Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ

 



ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΣΜΟΥ


 απο : Κων/νο Γ. Παπαγεωργίου

θεολόγο 


Α


Ο Πολιτισμός του Διαφωτισμού ως πολιτισμός της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν θέλει να έχει μέλλον, πρέπει να γίνει δεκτικός στη συμβολή που μπορεί να προσφέρει η μνήμη του Θεού (Gottesgedachtnis) της χριστιανικής βιβλικής παράδοσης, «η οποία ακόμη σήμερα επιτρέπει να γίνεται λόγος για ανθρωπιά και αλληλεγγύη, για καταπίεση και απελευθέρωση καθώς και για διαμαρτυρία ενάντια σε κάθε αδικία που ακούγεται μέχρι τον ουρανό».

Αυτά είναι τα λόγια του Johann Baptist Metz, τα οποία απηύθυνε στους φιλοσόφους (ανάμεσά τους και ο Habermas) στα πλαίσια μιας διαμάχης σχετικής με «το μέλλον του Διαφωτισμού».

(Rosino Gibellini, η θεολογία του 20ου αιώνα). Πολλά χρόνια πριν το Διαφωτισμό, σύμφωνα με την αφήγηση της Βίβλου, ο Ιησούς αφού γύρισε γεμάτος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος στη Γαλιλαία», «δίδασκε στις συναγωγές τους δοξαζόμενος από όλους» (Λουκά Δ΄, 14,5). «Και κατά τη συνήθεια του, την μέρα του Σαββάτου μπήκε στη συναγωγή και σηκώθηκε να διαβάσει (τις Γραφές)»

«Και του έδωσαν το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα και αφού το ξετύλιξε, βρήκε το μέρος όπου ήταν γραμμένο:

Πνεύμα κυρίου είναι επάνω μου γιατί με αυτό με έχρισε, με έστειλε να φέρω στους φτωχούς το χαρμόσυνο άγγελμα, να θεραπεύσω αυτούς που η καρδιά τους έχει συντριβεί, να κηρύξω στους αιχμαλώτους απελευθέρωση και στους τυφλούς ανάβλεψη, να απελευθερώσω από κάθε ανοχή εκείνους που έχουν συντριβεί, να κηρύξω το έτος της ευνοίας του κυρίου»

(Λουκά Δ΄ 16-14, μεφρ. ΑΘΑΝ. ΔΕΛΗΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ). Έκπληκτοι ο όχλοι απορούσαν: μα αυτός δεν είναι ο γιός του Ιωσήφ, χωρίς ακόμα να συνειδητοποιούν πως έχουν να κάνουν με την είσοδο της Θείας Ζωής στον κόσμο και την Ιστορία. Είσοδο που επρόκειτο να μεταβάλη καρδιές και συμπεριφορές, ως «εν δυνάμει» έλευση της Βασιλείας.


Δυτικοί Θεολόγοι/ ερμηνευτές, έχοντας επιμείνει στο κοινωνικό - πολιτικό νόημα της Φράσης το χρησιμοποιούν ως «όπλο» μπροστά στους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, για να αποδείξουν τις Βιβλικές ρίζες του (χωρίς ενδεχομένως, να υποβιβάζουν τη συνολική σημασία της φράσης που προϋποθέτει αναγνώριση του Θεανθρώπινου Μυστηρίου).

Στη σύγχρονη εποχή η πίστη που κάποτε νίκησε τον κόσμο είναι υποχρεωμένη σε αμυντική στάση. Άλλες είναι οι δυνάμεις που έχουν υποσχεθεί να φέρουν πάσης φύσεως αλλαγές: πολιτικές, κοινωνικές, συνειδησιακές, κοσμοθεωρητικές κ.α. Όμως αυτός ο «καινούργιος κόσμος», από το Διαφωτισμό/ την Αναγέννηση και εντεύθεν είναι συνέχεια των βιβλικών του προϋποθέσεων, τις οποίες οφείλει να επανεξετάσει κριτικά, αν θέλει να επιβιώσει.

Η Δυτική Εκκλησία κάποτε άρχισε να χάνει τον κόσμο (στις αρχές της Νεωτερικότητας), τον οποίο σήμερα επιχειρεί να επανακτήσει. Οι θεολογίες της ιδιαίτερα εκείνες της δεκαετίας του '60 και εντεύθεν, πρέπει να γίνουν κατανοητές στην ιστορική τους βάσην. Προϋποθέτουν όλο το φάσμα των σχέσεων εκκλησίας - κόσμου στη Δύση, από το Μεσαίωνα μέχρι και σήμερα.


Ορθόδοξοι θεολόγοι της περιωπής ενός Ιουστίνου Πόποβιτς, ενός Αλεξάνδρου Σμέμαν, ενός Γεωργίου Φλωρόφσκυ ή ενός Δημητρίου Staniloae, έχουν αφηγηθεί διεισδυτικά και περιεκτικά την περιπέτεια της θεολογίας στη Δύση, προσφέροντας πολύτιμη συμβολή στην κατανόηση του πλαισίου, μέσα στο οποίο ασκήθηκε αυτή η θεολογία.


Η παρούσα εργασία έχει ως πρωταρχικό της στόχο να «συμπυκνώσει» ορισμένες βασικές αρχές του κοινωνικού περιεχομένου του Ευαγγελίου, κριτικάροντας τις Δυτικές παρεκκλίσεις στο φως των Ορθοδόξων Πατέρων. Θα είναι χρήσιμη σε όλους εκείνους που ενδιαφέρονται να μάθουν αιώνιες αλήθειες για τον Κόσμο, τον Άνθρωπο, την Κοινωνία κ' την Ιστορία, ως πυξίδα προσανατολισμού, σε ένα περιβάλλον που μεταβάλλεται διαρκώς, περιβάλλον όπου δεν είναι άνευ νοήματος η χριστιανική ελπίδα.


Β


Η πορεία της θεολογίας είναι, ως γνωστόν, κατορθωτή δυνάμει των λόγων εκείνων, που ήδη έχουν «κατατεθεί» στην εκκλησία (ως Μυστήριο και ως θεσμό, στην υπηρεσία του Μυστηρίου) ως φανέρωση του ίδιου του Θεού / Αποκάλυψη.

Μπορούμε να μιλάμε για το Θεό, επειδή πρώτα εκείνος μας έχει κάνει γνωστό τον εαυτό του και το θέλημά του. Μιλάμε λαμβάνοντας υπ' όψιν τις μαρτυρίες της θείας Γραφής, τις οποίες η σύγχρονη ιστορικοφιλολογική κριτική έχει υποβάλει σε εκτετημένη έρευνα. Είναι και αυτή μια χρήσιμη εργασία, που αναδεικνύει τη γνησιότητα των πηγών της Αποκαλύψεως, το πλαίσιο σχηματισμού της, το γλωσσικό / πολιτισμικό υπόβαθρο και άλλα παρόμοια.

Χρειάζεται, ωστόσο, και κάτι άλλο, πιο σημαντικό, για να λειτουργήσει (η Γραφή) ως πρόσκληση του Θεού σε καινούργια ζωή. Χρειάζεται να λειτουργήσει σαν ένα είδος «επιστολών, προς την ανθρωπότητα», που δείχνουν προς ορισμένο στόχο (κατά τον Άγιο Ιω. τον Χρισόστομο) (Και ο στόχος αυτός είναι η μετοχή / συμμετοχή στη Νέα Κοινωνία που εγκαινίασε ο Χριστός εν μέσω ημών). ενσωμάτωση στην εκκλησία, που προεκτείνει το έργο του στο χρόνο.


Έτσι η αληθής ορθόδοξος θεολογία, ριζωμένη στην παράδοση, «αρθρώνει» τη φωνή της με τη δύναμη του Ίδιου του Λόγου, που έρχεται κάθε φορά να υπομνηματίσει τα λόγια του, με νέους τρόπους. (δος/μοι λόγων, Λόγε έλεγαν αι Πατέρες).

Ο Παράκλητος οδηγεί τους γνήσιους θεολόγους «εις πάσαν την αλήθειαν». Αλλά για να γίνεται κάτι τέτοιο, υπονοείται ότι η αλήθεια έχει χαριστεί σ' εμάς ως δώρο / ως ενυπόστατο πρόσωπο. «εκ του εμού λήψεται και αναγγέλει υμίν». Το πνεύμα καθοδηγεί την εκκλησία, που με τη σειρά της οφείλει να είναι ανοιχτή / υπάκουη. Υπάκουη στο «τι λέγει το Πνεύμα» (στις εκκλησίες), όπως γράφει η Αποκάλυψη του Ιωάννη.


Κατά ταύτα «αντικείμενο» της θεολογίας είναι ο λόγος του Θεού. Σύγχρονα ρεύματα του προτεσταντισμού, όπως η λεγόμενη «διαλεκτική θεολογία» του Karl Barth, μετά από μία μακρά πορεία φιλελευθερισμού, βρήκαν επί τέλους το «χαμένο κέντρο», που για την ορθόδοξο σκέψη και εμπειρία ουδέποτε είχε χαθεί. Και δεν είχε χαθεί, διότι μία «ιερή αλυσίδα» συνέδεε τους Αγίους Πατέρες, όταν κάθε φορά επιχειρούσαν να αναπτύξουν ορισμένη πλευρά της Αποκαλύψεως, στοχεύοντας να αναδείξουν την «υπαρξιακή» / σωτηριολογική της υφή.


Η απόπειρα ερμηνείας των θείων λόγων μόνο με το νου / τη διάνοια, οδηγεί σε περιπέτειες τη θεολογία. Και οι περιπέτειες αυτές εντείνονται από τη συμπόρευση με την κοσμική (α-φώτιστη) διανόηση, που στην εποχή της Νεωτερικότητας εκφράζεται ως ορθός λόγος.

Το ζητούμενο είναι να υπάρξει σήμερα και ένας «διαφωτισμός του ορθού λόγου» εκ μέρους της ορθοδόξου θεολογίας, ως κύριο καθήκον της μπροστά στα α-διέξοδα της οργάνωσης της ατομικής και κοινωνικής ζωής «άνευ του Λόγου» (δηλαδή άνευ του Θεανθρώπου, κατά τον π. Ιουστίνο Πόποβιτς). Ο νεώτερος Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ουσιαστικά εκ-σάρκωση του Θεανθρώπου, μείωσή του σε Αρειανικές κατηγορίες σκέψης (Χριστός= κτίσμα, Θεωμένος άνθρωπος) (ορθός λόγος= κριτήριο πάσης αληθείας κοσμικής, υπαρκτικής, ιστορικής, κοινωνικής) κ.α.

Στα όρια του ορθού λόγου δεν υπάρχει δυνατότητα διείσδυσης στα Θεανθρωποκοσμικά μυστήρια, τα οποία γίνονται νοητά μόνο «εν πίστει». «με την πίστη κατανοούμε ότι το σύμπαν το έφτιαξε ο Θεός με το λόγο του, ώστε τα ορατά να έχουν γίνει από τα αόρατα» (προς Εβραίους, ΙΑ', 3). 

Ολόκληρο το ΙΑ' Κεφάλαιο της προς Εβραίους Επιστολής τι άλλο είναι παρά μία εμβάθυνση στο μυστήριο της πίστεως δοσμένο με παραδείγματα: Θέα της Ιστορίας ως διαρκούς κίνησης προς τα άνω, κίνησης προς την ουράνια πόλη, την οποία αναζητούσαν οι προπάτορες της πίστεως, αλλά ακόμη δεν απόλαυσαν τα αγαθά της «ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώον».

Κόσμος / Φύση, Ιστορία / Κοινωνία συνεπώς για την χριστιανική «κοσμοθεωρία» (εδρατομένη στη βίβλο) δεν είναι Απόλυτα Μεγέθη. Βρίσκονται σε διαρκή κίνηση προς τα Έσχατα. Απόλυτο Μέγεθος είναι η Βασιλεία του Θεού.

Αλήθεια που εσχάτως ανακάλυψε η «Θεολογία της Ελπίδας» του Jürgen Moltmann; Θεολογία που τονίζει την Εσχατολογική διάσταση του Ευαγγελίου. Διότι η Βασιλεία των ουρανών «ήγγικεν» με την είσοδο του θείου Λόγου στον Κόσμο. 

Εγκαινιάστηκε εδώ ως εκκλησία για να αναμορφώση / ανακαινίση τον κόσμο και όχι να απορροφηθεί από αυτόν. Έτσι η «ένταση» μεταξύ εκκλησίας και κόσμου θα «χρωματίζει» την Ιστορία, θα υπενθυμίζει τον έσχατο στόχο  σε  κάθε άτομο, που δέχεται το Χριστό ως «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».


Η διανόηση / στοχασμός έξω από τα πλαίσια της Αποκαλυφθείσης Αληθείας αυτοαναπαράγεται με «στειρότητα» (κατά του P. Evdokimov) γιατί εργάζεται με μόνη τη Λογική (τον ορθό λόγο). Δεν τρέφεται από τις ζωτικές πηγές, που μεταμορφώνουν τον όλο άνθρωπο (και το νου του), τοποθετώντας τον στο «κλίμα» της θείας Ζωής, όπου όλα τα ανθρωποκοσμικά μυστήρια βρίσκουν τη λύση τους. Είναι ακριβώς, η απώλεια της παραδόσεως (ως δύναμης ζωής) που στερεί την προτεσταντική Θεολογία από αυτή την ευρύτητα θέασης. Μειώνει το δυναμισμό της.

Ο Δυτικός άνθρωπος είναι κατ' εξοχήν ο άνθρωπος της Λογικής. προσπαθεί εναγωνίως να απαντήσει συνολικά στα προβλήματα της ζωής και του θανάτου, έχοντας περιορισθεί σε ένα πολύ φτωχό όργανο (κατά τους πατέρες) του Νου.

Ως άνθρωπος της Λογικής - του ορθού λόγου βρίσκεται σε μία άλλη σφαίρα, όπου Θεός, ψυχή / αθανασία, ηθικές ποιότητες κ' νόημα της ζωής, αποκλείονται ως «κανονιστικά μεγέθη» στην κοινωνικο/ πολιτιστική πραγματικότητα. Ο ορθολογισμός «στεγνώνει» πρώτα τις καρδιές και έπειτα «στεγνώνει» και την κοινωνία. 

Η μεταφορά αυτή μας κάνει, ίσως, να φτάνουμε στην καρδιά του ορθόδοξου Κοινωνισμού, ο οποίος απορρέει από μία άλλη παράδοση. την παράδοση της καινής κρίσεως, που συνεχίζει μέσα στο χρόνο την Αρχέτυπη Εκκλησία και διατηρείται ορατά στον κοινοβιακό Μοναχισμό λ.χ. ή σε άλλα « Ζωντανά κύτταρα», ενορίες, απανταχού της γης.


Μέσα σε έναν σύγχρονο πολιτισμό ατομικών δικαιωμάτων χωρίς ηθική ευθύνη (όπου η ελευθερία μπορεί να γίνει και ελευθερία προς το κακό, το γνωρίζουμε ήδη αρκετά καλά) η Αρχέτυπη Πρωτοχριστιανική εκκλησία μπορεί να θεωρηθεί ως κανονιστικό παράδειγμα, για έναν Ορθόδοξο Κοινωνισμό με σύγχρονο πρόσωπο (αφού η Ιστορία της Εκκλησίας είναι «ανεπίστροφη» και δεν δικαιολογεί τεχνητές επαναλήψεις). 

Δεν μπορούμε λέγει ο π. Alexander Schmemann να επιστρέψουμε σ' αυτήν την ιδιαίτερη χάρη του αρχικού χριστιανισμού, όπου ήσαν «άπαντα κοινά» (ακόμη και τα υλικά αγαθά) και όλοι είχαν μία καρδιά και ένα νου. Μπορούμε όμως να πετύχουμε κοινότητες αλληλεγγύης, ικανές να δώσουν τη μαρτυρία τους στο σύγχρονο κόσμο, με πειστικότητα και δυναμισμό.


Ένας ορθόδοξος κοινωνισμός διατηρεί την εικόνα του Φιλάνθρωπου πατέρα που νοιάζεται για όλα τα παιδιά του, ιδιαίτερα για όσα έχουν πάρει το δρόμο της εξορίας προς τη «χώρα της αμαρτίας». Μ' αυτό τον τρόπο αίρεται ο Μονάρχης - Θεός των λογικο-κρατούμενων θεολογιών (του σχολαστικισμού / Μεσαίωνας), που βρίσκεται στην καρδιά της ανταρσίας του σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου, ο οποίος ζητεί το νόημα της ζωής σε πεπερασμένα κοσμικά στοιχεία (ή και στη λατρεία του κόσμου ως Θεού / εκκοσμίκευση).


Η σύγχρονη θεολογία στη Δύση συνειδητοποιώντας τη χρεωκοπία του Δυτικού τρόπου σκέψεως προσπαθεί να απαλλαγεί από την Βαβυλώνια αιχμαλωσία της, αλλά πέφτει σε ένα άλλο άκρο. 

Δεν έχουμε παρά να μνημονεύσουμε εδώ τη «θεολογία της εκκοσμίκευσης», τη «Θεολογία του Κοσμικού Ευαγγελίου» (Paul van Buren), τη «θεολογία του θανάτου του Θεού» (Altizer - Hamilton) ή την «εκκοσμικευμένη πόλη» (secular city του Harvey Cox). 

Αυτές οι θεολογίες αναζητούν να δικαιώσουν την πυκνότητα του επίγειου, την εγκόσμια δράση, προτείνοντας άλλο ευαγγέλιο: «ο Χριστιανός είναι εκείνος που σε όλα ανακατεύεται» ή «να προσεύχεσαι θα πει να διαβάζεις την εφημερίδα σου», θα μας συμβουλέψουν οι εισηγητές των παραπάνω «θεολογιών», στην πιο ριζοσπαστική τους μορφή.


Από τη «θεολογία του '60» απορρέουν τα σημαντικότερα ρεύματα σκέψης / δράσης τόσο στο Ρωμαιοκαθολικό, όσο και στον Προτεσταντικό κόσμο των τελευταίων Δεκαετιών. Ρεύματα εκφραζόμενα ως «θεολογία της απελευθέρωσης», «φεμινιστική θεολογία», «Μαύρη θεολογία», «οικουμενική θεολογία».

(Rusino Gibellini, η θεολογία του 20ου αιώνα).


Υπάρχει βέβαια εδώ μια γιγαντιαία προσπάθεια «αναγκαλισμού» του ανθρώπου και των προβλημάτων του (φτώχεια, αδικία, ρατσισμός, καταπίεση), όπου ο Θεός προβάλλεται ως ελευθερωτής, ως εγγυητής ενός καλύτερου μέλλοντος, περισσότερο ανθρώπινου / λυτρωτικά βιώσιμου. 

Γι' αυτό ακριβώς τα ρεύματα αυτά μπορούμε να τα εντάξουμε στο ευρύ πεδίο της ανάκτησης του κόσμου από τη Δυτική Εκκλησία. κόσμου που για συγκεκριμένους ιστορικούς και θεολογικούς λόγους είχε υποπέσει στην αρμοδιότητα άλλων «φορέων αλλαγής» χιλιαστικού τύπου.


Στα πλαίσια των σχέσεων εκκλησίας και κόσμου ορθώνεται και η πολιτική θεολογία (στο χρονικό διάστημα 1968-72) στην Ευρώπη, με ορόσημα την προγραμματική διακήρυξη του Johann Baptist Metz, στο διεθνές θεολογικό συνέδριο του Τορόντο (Καναδάς, 20-24 Αυγούστου 1967).

Όραμα της Πολιτικής θεολογίας υπήρξε η άρση της απομόνωσης των Δυτικών εκκλησιών από το χώρο του ιστορικού/κοινωνικού γίγνεσθαι.

Πριν όμως αναλύσουμε τις προσπάθειες ανάκτησης του «χαμένου εδάφους», ας επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε εν συντομία τις αιτίες της απώλειας του κόσμου από την Δυτική εκκλησία, σε όλη τη διαδρομή της Νεωτερικότητας σε συνάφεια με τις σχολαστικές μεταμορφώσεις της Μεσαιωνικής Εποχής, στην οποία είχε ήδη εγκαταλειφθεί το όραμα της ασφάλειας του Θεού, χάριν του οράματος Βασιλείας του πάπα.


Θα μιλήσουμε για δύο διαδοχικούς χρονικά πτώσεις (όπου η πρώτη αποτελεί αιτία της Δεύτερης) με γνώμονα τις σχετικές αναλύσεις ορθοδόξων θεολόγων, προς «διαφώτιση» του συγχρόνου αδιεξόδου αλλά και γονιμοποίηση των προσπαθειών της Δύσης από το πνεύμα της Ορθοδόξου Ανατολής. Το πνεύμα της Βασιλείας του Θεού, που είναι ταυτοχρόνως παρούσα και ερχόμενη στη Λειτουργική και Μυστηριακή Ζωή της.



Γ


Θα χρειαζόταν πολύς χώρος για να εκτεθεί αναλυτικά η σταδιακή απομόνωση της Δυτικής εκκλησίας από το χώρο του Ιστορικού / Κοινωνικού γίγνεσθαι. Απομόνωση την οποία επιθυμία σήμερα να ξεπεράσει, ώστε να επανακτήσει τον κόσμο. Βέβαια η μία όψη του ζητήματος, ορθοδόξως είναι κατανοητή: 

ο κόσμος (ως ανθρώπινη κοινωνία / συνείδηση νοούμενος) είναι ελεύθερος να αποδεχθεί το Χριστό, ως σωτήρα του. Καμμία βία δεν γνωρίζει το ευαγγέλιο, εκτός από εκείνη των βιαστών που θέλουν να κατακτήσουν τη θεία Βασιλεία (την «εκτός ημών βασιλεία» και όχι την κοσμική, προφανώς). 

Εάν ο κόσμος δεν αποδεχτεί ελεύθερα το Χριστό και εγκαταστήσει στη θέση του ποικίλα είδωλα: (πολιτική, οικονομία, τεχνική, αυτοπραγμάτωση, φυλετική επιβολή κ.λ.π.), έχουμε το μυστήριο της Αποστασίας εφαρμοσμένο στην πράξη, μέσα από διάφορες μορφές Αυτόνομου Πολιτισμού.


Εξ ου και η ανάγκη σωτηρίας του σύγχρονου ανθρώπου με εξειδικευμένη μορφή ως επιδίωξη «ενδοκοσμική πληρότητα», με την Οικονομία (Marx), την ψυχανάλυση (Frend) την ανύψωση που προσφέρει η θέληση της δυνάμεως (Nreiztsche) τη Νέα Γνώση των Αποκρυφιοτικών ομάδων και αναρίθμητες άλλες δυνάμεις, που δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε περισσότερο από την Απολυτοποίηση του Σχετικού ( «του ειδώλου») κάτω από διαφορετικές μορφές κάθε φορά.

Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις μπορούμε να ρωτήσουμε : ποιόν ακριβώς κόσμο θέλει να επανακτήσει η Δυτική εκκλησία; Και με ποιά μέθοδο θα το κάνει αυτό; Τι συνέβη επί τέλους και ο κόσμος χάθηκε για την εκκλησία, αφού Κύριος του είναι ο Δημιουργός Θεός, τον οποίο αυτή εξακολουθεί να ευαγγελίζεται;


Ορθόδοξοι Θεολόγοι του αναστήματος ενός Alexander Schmemann, εξηγούν πως στο φως της βιβλικής θεώρησης, που απηχείται με τη Δημιουργία και προχωρεί στην Αναδημιουργία της κτίσης ( θεωρούμενης ως «πέρασμα» προς τη Βασιλεία), ο κόσμος, η Ιστορία και η κοινωνία δεν είναι Απόλυτα Μεγέθη. 

Έγιναν ωστόσο, Απόλυτα Μεγέθη στην έκπτωση του απο την Εσχατολογική Διάσταση (μείωσης της δράσης του Αγ. Πνεύματος που ανακαινίζει την κτίση), στα πλαίσια του κοσμικού οράματος του παπισμού. Οράματος που ήθελε το χριστό να έχει έναν αντιπρόσωπο επί της Γης (Vicarius Christi) . Αντιπρόσωπο που θα χειρίζεται όλες τις υποθέσεις του κόσμου, κυριαρχώντας πάνω σ' αυτόν. Αυτό το έργο έφερε σε πέρας ένας κλήρος διαστρεβλωμένος στο Ιερατικό / λειτουργικό αξίωμα του , αφού δεν ήταν υποχρεωμένος να έχει ηθική δέσμευση: Έτσι χρησιμοποίησε την Πολιτική και το Χρήμα ως μέσον/ αξίωση επιβολής.

Αυτή είναι η πρώτη έκπτωση από την εσχατολογική προοπτική (της ελευθερίας από τα «στοιχεία του κόσμου τούτου») την οποία φανερώνει η Λειτουργική και Μυστηριακή Ζωή στα όρια της καινής κτίσης που εγκαινίασε ο Χριστός επί της Γης.


Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία σε όλη τη διάρκεια των Μέσων Χρόνων προσπάθησε να οργανώσει τον εκπεσμένο ( μη - εισέτι - ανακαινισμένο εσωτερικά) κόσμο, δια της εποπτείας σε όλες τις περιοχές της υλικής και Πνευματικής Ζωής (εδώ ανήκει και η «αρμοδιότητα» της να θέτει φραγμούς στην Επιστημονική Γνώση, με την Ιερά Εξέταση). 

Είναι το αμάρτημα που ταλαιπώρησε τη Δύση για πολλούς αιώνες, εγκαθιστώντας την στάση / στασιμότητα στις κοινωνικές δομές, αλλά και στις κοσμικές δομές.

Αλλά δεν μπορεί να κυριαρχήσεις σε έναν έκπτωτο κόσμο, να επιβάλεις το καλό με τη βία, χωρίς τραγικά αποτελέσματα. Δεν θα είναι, έτσι, ένας κόσμος που ασφυκτικά, ένας κόσμος που μαραίνεται ανεπανόρθωτα, όπως λέγει ο π. Ιουστίνος  Πόποβιτς ,  στην Κριτική του κατά του Βατικανισμού.


Ο Δυτικός μεσαίωνας είναι μια εποχή Θεοκρατίας, όπου και η ίδια η βιβλική εικόνα του Θεού έχει παραμορφωθεί. Γιατί είναι η εικόνα ενός Θεού - Μονάρχη, που επιτηρεί την «ηθική τάξη» των υπηκόων του, προξενώντας τους φόβο (η κόλαση ως «παιδαγωγικό μέσο»). Παράλληλα βαδίζει και ο Σχολαστικισμός, που εισάγει φιλοσοφικές κατηγορίες (Αριστοτελικές) στην θεολογία, που ανάβλυσε από τον Σταυρό και τον τάφο του Χριστού. 

Και την εκ τρέπει τελικά σε θεολογία των εννοιών (λογικά διαθρωμένη) που υποβιβάζει το Μυστήριο του Θεού και του Ανθρώπου στην αμοιβαία τους σχέση (άβυσσος, άβυσσον επικαλείται) κάνοντας την πίστη από «περιπέτεια ελευθερίας» όπως λέγει ο clement olivier) σε περιπέτεια «αναγκαίας συνθήκης»: 

ο Θεός μπορεί να αποδειχθεί / η νόηση μπορεί να τον συλλάβει. Αυτός, όμως, είναι ο Θεός των λογικοκρατούμενων Θεολογιών, και όχι ο Άπειρος και Ανερμήνευτος Θεός των Ορθόδοξων πατέρων, που σεβάστηκαν την Υπερβατικότητα του, συλλογιζόμενοι Θεοπρεπώς πάνω στην Αποκάλυψη.

Διότι το μυστήριο της Ελευθερίας βαίνει παράλληλα με το μυστήριο του Σταυρού, αφού ο Χριστός αρνήθηκε να κατέβει από εκεί, όπως του ζητούσαν οι σταυρωτές του, προκειμένου να πιστέψουν.

«ει υιός ει του θεού, καταβάλω νυν από του σταυρού».


Ο Χριστός όμως όχι μόνο δεν κατέβηκε από το σταυρό, αλλά και μετά την Αντίσταση του φανερώθηκε «εν ετέρα μορφή» μόνο σε εκείνους που τον αγαπούσαν.

Η σχολαστική Θεολογία υποβιβάζοντας το Θεανθρώπινο Μυστήριο, «έδειξε» έναν θεό κατανοητό στον άνθρωπο, μπαίνοντας στην υπηρεσία μιας εκκλησίας, που θέλει να ελέγχει τα πάντα από ένα οργανωτικό Κέντρο, αλλοιώνοντας τη μορφή του Ουράνιου Πατέρα. Εκείνου του οποίου η Αυθεντία «λύγισε» από αγάπη προς τον άνθρωπο του φιλόστοργου πατέρα ,  που έστειλε το γιο του να αναζητήσει και να επαναφέρει το χαμένο πρόβατο στην «μάνδρα» του.

Έτσι, μέσα στην ολοκληρωτική αντιστροφή των κριτηρίων η κόλαση χρησιμοποιείται ως μέσον σωφρονισμού, σαν να την είχε φτιάξει ο ίδιος ο Θεός, για να στείλει εκεί τους «απείθαρχους». Είναι μια ιδέα σκανδάλου για τους θεωρητικούς του σύγχρονου α- θεϊσμού.


Η σταδιακή απώλεια της Θέας του κόσμου και του ανθρώπου «εν τω θεώ» έμελλε να δημιουργήσει κοσμογονικές αντιδράσεις. Όλες οι εκρήξεις (διαδοχικές ή παράλληλες) του Διαφωτισμού και του Ουμανισμού (στροφή στο κλασσικό ιδεώδες Ελλάδα / Ρώμη) δεν είναι τίποτε άλλο από απόπειρας αποκατάστασης της αξιοπρέπειας του ανθρώπου (δικαιώματα – άτομο) και της δημιουργικότητας του (απέναντι σε έναν θεό που τον αλλοτρίωνε).

 Όπως εξηγεί σχετικά ο Alexander Schmemann ο Δυτικός άνθρωπος πολεμώντας τη μια Αυθεντία έπεφτε στη συνέχεια σε μια άλλη Αυθεντία, σε έναν αγώνα χωρίς τέλος. Αιτία αυτού του γεγονότος είναι το πρωταρχικό σφάλμα της θεώρησης του Θεού ως Αυθεντίας ( η Ετερότητα που σε απολιθώνει) η παραγνώριση του ουσιώδες στοιχείου της ελευθερίας με την οποία ο Χριστός μας έχει ελευθερώσει. 

Ο ζυγός του Παπισμού και του Σχολαστικισμού αποτέλεσε την κύρια πηγή τροφοδότησης των νεωτερικών αθεϊσμών, σε όλη τους την έκταση: ανθρωποθεϊσμός ( Fenerbach) διαλεκτικός υλισμό; (Marx) Νιτσεϊκός Μηδενισμός (θεός – η ηθική που δολοφονεί τη ζωή), Υπαρξισμός (θεός= άρνηση ελευθερίας του ανθρώπου), Θετικισμός (αληθές= ότι υποπίπτει στις αισθήσεις): 

όλη η εγκυκλοπαίδεια της αθεϊστικής κριτικής περιλαμβάνει θέσεις (η μάλλον αντιθέσεις) σχηματισμένες όχι σε έναν «άδειο ορίζοντα», αλλά σε σχέση με μια «δομημένη» θεοανθρωπολογία βιβλικό – χριστιανικής προέλευσης, αλλά μεταφυσικής έμπνευσης.


Ο δυτικός άνθρωπος είναι δύσκολο να πείσθεί πως η μοναδική δυνατότητα ελευθερίας είναι ο Θεός / Χριστός και ο ζυγός του. ότι η εκκλησία είναι ελευθερία και μόνον ελευθερία. Αλλά και ο Ανατολικός άνθρωπος αφομοιωμένος μέσα στη δυτική κουλτούρα (και στο μέτρο της αφομοίωσής του) έχει εσφαλμένη αντίληψη για την εκκλησία του Χριστού.

Θέλει την εκκλησία ως τροχοπέδη της προόδου (αλήθεια πρόοδος προς τα πού;) και ως συντήρηση κατεστημένων θεσμών (όργανο του κατεστημένου). Θέλει, επίσης, την παράδοση όχι ως αφετηρία αλλαγής / εξέλιξης, αλλά ως στατικότητα / θάνατο της καινοτομίας.


Εν τέλει ορίζει την εκκλησία ως οργανισμό καταπίεσης, που υποβιβάζει την ζωή αντί να την εξυψώνει ( με την Νιτσεϊκή σημασία ως βούληση για δύναμη - δημιουργία) Αυτή η παρανόηση βρίσκεται στην «καρδιά» της σύγχρονης ανταρσίας, που επιχειρεί να οικοδομήσει την πολιτεία του Ανθρώπου σε «διάσταση» από την πολιτεία του Θεού.

Στο σημείο αυτό βρίσκεται, κατά του π. Alexander Schmemann Η Δεύτερη πτώση του Δυτικού ανθρώπου: 

πεπεισμένος πως δεν μπορεί να αναπτυχθεί «εν τω θεώ», άρχισε να θέλει να αναπτύσσεται «εκτός του Θεού» η ακόμη  και «εναντίον του Θεού». Δυστυχώς αυτή η ανταρσία έλαβε και το χαρακτήρα απόρριψης των θείων δογμάτων, στο όνομα της προόδου του ατόμου και της κοινωνίας (π. Δημ. Staniluae).

Η χριστιανική εσχατολογία εκκοσμικεύεται αποφασιστικά και δυναμικά: όχι σε ένα επέκεινα (αόριστο μετα- φυσικά), αλλά εδώ και τώρα, ο άνθρωπος οφείλει να επιχειρήσει την ολόπλευρη ανάπτυξη του. Η φύση είναι θεός που προμηθεύει νόμους, αρκεί να είναι κανείς προσεκτικός στο να τους «συναγάγει» ερευνώντας συστηματικά (βλέπε ορθο - λογικά) τον κόσμο γύρω του. Όσο για τον ηθικό νόμο του Θεού - Δημιουργού (της βίβλου), αυτός δεν είναι παρά για παλαιά προκατάληψη, εφαρμοσμένη με αποτυχία στην κοινωνία.


Η κοσμικότητα θα πει ο π. Σμέμαν είναι η σύγχρονη θρησκεία: Σε έναν Πολιτισμό Ζωοκεντρικό ( με θέληση για δημιουργία / ολοκλήρωση) δεν έχουν θέση οι παλαιές θρησκείες, που είναι φορτισμένα με διαφορετική κοσμοθεωρία (θρησκείες θανατο - κεντρικές).

Αλλά να που η κοσμικότητα (secular) περιέχει μέσα της και την αυτοαναίρεση της. Στις έσχατες αποδείξεις της ( όταν χρειάζεται να αναμετρηθεί με τα πρώτα και έσχατα του ανθρώπου) δεν είναι παρά ένας «κόσμος άθεος» , κλειστός στον εαυτό του, κόσμος ασφυκτικού αδιεξόδου (όπως θα διαπιστώσουν μερικοί υπαρξιστές, πολλά χρόνια μετά τη βίβλο).


Γιατί στο τέλος - τέλος πρέπει να ξέρει κανείς «γιατί ζει και γιατί πεθαίνει» (=νόημα). Πρέπει να δοθεί μία απάντηση σε όσους ρωτούνε γι' αυτό, μέσα στην εκκοσμικευμένη πόλη (saeular city) λ.χ. του Harvey Cox, σύμφωνα με την κριτική που του ασκήθηκε όταν αυτός παρουσίασε τη δική του «θεολογία» στη Δεκαετία του '60.

Ωστόσο μπορεί κανείς να δει κριτικά την όλη προσπάθεια της Δυτικής Θεολογίας να επανακτήσει τον κόσμο, να αναμετρηθεί με τη νεωτερικότητα ή να αρθρώσει «σε κοσμική γλώσσα» το Ευαγγέλιο (Paul van Buren). Ίσως διακρίνει σ' αυτή την προσπάθεια κάποια νομιμοποίηση της «νοσταλγίας θεώσεως» «εν ετέρα μορφή».


Αλλά ο Δυτικός άνθρωπος δεν έχει επιστρέψει ακόμα στο Πατρικό του σπίτι. Θέλει «νόημα και πληρότητα» σε έναν κόσμο αφιερωμένο και σε έναν πολιτισμό χωρίς Θεό, αυτόνομο και αυτάρκη. 

Η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να παρακολουθεί με ενδιαφέρον αυτές τις προσπάθειες , να δείχνει την αστοχία τους ή να τις «πληρώνει» με τη δική της καθολική Θέα της ζωής «εν πίστει». Και τούτο διότι ορθόδοξη θεολογία ( προς σωτηρίαν του κόσμου «ίνα πάντες ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» ) έχει αρθρωθεί πάνω στο τριαδικό και χριστολογικό δόγμα, ως στέρεα βάση για την αλήθεια που απελευθερώνει πραγματικά. 

Την αλήθεια που προχωρά από τα Μυστήρια του ενός και τριαδικού Θεού για να φωτίσει τα μυστήρια του ανθρώπου και του προορισμού του, εντός του κόσμου, της Ιστορίας και της Κοινωνίας.

Η ορθόδοξος Θεολογία, ως μυστήριο παραδεδομένο στην εκκλησία από τους Αγίους Πατέρες μετά τις αλλεπάλληλες νίκες κατά της αίρεσης και της πλάνης κατέστη όχημα ενός θεανθρώπινου πολιτισμού, που άρχισε να εμποτίζει όλες τις πλευρές της ατομικής και κοινωνικής ζωής στη Χριστιανική Ανατολή. Έτσι ένας Νικόλαος Καβάσιλας κατορθώνει να αντιπαραθέσει στον άνθρωπο του Ουμανισμού (Ανθρωπισμού) τον «εν Χριστω» άνθρωπο της ορθοδοξίας.


Το να θέλει να θεωθεί κανείς «εκτός του Θεού» συνιστά το κατ' εξοχήν αμάρτημα του Δυτικού Πολιτισμού. Αλλά εμείς, καθώς φαίνεται, δεν έχουμε ακόμη εκτιμήσει (ούτε καν γνωρίσει) το θησαυρό που κατέχουμε και την αξία του στην υπηρεσία μιας Οικουμενικής Αποστολής.


Βλέπουμε στην Ορθοδοξία μόνο συντήρηση και στασιμότητα, προσκόλληση στο παρελθόν ή ανικανότητα διαλόγου με τη Νεωτερικότητα, . Πρωτεύει συνεπώς ένα ουσιώδες καθήκον σήμερα το καθήκον της επίγνωσης, ότι η ορθοδοξία (ως όρος και ως περιεχόμενο «σημαινόμενο»), όχι μόνο δεν είναι οπισθοδρόμηση και συντηρητισμός, αλλά νέα ζωή «εν πνεύματι και αληθεία» (συντηρητικοί είναι μόνο οι Γραμματείς και Φαρισαίοι / οι άνθρωποι του νόμου) ικανή να διαποτίσει με νόημα την ατομική και συλλογική μας ύπαρξη (συν- ύπαρξη). 

Ικανή εν τέλει να αναμετρηθεί με τον ηθικό μηδενισμό και την απαξίωση των θεσμών, μέσα στην πλημμυρίδα μιας υποδουλωτικής εποχής (υποδουλωτικής πνευματικά) για την ανθρωπότητα, όπως αυτή που έρχεται (ή ήδη έχει έρθει).


 Ιστορικοί λόγοι συνέτειναν στην αντίληψη της ορθοδοξίας, ως στασιμότητας / συντήρησης. Δεν λείπει και η αδυναμία προσαρμογής της στη βιομηχανική και μετά - βιομηχανική κοινωνία. Διότι, μεθοδολογικά, η εκκλησία είχε κατορθώσει «εν μέρει» να καταστεί σάρκα ενός προβιομηχανικού πολιτισμού (σε Δύση και Ανατολή) δεμένου με τη Γη και την Πατριά, εξορκίζοντας  τις αρχαίες λατρείες και απαλλάσσοντας τες από το ειδωλολατρικό τους «περίβλημα». 

 Σήμερα, όμως, είναι υποχρεωμένη να επιβιώνει σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο, ως παλαιά αλήθεια, υποχρεωμένη να επιβεβαιώσει τη «χρησιμότητα» της στην κάλυψη «πνευματικών αναγκών».

 Διχασμένη, έτσι, η ορθοδοξία ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό, απολογούμενη για την αξία των Θησαυρών της (που δεν είναι πλέον «κλειδωμένοι» στις καρδιές, ούτε καν των πιστών) αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες σ' έναν πολιτισμό της αποτελεσματικότητας, ο οποίος έχει «διαποτίσει» τους ανθρώπους με νέα κοσμο - είδωλα / νέες αξίες.

Αιτούμενο είναι σήμερα όχι η διάλυσή  της «εντός» των νέων μορφών πολιτισμού, όσο η γονιμοποίηση αυτών των μορφών με Πνεύμα και Ζωή, δια της στροφές στις πατερικές και βιβλικές σκέψης.


 Συνοψίζοντας τη «σωτηριολογία» της Ορθ. Εκκλησίας σε μια μόνο πρόταση, μπορούμε να πούμε ότι: η σωτηρία και η θέωση, ως κύριοι στόχοι της Χριστιανικής ζωής εξαρτάται από τη συμφωνία της θέλησης του ανθρώπου με τη θέληση του Θεού, δεδομένου ότι ένα άτομο μπορεί να επιλέξει το αγαθό θέλημα του θεού μόνο ελεύθερα Αν κάνει αυτή την επιλογή με τη βία, τότε χάνει την ηθική αξία της.

Ωστόσο παρά το γεγονός ότι αυτές οι ιδέες είχαν αναπτυχθεί στη Χριστιανική Θεολογία ήδη στους πρώτους αιώνες της πρώτης χιλιετίας, στην Κοινωνικοπολιτική Ζωή των Χριστιανικών λαών η αφομοίωση τους έλαβε χώρα σε συνθήκες σοβαρών συγκρούσεων και συζητήσεων.

Θα διαλευκάνουμε κάπως τις σχέσεις της Ορθοδοξίας με την Πολιτική, ανατρέχοντας σε ένα κείμενο/ ομιλία του Πατριάρχη Μόσχας και Πάσης Ρωσίας κ. Κυρίλλου (εισήγηση στη θεολογική συνδιάσκεψη « η εσχατολογική διδασκαλία της εκκλησίας, Μόσχα, 14 Νοε 2005) ώστε να μπορούμε να ξεχωρίζουμε τι ακριβώς έχει συμβεί / ιστορικά και τι μπορεί να γίνει σήμερα, στο πλαίσιο της «εξόδου» της εκκλησίας στο προσκήνιο της κοινωνίας και των Θεσμών.

Δ


Ξεκινώντας από τον 4ο αιώνα στη δημόσια ζωή εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η ηθική τελειότητα του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί με πολιτικά μέσα. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό συνδεόταν με μια αισιόδοξη αντίληψη για τις δυνατότητες των επίγειων θεσμών στη διόρθωση της ανθρώπινης ψυχής. Για παράδειγμα, ο μακάριος Αυγουστίνος, ο οποίος στην επισκοπή του ηγήθηκε του αγώνα κατά του σχίσματος των δονατιστών, έγραψε: « Ενέδωσα στα γεγονότα. Οι επίσκοποι με πολιόρκησαν με παραδείγματα, άρχισαν να δείχνουν όχι μόνο μεμονωμένα άτομα, αλλά και ολόκληρες πόλεις, στις οποίες προηγουμένως κυριαρχούσε ο δονατισμός και τώρα βασιλεύει η Ορθοδοξία. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο από την άποψη αυτή είναι το ότι η πόλη μου, οι κάτοικοι της οποίας προηγουμένως ήταν κυρίως δονατιστές, τώρα υπό την επίδραση του αυτοκράτορα μεταστράφησαν στην Ορθοδοξία και με τόσο μίσος φέρονται προς τους δονατιστές, ώστε είναι αδύνατο και να διανοηθεί κανείς ότι κάποτε ήταν πόλη δονατιστών». Αυτή η περίπτωση χρήσης της πολιτικής εξουσίας για την αντιμετώπιση του δονατισμού απεικονίζει καλά την αντίληψη που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή σχετικά με τον ρόλο των κρατικών μοχλών στην εδραίωση της ηθικής.

Θα εξετάσουμε εν συντομία ποιά εξέλιξη είχε αυτή η αντίληψη στη Δυτική Ευρώπη, διότι οι μορφές της εκκλησιαστικοκοινωνικής ζωής που εμφανίστηκαν εδώ στη συνέχεια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση και τον σχηματισμό των ιδεών που υπογραμμίζουν τη σημασία της ανθρώπινης ελευθερίας. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 5ου αιώνα η Εκκλησία της Ρώμης έμεινε η μόνη συνεκτική οργάνωση στον «με- τα-ρωμαϊκό» χώρο, η οποία διατηρούσε τη συνέχεια με την προηγούμενη μεγάλη κρατική οργάνωση. Εντός των συνθηκών πολιτικής αταξίας, που επικρατούσαν στην πρώην Δυτική Αυτοκρατορία για αρκετούς αιώνες, η Εκκλησιά της Ρώμης ανέλαβε σταδιακά τις λειτουργίες του κρατικού θεσμού. Αυτό οδήγησε τελικά στη δημιουργία του παπικού κράτους τον 8ο αιώνα και στην εμφάνιση μιάς ιδεολογίας που δικαιολογούσε την υπεροχή της εκκλησιαστικής αρχής σε πολιτικά θέματα, η οποία έγινε γνωστή ως η θεωρία «των δύο ξιφών». Η Εκκλησάι της Ρώμης άρχισε να οργανώνει την εσωτερική ζωή της με τη βοήθεια μηχανισμών κρατικού εξαναγκασμού: να επιβάλλει φόρους, να διεκδικεί τα δικαιώματα της με τη βία ενώπιον των κοσμικών αρχών, να διεξάγει κατακτητικές εκστρατείες, να ρυθμίζει την ιδιωτική ζωή του ποιμνίου της με τη βοήθεια επίγειων μηχανισμών. Τον 12ο αιώνα εμφανίζεται η Ιερά Εξέταση, η οποία τον 16ο αιώνα μεταβάλλεται σε εκκαθαριστικό εργαλείο του αγώνα κατά της ετεροδοξίας.

Οι εκπρόσωποι της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και αργότερα οι επαναστάτες ηγέτες προέβαλλαν την ιδέα της ελευθερίας με κοσμική μορφή, αποδίδοντας της αντιεκκλησιαστικό και αντιχριστιανικό χαρακτήρα, επειδή πίστευαν ότι η Καθολική Εκκλησία αποτελεί στήριγμα καθεστώτων που θεωρούνταν τυραννικά. Εάν η Μεταρύθμιση παρέμεινε στο πεδίο των χριστιανικών αξιών, οι επακόλουθες κινήσεις υπέρ της ελευθερίας , κατά κανόνα απέρριψαν το σημαντικό μέρος του χριστιανικού μηνύματος περί ελευθερίας - την ηθική ευθύνη ενώπιον του Θεού. Ως αποτέλεσμα προέκυψε η πτώση στο άλλο ακροστήν απολυτοποίηση της ατομικής ελευθερίας του ανθρώπου.

Στην ανατολή διαμορφώθηκε διαφορετικός από τον δυτικό κανόνας σχέσεων Εκκλησίας - κράτους, ο οποίος ήταν περισσότερο σύμφωνος με την αγιοπατερική αντίληψη περί ανθρώπου. Διακήρυξε αυτής της προσέγγισης ήταν η έκτη Νεαρά του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα της κωδικοποίησης του ρωμαϊκού δικαίου, που πραγματοποιήθηκε από αυτόν τον αυτοκράτορα στα μέσα του 6ου αιώνα. Στο έγγραφο αυτό η βασιλεία και η ιεροσύνη αντιμετωπίζονται ως δύο ισότιμα δώρα Θεού. Η δήλωση αυτή καθόλου δεν αφήνει περιθώριο για τη διαμάχη, εξαιτίας της οποίας για αιώνες σπαρασσόταν η Δύση σχετικά με το ποιός είναι ανώτερος, η Εκκλησία ή το κράτος, και ποιός σε ποιόν πρέπει να υπακούσει. Στην Ανατολή είχε διατυπωθεί η ιδέα της ισορροπίας μεταξύ των δύο θεσμών. Σύμφωνα με την έτη Νεαρά το καθήκον του κράτους συνίσταται στην πραγμάτωση του νόμου του Θεού στη δημόσια ζωή και στην υπεράσπιση της πίστης.

Η εκκλησία είναι υπεύθυνη για τα πνευματικά ζητήματα και υποστηρίζει το κράτος στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Έτσι, προϋπετίθετο κάποιος βαθμός αυτονομίας τόσο της Εκκλησίας, όσο και του κράτους, αλλά ταυτόχρονα και η αμοιβαία υποστήριξή τους.

Στο Βυζάντιο ο πατριάρχης είχε το ειδικό δικαίωμα της μεσιτείας, δηλαδή της συνηγορίας μπροστά στις αρχές υπέρ ανθρώπων που δεν είχαν δικαιώματα. Βέβαια, στην ιστορία του Βυζαντίου ήταν διαφορετικές οι καταστάσεις. Δεν διακινδύνευε ο κάθε πατριάρχης ή εκκλησιαστικός παράγων να αρχίσει διάλογο με τον αυτοκράτορα ή κάποιο ισχυρό αξιωματούχο. Επιπλέον, είναι δύσκολο να βρεθεί μιά εποχή, κατά την οποία το ιδανικό των αρμονικών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και κράτους είχε πραγματοποιηθεί πλήρως. Ωστόσο, ο ίδιος ο κανόνας αυτής της εξισορρόπησης της κρατικής εξουσίας με το εκκλησιαστικό κύρος υπήρχε πάντοτε στο Βυζάντιο.

Με την υιοθέτηση του χριστιανισμού το μεσαιωνικό κράτος των Σλάβων και η Ρωσία προσανατολίστηκαν προς το βυζαντινό μοντέλο σχέσεων Εκκλησίας - κράτους. Όπως και στο Βυζάντιο, έτσι και στο μεσαιωνικό κράτος των Σλάβων συνέβαιναν πραγματικές εθνικές τραγωδίες, όταν το πολιτικό ή πνευματικό κέντρο προσπαθούσε να υποτάξει την άλλη πλευρά. Αρκεί να θυμηθούμε τον Ιβάν τον Τρομερό και την προσπάθειά του να υποτάξει την Εκκλησία στην εξουσία του ηγεμόνα και τη δράση του Πατριάρχη Νίκωνα, η οποία στόχευε στην υπερβολική έξαρση του ρόλου της Εκκλησίας και του προκαθημένου της στην πολιτική ζωή της χώρας. Και η μία και η άλλη μετατράπησαν σε συμφορά και για την Εκκλησία και για την κοινωνία. Ωστόσο, αυτές ήταν παραβιάσεις του κανόνα της συμφωνίας, οι οποίες σχετίζονταν με ιστορικές προσωπικότητες, αλλά όχι με την άρνηση του κανόνα από την ίδια την Ρωσία. Ριζική ανατροπή στη ζωή του λαού έλαβε χώρα ακριβώς όταν πραγματοποιήθηκε η απόρριψη των αρχών αυτού του κανόνα στις αρχές του 18ου αιώνα και ο δανεισμός του προτεσταντικού μοντέλου σχέσεων Εκκλησίας - κράτους, το οποίο υπέταξε την Εκκλησία στο κράτος. Από τότε εμφανίζεται και μεγαλώνει το ρήγμα μεταξύ Εκκλησίας και κοινωνίας, Εκκλησίας και πολιτικής ελίτ. Το κράτος, που έχει χάσει το αντίβαρο του στο πρόσωπο της ανεξάρτητης Εκκλησίας, βαθμιαία δημιουργεί διαπλεκόμενους μηχανισμούς καταναγκασμού και ρύθμισης, οι οποίοι καταπνίγουν την ελευθερία του προσώπου.

Μεταφέροντας ξένα πρότυπα σχέσεων Εκκλησίας - κράτους στο έδαφος της, η Ρωσία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εξάπλωση των ίδιων ελαττωμάτων της δημόσιας ζωής, τα οποία ήταν χαρακτηριστικά γιά τη Δυτική Ευρώπη. Απολύτως φυσικά, ακολούθως στη Ρωσία εισχωρούν διαφωτιστικές και επαναστατικές ιδέες που απολυτοποιούν την ελευθερία του ατόμου.

Τον 20ο αιώνα τόσο στη Δύση, όσο και στη Ρωσία, λαμβάνει χώρα η περαιτέρω ανάπτυξη του φιλελευθερισμού και μάλιστα προς μιά πολύ επικίνδυνη κατεύθυνση, η οποία μειώνει την ιδέα της ελευθερίας αποκλειστικά στην ελευθερία της επιλογής και συνεπώς και στην επιλογή υπέρ του κακού. Αυτό οδηγεί στη ριζική απόρριψη της κανονιστικής σημασίας της παράδοσης, κυρίως της θρησκευτικής, και στην απολυτοποίηση του δικαιώματος του ατόμου να καθορίσει τι είναι καλό και τι κακό. Στην πράξη, αυτή η απολυτοποίηση πήρε τη μορφή του ηθικού και αξιολογικού σχετικισμού, ο οποίος βρήκε την εναργέστερη έκφραση του στα αυταρχικά καθεστώτα του 20ου αιώνα, στα οποία τη θέση του προσώπου κατέλαβαν το πολιτικό κόμμα και ι ηγέτης του, και στον μεταμοντέρνο ατομικισμό, όπου η ελευθερία του προσώπου από τους ηθικούς κανόνες της παράδοσης άρχισε να υποστηρίζεται σε νομοθετικό επίπεδο.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ γίνεται λόγος για την ελευθερία. Όμως, ακριβώς σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη διεργασίες που αποτελούν απειλή για την προσωπική ελευθερία του ανθρώπου. Θεωρώντας την ελευθερία ως υψηλή αξία, τα κράτη και η διεθνής κοινότητα εισάγουν στη νομοθεσία τέτοιους κοινωνικοπολιτικούς κανόνες, που είναι αντίθετοι με τους κανόνες της ζωής του πιστού ανθρώπου, ο οποίος ανήκει σε παραδοσιακές θρησκείες. Από τη μία πλευρά, κανείς δεν καταπατά την ιδιωτική ζωή του ανθρώπου, αλλά σε κοινωνικό επίπεδο όλο και συχνότερα τον αναγκάζουν να αποδεχτεί ως κανόνα ζωής καταστάσεις του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτό μπορεί να οδηγήσει στο ότι ο χριστιανός ή άλλος πιστός δεν θα μπορεί να καταλάβει πολλές σημαίνουσες θέσεις και να αναπτύξει πολλών ειδών δραστηριότητες, διότι θα απαιτούνται από αυτόν πράγματα που δεν μπορεί να κάνει χωρίς να προδώσει την πίστη του και να διαπράξει αμαρτία.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης που μπορεί να έχει αυτό το σενάριο πρόσφατα παρουσιάστηκε σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέρριψε την υποψηφιότητα του Ιταλού πολιτικού Ρόκκο Μπουτιλιόνε γιά τη θέση του Επιτρόπου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξαιτίας της μη αποδοχής από αυτόν της ομοφυλοφιλίας ως κανόνα διαπροσωπικών σχέσεων. Μιά ακόμη περίπτωση αφορά τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης κ. Τζουλιάνι. Διατυπώνοντας τη θέση του σχετικά με τις αμβλώσεις, όταν ακόμη ήταν δήμαρχος της αμερικανικής μεγαλούπολης, είπε ότι ως χριστιανός τάσσεται κατά των αμβλώσεων, αλλά ως δήμαρχος είναι αναγκασμένος να τις υποστηρίξει, γιατί αυτή είναι η θέληση της πλειοψηφίας των κατοίκων της πόλης.

Πως θα ενεργήσει ο χριστιανός στον δημόσιο τομέα, αν απαιτούν από αυτόν ως πρόσωπο που κατέχει τη μια ή την άλλη θέση σε κυβερνητικές δομές, σε επιχειρηματικές και κοινωνικές οργανώσεις, πράξεις που δεν συνάδουν με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του; Η διαδικασία εμφάνισης παρόμοιων κανόνων επηρεάζουν πολλές χώρες του κόσμου. Τέτοια βήματα επιχειρούνται και σε διεθνές επίπεδο. Αν σήμερα κάποιοι κανονισμοί θεσπίστηκαν στις δυτικές χώρες, αύριο η αποδοχή και η εφαρμογή τους θα απαιτηθεί από τη Ρωσία και άλλες χώρες, στις οποίες η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκπληρώνει την αποστολή της.

Ένα άλλο πρόβλημα της σημερινής εποχής είναι ότι αναπτύσσεται σταδιακά ο μηχανισμός ελέγχου επί των δραστηριοτήτων του ατόμου τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Εισάγονται νέες μέθοδοι ταυτοποίησης, οι οποίες περιλαμβάνουν τη συλλογή και αποθήκευση δεδομένων σχετικά με τα ατομικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, την κατανάλωση και το εισόδημά του. Αυτό οφείλεται στην επιθυμία να διακοπεί η παράνομη μετανάστευση, η εγκληματική δραστηριότητα, η τρομοκρατία και να ρυθμιστεί η είσπραξη των φόρων. Με λίγα λόγια, η ανάπτυξη των μέσων ελέγχου στον τομέα αυτό καλείται να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των νομικών απαιτήσεων. Αλλά στα πλαίσια της εισαγωγής στη διεθνή και εθνική νομοθεσία κανόνων αντίθετων με τους ηθικούς κανόνες, στους θρησκευόμενους ανθρώπους δημιουργείται το απολύτως νομοτελειακό ερώτημα: «Άραγε, μια ωραία μέρα αυτά τα μέσα ελέγχου δεν θα χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της εκτέλεσης των κανόνων αυτών;» Κι αν σήμερα ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τη διαφωνία του με τους κανόνες της νομοθεσίας που έρχονται σε αντίθεση με την πίστη του, αύριο θα ελέγχεται για την εκτέλεση τους με τη βοήθεια την πίστη του, αύριο θα ελέγχεται για την εκτέλεσή τους με τη βοήθεια αυτών των στοιχείων και του τελειοποιημένου συστήματος ελέγχου.

Κατανοώντας όλα αυτά τα προβλήματα και τη σοβαρότητα τους για το μέλλον του χριστιανισμού και της Εκκλησίας, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως μαρτυρούν οι «Αρχές του κοινωνικού δόγματος», πιστεύει ότι οι χριστιανοί, παρ' όλα αυτά, δεν πρέπει να αποσυρθούν στον κύκλο τους. Σε αυτή την περίπτωση, μιά τέτοια απομόνωση δεν θα συμβάλει στην αποστολή της Εκκλησίας, η οποία έχει κληθεί από τον Σωτήρα να κηρύξει τον Λόγο του Θεού στο πρόσωπο όλης της γης. Η διέξοδος φαίνεται στο να συνεχίσει η Εκκλησία να είναι παρούσα στον σύγχρονο κόσμο και να δίνει μαρτυρία για τις θέσεις της. Ωστόσο, είναι σαφές ότι τα μέλη της θα πρέπει να έχουν επίγνωση της διαφορετικότητας τους σε σχέση με τον κόσμο, στον οποίο ζουν και εργάζονται. Συνεπής σε αυτή τη λογική, η Ρωσική Εκκλησία οικοδομεί ενεργά τις σχέσεις της με το κράτος, την κοινωνία, τους διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και άλλους.

Δύο χιλιετίες χριστιανικής ιστορίας μαρτυρούν ότι οι συγκρούσεις και διενέξεις που έλαβαν χώρα στην κοινωνικοπολιτική σφαίρα των χριστιανικών λαών βρίσκονταν εντός του πλαισίου των χριστιανικών αξιών, αν και κάποιες φορές οι υποστηρικτές της μιας πλευράς έχαναν ή και αρνούνταν τον δεσμό τους με τον χριστιανισμό. Η ελευθερία και η ηθική αποτελούν δύο κατηγορίες της αγιοπατερικής ανθρωπολογίας. Αλλά εξίσου σημαντικό είναι το ότι στην αγιοπατερική έννοια αυτές οι δύο κατηγορίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η απολυτοποίηση της μια από αυτές τις κατηγορίες εις βάρος της άλλης οδηγεί αναπόφευκτα σε δημόσιες τραγωδίες.

Το κήρυγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας σήμερα συνίσταται στο να στηρίξουμε την αλληλεξάρτηση και την αλληλοσύνδεση αυτών των δύο κατηγοριών σύμφωνα με το πνεύμα της αγιοπατερικής θεολογίας. Πράγματι, τα δικαιώματα του ανθρώπου στη ζωή, τη δίκαιη δίκη, την εργασία και άλλα αποτελούν σημαντικά στοιχεία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, διότι βασίζονται σε χριστιανικές ιδέες. Όμως, εξίσου σημαντική είναι η τήρηση των ηθικών αρχών και το να λαμβάνονται προσεκτικά υπ' όψιν κατά τη θέσπιση νόμων και τη διαμόρφωση πολιτικής. Για τη μεταφορά αυτού του μηνύματος στον σύγχρονο κόσμο η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να στηριχθεί σε έναν αρκετά μεγάλο συνασπισμό, αποτελούμενο από τις παραδοσιακές χριστιανικές Εκκλησίες, τις παραδοσιακές θρησκείες και τα συντηρητικά κοινωνικά κινήματα.

Εν κατακλείδι θα ήθελα να μιλήσω για τη σημασία που έχει η ηθική επιλογή της σύγχρονης ανθρωπότητας για το μέλλον του κόσμου. Η επιλογή του ανθρώπου έχει πάντα εσχατολογική προοπτική, γιατί από το αν αυτός πορεύεται στη οδό της ζωής ή του θανάτου εξαρτώνται η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας και το τέλος της.

Από την Αποκάλυψη γνωρίζουμε ότι στο τέλος της ανθρώπινης ιστορίας θα βασιλεύσει ο Αντίχριστος και ότι η εγκαθίδρυση της βασιλείας του θα γίνει εφικτή μόνο επειδή οι άνθρωποι θα προτιμήσουν το κακό από το καλό. Καθένας από μας, όταν επιλέγει το καί, φέρνει πιό κοντά την άφιξη του Αντίχριστου, ενώ , όταν παραμένει πιστός στο καλό, δεν του επιτρέπει να βασιλεύσει. Αναμφισβήτητα, το στεφάνι της ανθρώπινης ιστορίας δεν θα είναι η βασιλεία του Αντίχριστου, αλλά η ένδοξη Παρουσία του Χριστού και η καθολική ανάσταση των νεκρών.

Η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα είναι η εκπλήρωση των ελπίδων όλων, όσων στη ζωή τους προσπάθησαν να κάνουν το καλό και να αποφύγουν το κακό, όσων επέλεγαν το θέλημα του Θεού και δεν έκαναν το θέλημα του διαβόλου, όσων δεν καταχράστηκαν την ελευθερία τους, αλλά τη χρησιμοποίησαν κατά τον προορισμό της, δηλαδή συνεργαζόμενοι με το αγαθό θέλημα του Θεού.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου