Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΕΣ

 

Η ΙΕΡΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ


Α. ΜΕΡΟΣ


του Κων/νου  Γ. Παπαγεωργίου

θεολόγου 




«Ο δε Παράκλητος, το πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» ( Ιωανν. ιδ’, 26).



Η Πατερική Θεολογία, ως «ανάπτυξη πατρώων δογμάτων», είναι έργο του Παρακλήτου. Είναι προέκταση και «αύξηση» της προφητικής και Αποστολικής παραδόσεως. Η Ιερή Παράδοση δεν είναι κάτι που δύναται να σχετικοποιηθεί και να «προσαρμοστει» στο πνεύμα μιας άλλης εποχής, διότι η καταγωγή της ριζώνει στη θεία ζωή. Είναι πρώτιστα μια μορφή ζωής «εν θεώ», την οποία η Εκκλησία συνεχίζει μέσα στο χρόνο, υπο την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος..

Ο π.Γεώργιος Φλορόφσκυ γράφει πως : «ο Χριστιανισμός δεν είναι μία διδασκαλία, που θα μπορούσε κανείς να αποκτήσει μετά μίαν ωρισμένην εξωτερικής φύσεως εκπαίδευσιν, αλλά ζωή, εις την οποίαν πρέπει να μετάσχωμεν ουσιωδώς και είναι δυνατόν να την αποκτήσωμεν μόνον αν πράγματι γεννηθώμεν από την Πηγήν της ζωής».

( Ανατομία Προβλημάτων της Πίστεως, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, σελ. 101 ).

Η Ιερή Παράδοση με την "υπερβατική" καταγωγή της είναι προυπόθεση για την διατήρηση και ανάπτυξη, όχι απλώς κάποιας μορφής ζωής, αλλά της «ανακαινισμένης ζωής». Το γεγονός ότι ο Λόγος προσέλαβε σάρκα και έζησε σε ένα συγκεκριμένο Ιστορικό κοινωνικό περιβάλλον, ομίλησε τη γλώσσα των ανθρώπων, τους οποίους και «συνανεστράφη», μαρτυρεί την είσοδο της θείας ζωής μέσα στον χρόνο. Η είσοδος της θείας ζωής στον χρόνο και την Ιστορία συνεπάγεται και την κλήση για μια νέα ύπαρξη, το πέρασμα σε μια άλλη πραγματικότητα, διά της πίστεως (και της εμπράκτου απαρνήσεως της ποικιλόμορφης αμαρτίας).

Αλλά για να υπάρξη πίστη πρέπει να προηγηθεί το κήρυγμα «άρα η πίστη εξ ακοής, η δε ακοή δια ρήματος Θεού» (Ρωμ. β’, 17). Το προφητικό και αποστολικό κήρυγμα αποτελεί με αυτόν τον τρόπο τη βάση και το θεμέλιο επί του οποίου οικοδομείται η «εν Χριστώ ζωή». Στην «αύξηση» της Ι. παραδόσεως έχουμε συνέργεια του Αγίου Πνεύματος μετά των θείων Πατέρων, των οποίων ο γλωσσικός και φιλοσοφικός εξοπλισμός ουδέποτε αυτονομήθηκε ,ώστε να δημιουργήσει ένα ακόμη Φιλοσοφικό Συστημα,( στο οποίο κατά κάποιο τρόπο να «προσαρμόζεται» η Πίστη).



Η παράδοση των Αγίων Πατέρων συνεπώς δεν είναι συντηρητισμός, με τη σημασία που δίνουμε σήμερα σ’ αυτή τη λέξη, υπο την επίδραση της «Διαφωτιστικής» Δυτικής Λογικής. Διότι η εκδοχή γενικά της παράδοσης ως «συντήρησης» ανάγεται στο πνεύμα του Διαφωτισμού ( Aufklrarung ), o οποίος υπέβαλε σε ριζοσπαστική κριτική όχι μόνο τα δόγματα της Εκκλησίας, αλλά και κάθε πεποίθηση ή «σύστημα πεποιθήσεων», ερχόμενο από το παρελθόν. Η Μέθοδος της συμφωνίας με τον ορθό λόγο ( δηλαδή τον ανθρώπινο λόγο, αποκατεστημένο στην καθαρότητά του ) προσδιόρισε αποφασιστικά τη γέννηση αυτού που ονομάστηκε Νεωτερικότητα και προσδιορίζει μέχρι και σήμερα τις Δυτικές Κοινωνίες.

Η Δύση ( πρώτα με τον Παπικό Δεσποτισμό και έπειτα ) με τον Προτεσταντικό Ορθολογισμό, αποστατώντας από το Πνεύμα των Πατέρων ( τουτέστιν την Ιερά Παράδοση ), προ πολλού αναζητεί αλλού τη «σωτηρία» της. Μαρτυρία αυτού του γεγονότος είναι τα επιφαινόμενα του σύγχρονου Πολιτισμού, τα οποία «πολλαχώς» ήδη έχουν ερμηνευθεί.

Στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Frank Schaeffer «χορεύοντας μόνος» (αναζητώντας την Ορθόδοξη πίστη στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών), ο π. Γεώργιος Καψάνης προλογίζοντας, επισημαίνει πως «ο άνθρωπος στη Δύση είναι ανέστιος. Οικοδόμησε έναν πολιτισμό, που όμως δεν είναι το πατρικό του σπίτι. Με τη φιλοσοφία, την τεχνολογία, την πολιτική και την οικονομία προσπάθησε να αυτοπροσδιοριστεί, να αυτοθεωθεί, όμως δεν έχει ακόμη αναπαυθεί. Ο άνθρωπος στην Δύση δεν έχει κατανοήσει ότι του λείπει η Εκκλησία. Είναι πρόθυμος να θεραπεύσει την ανεστιότητά του καταφεύγοντας σε θρησκευτρικά σχήματα της Ανατολής, στο Ισλάμ, στο Βουδισμό, στον Ινδουισμό, ή καλλιεργώντας τον θρησκευτικό συγκρητισμό. Αλλά μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να επιστρέψει στην πατρική του εστία».

Η Φιλοσοφία της Δύσης, λόγου χάριν, κρινόμενη ορθοδόξως, είναι αποτέλεσμα «αυτοπροσδιορισμού» στην περιοχή της Γνώσεως. Βασική της βεβαιότητα - αφετηρία είναι το «cogito ergo sum» ( σκέπτομαι άρα υπάρχω ) του Descartes. Oπως λέγει ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς , η Φιλοσοφία ως παράδοση διερεύνησης του προβλήματος της γνώσεως, από τον αφελή ρεαλισμό μέχρι τον ακραίο ιδεαλισμό, κινείται μέσα στα όρια του πρώτου σταδίου της γνώσεως ( του «σωματικού» ή «σαρκικού» ), το οποίο περιγράφεται από τον Άγιο Ισαάκ το Σύρο στα ασκητικά του έργα.

Στο στάδιο αυτό ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τίποτε περισσότερο από ό,τι τον περιβάλλει, δεν μπορεί να αναχθεί στα «υπερ αίσθησιν», διότι τούτο γίνεται μόνο με τα φτερά της Πίστεως και τις Μεθόδους Θεογνωσίας, που μας έχουν παραδοθεί από την νηπτική και ασκητική Παράδοση ( την Βιβλική και Πατερική ) : άσκηση, προσευχή, αγώνας κατά των παθών κ.λ.π.



Η γνώση του Θεού για την Ορθόδοξο Παράδοση, συνεπάγεται εγκατάλειψη των φιλοσοφικών και επιστημονικών μεθόδων και ταπεινή απόδοχή των «ενθέων» μεθόδων. Χρειάζεται το Φώς της Θείας Αποκαλύψεως, το Φώς της Ενυπόστατης Σοφίας του Θεού : «επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α’ Κορ. Α’ 21).


Ητοι, ο κόσμος δεν γνώρισε το Θεό μέσω της σοφίας, η οποία φανερωνόταν στα έργα του, ( στη Δημιουργία ), δεν τον γνώρισε επίσης ούτε μέσω της σοφίας η οποία φανερώνεται στον ( έμφυτο ) ηθικό νόμο. Ο Ζων Θεός εμφάνισε τον εαυτό του στους ανθρώπους «πολυμερώς και πολυτρόπως», αλλά είναι και Εκείνος , που κανείς εκ των ανθρώπων, αφού δει το Πρόσωπό του μπορεί να ζήσει. Το πρόσωπο του Θεού θα χρειαστεί να καλυφθεί με την ανθρώπινη σάρκα για να συνομιλήσει με τα πλάσματα του «εν τω Υιώ» και να προσφέρει την χάρη του, ώστε να επιτευχθεί η υιοθεσία μας.

Το πλήρωμα της αλήθειας σχετικά με το Θεό μας έγινε γνωστό μόνο δια της επιφανείας του Λόγου. Συνεπώς μόνο εντός της Εκκλησίας, του Ιστορικού σώματος του Χριστού, προσκτάται και βιούται εμπειρικώς η περί Θεού αλήθεια. Για τους «εκτός» η αλήθεια αυτή ή παραμένει διανοητική διατύπωση, ή συνιστά «μωρία» : «και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει πνεύματος και δυνάμεως». «Ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν» (Α’ Κορ. α’, 23).

«Τα μυστήρια του Θεού», γράφει ο Αγιος Ιγνάτιος Μπιαντσανίνωφ, «που αποκαλύπτονται σε αγράμματους χριστιανούς, πολύ συχνά παραμένουν κρυμμένα για τους μορφωμένους, που περιορίζονται στη μάθηση του «γράμματος» της θεολογίας, λογαριάζοντάς την σαν μία από τις ανθρώπινες επιστήμες. Τέτοιος ακριβώς είναι ο χαρακτήρας της θεολογίας στην ετερόδοξη Δύση, τόσο την παπική όσο και την προτεσταντική». (Αγ. Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Εργα 5, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής , 2014, σελ. 11 ).


Η Θεολογία εξ' άλλου έχει δοξολογικό και ευχαριστιακό χαρακτήρα. Η Αγία Γραφή μας δόθηκε όχι για τη δική μας δόξα, να την «μαθαίνουμε» και να την αναλύουμε εκτός της εμπειρίας της Εκκλησίας, διότι τότε πιθανόν να μετατραπεί σε ψιλή γνώση του «γράμματος», χωρίς επενέργεια στην ψυχή και πιθανόν σε «δαιμόνων θεολογία», όπως μας αποκαλύπτει η ασκητικομυστική εμπειρία των Αγίων ( αφού «δαιμόνων θεολογία η δίχα πράξεως γνώσις» ). 

Στις επιστολές του ο Απ. Παύλος εγγράφει τη θεολογία πρώτιστα σε δοξολογικό και ευχαριστιακό πλαίσιο: «Ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντοτε περί υμών επί τη χάριτι του Θεού τη δοθείση υμίν εν Χριστώ Ιησού, ότι εν παντί επλουτίσθητε εν αυτώ, εν παντί λόγω και πάση γνώσει, καθώς το μαρτύριον του Χριστού εβεβαιώθη εν υμίν, ώστε υμάς μη υστερείσθαι εν μηδενί χαρίσματι απεκδεχομένους την αποκάλυψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α’ Κορ. α’, ).



Στα έργα των θείων Πατέρων υπάρχει επίσης τόνος δοξολογικός. Στοχάζονται στα όρια του Μυστηρίου και όχι «περί του Μυστηρίου»: ο ίδιος ο Λόγος έρχεται πάντοτε, μέσω των Αγίων Πατέρων ( όπως λέγει ο Paul Evdokimov) να υπομνηματίσει τα ίδια του τα λόγια. Και τούτο γίνεται μόνο «εν Αγίω Πνεύματι»: έτσι παράγεται ο πλουτισμός της ορθοδόξου θεολογίας, ο οποίος ταμιεύεται στην Εκκλησία και την κατευθύνει στην «εν χρόνω» πορεία της.

 Η ορθόδοξος θεολογία μπορεί να λέγει «τα καινά καινώς», να αλλάζει το γλωσσικό περίβλημα κατά τις Ιστορικο- κοινωνικές συνθήκες και συμβάσεις, δεν δύναται όμως να αλλάζει τον πυρήνα της πίστεως, τις αποκεκαλυμμένες αλήθειες, που συνιστούν διδαχή Αγίου Πνεύματος, διότι τότε μεταπίπτει σε «άλλο Ευαγγέλιο», ανθρωπίνης επινοήσεως.

« ημίν δε ο θεός απεκάλυψε διά του Πνεύματος αυτού` το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά , και τα βάθη του θεού……. ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του θεού χαρισθέντα ημίν` α και λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις , αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου, πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες.» (Α κορ. Β’ 10-13 ). Ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς γράφει πως «μπροστά στο ανθρώπινο πνεύμα που φιλοσοφεί πάνω στο πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως ορθώνεται η μεγάλη αλήθεια του θαυμαστού Προσώπου του Θεανθρώπου….προς Αυτόν ρέπει μυστικά … και το ίδιο το πρόβλημα της γνώσεως , που είναι ουσιώδες μέρος του προβλήματος της προσωπικότητας» ( π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 15 ).


Κατά ταύτα η γνώσις του Θεού δεν επιτυγχάνεται με επαγωγικούς συλλογισμούς , στα μέτρα της ανθρώπινης σοφίας, διότι ο Θεός υπερέχει αυτής της γνώσεως, μη ταυτιζόμενος με κανένα σχήμα ή αναλογία «νοητικής» κατασκευής. Είναι Ακτιστος και άγνωστος ως προς τη «ουσία» Του, όπως μας εξηγούν οι Αγιοι Πατέρες,. Χρειάζεται, όμως να έχουμε επίγνωση της Μεθόδου, που μεταχειρίστηκαν, χωρίς να υποπέσουν στο σφάλμα της λογικοποιήσεως των διδαχών του Αγίου Πνεύματος, όπως έκανε η Δυτική θεολογία. Η θεολογία αυτή, με πρωτεργάτη τον Ιερό Αυγουστίνο, οδήγησε στην σκέψη ότι μπορεί να γίνει γνωστή σε μας η Ουσία του Δημιουργού-θεού με τη χρήση φιλοσοφικών μεθόδων


Ομόφωνα όμως, όλοι οι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, βεβαιώνουν πως υπάρχει μια γνώση του θεού η οποία υπερβαίνει τη συλλογιστική μέθοδο και όλη την υπόλοιπη διαλεκτική, που θέλει να υποβιβάσει το θεανθρώπινο Μυστήριο στα όρια της λογικής κατανόησης, κάνοντάς το «αντικείμενο» έρευνας – ( «ου γαρ φέρει το μυστήριον έρευναν, πίστει μόνη τούτο πάντες δοξάζομεν» ). Ολες οι αρχαίες αιρέσεις εδώ έχουν την καταγωγή τους - στην εκλογίκευση του Μυστηρίου. Αλλά και ο σύγχρονος Αρειανισμός ( κατά τον π. Ιουστίνο Πόποβιτς ) της Δύσης, εδώ ακριβώς έχει την καταγωγή του, διότι αφορμάται από ένα Ανθρωπισμό, που έχει θέσει ως κριτήριο της αληθείας τον άνθρωπο και τον Ορθό Λόγο του ( ως «μέτρον πάντων πραγμάτων» ) :

Η κουλτούρα της Δύσης, από την άλλη πλευρά, με τα αναρίθμητα είδωλά της , τους θρησκευτικούς ή αθεΪστικούς χιλιασμούς της , τα κοινωνικά της προγράμματα, τις επαναστάσεις της, τους μηδενισμούς της κ.λ.π. είναι εν πολλοίς κουλτούρα παραγόμενη από την «εκσάρκωση» του Θεανθρώπου, μέσα από μια πορεία διαδοχικών πτώσεων, τις οποίες ετοίμασαν οι ίδιοι οι θεολόγοι : πρώτα αυτοί του Παπισμού και στη συνέχεια αυτοί του Προτεσταντισμού. 

Η κουλτούρα αυτή είναι «εισαγόμενη» στην Ελλάδα, αφού δεν αναπτύχθηκε οργανικά μέσα από την πολιτισμική της σάρκα. Ωστόσο την επιρρεάζει βαθειά, διαχεόμενη σε όλες τις εκφάνσεις του βίου της, κατακτώντας ακόμη και τα μύχια της καρδιάς του Νεοέλληνα.


Για όλα αυτά υπάρχει πλούσια και περιεκτική βιβλιογραφία, αφού ο Πολιτισμός της Δύσης έχει γίνει αντικείμενο λεπτομερών αναλύσεων , τις οποίες εδώ προϋποθέτουμε, αλλά από μία σκοπιά ξεχωριστή : αυτήν των ιδιότυπων θεολογικών «αντιλήψεων», που στην απόκλισή τους από το πνεύμα των Πατέρων της Αρχαίας Εκκλησίας θεμελίωσαν έναν Μεσαιωνικό Χριστιανισμό, που κατέστη εκτός από πηγή πολιτισμικών αξιών και πηγή πολλών περιπετειών για τη θεολογία. Αυτές μάλιστα οι περιπέτειες δεν έχουν ακόμα τελειώσει, διότι κάποιο αλάνθαστο ένστικτο κρατάει τους Δυτικούς σε συνεχή παραγωγή «θεολογιών», για να αναπληρώσουν ίσως το «έλλειμμα αληθείας» το οποίο βαρύνει ανεπιγνώστως τις οποιεσδήποτε ορθολογιστικές τους κατασκευές. ( και εδώ αναφέρονται οι δυτικοί σαν «πολιτισμικό παράδειγμα» , και όχι ως οι άνθρωποι που κατοικούν σε ορισμένο μέρος του πλανήτη μας.)


Οι λογικοκρατούμενες θεολογίες ανάγονται στον πρώιμο Μεσαίωνα, όταν ακριβώς οι Χριστιανοί σε Ανατολή και Δύση διερωτώνται για την αξία της Εθνικής Σοφίας και την αποδοχή της χρησιμότητάς της στην ανάδειξη του Μυστηρίου του Ζώντος Θεού. Τότε ακριβώς εμφανίζεται η επιβλητική μορφή του Ιερού Αυγουστίνου.


   





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου