτα τι είναι η ειρήνη. Τι άλλο από κείνη την επιθυμία της αγάπης προς το συνάνθρωπο; Και τι είναι το αντίθετο προς την αγάπη; Το μίσος, η οργή, ο θυμός, ο φθόνος, η μνησικακία, η υπόκριση, η πολεμική συμφορά. Βλέπεις πόσων και ποίων ασθενειών είναι αντίδοτο η μία λέξη; Γιατί η ειρήνη αντικαθιστά εξίσου καθένα απ όσα αναφέραμε, και με τη δική της παρουσία εξαφανίζει το κακό.



Όπως δηλ. εξαφανίζεται η ασθένεια, όταν αποκατασταθεί η υγεία, κι όταν φανεί το φως, δεν παραμένει το σκοτάδι, έτσι κι όταν εμφανισθεί η ειρήνη, εξαφανίζονται όλα τα πάθη που αποτελούνται από το αντίθετο. Πόσο σημαντικό είναι αυτό το αγαθό, νομίζω πως δεν χρειάζεται να το αναπτύξω εγώ με λόγια. Συ μόνος σου σκέψου πάνω σ αυτό το θέμα, ποια είναι η ζωή εκείνων που υποψιάζονται ο ένας τον άλλο και μισούνται μεταξύ τους. Δυσάρεστες οι συναντήσεις, αηδιαστικά γι αυτούς όλα τα μεταξύ τους. Τα στόματα αμίλητα και τα βλέμματα στραμμένα στην άλλη πλευρά. Κι η ακοή φραγμένη για τη φωνή εκείνου που μισεί κι εκείνου που μισείται. Ό,τι είναι αγαπητό στον καθένα απ αυτούς, αυτό στον άλλο δεν είναι αγαπητό. Κι αντίθετα, κάθε εχθρικό και πολέμιο, αυτό είναι επιθυμητό στον εχθρό.

Όπως τα ευώδη αρώματα γεμίζουν με την καλή τους μυρουδιά τον γύρω αέρα, έτσι θέλει ο Κύριος να πλεονάζει με αφθονία σε σένα το χάρισμα της ειρήνης, ώστε ο δικός σου τρόπος ζωής να γίνεται φάρμακο της ξένης ασθένειας.


Θα αντιλαμβανόσουν καλύτερα πόσο μεγάλο είναι αυτό το αγαθό, αν υπολόγιζες τις συμφορές των παθών που σημειώνονται στην ψυχή του καθενός από την εχθρική διάθεση. Ποιος θα μπορούσε ν αναπτύξει επάξια τα πάθη της οργής; Ποιος λόγος θα περιγράψει την ασχήμια αυτής της αρρώστιας; Βλέπεις τα πάθη των δαιμονιζομένων που φαίνονται πάνω σε κείνους που έχουν κυριευθεί απ το θυμό. Σκέψου τα συμπτώματα και του διαβόλου και του θυμού παράλληλα και ποια η διαφορά τους.

Κατακόκκινο και γυρισμένο το μάτι των δαιμονιζομένων, παραφέρεται η γλώσσα, σκληρός ο λόγος, διαπεραστική κι όμοια με γαύγισμα σκύλου η φωνή. Αυτά τα γνωρίσματα είναι κοινά και του δαιμονιζομένου κι εκείνου που θυμώνει: τράνταγμα της κεφαλής, απερίσκεπτες κινήσεις των χεριών, αναβρασμός όλου του σώματος, ασταθή τα πόδια, μια η περιγραφή μ αυτά και των δύο ασθενειών. Τόσο μόνο διαφέρουν μεταξύ τους το ένα από το άλλο, όσο το μεν ένα είναι εκούσιο κακό, ενώ το άλλο προσβάλλει χωρίς τη θέλησή τους εκείνους, στους οποίους παρουσιάζεται. Πόσο αθλιότερο είναι να βρεθείς θεληματικά σε συμφορά, από το να σε βρει αθέλητα!

Κι όποιος είδε την αρρώστια που προκαλεί ο δαίμονας οπωσδήποτε λυπήθηκε, ενώ την παραφροσύνη του θυμού, μόλις την είδε, αμέσως και τη μιμήθηκε, επειδή ξεχωρίζει τη βλάβη για να μην τον ξεπεράσει με το πάθος τους εκείνος που πριν απ αυτόν αρρώστησε. Κι όταν ο δαίμονας διαστρεβλώνει το σώμα του αρρώστου, περιορίζει το κακό ως αυτό, τινάζοντας συνεχώς με ορμή στον αέρα άσκοπα τα χέρια του μανιακού.

Ο δαίμονας όμως του θυμού δεν εκτελεί με αργό ρυθμό τις κινήσεις του σώματος. Γιατί άμα κυριαρχήσει το πάθος και υπερθερμανθεί το γύρω από την καρδιά αίμα κι η μαύρη χολή, όπως λένε, διασκορπισθεί σ ολόκληρο το σώμα με τη διάθεση του θυμού, τότε από τους ατμούς που συμπιέζονται στο εσωτερικό, στενοχωρούνται τα αισθητήρια που βρίσκονται γύρω απ το κεφάλι. Τα μάτια πετιούνται έξω απ τα όρια των βλεφάρων και κοιτάζουν ματωμένα κι όμοια με δράκου, προς αυτό που προκαλεί τη λύπη. Τα σπλάγχνα υποφέρουν από δύσπνοια. Φουσκώνουν οι φλέβες γύρω από τον αυχένα κι η γλώσσα γίνεται χονδρή κι η ομιλία θεληματικά οξεία, επειδή στενεύει η αρτηρία. Αλλά και τα χείλη παγώνουν και μαυρίζουν γύρω – γύρω από τη διάχυση εκείνης της κρύας χολής. Δύσκολα κάνουν το φυσικό άνοιγμα και κλείσιμο, ώστε να μην μπορούν να συγκρατήσουν στο στόμα ούτε κι αυτό το πλεόνασμα του σάλιου, αλλά κι αυτό το βγάζουν μαζί με τις λέξεις, επειδή παράλληλα με τη βιαστική προφορά φτύνεται κι ο αφρός.

Τότε, λοιπόν, μπορείς να δείς να κινούνται τα χέρια από την αρρώστια, όπως επίσης και τα πόδια. Και κινούνται τα μέλη αυτά, όχι πια άσκοπα, όπως συμβαίνει με τους δαιμονιζόμενους, αλλά για κακό σκοπό εκείνων που συμπλέκονται μεταξύ τους εξαιτίας της νόσου του θυμού. Κι ευθύς αμέσως οι επιθέσεις εκείνων, που διαπληκτίζονται μεταξύ τους, στρέφονται προς τα πιο ευαίσθητα από τα αισθητήρια. Κι αν το στόμα πλησιάσει σώμα σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, δε μένουν αδρανή ούτε τα δόντια, αλλά μπήχνονται σαν του θηρίου σε κείνους που θα πλησιάσουν. Και ποιος θα μπορούσε ν αναφέρει το καθένα απ τα κακά που προέρχονται απ το θυμό.

Εκείνος, λοιπόν, που εμποδίζει αυτή την ασχημία, δικαιολογημένα θα μπορούσε να ονομασθεί, για την υπερβολικά μεγάλη ευεργεσία μακάριος και έντιμος. Αν όμως, εκείνος που απομακρύνει τον άνθρωπο από κάποια σωματική δυσαρέσκεια είναι έντιμος, πολύ περισσότερο έντιμος θα θεωρηθεί από τους συνετούς ως ευεργέτης του βίου, εκείνος που ελευθερώνει την ψυχή απ αυτή την αρρώστια. Γιατί όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο πιο πολύτιμος είναι αυτός που γιατρεύει τις ψυχές, από κείνους που γιατρεύουν τα σώματα.







ΣΤ' ΟΜΑΔΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ : 


 ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ 

 ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



Η ΚΑΤΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Του π. Παύλου Yazigi 

 ( Από το βιβλίο του « Ηθική και Εσχατολογία » )

( Διδακτορική Διατριβή )


Η άσκηση είναι η εσχατολογική λύση και μορφή του παρόντος βίου. Αυτή σε συνεργασία με το Πνεύμα κατορθώνει τις αρετές, επαναφέρει δηλαδή τον άνθρωπο στην τελείωση, στον προορισμό του. Βέβαια δεν έχει χαρακτήρα αρνητικόν σαν αποχή από το κακό, αλλ’ αντίθετα πολύ θετικό σαν κατόρθωση αρετής και εργασία του καλού. «Ου γάρ αρκεί μόνον η αποχή των κακών, αλλά δει προσθήναι και την εργασίαν των αγαθών». Κι ο Χριστός άλλωστε δεν κρίνει για τις κακίες αλλά για την παράλειψη του καλού.

Ασφαλώς δεν γίνεται λόγος για κατόρθωση μιας μεμονωμένης αρετής. «Αρετή» ή «δικαιοσύνη» είναι η γενική κατάσταση ή το σύνολο των αρετών. Γίνεται λοιπόν λόγος για άνθρωπο ενάρετο ή μη, πνευματικό ή μη. Είναι αδύνατο να είναι κανείς «υιός της βασιλείας» και πνευματικός με ορισμένες μόνο αρετές. «Ος εάν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». «Ελάχιστος» εδώ δεν σημαίνει, κατά το Χρυσόστομο, το λιγώτερο από το «μέγας», αλλά το αντίθετο του σημαίνει ότι αυτός δεν σώζεται. Αυτό φαίνεται κι από το ότι την κάθε αρετή, στην οποία αναφέρεται ο Χρυσόστομος, την αποκαλεί «κεφαλήν» όλων των αρετών και «ρίζαν» και «θεμέλιον».

Διότι κι όλες οι άλλες αρετές, όταν λείπει μία, έστω και η ελάχιστη, είναι ανεπαρκείς για τη Βασιλεία των ουρανών. Ο Χρυσόστομος φρονεί ότι ο λόγος της απώλειας των πέντε μωρών παρθένων ήταν η έλλειψη μόνης της ελεημοσύνης, ομοίως δε και του ασπλάχνου πλουσίου.

Αλλού ο ι. πατήρ λέγει ότι το «μη λοιδορείν» είναι ελάχιστο μέρος αρετής, κι όμως και η έλλειψη αυτού του μέρους εκβάλλει από τη βασιλεία. Και η σωφροσύνη είναι μέρος μόνον αρετής, αλλά χωρίς αυτήν κανείς δεν πρόκειται να δη τον Κύριο. Και η ταπεινοφροσύνη επίσης είναι «μόριον αρετής», «αλλ’ όμως καν ετέρα τις επιτελέση καλά, ταύτην δε μη κατορθώση, ακάθαρτος παρά τω Θεώ». Αυτό το συμπεραίνει ο Χρυσόστομος από το φαρισαίο, ο οποίος «μυρίοις κομών αγαθοίς, εντεύθεν πάντα απώλεσεν»

Παρά ταύτα στο Χρυσόστομο είναι ευδιάκριτη μια ιεράρχηση στον τονισμό των αρετών, όπου προεξάρχουν η ταπεινοφροσύνη και η αγάπη, η ταπεινοφροσύνη σα θεμέλιο και αφετηρία ή δε αγάπη σαν κορωνίδα, η πρώτη σαν αρχή και βάση, η δεύτερη σαν τέλος και σκοπός, εκείνη σαν προυπόθεση, αυτή σαν υπόθεση όλων των αρετών. Σε ίσο τονισμό αναφέρει και την ελεημοσύνη, την οποία όμως , όπως θα δούμε, εντάσσει σα στοιχείο στην αγάπη



ΚΕΙΜΕΝΟ 1. 

 Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : 

Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ   ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, τ. 31.



Όσοι υπερηφανεύονται για τα καλά τους έργα και δεν έχουν πίστη στο Θεό, μοιάζουν με λείψανα νεκρών, που είναι ντυμένα με ωραία ρούχα, αλλά δεν αισθάνονται την ωραιότητά τους. Σε τι ωφελείται, δηλαδή, ο άνθρωπος, όταν έχει ψυχή ντυμένη με καλά έργα αλλά νεκρή; Τα έργα γίνονται για τον Κύριο και με την ελπίδα των επουράνιων βραβείων. «Αν, λοιπόν, αγνοείς Εκείνον που προκηρύσσει τα βραβεία, τότε για ποιόν αγωνίζεσαι;


Για να φάει κανείς, πρέπει να είναι ζωντανός. Όποιος δεν έχει ζωή, δεν είναι δυνατό να δεχθεί τροφή. Για να ζήσει κανείς αιώνια, πρέπει να έχει πίστη στο Χριστό, πίστη που τρέφεται και με τα καλά έργα. Όποιος δεν έχει πίστη στο Χριστό, ακόμα κι αν κάνει καλά έργα, δεν είναι δυνατό να κερδίσει την αιώνια ζωή. Απεναντίας, και δίχως έργα, μπορεί κανείς να κληρονομήσει την ουράνια βασιλεία, αν έχει ζωντανή πίστη. Και θα σας το αποδείξω στη συνέχεια. Ο ληστής, που σταυρώθηκε μαζί με τον Κύριο, κέρδισε τον παράδεισο μόνο και μόνο με την πίστη του.


Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος έκανε πολλές ελεημοσύνες και προσευχές, αλλά δεν γνώριζε το Χριστό. Επειδή, λοιπόν, τα έργα δίχως την πίστη είναι νεκρά, ο αγαθός και δίκαιος Θεός, για να επιβραβεύσει τα έργα του Κορνήλιου, του έστειλε έναν άγγελό Του, που του είπε: «Κορνήλιε, οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν ως το Θεό, κι Αυτός δεν σε ξεχνάει» (Πρακ. 10:4). Θα απόρησε, βέβαια, ο εκατόνταρχος. «Μα αν οι προσευχές μου και οι ελεημοσύνες μου έγιναν δεκτές από το Θεό, τι μου λείπει ακόμα για να είμαι δίκαιο;», θα αναρωτήθηκε. Και ο άγγελος του εξήγησε: «Στείλε ανθρώπους στην Ιόππη και κάλεσε τον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός θα σε διδάξει, πως θα σωθείς κι εσύ και όλη η οικογένεια σου» (Πραξ. 11:13-14). Αν, λοιπόν, ο Κορνήλιος σώθηκε με όσα τον δίδαξε ο Πέτρος, αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατό να σωθεί μόνο με τα καλά του έργα. Χρειαζόταν και την πίστη.


Λένε για έναν ειδωλολάτρη φιλόσοφο, ότι, μπαίνοντας στο μέγαρο κάποιου άρχοντα και βλέποντας τους τοίχους καλυμμένους μ’ αστραφτερά μάρμαρα, την οροφή χρυσοστόλιστη και το πάτωμα στρωμένο μ’ ακριβά χαλιά, γύρισε κι έφτυσε τον οικοδεσπότη καταπρόσωπο και όταν τον ρώτησαν, γιατί το έκανε αυτό, απάντησε, πως, επειδή δεν ήταν δυνατό να φτύσει κάπου αλλού, μια και το σπίτι όλο ήταν τόσο λαμπρά διακοσμημένο, αναγκάστηκε να φτύσει στο πρόσωπο του άρχοντα.


Βλέπεις, πόσο καταγέλαστος γίνεται εκείνος που φροντίζει μόνο για τα εξωτερικά, τα υλικά, τα φθαρτά, και πόσο περιφρονείται από τους συνετούς ανθρώπους; Και πολύ σωστά, βέβαια. Γιατί, όταν στολίζεις τοίχους και πατώματα, αδιαφορείς όμως για την αθάνατη ψυχή και την αφήνεις με κουρέλια, την αφήνεις πεινασμένη και πληγωμένη, την αφήνεις να κατασπαράζεται από τα νοητά θηρία, πες μου, δεν είσαι αξιοκατάκριτος, δεν είσαι για γέλια και για κλάματα;


Αν χάσεις χρήματα, μπορείς ν’ αποκτήσεις πάλι το ίδιο, αν χάσεις το σπίτι σου, το ζώο σου, οτιδήποτε από τα υπάρχοντά σου. Αν, όμως, χάσεις την ψυχή σου, άλλη ψυχή δεν θα μπορέσεις ν’ αποκτήσεις. Κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός σου, κι αν κυριαρχείς στην οικουμένη, δεν θα μπορέσεις, δίνοντας όσα έχεις και την οικουμένη ολόκληρη, ν’ αγοράσει μια ψυχή.


Φοράς όχι ένα αλλά χίλια βασιλικά στέμματα; Αν το σώμα σου προσβληθεί από αγιάτρευτη αρρώστια, δεν θα μπορέσεις να αποκαταστήσεις την υγεία του, δίνοντας ακόμα και το βασίλειό σου ολόκληρο. Κι ας εξουσιάζεις τόσα και τόσα υγιή σώματα, τα σώματα των υπηκόων σου. Αυτό, λοιπόν, που δεν μπορείς να κάνεις για το σώμα σου, πολύ περισσότερο δεν μπορείς να το κάνεις για την ψυχή σου.



Ο Θεός μας έδωσε δυό χέρια, δυό πόδια, δυό μάτια, δυό αυτιά. Έτσι, αν το ένα απ’ αυτά πάθει κάποια βλάβη, μπορούμε να εξυπηρετηθούμε με το άλλο. Ψυχή, όμως, μας έδωσε μόνο μια. Αν τη χάσουμε, που θα βρούμε άλλη;


Η ψυχή, όταν κυριεύεται ολοκληρωτικά από ένα πάθος, εύκολα λέει και αδίσταχτα πράττει όσα προξενούν την οργή του Θεού, αφού γίνεται δούλα κάποιου άλλου κυρίου, που της επιβάλλει τα αντίθετα ακριβώς από τον Κύριο.

Η ψυχή, όταν απελπίζεται ολότελα για τη σωτηρία της, δεν απέχει πολύ από την παραφροσύνη. Τότε, αφού παραδώσει τα χαλινάρια της σωτηρίας της στις άλογες επιθυμίες, τρέχει ασυγκράτητη παντού, όπου υπάρχει αμαρτία, ώσπου να γκρεμιστεί στο βάραθρο της αιώνιας απώλειας.

Η ψυχή, όταν συμβιβαστεί με την αμαρτία, που είναι ανελέητη, επιδεικνύει τρομακτικά την ασθένειά της. Όπως το γουρούνι, όταν κυλιέται στη λάσπη, ευχαριστιέται, έτσι και η ψυχή, όταν αιχμαλωτιστεί από την κακή συνήθεια, δεν αντιλαμβάνεται τη δυσωδία των αμαρτιών της. Και όπως η γη, όσο σπόρο κι αν της ρίξεις, όταν δεν ποτιστεί από τη βροχή, δεν είναι δυνατό να δώσει σιτάρι, έτσι και η ψυχή, όσα λόγια κι αν σπείρεις μέσα της, όταν δεν φωτιστεί πρώτα από τις άγιες Γραφές, δεν είναι δυνατό να παρουσιάσει κάποιο καρπό αρετής. Τι δίνει η γη που δεν καλλιεργείται; Αγριόχχορτα, αγκάθια και τριβόλια. Τι κάνει η ψυχή που δεν καλλιεργείται πνευματικά; Άνομα και πονηρά έργα. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η γη, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τα’ αγριόχορτά της. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η ψυχή, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τα πάθη της, τόσο περισσότερες και βαρύτερες γίνονται οι αμαρτίες της, που την οδηγούν τελικά στο θάνατο.

Τι παράξενο, αλήθεια! Όλοι παρακολουθούν με το στόμα ανοιχτό τα φευγαλέα επίκαιρα θέματα της πρόσκαιρης τούτης ζωής για τα μελλοντικά και αιώνια θέματα, όμως, ούτε σκέψη δεν περνάει από το νου τους. Για τα φαγοπότια και τις σωματικές απολαύσεις είναι πάντα βιαστικοί, τις ψυχές τους όμως, τις αφήνουν να λιώνουν από πνευματική πείνα. Για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του σώματος φροντίζουν όσο μπορούν για την ψυχή, όμως, αδιαφορούν. Για το σώμα, όταν αρρωστήσει, και γιατρούς καλούν και φάρμακα χρησιμοποιούν και χρήματα πολλά ξοδεύουν, ώσπου να το θεραπεύσουν για την ψυχή, όμως, που υποφέρει από τη θανάσιμη αρρώστια της αμαρτίας, δεν κάνουν τίποτα. Και το χειρότερο είναι, ότι, υστερ’ από τόσες φροντίδες για το θνητό σώμα, όχι μόνο αυτό πεθαίνει, αλλά και η ψυχή καταδικάζεται στην ατελεύτητη κόλαση.

Επειδή, λοιπόν, λυπάμαι κατάκαρδα για την αφροσύνη, το σκοτισμό και την πώρωση των ανθρώπων, θα ήθελα να έχω φωνή τόσο βροντερή, που να φτάνει στου κόσμου τα πέρατα, και, αφού βρω ένα σημείο πολύ ψηλό, το πιο ψηλό της γης, ν’ ανέβω εκεί πάνω και να φωνάξω σ’ όλα τα έθνη και τις φυλές εκείνο που είπε ο προφήτης Δαβίδ: «Άνθρωπε, ως πότε θα είστε σκληρόκαρδοι (προσηλωμένοι στη γη);» (Ψαλμ. .4:3). Πονάω και κλαίω για το κατάντημά σας. Ναι, κλαίω, γιατί παραγνωρίζετε τη μακροθυμία του Θεού, που σας ανέχεται, περιμένοντας τη μετάνοιά σας, και δεν σας τιμωρεί παιδαγωγικά.

Δεν πρέπει, βλέπετε, να κλαίμε τον πληγωμένο, που βογγάει σπαραχτικά από τους πόνους, όταν ο γιατρός καυτηριάζει τις πληγές του γιατί τους πόνους, που προξενεί η καυτηρίαση, τους ακολουθείς η επούλωση των τραυμάτων. Ας κλαίμε τον πληγωμένο, που κείτεται στο κρεβάτι του πόνου δίχως καμιάν ιατρική φροντίδα γιατί οι πληγές του θα κακοφορμίσουν και θα τον οδηγήσουν στο θάνατο. Όμοια, στην περίπτωση μιας ψυχής πληγωμένης από την αμαρτία, δεν πρέπει να λυπόμαστε, όταν ο Θεός της επιβάλλει παιδαγωγικές τιμωρίες, γιατί αυτές τη θεραπεύουν. Ας λυπόμαστε και ας θρηνούμε για την ψυχή που αμαρτάνει χωρίς να τιμωρείται, γιατί την περιμένει τιμωρία αιώνια.

Όποιος καθαρίσει την ψυχή του από την αμαρτία και τη στολίσει με την αρετή, θα την κάνει κατοικία του Χριστού. Και ποιος είναι πιο μακάριος, ποιος είναι πιο ευτυχισμένος από κείνον που έχει στην ψυχή του το Χριστό, την Πηγή της ζωής, της χαράς, της αθανασίας;

Ο προφυλακισμένος εγκληματίας βασανίζεται ψυχικά από τη λύπη, ιδιαίτερα τη μέρα που πρόκειται να οδηγηθεί από τη φυλακή στο δικαστήριο. Εκεί, όταν, στο τέλος της δίκης, σηκωθεί από το εδώλιο για ν’ ακούσει την αυστηρή φωνή του δικαστή, που θ’ αναγγέλλει την καταδίκη του, παγώνει από το φόβο του και μοιάζει σαν νεκρός. Έτσι και η ψυχή, όταν στον κόσμο τούτο διαπράττει αμαρτίες, υποφέρει και στενοχωριέται. Πολύ περισσότερο, όμως, βασανίζεται, όταν, αφού εγκαταλείψει τον κόσμο, πρόκειται να οδηγηθεί στο φοβερό δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσει για τις πράξεις της. Γι’ αυτό συχνά τρέμει και φοβάται και κάνει πίσω, όταν έρθει η στιγμή ν’ αποχωριστεί από το σώμα. Γιατί τότε ακριβώς κάθε αμαρτία, που έκανε στην παρούσα ζωή, παρουσιάζεται μπροστά της σαν σκληρός κατήγορός της.

Ας φροντίσουμε, λοιπόν, την αθάνατη ψυχή μας, ας προτιμήσουμε τα ουράνια από τα γήινα και τα άφθαρτα από τα φθαρτά αγαθά, τα οποία εύχομαι ν’ απολαύσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.





ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ :

Προϋπόθεση της αρετής



Αν η πτώση και του εωσφόρου και του Αδάμ συνέβη «εξ απονοίας», η ταπεινοφροσύνη είναι το αντίδοτο της και η αρχή της επανόδου, είναι «αρχή φιλοσοφίας πάσης». Αυτή συνεπώς είναι η αρετή που έλκει το Πνεύμα, αφού οι αρετές αποκτώνται με τη χάρη, αυτή περιέχει δυνάμει όλες τις αρετές. Αντιστρόφως η υπερηφάνεια είναι η «πρώτη ορμή και κίνησις επί το κακόν», η αρχή της αμαρτίας και η ρίζα και το υπόβαθρο της.

Από την υπερηφάνεια πηγάζει η καταφρόνηση των φτωχών, η επιθυμία των χρημάτων, ο πόθος της δόξης, τα σχίσματα, οι αιρέσεις. Κ.λ.π. Και καταλήγει ο Χρυσόστομος «Ουδέν ουν υπερηφάνειας ίσον κακόν». Αυτή μεταβάλλει τον άνθρωπο σε δαίμονα. Γι’ αυτό ο Χρυσόστομος θεωρεί την ταπεινοφροσύνη σαν το πρώτο «φάρμακον» για την ηθική τελείωση και το κατ’ εξοχήν δραστικό και σίγουρο το θεμέλιον της χριστιανικής πολιτείας. Κι αν, λέγει, ο άνθρωπος συγκεντρώνει νηστεία, προσευχή, ελεημοσύνη, και πολλά άλλα, «χωρίς ταπεινοφροσύνης διαρρεί και απόλλυται άπαντα όπερ ουν και επί του φαρισαίου γέγονεν».



Η ταπεινοφροσύνη είναι αρχή της ηθικής τελειώσεως και επανόδου, διότι φέρνει τον άνθρωπο σε αυτογνωσία, η οποία είναι «ψυχική υγεία». Έτσι ερμηνεύει ο ι. πατήρ το «Ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 18,14). Όπως δηλαδή το υγιές σώμα είναι ανώτερο του κατεστραμμένου από νοσήματα, έτσι η ταπεινόφρων διάνοια είναι υψηλότερη της υπερηφάνου. Η «απόνοια», δηλαδή η υπερηφάνεια, είναι «νόσος», η δε ταπεινοφροσύνη «υγεία». Εκείνος που βλέπει τον πηλό σαν πηλό είναι ανώτερος από εκείνον που τον βλέπει σα χρυσό και τον θαυμάζει. Συνεπώς «από πολλού διανοίας ύψους» λέχθηκαν οι λόγοι «Εγώ είμι γη και σποδός».

Αν η αμαρτωλότητα του ανθρώπου μπορεί να οδηγήση σε ταπεινοφροσύνη, η αρετή και η καθαρότητα δεν πρέπει να οδηγή στην υπερηφάνεια. Επίσης οι συμφορές και η ευτέλεια της ανθρωπίνης φύσεως πρέπει να εμπνέουν τη γνήσια ταπεινοφροσύνη.



Ο Χρυσόστομος διακρίνει την «ταπεινοφροσύνην» από την «ταπείνωσιν» ταυτίζει τη δεύτερη με τη σημασία του ρήματος στο πρώτο σκέλος του ρητού «ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται». Η « ταπείνωσις» αναφέρεται και σαν κατάντημα της απληστίας, διότι αλλού λέγει, ότι δεν υπάρχει τίποτε «ταπεινότερον» (φαυλότερον, ευτελέστερο) από εκείνους που παραχώνουν τον εαυτό τους μέσα στα πλούτη και στις δόξες.

Η ταπεινοφροσύνη είναι η προυπόθεση των άλλων αρετών, «η θύρα της βασιλείας». Απ’ αυτή πέρασε ο Χριστός κι αυτή παρήγγειλε σ΄εμάς. Μακάρισε τους «ταπεινόφρονας», θαύμασε για την ταπεινοφροσύνη τους τον Ιωάννη Βαπτιστή, τον Πέτρο, τον Παύλο τον εκατόνταρχο, οι οποίοι συγκαταρίθμησαν τον εαυτό τους ανάμεσα στους τελευταίους. Η ταπεινοφροσύνη είναι ο χαρακτήρας του βασιλέως Χριστού και συνεπώς και των «υιών της βασιλείας» του.

Είναι λοιπόν ευνόητο ότι η δριμεία πολεμική του Χρυσοστόμου κατά της κενοδοξίας δεν ήταν πολιτική η κοινωνική η ταξική εναντίον των πλουσίων, αλλά πολεμική εναντίον της αντεσχατολογικής και διεστραμμένης αντιλήψεως περί «δόξης», η οποία εμφωλεύει κυρίως μεν στους πλουσίους, αλλά δεν απουσιάζει και από τους φτωχούς.

Γι’ αυτό και με ο κριτήριο αυτό αντιδιαστέλλει την «κενοδοξίαν» και την όνομα μόνο δόξης έχουσα, την επίγεια, από την αληθινή και ουράνια δόξα. Πολεμάει την κενοδοξία, διότι αυτή σβήνει την αγάπη της αιωνίου δόξης παρεμποδίζει την πίστη, αντιστρέφει τον προορισμό του ανθρώπου, μεταβάλλει τον πλησίον σε εχθρό, παρεμποδίζει και φθείρει την ελεημοσύνη, ματαιώνει τη νηστεία και την προσευχή, και με μια φράση «ουκ έστι τον ταύτης ερώντα ζήσαι βίον εσταυρωμένον».




Μεταθέτει λοιπόν η «απόνοια» ή «υπερηφάνεια» τον προορισμό του ανθρώπου από τον ουρανό στη γη και έτσι τον διαφθείρει. Εντοπίζοντας ο Χρυσόστομος εσχατολογικά τη «δόξα» στη θλίψη και στον εσταυρωμένο βίο, αποκαλεί την ταπεινοφροσύνη «αρχήν και τέλος της αρετής», και «μητέρα πάντων των αγαθών».



ΚΕΙΜΕΝΟ 2. 

 ΥΨΟΠΟΙΟΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : 

Ε.Π.Ε. εκδ.« ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, τ. 30


ΑΑν η αμαρτία, όταν είναι ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη, τρέχει τόσο γρήγορα στο δρόμο της θεϊκής ευσπλαχνίας, ώστε μπορεί να ξεπεράσει και την αρετή που τρέχει με αλαζονεία, τότε που δεν θα φτάσει η αρετή, όταν συνυπάρχει με την ταπεινοφροσύνη; Αν εκείνοι που ομολογούν τα αμαρτήματά τους, βρίσκουν έλεος από τον Κύριο, τότε πόσα στεφάνια δεν θα κερδίσουν εκείνοι που έχουν πλήρη επίγνωση των αγαθών τους πράξεων και παραμένουν ταπεινοί;


Έχεις πραγματοποιήσει αναρίθμητα καλά έργα; Έχεις αποκτήσει κάθε αρετή; Όλα αυτά είναι μάταια και ανώφελα, αν δεν συνοδεύονται από την ταπεινοφροσύνη. Κανένα, μα κανένα κατόρθωμα δεν μπορεί να σταθεί δίχως αυτήν.


Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με σώμα και ψυχή, δηλαδή μ’ ένα στοιχείο υλικό και μ’ ένα πνευματικό, είναι και τούτος. Όταν κυριεύεται από την αλαζονεία, να ταπεινώνεται από την ευτέλεια του φθαρτού σώματος και όταν του έρχεται λογισμός εξευτελιστικός για τη θεόπλαστη φύση του, να ενθαρρύνεται από την ευγένεια της αθάνατης ψυχής του. Γι’ αυτό είναι καλό να συλλογιζόμαστε την καταγωγή μας, να θυμόμαστε από τι και πώς δημιουργηθήκαμε.


Έβαλε ακόμα μέσα μας ο Θεός μεγάλες δυνάμεις αλλά και πολλές αδυναμίες. Έτσι, με τις δυνάμεις δοξάζεται η δική Του σοφία και με τις αδυναμίες περιορίζεται η δική μας υπερηφάνεια. Μας έδωσε, λ.χ., γλώσσα που μιλάει, ψάλλει, υμνεί τον Κύριο του σύμπαντος, διηγείται την ωραιότητα της κτίσεως, συζητάει για τα γήινα και τα επουράνια, για τα πρόσκαιρα και τα αιώνια. Και όλα αυτά, μολονότι είναι ένα μικρό κομμάτι σάρκας, που δεν έχει μέγεθος ούτε δύο δαχτύλων. Για να μη νομίζει, λοιπόν, η γλώσσα πώς είναι κάτι σπουδαίο και υπερηφανεύεται για τις θεόσδοτες ικανότητες της, πολλές φορές, με θεία παραχώρηση, πληγώνεται ή πρήζεται. Έτσι μαθαίνει ότι, ενώ μπορεί να μιλάει για πράγματα αθάνατα, η ίδια είναι θνητή και ενώ ο Θεός, τον οποίο κηρύσσει, είναι παντοδύναμος, η ίδια είναι αδύναμη.


Μας έδωσε ακόμα ο Πλάστης μας το μάτι, τον μικρό αυτό βολβό, με τον οποίο ατενίζουμε ολόκληρη την κτίση. Και για να μην υπερηφανεύεται το μάτι, έχοντας τέτοια θαυμαστή ικανότητα, προσβάλλεται συχνά από διάφορες παθήσεις, που μειώνουν ή και αποσβήνουν την όραση. Έτσι μαθαίνει τι είναι στην πραγματικότητα, μαθαίνει όμως και να δοξάζει, μέσω της ορατής κτίσεως, το Δημιουργό.


Σκέψου τώρα, αν ο άνθρωπος, μολονότι σέρνει μαζί του τόσες αδυναμίες, συχνά ξεχνάει την ελεεινότητα του και ξεσηκώνεται με θρασύτητα εναντίον του Ευεργέτη του, μέχρι που θα έφτανε η έπαρσή του, αν ήταν ολότελα απαλλαγμένος από τις αδυναμίες αυτές;


Βάλε, λοιπόν, καλά στο νου σου εσύ, ο ψηλομύτης, ότι ο πλησίον σου, που δεν καταδέχεσαι ούτε να τον κοιτάξεις, είναι κι αυτός άνθρωπος όμοιος και ισότιμος μ’ εσένα. Φτωχός είν’ εκείνος κι εσύ πλούσιος; Αγράμματος είν’ εκείνος κι εσύ μορφωμένος;; άσημος είν’ εκείνος κι εσύ ένδοξος; Τι σημασία έχουν όλα αυτά τα πρόσκαιρα και μάταια; Δεν αποτελεί και ο συνάνθρωπός σου μιαν εικόνα του Θεού; Γιατί, λοιπόν, τον περιφρονείς; Δεν καταλαβαίνεις ότι στο πρόσωπό του περιφρονείς τον ίδιο το Θεό; Γιατί δεν τον εξυπηρετείς, δεν τον περιποιείσαι, δεν τον τιμάς; Επειδή, το ξέρω, τον θεωρείς κατώτερό σου.

Και σε ρωτάω: Πόσο κατώτεροι ήταν οι απόστολοι από το Χριστό; Άνθρωποι αυτοί, Θεός Εκείνος. Αγράμματος αυτοί, πάνσοφος Εκείνος. Πάμφτωχοι αυτοί, πάμπλουτος Εκείνος. Και όμως, ο Κύριος καταδέχθηκε να πλύνει τα πόδια τους. Δεν θα ‘πρεπε να κάνεις κι εσύ τουλάχιστον το ίδιο στους συνανθρώπους σου; Αλλά μήτε να τ’ ακούσεις δεν μπορείς!


Αν δεν μιμηθείς το Χριστό στην ταπείνωση, δεν θα έχεις θέση κοντά Του στη μέλλουσα ζωή. Το αιώνιο συμφέρον σου, επομένως, επιβάλλει να μην υπερηφανεύεσαι για τα’ αγαθά και τα πλούτη σου. Αυτό επιβάλλει, όμως, κα το πρόσκαιρο γήινο συμφέρον σου. Γιατί κανένας άνθρωπος δεν προκαλεί τόσο το φθόνο των άλλων, όσο ο πλούσιος.

Όταν, μάλιστα, ο πλούσιος είναι και υπερφίαλος, τότε μισείται δύο φορές. Ο ταπεινός, αντίθετα, μετριάζει το μίσος που αισθάνονται γι’ αυτόν οι άλλοι. Αν, επιπλέον, είναι ελεήμων, κερδίζει και την αγάπη τους. Έτσι κατέχει με μεγαλύτερη ασφάλεια τα υπάρχοντά του. Τόσο σπουδαία είναι η ταπεινοφροσύνη δεν μας χαρίζει μόνο την ουράνια βασιλεία, αλλά μας ωφελεί και σε τούτο τον κόσμο.

Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, ούτε για τον πλούτο μας ούτε για κανένα προτέρημά μας. Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη φύση μας, ας σκεφτούμε τις αμαρτίες μας, ας μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Η αυτογνωσία θα βάλει στην ψυχή μας την ταπεινοφροσύνη. Εκείνος, μάλιστα, που θεωρεί πως δεν έχει καμιάν αξία, αυτός είναι που έχει γνωρίσει καλά τον εαυτό του.


Τίποτα δεν είναι τόσο αρεστό στον Κύριο, όσο το ταπεινό φρόνημα. «Διδαχθείτε από το δικό μου παράδειγμα», είπε «γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11:29). Και πραγματικά, αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, μολονότι Υιός του μεγάλου Θεού, θα διάλεγε ως μητέρα μιαν άσημη κόρη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο δημιουργός του ορατού και αόρατου κόσμου, θα κατέβαινε από τον ουρανό στη γη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο εξουσιαστής του πλούτου όλη της κτίσεως, θα καταδεχόταν να ξαπλωθεί μέσα σ’ ένα φτωχικό παχνί; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο αναμάρτητος και αθώος, θα μαστιγωνόταν, θα χλευαζόταν, θα πέθαινε πάνω στο σταυρό, για τη σωτηρία των αμαρτωλών και ένοχων ανθρώπων;

Τόσο ταπεινός είναι, ώστε θυσιάστηκε για τις αμαρτίες που εμείς κάναμε. Τόσο ταπεινός είναι, ώστε, Θεός αυτός, παρακαλάει και ικετεύει εμάς, τα πλάσματά Του, να μετανοήσουμε, για να μην καταστραφούμε.


Έχεις, λοιπόν, ταπεινό φρόνημα; Μη θαυμάζεις τον εαυτό σου! Σκέψου πόσο χαμηλά κατέβηκε ο Κύριος σου, και τότε όχι μόνο δεν θα θαυμάσεις, αλλά και θα περιγελάσεις τον εαυτό σου. Ακόμα κι αν ήσουνα ο ταπεινότερος απ’ όλους τους ανθρώπους, δεν θα είχες κάνει τίποτα το σπουδαίο, μπροστά σ’ αυτό που έκανε ο Χριστός. Ποιο θα είναι το κέρδος σου, άλλωστε, αν η ταπεινοφροσύνη σε οδηγήσει στην υπερηφάνεια;

Και όποιος λέει, πως είναι καλύτερα να κατορθώνουμε μιαν αρετή και να υπερηφανευόμαστε, παρά να πέφτουμε σ’ ένα αμάρτημα και να ταπεινωνόμαστε, αυτός αγνοεί τη ζημιά που προξενεί η αλαζονεία και το κέρδος που επιφέρει η ταπεινοφροσύνη. Γιατί ο άνθρωπος που κατορθώνει κάτι και υπερηφανεύεται γι’ αυτό, γρήγορα θα πέσει, όπως έχει αποδείξει η πείρα, στην έσχατη απώλεια. Απεναντίας, εκείνος που πέφτει σ’ ένα παράπτωμα και ταπεινώνεται από την πτώση του, και εμπειρότερος γίνεται και γρήγορα ξανασηκώνεται, αν βέβαια θέλει, και επανορθώνει το σφάλμα του.


Ωστόσο, θα μου πείτε, πολλοί απ’ αυτούς που προχωρούσαν σταθερά στον σωστό δρόμο πριν δοκιμάσουν πειρασμούς, έπεσαν σε παραπτώματα όταν τους βρήκαν πειρασμοί. Σας απαντώ, λοιπόν; Ποιος ειν’ εκείνος που γνωρίζει καλά, αν κάποιος βαδίζει στον σωστό δρόμο, εκτός από τον παντογνώστη Κύριο, το δημιουργό μας, που δεν αγνοεί καμιά πράξη, κανένα λόγο, κανένα αίσθημά μας; Γιατί, πολλές φορές, άνθρωποι που εμείς τους θεωρούμε χρηστούς και ενάρετους, είναι ανήθικοι και ανέντιμοι.

Ας τους αφήσουμε, όμως, αυτούς και ας μιλήσουμε για τους άλλους, που πραγματικά ζουν με χρηστότητα. Και όλες τις αρετές να έχουν αποκτήσει, αν έχουν παραμελήσει τη σπουδαιότερη, την ταπεινοφροσύνη, εγκαταλείπονται από το Θεό, για να συνειδητοποιήσουν έτσι ότι όσα κατόρθωσαν δεν οφείλονται στη δική τους δύναμη, αλλά στη δική Του χάρη, βοήθεια και προστασία. Γιατί ο φιλάνθρωπος Κύριος πάντα συντρέχει τους πιστούς και ταπεινούς δούλους Του. Θα σας θυμίσω δυό-τρία σχετικά περιστατικά από τη Γραφή.

Όταν ο βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ και οι Φιλισταίοι βοσκοί έδιωξαν άδικα τον Ισαάκ από τα χωράφια του κι από τα πηγάδια που με τόσο κόπο είχε ανοίξει, αυτός δεν φέρθηκε μικρόψυχα, δεν αγανάκτησε, δεν λιποψύχησε, δεν είπε και δεν σκέφτηκε τίποτα κακό μήτε για τους ανθρώπους, που τον αδίκησαν, μήτε για το Θεό, που δεν τον υπερασπίστηκε. Υπέμεινε το διωγμό ταπεινά κι έφυγε γι’ άλλη περιοχή. Γι’ αυτό ο Κύριος τον τίμησε και τον βοήθησε υπερβολικά. Του φανερώθηκε την ίδια νύχτα και του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου Αβραάμ. Μη φοβάσαι! Είμαι μαζί σου και θα σ’ ευλογήσω» (Γεν. 26:24).

Σαν άκουσε τα λόγια τούτα ο δίκαιος Ισαάκ, παρηγορήθηκε και εγκαρδιώθηκε. Η θεϊκή υπόσχεση δεν άργησε να εκπληρωθεί. Κοίτα πόση δύναμη έχει η ταπείνωση! Εκείνοι που πρωτύτερα τον είχαν διώξει, ήρθαν τώρα να τον συναντήσουν, να του ζητήσουν συγγνώμη και να ομολογήσουν τη δύναμή του. «Είδαμε πια καθαρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου», του είπαν (Γεν. 26:28). Και ποιος μπορεί να είναι δυνατότερος από κείνον που έχει το Θεό μαζί του;


Ας δούμε τώρα πως ταξίδεψε σε ξένη γη ο γιός του Ισαάκ, ο Ιακώβ, όταν τον καταδίωκε ο αδελφός του, γιατί μεγάλη ωφέλεια θ’ αποκομίσουμε κι απ’ αυτό. «Καθώς πήγαινε προς τη Χαρράν», λέει η Γραφή, «έδυσε ο ήλιος. Και αφού πήρε ένα λιθάρι, το έβαλε για προσκέφαλό του και κοιμήθηκε στον τόπο εκείνο» (Γεν. 28:10-11). Βλέπεις φιλοσοφική διάθεση, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια; Βλέπεις μεγαλοψυχία και απλότητα σ’ έναν νέο από πλούσια οικογένεια, αναθρεμμένο με κάθε φροντίδα και περιποίηση; Μια πέτρα χρησιμοποίησε για προσκέφαλο και πάνω στο χώμα πλάγιασε για να κοιμηθεί. Και αξιώθηκε να δει τον ίδιο τον Κύριο, που του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ, των πατέρων σου. Μη φοβάσαι! ... Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε προστατεύω σε κάθε δρόμο σου, όπου κι αν πας» (Γεν. 28:13,15).

Αν, λοιπόν, θέλεις να είναι πραγματικά μεγάλα τα κατορθώματά σου, ούτε μεγάλα να τα θεωρήσεις ούτε στον εαυτό σου να τα’ αποδώσεις ποτέ. Πάντα να ομολογείς ότι στη χάρη του Θεού οφείλονται όλα. Έτσι κάνεις τον Κύριο οφειλέτη σου, όχι μόνο για τα κατορθώματά, αλλά και για την ευγνωμοσύνη, τη μετριοφροσύνη, την ταπείνωσή σου. Έτσι κερδίζεις και την αγάπη, τη συμπάθεια, την ευμένεια των ανθρώπων γιατί κανένας δεν είναι τόσο αγαπητός και συμπαθητικός, όσο ο ταπεινός.

Η ταπείνωσή σου, όμως, πρέπει να είναι γνήσια και πηγαία, όχι υποκριτική ή επιφανειακή. Να είναι αμετάπτωτη και να εκδηλώνεται όμοια σ’ όλους, είτε φίλοι είναι είτε εχθροί, είτε μεγάλοι είτε μικροί. Να μην αποτελεί μόνο χαρακτηριστικό της εξωτερικής σου συμπεριφοράς, αλλά και βίωμα της καρδιάς σου.

Την αληθινή ταπεινοφροσύνη, που είναι συνδυασμένη με τη διάκριση, μπορεί να σου τη διδάξει ένα περιστατικό από το Ευαγγέλιο:

«Όταν ο Ιησούς και οι μαθητές Του ήρθαν στην Καπερναούμ, πλησίασαν τον Πέτρο οι εισπράκτορες του φόρου για το ναό και του είπαν: «Ο δάσκαλος σας δεν πληρώνει τις δύο δραχμές του φόρου;» (Ματθ. 17:24).

Παρατήρησε ότι δεν τόλμησαν να μιλήσουν στο Χριστό, αλλά στον Πέτρο και σ’ αυτόν όχι επιθετικά, αλλά συγκρατημένα. Δεν κατηγόρησαν τον Κύριο. Απλώς ρώτησαν με συστολή: «Δεν πληρώνει;». Γιατί δεν πίστευαν, βέβαια, πως ήταν Υιός του Θεού, Τον σέβονταν όμως για τα θαύματα που έκανε.


Τι απάντησε, λοιπόν, ο Πέτρος; «Ναι, πληρώνει». Μα μόλις μπήκε στο σπίτι, όπου έμενε, και πριν πει τίποτα τον πρόλαβε ο παντογνώστης Κύριος και του είπε: «Τι γνώμη έχεις, Σίμων; Οι βασιλιάδες της γης από ποιους εισπράττουν φόρους; Από τους δικούς τους γιούς ή από τους ξένους;». «Από τους ξένους», αποκρίθηκε ο Πέτρος. «Επομένως οι γιοί τους απαλλάσσονται από την πληρωμή των φόρων», συμπέρανε ο Ιησούς (Ματθ. 17:25-26).

Τι εννοούσε μ’ αυτό; Ότι αφού οι γιοί των επίγειων βασιλιάδων απαλλάσσονται από τη φορολογία, πολύ περισσότερο Εκείνος, ο Γιος του ουράνιου Βασιλιά και Βασιλιάς ο ίδιος. Ωστόσο πρόσθεσε: «Για να μη σκανδαλίσουμε, πάντως, τους εισπράκτορες του φόρου, πήγαινε στη θάλασσα, ρίξε τα’ αγκίστρι και πάρε το πρώτο ψάρι που θα βγάλεις, άνοιξε το στόμα του και θα βρεις μέσα ένα τετράδραχμο, παρ’ το και δωσ’ τους το, για μένα και για σένα» (Ματθ. 17:27).


Βλέπεις ότι δεν αρνείται να πληρώσει το φόρο, ούτε και προστάζει απλά τον Πέτρο να τον πληρώσει. Πληρώνει, αφού πρώτα αποδεικνύει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Γιατί; Για να μη σκανδαλιστούν οι εισπράκτορες και οι μαθητές Του. Δεν δίνει δηλαδή το φόρο σαν υποχρεωμένος σε πληρωμή, αλλά για την αδυναμία εκείνων.

Και για ποιο λόγο δεν τους λέει να δώσουν το φόρο από το ταμείο τους; Για να δείξει και σε τούτη την περίσταση ότι είναι Θεός και Κύριος του σύμπαντος, ότι εξουσιάζει και τη θάλασσα. Προείπε, λοιπόν, ότι από το βυθό της θα πιαστεί ένα ψάρι, που θα πληρώσει το φόρο. Και πραγματικά, με τη βουλή και το πρόσταγμά Του, πιάστηκε το ψάρι, που είχε στο στόμα του ένα τετράδραχμο. Αυτό το νόμισμα προσφέροντάς Του ως δώρο η θάλασσα, έδειξε την υποταγή της στο δημιουργό της. Αλλά και ο Κύριος έδειξε την ταπείνωσή Του, πληρώνοντας φόρο στους εισπράκτορες – ο Θεός στους ανθρώπους, ο Πλάστης στα πλάσματα, ο ευεργέτης στους οφειλέτες.

Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, για τίποτα. Ας θεωρούμε τον εαυτό μας τιποτένιο. Είμαστε αμαρτωλοί; Αν το παραδεχόμαστε και το ομολογούμε με συντριβή, όπως ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής, γινόμαστε δίκαιοι. Είμαστε δίκαιοι; Αν πιστεύουμε ταπεινά πώς είμαστε αμαρτωλοί, γινόμαστε δύο φορές δίκαιοι. Γιατί «ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους, στους ταπεινούς όμως δίνει τη χάρη Του» (Ιακ. 4:6).



ΚΕΙΜΕΝΟ 3. 

ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ-ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ:

Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΙΩ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, τ. 30


Αν θέλεις να συνετίσεις έναν υπερήφανο άνθρωπο, μη μεταχειριστείς πολλά λόγια. Θύμισέ του μόνο την ανθρώπινη φύση του και τη ρήση του σοφού Σειράχ: «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη;» (10:9). Κι αν εκείνος σου πει, ότι χώμα και στάχτη θα γίνει μετά το θάνατό του, δωσ’ του να καταλάβει ότι και τώρα, που ζει, δεν είναι τίποτα περισσότερο. Ας μην ξεγελιέται, βλέποντας την ομορφιά του, έχοντας την υγεία του, νιώθοντας τη δύναμη του, απολαμβάνοντας τις χαρές της σύντομης επίγειας ζωής. Χώμα και στάχτη είναι, «αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του» (σοφ. Σειρ. 10:9).

Ας παρατηρήσει ο καθένας μας, πόσο ασήμαντη είναι η ύπαρξή μας. Ας μην περιμένει τη μέρα του θανάτου του, για να συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του. Ας την αντιληφθεί από τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τη σκέψη του μέσα του και γύρω του, στον εαυτό του και στους άλλους. Ας μη χάσει, όμως, το θάρρος του, διαπιστώνοντας την ανθρώπινη φθαρτότητα. Ο Θεός δεν έκανε έτσι τα πράγματα επειδή μας μισεί, αλλ’ απεναντίας επειδή μας αγαπά και νοιάζεται για μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο μας παρέχει πολλές αφορμές, για να γινόμαστε ταπεινοί. Αλήθεια, αν ο άνθρωπος, παρόλο που είναι πλασμένος από το χώμα της γης, τόλμησε να πει, «Θ’ ανέβω στον ουρανό» (Ης. 14:13), που θα έφτανε με το λογισμό του, αν δεν τον συγκρατούσε σαν χαλινάρι η αδύναμη φύση του;


Όταν, λοιπόν, δεις κάποιον να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να τεντώνει το λαιμό του. ν’ ανασηκώνει τα φρύδια του, να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια, να απειλεί, να κάνει κακό στους συνανθρώπους του, πες του: «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη, αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του;» (Σοφ. Σερ. 10:9).

Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κοινό άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτόν που κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μην κοιτάς τη βασιλική πορφύρα, το στέμμα, τα χρυσοκέντητα ενδύματα. Κοίτα και στοχάσου την ανθρώπινη φύση του βασιλιά. Τότε θ’ αναφωνήσεις κι εσύ μαζί με τον προφήτη: «Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι κι η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο». (Ης. 40:6).

Γιατί, λοιπόν, υπερηφανεύεσαι, άνθρωπέ μου; Κατέβα από τα ύψη της ανόητης αλαζονείας σου και εξέτασε την ευτέλειά σου. Χώμα και στάχτη είσαι, καπνός και σκιά, χορτάρι κι αγριολούλουδο. Τι πιο γελοίο από το να καμαρώνεις; Εξουσιάζεις μήπως πολλούς ανθρώπους; Και τι ωφελείσαι, όταν εξουσιάζεις ανθρώπους και εξουσιάζεσαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκείνον που στο σπίτι του δέρνεται από τους υπηρέτες του και στην αγορά εμφανίζεται καμαρωτός, επειδή έχει άλλους κάτω από την εξουσία του. Μακάρι να ήσουνα εξουσιαστής των παθών σου και όμοιος μ’ όσους συναντάς στην αγορά. Αν, λοιπόν, είναι αξιοκατάκριτος όποιος υπερηφανεύεται για τις πραγματικές αρετές του, δεν είναι στ’ αλήθεια γελοίος όποιος υπερηφανεύεται για πράγματα ολότελα τιποτένια;

Ταλαίπωρε άνθρωπε! Η ψυχή σου λιώνει από την φοβερή αρρώστια, την αρρώστια της αμαρτίας, κι εσύ καμαρώνεις για τα πολλά σου χρήματα και κτήματα; Μα όλα τούτα δεν είναι δικά σου. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, κοίτα τι έγινε μ’ εκείνους που έζησαν πριν από σένα. Αν, πάλι, είσαι τόσο μεθυσμένος από τα πλούτη ή τη δόξα και δεν διδάσκεσαι από τα παθήματα των άλλων, περίμενε λίγο, και θα γνωρίσεις από το δικό σου πάθημα τη ματαιότητα των επίγειων αποκτημάτων και απολαύσεων. Όταν θα φεύγες από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και δεν θα έχεις πια στην εξουσία σου ούτε μιαν ώρα, όλα όσα διαθέτεις, χωρίς να το θέλεις, θα τα’ αφήνεις σε άλλους ίσως μάλιστα σ’ εκείνους που πρωτύτερα δεν ήθελες καν ν’ αντικρίσεις.

Ο άνθρωπος και τ’ ανθρώπινα δεν είναι, θα το ξαναπώ, παρά χώμα και στάχτη και καπνός και σκιά και ό,τι πιο μηδαμινό απ’ αυτά. Γιατί, πες μου, τι ειν’ εκείνο που θεωρείς μεγάλο; Ένα πολιτειακό αξίωμα; Ποιο; Το αξίωμα του υπάτου; Βέβαια, πολλοί νομίζουν ότι μεγαλύτερο αξίωμα δεν υπάρχει. Ε, λοιπόν, από τον άνθρωπο που ανέβηκε τόσο ψηλά, τίποτα λιγότερο δεν έχει ένας άλλος, που δεν είναι ύπατος. Και οι δύο στην ίδια ανθρώπινη κατάσταση βρίσκονται. Και οι δύο υστερ’ από λίγο δεν θα υπάρχουν.

Πότε έγινε ύπατος; Και για πόσον καιρό έμεινε ύπατος; Πες μου! Για δυό μέρες; Μα αυτό γίνεται και στα όνειρα. Ναι, αλλά είναι όνειρα, απαντάς. Ε, και; Όσα συμβαίνουν την ημέρα δεν είναι όνειρα; Γιατί να μην τα λέμε κι αυτά όνειρα; Όπως όταν ξημερώσει αποδεικνύεται ότι τα όνειρα δεν είναι τίποτα, έτσι και όταν νυχτώσει, αποδεικνύεται ότι τα γεγονότα της ημέρας δεν είναι τίποτα. Και όπως την ημέρα δεν δοκιμάζει κανείς ευχαρίστηση από τα όνειρα που είδε τη νύχτα, έτσι και τη νύχτα δεν δοκιμάζει καμιάν απόλαυση απ’ όσα έγιναν την ημέρα.

Έγινες, λοιπόν, ύπατος; Έγινα κι εγώ τη νύχτα στ’ όνειρό μου. Ναι, λες, αλλά εγώ έγινα πραγματικά, ενώ εσύ φανταστικά. Και τι μ’ αυτό; Δεν έχεις τίποτα περισσότερο από μένα, εκτός από το ότι οι άνθρωποι λένε για σένα. «Ο τάδε είναι – ή ήταν – ύπατος», κι από τη φράση τούτη δοκιμάζεις μια κενόδοξη ευχαρίστηση. Τέλειωσε η φράση; Εξαφανίστηκε και η ευχαρίστηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την πραγματικότητα; Τέλειωσε η υπατεία; Εξαφανίστηκε και η ευχαρίστηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την πραγματικότητα. Τέλειωσε η υπατεία; Εξαφανίστηκε η δόξα.

Ας δεχθούμε, όμως, ότι κάποιος έγινε ύπατος κι έμεινε στο αξίωμα αυτό όχι για δυό μέρες, αλλά για δυό ή τρία ή τέσσερα χρόνια. Σε ρωτάω, λοιπόν, που είναι όσοι διετέλεσαν ύπατοι για δέκα χρόνια; Πουθενά. Τους ξέχασαν όλοι. Σκέψου τώρα τον απόστολο Παύλο. Ξεχάστηκε μήπως κι αυτός; Όχι, Ονομαστός ήταν όσο ζούσε, περισσότερο ονομαστός έγινε αφού πέθανε, κοσμοξάκουστος είναι και σήμερα, τόσους αιώνες μετά την κοίμησή του. Και αυτό μόνο στη γη. Γιατί ποια λόγια μπορούν να παραστήσουν τη δόξα και τη λαμπρότητά του στον ουρανό;

Όπως βλέπουμε τα κύματα, τη μια στιγμή ν’ ανεβαίνουν σε τεράστιο ύψος και την άλλη να χαμηλώνουν, έτσι βλέπουμε και όσους κυριεύονται από αλαζονεία για τα πλούτη τους ή τη δόξα τους, τη μια στιγμή να είναι ψηλά και την άλλη να ταπεινώνονται ελεεινά. Αυτούς υπαινίσσεται ο μακάριος Δαβίδ, όταν λέει: «Μην ταράζεσαι, όταν ένας άνθρωπος πλουτίζει ή όταν μεγαλώνει η δόξα του σπιτιού του» (Ψαλμ. 48:17), Καλά είπε: «Μην ταράζεσαι». Γιατί, υστερ’ από λίγο, θα δεις τον πλούσιο ή τον δοξασμένο να είναι πεσμένος χάμω, νεκρός και ακίνητος, γυμνωμένος από τα επίγεια αγαθά. Τίποτε απ’ αυτά δεν μπορεί να πάρει μαζί του. Τα’ αφήνει όλα εδώ και φεύγει για πάντα, φορτωμένος μόνο με την κακία του και τις αμαρτίες του.

Σωστά, λοιπόν, το πάθος αυτό έχει ονομαστεί κενοδοξία, που σημαίνει κενή, δηλαδή άδεια δόξα, γιατί ουσιαστικά είναι άδεια, δεν έχει τίποτα το χρήσιμο. Είναι σαν ένα προσωπείο με υπέροχα εξωτερικά χαρακτηριστικά, πού, καθώς είναι ψεύτικο και κανό από μέσα, μολονότι ωραιότερο από αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο, δεν κάνει πότε κανέναν να το ερωτευθεί. Τέτοια είναι και η τιμή, η υπόληψη, που θέλει ν’ απολαμβάνει κανείς από τον κόσμο, ή μάλλον πολύ χειρότερη. Γιατί τίποτα δεν αποξενώνει τόσο τον άνθρωπο από την φιλανθρωπία του Θεού, τίποτα δεν τον ρίχνει τόσο εύκολα στη φωτιά της κολάσεως όσο η κενοδοξία, η υπερηφάνεια, η έπαρση, η αλαζονεία.

Έχουμε υπερηφάνεια; Η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω κι αν είμαστε σωματικά αγνοί, έστω κι αν κάνουμε νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες. «Ακάθαρτος είναι μπροστά στο Θεό κάθε υπερήφανος», λέει η Γραφή (Παροιμ. 16:5). Και είναι τόσο μεγάλο κακό η κενοδοξία, όχι μόνο γιατί παρασύρει στην αμαρτία όσους κυριεύει, αλλά και γιατί συνοδεύει συχνά ακόμα και την αρετή. Αν δεν μπορέσει να μας βγάλει από το δρόμο της αρετής, μας βλάπτει χρησιμοποιώντας την ίδια την αρετή, καθώς μας αναγκάζει να υπομένουμε τους κόπους της, μας στερεί όμως τους καρπούς της. Δεν είναι δυνατόν, όταν κανείς επιθυμεί και την αρετή και τη δόξα, να πετύχει και τις δύο. Μπορεί, βέβαια, ν’ αποκτήσει και τις δύο, όταν επιδιώκει μόνο τη μία, την ουράνια αρετή, οπότε είναι δυνατό ν’ ακολουθήσει και η δόξα. Όταν, όμως, επιθυμεί και τις δύο, καμιά δεν θα πετύχει.


Εκείνος, δηλαδή, που κάνει μια καλή πράξη, προσπαθώντας να κερδίσει και τη δόξα των ανθρώπων, είτε μπορέσει ν’ αποκτήσει αυτή τη δόξα είτε όχι, παίρνει την αμοιβή του στην παρούσα ζωή, και καμιάν ανταμοιβή δεν θα πάρει για την καλή του πράξη στην άλλη ζωή. Γιατί; Επειδή στέρησε τον εαυτό του από τη γενναιοδωρία του Κυρίου, προτιμώντας τη μικρή δόξα των ανθρώπων από τη μεγάλη και αιώνια δόξα του δίκαιου Κριτή.


Από το άλλος μέρος, εκείνος που ασκεί κάποια πνευματική αρετή μόνο και μόνο για να είναι ευάρεστος στο Θεό, και την αρετή του διατηρεί ακέραιη και πλούτο αδαπάνητο αποταμιεύει στον ουρανό και παρηγοριά μεγάλη νιώθει από τη χρηστή προσδοκία της μελλοντικής αιώνιας ζωής. Αυτός, μαζί με τη θεϊκή ανταμοιβή του, που βρίσκεται ασφαλισμένη στο θησαυροφυλάκιο του ουρανού, θα γνωρίσει, χωρίς να το θέλει, και την ανθρώπινη δόξα. Γιατί τότε απολαμβάνουμε άφθονη τη δόξα, όταν αδιαφορούμε γι’ αυτήν, όταν δεν την επιζητούμε.


Έτσι, λοιπόν, όλα τα κερδίζει όποιος ταπεινά κάνει το καθετί για το Θεό, και όλα τα χάνει όποιος υπερήφανα επιδιώκει την τιμή των ανθρώπων.



ΑΓΑΠΗ :

υπόθεση της αρετής


Η δεύτερη εσχατολογική αρχή στην άσκηση είναι κατά το Χρυσόστομο η εντόπιση του σκοπού της στην αγάπη. Όταν δε ομιλεί για αγάπη, δεν την εννοεί σαν «αρετή», αλλά σαν κάτι περισσότερο αυτή είναι η «υπόθεσις», δηλαδή το υπόβαθρο, όλων των αρετών. Έτσι σαφώς στο Χρυσόστομο «αρετή» ή «δικαιοσύνη» είναι το σύνολο των αρετών. Εν τούτοις παρατηρούμε ότι μερικές φορές, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία, συγχωρεί κάποια υστέρηση σε μία αρετή, ‘όταν μάλιστα οι οδοί της μετάνοιας είναι πολλές. Αν λ.χ. δεν μπορεί κανείς να εισέλθει στη βασιλεία δια της προσευχής, του συνιστά να εισέλθει δια της ελεημοσύνης. Ουδέποτε όμως συγχωρεί την έλλειψη της αγάπης, που είναι «πάσης αρετής υπόθεσις». Στην πραγματικότητα, όταν λείπη η αγάπη, δεν λείπει μια αρετή, αλλά γίνονται μάταιες όλες. Η αγάπη είναι μητέρα των αγαθών και «ποιητική αρετής απάσης». Και «ένθα εστίν αγάπη, πάντα ανήρηται τα κακά»

Η αγάπη λοιπόν είναι ο σκοπός όλων των αρετών. Ο ίδιος ο Χριστός προτιμάει να διακοπή η λατρεία παρά να πληγή η αγάπη. Ο Χρυσόστομος τονίζει επίσης, ότι η άσκηση δεν ωφελεί σε τίποτε, όταν δεν οδηγή στην ανιδιοτελή αγάπη έχει δηλαδή σκοπό μόνον όταν και «τον έτερον ωφελή». Η άσκηση και τα χαρίσματα δεν μπορούν να έχουν χαρακτήρα ιδιοτελή. Κάθε αρετή είναι αρετή, όταν περιέχη αγάπη και οδήγηση σ΄αυτή. Έτσι μπορεί κανείς να καταλύση τη νηστεία και την εγκράτεια, όταν κινδυνεύη η αγάπη. Φυλάσσεται ο στόχος κι όχι το μέσον. Λέγει επί λέξει ο Χρυσόστομος για την αγάπη «Ταύτην προ των άλλων διατηρώμεν, ίνα και των άλλων δι’ αυτής επιτύχωμεν». Το μαρτύριο του αίματος και της ζωής είναι έκφραση της ανιδιοτελούς αγάπης στερημένο όμως απ’ αυτή, δεν έχει κανένα νόημα. «Ου γάρ ένι σωθήναι, μη τούτο (την αγάπην) έχοντα αλλά καν την άκραν φιλοσοφίαν ασκής, των δε λοιπών απολλυμένων αμελής, ουδεμίαν κτήση παρά τω Θεώ παρρησίαν». Η ακτημοσύνη χωρίς αγάπη είναι μάταιη, αφού και μετά το «πώλησον σου τα υπάρχοντα»ακολουθεί το «δεύρο ακολουθεί μοι», γίνε δηλαδή μαθητής μου, αγάπα. Σκοπός επομένως είναι η ίδια η αγάπη, το απαραίτητο γνώρισμα του μαθητού του Χριστού. Η ελεημοσύνη είναι ουσιαστικά σύνδεσμος αγάπης διότι αλλιώς θα μπορούσε να τρέφη τους φτωχούς ο Θεός.

Η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο ήταν η «φιλία», κι αυτή ήταν το χρώμα της ζωής. Μετά την πτώση όμως και την παρεισαγωγή της ιδιοτελούς αγάπης και επειδή για το Θεό τα πάντα σε σύγκριση με την αγάπη είναι δευτερεύοντα, θεραπεύει την πτώση με νέους θεσμούς αγάπης. Γι’ αυτό κι εκτός από την κοινή καταγωγή και τη συγγένεια, επεισάγει και το γάμο, τα διάφορα σχήματα δουλείας, τις εξουσίες, τις ανάγκες, και γενικά την αλληλεξάρτηση των ανθρώπων.

Συμπερασματικώς ο απώτατος σκοπός όλων των αρετών, του αγώνος κατά τον παρόντα βίο, της ασκήσεως, των διαφόρων θεσμών και μεθόδων είναι ένας η αγάπη. Τα άλλα όλα είναι μέσα, η αγάπη είναι ο σκοπός. Όπως δια της αγάπης έγινε η δημιουργία και η οικονομία, έτσι και τώρα «δια τούτου μάλιστα σωζόμεθα πάντες», λέγει επιγραμματικά ο Χρυσόστομος.

Ο ανιδιοτελής χαρακτήρας της αγάπης τονίζεται στο Χρυσόστομο ιδιαιτέρως. Όπως, σύμφωνα με όσα προέκυψαν από την προηγούμενη εξέταση, τονίζει πολύ την αγάπη του φιλανθρώπου Θεού, έτσι με την ίδια έμφαση τονίζει και την αγάπη του ανθρώπου προς εκείνον. Αυτή όμως η δεύτερη αγάπη μπορεί να εκδηλωθή μόνο δια του αδελφού.

Ο ι. πατήρ καταβάλλει πολλές προσπάθειες να τεκμηριώση αυτή την αλήθεια. Έτσι την σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην προς Θεό αγάπη και την προς τον πλησίον αγάπη την παρομοιάζει με την σχέση ψυχής και σώματος, με το ψυχοσωματικό ενιαίο του ανθρώπου. Άλλοτε υποστηρίζει ότι ο Θεός αντί της προς αυτόν θυσίας προτιμάει την προς τον αδελφό αγάπη, επιπαρατηρώντας «Τα αυτού αφείς τα σα ζητεί». Η προς τον πλησίον αγάπη είναι μεν «Δευτέρα» αλλά και «ομοία». Οι δύο σχετικές εντολές, δηλαδή η της αγάπης του Θεού και της αγάπης του πλησίον, είναι κατά βάθος μία, διότι είναι ¨η μία συμπεπλεγμένη τη άλλη και συνημμένη». Εάν το «μείναι εν τω Θεώ» είναι αποτέλεσμα της αγάπης, η δε αγάπη της τηρήσεως των εντολών, η δε κύρια εντολή είναι «ίνα αγαπώμεν αλλήλους», τότε το «μείναι εν τω Θεώ» είναι αποτέλεσμα της προς αλλήλους αγάπης.

Έτσι η αγάπη προς τον πλησίον είναι τεκμήριο της αγάπης προς το Θεό, οι άνθρωποι απαρτίζουν μια οικογένεια, ο Θεός είναι ο πατέρας, οι άνθρωποι αφελφοί. Ο Χριστός άλλοτε μιλάει για δυό αγάπες κι άλλοτε για μία. Επίσης η αγάπη προς τον πλησίον είναι μέσο της αγάπης προς το Θεό αλλά και πρόκληση της αγάπης του Θεού προς εμάς. Η προς το Θεό αγάπη κρύωσε, επειδή κρύωσε η προς τον πλησίον.

Είναι πολύφυσικό ο ιεροκήρυκας και ποιμένας Χρυσόστομος να τονίζη ιδιαιτέρως την αγάπη προς τον πλησίον. Έτσι λοιπόν κατ’ αυτόν μόλις η αγάπη ανοίγεται προς τον άλλο, παίρνει χαρακτήρα ανιδιοτελή, διότι αποσκοπεί όχι «εις εαυτόν» αλλά στη σωτηρία του «πλησίον». Μεταβάλλεται κατά συνέπειαν η αγάπη από έκφραση αδυναμίας σε έκφραση δυνάμεως κι από συναίσθημα προάγεται σε πράξη. Γι’ αυτό άλλωστε «η αγάπη ούκ ασχημονεί», διότι «ου ζητεί τα εαυτής» διότι « πάντα είναι νομίζει τον αγαπώμενον» Σα «φιλούντα» ο Χρυσόστομος ορίζει «τον ζητούντα τα συμφέροντα τω φιλουμένω». Κι ο Παύλος άλλωστε τέτοια αγάπη συνιστά, κι ο ίδιος αναδείχθηκε λαμπρό της πρότυπο.

Η ιδιοτελής αγάπη απέχει από την ανιδιοτελή τόσο, όσο διαφέρει η αγάπη του Ιωσήφ από εκείνη της Αιγυπτίας. Η αγάπη εκείνης ήταν ιδιοτελής επιθυμία της σαρκός, η αγάπη του Ιωσήφ ήταν ανιδιοτελής αγάπη προς το δεσπότη ου. Η της Αιγυπτίας ήταν «δημώδης» και «αγοραίος» έρωτας και «νόσος μάλλον η αγάπη». Η δε χριστιανική εντολή της αγάπης του Θεού είναι η ένδειξη της κατ’ εξοχήν ανιδιοτελούς αγάπης, δια της οποίας ο πιστός γίνεται «όμοιος τω Θεώ».

Η ανιδιοτελής αγάπη, το γνώρισμα αυτό των μαθητών του Χριστού, είναι ανώτερη απ’ όλα τα θαύματα και τα θαυματουργά χαρίσματα, διότι και τον Παύλο λ.χ. τον θαυμάζουμε όχι για τα θαύματα που έκανε αλλά για το μέγεθος της αγάπης του. Αυτή είναι το πνεύμα της νέας ηθικής, το οποίο και βίωσε η πρώτη Εκκλησία. Η αγάπη ωφέλησε το κήρυγμα περισσότερο από τα θαύματα. Σήμερα, λέγει ο Χρυσόστομος για την εποχή του, τίποτε άλλο δεν είναι το σκάνδαλο παρά η έλλειψη της αγάπης, διότι εκείνο που πείθει δεν είναι τόσο τα σημεία όσο ο βίος.

Αυτή την αγάπη ο Χριστιανός τη ζη μέσα στα μυστήρια της Εκκλησίας με τρόπους εμπράκτους. Και δεν είναι βέβαια κάτι που υπερβαίνει την ανθρώπινη δύναμη, ακόμη και η προς τον εχθρό. Αυτό το απέδειξαν ο Μωϋσής, ο Δαυϊδ, ο Πέτρος. Ο Παύλος, και τόσοι άλλοι του χορού των αγίων.

Ο Χρυσόστομος διακρίνει σαφώς τις αγάπες σε διάφορα είδη:

α΄) Στη βιοτική, όπως είναι η κοσμική φιλία στις περιστάσεις της ζωής, στην εργασία, στη γειτονιά, στην ξενιτειά, η οποία είναι κι αυτή κάτι καλό. β΄) Στη φυσική, όπως είναι η αγάπη η πατρική, η μητρική, η υιική, η αδελφική, η συζυγική μία τέτοια αγάπη είναι συνήθως δυνατώτερη από εκείνη του προηγουμένου είδους. γ΄) Στην πνευματική αγάπη που είναι η ανώτερη απ’ όλες. Και οι μεν δύο πρώτες είναι αγάπες γήινες, η δε πνευματική προέρχεται άνωθεν. Η πρώτη πολλές φορές διαλύεται με ο πέρασμα του χρόνου, με την έκλειψη του συμφέροντος, με την αλλαγή της περιστάσεως, διότι έχει ιδιοτέλεια. Αλλά και η δεύτερη, η φυσική, είναι σαφώς γήινη αγάπη, αν και πολλές φορές αποδεικνύεται ανθεκτικώτερη από την πρώτη στον παρόντα βίο. Η πνευματική όμως δεν διαλύεται με τίποτε απ’ αυτά, ούτε με το χρόνο ούτε με τίποτε το γήινο, διότι δεν συνίσταται από τέτοια στοιχεία λαι συνθήκες.

Η υπεροχή της αγάπης έναντι όλων των άλλων αρετών έγκειται στο ότι αυτή δεν καταργείται. Η πίστη και η ελπίς παύονται και καταργούνται όταν φανούν τα πιστευθέντα και ελπισθέντα αγαθά, ενώ η αγάπη τότε εξυψώνεται περισσότερο και γίνεται σφοδρότερη. Η αγάπη είναι κατά τον Παύλο ανώτερη από την πίστη και την ελπίδα, εξηγεί ο Χρυσόστομος, επειδή μόνη αυτή διαβαίνει στην αιώνια ζωή, ενώ οι άλλες αρετές, πίστη, ελπίδα, νηστεία, ελεημοσύνη, κ.λ.π., σταματούν εδώ, όταν τερματίζεται ο αγώνας του παρόντος βίου η αγάπη αρχίζει από τον παρόντα βίο και αυξάνεται ατελεύτητα



ΚΕΙΜΕΝΟ 4. 

 Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΠΡΩΤ.ΚΕΙΜΕΝΟ:

Ε.Π.Ε. εκδ. «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

  ΕΡΓΑ ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, τ. 31, σελ. 333.


Ο Ο Κύριος είπε: «Όπου είναι συναγμένοι δύο ή τρεις στο όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ ανάμεσά του» (Ματθ. 18:20). Ώστε, λοιπόν, δεν βρίσκονται δύο-τρεις ενωμένοι στο όνομά του; Βρίσκονται, αλλά σπάνια. Άλλωστε δεν μιλάει για μιαν απλή σύναξη και ένωση ανθρώπων. Δεν ζητάει μόνο αυτό. Θέλει, μαζί με την ένωση, να υπάρχουν στους συναγμένους και οι άλλες αρετές. Μ’ αυτά τα λόγια, δηλαδή, θέλει να πει: «Αν κάποιος θα έχει εμένα σαν βάση και προϋπόθεση της αγάπης του στον πλησίον, και μαζί μ’ αυτή την αγάπη έχει και τις άλλες αρετές, τότε θα είμαι μαζί του».

Τώρα, όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν άλλα κίνητρα. Δεν βασίζουν στο Χριστό την αγάπη τους. Ο ένας αγαπάει κάποιον, γιατί κι εκείνος του δείχνει αγάπη, ο άλλος αγαπάει εκείνον που τον τίμησε και ο άλλος αγαπάει εκείνον που του φάνηκε χρήσιμος σε μιαν υπόθεσή του. Είναι δύσκολο να βρεις κάποιον που ν’ αγαπάει τον πλησίον μόνο για χάρη του Χριστού, γιατί σύνδεσμος των ανθρώπων είναι συνήθως τα υλικά συμφέροντα. Μια αγάπη, όμως, με τέτοια ελατήρια, είναι χλιαρή και πρόσκαιρη. Με το παραμικρό πρόβλημα – υβριστικό λόγο, χρηματική ζημιά, ζήλεια, φιλοδοξία ή κάτι άλλο παρόμοιο- η αγάπη αυτή, που δεν έχει θεμέλιο πνευματικό, διαλύεται.


Απεναντίας, η αγάπη που έχει αιτία και θεμέλιο το Χριστό, είναι σταθερή και ακατάλυτη. Τίποτα δεν μπορεί να τη διαλύσει, ούτε συκοφαντίες, ούτε κίνδυνοι, ούτε και απειλή θανάτου ακόμα. Εκείνος που έχει τη χριστιανική αγάπη, όσα δυσάρεστα κι αν πάθει από έναν άνθρωπο, δεν παύει να τον αγαπάει γιατί δεν επηρεάζεται από τα όποια παθήματά του, αλλά εμπνέεται από την Αγάπη, το Χριστό. Γι’ αυτό και η χριστιανική αγάπη, όπως έλεγε ο Παύλος, ποτέ δεν ξεπέφτει.


Και τι μπορείς, αλήθεια, να επικαλεστείς ως αιτία, για να πάψεις ν’ αγαπάς το συνάνθρωπό σου; Το ότι, ενώ εσύ τον τιμούσες, αυτός σ’ έβρισε; Ή το ότι, ενώ εσύ τον ευεργέτησες, αυτός θέλησε να σε βλάψει; Μα αν τον αγαπάς για το Χριστό, αυτές οι αιτίες θα σε κάνουν όχι να τον μισήσεις, αλλά να τον αγαπήσεις περισσότερο. Γιατί όλα όσα καταργούν τη συνηθισμένη συμφεροντολογική αγάπη, δυναμώνουν τη χριστιανική αγάπη. Πώς; Πρώτον, επειδή όποιος σου φέρεται εχθρικά, σου εξασφαλίζει αμοιβή από το Θεό και δεύτερον, επειδή αυτός, ως πνευματικά άρρωστος, χρειάζεται τη συμπάθεια και τη συμπαράστασή σου.


Έτσι, λοιπόν, όποιος έχει αληθινή αγάπη, εξακολουθεί ν’ αγαπάει τον πλησίον, είτε αυτός τον μισεί είτε τον βρίζει είτε τον απειλεί, με την ικανοποίηση ότι αγαπάει για το Χριστό αλλά και μιμείται το Χριστό, που τέτοιαν αγάπη έδειξε στους εχθρούς Του. Όχι μόνο θυσιάστηκε για κείνους που Τον μίσησαν και Τον σταύρωσαν, μα και παρακαλούσε τον Πατέρα Του να τους συγχωρέσει: «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λουκ. 23:34).


Η αγάπη, επίσης, δεν ξέρει τι θα πει συμφέρον. Γι’ αυτό ο Παύλος μας συμβουλεύει: «Κανείς να μην επιδιώκει ό,τι βολεύει τον ίδιο, αλλά ό,τι βοηθάει τον άλλο» (Α’ Κορ. 10:24). Μα ούτε και ζήλεια γνωρίζει η αγάπη, γιατί όποιος αγαπάει αληθινά, θεωρεί τα καλά του πλησίον σαν δικά του. Έτσι η αγάπη σιγά – σιγά μεταβάλλει τον άνθρωπο σε άγγελο. Αφού τον απαλλάξει από το θυμό, το φθόνο και κάθε άλλο τυρρανικό πάθος, τον βγάζει από την ανθρώπινη φυσική κατάσταση και τον εισάγει στην κατάσταση της αγγελικής απάθειας.


Πώς γεννιέται, όμως, μέσα στη ψυχή του ανθρώπου η αγάπη; Η αγάπη είναι καρπός της αρετής. Αλλά και η αγάπη, με τη σειρά της, γεννάει την αρετή. Και να πώς γίνεται αυτό; Ο ενάρετος δεν προτιμάει τα χρήματα από την αγάπη στο συνάνθρωπο του. Δεν είναι μνησίκακος. Δεν είναι άδικος. Δεν είναι κακολόγος. Όλα τα υπομένει με ψυχική γενναιότητα. Απ’ αυτά προέρχεται η αγάπη. Το ότι από την αρετή γεννιέται η αγάπη, το φανερώνουν τα λόγια του Κυρίου: «Όταν θα πληθύνει η κακία, θα ψυχρανθεί η αγάπη» (Ματθ. 24:12). Και το ότι από την αγάπη πάλι γεννιέται η αρετή, το φανερώνουν τα λόγια του Παύλου: «Όποιος αγαπάει τον άλλο, έχει τηρήσει το σύνολο των εντολών του Θεού» (Ρωμ. 13:8). Ένα από τα δύο, λοιπόν, απαιτείται, η αγάπη η αρετή. Όποιος έχει το ένα, οπωσδήποτε θα έχει και το άλλο. Και αντίθετα: Όποιος δεν αγαπάει, θα κάνει και το κακό και όποιος κάνει το κακό, δεν αγαπάει. Την αγάπη, επομένως, ας προσπαθήσουμε ν’ αποκτήσουμε, γιατί είναι ένα φρούριο, που μας προφυλάσσει από κάθε κακό.


Ο απόστολος δεν είπε απλά «αγαπάτε», αλλά «επιδιώκετε την αγάπη» (Α’ Κορ. 14:1), καθώς απαιτείται μεγάλος αγώνας για να την αποκτήσουμε. Η αγάπη τρέχει γοργά κι εξαφανίζεται, γιατί πολλά πράγματα του κόσμου τούτου την καταστρέφουν. Ας την επιδιώκουμε, ας τρέχουμε συνεχώς από πίσω της, για να τη συλλάβουμε, πριν προφτάσει να μας φύγει.


Ο Παύλος μας αναφέρει και τους λόγους, για τους οποίους πρέπει ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Να δείχνετε με στοργή την αδελφική αγάπη σας για τους άλλους» (Ρωμ. 12:10). Θέλει να πει: Είστε αδέλφια, και γι’ αυτό πρέπει να έχετε αγάπη αδελφική μεταξύ σας. Αυτό είπε και ο Μωυσής στους Εβραίους εκείνους, που φιλονικούσαν στην Αίγυπτο: «Γιατί μαλώνετε; Αδέλφια είστε» (προβλ. Εξ. 2:13). Αξιοπαρατήρητο είναι το ότι ο απόστολος, ενώ συμβουλεύει τους χριστιανούς στις μεταξύ τους σχέσεις να δείχνουν στοργή και αγάπη αδελφική ο ένας στον άλλον, όταν αναφέρεται στις σχέσεις των χριστιανών με τους άπιστους, λέει κάτι διαφορετικό: «Όσο εξαρτάται από σας, να ζείτε ειρηνικά με όλους τους ανθρώπους» (Ρωμ. 12:18). Στην περίπτωση των απίστων, δηλαδή, ζητάει να μη φιλονικούμε μαζί τους, να μην τους μισούμε, να μην τους περιφρονούμε μαζί τους, ενώ στην περίπτωση των αδελφών μας χριστιανών ζητάει επιπλέον στοργή, φιλαδελφία, αγάπη ειλικρινή και ανυπόκριτη, αγάπη θερμή και μόνιμη.


Πως, όμως, θα είναι μόνιμη η αγάπη; Μας το υποδεικνύει και αυτό ο απόστολος, λέγοντας: «Να συναγωνίζεστε ποιος θα τιμήσει περισσότερο τον άλλο». (Ρωμ. 12:10). Μ’ αυτόν τον τρόπο και δημιουργείται η αγάπη και μόνιμα παραμένει. Γιατί, στ’ αλήθεια, δεν υπάρχει καλύτερο μέσο για τη διατήρηση της αγάπης, όσο το να παραχωρούμε στον άλλο τα πρωτεία της τιμής. Έτσι και η αγάπη γίνεται ζωηρή και η αλληλοεκτίμηση βαθειά.


Πέρα από την τιμή, χρειάζεται ακόμα να δείχνουμε ενδιαφέρον για τα προβλήματα του άλλου, γιατί ο συνδυασμός της τιμής με το ενδιαφέρον δημιουργεί την πιο θερμή αγάπη. Δεν φτάνει ν’ αγαπάμε μόνο με την καρδιά, αλλά είναι απαραίτητα κι αυτά τα δυό, τιμή και ενδιαφέρον, που είναι της αγάπης εκδηλώσεις, αλλά συνάμα και προϋποθέσεις. Γεννιούνται από την αγάπη, αλλά και γεννούν αγάπη.


Πρέπει να γνωρίζουμε πως η αγάπη δεν είναι κάτι το προαιρετικό. Είναι υποχρέωση. Οφείλεις ν’ αγαπάς τον αδελφό σου, τόσο γιατί έχεις πνευματική συγγένεια μ’ αυτόν, όσο και γιατί είστε μέλος ο ένας του άλλου. Αν λείψει η αγάπη, έρχεται η καταστροφή.


Οφείλεις, όμως, ν’ αγαπάς τον αδελφό σου και για έναν άλλο λόγο: Γιατί έχεις κέρδος και ωφέλεια, αφού με την αγάπη τηρείς όλο το νόμο του Θεού. Έτσι ο αδελφός, που αγαπάς, γίνεται ευεργέτης σου. Και πράγματι, «το μη μοιχεύσεις, μη φονεύσεις, μην κλέψεις, μην επιθυμήσεις και όλες γενικά οι εντολές συνοψίζονται σε τούτη τη μία, το ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν το εαυτό σου» (Ρωμ. 13:9).


Και ο ίδιος ο Χριστός βεβαίωσε, ότι όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών συνοψίζονται στην αγάπη (Ματθ. 22:40). Και κοίτα πόσο ψηλά την έβαλε: Καθόρισε δύο εντολές αγάπης και τα όρια της καθεμιάς. Η πρώτη, είπε, είναι το ν’ αγαπάς τον Κύριο, το Θεό σου και η δεύτερη, το ίδιο σπουδαία, είναι το ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου (Ματθ. 22:37-39). Τι μπορεί να φτάσει τη φιλανθρωπία και την καλοσύνη του Χριστού! Την αγάπη σ’ Αυτόν, μολόνοτι είμαστε ανυπολόγιστα κατώτεροί Του, την εξισώνει με την αγάπη στο συνάνθρωπό μας. Γι’ αυτό και τα όρια των δύο αυτών εντολών αγάπης, σχεδόν ταυτίζονται. Για την πρώτη, στο Θεό, είπε «μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου» (ματθ. 22:37) και για τη δεύτερη, στον πλησίον, είπε «όπως τον εαυτό σου» (Ματθ. 22:39). Και είναι αυτονόητο, ότι χωρίς τη δεύτερη δεν ωφελεί καθόλου η πρώτη. Άλλωστε, όπως λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «αν κάποιος πει πως αγαπάει το Θεό, μισεί όμως τον αδελφό του, είναι ψεύτης. Όποιος αγαπάει το Θεό, πρέπει ν’ αγαπάει και τον αδελφό του» (Αϳ Ιω. 4:20-21).


Όποιος έχει αγάπη, δεν κάνει κακό στον πλησίον. Αφού η αγάπη είναι η εκπλήρωση όλων των εντολών του Θεού, έχει δύο πλεονεκτήματα, την αποφυγή του κακού από τη μια και την επιτέλεση του καλού από την άλλη. Και εκπλήρωση όλων των εντολών ονομάζεται, όχι μόνο γιατί αποτελεί σύνοψη όλων των χριστιανικών καθηκόντων μας, αλλά και γιατί κάνει εύκολη την εκπλήρωσή τους.

Η αγάπη αποτελεί χρέος, που μένει πάντα ανεξόφλητο. Όσο εργαζόμαστε για την απόδοσή του, τόσο αυτό αυξάνεται. Όταν πρόκειται για οφειλές χρημάτων, θαυμάζουμε όσους δεν έχουν χρέη, ενώ, όταν πρόκειται για την οφειλή της αγάπης, καλοτυχίζουμε εκείνους που χρωστάνε πολλά. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Μην αφήνετε κανένα χρέος σε κανέναν, εκτός βέβαια από την αγάπη, που την οφείλετε πάντοτε ο ένας στον άλλο» (Ρωμ. 13:8).

Θέλει μ’ αυτά τα λόγια να μας διδάξει, ότι το χρέος της αγάπης πρέπει πάντα να το εξοφλούμε και συνάμα να το οφείλουμε. Ποτέ μάλιστα να μην πάψουμε να το οφείλουμε, όσο βρισκόμαστε σε τούτη τη ζωή. Γιατί όσο βαρύ και αβάσταχτο είναι το να χρωστάει κανείς χρήματα, άλλο τόσο αξιοκατάκριτο είναι το να μη χρωστάει αγάπη. Η αγάπη είναι ένα χρέος που παραμένει, όπως είπα, πάντα ανεξόφλητο. Γιατί αυτό το χρέος είναι που περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο συγκροτεί τη ζωή μας και μας συνδέει στενότερα.


Κάθε καλή πράξη είναι της αγάπης καρπός. Γι’ αυτό ο Κύριος αναφέρθηκε πολλές φορές στην αγάπη. «Έτσι θα σας ξεχωρίζουν όλοι πως είστε μαθητές μου», είπε, «αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλο» (Ιω. 13:35).


Όπως σ’ όλη μας τη ζωή τρέφουμε το σώμα μας, έτσι πρέπει και ν’ αγαπάμε τους συνανθρώπους μας, με περισσότερο μάλιστα ζήλο απ’ αυτόν της τροφοδοσίας του σώματος, γιατί η αγάπη οδηγεί στην αιώνια ζωή και δεν θα πάψει να υπάρχει ποτέ.


Την αναγκαιότητα της αγάπης τη μαθαίνουμε όχι μόνο από τα λόγια του Θεού, αλλά κι από τα έργα Του. Ένα τέτοιο μάθημα είναι ο τρόπος της δημιουργίας μας. Ο Θεός, δημιουργώντας τον πρώτο άνθρωπο, καθόρισε να προέλθουν απ’ αυτόν όλοι οι άλλοι, για να θεωρούμαστε όλοι σαν ένας άνθρωπος και να συνδεόμαστε με την αγάπη. Τον αγαπητικό σύνδεσμο όλων των ανθρώπων επέβαλε σοφά με τις συναλλαγές, που αναγκαζόμαστε να έχουμε μεταξύ μας. Γατί έδωσε πλήθος αγαθών στον κόσμο, όχι όμως όλα παντού, αλλά σε κάθε χώρα ορισμένα είδη. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να ερχόμαστε σε δοσοληψίες, δίνοντας όσα μας περισσεύουν και παίρνοντας ό,τι έχουμε ανάγκη, και ν’ αγαπάμε τους συνανθρώπους μας.


Το ίδιο έκανε ο Θεός και σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Δεν επέτρεψε στον καθένα να έχει όλες τις γνώσεις, αλλά στον ένα να έχει γνώσεις ιατρικής, στον άλλο οικοδομικής, στον άλλο κάποιας άλλης επιστήμης ή τέχνης κ.ο.κ., για να έχουμε ο ένας την ανάγκη του άλλου κι έτσι ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο.


Το ίδιο γίνεται και στα πνευματικά χαρίσματα, όπως λέει ο απόστολος: «Στον ένα το Άγιο Πνεύμα δίνει το χάρισμα να μιλάει με θεϊκή σοφία, σ’ έναν άλλο να μιλάει με θεϊκή γνώση, σ’ άλλον να θεραπεύει ασθένειες, σ’ άλλον να εξηγεί αυτές τις γλώσσες» (πρβλ. Α’ Κορ. 12:8-10).


Επειδή, όμως, τίποτα δεν είναι ανώτερο από την αγάπη, την έβαλε πάνω απ’ όλα, λέγοντας: «Αν μπορώ να λαλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμα και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη για τους άλλους, τα λόγια μου ακούγονται σαν ήχος χάλκινης καμπάνας ή σαν κυμβάλου αλαλαγμός. Κι αν έχω της προφητείας το χάρισμα και κατέχω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, κι αν έχω ακόμα όλη την πίστη, έτσι που να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα τίποτα» (Α’ Κορ. 13:1-2). Και δεν στάθηκε ως εδώ, αλλά πρόσθεσε ότι κι αυτός ο θάνατος για την πίστη είναι ανώφελος, αν λείπει η αγάπη (Α’ Κορ. 13:3). Για ποιο λόγο τόνισε τόσο πολύ τη σημασία της αγάπης; Επειδή γνώριζε, σαν σοφός γεωργός των ψυχών μας, πώς, όταν η αγάπη ριζώσει καλά μέσα μας, θα ξεπροβάλουν απ’ αυτήν, σαν άλλα βλαστάρια, όλες οι αρετές.


Γιατί, όμως, ν’ αναφέρουμε τα μικρά επιχειρήματα για τη σπουδαιότητα της αγάπης και να παραλείπουμε τα μεγάλα; Από αγάπη ήρθε κοντά μας ο Υιός του Θεού κι έγινε άνθρωπος, για να καταργήσει την πλάνη της ειδωλολατρία, να φέρει την αληθινή θεογνωσία και να μας χαρίσει την αιώνια ζωή, όπως λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στο θάνατο τον μονογενή του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια» (Ιω. 3:16). Από την αγάπη φλογισμένος ο Παύλος είπε τα ουράνια τούτα λόγια: «Τι, λοιπόν, μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Μήπως τα παθήματα, οι στενοχώριες, οι διωγμοί, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι ή ο μαρτυρικός θάνατος;» (Ρωμ. 8:35).

Και αφού αδιαφόρησε για όλες αυτές τις δυσκολίες, θεωρώντας τες ανίσχυρες, ανέφερε τις πιο φοβερές, περιφρονώντας τες κι αυτές: «Ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα ούτε κάτι άλλο, είτε στον ουρανό είτε στον άδη, ούτε κανένα άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν ποτέ να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού, όπως αυτή φανερώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας» (Ρωμ. 8:38-39).


Η αγάπη σου παρουσιάζει τον πλησίον σαν άλλο εαυτό σου, σε διδάσκει να χαίρεσαι για την ευτυχία εκείνου, σαν να είναι δική σου ευτυχία, και να λυπάσαι για τις συμφορές του, σαν να είναι δικές σου συμφορές. Η αγάπη κάνει ένα σώμα τους πολλούς και δοχεία του Αγίου Πνεύματος τις ψυχές τους. Γιατί το Πνεύμα της ειρήνης δεν αναπαύεται εκεί που βασιλεύει η διαίρεση, αλλά εκεί που επικρατεί ενότητα ψυχών. Η αγάπη, επίσης, κάνει κοινά σε όλους τα αγαθά του καθενός, όπως βλέπουμε στις Πράξεις των Αποστόλων: «Όλοι οι πιστοί είχαν μια καρδιά και μια ψυχή. Κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντα του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά» (Πράξ. 4:32).


Εκτός απ’ αυτά, η αγάπη χαρίζει στους ανθρώπους μεγάλη δύναμη. Δεν υπάρχει κάστρο τόσο γερό, αχάλαστο και άπαρτο απ’ τους εχθρούς, όσο είναι ένα σύνολο ανθρώπων αγαπημένων και σφιχτοδεμένων με τον καρπό της αγάπης, την ομόνοια. Και του διαβόλου ακόμα τις επιθέσεις μπορούν ν’ αποκρούουν, γιατί, αντιμετωπίζοντάς τον ενωμένοι, γίνονται αήττητοι, εξουδετερώνουν τα τεχνάσματα του και στήνουν λαμπρά τρόπαια της αγάπης.

Όπως οι χορδές της λύρας, μολονότι είναι πολλές, δίνουν ένα γλυκύτατο ήχο, καθώς συνεργάζονται όλες αρμονικά κάτω από τα δάχτυλα του μουσικού, έτσι κι εκείνοι που έχουν ομόνοια, σαν άλλη λύρα αγάπης, δίνουν μια θαυμάσια μελωδία. Γι’ αυτό ο Παύλος συμβουλεύει τους πιστούς να επιδιώκουν σε κάθε περίσταση την ομοφροσύνη, να θεωρούν τους άλλους ανώτερους από τον εαυτό τους, για να μη διαλύεται η αγάπη από την κενοδοξία, να είναι μονοιασμένοι, να τιμούν ο ένας τον άλλο, να υπηρετούν ο ένας τον άλλο.


Η αγάπη μας κάνει άμεμπτους, γιατί εμποδίζει την πλεονεξία, τη λαγνεία, το φθόνο και άλλα πάθη να κυριέψουν την ψυχή. Γενικά, δεν υπάρχει πάθος, δεν υπάρχει αμάρτημα που να μην το καταστρέφει η αγάπη. Ευκολότερα μπορεί να γλιτώσει από του καμινιού τις φλόγες ένα ξερό κλαράκι, παρά από της αγάπης τη φωτιά η αμαρτία. Αν, λοιπόν, φυτέψουμε την αγάπη στην καρδιά μας, θα είμαστε άγιοι. Ναι, γιατί όλοι οι άγιοι με την αγάπη ευαρέστησαν το Θεό.

Για ποιο λόγο ο Άβελ έγινε θύμα φόνου και όχι φονιάς; Γιατί είχε σφοδρή αγάπη στον αδελφό του και δεν μπορούσε να του κάνει κακό ούτε όταν εκείνος τον σκότωνε. Για ποιο λόγο ο Κάιν φθόνησε τον Άβελ και τον θανάτωσε; Γιατί στην ψυχή του δεν είχε αγάπη. Για ποιο λόγο οι δυό γιοί του Νώε, ο Σημ και ο Ιάφεθ, απέκτησαν καλή φήμη; Γιατί αγαπούσαν πολύ τον πατέρα τους και δεν ανέχονταν να τον δουν γυμνό. Και τον τρίτο, τον Χάμ, γιατί τον καταράστηκε ο Νώε; Γιατί δεν αγαπούσε τον πατέρα του και τον περιγέλασε. Μα και του Αβραάμ η μεγάλη φήμη που οφείλεται; Στην αγάπη που έδειξε τόσο στον ανιψιό του Λώτ όσο και στους Σοδομίτες, που για τη σωτηρία τους μεσολάβησε στο Θεό.


Γεμάτοι αγάπη, γεμάτοι φιλοστοργία, γεμάτοι συμπόνια ήταν οι άγιοι. Σκεφτείτε τον Παύλο, που, ενώ και στη φωτιά έπεφτε, ενώ έμενε ακλόνητος στις δοκιμασίες, ενώ δεν φοβόταν παρά μόνο το Θεό, ενώ δεν λογάριαζε τίποτα, ούτε κι αυτόν ακόμα τον άδη, όταν είδε τα δάκρυα αγαπητών του προσώπων, λύγισε, αυτός ο αλύγιστος, συγκινήθηκε και είπε: «Γιατί κλαίτε και μου σκίζετε την καρδιά;» (Πράξ. 21:13). Και θα ρωτήσετε: Μπόρεσαν τα δάκρυα να συντρίψουν τη διαμαντένια εκείνη ψυχή; Βέβαια. Γιατί, όπως ο ίδιος έλεγε, όλα τα υπερνικούσε με τη δύναμη της αγάπης, όχι όμως και την ίδια την αγάπη, που τον έπνιγε και τον κατανικούσε, Να τι αρέσει στο Θεό! Τον άνθρωπο που δεν μπόρεσε να συντρίψει η άγρια θάλασσα, μπόρεσαν να τον συντρίψουν λίγα δάκρυα αγάπης. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμή της!


Θέλετε να δείτε και τον ίδιο τον Παύλο να κλαίει; Να τι λέει σε άλλη περίπτωση: «Τρία χρόνια συνέχεια δεν έπαψα νύχτα και μέρα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας» (Πράξ. 20:31). Η μεγάλη του αγάπη τον έκανε να φοβάται, μήπως πάθουν κανένα κακό οι αγαπημένοι του χριστιανοί, και γι’ αυτό με δάκρυα τους συμβούλευε.


Το ίδιο βλέπουμε και στον πάγκαλο Ιωσήφ. Αυτός ο βράχος, που έμεινε αλύγιστος μπροστά στην ακαταμάχητη δύναμη της ακόλαστης εκείνης γυναίκας και στη φωτιά της αμαρτίας, όταν είδε τ’ αδέλφια του, τα οποία μάλιστα τον είχαν πουλήσει, τον είχαν ρίξει σ’ ένα λάκκο και είχαν θελήσει να τον σκοτώσουν, συγκινήθηκε, συγκλονίστηκε ψυχικά και, επειδή δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, μπήκε στο διπλανό δωμάτιο κι έκλαψε.


Την εντολή της αγάπης ο Κύριος, λίγο πριν παραδοθεί στους Ιουδαίους και σταυρωθεί, την ονόμασε νέα: «Σας δίνω μια νέα εντολή», είπε στους μαθητές Του, «να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιω. 13:34). Γιατί, όμως, την ονομάζει νέα, αφού και στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε; Επειδή την έδωσε με νέο τρόπο, βελτιωμένο, ανώτερο. Γι’ αυτό πρόσθεσε: «Όπως σας αγάπησα εγώ, έτσι ν’ αγαπάτε κι εσείς ο ένας τον άλλον». Η αγάπη μου για σας, ήθελε να τους πει, δεν είναι ανταπόδοση σε κάτι που μου προσφέρατε, γιατί εγώ πρώτος σας αγάπησα. Με τον ίδιο τρόπο κι εσείς πρέπει να ευεργετείτε τους συνανθρώπους σας, όχι ανταποδοτικά, αλλ’ από αγάπη αυθόρμητη. Και αφού παρέλειψε τα θαύματα, που θα έκαναν στο όνομά Του και με τη δύναμη Του, είπε ότι η αγάπη είναι εκείνη που θα τους χαρακτηρίζει ως μαθητές Του.

Παράξενο! Γιατί όχι τα θαύματα, αλλά η αγάπη; Επειδή η αγάπη είναι το κύριο γνώρισμα των αγίων και αποτελεί το θεμέλιο της αρετής. Μ’ αυτήν προπαντός σωζόμαστε όλοι, αυτή δημιουργεί εργάτες του Χριστού, αυτή σαγηνεύει τις ψυχές, αυτή φέρνει τα χαμένα πρόβατα στη μάντρα της Εκκλησίας.


Και τα θαύματα, που θα έκαναν οι απόστολοι, δεν θα φανέρωναν πως ήταν μαθητές Του; Καθόλου. Ακούστε τι είπε κάποτε: «Πολλοί θα μου πούν; «Κύριε, δεν προφητέψαμε στο όνομά Σου; Δεν διώξαμε δαιμόνια στο όνομά Σου; Δεν κάναμε τόσα θαύματα στο όνομά Σου;». Και τότε θα τους πω κι εγώ: «Ποτέ δεν σας ήξερα» (Ματθ. 7:22-23). Και μιαν άλλη φορά, όταν οι απόστολοι ήταν χαρούμενοι, γιατί και τα δαιμόνια τους υπάκουαν, ο Κύριος τους είπε: «Μη χαίρεστε γι’ αυτό, αλλά γιατί τα ονόματά σας έχουν γραφτεί στον ουρανό» (πρβλ. Λουκ. 10:20) Τα θαύματα που έκαναν, βέβαια, βοήθησαν στην προσέλκυση της οικουμένης στη χριστιανική πίστη, επειδή όμως προϋπήρχε η αγάπη, χωρίς την οποία ούτε θαύματα θα γίνονταν. Η αγάπη τους έδωσε την αγιότητα και τη δυνατότητα να έχουν όλοι μια ψυχή και μια καρδιά. Αν δεν ήταν ενωμένοι με το δεσμό της αγάπης, δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα.


Αυτά, όμως, ο Κύριος δεν τα έλεγε μόνο για τους τότε μαθητές Του, αλλά και για όλους όσοι στο μέλλον θα πίστευαν σ’ Εκείνον. Γιατί και σήμερα, αυτό που κρατάει τους άπιστους μακριά από το Χριστό δεν είναι το ότι δεν γίνονται θαύματα, όπως λένε μερικοί, αλλά το ότι λείπει η αγάπη από τους χριστιανούς. Τους άπιστους δεν τους τραβάνε τόσο τα θαύματα, όσο η ενάρετη ζωή, που μόνο η αγάπη τη δημιουργεί. Τους θαυματοποιούς πολλές φορές τους κατηγόρησαν σαν λαοπλάνους, ποτέ όμως εκείνους που είχαν βίο άγιο.

Όποιος έχει αγάπη, είναι πιο αξιοθαύμαστος από κείνον που και νεκρούς ακόμη ανασταίνει. Και αυτό είναι φυσικό. Γιατί η νεκρανάσταση, ως θαύμα, εξαρτάται αποκλειστικά από τη θεία χάρη, ενώ η αγάπη εξαρτάται από την αγαθή προαίρεση και τον ευσεβή ζήλο του καθενός.


Η αγάπη είναι το γνώρισμα του αληθινού χριστιανού και φανερώνει τον σταυρωμένο μαθητή του Χριστού, που τίποτα το κοινό δεν έχει με τα γήινα πράγματα. Χωρίς την αγάπη, και το μαρτύριο ακόμα καθόλου δεν ωφελεί.


Ας αποκτήσουμε, λοιπόν, αυτό το υπέροχο χάρισμα, το ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Και μη μου πείτε πως αγαπάμε, επειδή έχουμε κάποιους φίλους, άλλος δύο, άλλος τρείς και άλλος τέσσερις. Αυτή δεν είναι αγάπη γνήσια, αγάπη χριστιανική, αγάπη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Όποιος έχει την αγάπη που θέλει ο Θεός, δεν αγαπάει μόνο τους φίλους του, που τον αγαπούν, μα όλους τους ανθρώπους, ακόμα και τους εχθρούς του, που τον μισούν και τον αδικούν.

Το λέει ο Κύριος: «Ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να δίνετε ευχές σ’ αυτούς που σας δίνουν κατάρες, να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν και να προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν, για να γίνετε παιδιά του ουράνιου Πατέρα, γιατί Αυτός ανατέλλει τον ήλιο Του για κακούς και καλούς και στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους. Αν αγαπήσετε μόνο όσους σας αγαπούν, ποιαν αμοιβή περιμένετε από το Θεό;» (Ματθ. 5:44-46).


Αν επικρατούσε παντού η αγάπη, πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος μας! Ούτε νόμοι ούτε δικαστήρια ούτε ποινές θα χρειάζονταν. Κανένας δεν θα αδικούσε τον πλησίον. Οι φόνοι, οι φιλονικίες, οι πόλεμοι, οι αναστατώσεις, οι αρπαγές, οι πλεονεξίες και όλες οι αδικίες θα εξαφανίζονταν. Η κακία θα ήταν ολότελα άγνωστη. Γιατί η αγάπη έχει το μοναδικό πλεονέκτημα, ότι δεν συνοδεύεται, όπως οι άλλες αρετές, από ορισμένες κακίες. Η ακτημοσύνη, λ.χ., είναι συχνά ενωμένη με την κενοδοξία, η ευγλωττία με τη φιλοδοξία, η θαυματουργία με την υπερηφάνεια, η ελεημοσύνη με τη λαγνεία, η ταπεινοφροσύνη με την εσωτερική υψηλοφροσύνη κ.ο.κ. Αυτά δεν υπάρχουν στην αγάπη, την αληθινή αγάπη.

Ο άνθρωπος που αγαπάει, ζει στη γη όπως θα ζούσε στον ουρανό, με αδιατάρακτη γαλήνη και ευτυχία, με ψυχή καθαρή από φθόνο, ζήλια, οργή, υπερηφάνεια, κακή επιθυμία. Όπως κανείς δεν κάνει κακό στον εαυτό του, έτσι κι αυτός δεν κάνει κακό στον πλησίον του, που τον θεωρεί σαν άλλο εαυτό του. Να ο άνθρωπος της αγάπης – ένας επίγειος άγγελος! Εκείνος, όπως, που δεν έχει αγάπη, όσα θαύματα κι αν κάνει, όσο τέλεια γνώση των θείων αληθειών κι αν έχει, χιλιάδες νεκρούς κι αν αναστήσει, τίποτα δεν θα κερδίσει, αφού ζει μόνο για τον εαυτό του, μακριά από τους άλλους.

Γι’ αυτό ακριβώς ο Χριστός καθόρισε την αγάπη στον πλησίον ως δείγμα της τέλειας αγάπης σ’ Εκείνον. «Αν μ’ αγαπάς», είπε στον απόστολο Πέτρο, «ποίμανε τα πρόβατά μου» (Ιω. 21:16). Υπαινιγμός είναι και τούτο, ότι η αγάπη έχει μεγαλύτερη αξία από το μαρτύριο.


Αν στην κοινωνία μας επικρατούσε η αγάπη, δεν θα υπήρχαν διακρίσεις, δεν θα υπήρχαν δούλοι και ελεύθεροι, αρχόμενοι και άρχοντες, φτωχοί και πλούσιοι, μικροί και μεγάλοι. Ο διάβολος, επίσης, και οι δαίμονές του θα ήταν ολότελα άγνωστοι και ανίσχυροι.

Γιατί από κάθε τείχος ισχυρότερη και από κάθε μέταλλο δυνατότερη είναι η αγάπη. Δεν την καταβάλλουν ούτε ο πλούτος ούτε η φτώχεια ή μάλλον, όπου αυτή επικρατεί, εκεί δεν υπάρχουν πλούτος και φτώχεια, αλλά μόνο τα καλά και των δύο: Από τον πλούτο παίρνει η φτώχεια τα αναγκαία για τη συντήρηση μέσα, ενώ από τη φτώχεια παίρνει ο πλούτος την αμεριμνία. Έτσι εξαφανίζονται και του πλούτου οι φροντίδες και της φτώχειας οι φόβοι.


Γιατί, όμως, ν’ αναφέρω μόνο τις ωφέλειες που προξενεί η αγάπη στους άλλους; Αυτή καθεαυτή η αγάπη πόσο ωραία είναι! Με πόση χαρά και ειρήνη πλημμυρίζει την ψυχή, που την κατέχει! Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά της. Οι άλλες αρετές, όπως η νηστεία, η αγρυπνία, η εγκράτεια, συνοδεύονται από κάποιον κόπο, πολλές φορές μάλιστα προκαλούν στους άλλους το φθόνο. Η αγάπη, όμως, πέρα από τις άλλες ωφέλειές της, δημιουργεί πολύ ευχάριστη διάθεση και ποτέ κόπο.

Όπως η μέλισσα μαζεύει από διάφορα λουλούδια τον ζαχαρένιο χυμό και τον φέρνει στην κυψέλη, έτσι και η αγάπη μαζεύει από παντού τα καλά και τα συγκεντρώνει μέσα στην ψυχή, στην οποία κατοικεί. Και δούλος αν είναι αυτός που έχει στην ψυχή του αγάπη, η δουλεία του του φαίνεται πιο ευχάριστη από την ελευθερία, γιατί χαίρεται να τον διατάζουν παρά να διατάζει, να υπηρετεί παρά να τον υπηρετούν, να βοηθάει παρά να τον βοηθούν. Η αγάπη αλλάζει τη φύση των πραγμάτων και, έχοντας τα χέρια της γεμάτα απ’ όλα τα’ αγαθά, μας πλησιάζει με στοργή μεγαλύτερη από τη μητρική και με γενναιοδωρία ανώτερη από τη βασιλική. Τα κοπιαστικά και δύσκολα έργα τα κάνει ελαφριά και εύκολα, αποκαλύππτοντάς μας τη γλυκύτητα της αρετής και την πικράδα της κακίας. Θα σας αναφέρω μερικά σχετικά παραδείγματα.


Το να προσφέρεις στους άλλους φαίνεται βαρύ, η αγάπη όμως το κάνει ελαφρύ. Το να παίρνεις από τους άλλους φαίνεται ευχάριστο, η αγάπη όμως το κάνει δυσάρεστο. Το να κακολογείς τους άλλους φαίνεται απολαυστικό, η αγάπη όμως το κάνει πικρό. Για την αγάπη η μεγαλύτερη απόλαυση είναι ο καλός λόγος και ο έπαινος όλων.

Ο θυμός, πάλι, δίνει κάποιαν άγρια ευχαρίστηση, όχι όμως στον άνθρωπο της αγάπης, γιατί αυτός δεν γνωρίζει το θυμό. Αν τον λυπήσει ο συνάνθρωπος του, δεν θυμώνει, αλλά ξεσπάει σε δάκρυα, παρακάλια και ικεσίες. Αν δει το συνάνθρωπό του να αμαρτάνει, θρηνεί και πονάει ψυχικά. Μα ο πόνος τούτος είναι γλυκός, γιατί τα δάκρυα και η λύπη της αγάπης είναι ανώτερα από κάθε γέλιο και κάθε χαρά. Την ειρήνη και την ανάπαυση, που αισθάνονται όσοι κλαίνε για τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα, δεν την αισθάνονται όσοι γελούν.

Ίσως θα με ρωτήσετε; Δεν φέρνει ευχαρίστηση, έστω και άτοπη, οποιαδήποτε αγάπη; Όχι. Μόνο η γνήσια αγάπη φέρνει καθαρή και ανόθευτη χαρά. Και γνήσια αγάπη δεν είναι η κοσμική, η αγοραία, που αποτελεί μάλλον κακία και ελάττωμα, αλλά η χριστιανική, η πνευματική, εκείνη που μας ζητάει ο Παύλος, εκείνη που αποβλέπει στο συμφέρον του πλησίον. Αυτή την αγάπη είχε ο απόστολος που έλεγε: «Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ κι εγώ; Ποιος υποκύπτει στον πειρασμό και δεν υποφέρω κι εγώ;» (Β’ Κορ. 11:29).


Τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, όσο η αδιαφορία μας για τον πλησίον. Γι’ αυτό πρόσταξε να τιμωρηθεί αυστηρά ο δούλος που έδειξε σκληρότητα στους συνδούλους του. Γι’ αυτό είπε πως οι μαθητές Του πρέπει να έχουν γνώρισμά τους την αγάπη. Γιατί η αγάπη φυσιολογικά οδηγεί στο ενδιαφέρον για τον πλησίον.

Και πάλι θα με ρωτήσετε: Φροντίζοντας για τον πλησίον, δεν θα παραμελήσουν τη δική μας σωτηρία; Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Απεναντίας, μάλιστα. Γιατί εκείνος που ενδιαφέρεται για τους άλλους, σε κανένα δεν προξενεί λύπη. Όλους τους συμπαθεί και όλους τους βοηθάει, όσο μπορεί. Δεν αρπάζει τίποτε από κανένα. Ούτε πλεονέκτης είναι, ούτε κλέφτης, ούτε ψεύτης. Κάθε κακό το αποφεύγει και το καλό πάντα επιδιώκει. Προσεύχεται για τους εχθρούς του. Ευεργετεί όσους τον αδικούν. Δεν βρίζει και δεν κακολογεί, ό,τι κι αν του κάνουν. Με όλα τούτα δεν συμβάλλουν στη σωτηρία μας;


Η αγάπη, λοιπόν, είναι ο δρόμος της σωτηρίας. Αυτόν το δρόμο ας ακολουθήσουμε, για να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή



ΚΕΙΜΕΝΟ 5. 

 Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ: 

Ε.Π.Ε. εκδ.« ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, τ. 31, σελ. 180 εξ.

Η προσευχή είναι μεγάλο αγαθό, αν γίνεται και με λογισμό αγαθό αν ευχαριστούμε το Θεό όχι μόνο όταν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε, αφού και τα δύο τα κάνει για την ωφέλειά μας. έτσι, και όταν δεν παίρνουμε, ουσιαστικά παίρνουμε με το να μην πάρουμε ό,τι δεν μας συμφέρει. Υπάρχουν, βλέπετε, περιπτώσεις που η μη ικανοποίηση του αιτήματός μας είναι πιο ωφέλιμη. Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν αποτυχία είναι επιτυχία.


Ας μη στεναχωριόμαστε, λοιπόν, όταν ο Θεός αργεί να εισακούσει την προσευχή μας. Ας μη χάνουμε την υπομονή μας. Μήπως και πριν ζητήσουμε κάτι, δεν μπορεί να μας το δώσει ο Πανάγαθος; Μπορεί, φυσικά, αλλά περιμένει από μας κάποιαν αφορμή, ώστε να μας βοηθήσει δίκαια. Γι’ αυτό ας Του δίνουμε την αφορμή με την προσευχή και ας περιμένουμε με πίστη, με ελπίδα, με εμπιστοσύνη στην πανοσοφία και στη φιλανθρωπία Του. Μας έδωσε ό,τι ζητήσαμε; Ας Τον ευχαριστούμε. Δεν μας έδωσε; Και πάλι ας Τον ευχαριστούμε, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει Εκείνος, τι είναι καλό για μας.


Ας έχουμε ακόμα υπόψη μας, πως ο Θεός συχνά δεν αρνείται, αλλά μόνο αναβάλλει την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός μας. Και γιατί αναβάλλει; Επειδή, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δική μας επιμονή στο αίτημα, θέλει να μας ελκύσει και να μας κρατήσει κοντά Του. Κι ένας φιλόστοργος πατέρας, άλλωστε, όταν του ζητάει κάτι το παιδί του, πολλές φορές αρνείται να του το δώσει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο το παιδί μένει κοντά του.

Με δυό λόγια, η αποτελεσματικότητα της προσευχής μας εξαρτάται: πρώτον, από το αν είμαστε άξιοι να λάβουμε ό,τι ζητάμε δεύτερον, από το αν προσευχόμαστε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού τρίτον, από το αν προσευχόμαστε αδιάλειπτα τέταρτον, από αν για όλα καταφεύγουμε στο Θεό πέμπτον, από το αν ζητάμε εκείνα που είναι ωφέλιμα σ’ εμάς.


Και δίκαιοι ακόμα να παρακαλέσουν τον Κύριο, δεν θα εισακουστούν, αν δεν πρέπει. Ποιος ήταν δικαιότερος από τον Παύλο; Και όμως, επειδή ζήτησε κάτι που δεν θα τον ωφελούσε, δεν εισακούστηκε. «Τρεις φορές παρακάλεσα γι’ αυτό τον Κύριο», γράφει ο ίδιος, «και η απάντησή Του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου» (Β’ Κορ. 12:8-9). Αλλά και ο Μωυσής δεν ήταν δίκαιο; Ε, ούτε κι εκείνος εισακούστηκε. «Φτάνει πια!», του είπε ο Θεός (Δευτ. 3:26), όταν ζητούσε να μπει στη γη της επαγγελίας.


Πέρα απ’ αυτά, όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που αχρηστεύει την προσευχή μας, και αυτό είναι η αμετανοησία. Προσευχόμαστε, ενώ επιμένουμε στην αμαρτία. Έτσι έκαναν οι Ιουδαίοι, γι’ αυτό ο Θεός είπε στον προφήτη Ιερεμία: «Μην προσεύχεσαι για το λαό αυτό! Δεν βλέπεις τι κάνουν;» (Ιερ. 7:16-17). Δεν απομακρύνθηκαν, λέει, από την ασέβεια. Κι εσύ με παρακαλάς γι’ αυτούς; Δεν σ’ ακούω!


Όταν, πάλι, ζητάμε κάτι κακό εναντίον των εχθρών μας, όχι μόνο δεν το πραγματοποιεί ο Θεός, αλλά και παροργίζεται. Γιατί η προσευχή είναι φάρμακο. Κι αν δεν γνωρίζουμε πως πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα φάρμακο, δεν θα ωφεληθούμε ποτέ από τη δύναμή του.


Πόσο μεγάλο καλό είναι η συνεχής προσευχή, το μαθαίνουμε από τη Χαναναία εκείνη του Ευαγγελίου, που δεν σταματούσε να κραυγάζει: «Ελέησέ με, Κύρε!» (Ματθ. 15:22). Κι έτσι, αυτό που αρνήθηκε ο Χριστός στους αποστόλους, τους μαθητές Του, το πέτυχε εκείνη με την υπομονή της. Ο Θεός. Βλέπετε προτιμά για τα δικά μας ζητήματα να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι, που είμαστε και υπεύθυνοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για λογαριασμό μας.


Όταν έχουμε την ανάγκη ανθρώπων, χρειάζεται και χρήματα να δαπανήσουμε και δουλόπρεπα να κολακέψουμε και πολύ να τρέξουμε. Γιατί οι άρχοντες του κόσμου τούτου όχι μόνο δεν μας δίνουν εύκολα ό,τι τους ζητάμε, αλλά συνήθως ούτε καν να μας μιλήσουν δεν καταδέχονται. Πρέπει πρώτα να πλησιάσουμε τους ανθρώπους που είναι κοντά τους – υπηρέτες, γραμματείς, υπαλλήλους κ.α. – και να τους καλοπιάσουμε, να τους εκλιπαρήσουμε, να τους προσφέρουμε δώρα. Έτσι θα εξασφαλίσουμε τη μεσολάβησή τους στους αρμόδιους αξιωματούχους, για το διακανονισμό της όποιας υποθέσεώς μας.


Ο Θεός, απεναντίας, δεν θέλει μεσολαβητές. Δεν χρειάζεται να Τον παρακαλούν άλλοι για μας. Προτιμά να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι. Μας χρωστάει χάρη, μάλιστα, όταν του ζητάμε, μόνο Αυτός δίνει εκείνα που δεν Του δανείσαμε. Κι αν δει ότι επιμένουμε στην προσευχή με πίστη και καρτερία, πληρώνει δίχως να απαιτεί ανταλλάγματα. Αν, όμως, δει ότι προσευχόμαστε με νωθρότητα, αναβάλλει την πληρωμή όχι γιατί μας περιφρονεί ή μας αποστρέφεται, αλλά γιατί, όπως είπα, με την αναβολή αυτή μας κρατάει κοντά Του.


Αν, λοιπόν, εισακούστηκες, ευχαρίστησε το Θεό. Αν δεν εισακούστηκες, μείνε κοντά Του, για να εισακουστείς. Αν, πάλι, Τον έχεις πικράνει με τις αμαρτίες σου, μην απελπίζεσαι. Όταν πικράνεις έναν άνθρωπο, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ, ζητώντας ταπεινά συγχώρηση, δεν θα κερδίσεις τη συμπάθειά του; Πολύ περισσότερο θα κερδίσεις τη συμπάθεια του ανεξίκακου Θεού, αν και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ και κάθε ώρα επικαλείσαι την ευσπλαχνία Του με την προσευχή.


Ας τ’ ακούσουν όλα αυτά όσοι προσεύχονται με ραθυμία και βαρυγγωμούν, όταν ο Κύριος αργεί να ικανοποιήσει το αίτημά τους. Τους λέω: «Παρακάλεσε το Θεό!». Και μου απαντούν: «Τον παρακάλεσα, μια, δυό, τρεις, δέκα, είκοσι φορές, μα δεν έλαβα τίποτα». Μη σταματήσεις, ώσπου να λάβεις. Σταμάτησε, όταν λάβεις. Ή μάλλον, ούτε και τότε να σταματήσεις την προσευχή. Πριν λάβεις, να ζητάς. Και αφού λάβεις, να ευχαριστείς.


Πολλοί μπαίνουν στην εκκλησία, λένε διάφορες προσευχές και βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρίς να γνωρίζουν τι είπαν. Τα χείλη τους κινούνται, αλλά τ’ αυτιά τους δεν ακούνε. Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευχή σου, και θέλεις να την ακούσει ο Θεός; «Γονάτισα», λες. Γονάτισες, αλλά, ενώ το σώμα σου ήταν μέσα, ο νους σου πετούσε έξω. Με το στόμα έλεγες την προσευχή και με τη σκέψη λογάριαζες τόκους, έκανες συμβόλαια, πουλούσες εμπορεύματα, αγόραζες κτήματα, συναντούσες τους φίλους σου. Γιατί ο διάβολος, που είναι πονηρός και γνωρίζει ότι στον καιρό της προσευχής μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τότε ακριβώς έρχεται και σπέρνει λογισμούς μέσα μας. Να, πολλές φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν συλλογιζόμαστε πάμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, και τότε χίλιες σκέψεις περνούν από το νου μας. Έτσι χάνουμε τους καρπούς της προσευχής, φεύγοντας από το ναό με άδεια χέρια. Το ίδιο, βέβαια, γίνεται και όταν προσευχόμαστε στο σπίτι μας ή οπουδήποτε αλλού.


Κάθε φορά, λοιπόν, που καθώς προσευχόμαστε, συνειδητοποιούμε ότι ο νους μας έχει φύγει από το Θεό κι έχει στραφεί σε βιοτικά πράγματα, ας τον φέρνουμε πίσω, αναγκάζοντάς τον να μένει σταθερά και προσεκτικά προσκολλημένος στα νοήματα της προσευχής. Ας επαναλαμβάνουμε, μάλιστα, την προσευχή από την αρχή. Κι αν παθαίνουμε πάλι και πάλι το ίδιο, ας την επαναλαμβάνουμε και για τρίτη και για τέταρτη φορά. Ας μη σταματάμε, πριν πούμε ολόκληρη την προσευχή, από την αρχή ως το τέλος, με άγρυπνη διάνοια και αδιατάρακτο λογισμό. Και όταν ο διάβολος αντιληφθεί ότι δεν καταθέτουμε τα όπλα, θα σταματήσει πια κι αυτός να μας πολεμάει.


Όταν παρουσιαζόμαστε για οποιαδήποτε ζήτημά μας σ’ έναν επίγειο άρχοντα, είμαστε τόσο προσεκτικοί και αυτοσυγκεντρωμένοι, ώστε δεν βλέπουμε ουτ’ εκείνους που βρίσκονται δίπλα μας. Μέσα στο νου μας δεν υπάρχουν παρά ο άνθρωπος, μπροστά στον οποίο βρισκόμαστε, και το θέμα, για το οποίο θέλουμε να του μιλήσουμε. Το ίδιο, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να κάνουμε, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον ύψιστο Θεό, εμμένοντας σταθερά στην προσευχή μας και μην περιφέροντας το νου εδώ κι εκεί; Αν η γλώσσα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε. Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με μεγαλύτερη υπομονή και εντατικότητα προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω – κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ’ Αυτόν, το να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό καλό είναι; Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ’ έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλήθεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε;


Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι’ άλλη μια φορά; Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα. Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου. Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για τη σωτηρία σου. Αν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισσότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισσότερο από τους γονείς μας μας αγαπά και καλύτερα απ’ όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας.


Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι. Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημασία; Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία. Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει.


Είπα όμως προηγουμένως, ότι κι όταν ακόμα δεν σε ακούει, η ωφέλεια σου από την προσευχή είναι μεγάλη. Γιατί είναι αδύνατο ν’ αμαρτήσει ένας άνθρωπος που προσεύχεται πρόθυμα και αδιάλειπτα, ένας άνθρωπος που συντρίβει την καρδιά του, ανεβάζει το νου του στον ουρανό και ομολογεί ταπεινά στον Κύριο τα αμαρτήματά του. Γιατί, ύστερ’ από μια τέτοια προσευχή, πετάει μακριά κάθε φροντίδα για τα γήινα, αποκτάει φτερά, γίνεται ανώτερος από τα’ ανθρώπινα πάθη.

Τα δροσερά νερά δεν δίνουν στα φυτά τόση θαλερότητα, όση δίνουν τα δάκρυα στο δέντρο της προσευχής, κάνοντάς το ν’ ανεβαίνει ψηλά, ως το θρόνο του Θεού. Έτσι, μάλιστα, Εκείνος εισακούει την προσευχή μας. Και πώς να μην εισακούσει την προσευχή μιας ψυχής, που στέκεται μπροστά Του με αυτοσυγκέντρωση, με κατάνυξη, με ταπείνωση; Μιας ψυχής που έχει μεταφερθεί νοερά από τη γη στον ουρανό; Μιας ψυχής που έχει διώξει κάθε ανθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτική μέριμνα, κάθε εμπαθή προσκόλληση, κι έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μυστική και πανευφρόσυνη κοινωνία με τον Κύριό της;

Ναι, έτσι πρέπει να προσεύχεται ο χριστιανός. Αφού συγκεντρώσει και εντείνει όλη του τη σκέψη, τότε να ικετεύει το Θεό έμπονα. Δεν χρειάζεται να λέει ατέλειωτα λόγια, φτάνουν τα λίγα και απλά. Η ανταπόκριση του Κυρίου στην προσευχή δεν εξαρτάται από το πλήθος των λόγων, αλλ’ από τη νήψη του νου και της καρδιάς. Και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς απ’ όσα λέει η Γραφή για τη στείρα Άννα, τη μητέρα του προφήτη Σαμουήλ. «Κύριε», έταξε η Άννα, «αν σκύψεις πάνω από τη θλίψη της δούλης σου και με θυμηθείς και μου δώσεις παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ’ εσένα για όλη του τη ζωή» (Α’ Βας. 1:11). Είναι πολλά τα λόγια αυτά; Όχι. Και όμως, επειδή με νήψη και προσοχή έκανε αυτή τη μικρή προσευχή, κατόρθωσε όσο ηθέλησε: Και την ανάπηρη φύση της διόρθωσε και την κλεισμένη μήτρα της άνοιξε και από την περιφρόνηση των ομοεθνών της λυτρώθηκε και από την περιφρόνηση των ομοεθνών της λυτρώθηκε και από την άγονη γη θέρισε σιτάρι πλούσιο.

Όποιος προσεύχεται, λοιπόν, ας μη λέει περίσσια λόγια. Και ο Χριστός και ο Παύλος, άλλωστε , μας σύστησαν να προσευχόμαστε συχνά, αλλά με συντομία και μικρά διαλείμματα. Γιατί, μακραίνοντας την προσευχή, είναι δυνατό να χάσεις την προσοχή. Κι έτσι δίνεις την ευκαιρία στο διάβολο να σε πλησιάσει και να σου υποβάλει τους δικούς του λογισμούς. Αν, όμως, οι προσευχές σου είναι σύντομες και συχνές, τότε θα μπορείς εύκολα να τις κάνεις με προσοχή και νήψη, καλύπτοντας μ’ αυτές όλο τον διαθέσιμο χρόνο σου.



Ο ΓΑΜΟΣ

κατά τον ιερό Χρυσόστομο


Ο Χρυσόστομος με την εσχατολογική του προοπτική φρονεί και κηρύττει ότι η αρετή και η άσκηση δεν είναι τέχνη αποκλειστικά μοναχική, αλλά και κοινωνική. Είναι λοιπόν εξαιρετικά χρήσιμη η συμβολή της μελέτης, όταν μ’ αυτήν εξηγείται η θεώρηση αυτή του ι. πατρός, η οποία για την σύγχρονη κοινωνία είναι «παράδοξον», ακριβώς επειδή η κοινωνία αυτή επηρεάζεται ως επί το πλείστον από τη δυτική θεολογία και τις δυτικές δοξασίες. Στη συνέχεια θ’ αναφερθούμε στις βασικές αυτές κι εσχατολογικές προϋποθέσεις, στην οικογένεια δηλαδή, την παιδαγωγία, την εργασία, την πολιτεία, και τις κοινωνικές δομές γενικώς, όπως τις τονίζει ο Χρυσόστομος ιδιαιτέρως.


Στα κείμενα των Ελλήνων ορθοδόξων και ανατολικών πατέρων, όπως του Μ. Αθανασίου, του Γρηγορίου Νύσσης, και του Ιωάννου Χρυσοστόμου, η εσχατολογική εμβάθυνση μετατοπίζει την ουσία της χριστιανικής ηθικής από την αγαμία στην άσκηση, στα πλαίσια της στενής οδού γενικά. Έτσι χάρη σ’ αυτή την εμβάθυνση, ο ενιαίος εσχατολογικός στόχος της στενής οδού επιτρέπει την ετερότητα των μεθόδων. Συνέπεια τούτου είναι να διαφοροποιείται σαφώς η χριστιανική ηθική από το γνωστικισμό. Με βάση την ορθή αυτή εσχατολογική τοποθέτηση διασφαλίστηκε η ισορροπία στην έξαρση των θετικών στοιχείων τόσο της παρθενίας όσο και του γάμου.


Αντίθετα στα κείμενα των εκκλησιαστικών πατέρων και συγγραφέων της Δύσεως, όπως του Κυπριανού, του Αμβροσίου, του Ιερωνύμου, και του Αυγουστίνου, η απόκλιση προς την αγαμία είναι εμφανής και η μείωση της αξίας του γάμου πολύ ενδεικτική. Από τις απόψεις αυτών δυστυχώς αντλούν οι περισσότερες ανθρωπολογικές μελέτες, με αναπόφευκτο επακόλουθο να διασαλευθή η προειρημένη ισορροπία και να παρερμηνευθεί ή ακόμη και ν’ αγνοηθεί η εσχατολογική προοπτική της Βίβλου και των Πατέρων γενικών.


ΣΚΟΠΟΣ.


Στο Χρυσόστομο είναι σαφές ότι, ενώ ο γάμος δεν μπορεί ν’ αποτελέσει πρόφαση ραθυμίας ή φυγομαχίας κατά τον κοινό για όλους τους Χριστιανούς αγώνα, εν τούτοις λόγω της «κοσμικής» και «εφθαρμένης» διακρίσεως που τον αποκόπτει από τον εσχατολογικό του προορισμό, λόγω δηλαδή του ότι ο σκοπός του κακώς μετατοπίστηκε από τη «βασιλεία του Θεού» στην «κοινωνία», έχει καταντήσει «εμπόδιον» στην ταχύτερη πρόοδο προς τον έσχατο και κοινό όλων των Χριστιανών στόχο, δηλαδή προς την τελείωση. Βασική εσχατολογική αρχή για το Χρυσόστομο είναι ότι η «σοφία» της οικογενείας είναι αυτή η ίδια η «κατά Χριστόν φιλοσοφία».

Ο γάμος είναι μεν μεταπτωτική μορφή του παρόντος βίου, η υπεροχή όμως της παρθενίας συνίσταται όχι τόσο στην προπτωτική της καταγωγή όσο στη δυνατότητα που φαίνεται να εξασφαλίζει για μια ταχύτερη επάνοδο ή μάλλον άνοδο προς την ερχομένη βασιλεία. Η διάκριση δηλαδή αφορά στο ήθος, όπου αυτό υπάρχει.


Εν τούτοις η εσχατολογική αυτή προοπτική του Χρυσοστόμου διέφυγε την προσοχή μερικών ερευνητών του, οι οποίοι και απέδωσαν τις απόψεις του σφαλερά. Υποστήριξαν δηλαδή, ότι ο ι. πατήρ δίνει την εντύπωση ότι θεωρεί το γάμο σαν κάτι το κατώτερο. Διατείνονται μάλιστα ότι στη διαμόρφωση της κατ’ αυτούς απόψεώς του καθοριστική υπήρξε η επίδραση του γνωστικισμού, η χηρεία της μητέρας του, η περιπέτεια του φίλου του Θεοδώρου, η έντονη προσωπική του κλίση προς το μοναχισμό, κι επί πλέον ο αυστηρός κι απαισιόδοξος προσωπικός του χαρακτήρας.


Παρά ταύτα για τον ι. Χρυσόστομο κάθε εκ των υστέρων εισηγμένη μέθοδος, όπως εν προκειμένω ο γάμος, είναι αναμφίβολα καλή και θεραπευτική, εφ’ όσον αποτελεί μέτρο της «προνοίας» του φιλανθρώπου Θεού και εντάσσεται στην εσχατολογική «οικονομία» του. Μετά την πτώση ο γάμος αντί περιττού κατέστη «πράγμα σφόδρα χρήσιμον και αναγκαίον». Ενώ λοιπόν στην αρχή, ερμηνεύει ο Χρυσόστομος, πριν δηλαδή από την πτώση, περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν η ανιδιοτελής αγάπη, η αρμονική συμβίωση με τον πλησίον, μετά την πτώση, όταν παρεισήλθε η αμαρτία, ο άνθρωπος εξέπεσε από το πρόσωπο στο άτομο και σαν ατομιστής πλέον στράφηκε από τον έτερο στον εαυτό του. Διχοτομήθηκε λοιπόν η ενότητα και διαρράγηκε η αγάπη. Έρχεται τότε ο φιλάνθρωπος Θεός κι εξασφαλίζει την ένωση ενσπείροντας την επιθυμία για την επανασύνδεση των «διχασμένων».

Όπως παρατηρεί ο Χρυσόστομος, στην αρχή οι πρωτόπλαστοι είχαν μεταξύ τους τόση αγάπη και οικειότητα, ώστε να είναι σαν «εν», καθώς φαίνεται κι ο Θεός μέσα στο βιβλικό κείμενο «ως περί ενός περί αμφοτέρων διαλεγόμενος». Στη «συζυγία» εκείνη η πρόνοια του Θεού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν υπήρχε στη γυναίκα αγάπη μεγαλύτερη από εκείνη που ένιωθε προς τον άντρα της . και αντιστρόφως.


Αργότερα όμως, όταν υπεισήλθε και υπερίσχυσε η «φιλαυτία», η επιθυμία κρίθηκε σα στοιχείο θετικό, ακριβώς επειδή αξιολογήθηκε σα μέσο αποκαταστάσεως της ενότητος εκείνης. Την ενότητα αυτή αποκαθιστά ο γάμος, όταν ασφαλώς καταργούνται μέσα σ’ αυτόν «τα εμά» και «τα σα». Συνεπώς η επιθυμία εντάσσεται μέσα στο εσχατολογικό σχέδιο και αποβαίνει σε μέσο αγάπης του άλλου και τελειώσεως, καθώς μάλιστα και το νόημα της τελειώσεως και της ομοιώσεως με το Θεό δεν ανευρίσκεται παρά μόνο στην αγάπη.


Μετά την πτώση επίσης ο γάμος καταπραΰνει και σα «φάρμακον» την «λύτταν της φύσεως» και γίνεται μέσο «σωφροσύνης» και αποφυγής κάθε ασχημοσύνης. Αναδεικνύεται λοιπόν «τίμιος ο γάμος». Ο εσχατολογικός εντοπισμός της μορφής του παρόντος βίου ουσιαστικά στην άσκηση και η θεραπευτική κλίμακα της χριστιανικής ηθικής δίνουν στο Χρυσόστομο τη δυνατότητα τόσο να προτρέπει στην παρθενία όσο και να επιτρέπει το γάμο, ενώ το δεύτερο γάμο τον επιτρέπει σα «συγκατάβασιν» και παραχωρήσει πάντοτε προς θεραπεία της ασελγείας και όχι σαν εντολή.


Οι γάμοι βέβαια που γίνονται κατά συγκατάβαση τόσο του Παύλου όσο και του Χρυσόστομου δεν θεωρούνται αξιέπαινοι . είναι μεν εκτός κολάσεως και τιμωρίας, αλλά «επαίνων και εγκωμίων ουκ αν δύναιτο κοινωνείν». Επεί πλέον «το συγκαταβήναι τοσούτον, ουδέν ετερόν έστιν ή σημείον ασθενείας και απροσεξίας πολλής». Εξ άλλου ο ι. πατήρ συνδέει τον αγιασμό, «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον», με την άσκηση, και διευκρινίζει . αν κάποιος είναι «χωρίς γάμον», «αγνός μενέτω» ή «γαμείτω» . αν πάλι βρίσκεται «εν γάμω», «μη πορνευέτω».

Για το Χρυσόστομο λοιπόν ο αγιασμός κατά τεκμήριο δεν ευδοκιμεί ιδιαιτέρως στο γάμο, αλλά ούτε και είναι αποκλειστικό προνόμιο της παρθενίας. Απόκειται κυρίως στην προσπάθεια που μπορούν να αναλάβουν και οι μεν και οι δε. Εφ όσον λοιπόν ο αγιασμός πραγματοποιείται με την άσκηση, η παραβολή εγγάμου και αγάμου δεν θα πρέπει να περιορίζεται στη «σωφροσύνη», αλλά ν’ αφορά στο σύνολο των αρετών.


Η εσχατολογική προοπτική του Χρυσοστόμου και γενικώς της Χριστιανικής ηθικής δεν αποτιμάει τον άνθρωπο από τον έγγαμο ή τον παρθενικό του βίοι αποκλειστικά. Σα μόνο αδιάψευστο κριτήριο καταδεικνύεται η ενάρετη ζωή, ο αγιασμός και η άσκηση. Αυτό είναι και το έρεισμα της απόψεως του ότι ο γάμος σε καμμία περίπτωση δεν παρακωλύει την αρετή. Προς επίρρωση της επικαλείται πολλά βιβλικά πρότυπα, όπως τον Ενώχ, τον Ακύλα, την Πρίσκιλλα.


Οπωσδήποτε μετά την πτώση και την επεισαγωγή του θανάτου ο γάμος υπηρετεί και τη διαδοχή του ανθρώπινου γένους. Στον Κλημέντα Αλεξανδρέα και στους πατέρες γενικώς παρατηρείται μια συσχέτιση του γάμου με την παιδοποιία και το θάνατο. Η γέννηση μάλιστα σαν συνδημιουργία αποδίδεται στο «κατ’ εικόνα». Οι απολογηταί όπως οι Ιουστίνος και Αθηναγόρας θέτουν σαν πρώτιστο του γάμου και της επιθυμίας την τεκνογονία, την οποία βλέπουν σαν αντίδοτο του θανάτου. Στην άποψη αυτή συγκλίνει και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς. Την τεκνογονία σα σκοπό του γάμου συναντούμε και στους Λατίνους πατέρες, όπως ο Αμβρόσιος κι ο Αυγουστίνος. Ο Χρυσόστομος όμως έχει στο εν λόγω θέμα ιδιαίτερη θέση εμφανώς εσχατολογική. Σ’ αυτόν ο γάμος σχετίζεται μεν με την πτώση, όχι όμως τόσο σαν αντίδοτο του θανάτου απαραίτητο για τη διαιώνιση του γένους, όσο και κυρίως σα θεραπευτικό φάρμακο για την τελείωση των ανθρώπων. Ο ι πατήρ τονίζει ότι η γέννηση οφείλεται στον ίδιο λόγο του Θεού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», και όχι στο γάμο. Τη θέση αυτή την επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ασφαλώς υπάρχουν έγγαμοι που δεν έγιναν πατέρες, ενώ πολλές γεννήσεις, όπως και η του Ισαάκ, οφείλονται αποκλειστικά στο θέλημα του Θεού.


Αν λοιπόν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει, ο Θεός θα μπορούσε και με άλλο τρόπο να κάνη εφικτό τον πολλαπλασιασμό του ανθρώπινου γένους, όπως γίνεται φανερό κι από τη γέννηση του Αδάμ και της Εύας. Ούτε η παρθενία μειώνει τον ανθρώπινο πληθυσμό ούτε η αύξηση του πληθυσμού εξαρτάται αποκλειστικά από τον γάμο. Κι αν δεν μεσολαβούσε η αμαρτία των πρωτοπλάστων, λέγει ο Χρυσόστομος, ο Θεός «ουκ αν ηπόρησεν οδόυ, δι ης το των ανθρώπων γένος αυξήσει».


Κατά το Χρυσόστομο ο γάμος και η επιθυμία εισήχθησαν για λόγους καθαρά θεραπευτικούς και ασκητικούς, για την εν Χριστώ τελείωση. Την άποψη του αυτή την τεκμιριώνει εσχατολογικά όχι απλώς από τα «πρώτα» του ανθρώπου, αλλά κι από την ανάσταση του Χριστού, η οποία κατ’ αυτόν υπαινίσσεται τα έσχατα. Όπως δηλαδή ερμηνεύει ο ίδιος, πριν από την ανάσταση κυριαρχούσε ο θάνατος, οπότε η τεκνογονία ήταν κάτι ποθητό, διότι αποτελούσε «παρηγορίαν κατά του θανάτου» και όλοι στήριζαν την ελπίδα τους, σ’ αυτή για ν’ αφήσουν «μνημόσυνον» η λείψανα ζωής», τη συνέχεια και τη διαδοχή της ζωής των. Έφτασαν μάλιστα να επιτρέπουν για το λόγο αυτό και την πολυγαμία. Διότι οι άνθρωποι δεν είχαν διευκρινισμένη ελπίδα της αναστάσεως, όπως δείχνουν και περιπτώσεις εναρέτων ανθρώπων, λ.χ. του Ιωβ.


Τώρα όμως που η ανάσταση διέλαμψε, έγινε περιττή» η βλέψη αυτή. Προσθέτει μάλιστα ο Χρυσόστομος και άλλο ένα επιχείρημα. Εφ’ όσον τώρα η γη «εμπέλησται» από τους ανθρώπους, δεν υπάρχει ανάγκη να ποθή και να επιδιώκει κανείς τα τέκνα τόσο όσο τους «πνευματικούς τόνους». Φθάνει μάλιστα και να συμπεράνη «Ώστε μια τις έστι γάμου πρόφασις, το μη πορνεύειν». Βλέπει δηλαδή το γάμο σα φάρμακο θεραπείας της επιθυμίας. Αλλού πάλι υποστηρίζοντας πρώτα ότι ο γάμος επεισήλθε, τόσο για να «σωφρονώμεν» όσο και για να « γινώμεθα πατέρες», καταλήγει ότι «των δύο τούτων προηγούμενη η της σωφροσύνης εστί πρόφασις».


Είτε λοιπόν από τα «πρώτα» του ανθρώπου είτε από την «ανάστασιν» του Χριστού εξετάζεται ο γάμος, εσχατολογικώς χαρακτηρίζεται κυρίως σαν «άσκησις» και «θεραπεία» για την τελείωση. Βέβαια στη σκέψη του Χρυσοστόμου αυτό δεν αποτελεί υποβιβασμό της τεκνογονίας και των παιδιών και της οικογενείας, θέμα που θα εξετασθή στη συνέχεια, αλλ’ απλώς μετατοπίζει την παιδοποιϊα από το σκοπό στο φυσικό αποτέλεσμα. από το στόχο στη μέθοδο. Διότι τα παιδιά είναι θεμελιώδης παράγων για την τελείωση των γονέων.


Είναι όμως ευνόητο ότι η τεκνογονία, όταν δεν οδηγή στην ενότητα, την αγάπη και την πνευματική δημιουργία, γίνεται αξιοθρήνητη. Η διδασκαλία αυτή του ι. πατρός οφείλεται στο έντονο ενδιαφέρον του ν’ αποδείξη ότι η τεκνογονία δεν προσπορίζει στο γάμο τέτοια υπεροχή, ώστε να μειονεκτή απέναντι του η παρθενία.


Πρώτο λοιπόν συμπέρασμα σχετικό με τη διδασκαλία αυτή του Χρυσοστόμου είναι ότι κατ’ αυτόν σκοπός του γάμου είναι η «άσκησις» και η «θεραπεία» για την «τελείωσιν» και την αγάπη και τη σωφροσύνη. Μιλάει δε για τη σωφροσύνη περισσότερο, όχι διότι η σπουδαιότητα της έχει στη σκέψη του προτεραιότητα, αλλά διότι το κάνει αυτό χάριν του ακροατηρίου του. Μένει άλλωστε πιστός στο χωρίο του Παύλου Α΄Κορ. 7,5 όπου σκοπός της σωφροσύνης είναι η αγάπη, κι αυτό πάλι χάριν του ακροατηρίου του. Δεύτερο δε συμπέρασμα είναι ότι την τεκνογονία δεν τη θεωρεί πλέον σα κύριο σκοπό του γάμου, την κρατάει όμως σα μέσο τελειώσεως και την απαιτεί μόνον όταν αρχίζει να καταλαμβάνη την πρώτη θέση, δεν της αναγνωρίζει τη θέση αυτή.

Η εσχατολογική μετατόπιση του κυρίου σκοπού του γάμου από την τεκνογονία στην άσκηση οφείλεται στο ότι η ανθρωπολογία του Χρυσοστόμου εξετάζει τον άνθρωπο όχι φυσιολογικά ούτε ψυχολογικά αλλά σαν πολίτη της βασιλείας των ουρανών, οπότε ο γάμος καθίσταται «μυστήριον». Η υψηλή αυτή και βαθειά θεώρηση του γάμου είναι άμεση απάντηση προς τους γνωστικούς και προς τους δυτικούς, αφού ο Χρυσόστομος εντάσσει το γάμο στην ίδια την «οικονομία» και πρόνοια του Θεού.




ΚΕΙΜΕΝΟ 7ο

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ: 

Ε.Π.Ε. εκδ« ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, τ. 27, σελ. 158-162.


Όλα αυτά λοιπόν τα έχει υπόψη του ο Παύλος, ότι δηλαδή αφού και οι δυο νεόνυμφοι αφήσουν τους γονείς τους, συνδέονται στενά μεταξύ τους, και όσο περνάει ο καιρός ενώνονται ακόμα περισσότερο, και παρατηρεί πως αυτό δεν είναι ανθρώπινο, αλλά ότι ο Θεός τους έδωσε τον έρωτα, ώστε όλοι που συμμετέχουν στο γάμο να το κάνουν με μεγάλη χαρά: “το μυστήριο αυτό έχει μεγάλη σημασία”.

Και όπως συμβαίνει με τα μωρά που γνωρίζουν αμέσως τους γονείς τους χωρίς ακόμα να μιλούν, έτσι και ο γαμπρός και η νύφη, χωρίς κανείς να τους κατευθύνει και να τους συμβουλεύει, αμέσως με το πρώτο βλέμμα συνδέονται μεταξύ τους. Μετά, όταν παρατήρησε να γίνεται το ίδιο με τον Χριστό, και κυρίως με την Εκκλησία, ένιωσε έκπληξη και θαυμασμό. Πως έγινε λοιπόν αυτό με το Χριστό και την Εκκλησία;


Όπως δηλαδή ο γαμπρός εγκαταλείπει τον πατέρα του και έρχεται προς τη νύφη, έτσι και ο Χριστός άφησε τον πατρικό θρόνο, και ήρθε προς την Εκκλησία. Και δεν μας κάλεσε προς τα πάνω αλλά κατέβηκε Αυτός σε εμάς. Και μην σκεφτείς ότι έγινε κάποια μετακίνηση, αλλά συγκατάβαση. Γιατί και όταν ήταν μαζί μας, ήταν ταυτόχρονα μαζί με τον Πατέρα. Γι’ αυτό λέει ότι το μυστήριο αυτό έχει μεγάλη σημασία. Είναι πράγματι μεγάλο μυστήριο, που γίνεται και στους ανθρώπους. Όταν όμως δω ότι αυτό γίνεται και στο Χριστό με την Εκκλησία, τότε θαυμάζω. Γι’ αυτό είπε: “αυτό που έγινε στην αρχή με την δημιουργία του άντρα και της γυναίκας, το ίδιο έγινε και με τη μυστική ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας”. Τώρα λοιπόν που γνωρίζεις πόσο μεγάλο μυστήριο είναι ο γάμος, να μην σκέφτεσαι επιπόλαια και μην το αφήνεις στην τύχη, και μην ζητάς πολλά χρήματα, όταν πρόκειται να παντρευτείς. Γιατί δεν πρέπει να θεωρείς το γάμο εμπόριο, αλλά απόλυτη ένωση της ζωής των συζύγων.


Γιατί πραγματικά άκουσα πολλούς να λένε, ότι κάποιος έγινε πλουσιότερος απ’ τον γάμο, ενώ ήταν φτωχός. Τι λες άνθρωπε μου; Θέλεις να κερδίσεις πλούτη απ’ την σύζυγό σου και δεν ντρέπεσαι, δεν κοκκινίζεις; Είναι αυτά λόγια που αξίζουν σ’ έναν άντρα; Έργο της γυναίκας είναι ένα, να φυλάει τα χρήματα που συγκεντρώνεται, να διατηρεί τα εισοδήματα και να φροντίζει το σπίτι. Γιατί και ο Θεός έδωσε τη γυναίκα στον άντρα για να τον βοηθά σε όλα.

Και στη γυναίκα ανέθεσε τη φροντίδα του σπιτιού, ενώ στους άντρες τις άλλες υποθέσεις, που έχουν σχέση με τη πόλη, την αγορά, τα δικαστήρια, τα στρατιωτικά και όλα τα άλλα. Η γυναίκα δεν μπορεί να ρίξει ακόντιο ούτε βέλος. Μπορεί όμως να υφάνει στον αργαλειό και να τακτοποιήσει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Δεν μπορεί να πει τη γνώμη της στη βουλή, μπορεί όμως να πει τη γνώμη της για τις υποθέσεις του σπιτιού και μάλιστα πολύ καλύτερα από έναν άντρα. Δεν μπορεί να χειριστεί τις δημόσιες υποθέσεις, μπορεί όμως να αναθρέψει σωστά τα παιδιά, το σημαντικότερο απόκτημα. Μπορεί να συγκρατήσει την οικογένεια στο ύψος της, και να φροντίσει όλες τις υποθέσεις του σπιτιού, τα οποία δεν αρμόζουν σε έναν άντρα.

Γιατί εάν ο Θεός έκανε τον άντρα ικανό και κατάλληλο και για τα δυο, τότε οι γυναίκες θα ήταν τελείως άχρηστες. Και αν πάλι έκανε τις γυναίκες πιο ικανές, θα τις έκανε πιο εγωίστριες και αλαζονικές. Αλλά ταυτόχρονα προνόησε και για την ειρήνη μεταξύ των δυο φύλων, διαίρεσε τη ζωή μας στα δυο, και το αναγκαιότερο και πιο χρήσιμο το ανέθεσε στον άντρα, ενώ το μικρότερο και κατώτερο στη γυναίκα. Ώστε ο άντρας να απολαμβάνει μεγαλύτερες τιμές γιατί κάνει το σπουδαιότερο έργο, ενώ η γυναίκα με την κατώτερη υπηρεσία, να μην επαναστατεί κατά του συζύγου.

Έχοντας λοιπόν στο μυαλό μας όλα αυτά ας αναζητήσουμε μόνο την αρετή της ψυχής και την ευγένεια του χαρακτήρα, για να χαιρόμαστε τη ζωή μας με ομόνοια και ειρήνη. Γιατί ο άντρας που πήρε πλούσια σύζυγο, πήρε περισσότερο τύραννο παρά γυναίκα. Ενώ εκείνος που παίρνει ισότιμη ή φτωχότερη γυναίκα, αυτός παίρνει βοηθό και σύμμαχο, και βάζει στο σπίτι του όλα τα αγαθά. Έτσι αφαιρεί κάθε αιτία διαμάχης και ζήλιας, και γίνεται σύνδεσμος ειρήνης, αγάπης, συμφωνίας.

Άρα ας μην επιδιώκουμε να αποκτήσουμε χρήματα, αλλά πώς να έχουμε ειρήνη, γι να απολαύσουμε τη χαρά της ζωής. Γι’ αυτό δημιουργήθηκε ο γάμος, για να έχουμε στη ζωή βοήθεια, και λιμάνι να καταφύγουμε, και παρηγοριά, για να συζητούμε ευχάριστα με τη γυναίκα, και όχι να γεμίζουμε το σπίτι μας με πολέμους, γκρίνιες και τσακωμούς. Πόσοι πλούσιοι που πήραν πλούσιες συζύγους, αύξησαν μεν την περιουσία τους, αλλά έχασαν τη χαρά και την ομόνοια, και φιλονικούν; Και πόσοι φτωχοί που πήραν φτωχότερες συζύγους, έχουν ειρήνη στο σπίτι τους; Έτσι δεν έχουμε κανένα όφελος απ’ τα χρήματα, όταν δεν υπάρχει καλή ψυχή. Γιατί ακόμα και στην απόκτηση χρημάτων πολλές φορές η πλούσια σύζυγος μας βλάπτει.


Συμβαίνει δηλαδή, αυτοί που βάσισαν τα πάντα στη προίκα της συζύγου, μετά απ’ τον πρόωρο θάνατό της, να αναγκάζονται να επιστρέψουν στους συγγενείς της όλη την προίκα. Και όπως τι σκάφος βυθίζεται με μια γρήγορη εισροή νερού, έτσι και εδώ αν έρθει ο πρόωρος θάνατος, μαζί με τη γυναίκα, αφαιρούνται και όλα τα υπάρχοντά του.


Ας μην αποβλέπουμε λοιπόν στα χρήματα αλλά στο ήθος, στη σεμνότητα και στην καλοσύνη. Γιατί γυναίκα λογική, μετριοπαθής και καλή, ακόμα και αν είναι φτωχή, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τη φτώχια καλύτερα απ’ τον πλούτο. Ενώ η διεφθαρμένη και η κολασμένη, ακόμη και αν βρει αναρίθμητα πλούτη στο σπίτι, θα τα σκορπίσει πιο γρήγορα και απ’ τον άνεμο, και θα ρίξει τον άντρα της σε πολλές συμφορές. Πρώτα μάθε ποια είναι η αιτία του γάμου και για ποιον λόγο έχει μπει στη ζωή μας, και μη ζητήσεις τίποτα περισσότερο. Για την αιτία αυτή λέει ο Παύλος: “για το κίνδυνο να παρεκτραπείς στην πορνεία, ας έχει καθένας τη σύζυγό του”. Δεν είπε για να μην είσαι φτωχός ή για γίνεις πλούσιος. Αλλά τι είπε; Για να αποφύγουμε την πορνεία, να ξεπεράσουμε την επιθυμία, για να γίνουμε αρεστοί στο Θεό, με το να αρκούμαστε μόνο στη σύζυγό μας. Αυτό είναι το δώρο του γάμου, αυτό είναι το κέρδος. Μην αφήνεις λοιπόν τα σπουδαιότερα για να επιζητείς τα κατώτερα.

Γιατί ο πλούτος είναι πολύ κατώτερος απ’ την λογική. Και πρέπει να προχωρούμε στο γάμο με σκοπό να μας βοηθήσει να ζούμε με λογική και σωφροσύνη. Και αυτό θα γίνει μόνο αν παίρνουμε γυναίκες με ευσέβεια, ήθος και καλοσύνη. Γιατί η εξωτερική ομορφιά, όταν δεν συνοδεύεται από την αρετή της ψυχής μπορεί να κατακτήσει τον άντρα μέχρι είκοσι και τριάντα μέρες, δεν θα μπορέσει όμως να αντέξει περισσότερο. Ενώ οι γυναίκες που λάμπει η ψυχή τους, όσο προχωράει ο καιρός, τόσο αποδεικνύουν την ευγένειά τους και τόσο πιο πολύ κάνουν να μεγαλώσει η αγάπη των συζύγων τους. Και όταν υπάρχει θερμή και αληθινή αγάπη μεταξύ τους, διώχνεται κάθε είδος πορνείας και δεν περνά ποτέ η ιδέα της ακολασίας στον άντρα που αγαπά την γυναίκα του, αλλά μένει σταθερός στην αγάπη του προς την σύζυγό του και κερδίζει την εύνοια του Θεού για ολόκληρο το σπίτι του.




Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

κατά

Τον ιερό Χρυσόστομο


Κατά την πρώτη και «φύσει» γινομένη γέννηση το παιδί δεν γίνεται ούτε καλό ούτε κακό, διότι «ουκ έστι φύσει τα αμαρτήματα», αλλ’ ακριβώς απ’ αυτή αρχίζουν οι γονείς η να το γεννούν η να το θανατώνουν. Ο Χρυσόστομος επαινεί τη Δομνίνη την μητέρα των δύο μαρτύρων Βερνίκης και Προσδόκης, επειδή κατόρθωσε να τις αναγεννήση από την παιδική κιόλας ηλικία και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ένας που ανατράφηκε εξ’ αρχής με πολλή φροντίδα κι επιμέλεια είναι αδύνατο να γίνη κακός.

Το γεγονός ότι η αρετή υπάρχει «φύσει», η δε κακία «παρά φύσιν», και ότι το καλό και το κακό οφείλονται στην προαίρεση του ανθρώπου, είναι η διττή βάση πάνω στην οποία στηρίζει ο ι. πατήρ την ευθύνη των γονέων για την παιδαγωγία των τέκνων. Έτσι η αγαθότητα των μικρών παιδιών τεκμηριώνει το ότι η κακία προέρχεται από την κακή παιδεία. Εφ’ όσον ο βίος του ανθρώπου είναι έκφραση του φρονήματος του, στους γονείς απόκειται μεγάλη ευθύνη. Το γεγονός ότι η ψυχή είναι εύπλαστη, ότι διαπλάθεται ανάλογα με την αγωγή του δέχεται, κι ότι εκείνη που διαμορφώνει την προαίρεση και τη γνώμη είναι η γνώση, επιφορτίζει τους γονείς, με τη μεγαλύτερη για τα παιδιά τους ευθύνη. Στα πρώτα 10 χρόνια της ηλικίας, όταν το παιδί σχηματίζει τις βασικές αρχές του, όταν και οι γονείς έχουν τη λευκή ψυχή του παιδιού των και το χρόνο επαρκέστερο από κάθε άλλη φορά, η ευθύνη είναι ολόκληρη δική τους. Μετά το δέκατο έτος της ηλικίας ο Χρυσόστομος αποδίδει ευθύνη και στα παιδιά. Άλλωστε και για τον εαυτό του ακόμη μας πληροφορεί ότι αγάπησε τον Παύλο από την μελέτη του.

Η πνευματική διάπλαση των παιδιών θεμελιώνεται εσχατολογικά και σκοπεύει στο να κάνει τα παιδιά «φιλοσόφους» και πολίτες των ουρανών. Γι’ αυτό και η διαπαιδαγώγηση και ανατροφή των τέκνων γίνεται κατά το Χρυσόστομο με εσχατολογικές προϋποθέσεις και προοπτικές. Γι’ αυτό επίσης και ο όρος «φιλόσοφος» κατανοείται σαν εσχατολογικός. «Φιλοσόφους γάρ εγώ καλώ τους ουδέν περιττόν επιζητούντας», εξηγεί ο ι. πατήρ. Ασφαλώς η λέξη «φιλοσοφία» στα κείμενα του έχει χαρακτήρα έντονα εσχατολογικό. Τον ενδιαφέρει η σώζουσα γνώση, η οποία πρέπει να προηγηθή όλων των άλλων. Η όντως φιλοσοφία είναι η «απόκτησις της αρετής» «Ουδέν σοφώτερον του την αρετήν κατορθούντος».

Σε σύγκριση με τον εγκόσμιο πλούτο και την εγκόσμια δόξα προέχουν οι θησαυροί της ψυχής και του πνεύματος προέχει συνεπώς η παιδεία εκείνη που αξιώνει τον άνθρωπο να νικά το κακό που ενυπάρχει στον κόσμο. Στα κείμενα του Χρυσοστόμου είναι εμφανής η άποψη ότι το κακό θα καταργηθή στα έσχατα εμφανίζεται εν τούτοις και η άποψη ότι μια καλή παιδεία είναι δυναόν να οπλίση τον άνθρωπο με αρετές, ώστε ν’ αντιμετωπίσει το κακό.

«Αληθής» και «ειλικρινής» φιλοσοφία είναι η βίωση της αρετής. Ο Χρυσόστομος αρνείται την έξω από το Χριστιανισμό ύπαρξη της όντως φιλοσοφίας και των όντως φιλοσόφων. Μόνο μέσα στο Χριστιανισμό κατά τη γνώμη του εμφανίστηκαν οι φιλόσοφοι που άλλαξαν τον κόσμο, κι αυτοί είναι οι απόστολοι και οι μοναχοί. Χαρακτηριστικοί είναι μια σύγκριση που κάνει μεταξύ Παύλου και Πλάτωνος, κατά την οποία καταλήγει στην πλήρη αποτυχία του Πλάτωνος και στη λαμπρή επιτυχία του Παύλου και καταδεικνύει τη μωρία των κατά κόσμον φιλοσόφων και τη σοφία της κατά Χριστόν φιλοσοφίας.

Αλλού πάλι συγκρίνει τον Πλάτωνα με τον Πέτρο και αποδεικνύει τον απλό αλιέα απόστολο ανώτερο εκείνου, επειδή ακριβώς αυτός ήταν «ανήρ φιλόσοφος και δεκτικός της χάριτος» αυτή είναι η «ουσία» της φιλοσοφίας, η δεκτικότης της χάριτος, η οποία συμβαδίζει με τα έργα του ανθρώπου και αφορά στο βίο του και δεν είναι στεγνοί συλλογισμοί αφορά στην εσχατολογική προσδοκία του ανθρωπίνου προορισμού, κάτι που απουσιάζει από την κατά κόσμο φολοσοφία. Το τελευταίο αυτό επέτρεψε στο Χρυσόστομο να ειρωνευθή επανειλημμένως τους θύραθεν φιλοσόφους.

Εξ’ άλλου εκείνο που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει τη χριστιανική φιλοσοφία είναι το εσχατολογικό της υπόβαθρο και η εσχατολογική της προοπτική, τα οποία και της δίνουν νόημα. Η κατά κόσμον φιλοσοφία, στερημένη απ’ αυτό το βάθος, αποβαίνει σε μωρία η προσκόλληση του κατά κόσμον φιλοσόφου στα επίγεια δείχνει πόσο είναι «άσοφος» και ότι επιζητεί τα περιττά και ματαιοπονεί αντίθετα ο καταφρονητής των περιττών και εγκοσμίων, ο «μηδένα είναι νομίζων τον παρόντα βίον» έχει το γνώρισμα του αληθινού φιλοσόφου. Έτσι η θύραθεν φιλοσοφία αποδεικνύεται ανεπαρκής και ανίκανη για τη θεραπεία και την ικανοποίηση των βαθυτέρων εφέσεων του ανθρωπίνου πνεύματος και δεν προωθεί τον άνθρωπο στον έσχατο προορισμό του.

Αντίθετα για το Χρυσόστομο η αληθινή σοφία είναι ο «φόβος Κυρίου», η ορθή διάγνωση των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Μόνον ο «φόβος Κυρίου» έχει τη δύναμη να καταλύση την πονηρία και να εμφυτεύση την αρετή, προπαρασκευάζει τον άνθρωπο ν περιφρονεί τα παρόντα και μετατοπίζει το ενδιαφέρον του προς τον ουρανό.

Συνεπώς η ανατροφή των τέκνων προϋποθέτει τον «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» η πνευματική τροφή και η σοφία «εκπορεύονται δια στόματος Θεού». Και σχολιάζει περαιτέρω ο ι. πατήρ «Ταύτη νουν λέγει την τροφήν, ην εξαιρέτως έδωκε τοις φοβουμένοις αυτόν, την διά του λόγου διδασκαλίαν, την παίδευσιν, την φιλοσοφίαν άπασαν» και «η όντως σοφία και η όντως παίδευσις ουδέν έτερον έστιν, αλλ’ η ο του Θεού φόβος».

Στη συνέχεια θα παραθέτουμε χαρακτηριστικές συμβουλές του Χρυσοστόμου, οι οποίες ερμηνεύουν την εσχατολογική προοπτική του και ερμηνεύονται απ’ αυτή.



Κατ’ αρχήν η παιδαγωγία η «φιλοσοφία της ψυχής» απαντάται όχι σα μετάδοση γνώσεως η επιστημονική μόρφωση, αλλά σα βιωματική «άσκησις», σαν εκπαίδευση. Γι’ αυτό το λόγο ο θείος Χρυσόστομος τονίζει ιδιαιτέρως ότι η αρετή δεν είναι για μια ηλικία και για άλλη όχι, αλλά για όλη τη ζωή του ανθρώπου. Και δεν προσδιορίζει την «ηλικίαν» από την επίγεια και φυσική γέννηση, αλλ’ από την πνευματική. Έτσι εκείνη που προσδιορίζει την ηλικία εσχατολογικώς είναι η αρετή. Η πνευματική διάπλαση του ανθρώπου, δηλαδή η εκμάθηση της ασκήσεως της αρετής, αρχίζει με από τη μικρή ηλικία, συμπορεύεται δε μ’ όλες τις ηλικίες. Αυτό το αποδεικνύει η ύπαρξη εναρέτων, οι οποίοι άσκησαν την αρετή σε διάφορες ηλικίες.

Έτσι ο Αβραάμ στο γήρας του θυσίασε «προαιρέσει» το παιδί του. Ο Ιερεμίας κι ο Δανιήλ διέλαμψαν κατά τη νεότητά τους, ομοίως και οι τρεις παίδες εν καμίνω ο Παύλος σε προχωρημένη ηλικία επιδόθηκε σε θαυμαστούς αγώνες (Φιλήμ. 9). Έτσι ενώ στον κόσμο κάποια ηλικία τίθεται σε αχρηστία. στην Εκκλησία αξιοποιείται οποιαδήποτε ηλικία, διότι σ’ αυτή χρειάζεται η γνώμη και η ελευθερία. «Ενός χρεία, γνώμης μόνον, και ψυχής παρασκευασμένης και ούτε νεότης άχρηστος, ούτε γήρας ανεπιτήδειον». Πέρα από την ηλικία εκείνο που επαρκεί για την «χάριν» είναι η «προαίρεσις» και η «γνώμη» «ου της ηλικίας ο τρόπος, αλλά της γνώμης τα κατορθώματα». Το γεγονός άλλωστε ότι η σωφροσύνη παρατηρείται σε νέους, ενώ ενδέχεται ν’ απουσιάζει κι από γέροντες, αποδεοκνύει ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στη «σπουδή» ή στη «ραθυμία», κι όχι στην ηλικία.

Ο Χρυσόστομος δεν ασχολήθηκε με την παιδαγωγία σε ιδιαίτερη πραγματεία, ερμηνεύει όμως πολλά βιβλικά χωρία, ιδιαιτέρως του Παύλου, που αναφέρονται στους γονείς και στα τέκνα. Στους γονείς και στα παιδιά επίσης αναφέρεται σε μεγάλο βαθμό και η πραγματεία του «Προς τους πολεμούντας τοις επί το μονάζειν ενάγουσι». Τέλος είναι μοναδικό το έργο του «Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», του οποίου θέμα είναι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών τα νοήματα του συναντώνται σχεδόν όλα και στ’ άλλα έργα του σποραδικώς, και στο γεγονός αυτό στηρίχθηκε κυρίως η υπέρ της γνησιότητος του επιχειρηματολογία.

Το ιδιαίτερο και καινούργιο σ’ αυτό είναι η συγκέντρωση όλων των σχετικών παρατηρήσεων του Χρυσοστόμου και η βαθύτερη ψυχολογική ανάλυση, εφ’ όσον το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο θέμα αυτό της αγωγής των παιδιών. Το έργο δεν είναι μια παιδαγωγική συστηματική, αλλά περιέχει οξυδερκέστατες παρατηρήσεις και νοήματα, διαποτισμένα δε με το εσχατολογικό πνεύμα του ι. πατρός. Το τελευταίο αυτό οφείλεται προφανώς στο ότι και ο Χρυσόστομος ενδιαφερόταν κυρίως γι’ αυτό και την προσοχή των γονέων διέλαθε κυρίως αυτό.

Στο Χρυσόστομο εκείνο που έχει προτεραιότητα είναι η εκμάθηση της αρετής, αφού αυτή είναι εσχατολογικώς η πρώτη και κεντρική τέχνη της ζωής, δια της οποίας ο άνθρωπος καταφρονεί και υπερβαίνει τα «ενταύθα», αντί να φροντίζει γι’ αυτά. Όταν υπάρχει αυτή η τέχνη, ωφελούν κι όλες οι άλλες και μικρές «ταύτης δε απούσης, ουδέν έσται κέρδος». Διότι μόνο αυτή η τέχνη «προξενεί την βασιλείαν» και χαρίζει τα όντως αγαθά. Η εκμάθηση της αρετής αρχίζει από μικρή ηλικία και μέσα στην οικογένεια, εκεί όπου ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται και διαμορφώνει τα ιδεώδη του. Γι’ αυτό κι ο Χρυσόστομος συμβουλεύει τους γονείς ν’ αντικαταστήσουν τις κοσμικές μεθόδους με εμφύτευση του φόβου του Θεού μέσα στην ψυχή του μικρού παιδιού, με διδασκαλία για την εν ουρανοίς αμοιβή και την τιμωρία των κακών έργων και επί της γης, με το να τους εμβάλλουν τον πόθο να γίνουν στρατιώτες του Χριστού, με εξιστορήσεις των πράξεων των αγίων, με το να τους δίνουν ονόματα αγίων, και με ψαλμωδίες πνευματικές.

Για την κάπως προχωρημένη νεαρή νεαρή ηλικία συνιστά για τους νέους σαν πρότυπα συνομηλίκους εναρέτους, συμβουλές αγίων ανδρών, νηστεία, προσευχή, εκκλησιασμό, πρώιμο γάμο, μίμηση των αγίων της Αγίας Γραφής και όλα όσα προάγουν προς τη βασιλεία των ουρανών. Έτσι η εκμάθηση της αρετής σε μικρή ηλικία γίνεται νόμος και εθισμός. Ιδιαιτέρως όμως συνιστά την επίσκεψη μοναστηριών, τα οποία είναι αληθινά σχολεία των ζητουμένων αρετών.

Αυτή την επίσκεψη και διέλευση από τα μοναστήρια και την κάποια άσκηση των νέων εκεί τη θεωρεί σαν απαραίτητη, αφ’ ενός μέν διότι η άσκηση είναι η αναγκαιότερη τέχνη για την κτήση της βασιλείας των ουρανών, αφ’ ετέρου δε ο νέος, κι αν δε γίνη μοναχός, θα μείνει οπωσδήποτε ευσεβής. Η προσδοκία των επουρανίων και όχι των επιγείων, αποκτάται στα μοναστήρια, διότι εκεί διδάσκεται αμέσως και εμπράκτως από τα υπαρκτά και ορατά πρότυπα, τους μοναχούς, ενώ στον κόσμο διδάσκονται από τα δικά του πρότυπα τα αντίθετα. Η ιδέα αυτή δεν είναι μια ακραία σκέψη του Χρυσοστόμου, προερχόμενη από καιρό κατά τον οποίο ήταν ενθουσιασμένος μοναχός, διότι συναντάται όχι μόνο στα πρώιμα συγγράμματα του αλλά και στα μεταγενέστερα. Φθάνει μάλιστα στο σημείο να συμβουλεύση τους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους να εγκαταβιώσουν σε μοναστήρια από 10 μέχρι 20 ετών, ώστε να ωριμάσουν και να μάθουν τα πρώτα αναγκαία εκεί, κι έπειτα να μάθουν τα επαγγέλματα και τις τέχνες της παρούσης ζωής.



ΚΕΙΜΕΝΟ 8ο

Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ: 

Ε.Π.Ε. εκδ.  «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, τ. 30, σελ. 637.


Αμέσως μόλις γεννηθεί το παιδί o πατέρας σκέφτεται όχι πώς να ρυθμίσει σωστά τη ζωή του, αλλά πως θα του φορέσει χρυσαφικά και ωραία ρούχα. Γιατί το κάνεις αυτό άνθρωπε; Καλά εσύ ο ίδιος να τα φοράς. Γιατί και το παιδί που δεν ξέρει ακόμα αυτή τη μανία, το συνηθίζεις σ’ αυτά; Σωστός δάσκαλος του χρειάζεται, για να παιδαγωγήσει σωστά το παιδί, και όχι στολίδια. Ακόμη, του αφήνεις μακριά μαλλιά όπως και τα κορίτσια, και το κάνεις να χάνει την ισχυρή φύση του απ’ την πρώτη στιγμή, βάζοντας μέσα του τον έρωτα για τα χρήματα και πείθοντάς το να συγκινείται από ανώφελα πράγματα.

Γιατί το κάνεις να ευχαριστείται απ’ τα σωματικά πράγματα; Αν ο άντρας έχει μακριά μαλλιά, αυτό δεν είναι τιμητικό γι’ αυτόν λέει. Δεν το θέλει αυτό η φύση και δεν το επέτρεψε ο Θεός. Το πράγμα αυτό έχει απαγορευθεί, είναι έργο της ελληνικής προκατάληψης. Πολλοί κρεμούν και στ’ αυτιά τους χρυσαφικά. Μακάρι ούτε και τα κορίτσια να μην τα φορούσαν, εσείς όμως οδηγείτε και τα αγόρια στην καταστροφή.

Ίσως πολλοί να γελούν και να τα θεωρού ασήμαντα. Δεν είναι όμως μικρά αλλά σημαντικά. Αν το κορίτσι συνηθίσει να γοητεύεται απ’ τα γυναικεία στολίδια, όταν θα φύγει απ’ το πατρικό της θα είναι πολύ δύσκολη και ανυπόφορη στον σύζυγό της. Από εκεί αρχίζει η κακία να γίνεται δύσκολη να την πολεμήσεις, απ’ το ότι κανένας δεν μιλάει στα παιδιά για αγνότητα, για καλοσύνη, για περιφρόνηση των χρημάτων και της δόξας, για όσα λέει η Γραφή.


Όταν λοιπόν στερηθούν τα παιδιά απ’ την πρώτη ηλικία τους δασκάλους, τι θα γίνουν; Γιατί, αν μερικοί, ενώ τρέφονται απ’ την κοιλιά της μάνας τους και παιδαγωγούνται μέχρι τα γεράματα, δεν κατορθώνουν να γίνουν σωστοί άνθρωποι, εκείνοι που απ’ την αρχή της ζωής τους συνηθίζουν σε όλα αυτά, ποιο κακό είναι δυνατόν να μην κάνουν; Τώρα όμως ο καθένας προσπαθεί να μάθει στα παιδιά του τέχνες και γράμματα και ρητορική ικανότητα στους λόγους, πως όμως θα μπορούσε να εξασκηθεί η ψυχή τους, δεν νοιάζεται κανείς.


Σας παρακαλώ πριν απ’ όλα τα’ άλλα να δίνετε σωστή ανατροφή στα παιδιά. Αν πραγματικά αγαπάς το παιδί σου, δείξε την αγάπη σου από αυτό. Άλλωστε γι’ αυτό θα έχεις κι αμοιβή. Και αν εσύ νιώθεις ότι έκανες αμέτρητα κακά, προσπάθησε με αυτό να βρεις κάποια παρηγοριά. Ανέθρεψε το παιδί σου για τον Χριστό. Δεν λέω να μην το αφήσεις να παντρευτεί ή να το προετοιμάσεις να γίνει μοναχός. Το θέλω βέβαια αυτό και θα ευχόμουν πολλοί να το δέχονταν, αλλά επειδή θεωρείται ότι είναι βαρύ, δεν σε αναγκάζω. Ανέθρεψε έναν αθλητή για τον Χριστό και δίδαξέ τον απ’ την πρώτη του ηλικία να είναι ευσεβής.


Αν τα καλά διδάγματα τυπωθούν στην ψυχή ενώ ακόμα είναι αγνή, κανείς δεν θα μπορέσει να τα εξαφανίσει, όταν θα γίνει σκληρή σαν τη σφραγίδα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το κερί. Εσύ πρώτος απολαμβάνεις τα αγαθά αν έχεις καλό γιο και μετά ο Θεός. Για τον εαυτό σου κοπιάζεις.


Λένε πως τα μαργαριτάρια μόλις τα βγάλουν απ’ το νερό, είναι σαν νερό. Αν λοιπόν είναι έμπειρος αυτός που τα βγάζει, βάζοντας τη σταγόνα εκείνη στην παλάμη του και κουνώντας με προσεκτικό τρόπο, την κάνει πάρα πολύ στρογγυλή. Όταν όμως στερεοποιηθεί δεν μπορεί τότε να της δώσει το σχήμα που θέλει, επειδή έχει αποκτήσει την σκληρότητα σαν κάποια μόνιμη κατάσταση.


Ο καθένας λοιπόν απ’ εσάς, πατέρας ή μητέρα, ας φροντίζετε και εσείς τα παιδιά σας, όπως ο γλύπτης τα αγάλματα. Και όπως οι ζωγράφοι τα έργα τους, όταν δηλαδή αφού τοποθετήσουν μπροστά τους τον πίνακα προσθέτουν καθημερινά το χρώμα που χρειάζεται. Έτσι λοιπόν και εσείς όπως και οι καλλιτέχνες να έχετε συγκεντρωμένη την προσοχή σας όταν κατασκευάζετε καλλιτεχνήματα για το θεό. Να αφαιρείται το περιττό και να προσθέτετε ότι λείπει. Να αυξάνετε τα προτερήματα και να προσπαθείτε να μειώσετε τα ελαττώματα. Και προτού του παιδί τα αποκτήσει διδάξτε το να είναι προσεκτικό, ήρεμο, να προσεύχεται και σε οτιδήποτε κάνει. Να κάνει πρώτα το σταυρό του.


Σκέψου ότι είσαι βασιλιάς που έχεις μπροστά σου μια πόλη, την ψυχή του παιδιού σου. Και όπως μέσα στην πόλη κάποιοι κλέβουν, άλλοι εργάζονται, και άλλοι τα κάνουν όλα όπως τύχει, έτσι λειτουργούν και στην ψυχή η διάνοια και οι σκέψεις. Άλλοι φροντίζουν για όλο τον άνθρωπο, και για το σώμα και για την κατοικία, όπως κάνουν στις πόλεις οι πολίτες του. Άλλοι δίνουν εντολές, όπως ακριβώς οι άρχοντες στις πόλεις. Και άλλοι απ’ αυτούς διηγούνται ασεβή πράγματα, όπως κάνουν οι ακόλαστοι στις πόλεις, ενώ άλλοι διηγούνται σεμνά πράγματα, όπως κάνουν οι λογικοί στις πόλεις. Και άλλοι απ’ αυτούς δέχονται διαταγές σαν δούλοι, όπως συμβαίνει και με τους δούλους στις πόλεις, ενώ άλλοι είναι ευγενείς, όπως είναι και οι ελεύθεροι στις πόλεις.

Χρειαζόμαστε λοιπόν νόμους, ώστε να εξορίζουμε τους κακούς, ενώ τους καλούς να τους επιδοκιμάζουμε, και να μην αφήνουμε τους κακούς να δρουν εναντίον των καλών. Γιατί όπως ακριβώς στην πόλη αν θεσπίσει κανείς νόμους που αφήνουν πολύ ελευθερία στους κλέφτες, αυτός κατάστρεψε τα πάντα, και αν ο καθένας αφήσει τη θέση του και προσπαθεί να πάρει τη θέση κάποιου άλλου, με την πλεονεξία κατέστρεψε την αρμονία, έτσι γίνεται και εδώ.


Πόλη λοιπόν είναι η ψυχή του παιδιού, πόλη που μόλις χτίστηκε, που έχει ξένους πολίτες, αλλά δεν έχουν καμία εμπειρία. Και σ’ αυτούς τους πολίτες είναι εύκολο να δώσει κανείς καλές συνήθειες. Γιατί εκείνοι που έζησαν με κακό τρόπο στην ζωή τους, δύσκολα θα μπορούσαν να αλλάξουν τρόπους, χωρίς όμως να είναι και αδύνατον. Γιατί μπορούν ν’ αλλάξουν τρόπους αν το θέλουν. Ενώ εκείνοι που είναι τελείως άπειροι εύκολα θα δέχονταν τους νόμους σου.


Φτιάξε λοιπόν νόμους σ’ αυτή τη πόλη, ώστε να φαίνονται αυστηροί, και γίνε προστάτης των νόμων που παραβαίνονται. Γιατί δεν ωφελεί σε τίποτα να θεσπίζεις νόμους, εάν δεν ακολουθεί η τιμωρία στους παραβάτες.




ΑΝΘΟΛΟΓIA ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ



1. ΚΡΙΚΩΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥ, Συλλογή Πατερικών κειμένων, τόμ. Α' - Β', Θεσσαλονίκη, University studio press , 1994 - 1998.

2. ΤΣΑΜΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ανθολόγιο εκκλησιαστικών κειμένων, εκδ. Πουρναράς , Θεσσαλονίκη , 2004.

3. ΤΣΑΜΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Εκκλησιαστική γραμματεία και κείμενα πατερικής γραμματείας, εκδ. Πουρναράς , Θεσσαλονίκη, 2008.

4. ΨΕΥΤΟΓΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Στοιχεία εκκλησιαστικής γραμματολογίας με ανθολόγιο πατερικών έργων, εκδ. Κυριακίδη , Θεσσαλονίκη , 1994.

5 ΨΕΥΤΟΓΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Θέματα πατερικής θεολογίας , τόμ. 1- 3, Κυρομάνος , Θεσσαλονίκη , 1995 - 2007.

6. ΧΑΡΩΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Σχέδια διδασκαλίας πατερικών κειμένων , εκδ. Γρηγόρη , Αθήναι , 1970.

7. ΠΑΠΑΡΝΑΚΗ ΑΘΑΝ. Ερμηνεία κειμένων της Π.Δ. κατά τους πατέρες της εκκλησίας, εκδ. Γράφημα , Θεσσαλονίκη , 2009.

8. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΝ. Πατέρων λόγος και διδαχή , εκδ. Γρηγόρη , Αθήνα , 2007.

9. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ανθολόγιο πατερικών κειμένων , Αθήνα , ΟΕΔΒ , 1975.

10. ΒΡΑΚΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ανθολόγιο αρχαίων ελληνικών και πατερικών κειμένων έκδ. Εννοια , Αθήνα , 2008.





ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ

1. ΒΙΜΠΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ Συνοπτικό θεματολογικό ευρετήριο Ελλήνων Πατέρων, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα

2. ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ Κλείς Πατρολογίας και Βυζαντινών συγγραφέων, εκδ. Ωφελίμου βιβλίου , 1980

3. ΚΑΒΑΛΛΕΡΑ ΦΕΡΔΙΝ. Πίνακες ελληνικής πατρολογίας J.-P. Migne , Κέντρον Πατερικών Εκδόσεων Αθήνα 2008.

4. ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝ. Χρυσοστομικόν Ταμείον,ήτοι ευρετήριον θεμάτων των Απάντων του Ιερού Χρυσοστόμου, επί τή βάσει της Πατρολογίας του J.Migne PG και της Ε.Π.Ε. έκδ. Δ. Σαλονικίδης θεσσαλονίκη 1994.

5. ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝ. Βασιλειανόν Ταμείον, ήτοι ευρετήριον θεμάτων των Απάντων του Μ. Βασιλείου επί τή βάσει της Πατρολογίας του J.Migne PG και της Ε.Π.Ε. έκδ. συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου , Νέα Σκήτη , Αγιον Ορος 1998.

6. ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝ. Γρηγοριανόν Ταμείον, ήτοι ευρετήριον των Απάντων του Αγ. Γρηγορίου του Θεολ. επί τή βάσει της Πατρολογίας του J.Migne PG της Ε.Π.Ε. και της Β.Ε.Π.Ε.Σ. έκδ. συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου , Νέα Σκήτη, Αγιον Ορος 2001.

7. ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Απολογητικά των πατέρων των 5 πρώτων αιώνων , έκδ. Αποστολικής Διακονίας.




ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΕΣ



1. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΥΛ. Πατρολογία , τόμ. Α' και Β' , Αθήνα 2000.

2. ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Ελληνική Πατρολογία , τόμ. Α'- Ε' , έκδ. Κυρομάνος , θεσσαλονίκη 1985 - 1992.

3. ΜΟΥΤΣΟΥΛΑ ΗΛΙΑ Εισαγωγή εις την Πατρολογίαν , εκδ. Γρηγόρη , Αθήνα 2009.




ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΣΕΙΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 

ΚΑΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ


1. Η ΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Σειρά από λόγους διαφόρων Πατέρων, Δ/ντής σειράς: Ευάγγελος Π. Λέκκος, έκδ. Λύχνος.

1. Ιωάννου του Χρυσοστόμου : Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

2. Κλήμεντος Αλεξ./ Μ. Βασιλείου : ΠΟΙΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΣΩΖΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΤΟΥΝΤΑΣ

3. Ιωάννου του Χρυσοστόμου : ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ

4. Μεγάλου Αθανασίου : Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

5. Μεγάλου Βασιλείου : Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΣΟΦΙΑ

6. Μεγάλου Αθανασίου : Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ - βίος και πολιτεία

7. Μεγάλου Βασιλείου/ Ιωάννου του Χρυσοστόμου

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΤΡΟΠΙΟ ( Α' και Β' ) ( ακολουθούν και άλλες κυκλοφορίες )

2. ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ Συγγραφέας : Ευάγγελος Π. Λέκκος, εκδοτική παραγωγή Σαϊτης

α) Ιερός Χρυσόστομος

β) Μέγας Βασίλειος

γ) Γρηγόριος ο Θεολόγος

δ) Μέγας Αθανάσιος

ε) Ιωάννης ο Δαμασκηνός

( από τους Πατέρες που ανθολογούνται σ' αυτό το βιβλίο, η έκδοση συνεχίζεται ).


3. Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΑΣ Σειρά από λόγους διαφόρων πατέρων, εκδ. Αποστολική Διακονία.



ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΕΚΑΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΩΝ


Α) ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ : ( καταγράφουμε εδώ ορισμένα από τα πιό ενδιαφέροντα Ανθολόγια, των οποίων έχομε γνώση, χωρίς να εξαντλούμε τον κατάλογο, σημειώνοντας πως ο Χρυσόστομος υπήρξε πάντοτε, λόγω της εκτάσεως και δυνάμεως του λόγου του, ο πλέον αγαπητός των ανθολόγων )



1. ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Από τις ομιλίες του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου,

έκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2005.

2. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ Κείμενα του Ιερού Χρυσοστόμου, ανθολογημένα κατά θεματικές ενότητες, τόμ. Α' - Ζ', έκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ , υπό Βενέδικτου Ιερομονάχου.

3. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ κατά τον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο , Βασιλείου Χαρώνη.

4. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ έκδοσις υπό Ματθαίου Λαγγή.





ΒΙΟ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


Ο Μέγας Αθανάσιος είναι ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Παρ' όλες τις περιπέρειές του κατόρθωνε να εξευρίσκει χρόνο να γράφει και έτσι παρουσίασε ένα τεράστιο έργο, το οποίο όμως δεν διασώθηκε ολόκληρο. Τα έργα του διαιρούνται σε :


Α) ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ - ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ

1. Λόγος κατά Ελλήνων ( ειδώλων ), ( 318 ) στο οποίο απορρίπτοντας τα μυθολογικά και ειδωλολατρικά στοιχεία της θρησκείας των Ελλήνων, επωφελείται από τη φιλοσοφία ιδίως του Πλάτωνα και από τον Ωριγένη, για να προβάλλει το υπερβατικό και προσωπικό του Θεού, ο οποίος με το Λόγο εδημιούργησε τον αρμονικό κόσμο. Η θεογνωσία επιτυγχάνεται από τη λογική και αθάνατη ψυχή του ανθρώπου.


2. Λόγος περί ενανθρωπήσεως του Λόγου, ( 318 ) στον οποίο διπραγματεύεται την ενανθρώπιση του Λόγου, τον οποίο οι Ιουδαίοι διαβάλλουν και οι Ελληνες χλευάζουν, οι Χριστιανοί όμως προσκυνούν' και εκθέτει την περί σωτηρίας διδασκαλία και το Χριστολογικό δόγμα. Η πραγματεία αυτή είναι υπόδειγμα και πηγή γιά σχετικά μεταγενέστερα έργα. Μαζί με την προηγούμενη ( κατά Ελλήνων ) αποτελεί ένα ενιαίο έργο, το οποίο όμως είναι χωρισμένο σε δύο τμήματα.


3. Λόγοι κατά Αρειανών, ( 358 ) στους οποίους εκθέτει την αρειανική διδασκαλία, την οποία ανασκευάζει με βάση την ερμηνεία χωρίων της Γραφής με τα οποία αποδεικνύεται ότι ο Λόγος είναι γνήσιος και ομοούσιος υιός του Θεού Πατρός.


4. Περί της ενσάρκου επιφανείας του Θεού Λόγου κατά Αρειανών, αμφισβητούμενης όμως γνησιότητος, λόγω της χρήσεως του όρου "είς θεός εν τρισίν υποστάσεσιν".




Β) ΙΣΤΟΡΙΚΑ - ΠΟΛΕΜΙΚΑ

1. Απολογητικός κατά Αρειανών, ( 357/58 ) στον οποίο απορρίπτονται οι κατηγορίες των Αρειανών εναντίον του' έχει μεγάλη σημασία γιά την γνώση της ιστορίας του αρειανισμού.


2. Απολογία προς τον βασιλέα Κωνστάντιον, ( 357 ) με την οποία απολογούμενος, ανασκευάζει τις εναντίον του κατηγορίες των εχθρών του.


3. Απολογία περί της φυγής αυτού, ( 357/58 ) ένα από τα ωραιότερα έργα του, με το οποίο δικαιολογεί τη φυγή του από τις επιθέσεις κυβερνητικών οργάνων ως πράξη συνετή, αφού είχε να αντιμετωπίσει τέτοιους ανθρώπους, όπως είναι οι εχθροί του.


5. Προς τους απανταχού μοναχούς περί των γεγενημένων παρά των Αρειαανών επί του αυτοκράτορος Κωνσταντίου, με το οποίο στρέφεται εναντίον του Κωνσταντίου, επειδή υποστήριζε τον αρειανισμό.


Γ) ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ

1. Προς Μαρκελλίνον εις την ερμηνείαν των Ψαλμών.

2. Υπόθεσις εις τους Ψαλμούς, Εξηγήσεις εις τους Ψαλμούς και Υπόμνημα εις τους Ψαλμούς ( σε αποσπάσματα )

3. Υπόμνημα - Ερμηνεία εις τον Εκκλησιαστήν και το Ασμα Ασμάτων ( σε αποσπάσματα )

4. Υπόμνημα εις την Γένεσιν ( σε αποσπάσματα ).


Δ) ΑΣΚΗΤΙΚΑ

1. Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αντωνίου, θαυμάσιο έργο, που επετέλεσε υποδειγμα αγιογραφίας.

2. Περί Παρθενίας, ήτοι περί ασκήσεως.


Ε) ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

1. Εορταστικές, με την ευκαιρία της εορτής του Πάσχα.

2. Συνοδικές, όπως :

α) προς τους Αντιοχείς τόμος,

β) προς Ιοβιανόν περί πίστεως,

γ) προς τους εν Αφρική επισκόπους.

3. Εγκύκλιες, όπως : προς τους επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης επιστολή εγκύκλιος κατά Αρειανών ( 356/57 ).

4. Δογματικές - πολεμικές, όπως :

α) αι περί του Αγίου Πνεύματος προς Σεραπίωνα επιστολαί,

β) η προς Επίκτητον επιστολή,

γ) η προς Αδέλφιον επιστολή,

δ) η προς Μάξιμον επιστολή,

ε) περί της εν Νικαία συνόδου,

στ) περί Διονυσίου του επισκόπου Αλεξανδρείας,

ζ) περί των εν Αριμίνω και Σελευκεία συνόδων,

η) επιστολή προς Ρουφινιανόν,

θ) επιστολή προς μοναχούς.

5. Ασκητικές.




ΣΤ) ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ

Υπάρχουν πολλά αμφιβαλλόμενα έργα αποδιδόμενα στον Μ. Αθανάσιο.






ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ


Ο Κύριλλος είναι επίσης ένας από τους πολυγραφώτερους συγγραφείς, αν και στερείται λογοτεχνικού ταλέντου. Τα διασωθέντα έργα του ανέρχονται σε πολλούς τόμους, όπως και τα απολεσθέντα, και διαιρούνται σε ερμηνευτικά, απολογητικά, δογματικά, αντιαιρετικά, ομιλίες και επιστολές.


Α) ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ

Ερμηνευτικά είναι τα περισσότερα από τα διασωθέντα έργα του Κυρίλλου, όπως :

1. Περί της εν πνεύματι και αληθεία προσκυνήσεως και λετρείας, με διαλογική μορφή και τυπολογική ερμηνεία της Αγ. Γραφής ( Π.Δ. και Κ.Δ. ) τονίζει ότι το Ευαγγέλιο κατάργησε το γράμμα

και όχι το πνεύμα του Νόμου και ότι η πνευματική λατρεία εμφανίζεται ως τύπος στην Π. Διαθήκη.


2. Γλαφυρά, συνέχεια του προηγουμένου με το οποίο επιδιώκει να καταδείξει ότι "διά πάσης της Μωϋσέως γραφής το του Χριστού μυστήριον αινιγματωδώς σημαίνεται"


3. Ερμηνείες σε βιβλία της Π.Διαθήκης, όπως :

α) Εξήγησις υπομνηματική εις τον προφήτην Ησαϊαν.

β) Υπομνηματική εξήγησις εις τους Δώδεκα Προφήτας.

Από τα άλλα υπομνήματα σε βιβλία της Π. Διαθήκης σώζονται αποσπάσματα μόνο σε σειρές

γ) Στους Ψαλμούς,

δ) Στους μείζονες προφήτες Ιερεμία, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ,

ε) Στα Βασιλειών,

στ) Στα Ασματα των Ασμάτων,

ζ) Στις παροιμίες κ.ά.


4. Ερμηνείες σε βιβλία της Κ. Διαθήκης, όπως :

α) Υπόμνημα εις τον Ιωάννην, που είναι το καλύτερο ερμηνευτικό του έργο με δογματικό και πολεμικό σκοπό, στο οποίο αποδεικνύει ότι ο Υιός είναι ομοούσιος τώ Πατρί και ότι ο Πατήρ και ο Υιός έχουν ιδίαν υπόσταση ή πρόσωπο. Στρέφεται εναντίον των Ευνομιανών ή Αντιοχειανών

β) Συλλογή ομιλιών εις τον Λουκάν, σε συριακή μετάφραση, εναντίον των Νεστοριανών.

γ) Εις τον Ματθαίον, ( σε αποσπάσματα ).

δ) Εις επιστολάς Παύλου, ( σε αποσπάσματα ).



Β) ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ

Οπως : Υπέρ τής των Χριστιανών ευαγούς θρησκείαςπρος τά του εν αθέοις Ιουλιανού, με το οποίο ανατρέπει το κατά Γαλιλαίων έργο του Ιουλιανού.


Γ) ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ - ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ - ΠΟΛΕΜΙΚΑ

Εναντίον των παλαιοτέρων του Νεστοριανισμού αιρέσεων, όπως :

1. Θησαυρός ( Βίβλος των θησαυρών ) περί αγίας και ομοουσίου Τριάδος, με το οποίο ανασκαυάζει τους Αρειανούς και κυρίως τους Ευνομιανούς' είναι από τα σπουδαιότερα πατερικά έργα με μεγάλη επίδραση στους μεταγενέστερους.


2. Περί αγίας και ομοουσίου Τριάδος, συντομώτερο του προηγουμένου' εναντίον της Νεστοριανής έριδος, ασχολείται με την ομοουσιότητα του Υιού και του Αγ Πνεύματος.


3. Πεντάβιβλος Αντίρρησις κατά των Νεστορίου βλασφημιών, το πρώτο συστηματικό έργο με το οποίο ανασκευάζει τις Νεστοριανές απόψεις με βάσ η τις Γραφές και τους Πατέρες.


4. Περί της ορθής Πίστεως, προς τον Βασιλέα Θεοδόσιον, σύντομη έκθεση του Χριστολογικού προβλήματος.


5. Αναθεματισμοί 12 κατά Νεστορίου, τους οποίους έστειλε στο Νεστόριο το 430 και στους οποίους τονίζει την καθ' υπόσταση ένωση των δύο φύσεων εν Χριστώ.


6. Απολογητικός υπέρ των Δώδεκα Κεφαλαίων, με το οποίο υπερασπίζεται το προηγούμενο έργο του


7. Επιστολή προς Ευόπτιον, με το οποίο αποκρούει την κατηγορία ότι ήταν απολιναριστής.


8. Επίλυσις των Δώδεκα Κεφαλαίων, με το οποίο κατοχυρώνει τους αναθεματισμούς με γραφικές μαρτυρίες.


9. Απολογητικός προς τον Βασιλέα Θεοδόσιον, με το οποίο απολογείται γιά τις εναντίον του κατηγορίες.


10. Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, μόνο σε αποσπάσματα σώζεται ελληνιστί, ενώ σώζεται πλήρες σε αρχαίες μεταφράσεις.


11. Οτι είς ο Χριστός.


12. Κατά των μή βουλομένων ομολογείν Θεοτόκον την αγίαν Παρθένον.

13. Κατά Διοδώρου και Θεοδώρου, διδασκάλων του Νεστορίου, σώζεται σε αποσπάσματα ελληνικά, λατινικά και συριακά.

Αρκετά άλλα έργα φέρονται με το όνομα του Κυρίλλου και αναφέρονται στο Χριστολογικό πρόβλημα.



Δ) ΟΜΙΛΙΕΣ

Εκτός από τις ομιλίες εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον σώζεται συλλογή από 22 σύντομες ομιλίες, αναφερόμενες στη Θεοτόκο, στην ενανθρώπιση, στα μυστήρια και στις εορτές, πολλές από τις οποίες αμφισβητούνται.


Ε) ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Σ' αυτές ανήκουν :

1. Εορταστικές - Πασχάλιες, 29 επιστολές, ασχολούμενες με διάφορα θέματα, όπως ηθικά δογματικά, πολεμικά, πρακτικά ( γιά τη νηστεία, αγάπη, προσευχή κ.λ.π.)


2. Συλλογή 88 επιστολών, οι περισσότερες από τις οποίες αναφέρονται στις συμφιλιωτικές προσπάθειές του μετά τη σύνοδο της Εφέσου.


ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ


Το κυριώτερο έργο από όσα έγραψε ο αγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων είναι οι 24 Κατηχήσεις (348/350) οικοδομητικού χαρακτήρα με αρκετό δογματικό και λειτουργικό περιεχόμενο. Απευθύνεται στους φωτιζομένους και νεοφωτίστους, στους οποίους παρουσιάζει τις βασικές διδασκαλίες της χριστιανικής πίστεως και αγωγής και στους οποίους αποκαλύπτει τα κύρια μυστήρια της Εκκλησιας.Οι Κατηχήσεις περιλαμβάνουν :

α) 1 Προκατήχηση, στην οποία τονίζεται η αναγκαιότητα της κατηχήσεως και της προετοιμασίας γιά το Βάπτισμα και καθορίζονται οι υποχρεώσεις των κατηχουμένων.

β) 18 Κατηχήσεις προς τους φωτιζομένους, στις οποίες αναπτύσσεται η ωφέλεια του βαπτίσματος της μετανοίας και της εξομολογήσεως, δίδονται οι βασικές αρχές της πίστεως και της ηθικής ζωής των Χριστιανών, ερμηνεύεται το βαπτισματικό σύμβολο της πίστεως της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων από θεολογικής και οικοδομητικής πλευράς και αναπτύσσεται το θέμα περί του Ενός Θεού και της Τριάδος, Πατρός Υιού και Αγίου Πνεύματος, της κοινής αναστάσεως, της Εκκλησίας και της αιωνίου ζωής.

γ) 5 Κατηχήσεις μυσταγωγικές, στις οποίες παρουσιάζεται αναλυτική ερμηνεία των μυστηρίων του βαπτίσματος, της θείας Ευχαριστίας, την οποία αποδέχεται ως σώμα και αίμα Χριστού και τέλος πραγματεύεται γιά τη θεία λειτουργία με σύντομη ερμηνεία της Κυριακής Προσευχής.

Οι Κατηχήσεις διακρίνονται γιά την απλότητα, σαφήνεια και μεθοδικότητα. Ο Κύριλλος χρησιμοποιεί διδακτικές αρχές συγρόνων παιδαγωγικών συστημάτων ' έτσι π.χ. παρουσιάζει την "κεφαλαιώδη εισαγωγην", ήτοι μία συνοπτική αρχική παροτσίαση του όλου θέματος, στη συνέχεια λεπτομερειακή ανάλυση του θέματος και τέλος επανάληψη των κυριοτέρων σημείων γιά καλύτερη εμπέδωση. Δέχεται ότι είναι προτιμώτερο να γνωρίζει ο πιστός το βούρκο της αμαρτίας από περιγραφή του διδασκάλου παρά από προσωπική εμπειρία και γι' αυτό σε μερικές περιπτώσεις είναι τολμηρός στις περιγραφές ηθικών παραπτωμάτων.



ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ


Ο Μέγας Βασίλειος είναι μέγας και ως συγγραφέας και ως θεολόγος. Η σαφήνεια , η συντομία, η μεθοδικότητα και η απλότητα χαρακτηρίζουν το συγγραφικό έργο του' συνδυάζει τη φυσικότητα του χριστιανικού με το κλασικό ύφος. Εγραφε γιά να εξυπηρετήσει τις οποιεσδήποτε ανάγκες της Εκκλησίας , πρακτικές και θεολογικές, αλλά πάντοτε με επιμέλεια, ώστε τα έργα του να αποτελούν πρότυπο της χριστιανικής γραμματείας. Το συγγραφικό έργο του Μ. Βασιλείου διακρίνεται σε ερμηνευτικό, παιδαγωγικό, δογματικό, ασκητικό, λειτουργικό, ομιλίες και επιστολές.


Α) ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ

Αν και άριστος γνώστης των Αγ. Γραφών ο Μ.Βασίλειος δεν άφησε ερμηνεία πλήρη σε κάποιο βιβλίο της Αγ. Γραφής αλλά μόνο μία σειρά ομιλιών ή λόγων του σε συνδυασμό με ηθικό και πρακτικό περιεχόμενο, όπως :


1. Εννέα ομιλίαι εις την Εξαήμερον, ( 370 ) με τις οποίες ερμηνεύει το α' κεφ. της Γενέσεως και προβαίνει σε απολογητική και διδακτική έκθεση γιά τη δημιουργία του κόσμου με αναφορά διαφόρων φιλοσοφικών κοσμολογικών απόψεων. Με τις ομιλίες του αυτές εισάγει την ελληνική επιστήμη στη χριστιανική θεολογία και φανερώνει το μεγαλείο του θεού.


2. Ομιλίαι εις τους Ψαλμούς, ( 370 ) είναι μία συλλογή 18 ομιλιών, σκοπός των οποίων είναι περισσότερο ηθικολογικός παρά ερμηνευτικός.


3. Ερμηνεία εις τον προφήτην Ησαϊαν, είναι σχόλια στα 16 πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, αμφισβητούμενης όμως γνησιότητας.


Β) ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ

1. Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου, ( 363-364 ) με το οποίο ανατρέπει τις θέσεις του Ευνομίου και υπεραμύνεται της αγεννησίας του Πατρός και της ομοουσιότητας του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.


2. Περί του Αγίου Πνεύματος, ( 375 ) ένα από τα καλύτερα δοκίμια δογματικού περιεχομένου της χριστιανικής γραμματείας με το οποίο εξετάζεται η ομοτιμία του Υιού προς τον Πατέρα και κυρίως του Αγίου Πνεύματος προς τπν Πατέρα και τον Υιόν, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγ. Γραφής και της Παραδόσεως και με τις εκδηλώσεις της χριστιανικής ζωής. Χρησιμοποιεί το δοξολογικό τύπο "δόξα τώ θεώ και Πατρί μετά ( διά ) του Υιού σύν ( εν ) Αγίω Πνεύματι" και γιά λόγους οικονομίας, όπως έλεγε ο Γρηγόριος, "υποφαίνει μεν αμυδρώς και σκιαγραφεί τον λόγον, ου παρρησιάζεται δε την αλήθειαν" και ερωτά "μέχρι τίνος οικονομητέον;". Ο Μ. Βασίλειος επιφυλασσόταν να χρησιμοποιήσει τον όρο "ομοούσιος" και χρησιμοποιούσε τον όρο "ομότιμον" γιά το Αγ. Πνεύμα.



Γ) ΑΣΚΗΤΙΚΑ

Με τον τίτλο αυτό αποδίδονται 13 πραγματείες στον Μ.Βασίλειο' τη συλλογή αυτή συγκροτούν το παλαιότερο και κύριο έργο του υπό τον τίτλο Ηθικά, με δύο εισαγωγές "περί κρίματος θεού" δηλαδή περί κρίσεως και τιμωρίας του θεού γιά την απείθεια των πιστών στις εντολές του, και "περί πίστεως", δηλαδή ομολογία πίστεως γιά τον Τριαδικό Θεό, και τα κυρίως Ασκητικά.


1. Τα Ηθικά είναι μία συλλογή 80 όρων ( συνολικά 233 κανονισμών ) στην οποία εξετάζονται ηθικά ζητήματα αναφερόμενα στην πνευματική και ηθική ζωή όλων των Χριστιανών με βάση σχετικά χωρία της Αγ.ιας Γραφής και τη διδασκαλία της.


2. Το κυρίως Ασκητικό έργο του αποτελείται από δύο συλλογές

α) τους όρους κατά πλάτος, με 55 κεφάλαια, στα οποία εξετάζονται γενικά θεμελιώδη ηθικά προβλήματα του μοναχικού βίου, και

β) τους όρους κατ' επιτομήν, με 313 κεφάλαια, στα οποία εξετάζονται ειδικά καθημερινά ζητήματα της ζωής των μοναχών. Πρόκειται γιά απαντήσεις που έδωσε ο Μ.Βασίλειος σε σχετικές ερωτήσεις μοναχικών αδελφοτήτων.


3. Περί Παρθενίας, έργο που αμφισβητείται η αυθεντικότητα από πολλούς.

Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές των Ασκητικών και με διαφορετικούς τίτλους, όπως Επιτίμια, Υποτύπωσις ασκήσεως, Ασκητικαί Διατάξεις, αμφισβητούμενης όμως γνησιότητας. Πάντως τα ασκητικά έργα του Μ.Βασιλείου είχαν ασκήσει μεγάλη επίδραση στο σύστημα του μοναχικού βίου της Ανατολής.



Δ) ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΑ - ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ

Οπως το δοκίμιο :

1. Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, στο οποίο πραγματεύεται τις δύο καταστάσεις του βίου, την παρούσα και τη μέλλουσα και τηγεφύρωσή τους και ομιλεί γιά την ωφέλεια των νέων από τη μελέτη της κλασικής λογοτεχνίας ως προστάδιο ασκήσεως.


2. Περί βαπτίσματος, στο οποίο προτρέπει τους νέους να διακόψουν την κοσμική ζωή και τους συνιστά να βαπτισθούν γιά να γνωρίσουν την αξία της χριστιανικής ζωής' χαρακτηριστικά λέγει "πολύν εζήσαμεν χρόνον τώ κόσμω, ζήσωμεν λοιπόν και εαυτοίς"

3. Εις το Πρόσεχε σεαυτώ, όπου ζητεί να μην προσέχομε τα όσα ανήκουν σε εμάς ( μήτε τοις σοίς ), ή τα γύρω από μάς ( μήτε τοίς περί σέ ), αλλά μόνο τον εαυτό μας ( αλλά σεαυτώ μόνον πρόσεχε ), δηλαδή την ψυχή μας με την οποία οδηγούμεθα στο θεό.


4. Οτι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο θεός, στο οποίο εκθέτει ότι το κακό είναι ανύπαρκτο, αφού είναι στέρηση του αγαθού' δεν είναι ούτε όν ούτε ενυπόστατος ουσία. Το αγαθό καθορίζεται ότι είναι το ίδιο με το θείο και διδάσκει ότι η τελειότητα επιτυγχάνεται κατ' αρχήν από τον ίδιο τον άνθρωπο.



Ε) ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ

Ο Μ. Βασίλειος σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις προέβη σε ανασύνταξη της Θ . Λειτουργίας αφού έλαβε υπ' όψη τις μέχρι τότε υπάρχουσες μορφές λειτουργιών' αυτή η Λειτουργία τελείται δέκα φορές το χρόνο.


ΣΤ) ΟΜΙΛΙΕΣ

Ο Μ.Βασίλειος διακρίθηκε ως ρήτορας και αυτό φαίνεται καθαρά στα έργα του και κυρίως στις ομιλίες του, όπου διακρίνεται η βαθειά γνώση των κοινωνικών προβλημάτων και διαπιστώνεται η μεγάλη συγκρότησή του.

Οι ομιλίες του ( 24 ) , διακρίνονται σε ερμηνευτικές, δογματικές, ηθικές, παιδαγωγικές, εγκωμιαστικές, εορταστικές και κοινωνικού περιεχομένου.




Ζ) ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οπως οι ομιλίες του έτσι και οι Επιστολές του διακρόνονται κατά το περιεχόμενό τους σε δογματικές, ιστορικές, ηθικές, ποιμαντορικές, κανονικές, λειτουργικές, παραμυθητικές, φιλικές, συστατικές, ελεγκτικές κ.ά., στις οποίεςφαίνεται η ικανότητά του να επιλύει σπουδαία θεολογικά προβλήματα, να καθοδηγεί τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς στο έργο τους, να συντελεί στη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής ευταξίας και οργανώσεως, να παρηγορεί τους πάσχοντες και να ανακουφίζει τους δυστυχισμένους.


ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ


Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος συνδυάζοντας καταπληκτική μόρφωση, ρητορική δεινότητα και κλασική και θεολογική συγκρότηση, επεβλήθη στη συνείδηση της Εκκλησίας γενικά και χαρακτηρίστηκε ως χριστιανός Δημοσθένης. Το συγγραφικό έργο του διακρίνεται σε Λόγους - Πραγματείες, Ποιήματα και Επιστολές.


Α) ΛΟΓΟΙ

Σώζονται 45 λόγοι, διακρινόμενοι ανάλαγα με το περιεχόμενό τους σε :

1. Δογματικούς, όπως οι περίφημοι :

α) 5 θεολογικοί ( 380 ), τους οποίους ο ίδιος αποκαλεί "της θεολογίας λόγους" και από τους οποίους απέκτησε την επωνυμία "Θεολόγος" . Αναφέρονται κυρίως στη θεότητα του Λόγου και το Τριαδικό δόγμα και

β) Εις το Αγιον Πνεύμα,

2. Εορταστικούς, αναφερομένους σε διάφορες εορτές, όπως

α) Εις τα Θεοφάνεια ή Γενέθλια του Σωτήρος,

β) Εις τα Φώτα,

γ) Εις την Πεντηκοστήν,

δ) Εις την καινήν Κυριακήν και

ε) Εις το Πάσχα.


3. Εγκωμιαστικούς, τους οποίους είχε εκφωνήσει στη μνήμη αγίων, όπως :

α) των Μακκαβαίων

β) του Μ.Αθανασίου,

γ) του αγίου Κυπριανού κ.ά.


4. Επιταφίους, όπως :

α) Εις τον Πατέρα του,

β) τους αδελφούς του,

γ) τον ισάδελφό του Μ.Βασίλειο κ.ά. Το είδος τούτο της ρητορικής είναι ο πρώτος που το καθιέρωσε στην εκκλησιαστική φιλολογία.

5. Επικαίρους, όπως :

α) Ο Απολογητικός περί της εις Πόντον φυγής ή περί Ιερωσύνης, στον οποίο απολογείται γιατί απέφευγε τη χειροτονία,

β) Ο Συντακτήριος, δηλαδή ο αποχαιρετιστήριος λόγος μετά την παραίτηση και αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη.

6. Ηθικούς, όπως :

α) Περί φιλοπτωχείας,

β) Περί διαζυγίου και σωφροσύνης.

7. Απολογητικούς, όπως οι δύο Στηλιτευτικοί εις Ιουλιανόν, που είναι από τις καλύτερες απολογίες, και στους οποίους συνιστά να μη προβούν σε ενέργειες αντεκδικήσεως μετά το θάνατο του Ιουλιανού, και οι Ειρηνικοί.


Β) ΠΟΙΗΜΑΤΑ - ΕΠΗ

Σώζονται 408 ποιήματα που διακρίνονται σε :

1. Ιστορικά, τα περισσότερα εις εαυτόν ( 107 ),

2. Ηθικά - διδακτικά ( 40 ),

3. Δογματικά ( 38 ),

4. Επιτάφια - θρήνους ( 129 ),

5. Επιγράμματα ( 94 ),

Με τα ποιήματά του ο Γρηγόριος εκφραζόταν πάντοτε αρμονικά και ρυθμικά.



Γ) ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ

Σώζονται περίπου 245 και είναι συνήθως ιδιωτικής φύσεως, που αφορούν τον ίδιο ή το περιβάλλον του και διακρίνονται σε :

1. Φιλικές,

2. Κοινωνικές,

3. Θεολογικές,

4. Ιστορικές.

Στις επιστολές του ο Γρηγόριος εκφράζει τα προσωπικά του συνήθως συναισθήματα με απλότητα, συντομία και χάρη.



ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ


Ο Γρηγόριος Νύσσης, κάτοχος της θύραθεν φιλοσοφίας και όλης της Γραφής και δυνατός στοχαστής, θεωρείται ως ένας από τους πιό μεγάλους συγγραφείς της Εκκλησίας και ο διαπρεπέστερος των χρόνων του. Είναι ο φιλοσοφικώτερος, μεθοδικώτερος και τεχν ικώτερος από τους Καππαδόκες Πατέρες. Ως θεολόγος θεωρείται αυθεντία και κανών Ορθοδοξίας, οι δέ Οικουμενικές σύνοδοι Γ' και Ζ' τον ονόμασαν "άνδρα μετά τον αδελφόν δεύτερον" και "πατέρα πατέρων". Τα έργα του διακρίνονται σε Ερμηνευτικά, Δογματικά, Πρακτικά, Λόγους , Ομιλίες και Επιστολές.


Α) ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ

1. Περί κατασκευής του ανθρώπου, στο οποίο ερμηνεύει το χωρίο της Γενέσεως 1,25 "ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν", γιά τη δημιουργία του ανθρώπου, συμπληρώνοντας έτσι τις ομιλίες του αδελφού του Βασιλείου στην Εξαήμερο κατά παράκληση του αδελφού του Πέτρου Σεβαστείας.


2. Απολογητικός παρί της Εξαημέρου, στην οποία ερμηνεύει ιστορικογραμματικά και όχι αλληγορικά χωρία της Γραφής, διευκρινίζει παρανοηθείσες απόψεις του αδελφού του Μ.Βασιλείου και αποκαθιστά διάφορες παρανοήσεις του κειμένου.

3. Περί του βίου του Μωϋσέως ή περί της κατ' αρετήν τελειότητος, στο α' μέρος του οποίου κάνει μιά ιστορικογραμματική έκθεση και στο β' κατοχυρώνει τις απόψεις του αλληγορικά' . Αποτελεί μιά εισαγωγή στη μυστική ζωή με προβολή της προσωπικότητος του Μωϋσέως.

4. Περί της εγγαστριμύθου, όπου ερμηνεύει με συντομία το χωρίο Α' Βασιλειών 28, 12 εξ.

5. Εις τας επιγραφάς των Ψαλμών, στο οποίο ο Γρηγόριος παρατηρεί ότι η διαίρεση του Ψαλτηρίου σε 5 βιβλία αποτελεί παιδαγωγική κλίμακα, που οδηγεί στην τελείωση και παρουσιάζει έτσι το πνευματικό νόημα του κειμένου των Γραφών.

6. Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, σε 8 ομιλίες, στις οποίες μνημονεύονται αλληγορικά τα κεφ. 1,1 - 3,13 του ομωνύμου βιβλίου με σκοπό να καταδειχθεί η μυστική εν Χριστώ ζωή, η ανύψωση του ανθρωπίνου πνεύματος υπεράνω των εγκοσμίων αγαθών "υπερθείναι τον νούν της αισθήσεως".

7. Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, σε 15 ομιλίες, στις οποίες ερμηνεύει τα κεφ. 1,1 - 6,8 αλληγορικά, ακολουθώντας τον Ωριγένη και επιδιώκει να παραστήσει την ανοδική πορεία της ψυχής του ανθρώπου προς τα νοητά και την ένωσή της με το θεό σε μυστικό γάμο' το έργο αφιερώνει στην Ολυμπιάδα.

8. Εις την Κυριακήν Προσευχήν, σε λόγους, με τους οποίους ερμηνεύει αλληγορικά την προσευχή γενικά και έπειτα την Κυριακή Προσευχή κατά τρόπο εποικοδομητικό.

9. Εις τους Μακαρισμούς, σε 8 ομιλίες, στις οποίες οι Μακαρισμοί θεωρούνται ως βαθμίδες κλίμακος, την οποία ανέρχεται η ψυχή κατευθυνομένη βαθμιαία στην τελείωση.

10. Εις την προς Κορινθίους, σε 2 ομιλίες, στην α' ερμηνεύει το Α' Κορ. 6,18 κατά της πορνείας και στη β' το Α' Κορ. 15,28 γιά τη θεότητα του Υιού.



Β) ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ

1. Προς Ευνόμιον Αντιρρητικοί λόγοι, ένα από τα καλύτερα έργα του, με το οποίο απαντά στην Απολογία υπέρ Απολογίας του Ευνομίου με την οποία καταφερόταν εναντίον του αποθανόντος αδελφού του Μ.Βασιλείου και ανασκευάζει τις απόψεις του Ευνομίου υπερασπιζόμενος των θέσεων του αδελφού του.

2. Αντιρρητικός προς τα Απολιναρίου, με το οποίο ανασκευάζει τις δοξασίες του Απολιναρίου που διατυπώνονται στο σύγγραμμά του "Απόδειξις παρί της θείας σαρκώσεως της καθ' ομοίωσιν ανθρώπου".

3. Κατά Απολιναριστών προς Θεόφιλον Αλεξανδρείας, με το οποίο ζητεί από το Θεόφιλο την ανασκευή του Απολιναρίου και αποκρούει την κατηγορία ότι οι Ορθόδοξοι δέχονται δύο Υιούς.

4. Περί του Αγίου Πνεύματος κατά Μακεδονιανών των Πνευματομάχων, με το οποίο αντικρούει τους πνευματομάχους και αποδεικνύει τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος.

5. Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, το σπουδαιότερο δογματικό έργο του που χαρακτηρίζεται ως συνοπτική δογματική διδασκαλία' σ' αυτό αναπτύσσονται, σε 3 βιβλία, τα θέματα περί θεού, κόσμου, ανθρώπου, πτώσεως, ανακαινίσεως, από τον ενανθρωπήσαντα Λόγο, βαπτίσματος, ευχαριστίας και πίστεως' δηλαδή ασχολείται με το τριαδικό δόγμα, τη χριστολογία και την προσοικείωση της απολυτρώσεως με τα μυστήρια του βαπτίσματος και της Θ.Ευχαριστίας. Είναι η πρώτη απόπειρα συγγραφής συστηματικού δογματικού έργου, μετά το περί Αρχών του Ωριγένους.


6. Περί του μή είναι τρείς θεούς προς Αβλάβιον.

7. Περί πίστεως προς Σιμπλίκιον.

8. Προς Ελληνας από των κοινών εννοιών.

9. Περί Τριάδος προς Ευστάθιον, στο οποίο αναπτύσσει κυρίως το τριαδικό δόγμα.

10. Περί ψυχής και Αναστάσεως λόγος, ο λεγόμενος Μακρίνεια, όπου γίνεται λόγος περί ψυχής θανάτου, αθανασίας και αναστάσεως κατά διαλογική συζήτηση ( ενθυμίζει το Φαίδωνα του Πλάτωνα ), με την αδελφή του Μακρίνα, που παρουσιάζεται ως "διδάσκαλος".

11. Κατά Ειμαρμένης, διάλεξη με εθνικό φιλόσοφο γιά το αυτεξούσιο του ανθρώπου και ότι τα ζώδια δεν επηρεάζουν κατά τη γέννησή του τον άνθρωπο.

12. Περί των νηπίων προς ώρας αφαρπαζομένων προς Ιέριον, στο οποίο εξηγεί γιατί ο θεός επιτρέπει τον πρόωρο θάνατο των ανθρώπων και μάλιστα των νηπίων.

13. Κατά Αρείου και Σαβελλίου, του οποίου αμφισβητήθηκε η γνησιότητα, ενώ η σύγχρονη έρευνα το θεωρεί γνήσιο έργο του.

Γ) ΠΡΑΚΤΙΚΑ - ΑΣΚΗΤΙΚΑ

1. Περί Παρθενίας, στο οποίο ο Γρηγόριος επαινεί τα αγαθά της Παρθενίας με την οποία η ψυχή ανυψώνεται ως νύμφη Χριστού και λυπάται ο ίδιος που δεν μπορεί ως έγγαμος να ανεβή στα ύψη της αγιωτέρας ζωής της παρθενίας. Πρότυπα παρθενίας είναι η Παρθένος Μαρία και ο αρχιπάρθενος Χριστός.

2. Περί του τί του Χριστιανού όνομα ή επάγγελμα, στο οποίο τονίζει ότι ο "Χριστιανισμός εστι μίμησις θείας φύσεως"

3. Περί τελειότητος και οποίον χρή είναι τον Χριστιανόν, με το οποίο παρουσιάζει ως υπόδειγμα τελειότητος το Χριστό και χρησιμοποιεί γιά την περιγραφή της προσωπικότητος του Χριστού χαρακτηρισμούς του Απ. Παύλου.

4. Περί του κατά θεόν σκοπού και της κατ' αλήθειαν ασκήσεως, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του γιά την πνευματική τελειότητα, γιά την οποία θεωρεί απαραίτητη την άρνηση των αγαθών του κόσμου τούτου ακόμη και αυτής της ψυχής και την αναζήτηση του θελήματος του θεού.

5. Προς τους αχθομένους ταίς επιτιμήσεσι, και

6. Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, με περιεχόμενο οικοδομητικό.

7. Καθώς και μερικά άλλα.




Δ) ΛΟΓΟΙ

Διακρινονται σε Δογματικούς, Ηθικούς, Εορταστικούς, Εγκωμιαστικούς και Επιταφίους.


Ε) ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ

Συλλογή από περίπου 30 επιστολές με συμβουλευτικό, κανονικό και άλλο αξιόλογο περιεχόμενο.



ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ


Ο Χρυσόστομος είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας και ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ανθρωπότητας. Από τους σπουδαιότερους ρήτορες της ιστορίας και με ανεπτυγμένη τη συνείδηση του χρέους και του καθήκοντος, είχε κατανοήσει τις ανάγκες της ψυχής των ανθρώπων και απευθυνόταν σ' αυτές, γι' αυτό και το κήρυγμά του είχε τόση επίδραση στο ποίμνιό του. Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας και σε ποσότητα και σε ποιότητα περιεχομένου και είναι σ' αυτά ασύγκριτος. Ισως στη Δύση θα μπορούσε μόνο ο Αυγουστίνος να αναφερθή και να παραβληθεί μαζί του.


Τα έργα του, που διατηρούνται σε άνω των 2000 περίπου χειρογράφων, διακρίνονται γιά την απλότητα, σαφήνεια, ρητορική δύναμη, και διαιρούνται σε Πραγματείες, Ομιλίες, Λόγους και Επιστολές.



Α) ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΕΣ

α) Ποιμαντικές πραγματείες

1. Περί Ιερωσύνης, σε 6 λόγους, από τα λαμπρότερα ποιμαντικά εγχειρίδια θεολογίας με εμφανή την επίδραση του αντίστοιχου έργου του Γρηγορίου του Θεολόγου.

2. Προς τους έχοντας συνεισάκτους παρθένους.

3. Περί του κανονικάς μή συνοικείν ανδράσιν.


β) Ασκητικές πραγματείες, επιστολικής μορφής, συνταχθείσες κατά τη διάρκεια της ασκήσεως και διακονίας του, που αναφέρονται στην ασκητική ζωή' σ' αυτές εκθειάζει τη μεγάλη αξία του μοναχικού βίου και τη δύναμη της αρετής.

1. Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον.

2. σύγκρισις βασιλέως προς μοναχόν.

3. Περί κατανύξεως.

4. Προς Θεόδωρον.

5. Προς Σταγείριον


γ) Περί Παρθενίας και Γάμου, στις οποίες τονίζει την ανωτερότητα της παρθενίας έναντι του γάμου.

1. Περί Παρθενίας ( Α' Κορ. 7, 18 ).

2. Προς νεωτέραν χηρεύσασαν.

3. Προς την αυτήν περί μοναρχίας.


δ) Ηθικές καιπαιδαγωγικές πραγματείες.

1. Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων.

2. Οτι τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δυνήσεται.

3. Προς τους σκανδαλισθέντας επί ταίς δυσημερίαις


ε) Απολογητικές πραγματείες και με δογματικό περιεχόμενο.

1. Εις τον μακάριον Βαβύλαν και κατά Ιουλιανού και προς Ελληνας.

2. Προς Ιουδαίους και Ελληνας απόδειξις ότι εστι Θεός ο Χριστός εκ των παρά τοις προφήταις

πολλαχού περί αυτού ειρημένων.



Β) ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ


Αναφέρονται περίπου 700 ομιλίες και λόγοι του.

α) Ερμηνευτικές ομιλίες σε διάφορα βιβλία της Αγ. Γραφής :


1. Εκ της Π. Διαθήκης, όπως : 1) Εις την Γένεσιν. 2) Εις τα ιστορικά βιβλία, δηλαδή : Εις την Ανναν, Εις Δαβίδ και Σαούλ. 3) Εις τους Ψαλμούς. 4) Εις τους Προφήτας : Περί ασαφείας των προφητειών. Αποσπάσματα σε σειρές σώζονται, Εις τον Ησαϊαν, Εις τον Ιερεμίαν, Εις τον Δανιήλ, Εις τον Ιώβ και Παροιμίες.


2. Εκ της Κ. Διαθήκης σώζονται ομιλίες :

1) Εις τον Ματθαίον.

2) Εκ του Λουκά, Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον.

3) Εις τον Ιωάννην.

4) Εις τας Πράξεις των Αποστόλων, σε δύο ομάδες ομιλιών.

5) Εις τας Επιστολάς του Παύλου, Εις την προς Ρωμαίους, Εις τας προς Κο- ρινθίους ( Α' και Β' ), Εις την προς Γαλάτας, Εις την προς Εφεσίους, Εις την προς Φιλιππησίους, Εις την προς Κολοσσαείς, Εις τας προς Θεσσαλονικείς ( Α' και Β' ), Εις τας προς Τιμόθεον ( Α' και Β' ), Εις την προς Τίτον, Εις την προς Φιλήμονα, Εις την προς Εβραίους.


β) Δογματικές ομιλίες, όπως :

1. Λόγοι κατά Ανομοίων ( Περί Ακαταλήπτου του Θεού ).

2. Κατά Ιουδαίων.

3. Κατηχήσεις προς τους μέλλονυτας φωτίζεσθαι.

4. Περί αναστάσεως νεκρών.

5. Προς τους λέγοντας ότι οι δαίμονες διοικούσι τα ανθρώπινα.

6. Προς τους εγκαλούντας τίνος ένεκεν ουκ εις μέσον γέγονεν ο διάβολος.

7. Οτι εκ ραθυμίας η κακία και από σπουδής η αρετή.

8. Περί Ειμαρμένης και Προνοίας.



γ) Περιστατικές Ομιλίες και Λόγοι, όπως :

1. Εις τους Αδριάντας λόγοι.

2. Οτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη.

3. Εις Ευτρόπιον.

4. Οτε Σατουρνίνος και Αυρηλιανός εξωρίσθησαν.

5. Προ της εξορίας.

6. Οτε ήλθεν από της εξορίας και ομιλία επανελθόντος αυτού από της

προτέρας εξορίας.



δ) Ηθικές Ομιλίες, όπως :

1. Εις τας Καλλένδας.

2. Περί ελεημοσύνης.

3. Προς τους καταλείψαντας την Εκκλησίαν και αυτομολήσαντας προς τας

ιπποδρομίας και τα θέατρα

4. Πρί απολαύσεως των μελλόντων αγαθών.

5. Περί της τελείας αγάπης και της κατ' αξίαν των έργων ανταποδόσεως.

6. Προς τους μεγάλα τα παρόντα νομίζοντας και περί τα του βίου λαμπρά

μάτην επτοημένους.

7. Οτι πάντων η κατά ψυχήν αρετή προτιμοτέρα.



ε) Πανηγυρικές - Εορταστικές ομιλίες, όπως :

1. Εις την Μ. Εβδομάδα.

2. Εις την Μ. Πέμπτην.

3. Εις την Μ. Παρασκευήν.

4. Εις τον Σταυρόν.

5. Κατά μεθυόντων και εις την Ανάστασιν.

6. Εις το Πάσχα.

7. Εις την Ανάληψιν του Κυρίου.

8. Εις την Πεντηκοστήν.

9. Εις την Γενέθλιον ημέραν του Χριστού.

10. Εις το Γενέθλιον του Σωτήρος.

11. Εις το Βάπτισμα του Σωτήρος.



στ) Εγκωμιαστικές Ομιλίες, όπως :

Εις τον Απόστολον Παύλον, από τις κορυφαίες. Σε διάφορες προσωπικότητες της Π. Διαθήκης, όπως, Εις Ιώβ, Ελεάζαρον, Μακκαβαίους' σε μάρτυρες, όπως, Εις Ρωμανόν, Ιουλιανόν, Βαρλαάμ, Πελαγίαν, Δροσίδα, Φωκάν κ.ά. σε επισκόπους, όπως, Εις Ιγνάτιον, Βαβύλαν, Μελέτιον, Ευστάθιον, Φιλογόνιον και Διόδωρον τον διδάσκαλόν του.


ζ) Ομιλίες εις τα μαρτύρια και ναούς, όπως : Εις Αποστόλου Θωμά, Αγίας Αναστασίας, Αγίας Ειρήνης, Αγίων Αποστόλων, Αγίου Παύλου, Μ. Εκκλησίας.



Γ) ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Διασώθηκαν σε συλλογές όπως :

1. Συλλογή επιστολών προς Ολυμπιάδα ( 1 - 17 ), στις οποίες συνδυάζεται ο προσωπικός με τον ηθικό χαρακτήρα.

2. Συλλογή επιστολών σε διάφορα πρόσωπα, στις οποίες αναλύονται μικροπροβλήματα που είχαν προκύψει από το διωγμό εναντίον αυτού και των φίλων του ( 174 - 2424 ).

Ακόμη υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός ψευδεπιγράφων και νόθων έργων

αποδιδομένων στο Χρυσόστομο.



Δ) ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ


Η Λειτουργία που φέρει το όνομά του και έχει ορισμένες ευχές που οπωσδήποτε είχαν συνταχθεί από τον ίδιον, επεκράτησε ως κανονική λειτουργία σ' ολόκληρη την Ορθοδοξία. Εκτός από τις ευχές της προσκομιδής και της οπισθαμβώνου, που ρητώς αναφέρονται υπό το όνομα του Χρυσοστόμου, πρέπει να γίνει δεκτόν ότι στην Αντιόχεια είχε διαμορφωθεί μιά λειτουργία, που διατηρούσε τη βασική δομή τηα αναφοράς των μεταποστολικών χρόνων και αργότερα προσέλαβε μερικές ευχές. Σ' αυτήν τη μορφή την ευρήκε ο Χρυσόστομος, ο οποίος προσέθεσε επίσης μερικές ακόμη ευχές και την έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε και άλλη ανάμιξη.



ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ


Ο Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αν και άρχισε κάπως αργά τη συγγραφή του, εν τούτοις αναδείχθηκε σε μεγάλο συγγραφέα κατά την ποσότητα και κατά την ποιότητα. Τα συγγράμματά του είναι :

α) Εξηγητικά : ο Μάξιμος χωρίς να είναι συστηματικός ερμηνευτής, αλλά μάλλον ευκαιριακός χρησιμοποιεί τις γνώμες των παλαιότερων πατέρων συνεισφέρων και ο ίδιος τις πολύτιμες σκέψεις του με τυπολογική μέθοδο.

1. Πεύσεις και Αποκρίσεις, συλλογή από 79 σύντομες απαντήσεις σε βιβλικές απορίες ( 626 ).

2. Προς Θαλάσσιον περί διαφόρων αποριών της Θείας Γραφής. Το έργο εστάλη προς τον φίλο του Θαλάσσιον, ηγούμενο μοναστηριού στην Αφρική, και είναι ουσιαστικά μιά σειρά 65 ερωταποκρίσεων σε δύσκολα χωρία της Αγίας Γραφής (632).

3. Ερμηνεία εις τον Ψαλμόν 59.

4. Προς Θεόπεμπτον Σχολαστικόν, απαντήσεις σε τρία ερωτήματα βιβλικών χωρίων.

5. Ερμηνεία εις το "Πάτερ ημών".

6. Αρκετά αποσπάσματα έργων του σε σειρές.


β) Σχόλια.

1. Εις τα συγγράμματα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.

2. Περί αποριών Διονυσίου και Γρηγορίου.

3. Περί αποριών Γρηγορίου Θεολόγου.


γ) Δογματικά, 30 σύντομα κείμενα όπου πραγματεύεται θέματα δογματικά κ.λ.π., κατά του Μονοφυσιτισμού και ιδίως κατά του Μονοθελητισμού, ως και περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και


δ) Ηθικά και Ασκητικά.

1. Λόγος ασκητικός, όπου τονίζει την μετάνοια των ανθρώπων.

2. 400 κεφάλαια περί αγάπης και άλλων αρετών.

Σ' αυτά δεν περιορίζεται μόνο στην αγάπη, την οποία θέτει στην κορυφή της ασκητικής αρετολογίας, που οδηγεί στη γνώση του Θεού, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες ασκητικές και θεολογικές έννοιες, όπως απάθεια, γνώση, πράξη, θεωρία και άλλες παρόμοιες, που χρησιμοποιούνται από τον Γρηγόριο Θεολόγο και Ευάγριο. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.

3. 200 κεφάλαια περί Θεολογίας και της ενσάρκου οικονομίας, με επιδράσεις του Ωριγένη και Ευαγρίου.


ε) Επιστολές, σώζονται 47 αναφερόμενες σε δογματικά και φιλοσοφικά θέματα.


στ) Λειτουργιολογικά έργα.

1. Εξήγησις κεφαλαιώδης περί του Πάσχα, όπου περιέχει υπολογισμό του κύκλου των εορτών του Πάσχα ( 640 ).

2. Ερμηνεία της Κυριακής Προσευχής.

3. Μυσταγωγία. Είναι το πιό διαδεδομένο έργο το οποίο δίδει μία συμβολική ερμηνεία των ακολουθιών και ιδίως της λειτουργίας, εντός κοσμολογικών και ανθρωπολογικών πλαισίων και αναλογιών καθώς και αναγωγική παράσταση της Εκκλησίας. Αποτελεί δε πηγή γιά τους μεταγενεστέρους λειτουργιολόγους, οι οποίοι την ακολουθούν ενίοτε πιστά. Αν και είχε επιδράσεις από τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη όπως και από τους Ωριγένη, Ευάγριο, Γρηγόριο Θεολόγο και Διονύσιο Αρεοπαγίτη, εν τούτοις έχει πρωτοτυπία σκέψεως και θεολογική συγκρότηση.



ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ



Ο Ιωάννης κατέχει σπουδαία θέση στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και θεωρείται οτι είναι ένας μεγάλος συλλογεύς της Ορθοδόξου παραδόσεως, αφού συνόψισε τα πορίσματα των εργασιών των πρό αυτού Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων και των συνόδων. Τα έργα του διακρίνονται κατά κατηγορίες σε :


1) Δογματικά.

Το γνωστότερο αλλά και σπουδαιότερο έργο που τον έκανε πασίγνωστο είναι 'Η Πηγή της Γνώσεως ( 742 ), το οποίο απευθύνει στον αδελφό του Κοσμά, όπου εκφράζει τους διστεγμούς του λόγω της αμαθείας του, όπως από ταπεινοφροσύνη λέγει, να γράψει ένα τέτοιο έργο και προσθέτει ότι το απετόλμησε ελπίζων στο φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και εξηγεί ότι "ερώ δε εμόν ουδέν, τα δε τοίς εγκρίτοις των διδασκάλων πεποιημένα συλλεξάμενος, όση δύναμις, συντετμημένον του λόγου ποιήσομαι". Το έργο διαιρείται σε τρία μέρη :


α) Κεφάλαια Φιλοσοφικά ( 68 κεφ. ), όπου ανπτύσσει τους φιλοσοφικούς όρους και το οποίο αποτελεί φιλοσοφική εισαγωγή στη χριστιανική δογματική θεολογία, στηριζόμενη βασικά στον Αριστοτέλη και συμπληρωματικά στον νεοπλατωνικό Πορφύριο και συνδυαζόμενη με τις γνώμες των Πατέρων. Μετά από διαφόρους ορισμούς της φιλοσοφίας, τη διακρίνει σε θεωρητική και πρακτική, οι οποίες στηρίζονται στη λογική και στη συνέχεια εξετάζει τους βασικούς φιλο- σοφικούς όρους ' όν, ουσία, φύση, υπόσταση, συμβεβηκός, γένος, είδος, άτομο, ταυτότητα...


β) Περί Αιρέσεων, στο οποίο εξετάζει εν συντομία 103 αιρέσεις, αρχίζοντας από τα ελληνικά φιλοσοφικά συστήματα και τις ιουδαϊκές αιρέσεις ( Επιφανίου, Θεοδωρήτου, Λεοντίου, Σωφρονίου, Πανδέκτη ). Γιά τις τρείς τελευταίες αιρέσεις (των Μωαμεθανών, Εικονοκλαστών και Αποσχιστών - Παυλικιανών, των περιφερομένων μοναχών, που δεν ανεγνώριζαν το κύρος της Εκκλησίας, την ιερωσύνη και τα μυστήρια ), εκθέτει πρωτότυπες απόψεις.


γ) Εκδοσις ( Εκθεση ) Ορθοδόξου Πίστεως, είναι ένα δοκίμιο συστηματικής ορθοδόξου θεολογίας διηρημένο σε 100 κεφάλαια, το οποίο στηρίζεται στη διδασκαλία των συνόδων και των πατέρων, ιδίως των Καππαδοκών και μάλιστα του Γρηορίου του Θεολόγου, κατόπιν του Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης, Διονυσίου Αρεοπαγίτου με συμπληρώματα άλλων όπως των Μ. Αθανασίου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κυρίλλου Αλεξανδρείας κ.ά. Παρόμοια έργα είχαν συνθέσει ο Ωριγένης, το Περί Αρχών και ο Γρηγόριος Νύσσης τον Κατηχητικόν, αλλ' αυτά ήταν απόπειρες προσωπικών θεολογικών συστημάτων, ενώ ο Δαμασκηνός προσφέρει εκκλησιαστικό και όχι προσωπικό θεολογικό σύστημα, του οποίου το περιεχόμενο είναι ό,τι η συνισταμένη εκκλησιαστική συνείδηση καθιέρωσε ως ορθόδοξο.


2. Αντιρρητικά. Από τα πιό σημαντικά είναι οι Τρείς Πραγματείες Περί Εικόνων, οι οποίες εγράφησαν στην αρχή της εικονομαχίας ( 726 - 730 ) και εξετάζουν το πρόβλημα δίνοντας το ορθό νόημα της χρήσεως των εικόνων.

Στην Α' , επικρίνεται η διακήρυξη του Λέοντος Γ' ( 726 ) μετά την κοινοποίησή της.

Στην Β' , μνημονεύεται η εξορία του Γερμανού ( 730 ) όχι όμως και ο αναθεματισμός του Λέοντος και εκφράζεται η ελπίδα διορθώσεως των πραγμάτων.

Στην Γ' , επιχειρείται συστηματικότερη έκθεση της διδασκαλίας περί εικόνων (731).


Ολες οι πραγματείες συνοδεύονται από ανθολόγια πατερικών χωρίων περί εικόνων, δίδουν την ορθή λύση στο θέμα των εικόνων και χρησιμεύουν ως βάση της επιχειρηματολογίας των Ορθοδόξων καθ' όλη την περίοδο της Εικονομαχίας.


3. Απολογητικά :

α) Κατά της αιρέσεως των Νεστοριανών ( δύο ).

β) Κατά Μονοφυσιτών ( δύο ) και κατά Μονοθελητών.

γ) Κατά Μανιχαίων διάλεξις.

δ) Διάλεξις Σαρακηνού και Χριστιανού.

ε) Περί συνθέτου φύσεως κατά Ακεφάλων.


4. Εξηγητικά, είναι οι εκλογαί εις τας επιστολάς του Παύλου, που αποτελούν επιτομή των ερμηνει ών των Χρυσοστόμου, Θεοδωρήτου, Κυρίλλου Αλεξανδρείας.


5. Αγιολογικά, είναι εγκώμιον εις Ιωάννην Χρυσόστομον, Αγίαν Βαρβάραν, Αγίαν Αικατερίνην, Αγιον Αρτέμιον και άλλα, αβεβαίας γνησιότητας.


6. Ποιητικά.


7. Ηθικά - Ασκητικά :

α) Ιερά Παράλληλα, μία εκτενής συλλογή χωρίων εκ της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, περί θεού και θείων, ανθρώπων και ανθρωπίνων, αρετών και κακιών.

β) Περί των αγίων νηστειών.

γ) Περί των οκτώ της πονηρίας πνευμάτων.

δ) Περί αρετών και κακιών.

Αξιόλογο είναι το μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, το οποίο δεν είναι βέβαιο ότι έγραψε ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.


8. Ομιλίες, σώζονται 13 ομιλίες εκ των οποίων ιο γνήσιες είναι ιες το Γενέσιον υης Θεοτόκου και εις την Κοίμησίν της, ενώ γιά τις άλλες υπάρχουν αμφισβητήσεις γιά τη γνησιότητά τους.


9. Υμνοι, έγραψε θρησκευτικούς ύμνους, που χρησιμοποιούνται στη λατρεία.


10) Νόθα, το μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ αποδίδεται στο Δαμασκηνό, ενώ συγγραφέας του είναι μάλλον άλλος


ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ



Το συγγραφικό έργο του Συμεών του Νέου Θεολόγου είναι αρκετά μεγάλο και σημαντικό και εξεδόθη κριτικά τελευταία. Από τα σημαντικότερα έργα του είναι :


1. Θείων Ερώτων Υμνοι, το οποίο συνέταξε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του και απετέλεσε μέσον ποιητικής εκφράσεως της πλούσιας πνευματικής εμπειρίας, προερχομένης από τις ενέργειες του Πνεύματος στην ψυχή του, η οποία επλημμύριζε το μοναχικό του κελλί με θείο φώς.

Επίσης σώζεται μιά τριπλή σειρά κεφαλαίων, ήτοι :


2. Κεφάλαια πρακτικά και Θεολογικά εκατόν, Κεφάλαια Γνωστικά και Θεολογικά είκοσι πέντε, Κεφάλαια Θεολογικά και Πρακτικά εκατόν, τα οποία περιγράφουν τις τρείς βαθμίδες της πνευματικής προόδου των ασκητών, από την αμαρτωλή ζωή στην πράξη, από την πράξη στην γνώση από τη γνώση στη θεολογία, αλλά αυτές περιγράφονται ανάμικτα, όπως συμβαίνει στο είδος αυτό της χριστιανικής γραμματείας.


3. Κατηχήσεις, που είναι διδαχές, τις οποίες συνέταξε κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας του στη Μονή του Αγίου Μάμαντος και τις επευθύνει στους μοναχούς του. Αναπτύσσονται διάφορα προβλήματα που απασχολούσαν τους μοναχούς και αναλύονται με αντικειμενική επιδίωξη την μοναχική τελείωση. Μαζί με αυτές συνδέεται ως επίλογος μία εξαιρετική ομιλία με τίτλο Ευχαριστία, ενώ μιά άλλη Ευχαριστία συνδέεται με τους ύμνους. Διάφορες όμως συλλογές Λόγων, οι οποίες παρουσιάζουν με νέα μορφή το υλικό των Κατηχήσεων, προορίζονται γιά τους λαϊκούς.



ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ

Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνέταξε πολλά συγγράμματα, που καταλαμβάνουν πολλούς ογκώδεις τόμους θεολογικού, ασκητικού, ηθικού και πολεμικού περιεχομένου καθώς και πολλές Ομιλίες και Επιστολές. Αξιομνημόνευτα είναι τα εξής :


1. Δογματικά. Πρώτος Λόγος αποδεικτικός περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και Δεύτερος Λόγος αποδεικτικός περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Σ' αυτούς τους Λόγους εκθέτει την άποψη ότι το Πνεύμα ως υπόσταση εκπορεύεται αχρόνως μόνον από τον Πατέρα, ενώ ως χάρη που είναι ενέργεια, είναι κοινή των τριών προσώπων και εκπέμπεται από τον Πατέρα και από τον Υιόν και από τον εαυτό του βέβαια. Αγιορειτικός Τόμος υπέρ των ησυχαζόντων έργω και λόγω, εγράφη γιά να αντιμετωπίσει την επίθεση του Βαρλαάμ εναντίον των ησυχαστών καθώς και όλα τα σχετικά θεολογικά προβλήματα, που απετέλεσαν αντικείμενο της έριδας. Διαιρείται σε τρείς τριάδες και αποτελείται από εννέα λόγους. Στην πρώτη τριάδα αναφέρεται στο πρόβλημα της γνώσεως του θεού. Στη δεύτερη κατα φέρεται εναντίον των θέσεων του Βαρλαάμ και στην τρίτη ασχολείται με το θέμα της θεώσεως. Στις Πέντε Επιστολές, Τρείς προς Ακίνδυνον και δύο προς Βαρλαάμ, ασχολείται με τα ίδια θέματα, ενέ οι πέντε Θεολογικές Πραγματείες αναφέρονται στη διάκριση ουσίας και ενεργείας στο Θεό, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Στις άλλες τρείς Ομολογιακές Πραγματείες και στις 14 Επιστολές ασχολείται με θέματα της έριδας μεταξύ αυτού και των Βαρλαάμ και Ακινδύνου. Οι επτά Αντιρρητικοί Λόγοι προς Ακίνδυνον, γράφτηκαν γιά να αποκρούσουν τους αντίστοιχους Αντιρρητικούς Λόγους του Γρηγορίου Ακινδύνου προς τον Παλαμά. Και 4 αντιρρητικές πραγματείες Κατά Γρηγορά, καθώς και άλλες δογματικές πραγματείες και Επιστολές.


2. Ασκητικά. Τα 150 Κεφάκαια θεολογικά, φυσικά, ηθικά πρακτικά είναι ίσως το καλύτερο έργο του Γρηγορίου, στο οποίο αναπτύσσει, σύμφωνα με τη συνηθσμένη μέθοδο και τον τύπο της ασκητικής γραμματείας, βασικά θεολογικά και ηθικά θέματα και όπου κατορθώνει να εκθέσει σ' αυτά ένα πραγματικό θεολογικό σύστημα.

Αλλα έργα του :

Λόγος προς την οσιωτάτην Ξένην μοναχήν.

Διάλογος προς τους φιλοσόφους Ιωάννην και Θεόδωρον.


3. Λειτουργικά, 4 ευχές ενώπιον των αυτοκρατόρων, επί τή εισόδω αυτού εις Θεσσαλονίκην, επί τή εχθρική επιδρομή και τέλος εν καιρώ ξηρασίας.


4. Ποιμαντικά, Επιστολή προς την Εκκλησίας αυτού.


5. Αγιολογικά, βίος του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου.


6. Ηθικά, Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας ήτοι της νέας Διαθήκης.


7. Ομιλίες, που εκφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του από τον άμβωνα του καθεδρικού ναού της Θεσσαλονίκης και μαρτυρούν τη βαθειά πνευματικότητα, τη μεγάλη θεολογική του δύναμη και την εκκλησιαστική συνείδηση. Επίσης σώζονται και άλλες μικρότερες πραγματείες αντιρρητικού, πολεμικού, θεολογικού και ασκητικού περιεχομένου. Με τα έργα του ο Γρηγόριος ανανέωσε τη θεολογική ορολογία και έδωσε νέες κατευθύνσεις στη θεολογική σκέψη.



ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ



Από τα εκδοθέντα έργα του Νικολάου Καβάσιλα δύο είναι τα σημαντικότερα του είδους τους και τον αναδεικνύουν ως ένα από τους σπουδαιότερους μυστικούς της Ορθοδόξου Θεολογίας.


1. Περί της εν Χριστώ ζωής, σε 7 λόγους, το οποίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες' αναφέρεται στο Χριστοκεντρικό μυστικισμό του Αποστόλου Παύλου αλλά ο τρόπος της εκφράσεως και της διαπραγματεύσεώς του είναι τελειότερος όλων εκείνων που έγραψαν σχετικά. Με γλαφυρή γλώσσα και ύφος αποφθεγματικό, υποβλητικό, περιγραφικό, ακόμη και προφητικό επανέρχεται στον Παύλειο τύπο της μυστικής εμπειρίας, αναζητώντας τη χάρη του Θεού και τη ζωή της χάρης, την οποία δέχεται ως κυρίως μυστηριακή ' ζωή γενικά είναι η δύναμη που κινεί τα όντα και ειδικά τον άνθρωπο, ζωή είναι η αγάπη προς το Θεό ' Ορος της ζωής είναι η παραμονή στο Χριστό...Η τελείωση κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα είναι γιά τον κάθε άνθρωπο, τον οποίο ο ενανθρωπήσας Χριστός ανύψωσε και τίποτε δεν είναι τόσο άγιο, ούτε ναοί, ούτε άλλο τίποτα, όσο ο άνθρωπος με τη φύση του οποίου κοινωνεί ο ίδιος ο Θεός. Ετσι η εν Χριστώ τελείωση αφορά όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και λαϊκούς.


2. Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν, που και αυτή έχει μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες. Σ' αυτή ο Νικόλαος ερμηνεύει λεπτομερώς όλα όσα λέγονται και τελούνται στη θεία λειτουργία, την οποία θεωρεί ως πραγματική εξεικόνιση της λατρείας που τελείται στον ουρανό και της προεκτάσεως στο της επίγειας ζωής του Θεανθρώπου. Είναι μιά μυστηριακή εκκλησιολογία κατ' εξοχήν πραγματιστική και Ορθόδοξη. Η μετοχή της Εκκλησίας στα μυστήρια δεν είναι συμβολική αλλά πραγματική, όπως είναι η συμμετοχή των μελών του σώματος στην καρδιά ή όπως συμμετέχουν οι κλάδοι του φυτού στη ρίζα ή τα κλήματα στο αμπέλι. Εκκλησία και μυστήρια είναι αλληλένδετα' δεν πρόκειται μόνο γιά απλή κοινωνία ονόματος ή γιά αναλογία ομοιότητος αλλά για ταυτότητα πραγμάτων. Διότι τα μυστήρια μέν Χριστού είναι σώμα και αίμα, της δε εκκλησίας είναι βρώση και πόση αληθινή. Και η Εκκλησία που μετέχει σ' αυτά δεν τα μεταβάλλει σε ανθρώπινο σώμα, όπως τις άλλες τροφές, αλλά η ίδια μεταβάλλεται σε σώμα και αίμα Χριστού, καθ' όσον το ισχυρότερο υπερτερεί.Υπάρχουν και άλλα έργα του Καβάσιλα μικρότερης σπουδαιότητας' όπως Κατά Γρηγορά και Ακινδύνου παραληρημάτων Λόγος, Λόγος κατά τοκιζόντων, Προθεωρία, Ομιλίες και Λόγοι.



ΤΕΛΟΣ








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου