Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ -Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

 



ΟΜΑΔΑ Β'  ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ : ΚΟΣΜΟΣ


Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ



Η πληρότητα της Ζωής και υπάρξεως είναι ο εν Τριάδι Θεός, ως αγάπη. Για το λόγο αυτό δημιούργησε τον κόσμο, ούτως ώστε να μετάσχουν όλα τα όντα στην ένθεο Ζωή και μέσω αυτών να φανερώνεται και να δοξάζεται ο Ίδιος. Ο άνθρωπος συναντάει το Δημιουργό εντός του κόσμου, κυρίως όμως τον συναντάει στο εσώτατο βάθος της καρδιάς του. Κατϳ αυτόν τον τρόπο, ο Δημιουργός του Σύμπαντος και του ανθρώπου αποκαλύπτεται «εν ταις καρδίαις ημών». Είναι ο Θεός «ο ειπών εκ σκότους φώς λάμψαι» (Β’ Κυρ. 4,6). Γι’ αυτό το λόγο η αλήθεια για την κτιστή φύση είναι αδιαχώριστη από την θεογνωσία.

Η θεογνωσία κατά ταύτα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την μέθοδο της σταδιακής αποδέσμευσης από το μετα-πτωτικό φαινόμενο του «σκοτασμού του νοός». Θα χρειαστεί το φώς της προσωπικής αποκαλύψεως του Θεού, ώστε ο άνθρωπος να αρχίσει να αντιλαμβάνεται, πως ότι βλέπει γύρω του δεν είναι παρά ίχνη- αποτυπώματα του Τεχνουργού Θείου Λόγου, ο οποίος φανερούται ασάρκως στην εποχή της Π.Διαθήκης και περιπατεί «εν σαρκί», «επ’ εσχάτων των χρόνων», δείχνοντας την κυριαρχία του επί της φύσεως.

Η κοσμογνωσία δεν αποτελεί κατά ταύτα το επιστέγασμα των επαγωγικών συλλογισμών του ανθρώπου προς πλήρη κατανόηση του φυσικού κόσμου και των λειτουργιών του. Κατά την ορθόδοξο διδασκαλία χρειάζεται μια «εν Χριστώ Λόγω» θέαση της Δημιουργίας , που απαιτεί προκαταβολικά την πνευματική καθαρότητα. Οι Πατέρες τονίζουν πως από μόνοι μας, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ουσία ούτε του πιο μικρού χορταριού. (Γρ. Νύσσης, Κατά Ευνομίου P.G.45). Ο Αγιοι στα όρια της ένωσής τους με το Θεό, δέχονται την τέλεια γνώση των κτισμάτων (Clement Olivier, η θεολογία μετά το θάνατο του Θεού, σελ. 116).


Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής γράφει: «Όπως ο ήλιος, που ανατέλλει και φωτίζει το σύμπαν, φανερώνεται ο ίδιος και ταυτόχρονα φανερώνει τα πράγματα που φωτίζει, έτσι και ο ήλιος της δικαιοσύνης όταν ανατέλλει για το εξαγνισμένο πνεύμα, φανερώνει τον εαυτό του και ταυτόχρονα φανερώνει τους λόγους των πραγμάτων, που είναι δικά του ποιήματα…» (Αγ.Μάξιμος ο ομολογητής, περί διαφόρων αποριών, P.G. 91 )

Ο Μέγας Βασίλειος, αρχίζοντας την εξαήμερό του, μας εισάγει ευθύς εξαρχής στο αληθές πλαίσιο της κοσμο-γνωσίας, εξιστορώντας όχι το τι λέει η Γένεση , αλλά το ποιος είναι εκείνος που την έγραψε. Εξυφαίνεται έτσι η αρετή του προφήτου Μωϋσέως, ο οποίος είχε το μέγα προνόμιο (κατά Ιω. τον Χρυσόστομο), να αφηγηθεί όχι εκείνα που συμβαίνουν στην εποχή του, ή εκείνα που θα συμβούν στο μέλλον, αλλά εκείνα που διαδραματίσθηκαν πολύ πριν αυτός γεννηθεί και αυτό έγινε, καθώς η ζωή του Μωϋσέως δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά μια διαρκής πορεία προς την τελειότητα.


Τούτη την πορεία προς την τελειότητα μπορούμε να την παρακολουθήσουμε με λεπτομέρειες στο έξοχο έργο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που φέρει τον τίτλο «Είς τον Βίον του Μωϋσέως». Σ’ αυτό το έργο, μετά την έκθεση των Ιστορικών γεγονότων εκ μέρους του συγγραφέως, γίνεται αναφορά στην διαρκή «επέκταση» της ψυχής προς το ανώτερο (μια κίνηση που δεν μπορεί να γνωρίσει τέλος), που καθιστά τον Μωϋσή φίλο του Θεού, ο οποίος του εμπιστεύεται τα μυστικά του.

Γιατί, το ότι ο Μωϋσής πέτυχε τη δυνατή στον άνθρωπο τελειότητα, ποιος άλλος μάρτυρας πιο αξιόπιστος από το Θεό, θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει, λέγοντάς του «σε γνωρίζω περισσότερο από όλους» και ότι αυτός ονομάστηκε «φίλος του Θεού» (Εξ. 33,12,11), και προτιμούσε μάλλον να πέθαινε μαζί με όλους, αν ο Θεός δεν ελεούσε από συμπάθεια και εκείνους…, αφού μετέβαλε την απόφασή του, για να μη λυπήσει το φίλο του». (Γρ. Νύσσης, Εις τον Βίον του Μωϋσέως).

Είναι προφανές ότι η κοσμογνωσία, με τον ορθόδοξο έννοια, προϋποθέτει την «επιστήμη και τέχνη» της μετά του Θεού κοινωνίας, διότι μόνον έτσι προστίθεται σοφία και γνώση σε εκείνον που θέλει να διαβάσει, όχι απλώς το Βιβλίο της Γένεσης, αλλά το ίδιο το βιβλίο του κόσμου (το «Liber Maundi» του Ιερού Αυγουστίνου), αφού «τα πάντα εν Αυτώ έκτισται».


Συνεπώς μέσα στις πρώτες λέξεις της Γένεσης δεν φανερώνονται μόνο η προέλευση του κόσμου , το πώς της καταγωγής του. Φανερώνεται ταυτοχρόνως και ο άπειρος Δημιουργός του, μέσα από τη διαδοχή των ενεργειών του, οι οποίες «χτίζουν» τον κόσμο και τον συντηρούν στην ύπαρξη. Η αλήθεια περί της Δημιουργίας φανερώνεται καθαρά σε εκείνον που φροντίζει να γίνεται «κάτοπτρο» της Θεότητος και να υψώνει το νου πάνω από τα γήϊνα, τονίζουν ομόφωνα οι Πατέρες.

Η Βιβλική αποκάλυψη δεν καταργεί βέβαια τον ανθρώπινο λόγο, έρχεται όμως «φωτιστικώς» προς τον άνθρωπο, για να ολοκληρώσει «παν νόημα εις υπακοήν Χριστού» (Απ. Παύλος). Γι’ αυτό και κάθε επιστήμη καλείται να «πληρωθεί» νοήματος, μέσω του «ανοίγματός» της προς τον Ενυπόστατο Θείο Λόγο.



Η ανάγνωση των Αγιογραφικών κειμένων περικλείει πάντοτε το ζήτημα της ερμηνείας τους από τον άνθρωπο. Είναι το περίφημο πρόβλημα της υποκειμενικότητας, το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και την υφή της γλώσσας, ως επικοινωνιακού/ συμβολικού μέσου.


Γι’ αυτό και ο ερμηνευτής καλείται, στην περίπτωση της βιβλικής γλώσσας, να περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, με την θεοπρεπή κατανόηση των λεγομένων και την διαυγή «έκθεσή» τους , προς οικοδομήν του λαού του Θεού. Η Θεία πρόνοια βρήκε τον εκλεκτότερο γι’ αυτό το έργο στο πρόσωπο του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος κατείχε στον ύψιστο βαθμό τις γνώσεις της εποχής του, ήταν δηλαδή πανεπιστήμων. Διέθετε , άρα, όλο τον απαραίτητο οπλισμό για να προσπελάσει τα νοήματα του Βιβλίου της Γενέσεως. Αλλά ο Μ.Βασίλειος ήταν και ασκητής, άνθρωπος της Πίστης: Ηταν εκείνος που έθεσε τη Γνώση στην υπηρεσία του Θείου Λόγου, προσπαθώντας να δεί τον κόσμο ως αρμονικό σύνολο που βρίσκεται στα χέρια του Θεού.

Αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν οι σύγχρονοι γνωστικοί, που βλέπουν τα πάντα «κατ’ εικόνα» της δικής τους πνευματικής «έκπτωσης», συσκοτίζουν και διαστρεβλώνουν τον κόσμο και τον καθιστούν αδιαφανή.


Διότι εν τέλει η ανάγνωση της Γενέσεως θέτει πάντοτε ένα a priori σε εκείνον που αποπειράται να προσεγγίσει το Μέγα θαύμα της Δημιουργίας και να εξιχνιάσει το μυστήριο της ύπαρξης και του προορισμού του.



ΚΕΙΜΕΝΟ 1Ο

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4, σελ. 24.


Είναι ο Μωυσής αυτός πού μάς έδωσε το θεμελιακό αυτό σύγγραμμα ( το βιβλίο της Γενέσεως ). Ό Μωυσής, για τον οποίο έχομε τη μαρτυρία ότι έγινε οικείος του Θεού, βρέφος ακόμα της αγκαλιάς. Πού τον έκανε παιδί της η κόρη του Φαραώ, τον μεγάλωσε βασιλικά και έβαλε τους πιο σοφούς δασκάλους της Αιγύπτου να φροντίζουν τη μόρφωση του. Μί­σησε το μεγαλείο της βασιλείας και, επιστρέφοντας στον ταπεινό κόσμο των ομοφύλων του, προτίμησε να ταλαιπωρείται μαζί με το λαό του Θεοί, παρά να έχει μία πρόσκαιρη απόλαυση της α­μαρτίας.

Είναι ο Μωυσής πού είχε από την ίδια τη φύση του την αγάπη για το δίκαιο, και τον βλέπομε, πριν ακόμα του ανατεθεί η αρχηγία του λαού, να πολεμά θανάσιμα τους κακούς από φυσι­κό μίσος κατά της κακίας. Τον έδιωξαν έπειτα αυτόν πού είχε ευεργετήσει και, παραιτώντας με χαρά την αιγυπτιακή βοή και φθάνοντας στην Αιθιοπία, μακριά από όλα τα άλλα, για σαράν­τα ολόκληρα χρόνια επιδόθηκε στη θεωρητική μελέτη των όντων.

Όταν ήταν ογδόντα ετών είδε το Θεό, όπως μπορεί να τον δει ο άνθρωπος ή μάλλον όπως δεν έτυχε σε κανέναν άλλο, κατά την μαρτυρία του ίδιου του Θεού. «Αν παρουσιαστεί ανάμεσα σας προφήτης του Κυρίου θα του φανερωθώ σε όραμα και θα του μιλήσω στον ύπνο. Δεν θα κάνω όπως το δούλο μου το Μωυσή, πού είναι πιστός στο σπίτι μου όλο και πού θα του μιλήσω κατά πρόσωπο και όχι με υπαινιγμούς».


Μιλάει λοιπόν σε μας παίρ­νοντας όσα άκουσε από το Θεό, αυτός πού αξιώθηκε να δει με τα μάτια του το Θεό, ίδια με τους αγγέλους. Ας ακούσομε λοιπόν λόγους της αλήθειας πού διατυπώθηκαν όχι με πειστικά επιχει­ρήματα σοφίας ανθρώπινης, αλλά σαν διδάγματα του Πνεύμα­τος, πού δεν επιζητούν τον έπαινο των ακροατών αλλά τη σωτη­ρία, όσων θέλουν να διδαχθούν απ’ αυτούς.

« Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον Ουρανόν και την Γην». Το θάμπωμα του νου μου καθηλώνει το νου μου, τι να πω πρώτο; Από που να αρχίσω τη διαπραγμάτευση μου; Να ελέγξω τις ματαιολογίες των ειδωλολατρών; Να επαινέσω την αλήθεια τη δική μας;

Πολλές γνώμες διατύπωσαν οι σοφοί των Ελλήνων για τη φύση και ούτε ένας λόγος τους δε στάθηκε σταθερός και ασάλευτος- πάντοτε ο δεύτερος έριχνε τον προηγούμενό του, ώ­στε εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά να τους ελέγξουμε, φθάνουν οι ίδιοι για την αλληλοανατροπή τους. Αυτοί πού αγνόησαν το Θεό, δε δέχτηκαν ότι είχε προϋπάρξει από τη γένεση όλων μία Έλλογη αιτία, παρά ανάλογα με την αρχική τους άγνοια έβγαλαν συμπεράσματα και για τα επόμενα.

Γι' αυτό άλλοι κατέφυ­γαν στις υλικές υποδομές, αποδίδοντας την αιτία του παντός στα στοιχεία του κόσμου, άλλοι φαντάστηκαν ότι τη φύση των πραγμάτων την συγκροτούν άτομα και αδιαίρετα σωμάτια, όγκοι και πόροι, γιατί οι γενέσεις και οι φθορές προκαλούνται άλλοτε από τη συνένωση των αδιαίρετων σωμάτων μεταξύ τους και άλλοτε με τον αποχωρισμό τους. Η ισχυρότερη αλληλοσύνδεση των ατόμων παρέχει την αιτία της διατήρησης των σωμάτων, πού διαρκούν περισσότερο. Αληθινά υφαίνουν ιστό αράχνης, όσοι διατυπώνουν αυτές τις γνώμες και βάζουν ως θεμέλια του ουρανού, της γης και της θάλασσας τέτοιες λεπτές και ανυπόστατες αρχές. Δεν ήξεραν να πουν " εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην " .

Γι' αυτό στη γνώμη τους, ότι τα σύμπαντα είναι ακυβέρνητα και αδιοίκητα και πηγαίνουν όπως τύχει, απατήθη­καν από την αθεΐα πού είχαν μέσα τους. Για να μην πάθουμε κι εμείς το ίδιο, ο συγγραφέας της δημιουργίας του κόσμου ευθύς από τις πρώτες λέξεις καταφώτισε το νου μας, με το όνομα του Θεού . Είπε " εν αρχή εποίησεν ο Θεός " .

Β.

Τι ωραίο πράγμα ή τάξη. Έβαλε πρώτα την αρχή, για να μη νομίσουν μερικοί ότι ο κό­σμος είναι άναρχος. Έπειτα πρόσθεσε το "εποίησεν" για να δείξει , ότι αυτό πού έγινε είναι ένα ελάχιστο μέρος από τη δύναμη του δημιουργού. Όπως ο κεραμέας με τη μία τέχνη, πλάθοντας μύ­ρια σκεύη, ούτε την τέχνη του εξαντλεί ούτε τη δύναμη του έτσι και ο δημιουργός του σύμπαντος τούτου. Η δημιουργική του δύ­ναμη δεν περιορίζεται στα μέτρα ενός μόνον κόσμου αλλά την υ­περβαίνει στο απειροπλάσιο· μ' ένα μόνο νεύμα του θελήματος του έφερε στην ύπαρξη τους πελώριους όγκους πού βλέπομε.


Αν λοιπόν ο κόσμος και αρχή έχει και έχει δημιουργηθεί, εξέτασε ποιος του έδωσε την αρχή και ποιος είναι ο δημιουργός του, ή μάλλον, για να μην απομακρυνθείς σε κάποιο σημείο από την α­λήθεια, εξετάζοντας με τον ανθρώπινο λογισμό σου, πρόλαβε με τη διδασκαλία του να αποθέσει σαν σφραγίδα και φυλαχτό στις ψυχές μας το πολυτιμημένο όνομα του θεού λέγοντας : η απέραντη αγαθότητα, το αγαπημό όλων των λογικών όντων, η πολυπόθητη ωραιότη­τα, η αρχή των όντων, η πηγή της ζωής, το νοερό φως, η απρό­σιτη σοφία, αυτός είναι πού εποίησεν «εν αρχή» τον ουρανόν και την γην.


Μη φαντάζεσαι, λοιπόν, άνθρωπε, ότι όσα βλέπεις δεν έχουν αρχή· κι επειδή τα σώματα πού κινούνται στον ουρανό διαγρά­φουν κυκλικές τροχιές —και μ' £να συνηθισμένο κοίταγμα δεν αντιλαμβανόμαστε εύκολα την αρχή του κύκλου —μη νομίσεις ότι τα σώματα πού κινούνται κυκλικά είναι από τη φύση τους χωρίς αρχή , γιατί ούτε και το γνωστό μας κύκλο, εννοώ το επίπεδο σχήμα πού περικλείεται από μια γραμμή, ούτε κι αυτόν δεν πρέπει να τον θεωρήσομε χωρίς αρχή, επειδή ξεφεύγει την ι­κανότητα της αίσθησης μας και δεν μπορούμε να βρούμε από που άρχισε ούτε που καταλήγει.

Αλλά κι αν ξεφεύγει την αίσθηση μας, στην πραγματικότητα ωστόσο αυτός πού τον σχημάτισε μ' ένα κέντρο και μία ακτίνα, άρχισε από κάποιο σημείο. Έτσι λοι­πόν κι εσύ, επειδή τα σώματα πού κινούνται κυκλικά στρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, μην παρασυρθείς στην πλάνη ότι ο κό­σμος είναι άναρχος και ατελεύτητος, από το ότι ή κίνηση τους εί­ναι ομαλή και τίποτα δεν την διακόπτει με την παρεμβολή του. «Παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» και « Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται » .

Αποτελούν προεξαγγελία της διδα­σκαλίας για τη συντέλεια και τη μετατροπή του κόσμου, όσα με συντομία παραδίδονται κατά τη στοιχειώδη έκθεση της θεόπνευστης διδασκαλίας «Έν αρχή εποίησεν ό Θεός».

Όσα άρχισαν από κάποιο σημείο του χρόνου είναι ανάγκη και να τελειώσουν σε άλλο σημείο. Αν έχουν χρονική αρχή, μην αμφιβάλεις για το τέλος τους. Τι νόημα έχουν οι γεωμετρίες και οι μέθοδοι των μαθηματικών και οι στερεομετρίες και η πολυθρύλητη αστρονο­μία, όλη η πολυάσχολη ματαιότητα, αν όσοι ασχολούνται με ζή­λο με αυτά έκαναν τη σκέψη, ότι ο κόσμος πού βλέπομε είναι συναίτιος με τον κτίστη των όλων Θεό, εξισώνοντας στο μεγαλείο τον περιορισμένο και με υλικό σώμα κόσμο με την απεριόριστη και αόρατη φύση;

Και δεν μπόρεσαν να σκεφτούν ούτε τόσο λίγο ότι, αυτό πού τα μέρη του δέχονται φθορές και αλλοιώσεις, είναι ανάγκη και στο όλον του να υποστεί τα ίδια παθήματα , όπως και τα μέρη του. Αλλά τόσο πολύ «εματαιώθησαν τοις διαλογισμοίς αυτών και εσκοτίσθη ή ασύνετος αυτών καρδία και φάσκοντες είναι σοφοί έμωράνθησαν», ώστε άλλοι δογμάτισαν ότι ο κόσμος συνυπάρχει από πάντοτε με το Θεό και άλλοι ότι ο ίδιος ο κόσμος είναι ο χωρίς αρχή και χωρίς τέλος Θεός και ο αί­τιος της επιμέρους οικονομίας.


Ασφαλώς ή περίσσεια της κοσμικής σοφίας τους θα προκαλέ­σει κάποτε προσθήκη στη βαριά καταδίκη τους, γιατί είχαν τόση οξυδέρκεια για τα μάταια πράγματα κι ωστόσο αποτυφλώθηκαν θεληματικά σχετικά με την κατανόηση της αλήθειας. Αυτοί όμως πού μετρούν τις αποστάσεις των άστρων ( και καταγράφουν τα αειφανή και βορινά και πόσα βρίσκονται στο νότιο πόλο και φαίνονται στους εκεί, ενώ σ' εμάς είναι άγνωστα, κι αυτοί που διαιρούν σε μύρια διαστήματα το βόρειο πλάτος και τον κύκλο των ζωδίων και κράτησαν με ακρίβεια τις επαναφορές των άστρων, τα σημεία ακινησίας, τις αποκλίσεις και την κίνηση όλων προς τα προηγούμενα και σε πόσο χρόνο καθένας από τους πλα­νήτες συμπληρώνει την τροχιά του ), μία μέθοδο ανάμεσα σε όλες δεν μπόρεσαν να βρουν, για να αντιληφθούν το Θεό ως δημιουρ­γό του κόσμου και κριτή δίκαιο πού ενεργεί την ανταπόδοση την αντάξια στο βίο καθενός.

Ούτε με το λόγο για την κρίση μπόρεσαν να συλλάβουν την επακόλουθη έννοια της συντέλειας, ότι είναι ανάγκη να μεταποιηθεί ο κόσμος, αν πρόκειται να μεταβλη­θεί σε άλλο είδος ζωής η κατάσταση των ψυχών.

Όπως δηλαδή η ζωή αυτή έχει ανάλογή της τη φύση του κόσμου τούτου, έτσι και η μελλοντική ζωή των ψυχών μας θα δεχτεί κληρονομιά , πού θα αντιστοιχεί στην κατάστασή της. Αυτοί όμως απέχουν τόσο πολύ από το να τα προσέχουν αυτά ως αληθινά, ώστε αφήνουν να ξεσπάσει εις βάρος μας πλατύ γέλιο, όταν τους μιλούμε για την παλιγγενεσία της ζωής. Επειδή όμως από τη φύση της η αρχή προτάσσεται όσων αρχίζουν από αυτήν, αφού μιλάει για όσα έχουν την ύπαρξη τους από ένα χρονικό σημείο, κατ' ανάγκη προτάσσει σε όλα αυτά την α­ναφώνηση λέγοντας «εν αρχή εποίησεν».

Γ.

Όπως φαίνεται, υπήρχε κάτι πριν από αυτόν τον κόσμο, πού ή διάνοια μας μπορεί να το συλλάβει θεωρητικά, έμεινε όμως έξω από αυτή την εξιστόρηση, επειδή ήταν ακατάλληλο για αν­θρώπους πού μαθήτευαν ακόμα και ήταν νήπιοι στη γνώση. Υ­πήρχε μία κατάσταση αρχαιότερη από τη γένεση του κόσμου, αρμόδια στις υπερκόσμιες δυνάμεις, η κατάσταση η πάνω από το χρόνο, ή αιώνια, ή παντοτινή. Και μέσα σ' αυτήν ο κτίστης και δημιουργός όλων έπλασε τα δημιουργήματα του, το νοητό φως πού αρμόζει στη μακαριότητα όσων αγαπούν τον Κύριο, τις λο­γικές και αόρατες φύσεις και όλη την αρμονική διάταξη των νοη­τών, όσα ξεπερνούν τη διάνοια μας και πού ούτε τα ονόματά τους δεν είναι δυνατόν να βρούμε.

Αυτά συμπληρώνουν την ου­σία του αόρατου κόσμου, όπως μας διδάσκει ο Παύλος, λέγοντας ότι " διαμέσου αυτού δημιουργήθηκαν τα πάντα είτε ορατά εί­τε αόρατα είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχές είτε εξουσίες είτε δυνάμεις είτε στρατιές αγγέλων είτε αρχηγίες των αρχαγ­γέλων " . Όταν ήρθε λοιπόν η ώρα να μπει και ο κόσμος τούτος στον κύκλο των όντων, πρώτα σχολείο και παιδευτήριο των αν­θρώπινων ψυχών, έπειτα όμως κατάλληλη κατοικία όλων γενι­κά, όσα βρίσκονται μέσα στη γένεση και τη φθορά, τότε πια μπή­κε υπόβαθρο στον κόσμο, στα ζώα και τα φυτά πού υπάρχουν μέσα του , της ίδιας φύσης με αυτά, η ροή του χρόνου, πού πάντοτε βιάζεται, κυλά και φεύγει και ποτέ δεν παύει το τρέξιμο του.


Η μήπως δεν είναι έτσι ο χρόνος; Το παρελθόν εξαφανί­στηκε, το μέλλον δεν ήρθε ακόμα και το παρόν προτού το καταλάβομε ξεφεύγει από την αντίληψη μας. "Έτσι είναι και ή φύση όσων γίνονται : τη βλέπεις ή να αυξάνει ή να φθίνει και δεν έχει που να δεις το σταθερό και το μόνιμο. Χρειαζόταν λοιπόν στα σώματα των ζώων και των φυτών, που είναι από κάποια ανάγκη έτσι κάπως δεμένα μ' ενα ρεύμα και που συνέχονται από την κί­νηση πού οδηγεί στη γένεση ή τη φθορά, να περιέχονται από τη φύση του χρόνου, που έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα ανάλογα με τα μεταβαλλόμενα.

Από εδώ ξεκινώντας ο σοφός δάσκαλος της δημιουργίας του κόσμου έβαλε πολύ ταιριαστά στο λόγο του γι αυτήν αρχίζοντας τη φράση «εν αρχή εποίησεν». Θέλει να πει, αυτή την αρχή, τη χρονική. Δε μαρτυρεί βέβαια ότι τους ξεπερνά όλους, όσοι έχουν γίνει στα πρεσβεία της γένεσης και γι' αυτό λέει ότι έγινε στην αρχή· αλλά διηγείται την αρχή της ύπαρξης, τούτων των ορατών και των αισθητών μετά τα αόρατα και νου τα. Αρχή λέγεται και ή πρώτη κίνηση, πως « Αρχή οδού αγαθής το ποιείν δίκαια».

Γιατί καταρχήν από τις δίκαιες πράξεις ξεκινούμε προς το μακάριο βίο. Αρχή λέγεται κι από ποιό γίνεται κάτι, από το άλλο δηλαδή πού υπάρχει σε αυτό, όπως ή θεμελιόπετρα για το σπίτι και ή καρίνα για το πλοίο και σύμφωνα με αυτό έχει λεχθεί « Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου». Γιατί ή ευλάβεια είναι κρηπίδα αλλά και βάθρο προς τελείωση. Η τέχνη πάλι λέγεται αρχή των τεχνικών έργων, όπως η σοφία του Βεσελεήλ είναι η τέχνη της διακόσμησης της σκηνής. Η αρχή των πράξεων γίνεται πολλές φορές και το ωφέλιμο τέλος όσων γίνον­ται. "Όπως αρχή της ελεημοσύνης είναι να γίνεται δεκτή από το Θεό, έτσι και σύνολης της ενάρετης δράσης ο σκοπός πού υπάρχει στις επαγγελίες.




ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ


Ο Μ.Βασίλειος ερμηνεύοντας τη φράση «η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος» βρίσκει την ευκαιρία να πολεμήσει τη «δυαρχία», η οποία ως γνωστόν οδήγησε στις τερατώδεις αντιλήψεις των διαφόρων αιρετικών ομάδων.

Η ύλη κατάγεται «Εκ του μηδενός» κατά τον Αγιο και δεν είναι συναϊδια και συνάναρχη με το Θεό. Ο Δημιουργός δεν παρέλαβε έτοιμη κάποια ύλη, την οποία εμορφοποίησε, όπως κάνουν οι διάφοροι τεχνίτες, οι οποίοι παραλαμβάνουν «έτοιμο» το υλικό τους, προκειμένου να φτιάξουν ένα αντικείμενο.

Οι γνωστικοί της εποχής του Μ.Βασιλείου, ισχυρίζονταν πως η φράση «η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος», υπονοεί την προϋπάρχουσα ύλη. Το ότι αυτή η εξήγηση δεν συμφωνεί με το πνεύμα της βιβλικής αφήγησης, μας δίνει να το καταλάβουμε ο άγιος, εισηγούμενος τις εξής προτάσεις (αληθείς και θεόπνευστες ερμηνείες):

Πρώτον: η φράση δηλώνει πως, επειδή δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί ο άνθρωπος δεν υπήρχε ακόμη «θέαση» της γης. Δεύτερον: η γη ήταν αόρατη, διότι καλυπτόταν ακόμη από τα νερά. Τρίτον: η έλλειψη του ηλιακού φωτός έκανε την επιφάνεια της γης σκοτεινή.


Ο καθηγητής Μιχ. Δερμιτζάκης στο βιβλίο του «Γεωολογικές προσεγγίσεις στην Εξαήμερο» (Εκδ. Αρμός) επισημαίνει πως «είναι πολύ χαρακτηριστική αυτή η ερμηνεία, γιατί επιδιώκει (ο Μεγ.Βασίλειος) να καταστήσει εμφανές, ότι το Σύμπαν και η γη δεν έχουν πλέον σχέση με δαιμονικές και σκοτεινές αρχές». (σελ.52).

Η δυαρχία αποτελεί διαστρέβλωση της ορθής κατανόησης της Δημιουργίας , αλλά και του ενυπάρχοντος σ΄ αυτήν κακού. Ως θεωρητικό σύστημα μάλιστα η δυαρχία αρκετά συχνά δικαιολογούσε την πλήρη εξαχρείωση των ηθών (σε κάποιες αιρέσεις Γνωστικού περιεχομένου), αφού τάχα με αυτόν τον τρόπο γινόταν απαλλαγή «από τα δεσμά της ύλης».

Όταν η ύλη θεωρείται κακό «αυτή καθ’ εαυτήν», τότε δικαιολογούνται φιλοσοφίες και κοσμο-αντιλήψεις που βλέπουν την απαλλαγή από το σώμα και τις συνθήκες της εγκόσμιας ζωής ως λύτρωση, στρεβλώνοντας εν προκειμένω το αληθές νόημα της «εν Χριστώ» απολυτρώσεως και της εσχατολογικής ελπίδος. Διότι η λύτρωση δεν είναι η απαλλαγή από το σώμα ή τα δεσμά της ύλης , αλλά η ολοκληρωτική μεταμόρφωση του κόσμου, η αφθαρτοποίηση της ύλης και αυτό συνιστά βασικό όρο της πίστεώς μας.

Ο Θεός πρόκειται να ανακαινίσει την κτίση, που τώρα στενάζει και περιμένει την απολύτρωση από τη φθορά, κατά την θεόπνευστη διδασκαλία του απ.Παύλου. Πηγή του κακού για την ορθοδοξία δεν είναι η ύλη. Πηγή του κακού είναι η ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου. Το κακό μπαίνει «μέσα» στη Δημιουργία σαν παράσιτο και μόνο η «εν μετανοία» επιστροφή στο θεό μπορεί να το αφανίσει. Όπως δια του Ανθρώπου-Αδάμ ήλθε το κακό στον κόσμο, έτσι πάλι δια της συνδέσεως του ανθρώπου μετά του Δημιουργού του, μπορεί να αναιρεθεί.

Η δυαρχία αποτελεί σοβαρή παρέκκλιση από την ορθή κατανόηση της Δημιουργίας, η οποία πρώτιστα είναι δώρο του θεού προς τον άνθρωπο και αφορμή γνωριμίας με τον Δημιουργό του, μέσα σε κλίμα ευχαριστίας. Γι’ αυτό και κατά τον απόστολο Παύλο «παν κτίσμα θεού καλόν, λαμβανόμενον μετ’ ευχαριστίας». Μέσα σε τούτη τη φράση ίσως να περικλείεται και η ολοκληρωτική αναίρεση κάθε αρνητικής στάσης απέναντι στην κτίση, αφού καταφάσκεται «εν συνόλω» το θεϊκό έργο.

Το πρόβλημα της πηγής του κακού απασχόλησε επίμονα την πατερική σκέψη, η οποία για να αποκλείσει κάθε υπόνοια υπάρξεως δυο αρχών στον κόσμο, τόνισε αφ’ ενός με την προέλευση παντός αγαθού από τον εν Τριάδι Θεό, αφ’ ετέρου δε βεβαίωσε την προέλευση του κακού ως συνέπεια «έκπτωσης» από την ένθεη ζωή και το είδε ως παράσιτο που μπαίνει εκ των υστέρων μέσα στη Δημιουργία, χωρίς να έχει οντολογική υπόσταση.


Και αυτή η λύση του προβλήματος από τους Αγίους Πατέρες αποτελεί διασάφηση της Αποκαλύψεως και όχι σόφισμα, που προσπαθεί να συγκαλύψει διάφορες θεολογικές θεωρίες. . Γι’ αυτό και η διδασκαλία τους έχει το κύρος της θεοπνευστίας που μπορεί να μας φωτίζει επαρκώς, πάνω στο σημαντικό αυτό ερώτημα της ύπαρξής μας. Γιατί το κακό μόνο «ενώ πίστει» δύναται να ερμηνευθεί και να υπομνημαστιστεί.



ΚΕΙΜΕΝΟ 2Ο

Η " ΚΑΛΗ ΛΙΑΝ " ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ (αναίρεση της δυαρχίας )

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »
ΕΡΓΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4, σελ. 64.
Κάτι μικρές λέξεις μας απασχόλησαν το πρωί και βρήκαμε κρυμμένο σε αυτές τόσο βαθύ νόημα, ώστε να απελπιζόμαστε ο­λότελα για τις επόμενες. Γιατί αν έχουν τέτοια προαύλια τα άγια των αγίων και τα προαύλια του ναού είναι τόσο σεβάσμια και τό­σο μεγαλόπρεπα ( και περιλάμπουν σαν αστραπές τα μάτια το νου μας με την ασύγκριτη ομορφιά τους ) , πώς θα είναι τα ίδια τα Άγια και ποιος είναι ο τολμηρός, πού θα εισέλθει σε αυτά; ή ποιος θα αντικρίσει τα απόρρητα; Γιατί και το θέαμά τους είναι απρο­σέγγιστο και το νόημα όσων εξηγήσαμε ολότελα δυσκολοεξήγητο.
Ας μη διστάσομε όμως στην έρευνά μας, γιατί και μόνο πού προτιμήσαμε τα ορθά, μας έχει ορίσει ο δίκαιος κριτής όχι ευκα­ταφρόνητες αμοιβές. Γιατί παρόλο πού μας λείπει η αξία, αν δεν απομακρυνθούμε από το σκοπό της Γραφής, με τη βοήθεια του πνεύματος, δε θα κρίνουμε ολότελα για πέταμα και με τη συνδρο­μή της χάρης θα προσφέρομε μικρή βοήθεια στην οικοδομή της Εκκλησίας του Θεού .


« Η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος» γράφει. Αφού και τα δύο είχαν δημιουργηθεί ισότιμα, ο ουρανός και η γη, πώς ο ουρανός είχε ολοκληρωθεί, ενώ ή γη ήταν ακόμα ατελείωτη και ανολοκλήρωτη; Η, μάλλον, κατά τι η γη ήταν ατελείωτη; Και για ποιο λόγο ήταν αόρατη;

Τέλεια κατασκευή της γης είναι βέβαια ο πλούτος πού προσφέρει, τα κάθε λογής φυτά που φυτρώνουν, τα δέντρα πού ανεβαίνουν πα­νύψηλα καρποφόρα ή άκαρπα, τα χρώματα και οι μοσχοβολιές των λουλουδιών και όσα πρόκειται σε λίγο, με πρόσταγμα του Θεού, να φυτρώσουν και να καταστολίσουν τη γη πού τα γέννησε. Από αυτά δεν υπήρχε τίποτα ακόμα, και γι' αυτό εύλογα ο­νομάστηκε ακατασκεύαστη.

Τα ίδια μπορούμε να πούμε και για τον ουρανό. Ότι δεν είχε τελειοποιηθεί ακόμα ούτε αυτός, κι ούτε είχε πάρει την ομορφιά του, αφού δεν τον φώτιζαν ακόμα ούτε ή σελήνη, ούτε ο ήλιος, ούτε τον στεφάνωναν οι χοροί των άστρων. Αυτά δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα. Ώστε δε θα α­στοχήσεις την αλήθεια, αν πεις ακατασκεύαστο και τον ουρανό.

Αόρατη πάλι ονόμασε τη γη για δύο λόγους, ή επειδή δεν υπήρχε ακόμα ο άνθρωπος να τη δει ή επειδή ήταν κάτω από τα νερά πού σκέπαζαν την επιφάνεια της κι ήταν αδύνατον να φανεί. Βλέ­πετε δεν είχαν ακόμα συναχθεί τα νερά στις κοίτες τους, όπου αργότερα τα συγκέντρωσε ο Θεός και τις ονόμασε θάλασσες.

Ποιο είναι λοιπόν αόρατο; Αυτό πρώτα πού η φύση του δεν επι­τρέπει να το δουν σωματικά μάτια, όπως ο ανθρώπινος νους· κι έπειτα αυτό πού ενώ είναι ορατό από τη φύση του, μπαίνει μπρο­στά του κάποιο σώμα και το κρύβει, όπως το σίδερο στο βυθό. Με αυτό το νόημα νομίζω ότι χαρακτηρίστηκε αόρατη η γη, πού τη σκέπαζε το νερό.



Κι έπειτα, επειδή και το φως δεν είχε γίνει ακόμα, δεν ήταν καθόλου παράδοξο η γη, πού ήταν μέσα στο σκοτάδι, αφού ο πάνω από αυτήν αέρας ήταν αφώτιστος, να ονομαστεί από τη Γραφή αόρατη και από αυτή την άποψη.

Β.

Οι παραχαράκτες όμως της αλήθειας, πού δε συνήθισαν τη σκέψη τους να πειθαρχεί στη Γραφή, αλλά διαστρέφουν το νόη­μα των Γραφών σύμφωνα με το θέλημά τους, λένε ότι με τις λέ­ξεις αυτές υπονοείται ή ύλη. Αυτή, υποστηρίζουν ότι είναι και α­όρατη από τη φύση της και ακατασκεύαστη, αφού δεν έχει ιδιό­τητες κατά την ουσία της και είναι ολότελα χωρίς μορφή και χω­ρίς σχήμα· αυτήν την πήρε ο τεχνίτης, της έδωσε μορφή με τη σοφία του, της έδωσε τάξη, και με αυτήν δημιούργησε όσα βλέ­πομε.

Αν όμως ή ύλη δεν έχει δημιουργηθεί, πρώτα-πρώτα θα ήταν ισότιμη με το Θεό και δε θα διέφεραν στα πρεσβεία. Τι θα ήταν μεγαλύτερη ασέβεια από αυτό; Να κρίνομε δηλαδή άξια για την ίδια πρώτη θέση πλάι στο σοφό και ισχυρό και πάγκαλο δημιουργό και πλάστη των όλων, αυτή τη χωρίς ιδιότητες ύλη, τη δίχως μορφή, την έσχατη ασχήμια, το αίσχος πού δε συμμορ­φώνεται (χρησιμοποιώ τους δικούς τους χαρακτηρισμούς).

Έπειτα, αν ή ύλη είναι τόση, ώστε να δέχεται όλη τη γνώση τού Θεού, αντιπαρατάσσουν κατά κάποιο τρόπο την υπόστασή της στην ανεξιχνίαστη δύναμη του Θεού , αφού μπορεί με τον εαυτό της να δώσει το μέτρο ολόκληρης της σοφίας του θεού.

Και αν η ύλη είναι λιγότερη από την ενέργεια του Θεού , και έτσι ο λόγος τους θα καταλήξει σε ακόμα χειρότερη βλασφημία, αφού δεσμεύουν το Θεό να μην μπορεί να πράξει και να ενεργή­σει τα έργα του από έλλειψη ύλης.

Αλλά τους εξαπάτησε η φτώ­χεια πού συνοδεύει τους ανθρώπους. Και επειδή σε εμάς κάθε μία τέχνη ασχολείται αποκλειστικά με κάποια συγκεκριμένη ύλη, η χαλκευτική λ.χ. με το σίδερο και η τεκτονική με τα ξύλα, ( και σ' αυτά είναι κάτι άλλο το υλικό της τέχνης, άλλο η μορφή και άλλο αυτό πού ολοκληρώνεται από τη μορφή και η ύλη πα­ραλαμβάνεται απ’ έξω, ενώ ή μορφή εφαρμόζεται από την τέ­χνη, και το αποτέλεσμα είναι ή σύνθεση και των δύο ) σκέφτονται όμοια και για τη θεία δημιουργία· ότι το σχήμα του κόσμου έχει δοθεί από .τη σοφία του πλάστη των όλων, ενώ η ύλη δόθηκε στον πλάστη απ’ έξω· έτσι ο κόσμος έγινε σύνθετος κι έχει πάρει από αλλού την ύλη , πού τον πραγματώνει, ενώ έχει προσλάβει το σχήμα και τη μορφή από το Θεό.


Από εδώ ξεκίνησαν και αρνούνται ότι ο μεγάλος Θεός είναι ο τεχνίτης πού κατασκεύασε τα όντα, αλλά σαν κάποιος πού παίρνει μέρος σε ένα έρανο συνεισέ­φερε ο ίδιος ασήμαντο μερίδιο στη δημιουργία των όντων. Δεν μπόρεσαν να ατενίσουν το ύψος της αλήθειας λόγω των ταπει­νών λογισμών τους.

Οι τέχνες δηλαδή έρχονται έπειτα από τις ύλες και μπήκαν στη ζωή επειδή το απαιτούσαν οι ανάγκες της ζωής, το μαλλί λ.χ. προϋπήρχε, η υφαντική ήρθε αργότερα για να υπηρετήσει και να αναπληρώσει την έκλειψη της φύσης. Επί­σης υπήρχε το ξύλο, το πήρε όμως ή ξυλουργική και διαμόρ­φωσε το υλικό αυτό ανάλογα με τη χρήση πού ήθελαν οι άνθρωποι. Έτσι μας έδειξαν το σκότος σαν δύναμη κακή, ή μάλλον σαν το ίδιο το κακό, πού έχει την αρχή του από τον εαυτό του και είναι αντίθετο κι εχθρι­κό στην αγαθότητα του Θεού.

Αν ο Θεός είναι φως, είναι φανε­ρό ότι η δύναμη πού τον πολεμά θα είναι το σκότος, υποστηρί­ζουν, κατά λογική ακολουθία. Σκότος πού δεν πήρε την ύπαρξή του από κάποιο άλλο, αλλά είναι κακό αυτογέννητο. Σκότος πού πολεμά τις ψυχές, πού προκαλεί το θάνατο κι εναντιώνεται στην αρετή και ξεγελιούνται νομίζοντας ότι τα ίδια τα λόγια του προφήτη φανερώνουν ότι αυτό και δική του υπόσταση έχει και δεν έχει γίνει από το Θεό.


Ποια ύπουλη και άθεη δοξασία δεν πλάστηκε από την άποψη αυτή; Και ποιας λογής λύκοι βαρείς , πού διασπούν το κοπάδι του θεού ξεκινώντας από αυτή τη μικρή φράση δε θρονιάστηκαν πάνω στις ψυχές; Από εδώ δε βγήκαν οι Μαρκίωνες, οι Ουαλεντίνοι; Δε βγήκε ή σιχαμερή αίρεση των Μανιχαίων, πού δε θα αστοχήσεις να την πεις σαπίλα της εκκλησίας;

Γιατί άνθρωπε τρέχεις μακριά από την αλήθεια, εφευ­ρίσκοντας για τον εαυτό σου αφορμές για απώλεια; Ό λόγος εί­ναι απλός και εύκολος να τον εννοήσουν όλοι. « Ή γη ήταν αό­ρατη» , μάς λέει... και ή αιτία; επειδή σκέπαζε την επιφάνειά της άβυσσος· και το νόημα της αβύσσου; νερό πολύ, πού ήταν δύσκο­λο να φτάσει κανείς το προς τα κάτω όριό του. Γνωρίζομε ότι πολλά σώματα ξεχωρίζουν πολλές φορές και μάλιστα μέσα σε νερό λεπτό και διαυγές. Πώς λοιπόν δε φαινόταν κανένα μέρος της γης μέσα στα νερά; Επειδή ο αέρας πού ήταν απλωμένος πάνω από τα νερά ήταν αφώτιστος και σκοτεινός και βέβαια το φως του ήλιου, περνώντας ανάμεσα από τα νερά, δείχνει πολλές φορές τα βότσαλα του βυθού· μέσα στη βαθιά όμως νύχτα με κα­νένα τρόπο δεν θα μπορέσει να δει κανείς ό,τι είναι κάτω από το νερό.

Ώστε το ότι η γη είναι αόρατη δηλώνεται στη φράση πού ακολουθεί, ότι αυτό πού τη σκέπαζε ήταν άβυσσος και μάλιστα σκοτεινή. Ούτε λοιπόν η άβυσσος είναι πλήθος δυνάμεις πού αλληλομαχούν, όπως φαντάστηκαν μερικοί, ούτε το σκότος είναι μία αρχική δύναμη του κακού πού αντιστρατεύεται στο αγαθό. Γιατί δύο ισοδύναμα εχθρικά στοιχεία, θα υπονομεύουν οπωσ­δήποτε τη σύσταση το ένα του άλλου και μπλεγμένα σε πόλεμο, θα έχουν αδιάκοπα και θα παρέχουν συνεχώς προβλήματα το ένα στο άλλο.

Κι αν το ένα από τα αντίπαλα στοιχεία είναι πιο δυνατό από το άλλο, θα εκμηδενίσει οπωσδήποτε το ηττημένο, ώστε, αν χαρακτηρίζουν την εναντίωση του κακού ισόρροπη προς το αγαθό, υιοθετούν ένα ασταμάτητο πόλεμο και μία αδιάκοπη φθορά, αφού το ένα τώρα θα νικά κι έπειτα θα είναι ηττη­μένο. Και αν υπερέχει στη δύναμη το αγαθό, για ποιο λόγο δεν έχει ξεριζωθεί ολότελα ή φύση του κακού ; Αν όμως, αλλά αυ­τό δεν επιτρέπεται να το ξεστομίσω... Θαυμάζω πώς δεν αρνούνται τον εαυτό τους πού γλιστρούν σε τέτοιες ανεπίτρεπτες βλασφημίες. Ούτε όμως είναι ευσέβεια να λέμε έτι το κακό έγινε από το Θεό, επειδή κανένα από τα αντίθετα δεν γίνεται από το αντίθετο. Ούτε βέβαια η ζωή γεννά θάνατο, ούτε το σκοτάδι εί­ναι αρχή του φωτός, ούτε η ασθένεια δημιουργεί υγεία· οι μετα­βολές των αντίθετων στα αντίθετά τους γίνονται στις μεταπτώ­σεις των ψυχικών διαθέσεων, στις δημιουργίες όμως καθένα από όσα γίνονται προέρχεται από τα όμοιά του.

Αν λοιπόν, λέει, το κακό ούτε αγέννητο είναι, ούτε έχει γίνει από το Θεό, από που έχει φυτρώσει; Γιατί κανένας άνθρωπος δε θα αρνηθεί ότι τα κα­κά υπάρχουν. Τι θα απαντήσουμε λοιπόν; Ότι το κακό δεν εί­ναι ύπαρξη πού έχει ζωή και ψυχή, αλλά μία διάθεση της ψυχής μας αντίθετη στην αρετή, πού δημιουργείται στους αφελείς, μετά τη πτώση τους από το καλό.



«ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ»



Κάθε σοβαρός και έντιμος επιστήμονας είναι αδύνατον να μη νοιώσει θαυμασμό και απορία (στη φιλοσοφική της έννοια) μπροστά στο γεγονός της τάξης και της αρμονίας που διέπει το σύμπαν, καθώς και μπροστά στους νόμους που το διοικούν. «Τα έργα του θεού αξίζει να τα μελετούμε», έλεγε ο Einstein.


Ο Μ.Βασίλειος, αναλύοντας την φύση του φωτός, εντρυφά συγχρόνως στο θαύμα της Δημιουργίας, δείχνοντας πόσο έντονα τον απασχολούσε η σύσταση και η λειτουργία του κόσμου. Αιώνες πριν η φυσική επιστήμη ανεύρει το φωτόνιο, ο Αγιος Πατήρ διακρίνει τη φύση του φωτός από το σκοτεινό σώμα- τον ήλιο. Σήμερα μάλιστα η επιστήμη δέχεται την παρουσία του φωτός και συγκεκριμένα ακτινοβολίας, χωρίς να έχουμε φωτεινούς αστέρες.


Ας παραθέσουμε, όμως την προφητική του ερμηνεία, εξ απόψεως επιστήμης, όπως την «καταθέτει» στην εξαήμερο: «Εστι δε ουδέν μαχόμενον τούτο τοις περί φωτός ειρημένοις. Τότε μεν γαρ αυτή του φωτός η φύσις παρήχθη, νυν δε το ηλιακόν τούτο σώμα, όχημα τω πρωτογόνω εκείνω φωτί κατεσκεύασται».


Το έτος 1965 οι Arno Penzias και Robert Wilson ανεκάλυψαν την ακτινοβολία μικροκυμάτων. Ο καθηγητής Γ.Κοντόπουλος παρατηρεί τα εξής: « η μόνη πειστική εξήγηση αυτής της ακτινοβολίας είναι, ότι προέρχεται από τα φωτόνια που γέμιζαν το σύμπαν, κατά την «εποχή της ακτινοβολίας», στα πρώτα στάδια της διαστολής του».

Και συνεχίζει με τα παρακάτω εξόχως διαφωτιστικά συμπεράσματα: «Καθώς το Σύμπαν διαστέλλεται, το μήκος κύματος των φωτονίων διαστέλλεται με τον ίδιο ρυθμό, όπως και οι αποστάσεις των Γαλαξιών και επομένως ελαττώνεται αντίστοιχα η συχνότητα και η ενέργειά τους. Η θερμοκρασία, που αντιστοιχεί στα φωτόνια, ελαττώνεται και αυτή με τον ίδιο ρυθμό και με αυτό τον τρόπο φτάνουμε στη σημερινή κατανομή των φωτονίων της ακτινοβολίας μικροκυμάτων που αντιστοιχεί περίπου σε 3 βαθμούς Kelvin». (Γ.Κοντοπούλου: Η ΔΟΜΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ εκδ.Β’ ΑΘΗΝΑ 1984).


Η ακτινοβολία μικροκυμάτων των 3 βαθμών Kelvin «είναι πράγματι η ηχώ της Δημιουργίας, ένα απομεινάρι της Μεγάλης Εκρήξεως, που μπορούμε να το φτάσουμε και να το αγγίξουμε με τα όργανά μας». Έτσι η ερώτηση «από πού προερχόμαστε» μετακινήθηκε στην εποχή μας από το βασίλειο της φιλοσοφίας στο Βασίλειο της Επιστήμης. Και πράγματι δεν θα παύσουμε να επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά τη βιβλική ρήση: «Κύριος έδωκεν ανθρώποις επιστήμην, ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού».


Η δημιουργία του φωτός και η εναλλαγή του με το σκότος ορίζει τα χρονικά διαστήματα ημέρα, εβδομάδα, έτος, αιών. Η μέτρηση του χρόνου καθορίζεται από τους φυσικούς «κύκλους», οι οποίοι ετέθησαν σε λειτουργία με το δημιουργικό «πρόσταγμα» του Θεού. Ο χρόνος και ο χώρος είναι ένα «μυστήριο» που απασχολεί και τη σύγχρονη επιστήμη, η οποία διατυπώνει «υποθέσεις» για να το εξιχνιάσει.

Κατά τη Βίβλο, κόσμος και χρόνος άρχισαν ταυτόχρονα να υπάρχουν και αυτό αποτελεί βασική αρχή της Αγιογραφικής Αποκάλυψης και της πατερικής σκέψης. Η ημέρα μπορεί να σημαίνει και ένα διάστημα χρόνου αρκετά μεγάλο: "Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου ως η ημέρα η χθές, ήτις παρήλθε."

Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει χαρακτηριστικά «καν ημέραν είπης, καν αιώνα, την αυτήν ερείς έννοιαν». Ο Αγιος Πατήρ, όμως, δεν προσπαθεί να χρονολογήσει την ηλικία της γης, αφού γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο ξεφεύγει από το σκοπό των ομιλιών του στη Γένεση. Ο καθηγητής Μ. Χ. Δερμιτζάκης αναφέρει μάλιστα πως ο Βασίλειος «δεν προσπάθησε να κάνει, ότι έκανε ο Αρχιεπίσκοπος Ιρλανδίας James Yssher, ο οποίος καθώρισε σαν χρονιά δημιουργίας της γης το 4004 π.Χ. όπως έγραφε, με βάση τη βιβλική χρονολόγηση». (Μ.Δερμιτζάκης, Γεωολογικές Προσεγγίσεις στην εξαήμερο).

Η βιβλική έννοια της ημέρας (και συνεπώς της ολοκλήρωσης της Δημιουργίας σε 6 ημέρες) υπήρξε και υπάρχει «σημείο αντιλεγόμενο» και αφορμή επικρίσεων εκ μέρους της «επιστημοσύνης», για αφελή-μυθική δήθεν αφήγηση κοσμο-γονίας. Για το λόγο αυτό χρειάζεται να επιμείνουμε στον ανθρωπομορφικό χαρακτήρα της αποκαλύψεως αφ’ ενός, και στους περιορισμούς της γλώσσας (και της νόησης) αφ’ ετέρου, ώστε να έχουμε σαφή διάκριση της επιστημονικής εννοιολογικής γλώσσας από την προφητική «ενορατική σύλληψη» του θεού και του κόσμου.

Πρόκειται για διαφορά «ποιοτική», η οποία χρήζει εμβαθύνσεως, διότι μόνον τότε έχει κανείς επίγνωση των διαφόρων τρόπων εκφράσεως και μπορεί να υπερ- βαίνει το πλαστό δίλημμα: θρησκεία η επιστήμη;


Σε κάθε περίπτωση έχομε διαφορετική αφήγηση ( κατά την μετα-μοντέρνα φιλοσοφία ). Ετσι ο άνθρωπος της πίστης οφείλει να γνωρίζει το εξής : «Ο Αποκαλυπτικός- βιβλικός λόγος έχει σωτηριολογική υφή και δεν συνιστά απλά μια «γνωσιολογική έρευνα» του κόσμου ή του ανθρώπου.


Πρώτιστα, αυτός ο λόγος καλεί σε αναγνώριση του όντως θεού- Δημιουργού ως κύριου και προνοητή του παντός (ακόμα και οι εκφράσεις Κύριος- Προνοητής έχουν συμβολικό χαρακτήρα, μιλάνε για το Θεό με εικόνες του κοινωνικού μου περίγυρου). Ο Αγιογραφικός λόγος δεν υπεισέρχεται σε «νοητικές» διεργασίες. Καλεί τον άνθρωπο να μην σέβεται τη φύση ως θεό, αλλά δι’ αυτής να ανάγεται στο Δημιουργό. Το δόγμα της Ορθοδοξίας κινείται σ’ αυτή τη σταθερή γραμμή Δημιουργία-Πτώση-Απολύτρωση και αυτή η σταθερή γραμμή (το Πιστεύω μας δηλαδή) συνιστά αποκεκαλυμένη αλήθεια και όχι εφεύρεση του νου μας.

Το βασικό ερώτημα του «γνωστικού» ανθρώπου μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Υπάρχουν Λογικές εξηγήσεις, όσον αφορά το Ορθόδοξο Δόγμα, το οποίο ασπαζόμαστε;

Οι Θείοι Πατέρες μας απαντούν πως χρειάζεται «εν ταπεινώσει» να υποδεχόμαστε, όσα υπερ- βαίνουν τα όρια των γνώσεών μας, να έχουμε υπακοή στο Θεϊκό λόγο και εμπιστοσύνη στο Δημιουργό. Παραλλάσοντας ένα λόγο του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού (σχετικό με την έκφραση «γέννηση» του Μονογενούς Υιού), θα μπορούσαμε να τον εφαρμόσουμε και στις εκφράσεις της Γενέσεως, οι οποίες αποτελούν «πρόσκομμα» σε όσους θέλουν να προσεγίσουν επιστημονικά τη Μωσαϊκή αφήγηση:


Δεν μπορεί για χάρη σου (εσένα, του γνωστικού) να αλλάξουμε την έκφραση «ημέρα», επειδή αυτή η έκφραση σε σκανδαλίζει για την «απλοϊκότητά» της, ώστε να αδυνατείς να παραδεχτείς τα όσα λέει η Βίβλος για την αρχή του κόσμου.


Ωστόσο μπορούμε να ικανοποιήσουμε κάποιες απορίες μας, όταν λάβουμε υπ’ όψιν με ποιους τρόπους μπορεί να εξηγηθεί η Μωσαϊκή αφήγηση (το ότι δηλαδή αναφέρει ημέρες και όχι, ας πούμε, μακρές χρονικές περιόδους):


Πρώτον: η εκδοχή του "παιδαγωγικού ποιήματος" : Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η αφήγηση της Γενέσεως είναι παιδαγωγικό ποίημα το οποίο με μία υποκειμενική επινόηση- σχήμα, κατανέμει το έργο της Δημιουργίας σε επτά ημέρες (έβδομη= ημέρα «αναπαύσεως του θεού») με σκοπό να δημιουργήσει αναλογία ανάμεσα στην ιουδαϊκή εβδομάδα και το Σάββατο αυτής αφ’ ενός και του Δημιουργού έργου αφ’ ετέρου.


Δεύτερον:η εκδοχή της οπτασίας : Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή η διαδοχή και η πρόοδος της δημιουργίας, φανερώθηκε με θεία οπτασία στον Αδάμ ή και στον Μωϋσή, όπως γίνεται σε μια κινηματογραφική ταινία. Η διαδοχή αυτή περιελάμβανε εικόνες που χαράκτηκαν βαθιά στη συνείδησή τους και έτσι εγράφη η αφήγηση της Γενέσεως του κόσμου «αποκαλυπτικώ τον τρόπο».


Τρίτον: η εκδοχή των μεγάλων χρονικών περιόδων : Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή , κάθε μια από τις ημέρες που αναφέρεται στη βιβλική αφήγηση της Δημιουργίας, είναι μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδος.

Χρειάζεται να κλείσουμε την αναφορά μας στην έννοια της «ημέρας» με την επισήμανση, πως η δημιουργική ενέργεια του Θεού, ουσιαστικά είναι ασύλληπτη από το νου του ανθρώπου. Μας αρκεί το γεγονός, ότι η ενέργεια αυτή βρίσκει τον καλύτερο δυνατό τρόπο αποδόσεώς της στην ανθρωπομορφική γλώσσα της βίβλου, και έτσι μπορούμε να προχωρούμε «εν πίστει» έχοντας εμπιστοσύνη στα όσα ο Θεός απεκάλυψε στους δούλους του, τους προφήτας και τους Αποστόλους.


ΚΕΙΜΕΝΟ 3Ο

ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ Και είπεν ο Θεός: "Γεννηθήτω Φως"

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ . ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4, σελ. 88.


ΗΗ πρώτη προσταγή του Θεού δημιούργησε το φως, εξαφάνισε το σκότος, διέλυσε τη σκυθρωπότητα, χαροποίησε τον κόσμο, έδωσε σε όλα μεμιάς όψη χαρούμενη και ήρεμη. Φάνηκε ο ουρανός, πού ήταν πρώτα σκεπασμένος με το σκοτάδι και ήταν τόση ή ομορφιά του, όση και τώρα μαρτυρούν τα μάτια μας. Ήταν λουσμένος με λάμψη ο αέρας, και μάλλον είχε διάχυτο μέσα του όλο το φως και σκόρ­πιζε παντού, ως τα πέρατά του, τα κύματα της λάμψης του, ψη­λά έφτανε μέχρι τον αιθέρα και τον ουρανό· στο πλάτος καταφώτιζε σε μια στιγμή όλα τα μέρη του κόσμου, κατά το βοριά και το νοτιά, την ανατολή και τη δύση.

Τέτοια πού είναι ή φύση του, λεπτή και διάφανη, δεν έχει ανάγκη το φως κάποιο διάστημα χρόνου στην κίνησή του. Όπως και τα βλέμματά μας πηγαίνουν χωρίς μεσολάβηση χρόνου σε ό,τι βλέπομε, έτσι και τα ακτινοβολήματα του φωτός τα δέχεται σε κάθε του άκρη ακαριαία,, ούτε στην ελάχιστη χρονική στιγμή.


Μετά τη δημιουργία του φωτός και ο αιθέρας γίνεται πιο ήρεμος, τα νερά πιο λαμπερά και δε δέχονται μόνο τη λάμψη αλλά στέλνουν κι από τον εαυτό τους, καθώς αντανακλούν το φως και τρεμολάμπουν αμέτρητες ακτίνες παντού από κάθε σημείο του νερού. Όλα τα άλλαξε η φωνή του Θεού και τα έκανε απαλότερα και πολυτιμότερα. Όπως, όσοι ερευνούν το βυθό της θάλασσας, ρίχνοντας λάδι, προκαλούν διαύγεια στα νερά, έτσι κι ο πλάστης των όλων με ένα λόγο πού είπε απίθωσε με μία στον κόσμο τη χάρη του φωτός.

«Γεννηθήτω φως» : και η προσταγή ήταν πράξη και πραγματο­ποιήθηκε μία ουσία πού δεν ήταν δυνατό στους λογισμούς των ανθρώπων ούτε και να σκεφτούν κάτι πιο ευχάριστο για την απόλαυση. Και όταν χρησιμοποιούμε, προκειμένου για το θεό, τις λέξεις φωνή και λόγος και προσταγή, δεν εννοούμε το θείο λόγο σαν ένα ήχο, πού δημιουργείται από φωνητικά όργανα ούτε κι έναν αέρα πού τον χτυπά η γλώσσα· νομίζομε ότι η τάση πού υπάρχει στο θέλημά του παίρνει το σχήμα προσταγής, για να είναι πιο ευσύνοπτη για όσους διδάσκονται.


«Και είδεν ο θεός το φως ότι καλόν». Τι έπαινο να πω εγώ για το φως, αφού πρόλα­βε και πήρε τη μαρτυρία του κτίστη του ότι" καλόν"; Αλλά και ο δικός μου λόγος αφήνει να κρίνουν τα μάτια σας, κι έτσι δεν έχω να πω τίποτα περισσότερο από όσα πριν από μένα μαρτυρεί η όραση. Αν όμως ή σωματική ομορφιά οφείλει την παρουσία της στη συμμετρία μεταξύ των μερών του σώματος και στο χρώμα, πού τα στολίζει, πώς μπορούμε να μιλούμε για ομορφιά του φωτός, πού είναι στη φύση του απλό και ομοιομερές; ή μήπως επει­δή για το φως η συμμετρία δεν επισημαίνεται στα μέρη του αλλά, στην έλλειψη λύπης και στη γλυκύτητα όταν το βλέπεις; Έτσι είναι ωραίο και το χρυσάφι, τραβάει το βλέμμα και προξενεί ευ­χαρίστηση όχι από τη συμμετρία των μερών του, παρά μόνο από το ωραίο χρώμα του. Κι ο αποσπερίτης είναι το ωραιότερο από τα αστέρια, όχι γιατί τα μέρη του έχουν την αναλογία πού πρέ­πει, παρά γιατί ρίχνει στα μάτια μία ήρεμη και γλυκιά λάμψη.

Έπειτα ο Θεός διατύπωσε αυτή την κρίση για το ωραίο, ασφα­λώς όχι γιατί αναφερόταν σε ό,τι φαίνεται ευχάριστο στα μάτια, αλλά προβλέποντας την ωφέλεια πού θα προξενούσε ύστερα. Γιατί ακόμα δεν υπήρχαν μάτια να ξεχωρίζουν την ομορφιά του φωτός.

Β.

«Και διαχώρισε ο Θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους». Τούτο θέλει να πει ότι ο Θεός έκανε τη φύ­ση του ενός ασυμβίβαστη με του άλλου και ολότελα αντίθετη, γιατί απομάκρυνε και χώρισε υπερβολικά το ένα από το άλλο . «Και έκάλεσεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος εκκάλεσε νύκτα». Τώρα βέβαια, αφού ο ήλιος έχει πια δημιουργηθεί, ημέρα είναι η ατμόσφαιρα πού φωτίζεται από τον ήλιο, όταν λάμπει στο ουράνιο ημισφαίριο πάνω από τη γη, και νύχτα ή συσκίαση της γης, πού προκαλείται από το κρύψιμο του ήλιου. Τό­τε όμως έγινε ημέρα και ακολουθούσε ή νύχτα όχι σύμφωνα με την κίνηση του ήλιου, αλλά με το πλημμύρισμα του πρωτογέννητου εκείνου φωτός και πάλι με το μάζεμα του, κατά το μέτρο πού ίδρυσε ο Θεός.


«Και εγένετο εσπέρα και έγένετο πρωί, ημέ­ρα μία». Η εσπέρα είναι το μεταίχμιο της ημέρας και της νύχτας· όμοια και το πρωί είναι το γειτόνεμα της νύχτας με τη μέρα· για να αποδώσει λοιπόν στην ημέρα τα πρωτεία της δη­μιουργίας, ανέφερε πρώτο της ημέρας το τέλος κι έπειτα της νύ­χτας, αφού ή νύχτα ακολουθεί την ημέρα. Γιατί ή κατάσταση πού επικρατούσε στον κόσμο πριν από την δημιουργία του φωτός δεν ήταν νύχτα αλλά σκοτάδι.

Ότι λοιπόν ονομάστηκε νύχτα, ονομάστηκε κατ' αντιδιαστολή προς την ήμερα, κι αυτό έλαβε και την ονομασία του μετά την ημέρα· « Έγένετο ουν εσπέρα» και «έγένετο πρωϊ» εννοεί το ημερονύκτιο. Και δεν το ονόμασε «ημέρα και νυξ» αλλά έδωσε όλη την ονομασία σε όποιο επι­κρατεί. Αυτή τη συνήθεια μπορείς να τη βρεις και σε όλη τη Γραφή· στη μέτρηση του χρόνου αριθμούνται ημέρες, κι όχι μαζί με τις ημέρες και οι νύχτες. Ό ψαλμωδός, για παράδειγμα, λέει: «Αι ημέραι των ετών ημών». Και ό Ιώβ πάλι: «Αι ημέραι της ζωής μου μικραί και πονηραί». Και πάλι: «Πάσας τας ημέρας της ζωής μου». Ώστε αυτά πού τώρα παραδόθηκαν για πληροφορία μας, αποτελούν νομοθεσία για τα παραπέρα .

Γ.

«Και έ­γένετο εσπέρα και έγένετο πρωί, ημέρα μία». Για ποιο λόγο δεν είπε πρώτη παρά μία; Μολονότι θα ήταν συνεπέστερο, αυτός πού ήταν να αναφέρει έπειτα δευτέρα και τρίτη και τετάρτη ημέρα να ονομάσει πρώτη, αυτήν πού αποτελούσε αρχή στις άλλες. Μόλον τούτο είπε μία. Ένας λόγος είναι ότι ήθελε να καθορίσει το μέτρο της ημέρας και της νύχτας, συνενώνοντας το χρόνο τον ημερονυκτίου, επειδή οι εικοσιτέσσερες ώρες συμπληρώνουν τω διάστημα μιας ημέρας, όταν εννοήσουμε δηλαδή, μαζί με την ημέρα και την νύχτα, ώστε κι όταν κατά τις τροπές του ήλιου συμβαίνει να μεγαλώνει ή μία απ’ αυτές, να περιορίζεται ωστόσο η διάρκεια και των δύο μέσα στον καθορισμένο χρόνο. Είναι σα να λέμε πώς το μέτρο των εικοσιτεσσέρων ωρών είναι το διά­στημα μιας ημέρας.

Άλλος λόγος. Ή αποκατάσταση του ουρανού στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε γίνεται σε μια ημέρα. Ώστε όσες φορές κατά την περιφορά του ήλιου έρχεται στον κόσμο το βράδυ και το πρωί, η περίοδος αυτή δε συμπληρώνεται σε χρόνο περισσότερο από το διάστημα μιας ημέρας.

Σημαντικότερος είναι ό λόγος πού παραδίδεται στα απόρρητα ότι ό Θεός, πού κατασκεύασε την ουσία του χρόνου, πού όρισε σαν μέτρα και σημάδια τα διαστήματα των ημερών και, μετρώντας τον με την εβδομάδα, ορίζει να ανακυκλώνεται πάντα η εβδομάδα, στον ε­αυτό της αριθμώντας την κίνηση του χρόνου. Την εβδομάδα πάλι τη σχηματίζει η μία ήμερα, επιστρέφοντας επτά φορές στην αρχή της· κι αυτό είναι το κυκλικό σχήμα, να αρχίζει από τον ε­αυτό του και να καταλήγει στον εαυτό του.

Αυτό είναι και το γνώρισμα του αιώνα, να άναδρομίζει στον εαυτό του και να μην έχει πέρας πουθενά. Γι' αυτό και ονόμασε την κεφαλή του χρό­νου όχι πρώτη ημεέρα παρά μία, ώστε να συγγενεύει με τον αιώνα κι από την ονομασία. Γιατί ταιριαστά και επιτυχημένα ονο­μάστηκε μία, αυτή που παρουσιάζει το γνώρισμα του μοναχικού, που δεν επικοινωνεί με άλλο.


Αν τώρα ή Γραφή μας αναφέρει πολλούς αιώνες μιλώντας σε διάφορα σημεία για «αιώνα αιώ­νος» και «αιώνας αιώνων» κι εκεί ωστόσο δε μας αριθμεί πρώ­το και δεύτερο και τρίτο αιώνα· ώστε από τούτο δηλώνονται σε εμάς πιο πολύ διαφορές ποικίλων πραγμάτων και καταστάσεων και όχι καθορισμοί και πέρατα και διαδοχές αιώνων. Μας λέει «Ημέρα Κυρίου μεγάλη και επιφανής». Και αλλού · « Ίνα τί υμίν ζητείν την ήμερα του Κυρίου; και αύτη εστί σκότος και ου φώς». Σκότος βέβαια για όσους αξίζουν το σκότος. Γιατί την ημέρα εκείνη ό θείος λόγος τη γνωρίζει ως ημέρα δίχως βράδιασμα, δίχως διαδοχή, δίχως τέλος· αυτήν ο ψαλμωδός την ονό­μασε ογδόη, επειδή βγαίνει από τα όρια του εβδομαδιαίου χρό­νου μας.

Ώστε είτε πεις ημέρα είτε αιώνα, ονομάζεις την ίδια έννοια. Είτε λοιπόν ονομαστεί ημέρα η κατάσταση εκείνη, είναι μία και όχι πολλές, είτε πάλι αποκληθεί αιών θα ήταν μοναχι­κός κι όχι πολλοί. Για να μεταφέρει λοιπόν την έννοια στη μέλ­λουσα ζωή, ονόμασε μία την εικόνα του αιώνα, την αρχή των η­μερών, τη συνομήλικη του φωτός, την αγία Κυριακή, πού έχει τιμηθεί με την ανάσταση του Κυρίου.

Μας λέει· «Έγένετο εσπέρα καί έγένετο πρωί, ημέρα μία». Αλλά νά πού τους λό­γους μας για την εσπέρα εκείνη τους πρόφτασε τό βράδυ αυτό, καί βάζουν ως εδώ τά οριά τους. Ο Πατέρας όμως του αληθινού φωτός, αυτός πού στόλισε τη μέρα μέ τό ουράνιο φως και έκανε τή νύχτα χαρούμενη μέ τίς λάμψεις του πυρός, και πού ομόρφυνε την ανάπαυση του μελλοντικού αιώνα μέ το νοερό και αδιάκοπο φώς, μακάρι νά φωτίσει τις καρδιές σας μέ την επίγνωση της α­λήθειας καί μακάρι νά κρατήσει τή ζωή σας μακριά από προ­σκόμματα, δίνοντας σας τή δυνατότητα νά περπατείτε κόσμια την ημέρα για νά λάμψετε, όπως ό ήλιος μέσα στη λαμπρότητα των αγίων, για καύχημα δικό μου, κατά την ημέρα του Χριστού. Σέ αυτόν η δόξα και δύναμη στους αιώνες των αιώνων.



ΤΟ ΦΥΤΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ



Εχει παρατηρηθεί ότι, όσες φορές ο Μ.Βασίλειος αναφέρεται στη δημιουργία του στερεώματος της γής, του ηλίου και της σελήνης, δανείζεται γνώσεις από την Αστρονομία και τη Φυσική, ενώ όταν αναφέρεται στη δημιουργία των φυτών και των ζώων δανείζεται γνώσεις από τις σύγχρονές του αντιλήψεις περί φυτών και ζώων (Μ.Δερμιτζάκης, Γεωλογικές προσεγγίσεις στην εξαήμερο, εκδ. Αρμός, σελ.125). Η διαδικασία της βλαστήσεως της γης για τον Μ.Βασίλειο είναι νόμος, θεσμοθετημένος από το Θεό. Γι’ αυτό και στην αφήγηση της δημιουργίας, προηγείται χρονικά η βοτάνη και ακολουθεί το ξύλο.


Είναι αξιοπρόσεκτο, πως η βλάστηση προηγείται της εμφανίσεως του ηλίου, ανατρέποντας έτσι την πεποίθηση, πως ο ήλιος είναι μοναδική πηγή της ζωής. Κατά τον Άγιο πατέρα, επειδή στους αρχαίους λαούς ήταν σύνηθες να θεοποιείται ο ήλιος (ως πηγή της ζωής) ο θεόπνευστος συγγραφέας της Γενέσεως, θέλοντας να εμποδίσει αυτή τη συνήθεια, παρουσιάζει τη ζωή να προηγείται του ηλίου. Άρα δεν είναι αυτός (ο ήλιος) ο Ζωοδότης Θεός, είναι ένα ακόμη κτιστό σώμα με σχετική σημασία.



Στο σημείο αυτό χρειάζεται να υπογραμμίσουμε, πως ο Μ.Βασίλειος δεν ασχολείται αποκλειστικά με την ερμηνεία του κειμένου της Αγ.Γραφής. Παρουσιάζει συγχρόνως τις φιλοσοφικές και επιστημονικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, πάνω στο θέμα που διαλαμβάνει η κάθε ομιλία (είτε δεχόμενος αυτές, είτε αποκρούοντάς τες). Ο Μ.Βασίλειος εκκινώντας από τη βιβλική αφήγηση, της οποίας μας δίδει το «περί-γραμμα», ενσωματώνει σ’ αυτήν «πάσαν την γνώσιν» της εποχής του, αφήνοντάς μας ένα αρχέτυπο σύνθεσης πίστης και γνώσης, κληρονομιά πολύ σημαντική για την ορθόδοξο απολογητική και ερμηνευτική Θεολογία.

Η ορθοδοξία δεν πολεμεί την επιστήμη διότι η έφεσις προς τη γνώση (το «ειδέναι» του Αριστοτέλη) αποτελεί βασικό γνώρισμα του ανθρώπινου βίου. Η Βίβλος βεβαιώνει πως: «Κύριος έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοι αυτού». Όμως, από την άλλη πλευρά η ορθοδοξία αρνείται την ιδεολογική χρήση της επιστήμης, στην περίπτωση που «εν ονόματι» της επιστημοσύνης καταλύεται ο απολυπτόμενος λόγος του Θεού και ιδιαίτερα σε θεμελιώδη σημεία, όπως είναι λ.χ. το Δόγμα της «εκ του μη όντος εις το Είναι» παραγωγής του κόσμου και του ανθρώπου, ή το δόγμα της συνεχούς φροντίδας του θεού για την τελείωση- πληρότητα –ανακαίνιση των πάντων.



Ο καθηγητής Ν. Ματσούκας σχολιάζοντας το θέμα της "αυτομάτου γενέσεως" γράφει τα ακόλουθα ( Θεολογία, Φιλοσοφία,Επιστήμη στην Εξαήμερο): « ενώ δεν υπάρχει ουσιαστική και φυσική συγγένεια ανάμεσα στον κτίστη και το κτίσμα, η σχέση της εξάρτησης δημιουργεί τον κρίκο της ενιαίας λειτουργικότητας φυσικής και μεταφυσικής διάστασης. Στα πλαίσια αυτής της εξάρτησης και της λειτουργικότητας είναι αδιανόητη κάθε αντίληψη για αυτόματη γένεση με την έννοια του τυχαίου και της έλλειψης κάθε αιτίας.


Ο Μ.Βασίλειος φτάνει στο σημείο να είναι κατηγορηματικός ως προς τον ισχυρισμό του ότι τίποτε πάνω στο σύμπαν δεν είναι «αναίτιο και αυτόματο». Τα πάντα κρύβουν μια απόρρητη σοφία. Αυτή η σοφία που κρύβεται στο καθετί, πρέπει να ερμηνευθεί με δυο κύριες σημασίες 1)το καθετί έχει δημιουργηθεί από μια υπέρτατη σοφία και 2) η δομή τού του πράγματος, κατά τη βαθύτατη εσωτερική σύσταση, έχει μια λογικότητα ή λογική διάρθρωση. Με άλλα λόγια, αυτό το πράγμα δεν έγινε μόνο από έναν σοφό, αλλά και μέσα του κρύβει μια μυστική σοφία, ανεξάρτητα από το αν σκέπτεται ή όχι. Η ίδια η λειτουργική του δομή έχει αυτή τη σοφία ή τη σοφή νομοτέλεια.

Ο ίδιος ο ανθρώπινος λόγος αδυνατεί με ακρίβεια να διεισδύσει μέσα α’ αυτή τη μυστική δομή και να διακρίνει «εναργώς» τις κρυμμένες αιτίες. Ο,τι μπορεί να κάνει ο ανθρώπινος νους είναι λιγότερο από ό,τι στην πραγματικότητα υπάρχει κρυμμένο στα σπλάχνα της πραγματικότητας. Έτσι μόνο θα μπορούσε να καταλάβει κανείς για ποιο λόγο δεν υπάρχει τίποτε το αναίτιο και το αυτόματο στον κόσμο. Η αδυναμία του νου να καταλάβει στην πληρότητα όλες τις λεπτομέρειες της φύσης, της ζωής και της ιστορίας οδηγεί τον άνθρωπο να πιστεύει ότι υπάρχει αυτό το αναίτιο ή τυχαίο και το αυτόματο.


Κατά βάση λοιπόν πρόκειται για αδυναμία ή άγνοια και όχι για τη δομή της ίδιας της πραγματικότητας. Εδώ ο Μ.Βασίλειος από τη μια μεριά μέσα στο καθετί βλέπει αιτία και σοφία- πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τον άνθρωπο- και απο την άλλη περιγράφει τα όρια των δυνατοτήτων του ανθρώπινου νου, ο οποίος μολονότι και αυτός είναι μεγάλος, σε σχέση όμως προς τη σοφία της φύσης και όλης της πραγματικότητας είναι μικρός, και μόνο περιορισμένη γνώση μπορεί να έχει από τις κρυμμένες αιτίες των πραγμάτων.

Μια σκόπιμη «αντιφατικότητα» και ένας συνδυασμός σκεπτικισμού και εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του νου διακρίνουν τη σκέψη του Μ.Βασιλείου, γιατί θέλει να είναι ειλικρινής και συνεπής προς την πίστη του στον άκτιστο παντοδύναμο δημιουργό και στο κτιστό πλάσμα του Θεού. Ούτε η φύση ούτε ο άνθρωπος μπορούν να νοηθούν τυχαίες εκφάνσεις μιάς πραγματικότητας ούτε ο ανθρώπινος νους αυτοδύναμος και ικανός για το καθετί.


Στα κτίσματα υπάρχουν όρια που δεν καταστρέφουν τη λογική και αρμονική τάξη, αλλά περιορίζουν στις σωστές διαστάσεις τις δυνατότητες για ένα παραπέρα προχώρημα και μια τέλεια αυτοδύναμη ανάπτυξη.


Τελικά ο άνθρωπος, όσο μεγάλος και αν είναι, δεν μπορεί να αναμετρηθεί μπροστά στα μυστικά και τη λειτουργικότητα της φύσης. Κοντά στα άλλα του χρειάζεται και η σχετική ταπεινοφροσύνη, που θα τον εντάξει στις σωστές του διαστάσεις. Από τη μια μεριά λοιπόν υπάρχει το τέλειο και λογικό δημιούργημα και απο την άλλη ο σκεπτικισμός ως προς τις δυνατότητες του λόγου να βρεί όλα τα μυστικά και τις κρυμμένες αιτίες των πραγμάτων.

Πάντως η απόρρητη σοφία και οι κρυμμένες αιτίες κάθε πράγματος, χωρίς να μπορούν να διερευνηθούν πλήρως και σε όλες τις διαστάσεις, γίνονται φανερές και πειστικές ως προς την ύπαρξη και τη μεγαλωσύνη τους από τα αποτελέσματα που μπορούμε απλώς να τα δούμε και να τα ψηλαφήσουμε.


Το ίδιο το νερό, λέγει ο Μ.Βασίλειος, που το απορροφούν οι ρίζες, αλλιώτικα τρέφει και μεγαλώνει τη ρίζα, αλλιώτικα τη φλούδα του κορμού, αλλιώτικα το ξύλο του δέντρου και διαφορετικά την ψίχα που είναι μέσα σ’ αυτό. Αυτή η θαυμάσια ποικιλία μέσα σε μια περιοχή του φυτικού βασιλείου και οι καταπληκτικές μετουσιώσεις δείχνουν πως υπάρχει μια σοφότατη αιτία, λογικά προικισμένη και δεμένη με μια σκοπιμότητα ασύλληπτη.


Το ίδιο το αποτέλεσμα μιλάει γι’ αυτή τη ζωντανή αιτία και πρέπει να είναι πειστικό, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη και πολύ φυσική αδυναμία του ανθρώπινου νου να διεισδύσει στο βάθος όλων των μυστικών της πραγματικότητας. Γι’ αυτό η αδυναμία του ανθρώπου να διερευνήσει κάθε αιτία δεν πρέπει να τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μέσα στον κόσμο υπάρχει το τυχαίο ή ότι ο ίδιος ο κόσμος είναι αποτέλεσμα του τυχαίου.

Ως ένα σημείο λοιπόν και από τη μια πλευρά μόνο, η έννοια της τάξης μέσα στο σύμπαν πηγάζει καταρχήν από τις βιβλικές και θεολογικές απόψεις για τη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό, που είναι προσωπικός και φυσικά η πηγή κάθε έλλογης πραγματικότητας. Ηδη ο οπαδός του βιβλικού κηρύγματος, πιστεύοντας βαθιά στην ύπαρξη του Θεού και τη δημιουργία και κυβέρνηση του κόσμου, όχι μόνο δεν καταλύει στη σκέψη του τη φυσική τάξη και τους νόμους, όπως κακώς πιστεύεται και μάλιστα και από μεγάλα μυαλά καμιά φορά, αλλά σχηματίζει μέσα του αυτή την παράσταση της αιτίας και του αποτελέσματος ή της φυσικής τάξης μέσα στον κόσμο.

Ο Μ.Βασίλειος με τη σειρά του, όπως και άλλοι πατέρες, καταπολεμώντας τη μαγεία και την αστρολογία, τόνισαν στο έπακρο μερικές φορές τη φυσική νομοτέλεια μέσα στο σύμπαν, την ανυπαρξία του τυχαίου και την ανάγκη φυσικής τάξης και σκοπιμότητας .

Βέβαια τόσο ο οπαδός της βιβλικής διδασκαλίας όσο και ο υψηλός θεολόγος δέχονται ότι ο Θεός είναι η μοναδική και πρώτη αιτία. Αλλά μια τέτοια παραδοχή, η οποία στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Θεός είναι προσωπικός και λογικός, δεν μπορεί ποτέ να αποκλείσει τη φυσική τάξη και τη νομοτέλεια, γιατί ο αποκλεισμός της ακριβώς θα οδηγήσει στην παραδοχή ενός θεού τυφλού, «απροαιρέτου» και απρόσωπου. Τη λογική λοιπόν και τη σκοπιμότητα θέλει ο πιστός μέσα στο σύμπαν και κατά αναπότρεπτη συνέπεια τη φυσική τάξη και τη νομοτέλεια.



ΚΕΙΜΕΝΟ 4Ο

ΤΟ ΦΥΤΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ » ΕΡΓΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4 σελ. 182.

Τι να πω και τι να αποσιωπήσω; ... Μέσα στους πλούσιους θησαυρούς της πλάσης είναι αδύνατο νά βρεις τον πιο ακριβό, και δυσβάστακτη η ζημιά από ό,τι παραμέρισες. «Νά βλαστήσει η γή κάθε λογής χόρτο». Να όμως που ξεπετιούνται μαζί με τα ωφέλιμα και τα δηλητηριώδη, μαζί με τό σιτάρι το κώνειο· μαζί με τα άλλα ωφέλιμα ο ελλέβορος, το σκορπιδόχορτο, ο μανδραγό­ρας η ο χυμός της παπαρούνας. Τι σημαίνει τούτο; Νά παραλείψομε νά τον ευχαριστήσομε για τα χρήσιμα και νά κατηγορήσομε το Δημιουργό για όσα φθείρουν τη ζωή μας; Δε θα σκεφτούμε και το άλλο, ότι δεν έχουν δημιουργηθεί όλα για την κοιλιά μας ; Αλλά οι τροφές που προορίζονται για μας είναι έτοιμες και δεν είναι πρόβλημα νά τις ξεχωρίσεις·

Καθένα όμως από όσα έχουν γίνει , εκπληρώνει το δικό του προορισμό μέσα στην κτίση. Τί θά ήθελες; Επειδή το αίμα του ταύρου είναι δηλητήριο για σένα, δεν έπρεπε να γίνει το ζώο ή νά γίνει αλλά νά μείνει χωρίς αίμα, κι ας έχει σε τόσα ανάγκη η ζωή μας τη δύναμή του;


Σου φτάνει το λογικό που έχεις μέσα σου, για νά αυτοπροφυλαχτείς από τά καταστρεπτικά. Καλά, τα πρόβατα καί οι αίγες δέ γνω­ρίζουν αυτά, πού ζημιώνουν τή ζωή τους, επειδή μπορούν νά ξεχωρίσουν το βλαβερό, μόνο με την αίσθηση· για σένα όμως που έχεις από πάνω και το λογικό και την ιατρική, πού ανακαλύπτει το χρήσιμο και την πείρα των προηγουμένων, που σου δείχνει πώς νά αποφεύγεις τα βλαβερά, για σένα, πες μου, είναι δύσκο­λο νά αποφύγεις τα δηλητήρια; Μα κι απ αυτά τίποτα δεν έγινε στα χαμένα, τίποτα δεν είναι άχρηστο. Είτε γιατί αποτελεί τρο­φή για κάποιο ζωντανό, είτε τό χρησιμοποιεί καί για μάς η ιατρι­κή, γιά να ανακουφίσει κάποιες παθήσεις μας.


Τό κώνειο, για παράδειγμα, το τρώνε τα ψαρόνια χωρίς νά παθαίνουν τίποτα, χάρη στην κατασκευή του οργανισμού τους. Εχουν στενούς πό­ρους που οδηγούν στην καρδιά και προφταίνουν νά αποβάλλουν όσο έφαγαν, προτού η ψύξη που προκαλεί προσβάλει τα βασικά όργανα. Ο ελλέβορος αποτελεί τροφή για τα ορτύκια και η κρά­ση τους κάνει να αποφεύγουν τη βλάβη. Και, σε κάποια περίστα­ση, αυτά τα ίδια είναι χρήσιμα και σ' εμάς. Με το μανδραγόρα οι γιατροί προκαλούν ύπνο και με το αφιόνι καταπραΰνουν τους δυνατούς πόνους. Μερικοί μάλιστα με το κώνειο έχουν κατα­στείλει τις αφηνιασμένες ορμές τους. Και με τον ελλέβορο έχουν ξεριζώσει πολλές χρόνιες παθήσεις. Ώστε η κατηγορία που νό­μιζες πως έχεις κατά του Δημιουργού, κατέληξε νά σου γίνει προσθήκη για ευχαριστία.



«Νά βλαστήσει η γη κάθε λογής χόρτο». Πόση έτοιμη τρο­φή αναφέρει κιόλας μέσα σε αυτά· τις ρίζες, τα ίδια τά χόρτα, τους καρπούς. Καί πόση τροφή πού παίρνομε με τη δουλειά μας και την καλλιέργεια της γης. Δεν πρόσταξε να ξεφυτρώσει αμέ­σως σπόρος και καρπός, αλλά να δώσει η γη βλάστηση και χλόη και τότε να την ολοκληρώσει στον καρπό, ώστε η πρώτη εκείνη διαταγή να γίνει μάθημα για την κατοπινή εφαρμογή της.

Πώς λοιπόν, λένε, η γη βγάζει τους σπόρους κατά είδος, όταν, ενώ σπέρνομε πολλές φορές σιτάρι, συγκομίζομε αυτούς τους μελα­νούς κόκκους; Τούτο όμως δεν είναι μεταβολή σε άλλο είδος, αλ­λά είναι σαν μία νόσος και μία ασθένεια του σπόρου. Γιατί δεν έ­χασε την ιδιότητα του σιταριού, αλλά μαύρισε από την καύση, όπως μπορούμε νά καταλάβουμε και από την ίδια την ονομασία: κάηκε από το υπερβολικό κρύο και άλλαξε χρώμα και γεύση.

Ωστόσο, λένε πάλι, πως όταν πετύχουν κατάλληλο χώμα και ευνοϊκούς καιρούς, ξαναγυρίζουν στην αρχική τους μορφή. Ώστε δε θα παρατηρήσεις τίποτα νά γίνεται στα φυτά αντίθετα με το πρόσταγμα. Η λεγόμενη πάλι ήρα και όσοι άλλοι νόθοι σπόροι έχουν αναμιχθεί με τους ωφέλιμους, πού η συνηθισμένη ονομασία τους στη Γραφή είναι ζιζάνια, δεν γίνονται από μία μεταλλαγή του σιταριού, αλλά από την αρχή που εμφανίστηκαν είχαν το δικό τους είδος.



Αυτά εικονίζουν τέλεια εκείνους πού παραποιούν τα διδάγματα του Κυρίου και δεν είναι γνήσιοι μαθητές του λόγου του, αλλά έχουν διαφθαρεί από τη διδασκαλία του πονηρού και αναμιγνύονται στο υγιές σώμα της Εκκλησίας. Αυτοί, χωρίς νά φαίνονται, μεταφέρουν τις δικές τους βλάβες σε όσους δεν έχουν προσβληθεί. Και ο Κύριος παραλληλίζει ακόμη την τελειοποίηση όσων πίστεψαν σε αυτόν με την εξέλιξη των σπόρων. Είναι όπως ό άνθρωπος, λέει, όταν ρίξει το σπόρο στη γη, πού κοιμάται και ξυπνά τη νύχτα και τη μέρα και ό ίδιος δεν τό ξέρει αλλά ο σπόρος φυτρώνει και μεγαλώνει. Γιατί από μόνη της η γη βγάζει πρώτα το χόρτο, έπειτα το στάχυ και μέσα στο στάχυ τελειωμένο έπειτα το σιτάρι.

Β.

«Νά βλαστήσει η γη κάθε λογής χόρτο». Και με ακαριαία ταχύτητα η γη, αρχίζοντας από τη βλάστηση, για νά φυλάξει τους νόμους του Δημιουργού, αφού πέρασε από κάθε στάδιο της αύξησης, έφερε τά φύτρα χωρίς λοξοδρομίσματα στην τελειότητα τους. Και να τώρα, λιβάδια βαθιά με άφθονο χόρτο και γόνιμες πεδιάδες να κυματίζουν από τα γεννήματα και την κίνηση των σταχυών και να δίνουν την εικόνα θάλασσας με τα κύματά της. Κάθε χόρτο και κάθε είδος λαχανικού και μικροβότανου η όσπριου, άφθονα υψωνόνταν τότε στη γη.

Γιατί από όσα τότε είχαν γίνει τίποτα δεν ήταν αποτυχημένο ούτε η απειρία των γεωργών, ούτε οι κακοί καιροί, ούτε καμιά άλλη αιτία κατέστρεφε όσα είχαν γίνει. Ούτε και η καταδίκη του ανθρώπινου γένους εμπόδιζε την ευφορία της γης. Γιατί όλα αυτά ήταν προγενέστερα από την αμαρ­τία, πού έγινε αιτία νά καταδικαστούμε νά τρώμε το ψωμί μας με τον ιδρώτα του προσώπου μας.


Αλλά λέει· «Και κάθε δέντρο καρποφόρο που νά δίνει καρπούς και πού οι σπόροι του είναι μέσα, ανάλογα με το είδος του και την ομοιότητά του επάνω στη γη». Στο λόγο αυτόν όλες οι λόχμες πύκνωσαν από τη βλάστηση κι όλα τα δέντρα άρ­χισαν νά ψηλώνουν κι όσα έχουν στη φύση τους νά ανεβαίνουν σε μεγάλο ύψος, τα έλατα και τα κέδρα και τα κυπαρίσσια και τα πεύκα κι όλοι οι θάμνοι, έβγαλαν αμέσως γύρω κλαδιά και φούντωσαν και τα λεγόμενα φυτά των στεφανιών, οι τριαντα­φυλλιές και οι μυρσίνες και οι δάφνες, σε μία αστραπιαία κίνηση του καιρού, ενώ δεν ήταν πρώτα πάνω στη γη, μπήκαν στην ύπαρξη, καθένα με δικό του γνώρισμα· τα χώριζαν από τα άλλου είδους φυτά ολοφάνερες διαφορές, Διακρινόταν όμως και καθένα από το δικό του χαρακτηριστικό. Μόνο που το τριαντάφυλλο ή­ταν κάποτε χωρίς αγκάθια · αργότερα την ομορφιά του άνθους τη συνόδεψε το αγκάθι, για νά έχουμε πλάι - πλάι στη γλυκιά από­λαυση και τη λύπη κοντινή, να θυμόμαστε την αμαρτία, πού εξ αιτίας της καταδικάστηκε η γη νά βγάζει για μας αγκάθια και τριβόλους.

Γ.

Αλλά η γή πήρε διαταγή, λένε, να βγάζει «και κά­θε καρποφόρο δέντρο να δίνει καρπό επάνω στη γή». Βλέπομε όμως πολλά δέντρα, που δεν έχουν ούτε καρπούς ούτε σπόρους. Τι θα πούμε λοιπόν; Οτι τα πολυτιμότερα για τη φύση έτυχε νά προηγηθούν στη μνημόνευση; Έπειτα, σε έναν πού θεωρεί λεπτομερώς, θα φανούν όλα ή ότι έχουν σπόρους ή κάτι πού ισο­δυναμεί με σπόρους. Και οι μαύρες λεύκες και οι ιτιές και οι φτε­λιές και τά παρόμοια φανερά δέ δίνουν νομίζεις κα­νένα καρπό· αλλά αν εξετάσει κανείς καθένα από αυτά λεπτομερώς, θα διαπιστώσει πώς έχει σπόρο. Γιατί ο κόκκος κάτω από τό φύλ­λο, που μερικοί από όσους ασχολήθηκαν με τις ονοματοθεσίες τον λένε μίσχο, έχει δύναμη σπόρου. Όσα πολλαπλασιάζονται από κλαδιά, από εκεί συνήθως βγάζουνε ρίζες. Ίσως έχουνε θέση σπόρου και οι παραφυάδες από τις ρίζες, πού οι φυτοκόμοι τις αποσπούν, και πολλαπλασιάζουν το είδος. Είπαμε όμως ότι πρώ­τα αξιώθηκαν να μνημονευτούν αυτά πού συντελούν περισσότερο στη ζωή μας, όσα ήταν νά περιποιούνται τον άνθρωπο μέ τους καρπούς τους και νά του ετοιμάζουν άφθονη τροφή.


Το αμπέλι, για παράδειγμα, που παράγει το κρασί, που προορίστηκε «να ευφραίνει την καρδιά τον ανθρώπου», και η ελιά πού μας δίνει το καρπό της με τη δύναμη «να φαιδρύνει με λάδι το πρόσωπο». Πόσα δημιουργούσε η φύση και κατευθύνονταν όλα μαζί με βία στο ίδιο το δημιούργημα! Τη ρίζα του κλήματος, τις κληματόβέργες ολόγυρα, ακμαίας και μακριές να απλώνονται πάνω από τη γή, το βλαστό, τους έλικες, τις αγουρίδες, τά τσαμπιά. Σου φτάνει να δεις με συνετό βλέμμα και το αμπέλι, μόνο γιά να σου κάνει υπόμνηση για τη φύση σου.


Θυμάσαι ασφαλώς την εικόνα του Κυρίου : για τον εαυτό σου αποκαλεί τον εαυτό του κλήμα και τον πατέρα του γεωργό κι όλους εμάς , που έχουμε φυτευτεί με την πίστη μέσα στην Εκκλησία, μας ονόμασε κλημα­τόβεργες. Και μας προσκαλεί να δώσουμε πολλούς καρπούς για νά μή μας καταλογιστεί αχρηστία και παραδοθούμε στη φωτιά.

Δε σταματά νά εξομοιώνει τις ψυχές των ανθρώπων με κλήμα­τα. Λέει: « Ό αγαπημένος μου φύτεψε αμπέλι πάνω σε λόφο, σε γη γόνιμη» και «φύτεψα αμπέλι κι έκανα ολόγυρα φρά­χτη». Με το αμπέλι, είναι φανερό εννοεί τίς ανθρώπινες ψυχές και ο φράχτης που τους έβαλε ολόγυρα, είναι η ασφάλεια με τις εντολές και η φρούρηση με τους αγγέλους. «.Γύρω από όσους φοβούνται τον Κύριο θα στήσει το στρατόπεδο του, ο άγγελός του». Έπειτα έμπηξε για χάρη μας, σαν πασσάλους σέ χαρά­κωμα τοποθετώντας στην Εκκλησία, πρώτα αποστόλους έπειτα προφήτες, έπειτα δασκάλους. Ανέβασε ψηλά τα φρονήματά μας με τα παραδείγματα των παλαιών και μακαριστών ανδρών, δεν τα άφησε πεταμένα κάτω κι άξια νά ποδοπατιούνται. Θέλει ακόμα με το αγκάλιασμα της αγάπης σαν με κάποιους έλικες να ανεχόμαστε τους αδελφούς μας και νά βρίσκομε ανάπαυση σε αυτούς.

Έτσι έχοντας πάντοτε την ορμή προς τα άνω, ας προσπα­θούμε νά εξισώνομε τον εαυτό μας με τις κορυφές των πιο ψη­λών, ιδίως μερικές αναδενδράδες. Απαιτεί από μας να παραδεχόμαστε και το σκάψιμο. Το σκάψιμο της ψυχής είναι η απόθεση των φροντίδων του κόσμου, που αποτελούν βάρος για τις καρ­διές μας.

Ώστε, όποιος αποθέσει τη σαρκική αγάπη και τη φιλία προς τα χρήματα ή όποιος θεωρεί άξιο για φτύσιμο και για περι­φρόνηση το κακόμοιρο τούτο δοξάριο, είναι σα νά δέχτηκε σκάψι­μο και ανακουφίστηκε αποτινάζοντας το μάταιο βάρος του γήι­νου φρονήματος. Και κατά το λόγο της παροιμίας δεν πρέπει «νά ρουμανιάζομε», να πολιτευόμαστε δηλ. επιδεικτικά, ούτε νά κυνηγούμε τον έπαινο των απέξω, αλλά νά είμαστε γεμάτοι καρπό, αποταμιεύοντας για τον αληθινό γεωργό. Εσύ νά είσαι «σαν ελιά κατάκαρπη στην αυλή τον Θεού, χωρίς νά μένεις ποτέ γυμνός από ελπίδα, αλλά νά είναι ζωντανή πάντοτε για σένα η σωτηρία με την πίστη.



ΤΟ ΖΩΪΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΣΣτις τελευταίες ομιλίες της εξαημέρου γίνεται λόγος για υδρόβια ζώα, ερπετά, έντομα και χερσαία ζώα, τα οποία σύμφωνα με το βιβλικό κείμενο δημιουργήθηκαν την πέμπτη και την έκτη ημέρα. Ενδιαφέρον στο λόγο του Μ.Βασιλείου, παρουσιάζουν στοιχεία, που μαρτυρούν γνώση περί της κατανομής των ιχθύων, των ιδιοτήτων των οστράκων, της διαφοροποιήσεως των οργανισμών, της ταξινομήσεως του Ζωϊκού Βασιλείου αλλά και μια τάση καθορισμού της ονοματολογίας των ειδών . (Μιχ. Δερμιτζάκης, Γεωλογικές προσεγγίσεις στηνΕξαήμερο, σελ.157).. Ο Άγιος Πατήρ προβαίνει, συν τούτοις, και σε παρ/σεις επί των άκρων των ζώων και των γενικότερων αυτών χαρακτηριστικών, και διατυπώνει προβληματισμούς για τον πολλαπλασιασμό των ζώων.

Ο καθηγητής Μιχ.Δερμιτζάκης στο σημείο αυτό εξαίρει την συνεισφορά του Αγίου στην ερμηνεία της Δημιουργίας, γράφοντας τα παρακάτω άκρως σημαντικά, ιδιαιτέρως για τους θιασώτες της εξελικτικής θεωρίας της εποχής μας :

Δίχως αμφιβολία , η πιο εντυπωσιακή άποψη του Μ.Βασιλείου είναι η εξήγηση που δίνει για τον πολλαπλασιασμό των ζώων, λέγοντας πως οι απαρχές κάθε ΓΕΝΟΥΣ, σε σπερματική κατά τινα τρόπο κατάσταση αποταμιεύονται με το θείο πρόσταγμα στη φύση. Από το αποταμιευτικό κεφάλαιο, ρυθμίζεται μετά η ανάγκη του «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», ενώ εντυπωσιακότερη ακόμη είναι η άποψή του για τη ζωογόνο δύναμη της γης να παράγει οργανισμούς, χωρίς τη συνδρομή αβγών ή άλλων μικρό- οργανισμών. Εδώ με κανένα τρόπο δεν πρόκειται για αυτόματη γένεση. Και αυτό συμβαίνει, όχι γιατί ο Μ.Βασίλειος δέχεται ως πρώτη αιτία το θείο πρόσταγμα, αλλά γιατί δεν θεωρεί τη Γη άμοιρη ζωτικής δυνάμεως.

Γι’ αυτό, με μεγάλη άνεση ερμηνεύει μια πλάνη και άγνοια των ανθρώπων της εποχής εκείνης, αποδίδοντας την παραγωγή αυτή στη ζωογόνο δύναμη της Γης. Στην προκειμένη περίπτωση το ενδιαφέρον του δεν βρίσκεται στην εσφαλμένη αντίληψη, αλλά στην πίστη του, ότι η Γη έχει τέτοιες δυνατότητες. Η ίδια η Γη, τα φυτά και τα ζώα, βρίσκονται σε διαρκή κίνηση σ’ έναν ακατάπαυστο οργασμό, που βασίζεται στη δική τους προικισμένη κατάσταση, σε μια νομοτέλεια που πήρε την αρχή από τη θεία δημιουργική ενέργεια.

Σύμφωνα πάλι και με τη σύγχρονη έρευνα ο κόσμος δεν είναι στάσιμος και αναλλοίωτος αλλά «εν διαρκεί εξελίξει». Νόμος της Φύσεως δεν είναι η στασιμότητα, αλλά η μεταβλητότητα. Κάθε είδος οργανισμού είναι σε άμεση αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του. Οι αλλαγές στο φυσικό και βιοτικό περιβάλλον ενός είδους, μπορούν να προκαλέσουν την εξαφάνισή του. Από γενιά σε γενιά, ένα είδος υφίσταται αλλαγές στα χαρακτηριστικά του. Οι αλλαγές αυτές, που συνιστούν την οργανική εξέλιξη, είναι τυχαίες και χωρίς απώτερο σκοπό, αλλά με την πάροδο του χρόνου, μπορούν να δώσουν γένεση σε νέα είδη οργανισμών. (Μιχ. Δερμιτζάκη, ό.π , σελ.159-161).

Υπάρχουν στην Εξαήμερο τόσες πολλές και θαυμαστές λεπτομέρειες από την ύπαρξη του Ζωϊκού Βασιλείου, που στοχεύουν στην πρόκληση θαυμασμού μπροστά στη θεϊκή σοφία. Θέλει ο Μ.Βασίλειος να μας δώσει συγκεκριμένα παραδείγματα- ίχνη αυτής της σοφίας, καλώντας μας σε αγώνα για απόκτηση των αρετών, τις οποίες άλλωστε η ίδια η φύση των αλόγων ζώων μας διδάσκει.

Τονίζεται με έμφαση το γεγονός της αδίδακτης γνώσης, την οποία έχουν πολλά ζώα στο τρόπο διαβίωσής τους. Κάποιες μάλιστα φορές ο Άγιος μέμφεται τους ανθρώπους, που υστερούν απέναντι στων ζώων (στην ηθική πλευρά της ζωής τους) όταν λ.χ. δεν δείχνουν αγάπη προς τα παιδιά τους (την οποία, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να διδάσκονται από το ζωϊκό βασίλειο).

Αυτός είναι ο λόγος που τα κείμενα του Αγίου έχουν διαχρονικό κύρος, παρά την τόση πρόοδο της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, σήμερα. Αν, μάλιστα, υπολογίσουμε την εν ονόματι της προόδου οικολογική καταστροφή που προξενεί ο σύγχρονος άνθρωπος στο περιβάλλον του, δεν έχουμε παρά να παραδεχθούμε την υπεροχή της πατερικής ηθικής έναντι της «ηθικής» των γνωστικών μας.


Αν καταφέρουμε να διαβάσουμε και σήμερα το βιβλίο του κόσμου (Liber mundi, όπως γράφει ο άγιος Αυγουστίνος), ούτε η αστρονομία, ούτε η φυσική, ούτε η βιολογία, φυτολογία, ζωολογία, η ανθρωπολογία- ιατρική κλπ μπορεί να προσβάλλουν τις αλήθειες της αποκαλύψεως, οι οποίες μόνο με εμπιστοσύνη στο Ενθεο Σοφία γίνονται δεκτές στη ζωή μας.

Αν, από την άλλη πλευρά, οι «επί μέρους» επιστήμες οδηγούν σε άρνηση οποιασδήποτε πραγματικότητας «υπεράνω» του ανθρώπου, τούτο δεν μπορούν να το κάνουν παρά μόνον με γενικεύσεις- θεωρίες ( δηλαδή με μετα-φυσικές αρχές, τις οποίες αρνούνται, όταν πρόκειται για πίστη σε θεό- πατέρα- προνοητή ), που εξέρχονται από τα όρια της επιστημονικής αντικειμενικότητας.

Αυτό το τελευταίο η ορθόδοξη θεολογία χρειάζεται να το βεβαιώνει επιτακτικά προς τον σύγχρονο άνθρωπο, «διαλύοντας» κάθε σύγχυση σχετικά με την «επιστημονική αθεϊα» της εποχής μας, η οποία επιχειρεί να εγκαθιδρυθεί ως αλήθεια, αρνούμενη το γεγονός της Δημιουργίας.



ΚΕΙΜΕΝΟ 5Ο

ΤΟ ΖΩΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τ. 4, σελ. 346.

( Α' ΜΕΡΟΣ )



«Να βγάλει η γή ψυχή ζωντανή». Δεν ήταν χωμένη μέσα στη γη η ψυχή των αλόγων ζώων και βγήκε στο φανερό, αλλά έ­λαβε ύπαρξη μαζί με τη διαταγή. Και είναι μία η ψυχή των αλό­γων ζώων. Γιατί είναι ένα αυτό, πού αποτελεί το χαρακτηριστι­κό της γνώρισμα, η αναλογία πού την χαρακτηρίζει.

Κάθε ένα ζώο ξεχωρίζει με ιδιαίτερα γνωρίσματα. Το βόδι είναι σταθερό, ο γάιδαρος είναι νωθρός, ολόθερμο το άλογο στον πόθο του θη­λυκού , ανήμερος ο λύκος, η αλεπού πονηρή, το ελάφι δειλό, ερ­γατικό το μυρμήγκι, σε διασκεδάζει το σκυλί και θυμάται το φί­λο του. Το κάθε ένα, μαζί με τη δημιουργία του πήρε και το ιδιαίτερο γνώρι­σμα της φύσης του.

Γεννήθηκε μαζί με το λιοντάρι κι ο θυμός του, η μοναχικότητα στην ζωή του, η έλλειψη επαφής με τα άλλα λιοντάρια. Σαν ένας βασιλιάς των αλόγων ζώων, εξαιτίας της υπεροχής της φύσης του, δεν καταδέχεται να είναι ίσο με τα άλλα. Αυτό αρνείται τη χθεσινή τροφή, δεν καταδέχεται ούτε τα απομεινάρια από το ίδιο του το θύμα. Έδωσε η φύση σε αυτό τέτοια φωνητικά όργανα, ώστε πολλά ζώα, αν και το ξεπερνούν στην ταχύτητα, πολλές φορές πιάνονται εξαιτίας του βρυχηθμού του και μόνο.

Εξάλλου ο πάνθηρας είναι γρήγορος σαν αστραπή κι απότομος στης ορμές του. Το σώμα του είναι κατάλληλο, με ε­λαστικότητα και ελαφράδα πραγματοποιεί τις| επιθυμίες του. Η αρκούδα έχει φύση νωθρή, ο χαρακτήρας της ιδιότροπος, ύπου­λη, κρύβει βαθιά τις διαθέσεις της. Όμοιο είναι και το σώμα πού περιβάλλεται, βαρύ, δεμένο, μονοκόμματο, όπως ταιριάζει σε ζώο πού μένει στη φωλιά του σε χειμέρια νάρκη.

Αν εξετάζομε με το νου μας πόση αδίδακτη και φυσική πρόνοια της ζωής τους, υπάρχει μέσα σε τούτα τα άλογα ζώα, σίγουρα θα δραστηριοποιηθούμε και θα προνοήσομε πώς θα φυλαχτούμε και πώς θα σώσομε τις ψυχές μας και θα κατακριθούμε ακόμα περισσότερο, όταν βρεθούμε νά είμαστε κατώτεροι και στη μίμησή μας προς τα ζώα.


Η αρκούδα πολλές φορές καταπληγωμένη από βαθιά τραύματα, αυτοθεραπεύεται κλείνοντας τις πληγές της με κάθε τρόπο, με το φλόμο αυτόν πού έχει φυσική ξηρότητα. Μπορείς να δεις και την αλεπού νά γιατροπορεύεται μόνη της, χρησιμο­ποιώντας το δάκρυ του πεύκου. Η χελώνα, όταν γεμίσει την κοιλιά της με σάρκες έχιδνας, αποφεύγει τη βλάβη από το δηλη­τήριο, με την αντίθετη επίδραση της ρίγανης. Και το φίδι πάλι γιατρεύει τα μάτια του τρώγοντας μάραθα.

Οι προγνώσεις πάλι των καιρικών μεταβολών, ποια λογική σοφία δεν κρύβουν; Βλέ­πεις το πρόβατο, όταν πλησιάζει κακοκαιρία, νά τρώει λαίμαρ­γα την τροφή του, σαν νά κάνει προμήθειες για νά αντιμετωπίσει την ανέχεια που το περιμένει. Τα βόδια, κλεισμένα πολύν καιρό κατά την περίοδο του χειμώνα, όταν πλησιάζει πια ή άνοιξη, νιώθουν τη μεταβολή με τη φυσική αίσθηση πού έχουν και βλέ­πουν προς την πόρτα του βουστάσιου, κι όλα αλλάζουν όψη σαν μ’ ένα σύνθημα. Μερικοί μελετηροί μάλιστα παρατήρησαν ότι κι ο σκαντζόχοιρος μηχανεύθηκε διπλές εισόδους στην υπόγεια φωλιά του για νά αναπνέει : όταν είναι νά φυσήξει βοριάς, φράζει καλά τη βορινή είσοδο κι όταν πάλι φυσάει νότος, προς τη βορινή τρα­βιέται.


Ποια υπόδειξη γίνεται με αυτά σ' εμάς τους ανθρώπους; Όχι μόνο η φροντίδα του δημιουργού δεν αφήνει τίποτα απ’ ξω, αλλά ότι και τα άλογα ζώα έχουν κάποια αίσθηση του μέλ­λοντος, ώστε κι εμείς να μην καταπονούμαστε για την παρούσα ζωή, αλλά όλο το ενδιαφέρον μας να στρέφεται προς το μελλοντικό αιώνα.

Δε θα κοπιάσεις, άνθρωπέ μου, για τον εαυτό σοι ; Δε θα προετοιμάσεις από τώρα στην παρούσα ζωή τις αναπαύ­σεις του μέλλοντος, βλέποντας το παράδειγμα του μυρμηγκιού; Αυτό το καλοκαίρι μαζεύει και αποθηκεύει την τροφή του χειμώ­να και δεν αναβάλλει τη δουλειά από οκνηρία, αφού ακόμα δεν έφτασαν οι ανάγκες του χειμώνα, αλλά εντείνει τις δυνάμεις του προς εργασία με μια ανυποχώρητη σπουδή, έως ότου συγκεν­τρώσει στις αποθήκες του την τροφή πού του είναι αρκετή.

Αλ­λά κι αυτό δεν τό κάνει με αδιαφορία αλλά με κάποια σοφή σκέψη μη­χανεύεται τη μεγαλύτερη διάρκεια της τροφής. Κόβει με τα δόν­τια του το μέσο των σπόρων, για νά μη ξεφυτρώσουν και δεν μπορεί νά τους χρησιμοποιήσει για τροφή. Κι όταν δει ότι έχουν βραχεί, τους στεγνώνει. Και δεν τους βγάζει για στέγνωμα με όποιον καιρό, παρά όταν νοιώσει οτι ό καιρός διατηρείται καλός. Και μη σε νοιάζει, δε θα δεις βροχή να πέφτει από τα σύννεφα, όσον καιρό είναι απλωμένο έξω το σιτάρι των μυρμηγκιών. Ποιος λόγος θα το πει; Ποια ακοή θά τό ακούσει; Ποιος χρόνος είναι αρκετός για νά εκθέσει κανένας και να διηγηθεί τα θαυμά­σια του δημιουργού; Ας πούμε κι εμείς μαζί με τον προφήτη «Ώς έμεγαλύνθη τα έργα σον, Κύριε πάντα εν σοφία έποίησας».


Δε θα είναι επαρκής η απολογία μας, όταν πούμε ότι δεν έχομε διδαχτεί από τα βιβλία όσα μας συμφέρουν, αφού μας έ­δωσε την εκλογή του ωφέλιμου για μας ο νόμος της φύσης, πού δε διδάσκεται. Ξέρεις ποιο είναι το καλό πού θα κάνεις στο δι­πλανό σου; Αυτό πού θέλεις να κάνει σ' εσένα κάποιος άλλος. Και ξέρεις ποιο είναι το κακό; Αυτό πού δε θα προτιμούσες νά πάθεις ο ίδιος. Καμμιά φαρμακευτική τέχνη και εμπειρία με τις ρίζες και τα βότανά της δεν έμαθε στα άλογα ζώα τι τα ωφελεί, αλλά από τη φύση καθένα ζώο εξασφαλίζει τη σωτηρία του· και έχει μια εξοικείωση προς το φυσικό, πού δε λέγεται με λόγια.


Κι εμείς έχομε τις αρετές από τη φύση και η συγγένεια της ψυχής μας με αυτές δε γίνεται με διδασκαλία ανθρώπων, αλλά υ­πάρχει από τη φύση μέσα της. Όπως δε μας μαθαίνει καμμιά δι­δασκαλία να μισούμε την ασθένεια, αλλά έχομε από ένστικτο μέ­σα μας το μίσος για όσα μας προκαλούν πόνο, έτσι κι ή ψυχή μας διαθέτει μία δύναμη να αποφεύγει το κακό. Και κάθε κακό είναι μία ασθένεια της ψυχής, ενώ η αρετή είναι η υγεία της. Είναι ε­πιτυχημένος ο ορισμός πού έδωσαν μερικοί, ότι ή υγεία είναι ή ι­σορροπία των φυσικών μας λειτουργιών. Αυτό όταν το μεταφέρει κανείς και στην ευεξία της ψυχής, δε θα αστοχήσει το ορθό.

Γι' αυτό η ψυχή χωρίς διδασκαλία επιθυμεί το δικό της και το φυ­σικό σε αυτή. Και γι' αυτό όλοι επαινούν τη σωφροσύνη, αποδέχονται τη δικαιοσύνη, θαυμάζουν την ανδρεία, εκτιμούν πολύ τη φρόνηση. Και αυτά είναι πιο συγγενικά στην ψυχή από ό,τι η υγεία του σώματος.


«Τα παιδιά, νά αγαπάτε τους πατέρες σας. Οι γονείς πάλι, μη παροργίζετε τα παιδιά σας». Μήπως και ή φύση δε λέει τα ίδια; Δε συμβουλεύει τίποτα το καινούργιο ο Παύλος, αλλά σφίγγει περισσότερο τα δεσμά της φύσης. Αν ή λέαινα αγαπά τα παιδιά της, κι ο λύκος αγωνίζεται για τα λυκόπουλά του , τι να πεί ο άνθρωπος πού και την εντολή παρακούει αλλά και τη φύση καταστρατηγεί, όταν παιδί προσβάλλει τα γηρατειά του πατέρα του, η πατέρας, με δεύτερους γάμους, ξεχνά τα παι­διά του από τον πρώτο; Θαυμαστή είναι η στοργή των παιδιών και των γονέων μεταξύ τους στα άλογα ζώα, διότι ο Θεός που τα δημιούργησε αναπλήρωσε την έλλειψη του λογικού με την περισσή δύναμη των αισθητηρίων.



Πώς τό αρνί μέσα σε αμέτρητα πρόβατα κατάλαβε το χρώμα και τη φωνή της μητέρας του, και πηδώντας από τα μαντριά τρέχει προς τό μέρος της αναζητών­τας τις γαλατοφόρες πηγές που είναι δικές του; Κι αν βρει φτωχικές τις θηλές της μητέρας του, αρκείται σε αυτές και αδιαφορεί για πολλά μαστάρια πού σπαργούν.


Και πώς η μητέρα σε χίλια αρνιά αναγνωρίζει το δικό της; Η φωνή τους είναι μία, το χρώ­μα ένα, η μυρωδιά σε όλα όμοια, όπως την νοιώθει ή δική μας όσφρηση, διαθέτουν όμως αυτά κάποια αίσθηση, πιο δυνατή από τη δική μας αντίληψη και μέ αυτήν μπορεί το καθένα νά ανα­γνωρίζει το δικό του. Δεν έχει ακόμα δόντια το λυκόπουλο κι όμως με το στόμα αποκρούει αυτόν που το πείραξε. Δεν έχει το μοσχάρι κέρατα, αλλά γνωρίζει πού θα φυτρώσουν τα όπλα του.

Αυτά δείχνουν ότι κανένα από τά όντα δεν έχει δεχτεί διδασκα­λία, αλλά και τίποτα σε αυτά δεν είναι άταχτο και ακαθόριστο, παρά έχουν όλα το σημάδι της σοφίας του δημιουργού, αποδει­κνύοντας με τον εαυτό τους ότι δημιουργήθηκαν προπαρασκευασμένα για τη διαφύλαξη της σωτηρίας τους. Είναι άμοιρος από λογικό ό σκύλος, έχει όμως αίσθηση ισοδύναμη με το λογικό.



Όσα μέ δυσκολία βρήκαν οί σοφοί του κόσμου πού κάθισαν στη ζωή τους κι ασχολήθηκαν πολύ με αυτά, εννοώ τη σύνθεση των συλλογισμών, αυτά φαίνεται ο σκύλος ότι τα έχει διδαχτεί από τή φύση. Ψάχνοντας για τα ίχνη του αγριμιού, όταν τα βρει να πηγαίνουν σε διάφορες κατευθύνσεις, αφού ακολουθήσει τις παρεκκλίσεις όπου οδηγούν, μόνο πού δεν εκφωνεί τους συλλογι­σμούς του με όσα κάνει. Η από δω, λες, πήγε το θηρίο ή προς αυτήν τήν κατεύθυνση. Δεν πήγε όμως ούτε από δω, ούτε από κεί, άρα απομένει ότι τράβηξε προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, με τον αποκλεισμό των ψευδών βρίσκει το αληθινό.

Τι περισσότερο κάνουν οι ειδικοί στα γεωμετρικά σχήματα πού κά­θονται μεγαλόπρεπα και γεμίζουν γραμμές την άμμο, και από τις τρεις προτάσεις, αναιρώντας τίς δύο, βρίσκουν ότι αληθεύει αυτή πού απομένει; Και η αρετή του ζώου νά μην ξεχνά τη χάρη, ποιόν από τους αχάριστους στον ευεργέτη τους δεν ντροπιάζει; Αφού αναφέρεται οτι κοντά στους κυρίους τους, πού σκοτώθη­καν στην ερημιά, έμειναν πολλά σκυλιά και πέθαναν μαζί τους. Και ξέρετε ότι μερικά από τη θερμή αφοσίωση τους έγιναν οδη­γοί σ' αυτούς πού αναζητούσαν τους φονιάδες κι έκαναν τους κακούργους να οδηγηθούν στο δικαστήριο. Τι έχουν νά πουν όσοι ,όχι μόνο δεν αγαπούν τον Κύριο πού τους έπλασε και τους τρέφει ,αλλά καί φίλους κάνουν ανθρώπους πού κατηγορούν άδικα τό Θεό, κάθονται μαζί με αυτούς στο ίδιο τραπέζι κι ανέχονται να ακούν βλασφημίες κατά την ώρα τής τροφής, εναντίον αυτού πού τους τρέφει;



ΚΕΙΜΕΝΟ 5Ο

( Β’ ΜΕΡΟΣ – ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ )

ΤΤα θηρία δίνουν απόδειξη για την πίστη σου. Πιστεύεις στο «Θά περπατήσεις πάνω σε ασπίδες και σε βασιλίσκους και θα καταπατήσεις λιοντάρια και φίδια». Και έχεις την εξου­σία πού δίνει ή πίστη «Να πατείς πάνω σε φίδια και σκορ­πιούς», ή δε βλέπεις ότι το φίδι δεν προξένησε καμμιά βλάβη στον Παύλο πού τον δάγκωσε, όταν μάζευε φρύγανα, επειδή βρήκε τον Άγιο γεμάτο από πίστη;

Αν είσαι άπιστος, μη φοβάσαι πιο πολύ το θηρίο από ότι την απιστία σου, με την οποία έκανες τό εαυτό σου ευάλωτο από κάθε τι πού καταστρέφει. Αλλά αντιλαμβάνομαι εδώ και πολλή ώρα ότι μου ζητείτε νά σας εκθέσω τα σχετικά με τή γένεση του ανθρώπου και νομίζω πώς ακούω τις καρδιές των ακροατών μου νά φωνάζουν, ότι μαθαίνομε ποια είναι στη φύση αυτά πού είναι δικά μας, αγνοούμε όμως τον ίδιο τον εαυτό μας.


Είναι ανάγκη λοιπόν νά μιλήσομε, παραμερίζοντας τό δισταγμό πού μας κατέχει. Πραγματικά, φαίνεται πώς είναι το δυσκολότερο πράγμα από όλα νά γνωρίσεις τον εαυτό σου. Γιατί δεν είσαι το μάτι μόνο, πού ενώ βλέπει τα ζώα, δεν χρησιμοποιεί την δράση και στον εαυτό του, αλλά ακόμα κι αυ­τός ό νους μας, ενώ βλέπει ολοκάθαρα το ξένο αμάρτημα, είναι, αργός στην συνειδητοποίηση των δικών του ελαττωμάτων.


Γι' αυτή την αιτία κι ο λόγος μας τώρα, ενώ εξήγησε πρόθυμα τα ξένα, είναι νωθρός και γεμάτος δισταγμό νά εξετάσει τα δικά μας. Γιατί δεν υποχωρεί νά γνωρίσει κανένας τον Θεό από τον ου­ρανό και τη γη περισσότερο από ότι από την ίδια του την κατασκευή, όποιος εξετάζει προσεκτικά τον εαυτό του.

Και ό Θεός είπε « ας κάνομε τον άνθρωπο». Που πήγε ο Ιουδαίος μας; Όταν ανάμεσα από τα προηγούμενα ξεφώνιζε το φως της θεολογίας, σαν από κάποιες θυρίδες και γίνονταν μυστικοί υπαινιγμοί για ένα δεύτερο πρό­σωπο, πού δεν είχε όμως ακόμα φανερωθεί ξεκάθαρα, αυτός πολεμούσε την αλήθεια και ισχυριζόταν ότι ό Θεός συνομιλούσε με τον εαυτό του. Ισχυριζόταν ότι ο Ίδιος είπε και ο ίδιος έκανε. «Νά γίνει τό φως· κι έγινε το φως».

Ήταν βέβαια και τότε φα­νερός ό παραλογισμός στα λεγόμενα του. Γιατί ποιος σιδεράς ή ποιος ξυλουργός και ποιος παπουτσής, πού κάθεται μόνος του με τά σύνεργα της τέχνης του, χωρίς νά έχει κανένα συνεργάτη, λέει ό ίδιος στον εαυτό του « Ας κάνομε τό μαχαίρι», ή « Ας συνδέσομε το αλέτρι», η « "Ας φτιάζομε τό παπούτσι», και δεν κάνει απλώς σιωπηλά την επιβαλλόμενη ενέργεια;

Δεν είναι στ' αλήθεια φοβερή φλυαρία νά κάθεται κανένας στη δουλειά του και παριστάνοντας το αφεντικό και τον επιστάτη του εαυτού του νά παροτρύνει ταυτόχρονα τον εαυτό του αυταρχικά και πιεστικά; Αλλά όμως αυτοί πού δε δίστασαν νά συκοφαντήσουν τον Κύ­ριο, τι δε θα έφταναν νά πουν, αφού έχουν γυμνασμένη τη γλώσ­σα στην ψευτιά ; Ο λόγος του όμως αυτός τους κλείνει ολότελα το στόμα.

«Και ο Θεός είπε- Ας κάνομε τον άνθρωπο». Πες μου και τώρα, μήπως το πρόσωπο είναι ένα μονάχα; Δε γράφει Η γραφή «Να γίνει ο άνθρωπος», αλλά « Ας κάνομε τον άνθρωπο». Έως ότου δεν παρουσιαζόταν ακόμα αυτός πού δέχε­ται τη διδαχή, έμεινε κρυμμένο βαθιά το μήνυμα της θεολογίας. Όταν όμως πια είναι επικείμενη η δημιουργία του ανθρώπου, η πίστη μένει γυμνή και φανερώνεται με αυτό καθαρότερα η διδα­σκαλία της αλήθειας

«Ας κάνομε τον άνθρωπο».

Ακούς, εσύ χριστομάχε, ότι συνομιλεί με το συνεργάτη του στη δημιουργία, «μέσω του οποίου δημιούργησε Όσα περιέχουν οι αιώνες και κυβερνά τα σύμπαντα με το λόγο της δύναμης του»; Δεν παραδέχεται όμως αδιαμαρτύρητα το λόγο πού υπαγορεύει ή ευσέ­βεια. Και τα θηρία τα πολύ εχθρικά προς τον άνθρωπο, όταν πιαστούν στα δόκανα, μουγκρίζουν σε κάθε κατεύθυνση πιασμέ­να στα κυλινδρικά ξύλα και εκδηλώνουν βέβαια την άγρια χκι α­νήμερη φύση τους, δεν έχουν όμως πού νά ικανοποιήσουν τη μα­νία τους. Έτσι και ή εχθρική προς την αλήθεια σπορά, οι Ιουδαίοι, σαν έχουν βρεθεί σε δύσκολη θέση, λένε πώς είναι πολλά τα πρόσωπα στα οποία ο Θεός απεύθυνε το λόγο του.

Λέει «Ας κάνομε τον άνθρωπο·» στους αγγέλους πού τον περιστοιχίζουν». Αυτό είναι Ιουδαϊκή φαντασία- από αυτούς βγήκε το παραμύθι για ευκολία τους. Για νά μην παραδεχτούν τον ένα, κουβαλούν μυριάδες. Διαγράφοντας τον Υιό, απονέμουν το αξίωμα του συμβούλου στους υπηρέτες. Και κάνουν τους σύνδουλούς μας εξουσιαστές της δημιουργίας μας.

Όταν ο άνθρωπος τελειοποιη­θεί, ανεβαίνει στο αξίωμα των αγγέλων. Ποιο όμως δημιούργη­μα μπορεί νά εξισωθεί με το δημιουργό του, πρόσεξε και τα επό­μενα. «Κατ' εικόνα ημετέραν». Τι έχεις να πεις σε αυτό; Μή­πως ότι και του Θεού και των αγγέλων η εικόνα είναι μία; Ό Υιός και ο Πατέρας ανάγκη πάσα νά έχουν την Ίδια μορφή. Φυ­σικά η μορφή πρέπει νά εννοείται, όπως αρμόζει στο θεό, όχι με εμφάνιση σωματική αλλά με το ιδιαίτερο γνώρισμα της θεότη­τας.

Άκου κι εσύ από τη νέα «κατατομή», πού κάτω από το πρόσχημα του χριστιανισμού πιστεύεις στον Ιουδαϊσμό. Στον ευαγγέλιο λέει «Κατ' εικόνα ημετέραν»; Σε ποιόν άλλον βέβαια, αν όχι στο «άχτιδοβόλημα της δόξας και στο αποτύπωμα της υπό­στασης τον», σε αυτόν πού είναι η εικόνα του αόρατου θεού; Ε­πομένως, στην ίδια του εικόνα τή ζωντανή, είναι πού είπε· « Εγώ κι ό Πατέρας είμαστε ένα» και «Όποιος είδε εμένα, είδε τον πα­τέρα μου».

Σε αυτή του την εικόνα λέει· « "Ας κάνομε τον άν­θρωπο σύμφωνα με την εικόνα μας». Όπου υπάρχει μιά εικόνα, που είναι ή ανομοιότητα; «Και ο Θεός έκανε ον άνθρωπο». Όχι «έκαναν». Εδώ απέφυγε τον πληθυντικό των προσώπων. Με τα πρώτα παιδαγωγούσε τον Ιουδαίο, με το περιορίζει τον ελληνισμό, γι' αυτό αναφέρθηκε στη μονάδα για ασφάλεια· και τον Υιό νά σκέφτεται μαζί με τον Πατέρα και τον κίνδυνο της πολυθεΐας νά ξεφύγεις «Τον έκανε με τη μορφή τον Θεού» και πάλι φέρνει από κοντά το πρόσωπο του ευεργέτη. Δεν είπε «Με τη μορφή των», αλλά «Με τή μορφή τον Θεού». Από ποια άποψη, λοιπόν, έχει ο άνθρωπος το «κατ' εικόνα» και πώς μεταλαμβάνει το «καθ' όμοίωσιν», θα δώσει ό Θεός νά τα αναπτύξομε παρακάτω. Τώρα ας πούμε τόσο μονάχα, αν είναι μια η εικόνα, πώς σου ήρθε αυτή η απαράδεκτη ασέβεια, λέγ­οντας πώς ο γιος είναι ανόμοιος με τον Πατέρα; Τι αχαριστία! Την ομοιότητα πού πήρες εσύ, δε θέλεις νά μεταδοθεί και στον ευεργέτη σου; Και νομίζεις ότι έχεις την κυριότητα και σου ανή­κουν όσα σου έδωσε η χάρη, ενώ δεν επιτρέπεις στον Υιό νά έχει τη φυσική ομοιότητα προς τον Πατέρα του;

Νά όμως πού το βράδυ μας επιβάλλει νά σωπάσομε, αφού έχει προ πολλού ξε­προβοδίσει τον ήλιο προς την δύση. Εδώ κι εμείς ας αφήσουμε το λόγο μας νά ησυχάσει κι ας αρκεστούμε σε όσα είπαμε. Τώ­ρα, όσο νά ξυπνήσω το ενδιαφέρον σας, έκανα μόνο με το λόγο μου μερικές νύξεις· πληρέστερη ανάπτυξη για τα θέματα αυτά θα επιχειρήσομε στις επόμενες ομιλίες με τη βοήθεια του Πνεύμα­τος. Πηγαίνετε στο καλό χαρούμενοι φίλοι του Χριστού, εκκλη­σίασμά μου, και στολίσετε τα σεμνά τραπέζια σας με τη θύμηση των λόγων μου, αντί με οποιαδήποτε άλλα ορεκτικά. Ας καταντροπιαστεί ο οπαδός του «ανόμοιου», ας ντροπιαστεί ο Ιου­δαίος, ας χαρεί ο ευσεβής με τα δόγματα της αλήθειας και ό Κύ­ριος ας δοξαστεί.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου