Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

       

  Η  ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 

   ΣΤΟ ΣΥΓΧΟΝΟ ΚΟΣΜΟ



« Ολαι αι προσπάθειαι προς δημιουργίαν μιας νέας ζωής, είτε εις τον ιστορικόν Χριστιανισμόν είτε διά μέσου των κοινωνικών επαναστάσεων, διά της ιδρύσεως αιρέσεων κ.λ.π. ωδήγησαν εις την αντικειμενοποίησιν , κατέληξαν διά της προσαρμογής εις την συνήθη καθημερινήν ζωήν, εις την επαναφοράν του παλαιού υπό νέας μορφάς, δηλαδή εις την ανισότητα, εις την αγάπην της εξουσίας , την πολυτέλειαν , εις την ασυνενοησίαν και διαφορογνωμίαν.


Η ζωή εις τον αιώνα μας είναι μόνον δοκιμασία και οδός, δοκιμασία όμως , η οποία έχει έν νόημα και μίαν οδόν , η οποία οδηγεί εις την τελειότητα. Η πορεία του κόσμου έχει ένα τραγικό χαρακτήρα , δεν βαδίζει συνεχώς προς τα πρόσω. τα κακά αποτελέσματα της πορείας ταύτης θα ηδύναντο να επισωρευθούν , να απορριφθούν εις το μηδέν , εις το μη όν.


Οι άνθρωποι όμως ως ζώντα όντα δεν είναι δυνατόν να έχουν την ιδίαν μοίραν. Το μόνον πράγμα , εις το οποίον ωφελεί η ποινή του θανάτου , είναι η υφ’ ενός αισθήματος ικανοποιήσεως συνοδευμένη σταθερά άμυνα της ποινής ταύτης.


Η υψίστη ηθική και θρησκευτική αλήθεια , δι’ ης πρέπει να διαπεράται και να διακατέχεται ο άνθρωπος , είναι ότι η ατομική σωτηρία είναι αδύνατος. Η σωτηρία μου προϋποθέτει την σωτηρίαν του άλλου, του πλησίον μου, την παγκόσμιον σωτηρίαν, την σωτηρίαν ολοκλήρου του κόσμου και την μεταμόρφωσιν αυτού... « δημιουργώ αδιαλείπτως το νέον» , και δεν δημιουργεί μόνον ο Θεός αλλά και ο άνθρωπος «...


(Νικολάου Μπερδιάεφ, θείον και ανθρώπινον, εκδ. «Πουρναρά», θεσσαλονικη 1982 , σελ. 279 )



Η διάσταση του μέλλοντος είναι βασική βιβλική κατηγορία. Για όσους δέχονται το Χριστό-Μεσσία, ως τον απεσταλμένο του θεού, με σκοπό τη λύτρωση, η εσχατολογία έχει ήδη “εγκαινιασθεί”. Ο θεός είναι “ ο ών και ο ήν και ο ερχόμενος ”, “ίνα κρίνη τον κόσμον”. Η εκκλησία συνεπώς πορεύεται με την πίστη στον ερχόμενο αιώνα, ενώ παράλληλα ευλογεί την Βασιλεία “του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”, ως άμεσα παρούσα στην ευχαριστιακή της σύναξη.


Ο αγρός ωστόσο της εκκλησίας γέμει από ζιζάνια ,τα οποία συναυξάνονται μαζί με τον σίτο, μέχρι να γίνει το τελικό ξεκαθάρισμα από τον ίδιο τον Κύριο. Ο Πατέρας έδωσε όλη την κρίση στον Υιό ,“ δι' ού τα πάντα εγένετο ”. Κατά ταύτα τα όρια της «καινής κτίσεως» είναι γνωστά μόνο στο Δημιουργό, που εποπτεύει όλους τους αιώνες, ως Κύριος των κόσμων. Η αγαθότης του Θεού βρίσκεται παντού, ακόμα και στην κόλαση λέγουν οι Αγιο Πατέρες.


Το μυστήριο της σωτηρίας , συνεπώς, ενεργείται ανάμεσα στη Θεία θέληση που αποβλέπει στην είσοδο όλων στο «τραπέζι της Βασιλείας» και στην ελευθερία των ανθρώπων να αποδεχθούν την πρόσκλησή Του. Εμείς, ως πεπερασμένα όντα, αφήνοντας κατά μέρος αυτή τη γνώση ( των ορίων δηλ. της «καινής κτίσεως»), οφείλουμε να προχωρούμε την οδό των αποκαλυφθέντων στο πρόσωπο του Χριστού αληθειών, εγκαταλείποντας αποφασιστικά την «αχαλίνωτη θεωρία» (Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής), που υπάγεται στο πνεύμα της περιέργειας και ματαιοδοξίας μας.


1. ΑΠΟ ΤΟΝ “ΚΟΣΜΟ” ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


Ο π. Alexander Schmemann λέει κάπου πως την εκκλησία δεν πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως κάτι το “εξωτερικό” ως προς εμάς , λ.χ. ως ένα”απαρτισμένο όλον” στο οποίο «προστίθενται» στη συνέχεια ο κόσμος και ο άνθρωπος, κατά τρόπο μηχανικό. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως προσωπική οντότητα, ως έλλογος δημιουργία , μόνο όταν δείχνει εσωτερική στροφή προς το θεό και αποκαθίσταται στην αυθεντική του φύση , γνωρίζει τον αληθινό του προορισμό, τον ορισμένο ήδη από τον Δημιουργό του, γιγνόμενος εκκλησία .


Συνεπώς, όταν λέμε ότι «εισερχόμεθα εις την εκκλησία», εννοούμε ότι αρχίζουμε να στρεφόμεθα «εν μετανοία» προς το Θεό και δια της στροφής αυτής εγκαταλείπουμε τα έργα της κακίας, τα οποία συνιστούν διαστρέβλωση της δημιουργίας και συσκότιση του ανθρωπίνου προορισμού.


Εκκλησία , κατά ταύτα, είμαστε όλοι οι άνθρωποι στο μέτρο όμως της αναγεννήσεώς μας και της μεταμορφώσεώς μας σε «καινή κτίση», οπότε κοινωνούμε του Θεού και μεταξύ μας «εν αγάπη». Η ΟΔΟΣ των εντολών μας εισάγει στην νέα κοινωνία της αγάπης , κοινωνία θεανρώπινη. Διότι ο κόσμος και ο άνθρωπος, στην «έκπτωτη» κατάστασή τους δεν είναι ακόμη εκκλησία. Καλούνται να γίνουν εκκλησία δια της συνδέσεώς τους με τον Ζώντα Θεό και πραγματώσεως του προορισμού τους.


Εαν εκκινήσουμε από αυτήν την θεμελιακή όψη του τι εννοούμε λέγοντας “εισερχόμεθα στην εκκλησία” δεν απομένει παρά να προχωρήσουμε στη σκέψη ότι η Ιστορία της Εκκλησίας, (αρχής γενομένης κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, της «γενεθλίου ημέρας») είναι “ανεπίστροφη”, καθώς η κάθε χριστιανική γενεά αφομοιώνει και ζει την αποστολική παράδοση «εν μέσω» συγκεκριμένων ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, που θα τις θεωρήσουμε ως “πεδίο ιεραποστολής”


Η πρόσκληση σε ένα καινούργιο τρόπο ζωής δεν γίνεται στο κενό. Προϋποθέτει συγκεκριμμένα άτομα και συγκεκριμμένες συνθήκες, εντός των οποίων αναπτύσσετααι η ζωή τους.


Στην πορεία αυτή του ιερασποστολικού έργου, η Μία και Ενιαία παράδοση, «διαθλάται» στις εκάστοτε Ιστορικές συνθήκες, καταρτίζοντας έτσι τους ανθρώπους, ώστε να αποτελούν «καινήν κτίσιν», οικοιοποιούμενοι το Απολυτρωτικό έργο του Κυρίου. Τα καινά μπορούν να λέγονται και με καινό τρόπο. Κλασσικό πράδειγμα η αφομοίωση του ελληνικού πολιτισμού από τους Πατέρες της εκκλησίας. Στη σύγχονη “μεταχριστιανική κοινωνία” επίσης οφείλει να γίνεται το ίδιο, χωρίς όμως να κενούται το ευαγγέλιο.


Άς μην ξεχνάμε εδώ ότι το ίδιο το γεγονός της Θείας Οικονομίας, συνετελέσθη δια της εισόδου της Θείας Ζωής στο χρόνο και της εκφράσεως της Αποκαλύψεως σε ορισμένη γλώσσα, συνήθειες και έθιμα και σε ορισμένο πολιτισμικό περιβάλλον, όπως το είχαν διαμορφώσει οι εβραϊκές παραδόσεις.


Την εποχή της Κ. Διαθήκης ο εβραϊσμός βρισκόταν σε παρακμή , υπήρχαν φατρίες , παραδόσεις “κατά το πνεύμα των ανθρώπων” και όχι κατά θεόν και στρεβλώσεις του θείου Νόμου , που έσυραν σε υποκρισία και πλαστή θρησκευτικότητα. Υπήρχε όμως το “λείμμα” , το οποίο πάντοτε διατηρεί τις δυνάμεις ανανέωσης , για κάποιο καινούργιο πνευματικό ξεκίνημα.


Υπάρχουν συνεπώς και περίοδοι παρακμής στην πορεία της εκκλησίας, περίοδοι όπου «σβύνεται το Πνεύμα», δια του συσχηματισμού με νοοτροπίες του κόσμου και παραδόσεις ανθρώπων, που εγκαινιάζουν άλλους τρόπους ζωής. 


Υπάρχουν όμως και περίοδοι αναμορφώσεων, αφυπνίσεων και απαιτήσεων γνησιότητας και πιστότητος στο πνεύμα της παραδόσεως, που δείχνουν την διαμέσου των αιώνων επίμονη αναζήτηση της Χριστ. τελειότητας.


Το ζήτημα της σωτηρίας και του σύγχρονου ανθρώπου, κατά ταύτα « συναρτάται » με το πολιτισμικό περιβάλλον, που τον διαμορφώνει. Αυτό δεν είναι άλλο από το περιβάλλον της εκκοσμικεύσεως, το οποίο επεκτείνεται καταλυτικά προς όλες τις κατευθύνσεις στην εποχή μας. 

Ιεραποστολικό έργο επομένως είναι τώρα η υπόδειξη των αστοχιών της εκκοσμικεύσεως δια της προσφοράς των δυναμικών εκείνων στοιχείων της παραδόσεως, που καταφάσκουν τον κόσμο , στην υπηρεσία όμως ενός υψηλότερου προορισμού.


Γιατί δεν μπορούμε σήμερα να επιστρέψουμε (όπως λέγει ο π. Alexander Schmemann) σ’ εκείνη την ιδιαίτερη χάρη της εκκλησίας στην αρχαιότητα, όπου οι Χριστιανοί λ.χ. «είχαν άπαντα κοινά» και στο φρόνημά τους ακόμη διακρίνοντο από «ένα νου και μια καρδιά». Διότι η σύγχρονη κατάσταση «διαλύει» ήσυχα την πίστη, παρά της ανατίθεται. Οι χριστιανοί βέβαια οφείλουν να έχουν οξυμμένα πνευματικά αισθητήρια και να διακρίνουν τις καινούργιες πλάνες της ανθρωπότητος, κρατώντας σταθερά την εσχατολογική τους βεβαιότητα. Δεν θα πρέπει ασφαλώς να επιδιώκουν μία άνετη εγκατάσταση στον αιώνα τούτο, μέσα σε ένα «κοσμικό γίγνεσθαι», το οποίο αντιμάχεται τις αιώνιες αλήθειες του ευαγγελίου.


Όμως θα πρέπει να ζουν με συνέπεια το ευαγγελικό μήνυμα, υιοθετώντας μία τακτική της «έσωτεικευμένης» ερήμου και ενεργοποιώντας τη δύναμη της προσευχής στην καθημερινότητά τους. Έτσι θα αποτελούν «μαρτυρία» εν μέσω εκκοσμικευμένου ήθους, μαρτυρία ζωής αυθεντικής, ζωής που δεν αρέσκεσαι μόνον στην αναζήτηση του άρτου (η οικονομία λχ. σήμερα έχει γίνει το νέο «όπιον του λαού», κρατώντας τους ανθρώπους στο διαρκές άγχος της επιβίωσης), αλλά και του νοήματος και της ομορφιάς.



2. ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΦΡΟΝΗΜΑ


Είναι αλήθεια ότι ο σύγχρονος άνθρωπος (όπως άλλωστε και οι άνθρωποι άλλων εποχών) επιθυμεί ένα χριστιανισμό στα μέτρα του. Αυτό φαίνεται και από τις κατά καιρούς δηλώσεις, ανθρώπων, που αρνούνται τον «εκκλησιαστικό χριστιανισμό» (ή αλλοιώς την «οργανωμένη θρησκεία»), πιστεύουν όμως, στο Θεό, «με το δικό τους τρόπο».


Η δήλωση αυτή μπορεί να εκκληφθεί ως «νόμιμη», στο μέτρο που υπονοεί την πνευματική στειρότητα αλλά και τα αδιέξοδα ενός ιερατείου, που έχει υπαλληλική νοοτροπία και αδυνατεί να φανερώσει πνευματική πατρότητα. Δεν είναι νόμιμη όμως η επιζήτηση ενός «μη – εκκλησιαστικού Χριστιανισμού», όταν αντανακλά την επιθυμία μη – δέσμευσης σε εντολές του Θεού αλλά «θρησκοποιημένη πίστη», επιλεγμένη ειδικά για να εξυπηρετεί ορισμένο τρόπο ζωής.


Διότι η ανύψωση του ανθρώπου στα μέτρα των ευαγγελικών αρετών απαιτεί θυσίες του Εγώ και απαλλαγή από ιδιοτέλειες , που νοθεύουν το ήθος. Η πίστη είναι «έμπρακτος βίωση» των θειών πραγματικοτήτων και όχι αφηρημένη θεωρία, (της οποίας την αλήθεια μπορεί να αναγνωρίσει λ.χ. και κάποιος, που έχει επιλέξει να ζει τρόπους ζωής «δικής του εμπνεύσεως»).


Το βασίλειο του Θεού και το βασίλειο του κόσμου εξ’ άλλου δεν μπορούν να ταυτιστούν, αφού πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι που ανθίστανται στην κλήση της σωτηρίας. Μόνον εσχατολογικά, όταν ο Χριστός θα γίνει «τη πάντα εν πάσι» και θα ανακεφαλαιώση τη Δημιουργία (κατά την επλίδα των Χριστιανών), τότε θα παύση οριστικά η αντινομία που τώρα διαπιστώνεται στις σχέσεις εκκλησίας και κόσμου.

Το «Βασίλειο το Καίσαρος» , μην ξεχνάμε, ήταν εχθρικό προς τους χριστιανούς, αφού αυτοί ανθίσταντο στο ειδωλολατρικό κράτος και δεν του προσέφεραν θυσίες. Αργότερα όμως, η εκκλησία βρέθηκε αντιμέτωπη ( κυρίως στον Δυτικό Μεσαίωνα ) με τον πειρασμό να εγκατασταθεί στον παρόντα αιώνα, να συμβιβαστεί με κοσμικές τακτικές και να «κενώση» τον λόγο του Σταυρού, παρουσιαζόμενη να έχει ένα ανώφελο Μονοπώλιο εξουσίας. Αυτό συνέβη κυρίως με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, αφού η ορθόδοξη εκκλησία υπέκυψε σε άλλους πειρασμούς λ.χ. στους εθνικισμούς της μετα-αυτοκρατορικής εποχής. ( οπότε χρειάζεται να βρει σταδιακά την γνήσια ταυτότητά της, υπερβαίνοντας τα δικά της «είδωλα» )


Η πολιτεία της ερήμου δείχνει αντίσταση στο συμβιβασμό της εκκλησίας, αλλά και επιδίωξη γνήσιας ευαγγελικής ζωής σε έναν άλλο χώρο «εξόδου» από την αμαρτία. 

Αλλά με την πάροδο του χρόνου, η ίδια αυτή ηρωική έξοδος, έγινε ένα είδος φυγής μπροστά στην Ιστορία (όπως εξηγεί ο π. Γεώργιος Florofsky), οδηγώντας στη δημιουργία ενός «πνευματικού ευδαιμονισμού», μιά σέκτας αποχωρισμένης από τα καθημερινά προβλήματα και αδιάφορης για τον «δαιμονοποιημένο» κόσμο.




3. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ;


Για την εποχή μας, τώρα, και εν όψει των νέων συνθηκών, εντός των οποίων καλείται «να ζήσει» η εκκλησία, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε τις προθέσεις του Νεοτερικού κράτους και τις πρακτικές που αυτό ακολουθεί (ως ρυθμιστής των κοινωνικών σχέσεων και δυνάμεων). 


 Σ’ αυτό το κράτος, το διαμορφωμένο υπό την επίδραση της φιλοσοφικής παράδοσης των Νέων χρόνων, η εκκλησία (στη Δύση αρχικά), έχει χάσει την προνομιακή της θέση, η οποία της παρείχε (κατά την Μεσαιωνική περίοδο λ.χ.) τη «βοήθεια του Ξίφους» για να επιβάλλει τις αρχές τις, μέσα στους ποικίλους χώρους της κοινωνίας.


Μέσα στο νέο καθεστώς (το οποίο επεκτείνεται σταδιακά παντού, αφού επιζητείται ο χωρισμός εκκλησίας – κράτους, ακόμα και εκεί που παραδοσιακά υφίσταται ακόμη ), γίνεται λόγος για «κατάσταση διασποράς», την οποία οφείλει η εκκλησία να αποδεχθεί και να αντιμετωπίσει.


Τα προβλήματα που δημιουργούνται αφορούν την ποιμαντική και ιεραποστολική δράση και θεολόγοι της Δύσης (π.χ. Karl Rahner) προσπάθησαν να δώσουν λύσεις, ώστε να είναι εφικτή η «χριστιανική μαρτυρία» εντός ενός κόσμου πολυδιασπασμένου και πλουραλιστικού ως προς τα κοσμοείδωλά του . 

Ο Karl Rahner ισχυρίζεται, πως στο νέο περιβάλλον όπου είναι υποχρεωμένη να ζει η εκκλησία, δεν μπορεί πλέον να θριαμβολογεί ή να χρησιμοποιεί μια γιγαντιαία στράτευση του κλήρου, για να επιτύχει την εξωτερική επιβολή της (και εδώ πράγματι ο Παπισμός «εισπράττει» τις αμαρτίες του Μεσαιωνικού του παρελθόντος).


Θα πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός της «διασποράς» και να βρει νέους τρόπους ποιμαντικής , όπου φωτισμένοι άνθρωποι (εδώ ο Ράνερ εισηγείται τη δράση του λαϊκού στοιχείου), ζώντας εν μέσω αθεότητος θα συναντούν τους άλλους, στη θέση ακριβώς που βρίσκονται, μεταδίδοντάς του το λόγο της αλήθειας, χωρίς να ασκούν «Ιεραποστολικό Ιμπεριαλισμό».

Αυτή η πρόταση ενδιαφέρει άμεσα και την ορθόδοξη εκκλησία, αφού οι συνθήκες εκκοσμικεύσεως έχουν επεκταθεί παντού και είναι «απαγορευτικές» για μια οργανωμένη επέκταση του ευαγγελίου.


Θα πρέπει να συμμεριστούμε γνώμες, όπως αυτή του Clement Olivier, που έχει γράψει (Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ εκδ. ΣΥΝΟΡΟ, 1973) για μια εκκλησία «υπόγεια και προφητική», που θα έχει αποστολή της να ικανοποιήσει τη πνευματική δίψα του σύγχρονου ανθρώπου και την αναζήτηση νοήματος στη Ζωή.


Καλό είναι μάλιστα να παραιτηθεί η εκκλησία από την ιδεολογικοποίηση του Χριστιανισμού και να δώσει τη μαρτυρία της στο χώρο της καρδιάς και όχι τον νου, να είναι η μαρτυρία της Ζωής, που θα μάθει τους σύγχρονους ανθρώπους για την αλήθεια του Θεού όχι με την πειστικότητα των επιχειρημάτων των λογικοκρατούμενων θεολογιών, αλλά ME THN ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ βίωση του ευαγγελίου.


Οφείλει κατά ταύτα να αφομοιωθεί η Πατερική Παράδοση, που θα επιτρέψει την αφύπνιση «εσωτερικής Ιεραποστολής» στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων και με πνεύμα σύνεσης και διάκρισης. 

Γιατί ενώ τώρα δεν υπάρχουν λ.χ. οι διωγμοί της αρχαίας περιόδου, υπάρχει όμως το πνεύμα της Νεοτερικότητας, το οποίο επιχειρεί να απορροφήσει την πίστη και με τον τρόπο αυτό να «συρρικνώσει» η ακόμα και να αφανίσει τη «Χριστιανική συνείδηση» από όλους τους χώρους του κοινωνικού γίγνεσθαι.


Έτσι οι άνθρωποι της πίστεως (είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί) οφείλουν να συντηρούν τη φλόγα της ευαγγελικής ζωής, χωρίς να μπαίνουν σε «ιδεολογικές αντιπαραθέσεις» και μάχες με τους συνανθρώπους τους, αλλά μόνο με τα όπλα του πνεύματος, το παράδειγμα, την αντίσταση σε σύγχρονες μορφές κακού και την προσωπική τους μαρτυρία στους χώρους όπου ζουν και εργάζονται.


Ακόμη οι χριστιανικές κοινότητες, χρειάζεται να αναπτύσσουν πνεύμα αγάπης και κατανόησης προς τον σύγχρονο ταραγμένο και συγκεχυμένο άνθρωπο, να του εμπνέουν εμπιστοσύνη και να είναι πρόθυμες σε συμπαράσταση, εκεί όπου χρειάζεται, με τρόπο αφιλοκερδή.


Αυτή η προφητική και φιλική προς τον άνθρωπο διάσταση της εκκλησίας, μπορεί να δώσει στο σύγχρονο κόσμο τον πνευματικό του προσανατολισμό και να τον ενθαρρύνει μέσα στις υπάρχουσες αντιξοότητες, όπου το κακό έχει πάρει νέες μορφές και ίσως κιόλας να υμνείται ως «επιτυχία» στη ζωή.


Στην εποχή των «ψεύτικων θρησκειών», η ορθοδοξία με τον οικουμενικό λόγο των πατέρων της και πιστή στο πνεύμα του Κυρίου της, μπορεί να δώσει στον άνθρωπο ό,τι του χρειάζεται για να ζήσει στο ύψος των θείων επιταγών και να αντισταθεί νικηφόρα στην επέλαση των Αντιχρίστων Δυνάμεων .



4. ΟΙ ΑΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ


Tο μεγαλύτερο εμπόδιο για την πραγμάτωση της Νέας Πολιτείας των ανακαινισμένων ανθρώπων είναι η ηθική κατάσταση των ιδίων των χριστιανών. Πολλοί υπερτονίζουν τις παραλείψεις ή τα σφάλματα των Χριστιανών, στα προσωπα των οποίων βλέπουν αδυναμία εκπληρώσεως του ευαγγελικού ήθους.

Σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα θα έφτανε κανείς κρίνοντας την αξία του Χριστιανισμού με μέτρο την "επιτυχία" του μέσα στην Ιστορία, αντιπαραβάλοντας μάλιστα την ευαγγελική Ηθική με άλλα εφαρμοσμένα συστήματα, ευπροσάρμοστα στην ανθρώπινη φύση. «Στον αιώνα μας της ασθενούς πίστεως» γράφει ο Ν. Berdiaeff ( Η αξία του Χριστιανισμού και η απαξία των χριστιανών, σελ. 16 ) «ο καθένας κρίνει το χριστιανισμό από τη συμπεριφορά των χριστιανών, παλαιότερα η χρ. πίστη κρινόταν από την αιώνια αλήθεια της, τις διδασκαλίας και τις επιταγές της».

«Αν πράγματι οι οπαδοί των άλλων θρησκειών είναι συνεπέστεροι με την πίστη τους και εάν εφαρμόζουν ακριβέστερα τις αρχές τους, απ’ ότι οι Χριστιανοί, αυτό συμβαίνει γιατί οι διδασκαλίες αυτών των θρησκειών έχουν προσαρμοστεί στα ανθρώπινα μέτρα τους, σε αντίθεση με Χριστιανική αλήθεια, που παρέμεινε στην υπερβατικότητα και το ύψος της» (σελ. 18).


«Οι άνθρωποι της εποχής μας, που έχουν απομακρυνθεί από το χριστιανισμό», συμπεραίνει το Berdiaeff, «δηλώνουν ευχαρίστως ότι η χριστιανική εκκλησία πρέπει να αποτελείται από ανθρώπους τελείους, αγίους, και την κατηγορούν ότι φιλοξενεί στους κόλπους της τόσους αμαρτωλούς, ψυχές ατελείς, ψευδοχριστιανούς. Είναι το συνηθισμένο επιχείρημα εναντίον του Χριστιανισμού. Αλλά έτσι παραγνωρίζεται η φύση της εκκλησίας, παραβλέπεται η ουσία της.


Η εκκλησία υπάρχει πρώτα απ’ όλα για τους αμαρτωλούς, τους ατελείς, τους πεπλανημένους. Κατεβαίνει στον κόσμο και ενεργεί σε περιβάλλοντα, που κατακλύζονται από την αμαρτία.

Η Εκκλησία είναι μεν ουράνια και αιώνια από τη φύση της, αλλά ενεργεί στον κόσμο και στα χρόνο…


Οφείλει πρώτα απ’ όλα, να βοηθήσει αυτό τον κόσμο, να τον σώσει, να τον οδηγήσει στην αιώνια Ζωή, να τον ανεβάσει μέχρι τους ουρανούς. Η ουσία του χριστιανισμού έγκειται στην ένωση της αιωνιότητας και του χρόνου, των ουρανών και της γης, του θείου και του ανθρωπίνου, και όχι στο διαχωρισμό τους. Το ανθρώπινο, το πεπερασμένο δεν πρέπει να αποδοκιμαστεί, να απορριφθεί, αλλά να φωτιστεί και να μεταμορφωθεί». (όπ.αν. σελ. 57,58).


Αυτή είναι και η αποστολή της εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, ο οποίος έστω και ασυνείδητα αναζητεί τη χαμένη του ενότητα, γι’ αυτό και ποθεί να επιτύχει την ολοκλήρωση μέσα από ποικίλους άλλους δρόμους, που του υπαγορεύει η ενδοκοσμικότητα.


Χρειάζεται προπάντων ο σύγχρονος άνθρωπος να επανατοποθετήσει τον εαυτό του στην σφαίρα του Θεού και να δει τη λύση των επιγείων προβλήματων του sub specie αeternitatis (υπό το φως της αιωνιότητας), οπότε το κάθε τι αποκτά τη βαρύτητά του ( ή τη σχετικότητά του, ως επιτυχία η αποτυχία ) αφού η ζωή αξιολογείται στο φως του λόγου , που έρχεται άνωθεν προς ενίσχυσή της . «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».


Ακριβώς αυτή η θεανθρώπινη φύση της καινής πολιτείας (της εκκλησίας δηλαδή) είναι, που αποτελεί και την μοναδική ελπίδα της ανθρωπότητας, για το πέρασμα στην διάσταση εκείνη της όντως ζωής, για την οποία και έχει προορισθεί σύνολη η Δημιουργία.


 απο΄:  Κων/νο Γ. Παπαγεωργίου

            θεολόγο




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου