Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΙ


ΠΟΛΛΗ ΓΗ

Λέοντος Τολστόι


Δύο αδελφές

Μια μεγαλύτερη αδελφή ήλθε απο την πόλη να επισκεφθεί τη μικρότερη. Η μεγαλύτερη είχε παντρευτεί έναν έμπορο και η μικρότερη ένα χωρικό. Καθώς έπιναν και οι δύο τσάι και συζητούσαν, η μεγαλύτερη αδελφή καυχιόταν και αποθέωνε τη ζωή της στην πόλη, λέγοντας πως ζούσε και κινιόταν με ευκολίες και ανέσεις, πως έντυνε όμορφα τα παιδιά της, πως είχε καλά πράγματα να τρώει και να πίνει και πως έκανε περιπάτους και πήγαινε στις παγοδρομίες και στο θέατρο.

Η νεότερη αδελφή ήταν ενοχλημένη μ' αυτά και απαντούσε υποτιμώντας τη ζωή της γυναίκας ενός εμπόρου και εκθειάζοντας της δική της επαρχιώτικη ζωή.

«Απο την πλευρά μου, δεν θα είχα καμία διάθεση να αλλάξω τη ζωή μου με τη δική σου», είπε. «Παραδέχομαι ότι ζούμε μια ήσυχη ζωή χωρίς συγκλονιστικές εμπειρίες, ωστόσο εσείς απο την άλλη μεριά, με όλη την ανώτερη ζωή σας η θα πρέπει να έχετε πολλές δουλειές ή αλλιώς θα καταστραφείτε. Ξέρεις την παροιμία: Η Χασούρα είναι η μεγάλη αδελφή του Κέρδους. Ίσως να είσαστε πλούσιοι σήμερα, αλλά αύριο μπορεί να βρεθείτε στο δρόμο. Εδώ στην επαρχία έχουμε έναν καλύτερο τρόπο απ' αυτόν. Το στομάχι του χωρικού μπορεί να είναι λεπτό, αλλά είναι μακρύ. Που σημαίνει ότι μπορεί να μην είναι πολύ πλούσιος, ωστόσο θα έχει πάντοτε αρκετά».

Η μεγαλύτερη αδελφή την παράλαβε αμέσως. «Πραγματικά αρκετά!» απάντησε, « Αρκετά, με τίποτε άλλο παρά τα άθλια γουρούνια σας και τα μοσχάρια σας. Αρκετά, χωρίς ωραία ρούχα και συντροφιές. Γιατί όσο σκληρά κι αν δουλέψει ο άντρας σου, είσαστε αναγκασμένοι να ζείτε στη λάσπη και εκεί θα πεθάνετε. Μάλιστα, και τα παιδιά σας μετά απο σας». «Ωχ, όχι», απάντησε η νεότερη. «Να πως είναι τα πράγματα με μας. Αν και μπορεί να ζούμε σκληρά, τουλάχιστον η γη είναι δική μας και δεν έχουμε ανάγκη να κολακεύουμε η να γδέρνουμε κανέναν. Αλλά εσείς στην πόλη ζείτε σ' ένα κλίμα σκανδάλου. Σήμερα μπορεί όλα σας να είναι καλά, αύριο όμως μπορεί να πέσει πάνω σας το κακό μάτι και να βρεθεί ο άντρας σας ξεμυαλισμένος με τα χαρτιά, με το κρασί ή με κανέναν εφήμερο έρωτα και να βρεθείτε κι εσύ κι οι δικοί σου κατατρεγμένοι. Δεν είναι έτσι;»

Ο Παχώμ, άνδρας της νεότερης αδελφής, άκουγε κοντά στη σόμπα.

«Αυτό είναι αλήθεια», είπε. «Σκάβω τη μητέρα γη απο την παιδική μου ηλικία, έτσι δεν έχω καιρό να βάλω καμία ανοησία στο κεφάλι μου». Ωστόσο έχω ένα παράπονο. Πολύ λίγη γη. Μόνο δώσε μου γη και δεν φοβάμαι κανέναν άνθρωπο. Όχι, ούτε κι αυτόν τον ίδιο το διάβολο».

Οι δυο γυναίκες τέλειωσαν το τσάι τους, κουβέντιασαν λίγο ακόμη για φορέματα, έπλυναν τα πιάτα και πήγαν να κοιμηθούν.

Όλη αυτή την ώρα ο Διάβολος καθόταν πίσω απ' τη σόμπα και τα είχε ακούσει όλα. Ευχαριστήθηκε όταν η γυναίκα του χωρικού έκανε τον άντρα της να καυχηθεί ότι άπαξ και του δινόταν γη, ούτε αυτός ο ίδιος ο Διάβολος δεν θα μπορούσε να του την πάρει.

«Έξοχα», σκέφτηκε ο Διάβολος. «Θα δοκιμάσω να σε ρίξω. Θα σου δώσω πολλή γη και ύστερα θα σου την πάρω πάλι».

Μπελάδες

Κοντά σ' αυτούς τους χωρικούς έμενε μια κυρία, κτηματίας, με μια μικρή περιουσία 120 ντεστατινιών. Στην αρχή, τα πήγαινε καλά με τους χωρικούς και δεν έκανε καθόλου κατάχρηση των δικαιωμάτων της• ύστερα όμως πήραν έναν επιστάτη, ένα συνταξιούχο σταρτιωτικό, που άρχισε να κυνηγάει τους χωρικούς με πρόστιμα.

Άσχετα από το πόσο προσεκτικός μπορούσε να ήταν ο Παχώμ, κάποιο απο τα άλογα του θα έμπαινε στη βρώμη της κυρίας, η μια αγελάδα θα ξεστράτιζε στους κήπους της, ή τα μοσχάρια του θα χωνόντουσαν στα λοβάφιασ της και για όλα αυτά επιβάλλονταν πρόστιμα.

Ο Παχώμ πλήρωνε, και μετά έδερνε και κακομεταχειριζόταν τους δικούς του. Υπέφερε τόσο πολύ με τον επιστάτη, με όσα συνέβησαν το καλοκαίρι, που ήταν απόλυτα ευχαριστημένος να έχει τα μοσχάρια του να στέκονται στην αυλή με τα άχυρα. Ήταν βέβαια μεγαλύτερο το κόστος να τα κρατάει εκεί και γι' αυτό λυπόταν, ωστόσο απο την άλλη μεριά του στοίχιζε λιγότερο άγχος.

Εκείνο το χειμώνα κυκλοφόρησε μια φήμη ότι η Βαρώνη επρόκειτο να πουλήσει τη γη της και ότι ο επιστάτης κανόνιζε να αγοράσει τόσο τη γη, όσο και τα δικαιώματα στο δρόμο που συνοδευόντουσαν μ' αυτήν. Αυτή η φήμη έφτασε στους χωρικούς και εκείνοι τρόμαξαν.

«Αν», σκέφτηκαν, «ο επιστάτης πάρει τη γη, θα μας ταλαιπωρεί με τα πρόστιμα ακόμη πιο πολύ απ' όσο έκανε όταν ήταν στην υπηρεσία της Βαρώνης. Πρέπει με κάποιο τρόπο να αποκτήσουμε την περιουσία, μια και θα ζούμε γύρω απ΄ αυτή σ' έναν κύκλο».

Έτσι, μια αντιπροσωπεία απο την κοινότητα πήγε στη Βαρώνη και της ζήτησε να μην πουλήσει τη γη στον επιστάτη της, αλλά να τους δώσει τη δυνατότητα να την αγοράσουν αυτοί και εκείνοι θα υπερκεράσουν τον αντίζηλο τους στην προσφορά. Η Βαρώνη συμφώνησε μ' αυτό, και οι χωρικοί άρχισαν να κανονίζουν πως η κοινότητα θα αγόραζε όλο το υποστατικό. Είχαν μια συνεδρίαση γι αυτό και ακόμη άλλη μια, αλλά η υπόθεση δεν κανονίστηκε. Ήταν γεγονός ότι ο εξαποδώ ματαίωνε τις προσπάθειες τους κάνοντας αδύνατη τη συμφωνία μεταξύ τους. Τότε οι χωρικοί αποφάσισαν να δοκιμάσουν να αγοράσουν τη γη σε χωριστά κομμάτια, ο καθένας τόσο όσο μπορούσε, και Βαρώνη είπε ότι συμφωνούσε και μ' αυτό.

Ο Παχώμ άκουσε μια μέρα ότι ένας γείτονας είχε αγοράσει είκοσι ντεστατίνια και ότι η Βαρώνη είχε συμφωνήσει μισό απο το ποσό της αγοράς να παραμείνει ανεξόφλητο για ένα χρόνο.

Ο Παχώμ ζήλεψε. «Αν», σκέφθηκε, «οι άλλοι αγοράσουν όλη τη γη, θα αισθάνομαι ότι έχω μείνει απ' έξω». Έτσι, συζήτησε με τη γυναίκα του. «Καθένας αγοράζει λίγη γη», είπε, «λοιπόν καλά θα κάνουμε να εξασφαλίσουμε κι εμείς δέκα ντεστατίνια. Δεν μπορούμε να ζήσουμε έτσι που είναι τα πράγματα τώρα, γιατί ο επιστάτης μας τα παίρνει όλα με τα πρόστιμα». 'Ετσι σκέφθηκαν πως θα κατάφερναν να κάνουν την αγορά.

Είχαν εκατό ρούβλια στην πάντα, έτσι, πουλώντας το πουλάρι και τις μισές του μέλισσες και κατατάσσοντας επί πλέον το γιο τους στο στρατό, κατάφερναν να συγκεντρώσουν τα μισά χρήματα. Ο Παχώμ τα μάζεψε όλα μαζί, διάλεξε δεκαπέντε ντεστατίνια και ένα μικρό κομμάτι δάσους και πήγε στη Βαρώνη να τα κανονίσει. Η συναλλαγή έκλεισε, έδωσαν τα χέρια και ο Πα΄χμ πλήρωσε μια προκαταβολή, ύστερα πήγε στο χωριό, συμπλήρωσε τη μεταβίβαση - τα μισά χρήματα της αγοραπωλησίας να πληρωθούν τώρα και τα μισά μέσα σε δύο χρόνια - και ιδού! Ο Παχώμ ήταν ένας κτηματίας. Δανείστηκε επίσης ένα μικρό ποσό απο το γαμπρό του, για να αγοράσει μ' αυτό σπόρο. Τον έσπειρε κανονικά στο νεοκτημένο κτήμα του και είχε μια εξαίσια συγκομιδή, έτσι ώστε μέσα σ΄ ένα χρόνο πλήρωσε τόσο τη Βαρώνη όσο και το γαμπρό του. Τώρα ήταν ένας αδιαμφισβήτητος ιδιοκτήτης. ΄Ηταν η δική του γη που έσπερνε, το δικό του άχυρο που θέριζε, τα δικά του καυσόξυλα που έκοβε και τα δικά του μοσχάρια που έβοσκε. Κάθε φορά που περνούσε καβάλα μέσα απ΄την αναπαλλοτρίωση περιουσία του, είτε για να οργώσει είτε για να εξετάσει τα σπαρτά και τα λιβάδια του, αισθανόταν καταχαρούμενος. Αυτό το ίδιο το χορτάρι του φαινόταν διαφορετικό από άλλα χορτάρια, τα λουλούδι ότι άνθιζαν διαφορετικά. Κάποτε, αφού είχε διανύσει καβάλα όλη αυτή τη γη , ήταν απλώς γη, αλλά τώρα, άν και πάλι γη, ήταν γη με κάποια διαφορά.


Η φήμη

΄Ετσι έζησε ο Παχώμ για λίγο καιρό και ήταν ευτυχισμένος. Πραγματικά, όλα θα είχαν πάει καλά αν μόνο οι άλλοι χωρικοί είχαν αφήσει ήσυχο το καλαμπόκι του και τις βοσκές του. Μάταια έκανε τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες του. Βοσκοί θα έβαζαν τα κοπάδια τους στα λιβάδια του και άλογα με κάποιον τόπο έμπαιναν στο καλαμπόκι, τη νύχτα. Ξανά και ξανά ο Παχώμ τα έβγαζε έξω και παρέβλεπε το ζήτημα, αλλά τελικά έχασε την υπομονή του και υπέβαλε κάποια αγωγή στο δικαστήριο της περιοχής. ΄Ηξερε ότι οι χωρικοί δεν το έκαναν κακόβουλα, αλλά από έλλειψη γης, ωστόσο δεν μπορούσε αυτό να επιτραπεί γιατί κατάτρωγαν τον τόπο. ΄Επρεπε να τους δώσει ένα μάθημα κι ατους το έδωσε στο δικαστήριο, μια φορά στον πρώτο απ΄αυτούς και ύστερα σ΄ενα άλλο. Φρόντισε και επιβλήθηκε πρόστιμο πρώτα στο ένα και ύστερα στον άλλο. Αυτό προκάλεσε δυσαρέσκεια εναντίον του και οι γειτονές του βάλθηκαν σκόπιμα να κλέβουν τα σπαρτά του. ΄Ενας άνθρωπος μπήκε στη φυτεία τη νύχτα και ξεφλούδισε τους κορμούς σε περισσότερες από δέκα φλαμουριές. Την επόμενη φορά που ο Παχώμ πέρασε από εκεί και είδε τι είχε γίνει κιτρίνισε .

Φλούδες ήταν βγαλμένες και διασκορπισμένες και κορμοί ξεριζωμένοι. Από ένα δέντρο δεν είχαν μείνει παρά μόνο αποκόμματα, καθώς κάποιος κλάδεψε και εξαφάνισε όλα τα κλαδιά του, στην κακή του επιχείρηση. Ο Παχώμ ήταν έξω φρενών. " ΄Αχ", σκέφτηκε, " αν ήξερα ποιος το ΄κανε για να τον κανονίσω". Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε ποιο θα μορούσε να΄ναι. ΄Αν ήταν ένα μόνος, αυτός θα ήταν ο Σέμκα. Πήγε λοιπόν στο Σέμκα, αλλά δεν έβγαλε τίποτα απ΄αυτόν, παρά βρισιές, ωστόσο όμως αισθάνθηκε περισσότερο από βέβαιος ότι ήταν ο Σέμκα που το είχε κάνει . Του έκανε μήνυση και κλήθηκαν και οι δυό να παρουσιαστούν στο δικαστήριο.

Οι δικαστές έψαξαν και ξαναέψαξαν , τελικά διέγραψαν την περίπτωση λόγω ελλέίψεως αποδείξεων. Αυτό εξαγρίωσε τον Παχώμ ακόμη περισσότερο. ΄Εβρισε και τον Πρόεδρο και τους συνέδρους. " Εσείς οι δικαστές", είπε, " έχετε γίνει ένα με τους κλέφτες. ΄Αν είσαστε τίμιοι άνθρωποι, δεν θα είχατε ποτέ αθωώσει το Σέμκα", ναί, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Παχώμ ήταν δυσαρεστημένος και με τους δικαστές και με τους γείτονές του. Άρχισε να ζει όλο και περισσότερο αποτραβηγμένος στη γη του και να έχει όλο λιγότερες σχέσεις με την κοινότητα.

Τότε περίπου κυκλοφόρησε η φήμη , ότι μερικοί από τους χωρικούς σκεπτόντουσαν να μεταναστεύσουν. Αυτό έκανε τον Παχώμ να πει στον εαυτό του : " όμως δεν υπάρχει λόγος να αφήσω τη γη μου . Αν μερικοί άλλοι φύγουν, αυτό θα δημιουργήσει περισσότερο χώρο για μένα. Μπορώ να αγοράσω τη γη τους και να περιχαρακωθώ ολοτρίγυρα. Θα μπορώ να ζω πολύ πιο άνετα τότε. Τώρα είμαι πολύ στριμωγμένος ".

Συνέβη αμέσως μετά, να κάθεται στο σπίτι που μια μέρα, όταν ήλθε ένας χωρικός που ταξίδευε. Ο Παχώμ του πρόσφερε κατάλυμα για μια νύχτα και ένα γεύμα και ύστερα το ρώτησε στη συζήτηση, όνομα του θεού, από που είχε έλθει. Σ΄ αυτό ο χωρικός απάντησε πως είχε έλθει από χαμηλότερα, κάτω από το ποτάμι, από ένα σημείο πέρα από το Βόλγα, όπου βρισκόταν για υπηρεσία. Τότε του είπε κάτω γινόταν εγκατάσταση αποίκων και σε καθέναν απ΄αυτούς που γραφόταν στην κοινότητα παρεχωρούντο δέκα ντεστατίνια γης. ΄Ηταν μια τέτοια γη, είπε, και παρήγαγε μια τέτοια σίκαλη, που το στάχυ της έφτασε να κρύβει ένα 'αλογο και ταυτόχρονα τόσο χοντρό, ώστε με κάθε πέντε φουχτες να κάνουν έν αδεμάτι. ΄Ενας χωρικός συνέχισε, που έφτασε εκεί, ένας φτωχός άνθρωπος που δεν είχε τίποτε άλλο παρά τα δυό του χέρια για να δουλέψει, τώρα καλλιέργησε τα πενήντα νεστατίνια του στάρι. Πραγματικά, αυτό άνθρωπος, κατά τη διάρκεια του περασμένου χρόνου, έκανε πέντε χιλιάδες ρούβλια μόνο από το στάρι του.

Η ψυχή του Παχώμ φλογίστηκε απ΄ αυτό και είπε στον εαυτό του : "Γιατί να μείνω εδώ φτωχός και στον στριμωγμένος, αφού θα μπορούσα να κάνω ένα τέτοιο θαυμάσιο εισόδημα όπως αυτό ; Θα τα ξεπουλήσω όλα εδώ και τη γη και το σπιτικό, και με τα λεφτά θα πάω να φτιάξω για μένα, εκεί, ένα καινούργιο σπίτι και ένα αγρόκτημα. Εδώ, σ΄αυτό τον πυκνοκατοικημένο τόπο η ζωή είναι μια μεγάλη στενοχώρια."

΄Ετσι, όταν ήλθε το καλοκαίρι, ετοιμάστηκε και ξεκίνησε. Πήρε ένα ατμόπλοιο για τα Σάμαρα, κάτω στο Βόλγα και εκεί περπάτησε τετρακόσια βέρστια έως ότου έφτασε στον προσδιορισμένο τόπο . ΄Ηταν όλα όπως είχαν περιγραφεί. Οι χωρικοί ζούσαν θαυμάσια με δέκα ντεστατίνια ελεύθερης γης για κάθε ψυχή και η κοινότητα τον διαβεβαίωσε ότι ήταν καλοδεχούμενος.

Ακόμη του είπαν , ότι καθένας που ερχόταν εκεί με χρήματα μπορούσε να αγοράσει επι πλέον γη, τόση όση ήθελε, χωρίς κανένα όριο. Για τρία ρούβλια το ντεστατίνι μπορούσε ένας άνθρωπος να αποκτήσει την πιο καλή γη που υπήρχε και όση ήθελε.

Ο Παχώμ τα έμαθε όλα αυτά και ύστερα γύρισε στο σπίτι του το φθινόπωρο. ΄Αρχισε αμέσως να ξεπουλάει, και κατάφερε να διαθέσει και τη γη και τα κτίσματα και τα αποθέματα σε πολύ καλή τιμή. ΄Υστερα έσβησε το όνομά του από τα βιβλία της κοινότητος, περίμενε για την άνοιξη και αναχώρησε για το νέο μέρος με την οικογένειά του.


Η σπορά

΄Εφθασαν κανονικά στον προορισμό τους, και ο Παχώμ γράφτηκε αμέσως στην κοινότητα του μεγάλου οικισμού (αφού λάδωσε τον υπεύθυνο, φυσικά και προσκόμισε τα αναγκαία πιστοποιητικά ). ΄ Υστερα τον πήραν και του έδωσαν πενήντα ντεστατίνια γη - δέκα κάθε ψυχή της οικογένειά του - διαφορετικά μέρη της περιοχής μαζί με τα κοινά βοσκοτόπια.

Ο Παχώμ έκτισε για τον εαυτό του ένα υποστατικό και το εφοδίασε κατάλληλα, μια και η γη που του παραχωρήθηκε μόνο ήταν δυο φορές περισσότερη απ΄ αυτή που κατείχε προηγουμένως στο παλιό μέρος. Ηταν επίσης γη που παρήγε καλαμπόκι . Γενικά η ζωή ήταν δέκα φορές καλύτερη εδώ απ΄ ό,τι ήταν εκεί απ΄ όπου είχε έλθει, γιατί είχε στη διάθεσή του και καλλιεργήσιμη γη και βοσκοτόπια αρκετά για να διατηρεί τόσα μοσχάρια όσα ήθελε.

Στην αρχή που έχτιζε και εφοδίαζε, τα θεωρούσε όλα υπέροχα. Αργότερα, όταν τακτοποιήθηκε λίγο, άρχισε να αισθάνεται πάλι στριμωγμένος. ΄Ηθελε να καλλιεργήσει άσπρο τούρκικο στάρι, όπως έκαναν μερικοί άλλοι, αλλά δεν υπήρχε πολύ γη στην οποία μπορούσε να καλλιεργηθεί στάρι, ανάμεσα στους πέντε κλήρους του. Το στάρι χρειαζόταν για να αναπτυχθεί νέα χορταριασμένη λη χέρσα γη, που έπρεπε να σπέρνεται τον ένα χρόνο και να μένει χέρσα τον άλλο, για να μπορεί το χορτάρι να ξαναφυτρώσει. Είναι αλήθεια ότι είχε τόση μαλακιά γη όση ήθελε, αλλά αυτή παρήγε μόνο σίκαλη. Το στάρι απαιτούσε σκληρή γη και τη σκληρή γη τη ζητούσαν πολλοί και δεν υπήρχε αρκετή για όλους. Ακόμη αυτή η γη δημιουργούσε συγκρούσεις. Οι πλουσιότεροι χωρικοί καλλιεργούσαν τη δική τους, αλλά οι φτωχότεροι τη νοίκιαζαν απο τους εμπόρους. Τον πρώτο χρόνο έσπειρε ο Παχώμ τους κλήρους του με στάρι και είχε θαυμάσια συγκομιδή. Ύστερα ήθελε να τους σπείρει πάλι με σιτάρι, αλλά δεν ήταν αρκετά μεγάλοι για να επιτρέψουν και να καλλιεργηθεί νέα γη, και να παραμείνει χέρσα η γη του περασμένου χρόνου. Έπρεπε να αποκτήσει περισσότερη. ΄Ετσι πήγε σ' έναν έμπορο και νοίκιασε για ένα χρόνο λίγη γη σταριού.

΄Εσπειρε τόση απ' αυτήν, όση μπορούσε, και θέρισε μιά θαυμάσια συγκομιδή. Δυστυχώς όμως η γη ήταν πολύ μακριά απ' το συνοικισμό, στην πραγματικότητα η σοδειά έπρεπε να μεταφερθεί με κάρα δεκαπέντε βέρστια. έτσι, καθώς ο Παχώμ είχε δει εμπόρους και γεωργούς να ζουν σε θαυμάσια υποστατικά στις περιοχές που ήταν η γη που καλλιεργούσαν και να γίνονται πλούσιοι, είπε στον εαυτό του: «Πως θα 'ταν αν τη νοίκιαζα για περισσότερο χρόνο και έχτιζα ένα υποστατικό εκεί, ίδιο σαν κι αυτό που έχουν κάνει εκείνοι; Τότε θα ήμουνα εκεί μέσα στην ίδια τη γη». Έτσι άρχισε να φροντίζει ώστε να μπορέσει να το καταφέρει.

Μ' αυτό τον τρόπο έζησε ο Παχώμ για πέντε χρόνια, παίρνοντας γη και σπέρνοντάς τη με στάρι. Όλα τα χρόνια ήταν καλά, το στάρι ευδοκιμούσε και το χρήμα εισέρρεε. Ωστόσο, να ζεις και να ζεις απλώς, ήταν μάλλον βαρετό, και ο Παχώμ άρχισε να κουράζεται να νοικιάζει γη κάθε χρόνο σε μια ξένη περιοχή και να μεταφέρει εκεί τα εφόδιά του. Όπου υπήρχε κάποιο καλό κομμάτι, θα γινόταν αγώνας γι' αυτό από τους άλλους χωρικούς και θα μοιραζόταν πριν αυτός να είναι έτοιμος να το νοικιάσει και να το σπείρει ολόκληρο. Κάποτε νοίκιασε μαζί με έναν έμπορο ένα κομμάτι βοσκοτοπιού κάποιων χωρικών και το έσκαψε. Ύστερα οι χωρικοί το έχασαν σε μια δίκη και ο κόπος τους πήγε χαμένος. Αν ήταν η γη εντελώς δική του, δεν θα είχε ανάγκη να τη δώσει σε κανέναν και δεν είχε φασαρίες.

Έτσι άρχισε να κοιτάει που θα μπορούσε να αγοράσει ολοκληρωτικά ένα αγρόκτημα. Σ΄ αυτή την προσπάθεια έπεσε πάνω σε κάποιον χωρικό που είχε καταστραφεί και ήταν έτοιμος να του δώσει την περιουσία του, που ήταν περίπου πεντακόσια ντεστατίνια, πολύ φθηνά. Ο Παχώμ άρχισε τις διαπραγματεύσεις μ' αυτόν και μετά από πολλές συζητήσεις έκλεισε συμφωνία για χίλια ρούβλια, μισά προκαταβολή και μισά χρέος. Μιά μέρα, αφού είχαν κλείσει το θέμα, ένας πραματευτής ήλθε στο σπίτι του Παχώμ για να αγοράσει τα άλογά του. Πίνοντας, άδειασαν μια τσαγιέρα και συζήτησαν. Ο πραματευτής είπε ότι είχε έλθει από πολύ-πολύ μακριά, από τη χώρα των Μπασκίρων, όπου πραγματικά -έτσι είπε- είχε μόλις αγοράσει πέντε χιλιάδες ντεστατίνια, μόνο για χίλια ρούβλια! Ο Παχώμ συνέχισε να τον ρωτάει περισσότερο και ο πραματευτής να απαντάει: «Το μόνο που χρειάστηκε να κάνω», είπε ο τελευταίος, ήταν να δώσω μερικά δώρα εκεί στους προεστούς (κιλίμια, χαλιά και ένα κιβώτιο τσάι), να μοιράσω εκατό ρούβλια και να κεράσω βότκα όποιον είχε διάθεση γι' αυτό. Σαν αποτέλεσμα πήρα τη γη για είκοσι καπίκια το ντεστατίνι και έδειξε στον Παχώμ το συμβόλαιο. «Το κτήμα», κατέληξε, «συνορεύει μ' ένα ποτάμι και είναι όλο ανοικτή πράσινη, χέρσα γη». Ο Παχώμ τον ρώτησε ακόμη περισσότερα.

«Δεν θα έβρισκες τέτοια γη, ούτε αν έψαχνες ένα χρόνο» συνέχισε ο πραματευτής. Το ίδιο ισχύει για όλη τη γη των Μπασκίρων. Ακόμη οι άνθρωποι εκεί είναι τόσο απλοί, όσο και ένα πρόβατο. Μπορείς να τους πάρεις οτιδήποτε χωρίς κανένα αντάλλαγμα».

«Λοιπόν», σκέφθηκε ο Παχώμ, «ποιό είναι το όφελος να δώσω χίλια ρούβλια για πεντακόσια ντεστατίνια μόνο και να αφήσω ακόμη ένα χρέος γύρω απ' το λαιμό μου, όταν εκεί μπορώ να γίνω ένα πραγματικός ιδιοκτήτης με τα ίδια χρήματα;»



Ο Καταυλισμός

Ο Παχώμ ρώτησε τον έμπορο πως θα έφθανε στη χώρα των Μπασκίρων και αμέσως μόλις έφυγε ο πληροφοριοδότης του ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Αφήνοντας τη γυναίκα του στο σπίτι και παίρνοντας μαζί του μόνο τον εργάτη του, ξεκίνησε πρώτα για την πόλη όπου αγόρασε ένα κιβώτιο τσάι, βότκα και άλλα δώρα, όπως τον είχε συμβουλέψει ο πραματευτής. Ύστερα οι δυό τους ταξίδεψαν πολύ με την άμαξα, μέχρι που κάλυψαν πεντακόσια βέρστια και την έβδομη μέρα έφτασαν στον καταυλισμό των Μπασκίρων. Όλα αποδείχτηκαν όπως τα είχε πει ο πραματευτής. Οι άνθρωποι εκεί ζούσαν σε παραπήγματα σκεπασμένα με δέρμα, που ήταν στημένα δίπλα στην όχθη ενός ποταμού που κυλούσε μέσα από την ανοικτή στέππα. Ούτε τη γη έσκαβαν, ούτε καλαμπόκι έτρωγαν, ενώ σ' όλη τη στέππα περιπλανιόντουσαν αγέλες μοσχαριών και κοζάκικων αλόγων και τα πουλάρια ήταν δεμένα πίσω από τα παραπήγματα, όπου τους έφερναν τις μάνες τους δυό φορές την ημέρα για να θηλάσουν. Η κύρια τροφή των ανθρώπων ήταν το γάλα των φοράδων, που οι γυναίκες το έκαναν ένα ποτό που λεγόταν κουμίς, και ύστερα έπηζαν το κουμίς και το έκαναν τυρί. Μάλιστα το μόνο ποτό που ήξεραν οι Μπασκίροι ήταν ή το κουμίς ή το τσάι, η μόνη τους στέρεα τροφή αρνίσιο κρέας και η μόνη τους διασκέδαση το παίξιμο της πίπιζας. Ωστόσο όλοι τους φαινόντουσαν καλοζωισμένοι και χαρούμενοι και είχαν γιορτή όλο το χρόνο. Στη μόρφωση ήταν αξιοθρήνητα ελλιπείς, δεν ήξεραν Ρωσικά, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν ευγενικοί και συμπαθητικοί άνθρωποι.

Μόλις είδαν τον Παχώμ, βγήκαν από τα παραπήγματά τους και τον περικύκλωσαν. Βρέθηκε κάποιος διερμηνέας και Παχώμ του είπε ότι είχε έλθει να αγοράσει γη. Οι Μπασκίροι αμέσως ευχαριστήθηκαν και αγκαλιάζοντας τον Παχώμ τον συνόδευσαν σ' ένα καλοστημένο παράπηγμα, όπου τον έβαλαν να καθήσει σ' ένα μπόγο χαλιών που είχε επάνω μαξιλάρια και άρχισαν να ετοιμάζουν λίγο τσάι και κουμίς. Έσφαξαν και ένα αρνί και με το κρέας του του πρόσφεραν ένα γεύμα, ύστερα από το οποίο ο Παχώμ έβγαλε τα δώρα απ' τον ντορβά του, τα μοίρασε τριγύρω και ήπιε μαζί τους τσάι. Τότε οι Μπασκίροι άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους για λίγο και τελικά ζήτησαν απ' το διερμηνέα να μιλήσει:

«Πρέπει να σου πω», είπε ο διερμηνέας, «ότι είναι πολύ εντυπωσιασμένοι από σένα και ότι είναι έθιμό μας να ικανοποιούμε τις επιθυμίες ενός επισκέπτη με κάθε δυνατό τρόπο, σε ανταπόδοση για τα δώρα που μας δίνει. Αφού λοιπόν μας έδωσες δώρα, πες μας τώρα τι μπορεί να θέλεις απ' ότι έχουμε, για να στο δώσουμε».

«Αυτό που ειδικά θέλω», απάντησε ο Παχώμ, «είναι λίγη από τη γη σας. Εκεί απ' όπου έρχομαι», συνέχισε, «δεν υπάρχει αρκετή γη και αυτή που υπάρχει είναι καλλιεργημένη, ενώ εσείς έχετε πολλή γη, τέτοια που δεν έχω ξαναδεί».

Ο διερμηνέας μετέφρασε και οι Μπασκίροι συζήτησαν και πάλι μεταξύ τους. Αν και ο Παχώμ δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν, μπορούσε να δει ότι αναφωνούσαν κάτι σε χαρούμενο τόνο και μετά ξεσπούσαν σε γέλια. Τέλος σταμάτησαν και κοίταξαν τον Παχώμ, ενώ μιλούσε ο διερμηνέας.

«Πρέπει να σου πω», είπε, «ότι σε ανταπόδοση της καλοσύνης σου, είμαστε έτοιμοι να σου πουλήσουμε όση γη θέλεις. Απλώς, δείξε με το χέρι σου και θα είναι δική σου».

Στο σημείο όμως αυτό οι Μπασκίροι άρχισαν πάλι να μιλάνε μεταξύ τους και να φιλονικούν για κάτι. Όταν ρώτησε ο Παχώμ τι συνέβαινε, ο διερμηνέας του είπε: «Μερικοί απ' αυτούς λένε ότι πρέπει να ερωτηθεί ο προεστός για τη γη και ότι τίποτε δεν πρέπει να γίνει χωρίς αυτόν, ενώ άλλοι λένε ότι δεν είναι απαραίτητο».


Ο Προεστός

Ξαφνικά, ενώ οι Μπασκίροι φιλονικούσαν έτσι, μπήκε στο παράπηγμα ένας άνδρας με ένα σκούφο από γούνα αλεπούς, που με την είσοδό του όλοι σηκώθηκαν, ενώ ο διερμηνέας είπε στον Παχώμ: «Να, αυτός ο ίδιος ο προεστός». Αμέσως ο Παχωμ έπιασε το καλύτερο δώρο και το προσέφερε στο νεοφερμένο μαζί με πέντε πάουντς τσάι. Ο προεστός τα αποδέχθηκε όπως έπρεπε και ύστερα κάθησε στην τιμητική θέση, ενώ οι Μπασκίροι άρχισαν να του εκθέτουν τούτο και εκείνο το ζήτημα. Άκουσε και ξανάκουσε, μετά χαμογέλασε και μίλησε του Παχώμ στα Ρώσικα.

«Πολύ καλά», είπε, «σε παρακαλώ διάλεξε τη γη σου, όπου σε ευχαριστεί. Έχουμε πολλή γη».

«Λοιπόν, μπορώ να πάρω τόση γη όση θέλω», είπε ο Παχώμ στον εαυτό του. «Ωστόσο πρέπει να εξασφαλίσω αυτή την αγοραπωλησία. Μπορεί να λένε " η γη είναι δική σου", και ύστερα να την πάρουν πάλι πίσω».

«Σε ευχαριστώ», είπε δυνατά, «για τα ευγενικά σου λόγια. Όπως είπες, εσείς έχετε πολλή γη και εγώ χρειάζομαι λίγη. Θέλω να ξέρω ακριβώς ποιά απ' αυτή πρόκειται να είναι δική μου, γι' αυτό ίσως είναι καλό να μετρηθεί με κάποιον τρόπο και ύστερα να μεταβιβασθεί κανονικά σε μένα.

Ο Θεός είναι κύριος της ζωής και του θανάτου και αν και εσείς που τώρα μου τη δώσετε είσαστε καλοί άνθρωποι, μπορεί να συμβεί τα παιδιά σας να μου την πάρουν πάλι πίσω».

Ο προεστός χαμογέλασε.

«Η μεταβίβαση», είπε, «έχει ήδη γίνει. Αυτή η συγκέντρωση είναι ο τρόπος με τον οποίο την επικυρώνουμε και δεν θα μπορούσε να υπάρξει κανείς ασφαλέστερος».

«Αλλά», είπε ο Παχώμ, «μου έχουν πει ότι ένας πραματευτής σας επισκέφθηκε πρόσφατα και ότι του πουλήσατε γη και του δώσατε και το κατάλληλο συμβόλαιο μεταβιβάσεως. Γι' αυτό σας παρακαλώ κάντε το ίδιο και με μένα». Ο προεστός τώρα κατάλαβε:

«Πολύ καλά», απάντησε, «έχουμε ένα γραφέα εδώ και θα πάμε στην πόλη να προμηθευτούμε τις απαραίτητες σφραγίδες».

«Αλλά ποιά είναι η τιμή σας για τη γη;» ρώτησε ο Παχώμ.

«Η τιμή μας», απάντησε ο προεστός, «είναι μόνο χίλια ρούβλια την ημέρα».

Ο Παχώμ δεν κατάλαβε αυτό το τιμολόγιο της ημέρας.

«Πόσα ντεστατίνια θα περιλάμβανε αυτό;» ρώτησε αμέσως.

«Δεν υπολογίζουμε μ' αυτόν τον τρόπο», είπε ο προεστός. «Πουλάμε μόνο με την ημέρα. Δηλαδή, όση μπορείς να περπατήσεις ολόγυρα σε μια μέρα, τόση γη είναι δική σου. Αυτό είναι το μέτρο μας και η τιμή είναι χίλια ρούβλια».

Ο Παχώμ έμεινε κατάπληκτος.

«Μα ένας άνθρωπος, μπορεί να περπατήσει ολόγυρα πάρα πολύ σε μια μέρα», είπε.

Ο προεστός χαμογέλασε και πάλι.

«Όπως και αν έχει το πράγμα», είπε, «θα είναι δική σου. Μόνο υπάρχει ένας όρος, δηλαδή αν αυτή την ίδια μέρα δεν γυρίσεις στο σημείο από το οποίο ξεκίνησες, τα χρήματά σου κατάσχονται».

«Αλλά, πως αποφασίζετε για το μέρος;», ρώτησε ο Παχώμ.

«Παίρνουμε τη θέση μας σ' όποιο σημείο διαλέξεις. Εγώ και οι άνθρωποί μου παραμένουμε εκεί, ενώ εσύ ξεκινάς και περιγράφεις έναν κύκλο. Πίσω σου θα ακολουθούν καβάλα μερικοί από τους νέους μας για να χώνουν πασάλους, όπου θα θέλεις να γίνει αυτό. Ύστερα ένα αλέτρι θα ακολουθήσει γύρω απ' αυτούς τους πασάλους. Περίγραψε όποιο κύκλο θέλεις, μόνο που την ώρα που θα δύει ο ήλιος πρέπει να γυρίσεις στο σημείο από το οποίο ξεκίνησες. Όση γη περικυκλώσεις, τόση γη θα είναι δική σου».

Έτσι ο Παχώμ δέχτηκε αυτούς τους όρους και συμφωνήθηκε την επομένη να ξεκινήσει νωρίς. Ύστερα η συντροφιά ξανασυζήτησε, ήπιε κι άλλο κουμίς και έφαγε κι άλλο αρνίσιο κρέας συνεχίζοντας με τσάι και οι τελετές παρατάθηκαν μέχρι τη νύχτα. Τελικά οδήγησαν τον Παχώμ στο κρεβάτι του και οι Μπασκίροι διαλύθηκαν, αφού πρώτα υποσχέθηκαν να συγκεντρωθούν την επομένη πέρα από το ποτάμι και να καλπάσουν στο καθορισμένο σημείο πριν από την ανατολή του ήλιου.


Το όνειρο

Ο Παχώμ έπεσε στο κρεβάτι του, αλλά δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι γιατί σκεφτόταν τη γη, που όπως είπε: «Θα καλλιεργήσω εδώ, γιατί έχω στο νου μου να σημαδέψω μια μέγάλη γη της επαγγελίας αύριο» και συνέχισε με τον εαυτό του: «Μπορώ να καλύψω τουλάχιστον πενήντα βέρστια θα περικλείουν περίπου δέκα χιλιάδες ντεστατίνια. Τότε δεν θα έχω κανέναν στο κεφάλι μου και θα μπορώ να έχω ένα ζευγάρι βόδια για το αλέτρι και δυό εργάτες. Θα καλλιεργήσω την καλύτερη γη και στην υπόλοιπη θα τρέφω τα κοπάδια μου».

Όλη αυτή τη νύχτα ο Παχώμ δεν έκλεισε καθόλου τα μάτια του, παρά μόνο λαγοκοιμήθηκε για λίγο, λίγο πριν τα χαράματα. Τη στιγμή που τον πήρε ο ύπνος, είδε ένα όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν ξαπλωμένος σ' αυτό το ίδιο παράπηγμα και σαν να άκουγε γέλια και κουβέντες απ' έξω. Θέλοντας να δει ποιος ήταν που γελούσε τόσο πολύ, βγήκε έξω και είδε τον προεστό να κάθεται στο χώμα και να κρατάει την κοιλιά του, καθώς κυλιόταν ξελιγωμένος στα γέλια. Τότε στο όνειρό του ο Παχώμ τον πλησίασε και τον ρώτησε ποιό ήταν το αστείο που τον έκανε να γελάει και αμέσως είδε ότι δεν ήταν καθόλου ο προεστός, αλλά ο πραματευτής που τον είχε τόσο πρόσφατα επισκεφθεί, για να του μιλήσει για τη γη του. Τότε πάλι μόλις που πρόλαβε να πει στον πραματευτή: «Δεν σε είδα στο σπίτι μου λίγο πριν;», όταν ο πραματευτής ξαφνικά άλλαξε και έγινε ο χωρικός που ήταν από μακριά, κάτω από το Βόλγα και που τον είχε επισκεφτεί στο αγρόκτημά του στην παλιά του πατρίδα. Τελικά ο Παχώμ αντιλήφθηκε ότι αυτός ο χωρικός δεν ήταν καθόλου χωρικός, αλλά αυτός ο ίδιος ο Διάβολος με κέρατα και οπλές και ότι κοιτούσε επίμονα κάτι, καθώς καθόταν εκεί και γελούσε. Τότε ο Παχώμ είπε στον εαυτό του: «Τι να κοιτάει και γιατί να γελάει τόσο πολύ;», και στο όνειρό του προχώρησε λίγο στο πλάι να δει και τότε είδε έναν άνθρωπο ξυπόλητο, που φορούσε μόνο πουκάμισο και κυλότα, ξαπλωμένο εντελώς ανάσκελα και με το πρόσωπό του άσπρο σαν χαρτί. Κοιτάζοντας ακόμη πιο προσεκτικά τον άνθρωπο, ο Παχώμ είδε ότι ήταν ο εαυτός του.

Πήρε μια λαχανιασμένη ανάσα και σηκώθηκε, έχοντας το αίσθημα πως το όνειρο ήταν πραγματικό. Ύστερα κοίταξε να δει αν είχε φωτίσει και είδε ότι πλησίαζε η αυγή. «Είναι καιρός να ξεκινήσω», σκέφτηκε, «πρέπει να ξυπνήσω αυτούς τους καλούς ανθρώπους».


Η Χαράδρα

Ο Παχώμ σηκώθηκε, ξύπνησε τον εργάτη του που κοιμόταν στο αμάξι του και του είπε να φέρει το άλογο και να πάει τριγύρω να φωνάξει τους Μπασκίρους, αφού ήταν ώρα να πάνε έξω στη στέππα και να μετρήσουν τη γη. Έτσι οι Μπασκίροι σηκώθηκαν, ετοιμάστηκε και ήλθε και ο προεστός. Πήρανε κουμίς για πρωινό, έδωσαν και στον Παχώμ λίγο τσάι, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να περιμένει. «Αν πρόκειται να πάμε, ας πάμε», είπε. «Έχει ήδη έλθει η ώρα». Έτσι οι Μπασκίροι σέλωσαν τα άλογα και ξεκίνησαν, μερικοί έφιπποι και μερικοί με αμάξια, ενώ ο Παχώμ πήγε με το δικό του αμάξι και τον εργάτη του.

Ήλθαν έξω στη στέππα καθώς χάραζε η αυγή και προχώρησαν προς ένα λοφίσκο που στη μπασκιρική διάλεκτο ονομαζόταν σιχάν. Εκεί κατέβηκαν οι άνθρωποι απ' τις άμαξες και συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί. Ο προεστός πλησίασε τον Παχώμ και έδειξε ολοτρίγυρα με το χέρι του: «Ό,τι γη βλέπεις από εδώ», είπε, «είναι δική σου. Διάλεξε όποια κατεύθυνση σου αρέσει». Τα μάτια του Παχώμ άστραψαν, γιατί όλη η γη ήταν χορταριασμένη και επίπεδη σαν την παλάμητου χεριού του και μαύρη κάτω απ' τη χλόη σαν τον ανθό μιάς παπαρούνας και μόνο εκεί που υπήρχε μια χαράδρα διακοπτόταν το χορτάρι, που έφτανε παντού στο ύψος το στήθος ενός ανθρώπου. Ο προεστός έβγαλε το σκούφο του από αλεπουδίσιο δέρμα και τον άπλωσε στο κέντρο ακριβώς του λόφου: «Αυτό», είπε, «θα είναι το σημάδι. Βάλε τα χρήματά σου σ' αυτόν και ο εργάτης σου θα μείνει δίπλα σου όσο εσύ θα έχεις φύγει. Απ' αυτό το σημάδι θα ξεκινήσεις και σ' αυτό θα επιστρέψεις. Όση γη θα περικυκλώσεις, όλη θα γίνει δική σου».

Ο Παχώμ έβγαλε τα χρήματα και τα έβαλε στο σκούφο. Ύστερα απαλλάχτηκε από την κάπα του, ξεντύθηκε μέχρι τη μέση, έσφιξε τη ζώνη του γύρω απ' το στομάχι του, κρέμασε ένα σακίδιο με ψωμί στο στήθος του, έδεσε ένα παγούρι με νερό στη λουρίδα του ώμου του, ανέβασε τις μακριές μπότες του και ετοιμάστηκε ν' αρχίσει.

Συζήτησε με τον εαυτό του ποια κατεύθυνση θα ήταν η καλύτερη να πάρει, γιατί η γη ήταν τόσο καλή παντού: «Ω, αφού είναι όλη ίδια, θα περπατήσω προς τον ήλιο που ανατέλλει», αποφάσισε τελικά. Έτσι έστρεψε το πρόσωπό του προς αυτή την κατεύθυνση και συνέχιζε να δοκιμάζει τα μέλη του περιμένοντας να εμφανιστεί ο ήλιος. «Δεν πρέπει να χάσω καιρό», σκέφθηκε, «γιατί θα καταφέρω τα περισσότερα, περπατώντας όσο ο αέρας θα είναι δροσερός».

Ύστερα οι καβαλάρηδες Μπασκίροι συγκεντρώθηκαν επίσης στο λόφο και στάθηκαν πίσω από τον Παχώμ. Δεν είχε προλάβει ο ήλιος να ρίξει τις πρώτες του αχτίδες απ' τον ορίζοντα, όταν ο Παχώμ ξεκίνησε μπροστά και βγήκε στη στέππα, με τους καβαλάρηδες να ακολουθούν πίσω του.

Δεν περπατούσε ούτε σιγά ούτε βιαστικά. Αφού είχε προχωρήσει ένα βέρτσι σταμάτησε για να τοποθετήσουν εκεί έναν πάσαλο. Μετά συνέχισε πάλι... Χαλάρωσε την αρχική του δυσκαμψία και άρχισε να μεγαλώνει το βηματισμό του... Τώρα σταμάτησε πάλι ώστε να τοποθετηθεί ένας ακόμη πάσαλος. Κοίταξε επάνω στον ήλιο που ήδη φώτιζε το λόφο καθαρά με τους ανθρώπους να στέκονται εκεί και υπολόγισε ότι είχε προχωρήσει περίπου πέντε βέρστια. Άρχισε όμως να ζεσταίνεται, έτσι έβγαλε το γιλέκο του και ξανάσφιξε τη ζώνη του. Μετά προχώρησε ακόμη πέντε βέρστια και σταμάτησε. Τώρα άρχισε πραγματικά να κάνει ζέστη. Κοίταξε πάλι τον ήλιο και είδε ότι ήταν η ώρα του πρωινού.« Ένα στάδιο συμπληρώθηκε», σκέφτηκε. «Αλλά η ημέρα έχει τέσσερα και είναι ακόμη νωρίς να αλλάξω την κατεύθυνση μου. Ωστόσο πρέπει να βγάλω τις μπότες μου». Έτσι κάθησε κάτω, τις έβγαλε και συνέχισε πάλι. Το περπάτημα γινόταν ευκολότερο από δω και πέρα. «Μόλις θα έχω καλύψει πέντε ακόμη βέρστια», συλλογίστηκε «θα αρχίσω να στρίβω προς τα αριστερά. Αυτό το μέρος ήταν μια πολύ καλή εκλογή. όσο πιο πολύ προχωράω, τόσο καλύτερη είναι η γη». Έτσι συνέχισε να προχωράει ίσια, αν και όταν κοίταζε γύρω του ο λόφος δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου και οι άνθρωποι που ήταν πάνω σ' αυτόν φαινόντουσαν σαν μικρά μαύρα μυρμήγκια.

«Τώρα», είπε τελικά στον εαυτό του, «έχω κάνει τον κύκλο αρκετά μεγάλο και πρέπει να κάνω στροφή». Είχε ιδρώσει αρκετά και δίψαγε. Έτσι σήκωσε το παγούρι και ήπιε λίγο νερό. Μετά, φρόντισε να τοποθετηθεί ένας πάσαλος σ' αυτό το σημείο, και έκανε μια απότομη στροφή προς τα αριστερά. Συνέχισε να προχωράει μέσα απ' το ψηλό χορτάρι και την καυτή ζέστη. Άρχισε όμως να κουράζεται και κοιτώντας προς τον ήλιο είδε ότι ήταν ώρα φαγητού. «Τώρα», είπε στον εαυτό του, «μπορώ να δοκιμάσω να ξεκουραστώ». Έτσι σταμάτησε και έφαγε λίγο ψωμί, αν και χωρίς να καθήσει κάτω, γιατί σκέφθηκε: «Άπαξ και καθήσω, θα ξαπλώσω και στο τέλος θα με πάρει ο ύπνος». Γι' αυτό περίμενε λίγο μέχρι που αισθάνθηκε ότι είχε ξεκουραστεί και τότε συνέχισε και πάλι. Στην αρχή βρήκε εύκολο το περπάτημα, γιατί το φαγητό είχε αναζωογονήσει τη δύναμή του, αλλά ο ήλιος φαινόταν να γίνεται όλο και πιο ζεστός καθώς άρχισε να κλείνει προς το απόγευμα. Ο Παχώμ ήταν πια εξουθενωμένος, ωστόσο είπε μέσα του: «Μιάς ώρας μπορεί ο πόνος, κέρδος να γίνει ενός αιώνος».

Είχε διανύσει δέκα βέρστια περίπου αυτής της καμπύλης του κύκλου και ήταν έτοιμος να στραφεί προς τα μέσα πάλι, προς τα αριστερά, όταν το μάτι του έπεσε σ' ένα υπέροχο κομμάτι γης γύρω από μιά στεγνή χαράδρα. «Θα 'ταν κρίμα να μείνει αυτό απ' έξω. Το λινάρι θα γινόταν τόσο υπέροχα εκεί», σκέφθηκε,. Έτσι συνέχισε ίσια, μέχρι που είχε συμπεριλάβει τη χαράδρα και είχε τοποθετηθεί ένας πάσαλος και σ' αυτό το σημείο και στράφηκε και πάλι προς τα μέσα. Κοιτώνατς ξανά προς το λόφο μπορούσε να δει ότι οι άνθρωποι εκεί δεν διακρίνονταν σχεδόν καθόλου. Δεν θα ήταν λιγότερο από δεκαπέντε βέρτσια μακριά. «Ας είναι», σκέφτηκε, «κάλυψα τις δυο μεγάλες καμπύλες του κύκλου και θα πρέπει να πάρω αυτή την τελευταία απο το συντομότερο δυνατό δρόμο. Έτσι ξεκίνησε για την τελευταία καμπύλη και επιτάχυνε το βήμα του.»

Ακόμη μια φορά κοίταξε τον ήλιο. Πλησίαζε τώρα προς την ώρα του βραδυνού φαγητού και είχε καλύψει μόνο τα δύο βέρτσια της αποστάσεως. Το σημείο εκκίνησε ως ήταν ακόμη δεκατρία βέρτσια μακριά: «Πρέπει να κινηθώ γρήγορα ίσια μπροστά τώρα», είπε στον εαυτό του, «όσο κι αν η χώρα είναι τραχιά. Δεν πρέπει να συμπεριλάβω στο δρόμο ούτε ένα επι πλέον κομμάτι. Έτσι όπως είναι, έχω συμπεριλάβει αρκετά». Και ο Παχώμ κατευθύνθηκε ίσια για το λόφο.



Ο Τάφος

Προσπαθούσε να προχωράει ίσια, χωρίς παρεκκλίσεις, αλλά τώρα έβρισκε το περπάτημα πολύ δύσκολο. Τα πόδια του πονούσαν άσχημα, γιατί τα είχε γδάρει και τα είχε μωλωπίσει και δεν τον βαστούσαν πια. Θα έδινε το πάν για να μπορούσε να ξεκουραστεί για λίγο, ωστόσο ήξερε ότι δεν έπρεπε, αν επρόκειτο να ξαναφθάσει στο λόφο πριν απο τη Δύση. Ο ήλιος τουλάχιστον δεν θα περίμενε. Η μάλλον ήταν σαν να τον μαστίγωνε κάποιος αμαξηλάτης να προχωρήσει. Πότε πότε τρίκλιζε. «Είναι βέβαιο ότι δεν έχω κάνει λάθος υπολογισμό;» είπε στον εαυτό του. «Είναι βέβαιο ότι δεν έχω συμπεριλάβει τόση πολλή γη, που να μην μπορώ να γυρίσω πίσω όσο κι αν βιαστώ; Είναι τόσο πολύς ο δρόμος που έχω ακόμη να κάνω και είμαι πεθαμένος στην κούραση. Δεν μπορεί όλα μου τα χρήματα και όλοι μου οι κόποι να έχουν πάει στα χαμένα! Ε, όπως και να' ναι πρέπει να κάνω το καλύτερο που μπορώ».

Ο Παχώμ συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και άρχισε να τρέχει. Είχε ξεσκίσει τα πόδια του, σε σημείο που αιμορροούσαν, ωστόσο εκείνος ακόμη έτρεχε, έτρεχε όλο και πιο που. Το γιλέκι, τις μπότες, το παγούρι και το σκούφο τα πέταξε όλα. «Α», έκανε τη σκέψη, «ευχαριστήθηκα πολύ με ό, τι είδα, αλλά τώρα είναι όλα χαμένα, και δεν θα φθάσω ποτέ στο σημάδι πριν απο την δύση του ηλίου. Οι φόβοι του έγιναν μόνο αφορμή να του κοπεί περισσότερο η ανάσα, αλλά συνέχισε να τρέχει ενώ το πουκάμισο του και η κυλότα του κόλλαγαν επάνω στα μέλη του με τον ιδρώτα και το στόμα του είχε ξεραθεί. Στο στήθος του δούλευαν δύο φυσερά σιδηρουργού και η καρδιά του ήταν ένα ατμοκίνητο σφυρί ενώ τα πόδια του φαινόταν ότι του κόβονται και δεν είναι πια δικά του. Τώρα είχε ξεχάσει κάθε σκέψη για τη γη. Το μόνο που σκεπτόταν ήταν να αποφύγει το θάνατο απο υπερβολική προσπάθεια. Ωστόσο, αν και φοβόταν τόσο πολύ μην πεθάνει, δεν μπορούσε να σταματήσει: «Να έχω προχωρήσει τόσο πολύ», σκέφτηκε, «και ύστερα να σταματήσω! Μα θα με νομίσουν τρελό!» Στο μεταξύ είχε αρχίσει να ακούει τους Μπασκίρους να ζητοκραυγάζουν και να του φωνάζουν και οι κραυγές τους έδωσαν στην καρδιά του καινούργια δύναμη. Έτρεχε όλο εμπρός με την τελευταία δύναμη που του απέμενε, ενώ ο ήλιος άγγιζε ακριβώς τον ορίζοντα. Αλλά τώρα ήταν κοντά στο σημάδι. Μπορούσε να δει τους ανθρώπους στο λόφο να του κουνάνε τα χέρια και να τον ενθαρρύνουν να προχωρήσει. Μπορούσε να βλέπει το σκούφο από δέρμα αλεπούς κάτω στο χώμα και τα χρήματα μέσα σ' αυτόν και τον προεστό να κάθεται δίπλα του με τα χέρια του κολλημένα στα πλευρά του. Ξαφνικά ο Παχώμ θυμήθηκε το όνειρό του. «Ωστόσο τώρα έχω πολλή γη», σκέφτηκε, «αν μόνο με έφερνε ο Θεός να ζήσω ασφαλής σ' αυτήν. Αλλά η καρδιά μου μου δίνει το κακό προαίσθημα ότι έχω σκοτώσει τον εαυτό μου». Ακόμη όμως έτρεχε μπροστά. Για τελευταία φορά κοίταξε τον ήλιο. Τεράστιος και κόκκινος είχε αγγίξει τη γη και είχε αρχίσει να βυθίζεται πίσω από τον ορίζοντα. Ο Παχώμ έφτασε στο λόφο ακριβώς τη στιγμή που έδυε. «Α», φώναξε στην απελπισία του, γιατί σκέφτηκε ότι όλα χάθηκαν. Όμως, ξαφνικά αναλογίστηκε ότι δεν μπορούσε να δει από κάτω τόσο καλά όσο οι άνθρωποι πάνω στο λόφο και ότι σ' αυτούς ο ήλιος δεν θα φαινόταν ακόμη αν είχε δύσει. Όρμησε στην πλαγιά και μπορούσε να δει καθώς σκαρφάλωνε ότι ο σκούφος ήταν ακόμη εκεί. Τότε σκόνταψε κι έπεσε, ωστόσο και σ' αυτήν ακόμη την πτώση του άπλωσε τα χέρια του προς το σκούφο και τον άγγιξε!

«Α! νέε μου», αναφώνησε ο προεστός, «κέρδισες πραγματικά πολλή γη».

Ο υπηρέτης του Παχώμ έτρεξε στον κύριό του και προσπάθησε να τον σηκώσει, αλλά έτρεχε αίμα από το στόμα του. Ο Παχώμ ήταν ξαπλωμένος εκεί, νεκρός. Ο υπηρέτης ξεφώνισε κατακεραυνωμένος, αλλά ο προεστός παρέμεινε καθισμένος στα πόδια του και γέλασε κρατώντας τα πλευρά του με τα χέρια του.

Τέλος σηκώθηκε, πήρε μια αξίνα από το έδαφος και την πέταξε στον υπηρέτη.

«Θάψτον» ήταν όλο που είπε. Οι Μπασκίροι σηκώθηκαν και έφυγαν. Μόνο ο υπηρέτης έμεινε. Έσκαψε έναν τάφο στο σχήμα του Παχώμ από το κεφάλι ως τις φτέρνες - τρεις ρωσικές πήχες - και τον έθαψε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου