Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ-Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ









Δομή και διάρθρωση της Εκκλησίας
 . 

        Ως πρώτη και βασική παρατήρηση, θα πρέπει να κάνουμε την εξής: η διάρθρωση και η δομή της Εκκλησίας δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως συνέπεια αυτού που ονομάζουμε το Είναι ή την ταυτότητα της Εκκλησίας. Ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο η Εκκλησία είναι οργανωμένη, το πώς είναι διαρθρωμένη, δεν είναι άσχετο μ' αυτό που είναι η Εκκλησία στη φύση της.

 Αυτό έχει μεγάλη σημασία, και ισχύει, βέβαια, σε όλα τα πράγματα, πολύ περισσότερο στην Εκκλησία: ό, τι κάνουμε, ό, τι εφαρμόζουμε στην πράξη, πρέπει να είναι απόρροια αυτού που είμαστε στην ταυτότητά μας. Πρέπει, δηλαδή, να είναι αληθινό, διότι διαφορετικά κινδυνεύουμε να πέσουμε σε δύο μεγάλες παγίδες. Η πρώτη επισημαίνει το σχιζοφρενικό διχασμό, ανάμεσα σ' αυτό που είμαστε και σ' αυτό που κάνουμε. Έτσι, άλλο είναι το πραγματικό μας είναι και άλλο η συμπεριφορά μας. Ο δεύτερος κίνδυνος, βέβαια, είναι αυτός της υποκρισίας: να εμφανιζόμαστε διαφορετικοί από αυτό που είμαστε. Η Εκκλησία στη δομή της πρέπει να καθρεπτίζει το είναι της, την ταυτότητά της, όπως την περιγράψαμε. Γι' αυτό θα πρέπει να ανατρέξουμε με συντομία στις βασικές εκκλησιολογικές αρχές, τις οποίες ήδη θέσαμε και οι οποίες τώρα θα αποτελέσουν τη βάση για την εξέταση της δομής της Εκκλησίας.

  Πρώτη βασική εκκλησιολογική αρχή, στην οποία επιμείναμε, είναι ότι η Εκκλησία αποτελεί την ανακεφαλαίωση του Μυστηρίου της Οικονομίας, είναι δηλαδή το τέλος, ο σκοπός όλης της Οικονομίας, και όχι απλώς ένας σκοπός, ο οποίος πραγματοποιείται κάποτε στο μέλλον. Και αυτό το Μυστήριο της Οικονομίας, το οποίο ανακεφαλαιώνεται στην Εκκλησία, είναι ριζωμένο μέσα στην ίδια την αγάπη του Θεού. Το θέλημα, «η αγάπη του Θεού και Πατρός» είναι αυτή η οποία κινεί το μυστήριο της Οικονομίας, και συνεπώς το Μυστήριο της Εκκλησίας.

«Η χάρις του Ιησού Χριστού», Υιού του Θεού, ώστε να αποτελεί το σώμα εκείνο, το οποίο θα πραγματοποιήσει, θα ενσωματώσει αυτή την ανακεφαλαίωση του Μυστηρίου της Οικονομίας, είναι το δεύτερο σκέλος, θα έλεγε κανείς, της βάσεως της Εκκλησιολογίας.

  Το τρίτο είναι, η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, δηλ. το ότι το Άγιο Πνεύμα με την παρουσία του μέσα σ' αυτό το Μυστήριο της Οικονομίας, καθιστά δυνατή την κοινωνία του κτιστού με το άκτιστο και των επιμέρους όντων μεταξύ τους. Και έτσι η Εκκλησιολογία έχει τη βάση της στην Τριαδική ζωή του Θεού, η οποία συνοψίζεται, όπως τόνισα προηγουμένως, τόσο ωραία σ' αυτήν την φράση του Αποστόλου Παύλου, με την οποία κατακλείει την Β´ προς Κορινθίους επιστολή: Η αγάπη του Θεού και Πατρός, η χάρις του Ιησού Χριστού, δηλ. η κένωση του Υιού γίνεται χάρις, δωρεάν δόσιμο του Θεού, και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος που σημαίνει, όπως υπογράμμισα και άλλη φορά, την υπέρβαση των ορίων των όντων. Τα όντα οριοθετούνται μεταξύ τους, για να μπορέσουν να διακριθούν. Οριοθετείται το κτιστό από το άκτιστο, διότι δεν μπορούν αυτά τα δύο να μείνουν αδιάκριτα. 

   Οριοθετούνται ο Α´ άνθρωπος με τον Β´, οριοθετούνται τα πάντα, για να αποτελέσουν υποστάσεις χωριστές, αλλά αλλοίμονο εάν αυτές οι οριοθετήσεις, αυτά τα όρια δεν ξεπεραστούν, ώστε να δημιουργηθεί κοινωνία των όντων και κοινωνία μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Και αυτό είναι το έργο του Αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό το Άγιο Πνεύμα συνδέεται κατεξοχήν με την κοινωνία. Αυτή είναι η Τριαδική βάση, πάνω στην οποία κτίζεται η Εκκλησιολογία. Και αυτή η βάση πρέπει να υπάρχει πάντα στη σκέψη μας, όταν μιλάμε για τη δομή της Εκκλησίας, για την συγκεκριμένη οργάνωσή της, όπως θα δούμε παρακάτω.

  Η δεύτερη βασική εκκλησιολογική αρχή που θέσαμε και που θα πρέπει να επηρεάσει πάλι την οργάνωση της Εκκλησίας, είναι ότι το Είναι της Εκκλησίας βρίσκεται στη Βασιλεία του Θεού. Εκεί είναι το αληθινό Είναι της Εκκλησίας, όχι σ' αυτό που είναι η Εκκλησία αυτή τη στιγμή μέσα στην ιστορία, αλλά σ' αυτό που θα αποκαλυφθεί ότι είναι στα έσχατα. Η πραγματική της ταυτότητα είναι εκεί επομένως, η Εκκλησία είναι στη φύση της η κοινότητα των εσχάτων, δηλαδή η Βασιλεία του Θεού, και η οργάνωσή της θα πρέπει να αντανακλά αυτήν την εσχατολογική της υπόσταση.

Τρίτη βασική εκκλησιολογική αρχή είναι ότι το ιστορικό Είναι της Εκκλησίας, δηλαδή όπως η Εκκλησία είναι τώρα μέσα στην Ιστορία, όχι όπως θα είναι στο μέλλον, καθορίζεται από αυτό που ονομάσαμε εικονική οντολογία. Η Εκκλησία, δηλαδή, μέσα στην Ιστορία είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού, η οποία μέσα στην ανέλιξη της Ιστορίας εγκαθιδρύει ένα σταθερό σημείο αναφοράς που είναι η Βασιλεία του Θεού, δηλαδή προεικονίζει την μέλλουσα Βασιλεία, την εγκαθιστά μέσα στην πορεία της Ιστορίας, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη σύγκρουση με την ροή αυτή της Ιστορίας. Συγκρούεται η Βασιλεία και η Εκκλησία που την εικονίζει, με το ρου της Ιστορίας. 

  Διαρκώς βρίσκεται η Εκκλησία σε μια κατάσταση όχι ταυτισμού αλλά, αντίθετα, κρίσεως με την Ιστορία. Γι' αυτό και η Εκκλησία στη φύση της, και αυτό έχει σημασία για την οργάνωσή της, δεν μπορεί ποτέ να βρει την έκφρασή της μέσα από κοσμικές ιστορικές πραγματικότητες, με τις οποίες λίγο ή πολύ, όσο και αν συναντιέται, θα βρίσκεται σε κάποια σχέση διαλεκτική, σε σχέση αντιπαράθεσης. Δεν μπορεί, συνεπώς, η Εκκλησία να μετατραπεί σε κράτος, δεν μπορεί να εκφραστεί από ένα κόμμα, δεν μπορεί να συμπέσει με μια συγκεκριμένη κοινωνική διάρθρωση ή δομή. Και όχι μόνο δεν μπορεί να συμπέσει, αλλά αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται σε κατάσταση τριβής με την Ιστορία. 

   Η Εκκλησία παραμένει πάντα ένας ξένος μέσα στην Ιστορία, δεν βρίσκει τον εαυτό της, το σπίτι της, μέσα στην Ιστορία. Πάντα αναζητεί τα Έσχατα και είναι ξένη και παρεπίδημη. Είναι πολύ σημαντικό ότι από την αρχή η Εκκλησία ονομάστηκε «παροικούσα εν τω κόσμω», γι' αυτό την ονομάζουμε παροικία: στην Α´ Κλήμεντος και στις επιστολές ακόμη της Καινής Διαθήκης λέγεται η «Εκκλησία η ούσα ή παροικούσα» σε κάποια πόλη. Το γεγονός αυτό πρέπει να το δούμε υπ' αυτό το πρίσμα, ότι η Εκκλησία είναι ένας ξένος και παρεπίδημος, όπως λέει ο Παύλος, μέσα στην Ιστορία. Δεν μπορεί ποτέ και δεν πρέπει η Εκκλησία να ταυτισθεί με ιστορικές πραγματικότητες. 

  Ακριβώς επειδή είναι μία εικόνα της εσχατολογικής κοινότητας, γι' αυτό η τέταρτη βασική εκκλησιολογική αρχή που έχει επίσης μεγάλη σχέση, όπως θα δούμε, με την οργάνωση της Εκκλησίας, είναι ότι εκεί που εκφράζεται αυτή η εικόνα των Εσχάτων, ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία πραγματοποιεί αυτή την εικόνα στον εαυτό της, είναι μόνο στα Μυστήρια της Εκκλησίας και κυρίως στην θεία Ευχαριστία. Αυτή είναι η κατ' εξοχήν εικόνα των εσχάτων, και συνεπώς η οργάνωση της Εκκλησίας, εάν είναι όπως προηγουμένως και όπως πρέπει να είναι αληθινή έκφραση του είναι της Εκκλησίας, πρέπει να πηγάζει από τη δομή της θείας Ευχαριστίας έχουμε τη δομή της Βασιλείας, τη δομή της εσχατολογικής κοινότητας.

Με αυτές τις βασικές εκκλησιολογικές προϋποθέσεις θα δούμε τώρα συγκεκριμένα πώς δομείται, διαρθρώνεται και οργανώνεται η λειτουργία της Εκκλησίας.

Πρώτα, ας δούμε την Εκκλησία στο σύνολό της. Η Εκκλησία είναι μία. Δεν ίδρυσε ο Κύριος πολλές Εκκλησίες, αλλά μία. Και η μία Αυτή Εκκλησία ταυτίζεται με το μοναδικό Σώμα του Ενός Χριστού. Αλλά επειδή αυτή η Μία Εκκλησία πραγματώνει, εκφράζεται και εικονίζεται στην ευχαριστιακή κοινότητα, γι' αυτό κατ' ανάγκην, εμφανίζεται ως ευχαριστιακή κοινότητα, γι' αυτό κατ' ανάγκην εμφανίζεται ως πολλές Εκκλησίες. Διότι είναι αδιανόητο να υπάρξει μία ευχαριστιακή κοινότητα για όλον τον κόσμο, για όλη την κτίση. Όπου, λοιπόν, οι πιστοί συνέρχονται επί το αυτό για να αποτελέσουν την ευχαριστιακή σύναξη, εκεί πραγματώνεται ολόκληρο το Σώμα του Χριστού, ανακεφαλαιώνει το μυστήριο της Οικονομίας και εικονίζεται πλήρως η Βασιλεία του Θεού.

 Έχουμε, συνεπώς, μία Εκκλησία, η οποία όμως συνίσταται σε πολλές τοπικές Εκκλησίες. Ακριβώς, επειδή κάθε τοπική Εκκλησία, στην οποία τελείται η Θεία Ευχαριστία αποτελεί εικόνα της εσχατολογικής κοινότητας, αποτελεί το πλήρες σώμα του Χριστού, γι' αυτό κάθε τέτοια τοπική Εκκλησία, είναι και πρέπει και μπορεί να καλείται όλη η Εκκλησία. Και γι' αυτό ονομάστηκε πολύ νωρίς «καθολική Εκκλησία» και ο Άγιος Ιγνάτιος είναι ο πρώτος που την ονομάζει έτσι. Η καθολική λοιπόν Εκκλησία είναι η κάθε τοπική έχοντας αυτήν την πληρότητα που δίνει η ευχαριστιακή σύναξη στο ευχαριστιακό Σώμα του Χριστού. Την πληρότητα της ανακεφαλαιώσεως των πάντων και του εξεικονισμού της Βασιλείας των Εσχάτων σε ένα ορισμένο τόπο.

   Η Εκκλησία λοιπόν, η Μία και Καθολική, αποτελείται από πολλές καθολικές Εκκλησίες. Γι' αυτό και ο όρος «καθολική» χρησιμοποιείται στον πληθυντικό αριθμό μέχρι και την εποχή του Αυγουστίνου, οπότε αλλάζει νόημα· καθολική Εκκλησία δεν είναι πλέον αυτό που τώρα σας περιγράφω, αλλά προσλαμβάνει την έννοια της Οικουμενικής Εκκλησίας, της Εκκλησίας, δηλαδή, που είναι διεσπαρμένη σε όλο τον κόσμο. Ο Αυγουστίνος, για να χτυπήσει τον τοπικισμό των Δονατιστών, με τους οποίους βρισκόταν σε αντίθεση, τόνισε την παγκοσμιότητα της Εκκλησίας και την ταύτισε με καθολικότητα. 

 Συνεπώς Καθολική Εκκλησία είναι για τον Αυγουστίνο, για πρώτη φορά στην πατερική γραμματεία, αποκλειστικώς η παγκόσμια Εκκλησία. Το στοιχείο αυτό, όμως, όπως και πολλά άλλα, παρεισφρύει και μέσα στη θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολής παρασύροντας και μας σ' αυτήν την λανθασμένη θέση. 

  Όταν λέμε «πιστεύω εις Μίαν Καθολικήν Εκκλησίαν», εννοούμε συνήθως την παγκόσμια Εκκλησία. Τούτο έχει μεγάλη σημασία για την οργάνωση της Εκκλησίας, και γίνεται φανερό, όταν αντιληφθούμε το πώς εμφανίστηκε και πώς εφαρμόστηκε αυτό στη Δύση, όπου επεκράτησε η θεολογία του Αυγουστίνου.

   Η εκκλησία στη Δύση οργανώθηκε σε ένα ενιαίο σύνολο, με τέτοια δομή, ώστε να υπάρχει αυτό που λέμε παγκόσμια Εκκλησία με μια παγκόσμια κεφαλή, τον επίσκοπο Ρώμης. Αντιθέτως, στην Ανατολή δεν μπόρεσε να διαμορφωθεί μια τέτοια Εκκλησιολογία στην οργάνωση, δεν μπόρεσε να θεωρηθεί η Εκκλησία σαν ένας παγκόσμιος οργανισμός, ο οποίος έχει μία κεφαλή και ένα κέντρο. Στην Ανατολή έχουμε άλλου είδους διάρθρωση της Εκκλησίας. Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε, είναι πως ό, τι μας κάνει να διαφοροποιηθούμε τόσο πολύ από τη Δύση είναι αυτή η αντίληψη περί Εκκλησίας ως εικόνας των Εσχάτων, η οποία πραγματώνεται με τη θεία Ευχαριστία. Αυτό μας επιτρέπει να θεωρούμε κάθε σύναξη προς τέλεση της θείας Ευχαριστίας - θα πούμε παρακάτω κάτω από ποιους όρους - ως πλήρη Εκκλησία, διότι αυτό που προέχει σε μας είναι η παρουσία ολοκλήρου του σώματος του Χριστού. 

  Όπως η θεία Ευχαριστία πραγματώνει τον Όλο Χριστό και όχι μέρος του Χριστού έτσι και κάθε τοπική Εκκλησία. Επειδή ο όρος Εκκλησία για μας βασίζεται στην εμπειρία και το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, είναι πλήρες Σώμα Χριστού και δεν είναι ένα μέρος. Είναι, λοιπόν, εσφαλμένη η Εκκλησιολογία εκείνη που κάνει λόγο για ένα Σώμα Χριστού σε όλο τον κόσμο και για τις επιμέρους Εκκλησίες ως μέλη ή μέρη αυτού του ενός Σώματος. Τέτοιες αντιλήψεις υπάρχουν και μεταξύ των Ορθοδόξων, αλλά πρόκειται καθαρά για δυτική αντίληψη. Η δική μας θεώρηση είναι ότι κάθε Εκκλησία είναι πλήρης Εκκλησία, καθολική, το όλο Σώμα του Χριστού, διότι η έννοια της Εκκλησίας στηρίζεται στην θεία Ευχαριστία. Αυτός είναι ο μόνος λόγος. Αν αφαιρέσετε αυτόν τον λόγο, δεν μπορείτε να εξηγήσετε για ποιο λόγο η τοπική Εκκλησία να είναι καθολική. Επειδή στην Δύση ατόνισε αυτή η Ιγνατιανή Εκκλησιολογία της Ευχαριστίας και εισήχθησαν άλλου είδους εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, γι' αυτό δεν θεωρείται κάθε τοπική Εκκλησία ως καθολική, αλλά η έννοια της καθολικής Εκκλησίας ταυτίστηκε με την έννοια του παγκόσμιου οργανισμού.

   Στο σημείο αυτό πρέπει να ανοίξουμε μία πολύ σημαντική παρένθεση. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, σαφώς κάτω από την επίδραση της Ορθοδόξου θεολογίας αναθεώρησε στην θέση της για την παγκόσμια Εκκλησία τα τελευταία χρόνια με την Β´ σύνοδο του Βατικανού και εισήγαγε την έννοια της καθολικότητας της Εκκλησίας σε σχέση με την τοπική Εκκλησία. Άρχισε δηλαδή με τη Β´ Βατικανή σύνοδο να ομιλεί για καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας. Αυτό είναι ένα σπουδαίο βήμα, αλλά όπως παρατηρούν όλοι, η αρχική ρωμαιοκαθολική Εκκλησιολογία που έκανε λόγο για παγκόσμια Εκκλησία δεν ατόνησε, αλλά έμεινε ως κάτι παράλληλο προς την Εκκλησιολογία της πληρότητας της τοπικής Εκκλησίας. Γι' αυτό η Β´ σύνοδος του Βατικανού δημιουργεί πολύ σοβαρά προβλήματα στους ίδιους τους Ρωμαιοκαθολικούς, και όπως παρατηρούν οι Ρωμαιοκαθολικοί μελετητές της Εκκλησιολογίας αυτής, η Β´ σύνοδος του Βατικανού έχει δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους εκκλησιολογίες. Και εδώ έγκειται το κρίσιμο σημείο, στο οποίο βρίσκεται σήμερα η ορθόδοξη θεολογία στις σχέσεις της με την δυτική και ιδιαίτερα τη Ρωμαιοκαθολική. Πώς θα μπορέσουμε να βρούμε την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ μιας Εκκλησιολογίας που τονίζει την πληρότητα και καθολικότητα κάθε τοπικής Εκκλησίας και μιας Εκκλησιολογίας, η οποία θεωρεί την καθολικότητα ως θέμα παγκοσμιότητας. Επομένως, εδώ έχουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Θα δούμε παρακάτω πώς εμείς θα μπορούσαμε κατά κάποιον τρόπο να τοποθετηθούμε πάνω σ' αυτό το πρόβλημα, μέσα βέβαια στο φως της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας. Πάντως, επαναλαμβάνω, ότι η οργάνωση της Εκκλησίας δεν επιτρέπεται ποτέ να οδηγήσει σε μια παγκόσμια οργάνωση της Εκκλησίας.








 κείμενο 2ο :




ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 
Αόρατη ή Ορατή με συγκεκριμένα μέλη και ιεραρχική δομή;
+ π. Δανιήλ Γούβαλη

Ας δούμε τώρα ένα πολύ σημαντικό θέμα. Πρόκειται για το θέμα, «Εκκλησία». Και εδώ διαφωνούμε. Οι Προ­τεστάντες ομιλούν για αόρατη Εκκλησία. Αυτή έχει ως μέλη της όσους ζουν χριστιανικά και είναι ενωμένοι με τον Χριστό («ενωμένοι», όπως το εννοούν αυτοί). Τον αριθμό τους τον γνωρίζει μόνο ο Θεός. Δεν αναγνωρίζουν όρια στην στρατευόμενη Εκκλησία ούτε θέλουν να ομιλούν για ορατή φανέρωση της Εκκλησίας. Την δέχονται σαν μία αό­ρατη , ιδεαλιστική, ποθητή επανασυνεύρεση όλων.
Αλλά το ότι η Εκκλησία αποτελεί ένα ορατό καθίδρυμα φαίνεται ολοκάθαρα στις σελίδες της Καινής Διαθήκης.
Πράξεις των Αποστόλων, β' 47: "Ο δε Κύριος προσετίθει τους σωζόμενους καθ' ημέραν τη εκκλησία". Προηγουμέ­νως λέγει ότι μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου βαπτίσθηκαν και προστέθηκαν 3.000 άνθρωποι. Εδώ λέγει ότι κάθε ημέρα με την ευλογία και την δύναμη του Κυρίου πίστευαν άνθρωποι, έβρισκαν τον δρόμο της σωτηρίας και προσθέτονταν στην Εκκλησία, σ' ένα ορατό οργανισμό που είχε συγκεκριμένα μέλη, τα οποία μπορούσαν να μετρη­θούν, σ' ένα σώμα με ιεραρχική δομή. Επικεφαλής ήταν οι Απόστολοι και στην συνέχεια οι ίδιοι πλαισιωμένοι από τους πρεσβυτέρους και διακόνους.
Πράξ. ε' 11: «Και εγένετο φόβος μέγας έφ' όλην την Εκκλησίαν». Ο Ανανίας και η Σάπφειρα συμπεριφέρθηκαν ά­σχημα, χρησιμοποίησαν ψευδολογία και τιμωρήθηκαν παραδειγματικά. Η είδηση της τιμωρίας των σκόρπισε φόβο σε όλη την Εκκλησία, δηλαδή στα συγκεκριμένα ορατά μέλη που ανήκαν σ' ένα ορατό οργανισμό με επικεφαλής τους δώδεκα Αποστόλους.
Στις επιστολές των Αποστόλων γίνεται λόγος για συ­γκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που έχουν επί κεφαλής ένα πρεσβύτερο χειροτονημένο από Απόστολο. Γίνεται λόγος για ποίμνιο και ποιμένες. Και οι ποιμένες είναι ορατοί και το ποίμνιο ορατό.
Στην Κόρινθο κάποιος εύπορος Χριστιανός, ονόματι Γάϊος, φιλοξενούσε τον Απόστολο Παύλο, αλλά και κάθε Χριστιανό που διερχόταν από την Κόρινθο, και ο οποίος μπορεί λ.χ. να ήταν μέλος της Εκκλησίας των Αθηνών ή της Κρήτης ή της Κύπρου. Ρωμ. ιστ' 23: «Ασπάζεται υμάς Γάϊος ο ξένος μου και της εκκλησίας όλης». Οι φιλοξενούμενοι από τον Γάϊον ήταν συγκεκριμένα πρόσωπα, γνωστά, ορατά.
Βέβαια η Ορθοδοξία δεν αγνοεί και το αόρατο στοιχείο της Εκκλησίας. Ο αρχηγός της Ιησούς Χριστός βρίσκεται στους ουρανούς. Οι άγιοι, οι ψυχές των κεκοιμημένων Χριστιανών βρίσκονται στους ουρανούς. Δεν τους βλέπουμε με τους αισθητούς οφθαλμούς. Η Θεία Χάρη που κυκλο­φορεί μέσα στα Μυστήρια και σε όλη την ζωή της Εκκλη­σίας είναι αόρατη.
Με τους Προτεστάντες διαφωνούμε και στο εξής ση­μείο. Γι' αυτούς μέλη της Εκκλησίας είναι μόνο οι καλοί και ενάρετοι και αυτοί που προχωρούν στην τελειότητα. Εμείς δεχόμαστε ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχουν και άγιοι και αμαρτωλοί.
Ματθ. ιγ' 47: «Πάλι η βασιλεία του Θεού ομοιάζει με δίχτυ που ρίχθηκε στην θάλασσα και περιέκλεισε κάθε είδους ψάρια». Πρόκειται για την παραβολή της σαγήνης. Η βασιλεία του Θεού, δηλαδή η Εκκλησία, μοιάζει με σα­γήνη που έπιασε καλά και άσχημα ψάρια.
Στον επόμενο στίχο, ιγ' 48 ομιλεί για διαχωρισμό. Ανέ­βασαν το δίχτυ στην ακρογιαλιά, ξεχώρισαν τα κατάλληλα από τα ακατάλληλα, «συνέλεξαν τα καλά εις αγγεία, τα δε σαπρά έξω έβαλον».
Αλλού χρησιμοποιείται η εικόνα του σίτου και των ζιζα­νίων.
Στην Α' προς Κορινθίους επιστολή, στο ενδέκατο κεφά­λαιο, γίνεται σαφής λόγος για εκλεκτά μέλη της Εκκλησίας που κοινωνούσαν αξίως και για άλλα που πλησίαζαν αναξίως στην Τράπεζα του Κυρίου κι έτρωγαν κι έπιναν την καταδίκη τους (Α Κορ. ι' 29).
Όλοι γνωρίζουμε ότι ωρισμένα μέλη της Εκκλησίας, ξεπεσμένα, μπορεί να συνέλθουν, να ξυπνήσουν, να μετα­νοήσουν και να γίνουν εκλεκτά. Ρωμ. ιγ' 11-12: «Ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι... Αποθώμεθα τα έργα του σκό­τους κλπ». Αν ίσχυαν αυτά που λέγουν οι Προτεστάντες, αν όλοι μέσα στην Εκκλησία ήταν ενάρετοι, ο Απόστολος δεν θα μιλούσε έτσι.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ π.ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ
"ΟΜΙΛΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟ''






















 κείμενο 3ο :

Αγίου Ι.Χρυσοστόμου: Ο θρίαμβος της Εκκλησίας





Ο θρίαμβος της Εκκλησίας

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Ιερά Μονή Παρακλήτου

     Πώς αποδεικνύεται ότι ο Χριστός είναι Θεός; Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε ν' απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί. Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει. Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάσει.
 
Πώς λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος; Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που κι εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμιά αντίρρηση και αμφιβολία.
 
Σε ποιο λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα; Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία. Απ' αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θ' αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού. Θα δούμε ότι είναι αδύνατο ν' αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σ' όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας. Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ' όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
 
Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους. Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι...
 
Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα. Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες. Μπόρεσε ν' αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στο δύσκολο. Και όλ' αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο!

Ασφαλώς δεν συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους. Μάλλον τα αντίθετα τους συμβαίνουν. Όσο δηλαδή ζουν και ευδοκιμούν οι ίδιοι, το έργο τους προοδεύει. Όταν όμως πεθάνουν, καταστρέφεται μαζί τους ό,τι δημιούργησαν. Και αυτό το παθαίνουν όχι μόνο οι πλούσιοι ούτε μόνο οι άρχοντες, αλλά και οι κυβερνήτες ακόμα. Γιατί και οι νόμοι τους καταλύονται και η μνήμη τους σβήνει και τ' όνομά τους ξεχνιέται και οι έμπιστοι άνθρωποί τους παραγκωνίζονται.
Αυτά συμβαίνουν σ' εκείνους, που πρώτα μ' ένα νεύμα κυβερνούσαν λαούς και οδηγούσαν στον πόλεμο ολόκληρες στρατιές. Σ' εκείνους, που καταδίκαζαν σε θάνατο και ανακαλούσαν εξόριστους.
 
Στον Κύριο όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο. Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση: Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν. Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς. Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Σταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα.
    
 Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης. Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά ν' αρνηθούν το Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού. Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Σταυρωμένο ομολογούν. Σ' Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων.
 
Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες.
Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του. Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες.
 
Και πώς φαίνεται αυτό; Στη Ρώμη, οι αυτοκράτορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα εγκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου. Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους. Κι έτσι γίνονται οι βασιλιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέπονται γι' αυτό, αλλά και καυχιώνται. Καυχιώνται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι απόγονοί τους.

Όταν οι μαθητές του Χριστού ήταν μόνο δώδεκα και δεν υπήρχε στη σκέψη κανενός η Εκκλησία, όταν ακόμα η ιουδαϊκή συναγωγή ανθούσε και η ασεβής ειδωλολατρία κυριαρχούσε σ' ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη, ο Κύριος είχε προφητέψει: «Πάνω σ' αυτή την πέτρα (δηλαδή πάνω στην ομολογία πίστεως του Πέτρου) θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).

Διαπιστώνεις την αλήθεια αυτής της προφητείας; Βλέπεις την εκπλήρωσή της; Σκέψου πόσο σημαντικό γεγονός είναι η εξάπλωση της Εκκλησίας σχεδόν σ' όλη τη γη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σκέψου πως άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πως κατάργησε προγονικά έθιμα, πως απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πως σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πως εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πως οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών. Τί λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια.
 
Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η μεταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο. Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει. Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύγκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής. Είχε δηλαδή δυο ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή.
    
 Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, από τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαιότερους προγόνους, ακόμα κι όσα είχαν παραλάβει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλ' αυτά συμφώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. 

Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο. Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νηστεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδηγούσε στην ακτημοσύνη. Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από το θυμό και οδηγούσε στην πραότητα. Απομάκρυνε από το φθόνο και οδηγούσε στη φιλία. Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλίψεις. Και μάλιστα οδηγούσε σ' αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων. Γιατί δεν έγιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σ' άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθειες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ' αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό. Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο. Και τους έπεισε να τον βαδίσουν!
 
Πόσους έπεισε; Όχι μόνο δύο ή δέκα ή είκοσι ή εκατό, αλλ' αμέτρητους. Και με ποιούς τους έπεισε; Με δώδεκα ανθρώπους αμόρφωτους, ακαλλιέργητους, άσημους, φτωχούς, χωρίς περιουσία, χωρίς σωματική δύναμη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμπρή καταγωγή, χωρίς ρητορική ικανότητα. Με δώδεκα ανθρώπους που ήταν ψαράδες, σκηνοποιοί, αλλόγλωσσοι. Γιατί ούτε καν την ίδια γλώσσα δεν είχαν με τους ειδωλολάτρες. Μιλούσαν την εβραϊκή, που ήταν πολύ διαφορετική απ' όλες τις άλλες γλώσσες. Μ' αυτούς λοιπόν τους δώδεκα οικοδομήθηκε η Εκκλησία και απλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης.
     
Και δεν είναι μόνο τούτο το θαυμαστό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτωχοί, οι αμόρφωτοι και περιφρονημένοι, που βάλθηκαν ν' αλλάξουν την ανθρωπότητα, δεν έκαναν ανενόχλητοι το έργο τους. Από παντού αντιμετώπιζαν αναρίθμητους πολέμους. Τους πολεμούσαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη. Αλλά τί λέω για έθνη και πόλεις; Σε κάθε σπίτι ξεσηκωνόταν πόλεμος εναντίον τους. Η διδασκαλία τους χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον ένα αδελφό από τον άλλο, το δούλο από τον αφέντη, τον υπήκοο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα και τη γυναίκα από τον άνδρα. Στην κάθε οικογένεια δεν πίστευαν όλοι ταυτόχρονα, κι έτσι οι χριστιανοί υπέμεναν καθημερινές διαμάχες, ακατάπαυστες εχθρότητες, μύριους θανάτους.
 
Σαν κοινούς αντιπάλους και εχθρούς όλοι τους πολεμούσαν. Τους καταδίωκαν οι βασιλιάδες, οι άρχοντες, οι υπήκοοι, οι ελεύθεροι, οι δούλοι, οι όχλοι, οι πόλεις. Και δεν καταδίωκαν μόνο τους ίδιους, αλλά - πράγμα φοβερό - καταδίωκαν ακόμα και τους νεόφυτους κατηχούμενους, εκείνους δηλαδή που μόλις είχαν πιστέψει.
 
Προξενούσε φρίκη και οργή στους ειδωλολάτρες η σκέψη να εγκαταλείψουν τους βωμούς, να περιφρονήσουν τις θυσίες, που όλοι οι πατέρες και οι πρόγονοί τους τελούσαν, και να πιστέψουν στον Κύριο. Να πιστέψουν σ' Αυτόν που έλαβε ανθρώπινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία, που δικάστηκε από τον Πιλάτο, που έπαθε αναρίθμητα δεινά κι εξευτελισμούς, που υπέμεινε τον ατιμωτικό θάνατο, που ενταφιάστηκε και αναστήθηκε.
 
Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι, ενώ τα πάθη του Κυρίου ήταν αναμφισβήτητα -πολλοί είχαν δει τις μαστιγώσεις, τα χτυπήματα, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, το σταυρό, τους χλευασμούς, τον τάφο-, δεν συνέβαινε το ίδιο και με την ανάσταση. Ο Κύριος, μετά από την ανάστασή Του, εμφανίστηκε μόνο σε μαθητές. Παρά το γεγονός αυτό, μιλούσαν για την ανάσταση και έπειθαν τους λαούς και οικοδομούσαν την Εκκλησία. Πώς; Με ποιόν τρόπο; Με τη δύναμη του Κυρίου, που τους έστειλε να κηρύξουν το ευαγγέλιό Του στα έθνη. Αυτός ήταν που τους άνοιξε το δρόμο. Αυτός διευκόλυνε το δύσκολο έργο τους. Αν δεν τους βοηθούσε η θεία δύναμη, ούτε καν θ' άρχιζε η διάδοση του χριστιανισμού.
 
Γιατί ενώ οι τύραννοι οπλίζονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ οι στρατιώτες πρότειναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαίνονταν σαν αγριεμένη φωτιά, ενώ η κακή συνήθεια αντιπαρατασσόταν, ενώ ρήτορες, σοφιστές, πλούσιοι, ιδιώτες και άρχοντες ξεσηκώνονταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυρός κι από φλόγα, έκανε στάχτη τ' αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς κι έσπειρε το λόγο του κηρύγματος. Άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στις φυλακές, άλλοι εξορίζονταν, άλλων οι περιουσίες δημεύονταν, άλλοι φονεύονταν, άλλοι διαμελίζονταν. Και μολονότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν σαν κοινοί εγκληματίες, υπομένοντας κάθε είδος τιμωρίας, ατιμώσεως και διωγμού, όλο και περισσότεροι έρχονταν στην Εκκλησία. Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνονταν οι νέοι πιστοί από τα βασανιστήρια που έβλεπαν να υπομένουν οι παλαιότεροι, αλλά γίνονταν προθυμότεροι! Μόνοι τους έτρεχαν, αβίαστα, ευγνωμονώντας τους βασανιστές τους. Γίνονταν θερμότεροι στην πίστη, βλέποντας τους χειμάρρους των αιμάτων των πιστών.
 
Είδες την ασύγκριτη δύναμη Εκείνου που έκανε όλ' αυτά τα θαύματα; Πώς είναι δυνατό να μη λυπάται κανείς, υποφέροντας τέτοια φρικτά μαρτύρια; Όμως αυτοί χαίρονταν, σκιρτούσαν! Αυτό ομολογεί, σαν παράδειγμα, ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, πως έγινε και με τους αποστόλους, τότε που «έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί αξιώθηκαν να κακοποιηθούν για χάρη του Χριστού» (Πράξ. 5:41).

     Κι ενώ ούτ' ένα τοίχο δεν μπορεί να χτίσει κανείς με πέτρες και ασβέστη όταν καταδιώκεται, οι απόστολοι έχτιζαν την Εκκλησία σ' όλη την οικουμένη υποφέροντας διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και μαρτυρικούς θανάτους. Και δεν την έχτιζαν με πέτρες, αλλά με ψυχές, πράγμα πολύ δυσκολότερο. Γιατί δεν είναι το ίδιο να χτίζεις ένα τοίχο με το να πείθεις διεφθαρμένες ψυχές ν' αλλάζουν τρόπο ζωής, να εγκαταλείπουν τη δαιμονική μανία τους και ν' ακολουθούν τη ζωή της αρετής.
Το κατόρθωσαν όμως αυτό, γιατί είχαν μαζί τους την ακαταμάχητη δύναμη του Κυρίου, που είχε προφητέψει: «Θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη»(Ματθ. 16:18).
 
Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν την Εκκλησία και πόσους φοβερούς διωγμούς ξεσήκωσαν εναντίον της... Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και οι διάδοχοί τους μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και όλοι -άλλος ηπιότερα, άλλος σκληρότερα- πολεμούσαν την Εκκλησία. Την πολεμούσαν όλοι. Κι αν μερικοί δεν ξεσήκωναν οι ίδιοι διωγμούς, όμως η προσήλωσή τους στην ειδωλολατρία υποκινούσε στον αγώνα εναντίον της Εκκλησίας όσους ήθελαν να τους κολακέψουν.
Παρ' όλα αυτά, τα κακόβουλα σχέδια και οι επιθέσεις των ειδωλολατρών διαλύθηκαν σαν ιστοί αράχνης, σκορπίστηκαν σαν σκόνη, εξαφανίστηκαν σαν καπνός. Άλλα και όσα σχεδίαζαν εναντίον της Εκκλησίας, έγιναν αφορμή να προκύψει μεγάλη ωφέλεια στους χριστιανούς. Γιατί δημιούργησαν τις χορείες των μαρτύρων, που αποτελούν το θησαυρό, τους στύλους, τους πύργους της Εκκλησίας.

     Βλέπεις λοιπόν τη θαυμαστή εκπλήρωση της προφητείας; Πραγματικά, «οι δυνάμεις του άδη δεν θα την κατανικήσουν». Από τα παρελθόντα όμως, πίστευε και για τα μέλλοντα. Και στο μέλλον κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Εκκλησία. Γιατί αν δεν κατόρθωσαν να τη συντρίψουν όταν αριθμούσε λίγα μέλη, όταν η διδασκαλία της φαινόταν καινούργια και παράξενη, όταν τόσοι φοβεροί πόλεμοι και τόσοι πολλοί διωγμοί από παντού ξεσηκώνονταν εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη βλάψουν τώρα, που κυριάρχησε σ' όλη την οικουμένη, που κυρίεψε όλα τα έθνη και που εξαφάνισε τους βωμούς και τα είδωλα, τις γιορτές και τις τελετές, τον καπνό και την τσίκνα των αισχρών θυσιών.
Πώς πέτυχαν οι απόστολοι ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, έπειτα από τόσα εμπόδια; Ασφαλώς με τη θεϊκή και ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, που προφήτεψε τη δημιουργία και το θρίαμβο της Εκκλησίας. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, εκτός κι αν είναι ανόητος και εντελώς ανίκανος να σκέφτεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου