Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΙ

 

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Λέοντος Τολστόι


Ένας Επίσκοπος ταξίδευε κάποτε από τον Αρχάγγελο στο Σολόβκι. Πάνω στο πλοίο ήταν πολλοί προσκυνητές. Ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, ο καιρός πολύ καλός και το σκάφος έπλεε σταθερά. Οι προσκυνητές κουβέντιαζαν μεταξύ τους αμέριμνοι. μερικοί ήταν ξαπλωμένοι, άλλοι έτρωγαν και άλλοι ήταν συγκεντρωμένοι σε παρέες. Ο Επίσκοπος ανέβηκε στο κατάστρωμα και άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε, από τη μια άκρη του πλοίου στην άλλη. Καθώς πήγαινε προς την πρύμνη ζύγωσε μια μικρή συντροφιά από επιβάτες συγκεντρωμένους γύρω από ένα μουζίκο. Ο μουζίκος κάτι έδειχνε στη θάλασσα καθώς διηγόταν μια ιστορία που την άκουγαν με μεγάλη προσοχή. Ο Επίσκοπος κοντοστάθηκε πλάι τους. κοίταξε κι αυτός προς την κατεύθυνση που έδειχνε ο μουζίκος, αλλά δεν μπορούσε να δει παρά μόνο τη θάλασσα που λαμπύριζε. Τότε ήρθε πιο κοντά για ν' ακούσει καλύτερα. Αλλά μόλις ο μουζίκος τον πήρε είδηση έβγαλε το σκούφο του και σταμάτησε να μιλάει. Και οι άλλοι που ως τώρα άκουγαν τον Ρώσο χωρικό να τους διηγιέται την ιστορία, μόλις είδαν τον Επίσκοπο έβγαλαν κι αυτοί τους σκούφους και υποκλίθηκαν μπροστά του.

«Μην ενοχλείστε αδελφοί μου» είπε ο Επίσκοπος. «Εκείνο που θέλω είναι ν' ακούσω και εγώ αυτά που έλεγες στη συντροφιά σου καλέ μου φίλε».

«Τούτος ο ψαράς μας διηγιέται την ιστορία για τους γέροντες» είπε, κάπως δειλά, ένας έμπορος που φαινόταν πιο τολμηρός απ' τους άλλους.

«Τί δηλαδή;» ρώτησε ο Επίσκοπος και προχωρώντας προς τη μια πλευρά κάθησε κι αυτός πάνω σ' ένα πάγκο. «Πες την και σε μένα. θέλω πολύ να την ακούσω. Τι έδειχνες πριν λίγο;»

«Έδειχνα κείνο το μικρό νησάκι που μόλις διακρίνεται πέρα στο βάθος» απάντησε ο χωρικός απλώνοντας το χέρι προς εκείνη την κατεύθυνση. «Σ' αυτό εκεί το νησάκι ζουν μερικοί άνθρωποι, γέροι πια, που πιστεύουν στο Θεό».

«Ξαναδείξε μου το νησάκι σε παρακαλώ, που ακριβώς βρίσκεται;» είπε ο Επίσκοπος.

«Αν θέλεις Σεβασμιώτατε, κοίταξε ίσια μπροστά στην κατεύθυνση που δείχνει το χέρι μου. Θα δεις ένα μικρό συννεφάκι και κάτω απ' αυτό, στ' αριστερά, θα δεις κάτι που φαίνεται σα σκοτεινή γραμμή στον ορίζοντα».

Ο Επίσκοπος κοίταξε, ξανακοίταξε αλλά τα νερά λαμπύριζαν τόσο απ' το δυνατό φως του ήλιου που τα ασυνήθιστα μάτια του δεν κατάφερναν να ξεχωρίσουν τίποτε.

«Όχι, κρίμα, δεν μπορώ να το δω», είπε, «αλλά πες μου, πως είναι αυτοί οι άνθρωποι που ζουν εκεί;»

«Είναι άγιοι άνθρωποι» απάντησε ο ψαράς. «Πάει πολύς καιρός τώρα που άκουσα γι' αυτούς αλλά μόλις πέρισυ το καλοκαίρι κατάφερα να τους δω για λίγο». Και ο ψαράς επανέλαβε την ιστορία του.

Έπλεε με την ψαρόβαρκά του μετά απο ψάρεμα όταν, κυριολεκτικά, έπεσε πάνω στο νησί, που ως τότε δεν ήξερε καν την ύπαρξη του. Το πρωί πλεύρισε στη στεριά και βγήκε να ρίξει μια ματιά γύρω. Έφτασε σε μια λασποκαλύβα. Mέσα καθόταν ένας γέροντας και απ' έξω ήταν άλλοι δύο που

έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Του έδωσαν να φάει, του στέγνωσαν τα ρούχα και τον βοήθησαν να επισκευάσει τη βάρκα του.

"Πως ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τι λογής ήταν ; " ρώτησε ο Επίσκοπος.

" Ο ένας από αυτούς ήταν κοντός και ηλιοψημένος και παρά πολύ γέρος, ντυμένος μ' ένα παμπάλαιο ράσο. Θα πρέπει να ήταν το λιγότερο πάνω από εκατό χρονώ, γιατί οι γκρίζες της γενειάδας του άρχιζαν να πρασινίζουν . Παρ' όλα αυτά το πρόσωπό του ήταν φωτεινό και με τόσο χαρούμενη έκφραση που νόμιζες πως ήταν άγγελος απ' τον ουρανό . Ο δεύτερος γέροντας ήταν περίπου στην ίδια ηλικία αλλά λίγο ψηλότερος από τον πρώτο και ντυμένος μ' έναν κουρελιασμένο μανδύα. Η μακριά γενειάδα του ήταν μισοκίτρινη μισο-γκρίζα. Αυτός φαινόταν δυνατός άντρας γιατί γύρισε τη βάρκα μου ανάποδα σαν να 'ταν καρυδότσουφλο και η δική μου βοήθεια δεν του χρειάστηκε καθόλου . Είχε κι' αυτός χαρούμενη έκφραση . Όσο για τον τρίτο , αυτός πια ήταν πανύψηλος γέροντας με μια γενειάδα που έφτανε ως τα γόνατα, κατάλευκη σαν τα φτερά του γλάρου. Η έκφραση του ήταν κάπως σκυθρωπή και συνοφρυωμένη. Ήταν σχεδόν γυμνός, μόνο μ' ένα κομμάτι ύφασμα στη μέση . "

" Και τι σου είπαν ;" ρώτησε ο Επίσκοπος .

"Ό,τι έκαναν το έκαναν εντελώς σιωπηλά. Σπάνια μιλούσαν ακόμη και αναμεταξύ τους. Αρκούσε να κοιτάξει ο ένας τον άλλο για να συνεννοηθούν απόλυτα .

Ρώτησαν τον πιο ψηλό από τους τρεις πόσο καιρό ζουν σ' αυτό τον τόπο και κείνος συνοφρυώθηκε περισσότερο και δεν είπε τίποτε - θα 'λεγα μάλιστα πως θύμωσε - αλλά ο κοντούλης γέροντας, ο πιο μεγάλος απ' τους τρείς, τον έπιασε από το χέρι και χαμογέλασε. Για μια στιγμή έπεσε βαριά σιωπή. Ύστερα μίλησε ο γεροντότερος. Όλο κι όλο που είπε ήταν : «Συγχωρέσετε μας» και ξαναχαμογέλασε ".

Καθώς μιλούσαν το καράβι πλησίαζε σε μια συστάδα μικρών νησιών.

«Α! να, τώρα φαίνεται πολύ καλύτερα» είπε ο έμπορος, Σεβασμιωτατε κοίταξε εκεί πέρα" πρόσθεσε και έδειξε με το χέρι του. Ο Επίσκοπος κοίταξε προς τα εκεί που του έδειξε και, τώρα πια, διέκρινε καθαρά ένα μικρό νησάκι σα μια μαύρη γραμμή στον ορίζοντα. Κοίταξε αρκετή ώρα προς αυτή την κατεύθυνση κι ύστερα σηκώθηκε από τον πάγκο, πήγε προς το κατάστρωμα της πρύμνης και πλησίασε τον τιμονιέρη .

«Πως λέγεται εκείνο το νησί εκεί κάτω;» ρώτησε. «Αυτό εκεί το νησί; Δεν έχει όνομα. Ά! υπάρχουν πολλά τέτοια νησιά εδώ γύρω !»

«Είναι αλήθεια όσα λένε για κάποιους άγιους ανθρώπους που ζουν σ' αυτό το νησί ;»

« Έτσι λένε, Σεβασμιώτατε, αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Μερικοί ψαράδες λένε πως τους είδαν . Αλλά πολλά φορές όλα αυτά είναι λόγια και τίποτε περισσότερο».

«Θα ήθελα να πλησιάσουμε στο νησί αυτό και να δω ο ίδιος πιο κοντά αυτούς τους ανθρώπους», είπε ο Επίσκοπος. «Θα μπορούσε άραγε να γίνει κάτι τέτοιο;»

« Και βέβαια Σεβασμιώτατε, αλλά μόνο με μικρή βάρκα γιατί κανένα πλοίο δεν μπορεί να πιάσει εκεί. Δεν ΄ έχεις παρά να ζητήσεις την άδεια του καπετάνιου».

Ο Επίσκοπος πήγε στον καπετάνιο και του είπε: «Θα ήθελα να επισκεφτώ εκείνους τους γέροντες που ζουν σ' αυτό το νησάκι. Μπορείς να με κατεβάσεις στο νησί;»

Ο καπετάνιος φάνηκε δισταχτικός : «Και να μπορούσα» είπε «θα μας πάρει πολύ χρόνο. Έπειτα, θα ήθελα να πω στην αγιότητά σου ότι δεν αξίζει και τόσο τον κόπο να πας να δεις τούτους τους γεροντάδες, γιατί άκουσα, ότι είναι ηλίθιοι σε τέτοιο σημείο που δεν καταλαβαίνουν τίποτε και είναι τέλεια άφωνοι σαν τα ψάρια της θάλασσας».

«Ό,τι και να 'ναι εγώ θα ήθελα να τους δω», επέμενε ο Επίσκοπος. «Θα σε πληρώσω γερά για όλη αυτή τη φασαρία αν με κατεβάσεις στο νησί».

Ύστερα από αυτή την κουβέντα δεν έμενε παρά να δοθούν οι ανάλογες εντολές στο πλήρωμα και να αλλάξουν ρότα. Ο τιμονιέρης άλλαξε πορεία και το πλοίο κίνησε για το νησάκι. Έβαλαν ένα κάθισμα στην πλώρη για να καθίσει ο Επίσκοπος και να βλέπει το νησί. Γύρω του μαζεύτηκαν όλοι οι ταξιδιώτες του πλοίου και κοίταζαν προς την ίδια κατεύθυνση. Γρήγορα, εκείνοι που είχαν εξασκημένη όραση ξεχώρισαν τους βράχους που ήταν σαν φράντζες στην ακρογιαλιά και διέκριναν ακόμη και τη μικρή καλύβα. Σε λίγο είδαν τον ένα από τους τρεις γέροντες που κείνη τη στιγμή ξεπρόβαλε στην πόρτα της καλύβας. Ο καπετάνιος πήρε ένα κυάλι κι αφού κοίταξε ολόγυρα το έδωσε στον Επίσκοπο. «Νομίζω πως ξεχωρίζω τρεις ανθρώπους που στέκονται στην παραλία ακριβώς στα δεξιά του μεγάλου βράχου». Παίρνοντας ο Επίσκοπος το κυάλι κοίταξε προς το σημείο που του είπε ο καπετάνιος. «Ναι, πραγματικά διακρίνονται εκεί τρεις άνθρωποι, ένας πολύ ψηλός, ένας κοντύτερος κι ο τρίτος πολύ κοντός. Στέκονται και οι τρεις πλάι-πλάι στην παραλία».

Ο καπετάνιος πλησίασε τον Επίσκοπο και του είπε: «Εδώ, Σεβασμιώτατε, πρέπει να σταματήσουμε το πλοίο. Αν επιθυμείς ακόμα να πας στο νησί, θα συνεχίσεις με τη βάρκα. Εμείς θα αγκυροβολήσουμε εδώ και θα περιμένουμε». Έδωσε το παράγγελμα να μαζέψουν τα πανιά. Αγκυροβόλησαν, κατέβασαν μια βάρκα και οι κωπηλάτες πήδηξαν μέσα. Ο Επίσκοπος άρχισε να κατεβαίνει σκαλί-σκαλί την ανεμόσκαλα που έριξαν στη βάρκα και κάθισε μπροστά-μπροστά. Οι κωπηλάτες άρχισαν να κωπηλατούν δυνατά με κατεύθυνση το νησί. Όταν έφτασαν κάτω από το μεγάλο βράχο, είδαν τους τρεις άντρες που στέκονταν εκεί. Ο ένας ήταν ψηλός και σχεδόν γυμνός, μόνο μ' ένα πανί τυλιγμένο στη μέση του. ο δεύτερος κοντύτερος και ντυμένος μ' ένα κουρελιασμένο μανδύα και ο τρίτος πολύ γέροντας και αρκετά καμπούρης μ' ένα πολύ παλιό ράσο. Και οι τρεις τους στέκονταν εκεί, ο ένας πλάι στον άλλο.

Οι κωπηλάτες έριξαν το παλαμάρι, το στερέωσαν στην ακτή και ο Επίσκοπος βγήκε στη στεριά. Οι τρεις γέροντες έκαναν βαθιά μετάνοια στον Επίσκοπο καθώς εκείνος τους ευλογούσε.

«Άκουσα» τους είπε «ότι εσείς οι τρεις άγιοι άνθρωποι ζήσατε εδώ σε τούτο το νησί μιά ζωή αφιερωμένη στο Θεό και ότι προσεύχεστε στο Χριστό για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Ακριβώς γι' αυτό κι εγώ -ένα ανάξιος υπηρέτης του Θεού που κλήθηκα να ποιμάνω το λαό Του -βρίσκομαι τώρα εδώ με τη Χάρη του Θεού για να σας προσφέρω, αν μπορώ, τη βοήθειά μου».

Οι τρεις γέροντες δεν είπαν τίποτε, μόνο χαμογέλασαν και κοίταξαν ο ένας τον άλλο.

«Πέστε μου αν θέλετε», συνέχισε ο Επίσκοπος «πως λατρεύετε το Θεό και πως Τον υπηρετείτε;»

Ο ένας από τους τρεις γέροντες, κείνος με το μέτριο ανάστημα, αναστέναξε και κοίταξε προς το μέρος του γεροντότερου ενώ ο ψηλότερος έσμιξε τα φρύδια του και στράφηκε κι αυτός προς τον δεύτερο γέροντα κι εκείνος, αφού χαμογέλασε ακόμα μια φορά, είπε: «Ω, άγιε του Θεού, εμείς δεν ξέρουμε πως να υπηρετούμε το Θεό. Εμείς δεν ξέρουμε παρά να υπηρετούμε και να προστατεύουμε τον εαυτό μας μόνο».

«Τότε πέστε μου με ποιο τρόπο προσευχόσαστε στο Θεό;» ρώτησε ο Επίσκοπος και ο γέροντας απάντησε.

«Να, έτσι προσευχόμαστε. Κύριε, τρεις είσαστε εσείς, τρεις είμαστε και μεις, ελέησέ μας». Λέγοντας αυτά τα λόγια σήκωσαν και ο τρεις τα μάτια τους ψηλά στον ουρανό και με μια φωνή επανέλαβαν: «Κύριε, τρεις είσαστε εσείς, τρείς είμαστε και μεις, ελέησέ μας».

Ο Επίσκοπος χαμογέλασε και τους είπε: «Φαίνεται από τα λόγια σας αυτά, ότι έχετε ακούσει για την Αγία Τριάδα, ότι δηλαδή ο Θεός είναι τρία πρόσωπα. Όμως δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος προσευχής. Κάτι με τράβηξε εδώ σε σας, άγιοι άνθρωποι του Θεού και καταλαβαίνω την επιθυμία σας να ευχαριστήσετε το Θεό. Όμως δεν ξέρετε πως να Τον υπηρετείτε σωστά. Ο σωστός τρόπος να προσευχόσαστε δεν είναι αυτός. Θα σας διδάξω εγώ πως πρέπει να προσευχόσαστε. Αν με ακούσετε προσεκτικά θα μάθετε το σωστό τρόπο. Ούτε κι εγώ έμαθα μόνος μου τούτα που θα σας διδάξω αλλά από την Αγία Γραφή, όπου ο Κύριος μας λέει με ποιο τρόπο πρέπει όλοι οι άνθρωποι να προσεύχονται στο Θεό».

Έτσι ο Επίσκοπος άρχισε να εξηγεί στους τρεις γέροντες πως ο Θεός αποκαλύφτηκε στους ανθρώπους. Τους μίλησε για τον Τριαδικό Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και ύστερα είπε:

«Ο Υιός του Θεού, που ήρθε στη γη για να σώσει το ανθρώπινο γένος, μας δίδαξε πως να προσευχόμαστε. Ακούστε με προσεχτικά και να επαναλαμβάνετε ότι λέω».

«Πάτερ ημών» άρχισε ο Επίσκοπος. «Πάτερ ημών» είπε ο πρώτος γέροντας». «Πάτερ ημών» επανέλαβε ο δεύτερος. «Πάτερ ημών» είπε και ο τρίτος.

«Ο εν τοις ουρανοίς» συνέχισε ο Επίσκοπος. «Ο εν τοις ουρανοίς» επανέλαβαν σαν ηχώ και οι τρεις γέροντες με τη σειρά.

Όμως ο δεύτερος στο ανάστημα γέροντας μπέρδευε τα λόγια του και τα πρόφερε λάθος, ενώ ο ψηλός δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά γιατί τα γένια του και τα μουστάκια έκρυβαν τα χείλη του και άλλαζαν την προφορά του. Όσο για τον πιο ηλικιωμένο που ήταν και χωρίς δόντια, κατάφερνε μόνο να ψελίζει τις λέξεις με τέτοιο τρόπο που έχαναν το νόημά τους. Ο Επίσκοπος επανέλαβε για δεύτερη φορά τη φράση. Το ίδιο έκαναν μετά απ' αυτόν και οι γέροντες.

Στο μεταξύ ο Επίσκοπος κάθησε πάνω στο βράχο και οι τρεις γέροντες στέκονταν γύρω του κοιτάζοντάς τον προσεκτικά στο πρόσωπο, πασχίζοντας να κρατήσουν στη μνήμη τους ότι τους μάθαινε. Πέρασε όλο το απόγευμα, πήρε να βραδιάζει με τούτη τη δύσκολη δουλειά. Δέκα, είκοσι -ίσως και εκατό- φορές επανέλαβε ο Επίσκοπος την κάθε μια λέξη ώσπου να καταφέρουν οι τρεις γέροντες να την αποστηθίσουν. Συνέχεια σκόνταφταν και έκαναν λάθη. Εκείνος τους διόρθωνε και τα ξανάλεγε. Στο τέλος τους ζήτησε να επαναλάβουν από την αρχή όλη την προσευχή. Και δεν σταμάτησε την προσπάθεια παρά μόνο σαν τους έμαθε ολόκληρη την Κυριακή προσευχή, ώστε να μπορούν να την επαναλάβουν σωστά μαζί του αλλά και μόνοι τους. Ο πιο γέρος από τους τρεις ήταν ο πρώτος που κατάφερε να χωνέψει σωστά ολόκληρη την προσευχή αλλά παρ' όλα αυτά ο Επίσκοπος του ζήτησε να την ξαναπεί πολλές φορές και μόνος του και με τους άλλους.

Όταν πια ο Επίσκοπος σηκώθηκε να γυρίσει στο πλοίο είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και φάνηκε το φεγγάρι ν' ανεβαίνει από τη θάλασσα από τη θάλασσα. Ζήτησε την άδεια από τους γέροντες να φύγει και κεινοι έπεσαν στα πόδια του. Ο επίσκοπος τους σήκωσε, φίλησε τον καθένα στο μέτωπο και μπήκε στη βάρκα για να γυρίσει πίσω στο πλοίο.

Καθώς η βάρκα ξεμάκραινε σιγά - σιγά, ο Επίσκοπος άκουγε τρεις διαφορετικές φωνές να προφέρουν δυνατά το "Πάτερ ημών". Όταν η βάρκα έφτασε στο πλοίο οι φωνές τους δεν ακούγονταν πια και μόνο οι φιγούρες τους διακρίνονταν στο φεγγαρόφωτο. Στέκονταν ακόμη εκεί, στο ίδιο σημείο και οι τρεις -ο κοντύτερος στη μέση, ο ψηλός στα δεξιά, ο μεσαίος αριστερά.

Ο Επίσκοπος έφτασε στο πλοίο και ανέβηκε επάνω. Σήκωσαν άγκυρα κι έβαλαν πανιά. Το πλοίο κίνησε αργά για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο Επίσκοπος πήγε στην πρύμνη κάθησε σε μια θέση και γύρισε να κοιτάξει το νησάκι. Οι τρεις γέροντες βρίσκονταν ακόμα εκεί και διακρίνονταν αρκετά καλά. Σιγά-σιγά όμως άρχισαν να χάνονται και έμεινε μόνο το νησί να διαγράφεται στον ορίζοντα. Ύστερα από λίγο άρχισε κι αυτό να χάνεται και έμεινε μόνο η θάλασσα να λαμπιρίζει στο φως του φεγγαριού.

Οι προσκυνητές αποσύρθηκαν τώρα πια για να περάσουν τη νύχτα και στο κατάστρωμα βασίλευε απόλυτη ησυχία. Όμως ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Καθόταν μόνος στην πρύμνη, κοιτάζοντας τη θάλασσα προς τη μεριά του νησιού που πια είχε χαθεί και σκεφτόταν τους τρεις αγαθούς γέροντες. Θυμόταν πόσο χαρούμενοι έδειχναν καθώς μάθαιναν την προσευχή και ευχαριστούσε το Θεό που τον αξίωσε να βοηθήσει αυτούς τους τρεις ευσεβείς ερημίτες και να τους διδάξει το Λόγο του Θεού.

Αυτά συλλογιζόταν καθισμένος εκεί στην πρύμνη και εξακολουθώντας να κοιτάζει προς τη μεριά του νησιού που πια δεν φαινόταν. Ξαφνικά διέκρινε σε πολύ μακρινή απόσταση κάτι να θαμποφέγγει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ένα φως φάνηκε να προβάλλει στην επιφάνεια του νερού. Απότομα αυτό το κάτι έγινε πιο συγκεκριμένο, έγινε κάτι που έλαμπε και άσπριζε στην ασημένια ανταύγεια του φεγγαριού. «Κάποιο θαλασσοπούλι θα είναι ή κανένα πανί από καμιά ψαρόβαρκα» είπε μέσα του ο Επίσκοπος και κοίταξε επίμονα προς την κατεύθυνση αυτή.

«Θα είναι κάποια βάρκα που έρχεται προς το μέρος μας για να μας προλάβει» ξανασκέφτηκε. «Δεν θα χρειαστεί και πολύ για να μας φτάσει. Λίγο πριν ήταν πολύ μακριά μας και τώρα όλο και κοντοζυγώνει. Με τέτοια ταχύτητα γρήγορα θα διακρίνεται πολύ καθαρά».

«Μπα όχι», συνέχισε να μονολογεί «αυτό που το πέρασα για βάρκα δεν είναι, ούτε καν μοιάζει με πανί. Πάντως ότι και να 'ναι έρχεται κατά πάνω μας και σύντομα θα μας φτάσει». Ακόμα όμως ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καθαρά τι ήταν αυτό το πράγμα -αν ήταν ή όχι βάρκα. αν ήταν κανένα πουλί ή κάτι άλλο. αν ήταν ή όχι κάποιο ψάρι. «Α μπα! Σα να μοιάζει με άνθρωπο, ένα πελώριο άνθρωπο! Αλλά όχι, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Ένας άνθρωπος πάνω στα νερά της θάλασσας!»

Ο Επίσκοπος σηκώθηκε και πήγε να βρει τον τιμονιέρη. «Κοίτα», του λέει, «τι είναι αυτό εκεί; Για πες μου άνθρωπέ μου, τι μπορεί να είναι;» ρώτησε ανυπόμονα ο Επίσκοπος. Ξαφνικά διέκρινε τους τρεις ερημίτες να τρέχουν πάνω στη θάλασσα. Οι γκρίζες γενειάδες τους φαίνονταν εκθαμβωτικά φωτεινές και τα πόδια τους, πολύ γοργά, πρόφτασαν το καράβι λες και ήταν από ώρα αγκυροβολημένο!

Ο τιμονιέρης σταμάτησε, άφησε το τιμόνι απ' το φόβο του και άρχισε να φωνάζει με όση δύναμη είχε: «Θεέ και Κύριε! Τρεις άνθρωποι τρέχουν πάνω στη θάλασσα σα να βρίσκονται στη στεριά!»

Το πλοίο σηκώθηκε στο πόδι απ' τις φωνές του, όλοι ανέβηκαν τρέχοντας στο κατάστρωμα και μαζεύτηκαν στην πρύμνη. Καθένας τους μπορούσε πια να δει τους τρεις γέροντες να τρέχουν πάνω στα νερά πιασμένοι χέρι-χέρι. Οι δυό γέροντες σήκωσαν ψηλά τα ελεύθερα χέρια τους και ζήτησαν να σταματήσει το πλοίο. Έτρεχαν πάνω στην επιφάνεια του νερού λες και πατούσαν στη γη. Έφτασαν στο πλοίο, πλεύρισαν τη γέφυρα, σήκωσαν ψηλά τα χέρια τους και φώναξαν με μια φωνή:

«Ω! άγιε του Θεού, τα λησμονήσαμε όλα, λησμονήσαμε όσα μας δίδαξες. Όσο τα επαναλαμβάναμε τα θυμόμασταν αλλά πριν λίγο πάψαμε να λέμε την προσευχή και την ξεχάσαμε λες και ξεγλίστρισε απ' το μυαλό μας. Δεν τη θυμόμαστε πια, κάθε λέξη μας εγκατέλειψε. Τίποτε δεν μπορούμε να ξαναθυμηθούμε. Σε παρακαλούμε δίδαξέ τη μας πάλι».

Ο Επίσκοπος έκανε το σταυρό του και σκύβοντας πάνω απ' τη γέφυρα προς το μέρος τους είπε: «Και η δική σας προσευχή, άγιοι γέροντες, ήταν δεκτή απ' το Θεό. Δεν έπρεπε εγώ να σας μάθω άλλη. Συνεχίστε να προσεύχεστε. Προσευχηθείτε εσείς καλύτερα, για μας τους αμαρτωλούς». Και λέγοντας αυτά ο Επίσκοπος έπεσε στα γόνατα μπροστά στους τρεις γέροντες. Για μια στιγμή εκείνοι έμειναν ακίνητοι. Ύστερα γύρισαν και άρχισαν να περπατούν στα νερά. Ως το πρωί φαινόταν ακόμα ένα φως που έλαμπε προς τη μεριά που χάθηκαν οι τρεις ερημίτες.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου