Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ /ΚΕΦΑΛΑΙΑ

 


Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής – 


Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄).


Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο



Δεχόμενος τα πολύτιμα γράμματά του, δέχτηκα κοντά μου τον ίδιο τον θεοφρούρητο κύριό μου· ο οποίος είναι πάντοτε παρών πνευματικά και καθόλου δεν μπορεί να λείπει, αλλά εξαιτίας του πλούτου της αρετής του δεν αποφεύγει να επικοινωνήσει με τους δούλους του, μιμούμενος το Θεό, σύμφωνα με τη δυνατότητα που έχει δώσει ο Θεός στην ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό, αφού θαύμασα τη μεγάλη του συγκατάβαση, ανέμιξα το φόβο μου πρός αυτόν μαζί με πόθο, και σχημάτισα από τα δύο —το φόβο και τον πόθο— μία αγάπη, που αποτελείται από συστολή και εύνοια. Κι αυτό, για να μη γίνει μήτε μίσος ο φόβος, με το να γυμνωθεί από τον πόθο, μήτε καταφρόνηση ο πόθος, με το να μην είναι ενωμένος με το φρόνιμο φόβο· αλλά ν’ αποδειχθεί η αγάπη ένας εσωτερικός νόμος γεμάτος στοργή που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, υποτάσσοντας το μίσος με την εύνοια, και απομακρύνοντας την καταφρόνηση με τη συστολή.

Αυτόν ακριβώς, εννοώ το φόβο, επειδή κατάλαβε ο μακάριος Δαβίδ ότι συγκρατεί περισσότερο απ’ όλα τη θεία αγάπη, λέει: «ο φόβος του Κυρίου είναι αγνός και μένει αιώνια»(Ψαλμ. 18, 10). Ήξερε δηλαδή ότι αυτός είναι διαφορετικός από εκείνον που προκαλείται από το δέος της τιμωρίας των αμαρτημάτων. Γιατί τούτος εκδιώκεται και αφανίζεται ολότελα από την παρουσία της αγάπης, όπως δείχνει ο μέγας ευαγγελιστής Ιωάννης, λέγοντας κάπου στους λόγους του: «η αγάπη διώχνει το φόβο»(Α΄Ιω. 4, 18)· ενώ ο προηγούμενος φόβος είναι φυσικό χαρακτηριστικό του νόμου της αληθινής στοργής, και με τη συστολή εξασφαλίζει στους αιώνες για τους αγίους το θέσπισμα και την εκδήλωση της αγάπης ολότελα αδιάφθορα προς το Θεό και μεταξύ τους.

Συγκερνώντας λοιπόν, όπως είπα, το φόβο μου πρός τον κύριό μου με τον πόθο, φύλαξα μέχρι σήμερα αυτόν το νόμο της αγάπης. Έτσι εμποδιζόμουν να γράψω από τη συστολή, για να μη βρει τόπο η καταφρόνηση· η εύνοια πάλι μ’ έσπρωχνε στο να γράφω, για να μη θεωρηθεί μίσος η τέλεια αποφυγή να γράψω. Γράφω λοιπόν, επειδή διατάζομαι να το κάνω, όχι όσα σκέφτομαι εγώ, αλλά όσα θέλει ο Θεός και παρέχει με τη χάρη Του ώστε να προκύψει ωφέλεια. Γιατί το θέλημα του Κυρίου, όπως λέει ο Δαβίδ, παραμένει στους αιώνες, και οι λογισμοί της καρδιάς Του σε γενεά και γενεά(Ψαλμ. 32, 11). Θέλημα του Θεού και Πατέρα ίσως είπε την απόρρητη κένωση του μονογενούς Υιού για τη θέωση της φύσεώς μας, μέσα στην οποία περιορίζει το πέρας όλων των αιώνων. Και λογισμούς της καρδιάς Του ίσως είπε τους λόγους της πρόνοιας και της κρίσεως, σύμφωνα με τους οποίους διευθύνει σοφά και την παρούσα ζωή μας και τη μέλλουσα, σαν κάποιες ξεχωριστές γενεές, προσδίδοντας κατάλληλα στην κάθε μία τον τρόπο ενέργειας που της αρμόζει.

Εφόσον τώρα έγο του θείου θελήματος είναι η θέωση της φύσεώς μας, και σκοπός των θείων λογισμών είναι η οδήγηση στο τέλος του του σκοπού της ζωής μας, άρα συμφέρει να γνωρίσομε τη δύναμη της Προσευχής του Κυρίου και να την κάνομε πράξη, και έπειτα να την εκθέσομε γραπτώς όπως πρέπει. Κι αφού μάλιστα ο κύριός μου αυτήν την προσευχή θυμήθηκε γράφοντας σ’ εμένα το δούλο του παρακινημένος από το Θεό, αυτήν θα κάνω κι εγώ αναγκαστικά θέμα των λόγων μου, και παρακαλώ τον Κύριο που μας δίδαξε αυτή την προσευχή, να ανοίξει το νου μου για να κατανοήσω τα μυστήρια που αυτή περιέχει, και να μου δώσει τον κατάλληλο λόγο για να τα εκφράσω με σαφήνεια. Γιατί η προσευχή αυτή με τρόπο συνοπτικό περιέχει κρυμμένο μυστικά όλο το σκοπό όσων αναφέρθηκαν, ή, για να κυριολεκτήσω, τον κηρύττει καθαρά σ’ εκείνους που έχουν δεκτικό νου.

Η προσευχή αυτή περιέχει αίτηση όλων όσα προξένησε με την κένωσή Του κατά τη σάρκωση ο Λόγος του Θεού και διδάσκει να επιδιώκομε εκείνα τα αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός και Πατέρας, μέσω της φυσικής μεσιτείας του Υιού, χορηγεί αληθινά με το Άγιο Πνεύμα. Επειδή μεσίτης Θεού και ανθρώπων —κατά τον θείο Απόστολο— είναι ο Κύριος Ιησούς(Α’ Τιμ. 2, 5), καθώς με τη σάρκωσή Του φανερώνει στους ανθρώπους τον Πατέρα που αγνοούσαν, και στον Πατέρα φέρνει μέσω του Πνεύματος τους ανθρώπους συμφιλιωμένους με Αυτόν(Εφ. 2, 18), για χάρη της σωτηρίας των οποίων έγινε άνθρωπος χωρίς να υποστεί μεταβολή. Και έγινε διδάσκαλος και αυτουργός πολλών νέων μυστηρίων, τόσων ώστε δεν μπορεί ποτέ ο λόγος να τα συλλάβει στο πλήθος και το μέγεθός τους.

Από αυτά, φαίνεται πως δώρισε με εξαιρετική μεγαλοδωρία στους ανθρώπους εφτά, γενικότερα από τα άλλα, κι αυτών τη δύναμη, καθώς είπα, περιέχει μυστικά ο σκοπός της προσευχής. Αυτά είναι: θεολογία, υιοθεσία με τη χάρη, ισοτιμία προς τους αγγέλους, μετοχή στην αιώνια ζωή, αποκατάσταση της φύσεως που στρέφεται απαθώς στον εαυτό της, κατάλυση του νόμου της αμαρτίας και κατάργηση της τυραννίας του πονηρού που κυριάρχησε πάνω μας με απάτη. Ας εξετάσομε λοιπόν την αλήθεια των λεγομένων.

Θεολογία διδάσκει ο Λόγος του Θεού με τη σάρκωσή Του, καθώς φανερώνει στον εαυτό Του τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Γιατί όλος ο Πατέρας και όλο το Άγιο Πνεύμα ήταν κατά την ουσία σε όλο τελείως τον Υιό και κατά τη σάρκωσή Του, χωρίς Αυτοί να σαρκωθούν, αλλά ο μεν Πατέρας ευδοκούσε, το δε Πνεύμα συνεργούσε με τον Υιό που δεχόταν ο ίδιος τη σάρκωση, αφού βέβαια ο Λόγος εξακολούθησε να έχει Νου και Ζωή, μη χωρώντας σε απολύτως τίποτε άλλο κατά την ουσία Του, παρά μόνο στον Πατέρα και το Πνεύμα, και πραγματοποιώντας την υποστατική Του ένωση με τη σάρκα από αγάπη προς τον άνθρωπο.

Υιοθεσία παρέχει, χαρίζοντας την υπέρ φύση ουράνια γέννηση και συνθέωση με τη χάρη του Πνεύματος. Αυτό που φυλάγει κατά Θεόν και διατηρεί την υιοθεσία, είναι η προαίρεση εκείνων που έλαβαν αυτή τη γέννηση, η προαίρεση που δέχεται με ειλικρινή διάθεση τη χάρη που δόθηκε και που ομορφαίνει πιο πολύ με την επιμελή εργασία των εντολών το κάλλος που δόθηκε κατά χάρη. Αυτή με την αποβολή των παθών οικειοποιείται τόσο πολύ τη θεότητα, όσο ο Λόγος του Θεού με την εκούσια κένωσή Του από την υψηλή δόξα Του κατ’ οικονομίαν έγινε αληθινά άνθρωπος.

Έκανε τους ανθρώπους ισότιμους με τους αγγέλους, όχι μόνον επειδή με το αίμα του σταυρού Του ειρηνοποίησε τα επίγεια και τα επουράνια(Κολ. 1, 20) και καταργώντας τις εχθρικές δυνάμεις που βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ ουρανού και γης, έδειξε πώς υπάρχει μία σύναξη των επιγείων και των ουρανίων δυνάμεων για τη [διανομή] των θείων δώρων, καθώς η ανθρώπινη φύση γεμάτη αγαλλίαση με μία κοινή θέληση συμψάλλει με τις ουράνιες δυνάμεις τη δόξα του Θεού· αλλά κι επειδή, μετά την εκπλήρωση τής για χάρη μας οικονομίας, καθώς αναλήφθηκε στους ουρανούς μαζί με το σώμα που είχε προσλάβει, ένωσε μέσω του εαυτού Του τη γη με τον ουρανό και σύναψε τα αισθητά με τα νοητά και έδειξε μια την κτιστή φύση, που παρά τις ακρότητες των μερών της, είναι ενωμένη με τον εαυτό της με την αρετή και την επίγνωση της πρώτης Αιτίας. Έδειχνε νομίζω, με όσα κατά μυστικό τρόπο επιτελούσε, ότι ο λόγος είναι η ένωση των διαιρεμένων, ενώ η αλογία διαίρεση των ενωμένων. Ας μάθομε επομένως, να επιδιώκομε τη λογοποίηση με την πρακτική αρετή, για να μην ενωθούμε μόνο με τους αγγέλους μέσω της αρετής, αλλά και με το Θεό μέσω της γνώσεως, κατά την απομάκρυνσή μας από τα όντα.

Μεταδίδει θεία ζωή κάνοντας τον εαυτό Του τροφή μας, όπως γνωρίζει Αυτός και όσοι έλαβαν απ’ Αυτόν αυτή τη νοερή αίσθηση, ώστε με τη γεύση αυτής της τροφής να μάθουν αληθινά με επίγνωση, ότι ο Κύριος είναι αγαθός(Ψαλμ. 33, 9) και μεταδίδει θεία ποιότητα προς θέωση σ’ όσους τον τρώνε, αφού ολοφάνερα και είναι και ονομάζεται άρτος ζωής και δυνάμεως(Ιω. 6, 33 και 35).

Αποκαθιστά τη φύση στον εαυτό της, όχι μόνο γιατί όταν έγινε άνθρωπος κράτησε τη διάθεσή του απαθή και ειρηνική απέναντι στην ανθρώπινη φύση, χωρίς ούτε απέναντι των σταυρωτών Του να σαλευθεί στο ελάχιστο, αλλά αντίθετα μάλλον, προτίμησε το θάνατο για χάρη τους αντί τη ζωή,πράγμα που δείχνει ότι το πάθος ήταν εκούσιο, γιατί επικυρώνεται από τη φιλάνθρωπη διάθεση του πάσχοντος. Αλλά και γιατί κατάργησε την έχθρα καρφώνοντας πάνω στο σταυρό το χειρόγραφο της αμαρτίας(Κολ. 2, 14), για το οποίο η φύση είχε αδιάλλακτο πόλεμο εναντίον του εαυτού της, και αφού κάλεσε κι εκείνους που ήταν μακριά και εκείνους που ήταν κοντά, δηλαδή τους Ιουδαίους που είχαν το Νόμο και τους εθνικούς, γκρέμισε το μεσότοιχο που τους χώριζε, δηλαδή αποσαφήνισε τις εντολές του Νόμου με τη διδασκαλία Του, και έκτισε από τους δύο ένα καινούργιο άνθρωπο, φέρνοντας ειρήνη και συμφιλιώνοντάς μας μέσω του εαυτού Του με τον Πατέρα(Εφ. 2, 14-17) και μεταξύ μας, ώστε να μην έχομε πλέον προαίρεση που να αντιστέκεται στη λογική μας φύση, άλλ’ όπως στη φύση, έτσι και στην προαίρεση να είμαστε αμετάβλητοι.

Καθαρίζει τη φύση από το νόμο της αμαρτίας, γιατί δεν επέτρεψε να προηγηθεί ηδονή στη γέννησή Του, που έγινε για χάρη μας. Γιατί η σύλληψή Του έγινε παραδόξως χωρίς σπορά, και η γέννηση υπέρ φύση χωρίς φθορά της παρθενίας. Στερέωσε δηλαδή ο γεννηθείς Θεός στη μητέρα Του, αντίθετα από τη φύση, τα δεσμά της παρθενίας με τη γέννησή Του, και ελευθέρωσε όλη τη φύση από την εξουσία του νόμου που κυριαρχούσε πάνω της· αυτό βέβαια ισχύει για όσους θέλουν να μιμούνται με τη νέκρωση των γήινων μελών τους τον εκούσιο θάνατό Του. Γιατί το μυστήριο της σωτηρίας είναι για κείνους που το θέλουν, και δεν επιβάλλεται τυραννικά.

Καταργεί την τυραννία του πονηρού που κυριάρχησε πάνω μας με απάτη, προβάλλοντας τη σάρκα που είχε νικηθεί στον Αδάμ σαν όπλο εναντίον του και νικώντας τον. Έτσι έκανέ τη σάρκα, που πριν είχε συλληφθεί και θανατωθεί, να συλλάβει αυτόν που την είχε συλλάβει και ν’ αφανίσει με το φυσικό θάνατό της τη ζωή του· σ’ αυτόν μεν έγινε δηλητήριο, για να εμέσει όλους όσους κατάπιε έχοντας επικρατήσει με τη δύναμη του θανάτου που διέθετε(Ησ. 25, 8. Εβρ. 2, 14), στο δε γένος των ανθρώπων έγινε ζωή, που ωθεί σαν προζύμι προς ανάσταση ζωής όλη την ανθρώπινη φύση, για χάρη της οποίας κυρίως ο Λόγος, όντας Θεός(Ιω. 1, 1), έγινε άνθρωπος —πράγμα και άκουσμα όντως παράδοξο— και καταδέχθηκε θεληματικά το θάνατο της σάρκας Του.



Όλων αυτών, όπως είπα, περιέχει αίτηση η Κυριακή Προσευχή. Γιατί αναφέρει τον Πατέρα και το όνομά Του και τη βασιλεία Του. Και πάλι παρουσιάζει τον προσευχόμενο ότι είναι κατά χάρη γιος αυτού του Πατέρα. Ζητεί ν’ αποκτήσουν ένα θέλημα όσοι είναι στον ουρανό και στη γη. Προστάζει να ζητούμε τον επιούσιο άρτο. Νομοθετεί στους ανθρώπους τη συμφιλίωση και, με την παροχή και αίτηση συγχωρήσεως μεταξύ τους, συνδέει την ανθρώπινη φύση με τον εαυτό της, ώστε να μην χωρίζεται με τη διαφορά της γνώμης. Επίσης διδάσκει να προσευχόμαστε να μην μπούμε σε πειρασμό, επειδή αυτός είναι ο νόμος της αμαρτίας. Και μας συμβουλεύει να λυτρωθούμε από τον πονηρό. Έπρεπε Αυτός, ο δημιουργός και δωρητής των αγαθών, να είναι και δάσκαλος σε μαθητές που πιστεύουν σ’ Αυτόν και μιμούνται την κατά σάρκα ζωή Του, δίνοντάς τους ως υποθήκες ζωής τα λόγια αυτής της προσευχής, με τα οποία φανέρωνε σ’ αυτούς τους απόκρυφους θησαυρούς της γνώσεως και της σοφίας που υπάρχουν κατ’ είδος σ’ Αυτόν(Κολ. 2, 3), διεγείροντας προς την απόλαυσή τους την επιθυμία των προσευχομένων.

Γι’ αυτό, νομίζω, ονόμασε προσευχή αυτή τη διδασκαλία ο Λόγος, επειδή περιέχει αίτηση των δώρων που δίνονται κατά χάρη από το Θεό στους ανθρώπους. Οι θεόπνευστοι Πατέρες μας όρισαν την προσευχή, ότι είναι αίτηση εκείνων, τα οποία ο Θεός εκ φύσεως δωρίζει στους ανθρώπους όπως ταιριάζει στη θεότητά Του. Όπως και ευχή είπαν το τάξιμο αυτών που προσφέρουν στο Θεό οι άνθρωποι που τον λατρεύουν με γνησιότητα. Το λέει σε πολλά σημεία και η Γραφή: «Αν κάνετε ευχή (τάξιμο), να την εκπληρώσετε στον Κύριο και Θεό μας»(Ψαλμ. 75, 12), και: «Όσα σου υποσχέθηκα με ευχή, Κύριε, θα σου τα αποδώσω»(Ιωνά 2, 10). Και πάλι, περί προσευχής λέει: «Και προσευχήθηκε η Άννα στον Κύριο, λέγοντας· Κύριε Κύριε, Θεέ Σαββαώθ, εισάκουσε τη δούλη Σου και χάρισέ μου παιδί…»(Α΄Βασ. 1, 11), και: «Προσευχήθηκε στον Κύριο ο Εζεκίας, ο βασιλιάς Ιούδα, και ο προφήτης Ησαΐας, ο γιος του Αμώς»(Β΄Παρ. 32, 20), και: «Όταν εσείς προσεύχεστε, να λέτε· Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς…»(Ματθ. 6, 9-10), που είπε ο Κύριος στους μαθητές Του.

Ώστε μπορούμε να πούμε ότι η ευχή είναι υπόσχεση τηρήσεως των εντολών, που βεβαιώνεται από την προαίρεση αυτού που έκανε την ευχή, ενώ προσευχή είναι η αίτηση εκείνου που τήρησε τις εντολές, να μεταβληθεί σύμφωνα με τις εντολές που τήρησε. Ή μάλλον, η ευχή είναι αγώνας αρετής, τον οποίο πολύ ευάρεστα δέχεται ο Θεός όταν του προσφέρεται, ενώ η προσευχή είναι έπαθλο της αρετής, το οποίο ο Θεός ανταποδίδει με πολλή χαρά.

Αφού λοιπόν αποδείχτηκε με τα παραπάνω ότι η προσευχή είναι αίτηση των αγαθών που δωρήθηκαν από τον σαρκωθέντα Λόγο, ας βάλομε Αυτόν δάσκαλο του λόγου της προσευχής, κι ας αρχίσομε με θάρρος να εξετάσομε προσεκτικά με τη θεωρία, όσο είναι δυνατόν, το νόημα κάθε ρητού της προσευχής, όσο συνηθίζει να χορηγεί προς το συμφέρον μας ο Λόγος και μ’ όση δύναμη δίνει προς κατανόηση στη διάνοια εκείνου που γράφει αυτά.

«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου». Πρεπόντως ο Κύριος διδάσκει αμέσως ν’ αρχίσουν οι [προσευχόμενοι] από τη θεολογία· επίσης εισάγει στο μυστήριο του τρόπου που υπάρχει η Αιτία που δημιούργησε τα όντα, Αυτός που είναι κατά την ουσία αίτιος των όντων. Γιατί τα λόγια της προσευχής περιέχουν φανέρωση του Πατέρα, και του ονόματος του Πατέρα, και της βασιλείας του Πατέρα, για να μάθομε ευθύς εξ αρχής να σεβόμαστε την εν Μονάδι Τριάδα και να την επικαλούμαστε και να την προσκυνούμε. Επειδή όνομα του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι ο Μονογενής Υιός. Και βασιλεία του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι το Άγιο Πνεύμα. Γιατί εκείνο που λέει εδώ ο Ματθαίος βασιλεία, αλλού άλλος Ευαγγελιστής το ονομάζει Πνεύμα Άγιο, λέγοντας: «Ας έρθει το Πνεύμα το Άγιο και ας μας καθαρίσει». Γιατί ο Πατέρας δεν απόκτησε εκ των υστέρων το όνομα, ούτε ως αξίωμα που έλαβε εκ των υστέρων νοούμε τη βασιλεία· δεν έχει αρχή στο είναι Του, για να αρχίσει να είναι και Πατέρας και Βασιλεύς, αλλά καθώς πάντοτε υπάρχει, είναι και πάντοτε Πατέρας και Βασιλεύς, χωρίς να λάβει ποτέ αρχή να είναι Πατέρας και Βασιλεύς. Αν τώρα, με το να υπάρχει πάντοτε, είναι πάντοτε και Πατέρας και Βασιλεύς, άρα πάντοτε και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα συνυπάρχουν κατά την ουσία ως υποστάσεις με τον Πατέρα.

Από Αυτόν παίρνουν την ύπαρξη και είναι μέσα σ’ Αυτόν φυσικώς πάνω από αιτία και λόγο, όχι όμως ύστερα από Αυτόν, ούτε και έγιναν αργότερα από κάποια αιτία. Γιατί η σχέση μεταξύ των τριών Προσώπων υποδηλώνει τη συνύπαρξή Τους και δεν επιτρέπει αυτά, των οποίων είναι και λέγεται σχέση, να θεωρούνται μεταγενέστερα το ένα από το άλλο.

Αφού λοιπόν αρχίσαμε αυτή την προσευχή, βιαζόμαστε να τιμήσομε την ομοούσια και υπερούσια Τριάδα ως δημιουργική αιτία της υπάρξεώς μας. Επίσης διδασκόμαστε να ομολογούμε τη χάρη της υιοθεσίας, με το να αξιωνόμαστε να ονομάζομε Πατέρα κατά χάρη τον εκ φύσεως Δημιουργό. Έτσι, από σεβασμό προς την ονομασία Εκείνου που μας γέννησε κατά χάρη, θα φροντίζομε να αποτυπώνομε στη ζωή μας τα χαρακτηριστικά του Πατέρα μας αγιάζοντας το όνομά Του πάνω στη γη, μιμούμενοι Αυτόν, αποδεικνύοντας ότι είμαστε παιδιά Του με τα έργα μας, και δοξάζοντας τον αυτουργό αυτής της υιοθεσίας, τον φυσικό Υιό του Πατέρα, με τα νοήματα και τις πράξεις μας.

Αγιάζομε το όνομα του κατά χάρη επουρανίου Πατέρα, όταν νεκρώνομε την επιθυμία προς την ύλη και καθαριζόμαστε από τα καταστρεπτικά πάθη, αν βέβαια αγιασμός είναι η τέλεια ακινησία και νέκρωση της επιθυμίας που ενεργεί με την αίσθηση. Όταν φτάσομε σ’ αυτή, καταπραΰνομε και τις άπρεπες κραυγές του θυμού, αφού δεν έχομε πλέον την επιθυμία να τον ερεθίζει και να τον πείθει να υπερασπίζεται τις ηδονές που αυτή θέλει, επειδή η επιθυμία νεκρώθηκε πια με την κατά λόγον αγιότητα. Γιατί ο θυμός είναι φυσικός συνήγορος της επιθυμίας, και τότε παύει να μανιάζει, όταν τη δει νεκρή.

Εύλογα λοιπόν, με την αποβολή του θυμού και της επιθυμίας, επακολουθεί κατά την προσευχή το κράτος της βασιλείας του Θεού σ’ εκείνους που, αφού αποβάλουν αυτά τα δύο πάθη, αξιώνονται να πουν: «Ελθέτω η βασιλεία σου», δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, όταν πια με την πραότητα έγιναν ναοί του Θεού δια του Πνεύματος. Γιατί λέει: «σε ποιον θα αναπαυθώ, αν όχι σ’ εκείνον που είναι πράος και ταπεινός και τρέμει τα λόγια μου;»(Ησ. 66, 2) Από αυτό λοιπόν φαίνεται ότι στους ταπεινούς και πράους ανήκει η βασιλεία του Θεού και Πατέρα.

Γιατί λέει: «Μακάριοι είναι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γή»(Ματθ. 5, 5). Ο Θεός δεν υποσχέθηκε να δώσει κληρονομία σ’ όσους τον αγαπούν, αυτή τη γη, η οποία κατέχει εκ φύσεως τη μέση θέση του σύμπαντος, αν βέβαια λέει αλήθεια εκείνος που είπε: «Στην ανάσταση ούτε οι άνδρες έρχονται σε γάμο, ούτε οι γυναίκες παντρεύονται, αλλά είναι όλοι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανό»(Ματθ. 22, 30), και: «Ελάτε σεις οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου να κληρονομήσετε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας αφότου θεμελιωνόταν ο κόσμος»(Ματθ. 25, 34), και σε άλλο σημείο είπε στον δούλο που εργάστηκε πιστά: «Έλα να συμμετάσχεις στη χαρά του Κυρίου σου»(Ματθ. 25, 21). Και ο θειος Απόστολος στη συνέχεια έλεγε: «Θ’ ακουστεί σάλπισμα και θ’ αναστηθούν πρώτα άφθαρτοι όσοι πέθαναν πιστοί στο Χριστό· έπειτα εμείς που θα έχουμε απομείνει ζωντανοί, θ’ αρπαγούμε μαζί μ’ αυτούς από σύννεφα για να προϋπαντήσομε τον Κύριο στον αέρα. Κι έτσι για πάντα θα είμαστε μαζί με τον Κύριο».(Α΄Θεσ. 4, 16-17)

Όταν λοιπόν όλα αυτά είναι έτσι υποσχεμένα σ’ όσους αγαπούν τον Κύριο, ποιος θα περιορίσει το νου του στο γράμμα μόνο της Γραφής και θα πει ότι ο ουρανός και η βασιλεία που έχει ετοιμαστεί από καταβολής κόσμου, και η χαρά του Κυρίου η κρυμμένη μυστικά, και η αιώνια και αχώριστη διαμονή και εγκατάσταση των αξίων κοντά στον Κύριο, πώς είναι ταυτόσημα με τη γη, και μάλιστα όταν κατευθύνεται από το λόγο και θέλει να είναι υπηρέτης του λόγου; Αλλά νομίζω ότι λέγοντας τώρα γη, εννοεί τη μόνιμη και εντελώς αμετακίνητη από το καλό έξη και δύναμη της ατρεψίας των πράων, η οποία βρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Κύριο, έχει ανεξάντλητη χαρά, έχει οικειοποιηθεί την ανέκαθεν ετοιμασμένη βασιλεία και αξιώθηκε την επουράνια θέση και τιμή.

Και σαν γη που έχει καταλάβει θέση στη μέση του παντός, εννοεί το λόγο της αρετής, κατά τον οποίο ο πράος ευρισκόμενος ανάμεσα σε επαίνους και κατηγορίες, μένει απαθής, και μήτε από τους επαίνους φουσκώνει, μήτε από τις ύβρεις γίνεται κατηφής. Γιατί απ’ όσα το λογικό είναι κατά φύση ελεύθερο, έχοντας απομακρύνει την επιθυμία του από αυτά, δεν αισθάνεται τις ενοχλήσεις και τις προσβολές τους, επειδή έχει απαλλάξει τον εαυτό του από την ταραχή γύρω απ’ αυτά και έχει μεταφέρει όλη τη δύναμη της ψυχής του στη θεία και αμέριμνη ελευθερία. Αυτήν ο Κύριος θέλοντας να δώσει στους μαθητές Του, είπε: «Σηκώστε πάνω σας τον ζυγό μου και μάθετε από μένα οτι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά· και θα βρουν ανάπαυση οι ψυχές σας»(Ματθ. 11, 29). Ανάπαυση εννοεί το κράτος της θείας βασιλείας, γιατί παρέχει στους αξίους εξουσία απαλλαγμένη από κάθε δουλεία.

Αν λοιπόν στους ταπεινούς και πράους δίνεται το ακατάλυτο κράτος της αθάνατης βασιλείας, ποιος δε θα ερωτευθεί και δε θα ποθήσει τα θεία αγαθά; Ποιος δε θα επιθυμήσει απόλυτα την ταπείνωση και την πραότητα, για να γίνει είκόνα της θείας βασιλείας, όσο είναι δυνατόν σε άνθρωπο, εμφανίζοντας κατά χάρη απαράλλακτη την πνευματική ομοίωση με τον κατά φύση και κατ’ ουσίαν αληθινά μεγάλο βασιλιά Χριστό; Στην κατάσταση αυτή, όπως λέει ο θείος Απόστολος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα(Γαλ. 3, 28), δηλαδή θυμός και επιθυμία· ο πρώτος απομακρύνει βίαια το λογικό και βγάζει έξω από το νόμο της φύσεως τη διάνοια, ενώ η δεύτερη θεωρεί ως πιο αξιαγάπητα τα δημιουργήματα από τη μία και μοναδική επιθυμητή και απαθή Αιτία και φύση, και επομένως προτιμά τη σάρκα παρά το πνεύμα και βρίσκει την απόλαυση των ορατών πιο ευχάριστη από τη δόξα και λαμπρότητα των νοητών, εμποδίζοντας με την απαλότητα της ηδονής των αισθήσεων το νου να εννοεί τα συγγενή του και θεία νοητά.

Υπάρχει όμως μονότατος ο λόγος, τελείως γυμνωμένος και από αυτή την απαθή, αλλά φυσική ωστόσο στοργή και διάθεση προς το σώμα, λόγω του πλούτου της αρετής, καθώς το πνεύμα νικά τελείως την φύση και την πείθει να αφήσει την ηθική φιλοσοφία, όταν πρέπει ο νους να ενωθεί με τον ύπερούσιο Λόγο με απλή και αδιαίρετη θεωρία, παρόλο που η ηθική φιλοσοφία εκ φύσεως βοηθεί το νου να [χωρίσει] και να προσπεράσει εύκολα όσα υπάγονται στη ροή του χρόνου. Γιατί όταν αυτά ξεπεραστούν, δεν είναι εύλογο να βαρύνεται από τους τρόπους της ηθικής, σαν να φορεί μηλωτή, εκείνος που αποδείχτηκε ακράτητος από τα αισθητά. Και αυτό το φανερώνει ο μέγας Ηλίας(Δ΄Βασ. 2, 11-14), υποδηλώνοντας μ’ εκείνα που έκανε συμβολικά αυτό το μυστήριο. Κατά την αρπαγή του δηλαδή στον ουρανό, έδωσε στον Ελισσαίο τη μηλωτή, που σημαίνει τη νέκρωση της σάρκας, όπου θεμελιώνεται η μεγαλοπρέπεια της ηθικής κοσμιότητας, για να έχει έτσι ο μαθητής σύμμαχο το Πνεύμα εναντίον κάθε εχθρικής δυνάμεως και να πλήξει την άστατη και ρευστή φύση, της οποίας τύπος ήταν ο Ιορδάνης, ώστε να μην εμποδιστεί, βυθιζόμενος στη θολερότητα και ολισθηρότητα της προσκολλήσεως στά υλικά, να περάσει στην αγία γη. Ο ίδιος δε ο Ηλίας προχώρησε προς το Θεό ελεύθερος, χωρίς να τον κρατά απολύτως κανένα από τα όντα, με αμέριστη την επιθυμία και καθαρή τη γνώμη του, φτάνοντας κοντά στον απλό κατά τη φύση Του Θεό με τη βοήθεια των γενικών αρετών, που είναι αλληλοεξαρτώμενες και ζευγμένες μαζί σαν πύρινα άλογα στο ζυγό της γνώσεως.

Γιατί γνώριζε ότι ο μαθητής του Χριστού πρέπει να χωριστεί από τις διαθέσεις που δεν είναι όπως οι γενικές αρετές αλληλοεξαρτώμενες και δεν μπορούν να μπουν στον ίδιο ζυγό. Η ανομοιότητά τους μαρτυρεί την αλλοτρίωση, αφού το πάθος της επιθυμίας προκαλεί διάχυση του αίματος που είναι γύρω στην καρδιά, και το πάθος του θυμού προκαλεί βρασμό του αίματος. Όποιος έφτασε να ζει και να κινείται και να υπάρχει εν Χριστώ, απομάκρυνε από πάνω του όσα είναι ασυνταίριαστα και αλλόκοτα, μη φέροντας μέσα του, σαν να ήταν «άντρας και γυναίκα», όπως είπα, τις αντίθετες διαθέσεις των παθών αυτών, για να μην υποδουλωθεί σ’ αυτά το λογικό με το να αλλοιώνεται από τις άστατες μεταβολές τους.

Γιατί στο λογικό έχει κατά φύση ενωθεί η ιερότητα της θείας εικόνας που πείθει την ψυχή να μεταπλασθεί κατά την προαίρεση και να ομοιωθεί με το Θεό και να γίνει πάμφωτο κατοικητήριο της μεγάλης Βασιλείας που συνυπάρχει ουσιωδώς ως υπόσταση με το Θεό και Πατέρα των όλων, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και να δεχτεί —αν επιτρέπεται να πούμε— ολόκληρη κατά το δυνατόν την εξουσία της γνώσεως της θείας φύσεως. Στην κατάσταση αυτή, αφανίζονται φυσικώς όσα είναι χειρότερα και συγκροτούνται τα καλύτερα, καθώς η ψυχή, κατά τη χάρη της κλήσεώς της, φυλάγει όπως ο Θεός απαραβίαστη μέσα της την ύπαρξη των καλών που της έχουν δωρηθεί. Στην ψυχή αυτή πάντοτε γεννιέται με τη θέλησή Του ο Χριστός μυστικά, και σαρκώνεται διά μέσου των σωζόμενων, κάνοντας μητέρα παρθένο την ψυχή που τον γεννά· η οποία δεν έχει, για να πω με συντομία, τα γνωρίσματα της φύσεως που υπόκειται σε φθορά και γένεση, σαν «άνδρα και γυναίκα».

Ας μην παραξενεύεται κανείς άκούοντας να αναφέρω τη φθορά πριν από τη γένεση· γιατί αν παρατηρήσει απαθώς και με τον ορθό λόγο τη φύση όσων γίνονται και αφανίζονται, θα διαπιστώσει καθαρά ότι η γένεση αρχίζει από τη φθορά και καταλήγει στη φθορά. Τα πάθη που χαρακτηρίζουν αυτή τη φύση, όπως είπα, δεν τα έχει ο Χριστός, δηλαδή ο βίος και ο λόγος του Χριστού κι αυτού που ομοιώθηκε με το Χριστό, αν βέβαια αληθεύει εκείνος που λέει: «Στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα», δηλαδή τα σημάδια και τα πάθη της φύσεως που υπόκειται σε γένεση και φθορά, παρά μονάχα θεοειδής λόγος διαποτισμένος από τη θεία γνώση, και μοναδική κίνηση της γνώμης που εκλέγει μόνο την αρετή.

Επίσης δεν υπάρχει ούτε «Έλληνας και Ιουδαίος»(Γαλ. 3, 28), με τους οποίους δηλώνονται οι διαφορετικοί, η πιο σωστά, οι αντίθετοι λόγοι περί Θεού. Γιατί ο πρώτος εισηγείται εκτεταμένη πολυαρχία και χωρίζει την μία αρχή σε αντιτιθέμενες ενέργειες και δυνάμεις, πλάθοντας μιά πολυθεϊκή λατρεία, αντιφατική λόγω του πλήθους των προσκυνουμένων θεών και γελοία λόγω των διαφόρων τρόπων προσκυνήσεως· ενώ ο δεύτερος εισάγει βέβαια μία αρχή, αλλά περιορισμένη και ατελή και σχεδόν ανυπόστατη, αφού δεν έχει λόγο και ζωή, και έτσι πέφτει κι αυτός στο ίδιο κακό με τον προηγούμενο, δηλαδή στην αθεΐα. Γιατί περιορίζει σε ένα πρόσωπο την μία Άρχή, που η ύπαρξή της στερείται λόγου και πνεύματος, ή τα έχει μόνο ως ιδιότητες. Και δεν αντιλαμβάνεται τούτο· ποιος Θεός είναι άμοιρος απ’ αυτά; Ή πώς είναι Θεός, όταν τα έχει κατά μέθεξη ως γνωρίσματα, όπως συμβαίνει και με τα λογικά δημιουργήματα; Από αυτούς τους δύο λόγους, όπως είπα, κανένας δεν υπάρχει στο Χριστό· υπάρχει μόνο ο λόγος της αληθινής θεοσέβειας και ο σταθερός θεσμός της μυστικής θεολογίας, ο οποίος και τη διαστολή της θεότητας που εισάγει ο πρώτος αποδιώχνει, και τη συστολή της θεότητας του δευτέρου δεν παραδέχεται. Έτσι το θείον δε θα θεωρείται αντιφατικό, λόγω του φυσικού πλήθους —που είναι δοξασία ελληνική—, ούτε παθητό λόγο της ενικής υποστάσεως —που είναι άποψη ιουδαϊκή—, καθώς θα νομίζεται στερημένο από λόγο και πνεύμα, ή ότι τα έχει αυτά μόνο ως ιδιότητες, χωρίς να είναι Νους και Λόγος και Πνεύμα.

Και διδάσκει εμάς που με την κλήση της χάρης έχομε υιοθετηθεί λόγω της πίστεως για να λάβομε επίγνωση της αλήθειας, να γνωρίζομε μιά φύση και μία δύναμη της θεότητας. Δηλαδή ένα Θεό σε τρεις υποστάσεις, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ως Νου που είναι μόνος αναίτιος και υπάρχει ουσιωδώς, γεννήτορα του μόνου άναρχου Λόγου που υπάρχει ουσιωδώς και πηγή της μόνης αιώνιας ζωής που υπάρχει ουσιωδώς, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος· Τριάδα σε Μονάδα και Μονάδα σε Τριάδα. Η θεότητα δεν είναι σαν κάτι μέσα σε άλλο· γιατί η Τριάδα δεν είναι για τη Μονάδα σαν γνώρισμα σε ουσία, ή αντίστροφα, η Μονάδα για την Τριάδα, επειδή η θεότητα είναι χωρίς ιδιότητες. Ούτε είναι κάτι και κάτι άλλο· γιατί η Μονάδα δε διαφέρει από την Τριάδα από ετερότητα φύσεως, αφού είναι μία και απλή φύση. Ούτε είναι κάτι και κάτι παραπλήσιο· γιατί η Τριάδα δε διακρίνεται από τη Μονάδα λόγω μειωμένης δυνάμεως, ή η Μονάδα από την Τριάδα, μήτε παραλλάζει η Μονάδα από την Τριάδα, ως κοινό και γενικό γνώρισμα που θεωρητικά μόνο διακρίνεται από τα επιμέρους, αφού είναι ουσία απολύτως αυθύπαρκτη και δύναμη όντως αυτοδύναμη.

Ούτε πάλι η θεότητα είναι κάτι που προήλθε από κάτι άλλο· γιατί η Τριάδα δεν προήλθε από αύξηση της Μονάδας, αφού είναι αγέννητη και αυτοφανέρωτη. Αλλά είναι η ίδια αληθινά και Μονάδα και Τριάδα, και λεγόμενη και νοούμενη· Μονάδα κατά τον λόγο της ουσίας, Τριάδα κατά τον τρόπο της υπάρξεως. Η ίδια είναι όλη Μονάδα που δε μερίζεται από τις υποστάσεις, και η ίδια είναι όλη Τριάδα που δε συγχέεται στη Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισάγε- ται ούτε η πολυθεΐα με το μερισμό, ούτε η αθεΐα με τη σύγχυση. Στην αποφυγή αυτών έγκειται το μεγαλείο του κατά Χριστόν λόγου.

Λόγο Χριστού εννοώ το καινούργιο κήρυγμα της αλήθειας, στο οποίο δεν υπάρχει «άντρας και γυναίκα», δηλαδή τα σημεία και τα πάθη της φύσεως που υπόκειται σε φθορά και γένεση· ούτε «Έλληνας και Ιουδαίος», δηλαδή οι αντίθετοι λόγοι σχετικά με τη θεότητα· ούτε «περιτομή και ακροβυστία»(Κολ. 3, 11), δηλαδή οι ανάλογες μ’ αυτούς λατρείες. Από αυτές η πρώτη, μένοντας στά σύμβολα του Νόμου, θεωρεί κακή την ορατή κτίση και διαβάλλει τον Κτίστη ως δημιουργό κακών ενώ η άλλη, μένοντας στά πάθη, θεοποιεί την κτίση και εξεγείρει το πλάσμα εναντίον του Δημιουργού.

Έτσι και οι δύο καταλήγουν στο ίδιο κακό, στην ύβρη του θείου. Επίσης δεν υπάρχει ούτε «βάρβαρος και Σκύθης», δηλαδή η διάσταση κατά τη γνώμη της κοινής φύσεως των ανθρώπων που τους οδηγεί σε συγκρούσεις μεταξύ τους, από την οποία μπήκε παρά φύση στη ζωή των ανθρώπων ο φθοροποιός νόμος της αλληλοκτονίας. Ούτε υπάρχει «δούλος ή ελεύθερος», δηλαδή δεν υπάρχει διαίρεση της κοινής φύσεως αντίθετα με τη γνώμη της, η οποία είναι αιτία να ατιμάζει ο ένας τον άλλο, παρ’ όλο που είναι ομότιμοι κατά φύση, παίρνοντας ως επίκουρο νόμο τη διάθεση εκείνων που εξουσιάζουν τυραννικά και προσβάλλουν τη θεία είκόνα του ανθρώπου. Αλλά τα πάντα και στα πάντα είναι ο Χριστός(Κολ. 3, 11), ο οποίος μέσω του Πνεύματος, με τρόπο που υπερβαίνει τη φύση και το νόμο, μορφώνει μέσα στον άνθρωπο την άναρχη βασιλεία.

Τη βασιλεία αυτή εκ φύσεως χαρακτηρίζει, όπως αποδείχτηκε, η πραότητα και η ταπείνωση της καρδιάς. Αυτά τα δύο όταν συνυπάρχουν, φανερώνουν τέλειο τον άνθρωπο που κτίζεται κατά Χριστόν. Γιατί κάθε ταπεινός είναι οπωσδήποτε και πράος· και κάθε πράος είναι οπωσδήποτε και ταπεινός. Είναι ταπεινός γιατί γνωρίζει ότι έχει λάβει την ύπαρξή του δανεική, και πράος γιατί έχει αντιληφθεί την ορθή χρήση των φυσικών δυνάμεων που του δόθηκαν έτσι τις θέτει στην υπηρεσία του λόγου προς γένεση της αρετής, ενώ απομακρύνει τελείως την ενέργειά τους από την αίσθηση.

Και γι’ αυτό είναι κατά το νου πάντοτε αεικίνητος προς το Θεό, ενώ κατά την αίσθηση δεν λαμβάνει καθόλου πείρα απ’ ο,τιδήποτε είναι λυπηρό για το σώμα, ούτε εντυπώνει στην ψυχή του ίχνος λύπης, ώστε ν’ αλλοιωθεί η χαροποιός διάθεσή της. Γιατί δε θεωρεί ότι το οδυνηρό στην αίσθηση είναι στέρηση της ηδονής, αφού μία μόνο ηδονή ξέρει, τη συμβίωση της ψυχής με το λόγο, η στέρηση της οποίας είναι κόλαση ατελείωτη και περιλαμβάνει φυσικώς όλους τους αιώνες. Και γι’ αυτό, αφήνοντας και το σώμα και όλα τα του σώματος, προχωρεί με δύναμη προς τη θεία συμβίωση, και μία θεωρεί ζημία, έστω κι αν κυριαρχεί σ’ όλη τη γη: την αποτυχία της κατά χάρη θεώσεως που ελπίζομε.

Ας αγνίσομε λοιπόν τον εαυτό μας από κάθε σαρκικό και πνευματικό μολυσμό(Β΄Κορ. 7, 1), για να αγιάσομε το θείο όνομα αφού σβήσομε τη φωτιά της επιθυμίας που διεγείρεται άπρεπα από τα πάθη, και με το λογικό ας [δέσομε γερά] το θυμό που μανιάζει άτακτα για χάρη των ηδονών. Έτσι θα υποδεχτούμε τη βασιλεία του Θεού και Πατέρα, η οποία έρχεται με την πραότητα, και θα συνδέσομε τον επόμενο λόγο της προσευχής στά προηγούμενα, λέγοντας:

«Γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Εκείνος που λατρεύει μυστικά το Θεό με μόνη τη λογική δύναμη, χωρισμένη από την επιθυμία και το θυμό, αυτός εκπλήρωσε στη γη —όπως οι άγγελοι στον ουρανό— το θείο θέλημα και έγινε σε όλα μέτοχος της λατρείας και του τρόπου ζωής των αγγέλων, όπως λέει κάπου ο μέγας Απόστολος: «Εμείς όμως είμαστε πολίτες του ουρανού»(Φιλιπ. 3, 20). Στον ουρανό δεν υπάρχει επιθυμία που να παραλύει με την ηδονή τις νοερές δυνάμεις, ούτε θυμός που να λυσσάει γαυγίζοντας μ’ ευχαρίστηση κατά του πλησίον αλλά υπάρχει τελείως μόνος ο λόγος, που κατευθύνει φυσικώς προς τον πρώτο Λόγο τους λογικούς, και στον οποίο μόνο χαίρεται ο Θεός, και τον οποίο μόνο ζητεί από εμάς τους δούλους Του.

Αυτό φανερώνει ο Θεός, λέγοντας προς τον μέγα Δαβίδ: «Τι υπάρχει για μένα στον ουρανό, και από σένα τι θέλω άλλο πάνω στη γή;»(Ψαλμ. 72, 25) Τίποτε βέβαια δεν υπάρχει στον ουρανό που να προσφέρεται από τους αγίους αγγέλους στο Θεό, πλην της λογικής λατρείας· την οποία επιζητεί κι από μας ο Θεός και γι’ αυτό μας δίδαξε να λέμε όταν προσευχόμαστε: «Γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης».

Ας κινηθεί λοιπόν το λογικό μας προς αναζήτηση του Θεού, και η επιθυμητική μας δύναμη προς τον πόθο Του, κι ας αγωνίζεται το θυμικό μας για να τον κρατήσει. Ή καλύτερα, ο νους ας τεντώνεται όλος προς το Θεό, παίρνοντας κατά κάποιο τρόπο τον τόνο και το νεύρο του από το θυμικό και φλογιζόμενος με τον πόθο της ακρότατης επιθυμίας. Γιατί όταν μιμούμαστε έτσι τους επουράνιους αγγέλους, θα βρεθούμε να λατρεύομε παντοτινά το Θεό, παρουσιάζοντας πάνω στη γή την ίδια πολιτεία με τους αγγέλους, καθώς ο νους μας —όμοια με το δικό τους— δε θα κινείται καθόλου προς κανένα δημιούργημα.

Όταν πολιτευόμαστε έτσι σύμφωνα με την προσευχή, θα δεχτούμε σαν άρτο επιούσιο και ζωοποιό για διατροφή των ψυχών μας και διατήρηση της ευεξίας των αγαθών που μας δωρήθηκαν, τον Λόγο που είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο»(Ιω. 6, 33)ζ. Αυτός γίνεται τα πάντα για μας που τρεφόμαστε από Αυτόν μέσω της σοφίας και της αρετής, ανάλογα με τη δεκτικότητα καθενός, και σωματώνεται με ποικίλους τρόπους διά μέσου καθενός από τους σωζομένους, με τρόπο που ο ίδιος γνωρίζει. Αυτά όλα θα τα δεχτούμε, ενώ ακόμη είμαστε στον παρόντα κόσμο, σύμφωνα με την έννοια του ρητού της προσευχής που λέει: «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».

Με το «σήμερον» νομίζω ότι εννοεί την παρούσα ζωή, όπως θα μπορούσε κανείς να εννοήσει σαφέστερα το σημείο αυτό της προσευχής και να πει: «τον άρτο μας, που από την αρχή ετοίμασες για την αθανασία της φύσεως, δώσε μας σήμερα, που βρισκόμαστε στην παρούσα ζωή της θνητότητας, για να νικήσει τον θάνατο της αμαρτίας η τροφή του άρτου της ζωής και της επιγνώσεως», στην οποία δεν επέτρεψε στον άνθρωπο να συμμετάσχει η παράβαση της θεϊκής εντολής(Γεν. 3, 22-24). Γιατί αν είχε χορτάσει με αυτή τη θεϊκή τροφή, δεν θα κυριευόταν από το θάνατο της αμαρτίας. (Εκείνος όμως που παρακαλεί να λάβει αυτόν τον άρτο τον επιούσιο, δεν δέχεται οπωσδήποτε όλο τον άρτο όπως είναι, αλλά ανάλογα με τη δεκτικότητά του.

Γιατί ο Άρτος της ζωής, ως φιλάνθρωπος, δίνει σ’ όλους όσους ζητούν, όχι όμως σ’ όλους το ίδιο, αλλά σ’ εκείνους που έχουν κάνει μεγάλα έργα, περισσότερο, ενώ στους κατώτερους απ’ αυτούς, λιγότερο. Στον καθένα λοιπόν όσο μπορεί να δεχτεί η κατάσταση του νου του.) Σ’ αυτή την ερμηνεία του χωρίου αυτού με οδήγησε ο ίδιος ο Σωτήρας, ο οποίος διατάζει ρητώς τους μαθητές Του να μη φροντίζουν διόλου για αισθητή τροφή, λέγοντας: «μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. Όλα αυτά τα επιζητούν τα έθνη του κόσμου. Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν»(Ματθ. 6, 25. 31-32).

Πώς λοιπόν διδάσκει να προσευχόμαστε για όσα μας έδωσε πριν εντολή να μη ζητάμε; Γιατί είναι φανερό ότι δε θα πρόσταζε να αιτούμε με προσευχή όσα συμβούλεψε να μη ζητάμε με την εντολή, αφού με την προσευχή μας πρέπει να αιτούμε μόνο ό,τι αρμόζει να ζητάμε σύμφωνα με κάποια εντολή. Επομένως δεν είναι θεμιτό να αιτούμε με προσευχή εκείνο που δε μας επιτρέπεται να ζητάμε από την εντολή. Αφού ο Σωτήρας έδωσε εντολή να ζητάμε μόνο τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, εύλογα παρακινεί εκείνους που επιθυμούν τα θεία δώρα, να τη ζητούν και με την προσευχή. Έτσι, επικυρώνοντας τη χάρη όσων εκ φύσεως αρμόζει να ζητούνται με την προσευχή, ενώνει την προαίρεση εκείνων που ζητούν με το θέλημα Αυτού που παρέχει τη χάρη, και την κάνει ένα μ’ αυτό. Αν τώρα και τον καθημερινό άρτο, με τον οποίο συγκρατείται φυσικώς η παρούσα ζωή, έχομε εντολή να ζητάμε με την προσευχή, ας μην ξεπεράσομε τα όρια της προσευχής φροντίζοντας με πλεονεξία για πολλά χρόνια, και ξεχάσομε ότι είμαστε θνητοί και ότι η ζωή μας φεύγει σαν σκιά.

Αλλά ας ζητήσομε χωρίς μέριμνα με την προσευχή τον καθημερινό άρτο και ας άποδείξομε ότι, φιλοσοφώντας κατά Χριστόν, κάνομε το βίο μας μελέτη θανάτου και προφθάνομε τη φύση με τη γνώμη μας, αποχωρίζοντας την ψυχή από τη μέριμνα των σωματικών πριν ακόμη έρθει ο θάνατος. Έτσι η ψυχή δε θα προσηλωθεί στα φθαρτά, μεταφέροντας προς την υλη τη χρήση της κατά φύση επιθυμίας, και δε θα μάθει την πλεονεξία, η οποία στερεί από τον πλούτο των θείων αγαθών.

Ας αποφύγομε λοιπόν με όλη μας τη δύναμη την αγάπη της ύλης, και ας πλύνομε τη σχέση με αυτή σαν σκόνη από τα νοερά μάτια· και ας αρκεσθούμε μόνο σ’ εκείνα που συντηρούν την παρούσα ζωή και όχι σ’ εκείνα που την ευχαριστούν. Και γι’ αυτά ας παρακαλέσομε το Θεό όπως διδαχτήκαμε, για να μπορέσομε να φυλάξομε αδούλωτη την ψυχή μας, ώστε να μην αιχμαλωτιστεί από κανένα από όσα είναι αγαπητά για χάρη του σώματος, και να δείξομε ότι τρώμε για να ζούμε και όχι ότι ζούμε για να τρώμε. Γιατί το ένα είναι γνώρισμα λογικής, ενώ το άλλο άλογης φύσεως.

Ας φυλάγομε με ακρίβεια την προσευχή και ας φαινόμαστε πάνω στα πράγματα ότι το μόνο που επιδιώκομε μ’ όλη μας τη δύναμη είναι η πνευματική ζωή, και για ν’ αποκτήσομε αυτήν χρησιμοποιούμε την παρούσα ζωή· που για χάρη της πνευματικής τη χρησιμοποιούμε τόσο, όσο να τη στηρίζομε με άρτο μονάχα και να φυλάγομε αδιάφθορη τη φυσική ευεξία της, όσο εξαρτάται από μας· όχι για να ζούμε απλώς, αλλά για να ζούμε κοντά στο Θεό(Γαλ. 2, 19).

Και να κάνομε το σώμα άγγελο της ψυχής, λογικοποιημένο με τις αρετές, τη δε ψυχή να κάνομε κήρυκα του Θεού, στερεωμένη μόνιμα στο αγαθό. Τον άρτο τον φυσικό να τον ζητούμε για μιά μόνο ημέρα, χωρίς να τολμούμε να επεκτείνομε τη δέηση για δεύτερη ημέρα, από σεβασμό προς Αυτόν που μας έδωσε την προσευχή. Τέτοια διάθεση λοιπόν αν μπορέσομε να έχομε πραγματικά, σύμφωνα με την έννοια της προσευχής, θα μπορέσομε να προχωρήσομε και παρακάτω, λέγοντας: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»(Ματθ. 6, 12).

Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία του προηγουμένου ρητού της προσευχής, είπαμε ότι το «σήμερον» είναι σύμβολο αυτού του αιώνα. Όποιος σ’ αυτόν τον αιώνα ζητεί με την προσευχή τον άφθαρτο άρτο της σοφίας, από τον οποίο μας χώρισε από την αρχή σαν τείχος η παράβαση των πρωτοπλάστων, μία ηδονή γνωρίζει, την απόκτηση των θείων, τα οποία δίνει κατά φύση ο Θεός και τα φυλάγει η προαίρεση, κατά τη θέληση αυτού που τα έλαβε· και μία οδύνη γνωρίζει, την αποτυχία των θείων, την οποία υποβάλλει ο διάβολος και την πραγματώνει κάθε άνθρωπος, που από ατονία της προαιρέσεώς του παραιτείται από τα θεία και δε φυλάγει με τη διάθεση της γνώμης του το πολύτιμο δώρο. Εκείνος λοιπόν που η προαίρεσή του δεν κλίνει καθόλου προς κανένα από τα ορατά και που γι’ αυτό δεν επηρεάζεται απ’ όσα λυπηρά του συμβαίνουν σωματικώς, αυτός αληθινά συγχωρεί όσους του φταίνε.

Γιατί κανείς δεν μπορεί καθόλου να του πάρει το καλό που επιδιώκει και επιθυμεί, αφού, όπως πιστεύομε, αυτό είναι από τη φύση του ακυρίευτο. Και κάνει τον εαυτό του παράδειγμα αρετής στο Θεό —αν επιτρέπεται να το πούμε αυτό—, γιατί καλεί τον αμίμητο Θεό να τον μιμηθεί, λέγοντας: «Χάρισε μας τα χρέη των αμαρτιών μας, όπως κι εμείς τα χαρίζομε στους δικούς μας οφειλέτες»· και παρακαλεί το Θεό να γίνει απέναντί του τέτοιος, όπως έγινε και αυτός απέναντι στον πλησίον. Γιατί αφού θέλει να τον συγχωρήσει ο Θεός, όπως και αυτός συγχώρεσε τις αμαρτίες εκείνων που του έφταιξαν, είναι φανερό ότι, όπως ο Θεός συγχωρεί απαθώς όσους συγχωρεί, έτσι κι αυτός μένοντας απαθής σ’ ό,τι λυπηρό του συμβαίνει, συγχωρεί όσους του έφταιξαν χωρίς να επιτρέπει ν’ αποτυπώνεται στο νου του η θύμηση κάποιου από τα λυπηρά που του έκαναν. Αλλιώς ελέγχεται ότι χωρίζει τη φύση συνειδητά, όταν ενώ είναι άνθρωπος, βρίσκεται σε διάσταση με κάποιο άνθρωπο.



Έτσι, όταν ενωθεί η γνώμη με το λόγο της φύσεως, γίνεται φυσικώς η συμφιλίωση του Θεού με την ανθρώπινη φύση· γιατί διαφορετικά δεν είναι δυνατόν, όταν η φύση βρίσκεται κατά τη γνώμη σε διάσταση προς τον εαυτό της, να δεχτεί τη θεία και ανέκφραστη συγκατάβαση. Κι ίσως γι’ αυτό ο Θεός θέλει να συμφιλιωνόμαστε εμείς προηγουμένως μεταξύ μας, όχι για να μάθει από εμάς να συμφιλιώνεται με όσους αμαρτάνουν και να παραγράφει την εξόφληση εκ μέρους μας των πολλών και φοβερών εγκλημάτων μας, αλλά για να μας καθαρίσει από τα πάθη και να δείξει ότι συμβαδίζει με τη χάρη η διάθεση εκείνων που συγχωρούνται από Αυτόν.

Είναι ολοφάνερο ότι όταν η γνώμη ενωθεί με το λόγο της φύσεως, θα πάψει να στασιάζει προς το Θεό η προαίρεση εκείνων που το κατόρθωσαν αυτό. Επειδή είναι φυσικό να μην παρατηρείται τίποτε το παράλογο στο λόγο της φύσεως —ο οποίος είναι νόμος και φυσικός και θείος— όταν η γνώμη κινείται σύμφωνα μ’ αυτόν. Kι αν δεν υπάρχει τίποτε το παράλογο στο λόγο της φύσεως, είναι εύλογο, η γνώμη που κινείται σύμφωνα με το λόγο της φύσεως, να έχει σε όλα σύμφωνη με το Θεό την ενέργειά της, την έμπρακτη δηλαδή διάθεση που έχει λάβει την ποιότητα της χάρης του φύσει καλού, για τη γένεση της αρετής.

Έτσι λοιπόν, αυτή τη διάθεση έχει εκείνος που προσεύχεται ζητώντας τον άρτο της γνώσεως, κοντά στον οποίο και εκείνος που ζητεί με την προσευχή τον άρτο της ημέρας εξαιτίας της ανάγκης της φύσεως, κατά τον ίδιο τρόπο θα διατεθεί, συγχωρώντας τα πταίσματα σ’ εκείνους που του έφταιξαν, γιατί γνωρίζει ότι είναι θνητός· και περιμένοντας κάθε μέρα την άγνωστη ώρα του φυσικού τέλους, προλαβαίνει με τη γνώμη τη φύση και γίνεται αυτοπροαίρετα νεκρός για τον κόσμο, σύμφωνα με το ρητό που λέει: «Για Σένα θανατωνόμαστε όλη την ήμερα· μας θεωρούν σαν πρόβατα προορισμένα για σφαγή»(Ψαλμ. 43, 23. Ρωμ. 8, 36).

Και γι’ αυτό κάνει ειρήνη μ’ όλους, για να μην μεταφέρει μαζί του κανένα γνώρισμα της μοχθηρίας αυτού του κόσμου όταν πάει στην αιώνια ζωή, και πάρει από τον Κριτή των όλων ίση ανταπόδοση για όσα εδώ έκανε. Είναι λοιπόν αναγκαία και στους δύο για το συμφέρον τους η καθαρή διάθεση έναντι εκείνων που τους λύπησαν, για κάθε λόγο και προπάντων για το περιεχόμενο των υπολοίπων λόγων της προσευχής, οι οποίοι είναι: «και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού»(Ματθ. 6, 13).

Αυτά τα λόγια σημαίνουν ότι εκείνος που δε συγχώρησε τελείως εκείνους που του έφταιξαν και δεν παρουσίασε την καρδιά του στο Θεό καθαρή από λύπη και λαμπερή από το φώς της συμφιλιώσεως με τον πλησίον, δε θα επιτύχει να λάβει τα καλά που ζήτησε με την προσευχή του, και θα παραδοθεί με δίκαιη κρίση στον πειρασμό και στον πονηρό, για να μάθει να καθαρίζεται, όταν αμαρτάνει, με το να αφαιρεί τις μομφές που έχει εναντίον των άλλων. Πειρασμό εδώ εννοεί το νόμο της αμαρτίας, τον οποίο δεν είχε ο πρώτος άνθρωπος όταν δημιουργήθηκε.

Πονηρό εννοεί τον διάβολο που εισήγαγε το νόμο της αμαρτίας στην ανθρώπινη φύση, και έπεισε με απάτη τον άνθρωπο να μεταφέρει την επιθυμία του από το επιτρεπόμενο στο απαγορευμένο και να τραπεί στην παράβαση της θείας εντολής, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αποβολή της κατά χάρη αφθαρσίας που του είχε δοθεί. Η αλλιώς, πειρασμό λέει τη θεληματική κλίση της ψυχής προς τα πάθη της σάρκας, και πονηρό τον τρόπο που μεταχειρίζεται ο άνθρωπος για να εκπληρώσει την εμπαθή του κλίση.

Από κανένα απ’ αυτούς (τον πειρασμό και τον πονηρό) δεν απαλλάσσει ο δίκαιος Κριτής όποιον δε συγχώρεσε εκείνους που του έφταιξαν, ακόμη και αν του το ζητά με τα λόγια στην προσευχή του. Αλλά παραχωρεί να μολύνεται ο άνθρωπος αυτός από το νόμο της αμαρτίας, και εγκαταλείπει τον σκληρό και απότομο κατά τη γνώμη να κυριεύεται από τον πονηρό, επειδή προτίμησε τα πάθη της ατιμίας(Ρωμ. 1, 26), τα οποία σπέρνει ο διάβολος, από τη φύση, της οποίας δημιουργός είναι ο Θεός. Και ακόμη, δεν εμποδίζει όποιον κάνει θεληματική συγκατάθεση στα σαρκικά πάθη, ούτε τον λυτρώνει από τον τρόπο της εκπληρώσεως στην πράξη της διαθέσεώς του, γιατί νόμισε τη φύση κατώτερη από τα ανυπόστατα πάθη και από το ζήλο του γι’ αυτά αγνόησε το λόγο της φύσεως.

Σύμφωνα μ’ αυτόν έπρεπε να κινηθεί και να μάθει ποιος είναι ο νόμος της φύσεως και ποια είναι η τυραννία των παθών που επιβάλλεται με τη συγκατάθεση της γνώμης και όχι εκ φύσεως. Και έτσι με τις φυσικές του ενέργειες να φυλάξει το νόμο της φύσεως, να διώξει όμως μακριά την τυραννία των παθών, και με το λογικό να διαφυλάξει τη φύση, όπως είναι αφ’ εαυτής καθαρή και άμεμπτη, χωρίς μίσος και χωρίς διάσταση από τους άλλους ανθρώπους· και να κάνει πάλι τη γνώμη του να συμβαδίζει με τη φύση, χωρίς να έχει μαζί της τίποτε απολύτως απ’ όσα δεν επιτρέπει ο λόγος της φύσεως. Και γι’ αυτό ν’ απομακρύνει κάθε μίσος και κάθε διάσταση προς το συνάνθρωπο, ώστε καθώς θα λέει αυτή την προσευχή, να εισακούεται, και να δέχεται διπλή χάρη από το Θεό, τόσο δηλαδή τη συγχώρηση των προηγουμένων αμαρτημάτων, όσο και την προφύλαξη και τη λύτρωση από τα μελλοντικά. Και για ενα πράγμα, την πρόθυμη δηλαδή συγχώρηση των άλλων, να δέχεται δύο ανταμοιβές: να μην παραχωρείται να πέσει σε πειρασμό, και να μην αφήνεται να υποδουλωθεί στον πονηρό.

Κι εμείς λοιπόν —για να επαναλάβω συνοπτικά το νόημα όσων είπα— αν θέλομε να λυτρωθούμε από τον πονηρό και να μην μπούμε σε πειρασμό, ας πιστέψομε στο Θεό και ας συγχωρήσομε όσους μας έφταιξαν. «Γιατί αν δεν συγχωρήσετε, λέει, στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε τα δικά σας θα συγχωρήσει ο Πατέρας σας ο ουράνιος»(Ματθ. 6, 15). Έτσι όχι μόνο θα πάρομε την άφεση των αμαρτιών μας, αλλά και το νόμο της αμαρτίας θα νικήσομε, και δε θα εγκαταλειφθούμε ώστε να τον δοκιμάσομε, και θα πατήσομε τον γεννήτορα αυτού του νόμου, το πονηρό φίδι, από το οποίο παρακαλούμε να σωθούμε. Στρατηγός θα είναι ο Χριστός που νίκησε τον κόσμο(Ιω. 16, 33), ο Οποίος μας οπλίζει με τους νόμους των εντολών Του και με την αποβολή των παθών συνδέει νόμιμα την ανθρώπινη φύση με τον εαυτό της μέσω της αγάπης· και κινεί ακόρεστα την όρεξή μας προς τον εαυτό Του που είναι άρτος ζωής, σοφίας, γνώσεως και δικαιοσύνης. Και με την εκπλήρωση του πατρικού θελήματος μας κάνει μετόχους της λατρείας των αγγέλων, που θα δείχνομε με τον τρόπο της ζωής μας, κατά πιστή μίμηση των αγγέλων, την επουράνια ευαρέστηση.

Κι από εκεί πάλι μας ανεβάζει στην ακρότατη κορυφή των θείων, στον Πατέρα των φώτων, και μας κάνει κοινωνούς της θείας φύσεως(Β΄Πετρ. 1, 4) με την κατά χάρη μέθεξη του Πνεύματος. Στην κατάσταση αυτή θα είμαστε τέκνα Θεού, έχοντας μέσα μας όλοι χωρίς περιορισμό, με άκρα καθαρότητα, όλο τον κατά φύση Υιό του Πατέρα και χορηγό αυτής της χάρης, από τον οποίο και μέσω του Οποίου και μέσα στον οποίο έχομε και θα έχομε την ύπαρξη, την κίνηση και τη ζωή(Πραξ. 17, 28).

Σ’ αυτό το μυστήριο της θεώσεως ας αποβλέπει ο σκοπός της προσευχής μας, για να μάθομε τι είμαστε και τι μας έκανε η κατά σάρκα κένωση του Μονογενούς, και από ποιο βάθος, εμάς που βρεθήκαμε στο κατώτερο επίπεδο όπου μας κατέβασε το βάρος της αμαρτίας, σε ποιό ύψος μας ανέβασε με τη δύναμη του σπλαχνικού Του χεριού· και ας αγαπήσομε περισσότερο Εκείνον που με τόση σοφία ετοίμασε τη σωτηρία μας. Ας δείξομε ότι με τα έργα μας εκπληρώνεται η προσευχή μας και ας φανούμε ότι κηρύττομε το Θεό αληθινό Πατέρα μας κατά χάρη. Να μη φανούμε από τα πράγματα ότι έχομε πατέρα του βίου μας τον πονηρό, που πάντοτε προσπαθεί να εξουσιάζει τυραννικά με τα πάθη της ατιμίας, και ότι, χωρίς να το καταλάβομε, ανταλλάζομε τη ζωή με τον θάνατο. Γιατί και οι δύο εκ φύσεως μεταδίδουν τα δικά τους ιδιώματα ο καθένας σ’ εκείνους που πηγαίνουν με το μέρος τους· ο ένας χορηγεί αιώνια ζωή σ’ όσους τον αγαπούν, ο άλλος προκαλεί το θάνατο σ’ όσους τον πλησιάζουν, με τους εκούσιους πειρασμούς που υποβάλλει.

Κατά τη Γραφή, ο πειρασμός εκδηλώνεται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ηδονικός, ο άλλος οδυνηρός. Και ο πρώτος γίνεται με την προαίρεσή μας, ενώ ο άλλος χωρίς αυτήν. Ο πρώτος γεννά την αμαρτία, και έχομε διαταχθεί από τον Κύριο να παρακαλούμε να μην μπούμε σ’ αυτόν, λέγοντας: «μην αφήσεις να μπούμε σε πειρασμό»(Ματθ. 6, 13), και: «να είσαστε άγρυπνοι και να προσεύχεστε να μην μπείτε σε πειρασμό»(Ματθ. 26, 41). Ο άλλος πειρασμός είναι για τιμωρία της αμαρτίας, και με ακούσιες επιφορές τιμωρεί τη διάθεση που αγαπά την αμαρτία.

Αυτόν αν τον υπομείνει κανείς, και μάλιστα αν δεν είναι τρυπημένος με τα καρφιά της αμαρτίας, θα ακούσει τον μέγα απόστολο Ιάκωβο που διακηρύττει: «Όταν πέσετε, αδελφοί μου, σε ποικίλους πειρασμούς, να το θεωρείτε ως μεγάλη χαρά. Γιατί η δοκιμασία της πίστεώς σας καλλιεργεί την υπομονή, και η υπομονή τη σταθερότητα. η σταθερότητα όμως πρέπει να κρατήσει ως το τέλος»(Ιακ. 1, 2-4).

Και των δύο ειδών τους πειρασμούς τους εκμεταλλεύεται με κακουργία ο πονηρός, δηλαδή και τον εκούσιο και τον ακούσιο. Τον πρώτο τον σπέρνει ερεθίζοντας την ψυχή με τις ηδονές του σώματος και μηχανεύεται να απομακρύνει την επιθυμία της από τη θεία αγάπη. Για τον άλλο, ζητεί την παραχώρηση από το Θεό με σοφίσματα, θέλοντας να φθείρει με την οδύνη την ανθρώπινη φύση, για ν’ αναγκάσει την ψυχή, που θα καταβληθεί από ατονία λόγω των πόνων, να κινήσει τους λογισμούς της σε διαβολή του Δημιουργού. Εμείς όμως, γνωρίζοντας τα διανοήματα του πονηρού(Β΄Κορ. 2, 11), ας πετάξομε το ζυγό του εκουσίου πειρασμού, για να μην απομακρύνομε την επιθυμία μας από τη θεία αγάπη, και τον ακούσιο που έρχεται με παραχώρηση Θεού, ας τον υπομένομε με γενναιότητα, για να φανούμε ότι προτιμήσαμε όχι τη φύση, αλλά τον Κτίστη της φύσεως.

Είθε όλοι εμείς που επικαλούμαστε το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού(Πραξ. 2, 21), να λυτρωθούμε από τις τωρινές ηδονικές προσβολές του πονηρού, και να ελευθερωθούμε από τις μελλοντικές θλίψεις, με τη μέθεξη στη συγκεκριμένης μορφής υπόσταση των μελλόντων αγαθών που μας φανερώθηκε στο πρόσωπο του ίδιου του Χριστού, του Κυρίου μας, του μόνου που δοξάζεται μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα απ’ όλη την κτίση. Αμήν.

Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 252-269.



Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής – 200 κεφάλαια προς τον Θαλάσσιο, περί Θεολογίας και της Ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού, 

Πρώτη εκατοντάδα. 

(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄).




---------------------------------------------------------

Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄ (σελ. 103-122).

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

200 κεφάλαια προς τον Θαλάσσιο, περί Θεολογίας και της Ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού

Πρώτη εκατοντάδα



1. Ο Θεός είναι ένας, δεν έχει αρχή, είναι ακατάληπτος και έχει όλη τη δύναμη της υπάρξεώς Του γενική. Αποκλείει εντελώς κάθε έννοια για το πότε και πως είναι, γιατί είναι σε όλους απλησίαστος και σε κανένα από τα όντα δεν είναι γνωστός μέσω κάποιας φυσικής ενδείξεως.

.

2. Ο Θεός δεν είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να είναι δυνατόν να τον γνωρίζομε εμείς οι άνθρωποι. Δεν είναι ούτε αρχή, ούτε μεσότητα, ούτε τέλος, ούτε γενικά κάτι άλλο σχετικό, από αυτά που μπορούμε να παρατηρήσομε στη φύση. Γιατί ο Θεός είναι απροσδιόριστος, αμετάβλητος και άπειρος, επειδή είναι απείρως πέρα από κάθε ουσία και δύναμη και ενέργεια.

.

3. Κάθε ουσία, επειδή περικλείει μέσα της τον όρο της υπάρξεώς της, είναι εκ φύσεως αρχή της κατά δύναμη κινήσεως που παρατηρείται σ’ αυτή. Κάθε φυσική κίνηση προς κάποια ενέργεια, επειδή νοείται μετά την ουσία της, πριν όμως από την ενέργειά της, είναι μεσότητα, επειδή από την φύση της είναι ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο. Και κάθε ενέργεια που καθορίζεται φυσικώς από το λόγο της υπάρξεώς της, είναι τέλος της κινήσεως της ουσίας, κινήσεως που έρχεται στο νου πριν από αυτή.

.

4. Ο Θεός δεν είναι ουσία, όπως τη λέμε με γενικό ή μερικό νόημα, ώστε να είναι και αρχή. Ούτε δύναμη με γενικό ή μερικό νόημα, ώστε να είναι και μεσότητα. Ούτε ενέργεια με γενικό ή μερικό νόημα, ώστε να είναι τέλος της κατά δύναμη κινήσεως της ουσίας, η οποία κίνηση νοείται πριν από την ενέργεια. Αλλά είναι Οντότητα ουσιοποιητική και μαζί υπερούσια. και θεμέλιο που προκαλεί δύναμη και είναι πέρα από κάθε δύναμη. και είναι ικανότητα ατελεύτητη, που προξενεί κάθε ενέργεια. Με λίγα λόγια, ο Θεός είναι οντότητα που δημιουργεί κάθε ουσία και δύναμη και ενέργεια, κάθε αρχή και μεσότητα και τέλος.

.

5. Η αρχή, η μεσότητα και το τέλος είναι γνωρίσματα εκείνων που διαιρούνται ως προς τον χρόνο, και, θα ήταν αληθινό αν έλεγε κάποιος, κι εκείνων όλων που θεωρούμε μέσα στην αιωνιότητα. Γιατί ο χρόνος, επειδή έχει κίνηση που τη μετρούμε, προσδιορίζεται αριθμητικά. Η αιωνιότητα, επειδή έχει μαζί με την ύπαρξη συνεπινοούμενη και την κατηγορία του χρόνου, δέχεται μια διάσταση, επειδή έλαβε αρχή του είναι. Αν τώρα ο χρόνος και η αιωνιότητα δεν είναι χωρίς αρχή, πολύ περισσότερο δεν είναι άναρχα όσα περιέχονται σ’ αυτά.

.

6. Ένας και μόνος εκ φύσεως πάντοτε ουσιαστικά και απόλυτα είναι ο Θεός, περικλείοντας στον εαυτό Του με κάθε τρόπο την απόλυτη ύπαρξη. Κι αφού είναι έτσι, καθόλου τίποτε πουθενά απ’ όσα λέμε ότι υπάρχουν, δεν έχει την απόλυτη ύπαρξη. Επομένως, απολύτως τίποτε το διαφορετικό κατά την ουσία από τον Θεό δεν νοείται ότι συνυπήρχε αιώνια μ’ Αυτόν, ούτε ο κόσμο, ούτε ο χρόνος, ούτε κανένα από τα όντα που ζουν μέσα σ’ αυτά. Γιατί δεν συμπίπτουν ποτέ η απόλυτη ύπαρξη και η μη απόλυτη.

.

7. Η αρχή, η μεσότητα και το τέλος στο κάθε τι δεν είναι ποτέ ανεξάρτητα από την κατηγορία της σχέσεως. Ο Θεός όμως, επειδή ολότελα είναι άπειρες φορές απείρως ανώτερος από κάθε σχέση, είναι λογικό να μην είναι ούτε αρχή, ούτε μεσότητα, ούτε τέλος, αλλά ούτε γενικώς τίποτε άλλο από εκείνα στα οποία μπορεί να θεωρηθεί η κατηγορία της σχέσεως.

.

8. Όλα τα όντα λέγονται νοούμενα, επειδή έχουν φανερές αρχές, μέσω των οποίων αποκτούμε τη γνώση τους. Ο Θεός όμως δεν ονομάζεται νοούμενος, αλλά τα νοούμενα μας οδηγούν μόνο στο να πιστεύομε ότι υπάρχει. Γι’ αυτό κανένα από τα νοούμενα δεν συγκρίνεται σε τίποτα με Αυτόν.

.

9. Οι γνώσεις των όντων για την φανέρωσή τους, έχουν φυσικώς συναρτημένους τους αντίστοιχους λόγους, και μέσω αυτών γίνονται φυσικώς περιγραπτές. Ο Θεός, όμως δια μέσου των λόγων που υπάρχουν στα όντα, πιστεύεται μόνο. και δίνει στους ευσεβείς, πιο ισχυρή από κάθε απόδειξη, την ομολογία και την πίστη ότι υπάρχει απόλυτα. Γιατί πίστη είναι η αληθινή γνώση που οι αρχές της δεν επιδέχονται απόδειξη και κάνει χειροπιαστά πράγματα που υπερβαίνουν την πίστη και την λογική(Εβρ. 11, 1).

.

10. Ο Θεός είναι αρχή και μεσότητα και τέλος των όντων, ενεργώντας όμως και όχι πάσχοντας. Το ίδιο συμβαίνει όμως και με όλα τα άλλα με τα οποία Τον ονομάζομε. Είναι αρχή, γιατί είναι Δημιουργός. μεσότητα, γιατί είναι προνοητής. και τέλος, ως καθορισμός. Γιατί λέει ο Απόστολος: «Τα πάντα προέρχονται από Αυτόν, έγιναν μέσω Αυτού και σ’ Αυτόν αποβλέπουν»(Ρωμ. 11, 36).

.

11. Δεν υπάρχει ψυχή λογική, που να έχει κατά την ουσία μεγαλύτερη αξία από άλλη ψυχή λογική. Γιατί κάθε ψυχή που δημιουργεί κατ’ εικόνα Του ο Θεός από αγαθότητα, τη φέρνει στην ύπαρξη για να κινείται από μόνη της. Και καθεμιά, ανάλογα με τη πρόθεσή της, ή διαλέγει την τιμή, ή επισύρει την ατιμία θεληματικά με τα έργα της.

.

12. Ο Θεός είναι ο Ηλιος της δικαιοσύνης(Μαλ. 4, 2), όπως λέει η Γραφή, που ρίχνει επάνω σ’ όλους χωρίς διάκριση της ακτίνες της αγαθότητας. και η ψυχή κατά την προαίρεσή της, γίνεται ή κερί αν αγαπά τον Θεό, ή πηλός αν αγαπά την ύλη. Ο πηλός εκ φύσεως ξεραίνεται από τον ήλιο, ενώ το κερί φυσικώς μαλακώνει. Έτσι και κάθε ψυχή φιλόυλη και φιλόκοσμη που τη νουθετεί ο Θεός και αυτή αντιστέκεται με τη θέλησή της, σκληραίνει σαν τον πηλό και σπρώχνει τον εαυτό της στην απώλεια όπως ο Φαραώ(Εξ. 7, 13. 14, 28). Ενώ κάθε ψυχή που αγαπά το Θεό, μαλακώνει σαν το κερί, και καθώς τυπώνεται και σφραγίζεται με τα θεία, γίνεται κατοικητήριο του Θεού με τη χάρη του Πνεύματος(Εφ. 2, 22).

.

13. Εκείνος που καταφώτισε το νου του με τα θεία νοήματα και συνήθισε το λόγο του να δοξολογεί ακατάπαυστα τον Δημιουργό με θείους ύμνους και εξάγνισε με τις αμόλυντες θεωρίες τις αισθήσεις του, αυτός στο καλό που έχει εκ φύσεως κατ’ εικόνα Θεού, πρόσθεσε και το «καθ’ ομοίωσιν» προαιρετικό αγαθό.

.

14. Φυλάει κανένας την ψυχή του ακηλίδωτη για χάρη του Θεού, αν αναγκάσει τη διάνοιά του να διανοείται μόνο για το Θεό και τις αρετές Του, κι αν κάνει το λογικό του ορθό ερμηνευτή και εξηγητή των αρετών του Θεού, και αν διδάξει τις αισθήσεις του να φαντάζονται ευσεβώς τον ορατό κόσμο και όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτόν, μεταδίδοντας στην ψυχή την μεγαλειότητα των λόγων που βρίσκονται στα όντα.

.

15. Ο Θεός, ο οποίος μας ελευθέρωσε από την πικρή δουλεία των δαιμόνων που μας τυρρανούσαν, μας χάρισε φιλάνθρωπο ζυγό της θεοσέβειας, την ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν δαμάζεται κάθε διαβολική δύναμη, και σ’ εκείνους που την διάλεξαν, δημιουργείται κάθε αγαθό και φυλάγεται απρόσβλητο από ραδιουργίες.

.

16. Εκείνος που πιστεύει, φοβάται. κι όποιος φοβάται, ταπεινώνεται. κι όποιος ταπεινώνεται, γίνεται πράος γιατί αποκτά συνήθεια να κρατεί ανενέργητες της παρά φύση κινήσεις του θυμού και της επιθυμίας. Ο πράος τηρεί τις εντολές. κι όποιος τηρεί τις εντολές, καθαρίζεται. κι όποιος καθαρίστηκε, φωτίζεται. κι εκείνος που φωτίζεται, αξιώνεται να ενωθεί με τον ουράνιο Νυμφίο, τον Θεό Λόγο, στο νυμφώνα των Μυστηρίων.

.

17. Όπως ο γεωργός, που ζητώντας κατάλληλο τόπο για να μεταφυτέψει κάποιο άγριο δέντρο βρίσκει έναν ανέλπιστο θησαυρό,, έτσι είναι και κάθε ασκητής ταπεινός και άδολος και απαλλαγμένος από την υλική δασύτητα στην ψυχή, όπως αναφέρεται για τον τρισμακάριο Ιακώβ(Εξ. 27, 11 και 20). Όταν ερωτηθεί από τον πνευματικό του πατέρα πώς απόκτησε την γνώση: Τι είναι αυτό που βρήκες έτσι γρήγορα παιδί μου;», αποκρίνεται λέγοντας: «Είναι κάτι που ο Κύριος και ο Θεός μού το παρέδωσε». Όταν λοιπόν ο Θεός μας παραδώσει τα σοφά θεωρήματα της σοφίας Του, χωρίς κόπο, και ενώ δεν το περίμεναμε, ας σκεφτούμε ότι βρήκαμε ξαφνικά πνευματικό θησαυρό. Γιατί ο γνήσιος ασκητής είναι πνευματικός γεωργός, ο οποίος τη θεωρία των ορατών μέσω της αισθήσεως, τη μεταφυτεύει σαν άγριο δέντρο στη γη των νοητών, και βρίσκει θησαυρό την κατά χάρη φανέρωση της σοφίας που βρίσκεται μέσα στα όντα.

.

18. Η γνώση των θείων θεωρημάτων που έρχεται ξαφνικά στον ασκητή, χωρίς να το περιμένει, λόγω της ταπεινοφροσύνης του, κατασυντρίβει το φρόνημα εκείνου που με κόπο και μόχθο την αναζητεί για επίδειξη και δεν την βρίσκει. Και προξενεί χωρίς λόγο φθόνο στον ανόητο εναντίον του αδελφού και σκέψη φόνου και λύπη, επειδή δεν μπορεί να έχει την έπαρση από τους επαίνους.

.

19. Εκείνοι που ζητούν με κόπο την γνώση και δεν την πετυχαίνουν, αποτυγχάνουν ή λόγω απιστίας ή γιατί από ανόητη εριστικότητα θ’ αρχίσουν ίσως να υπερηφανεύονται εναντίον εκείνων που έχουν την γνώση, όπως κάποτε οι Ισραηλίτες εναντίον του Μωυσή. Σ’ αυτούς ο Νόμος θα πει, όπως πρέπει, ότι «μερικοί ανέβηκαν δια της βίας στο όρος και βγήκαν οι Αμοραίοι που κατοικούσαν εκεί και τους χτυπούσαν και τους πλήγωναν»(Δευτ. 1, 43-44). Γιατί είναι αναπόφευκτο, εκείνοι που προφασίζονται για επίδειξη την αρετή, όχι μόνο να αποτυγχάνουν, νοθεύοντας την ευσέβεια, αλλά και να πληγώνονται από τη συνείδησή τους.

.

20. Εκείνος που επιθυμεί την γνώση για επίδειξη και δεν την πετυχαίνει, μήτε να φθονεί τον πλησίον , μήτε να λυπάται. Αλλά, όπως έχει διαταχθεί, ας προπαρασκευάζεται σε κάτι παραπλήσιο. δηλαδή ας κοπιάσει πρώτα φιλόπονα με το σώμα στην πρακτική αρετή, προετοιμάζοντας έτσι την ψυχή του για τη θεία γνώση.

.

21. Εκείνοι που αντικρύζουν με ευσέβεια τα όντα και δεν προσπαθούν νε αφεύρουν κανένα τρόπο επιδείξεως, θα βρουν μπροστά τους να τους προϋπαντούν οι ολόφωτες θεωρίες των όντων, και να προκαλούν σ’ αυτούς την τελειότατη κατανόησή τους. Προς αυτούς ο Νόμος λέει: «Ελάτε να κληρονομήσετε πόλεις μεγάλες και ωραίες, γεμάτες από κάθε καλό, τις οποίες δεν κτίσατε εσείς, και δεξαμενές πελεκημένες που δεν πελεκήσατε εσείς, και αμπέλια και ελαιώνες που δεν τις φυτέψατε εσείς»(Δευτ. 6, 10-11). Γιατί εκείνος που δεν ζει για τον εαυτό του, αλλά για το Θεό, γεμίζει από όλα τα χαρίσματα που προηγουμένως δε φαίνονταν λόγω της ενοχλήσεως που προξενούσαν τα πάθη.

.

22. Η αίσθηση διακρίνεται σε δύο είδη. Είναι η αίσθηση ως διαρκής φυσική ιδιότητα, που λειτουργεί και όταν κοιμόμαστε, η οποία δεν αντιλαμβάνεται κανένα από τα υποκείμενά της και δεν έχει καμμιά ωφέλεια, αφού δεν τείνει προς ενέργειαν. είναι και η ενεργητική αίσθηση, με την οποία αντιλαμβανόμαστε τα αισθητά. Έτσι και η γνώση είναι δύο ειδών: η μία είναι θεωρητική, που στοχάζεται μόνο από έξη τους λόγους των όντων και δεν έχει καμιά ωφέλεια, καθώς δεν επεκτείνεται στην ενέργεια των εντολών. η άλλη είναι ενεργητική και βασίζεται στη πράξη, και θεωρεί αληθινή κατανόηση των όντων εκείνη που βεβαιώνεται από την πείρα.

.

23. Ο υποκριτής, όσο νομίζει ότι δεν τον αντιλήφθηκαν, είναι ήρεμος, κυνηγώντας τη δόξα του να νομίζεται δίκαιος. Όταν όμως ανακαλυφθεί, τότε προβάλλει θανατηφόρους λόγους, νομίζοντας ότι με τις κατηγορίες εναντίον των άλλων θα σκεπάσει την απρέπειά του. Αυτόν, επειδή είναι άστατος, η Γραφή τον παρομοίωσε με γέννημα έχιδνας και τον διέταξε να κάνει καρπούς άξιους της μετάνοιας(Ματθ. 3, 7-8), δηλαδή να μετατρέψει την κρυφή διάθεση της καρδιάς, ώστε να γίνει σύμφωνη με τους εξωτερικούς τρόπους.

.

24. Μερικοί λένε ότι θηρίο ονομάζεται κάθε ζώο από όσα ζουν στον αέρα, στη γη και στην θάλασσα, που ο Νόμος δεν το έχει κρίνει καθαρό(Λευιτ. 11, 1-43), ακόμη κι αν φαίνεται ήμερο. Ονομασία θηρίου δίνει και ο λόγος μας σε κάθε άνθρωπο ανάλογα με το πάθος που τον κατέχει.

.

25. Εκείνος που υποκρίνεται φιλία για να βλάψει τους γύρω του, είναι λύκος που κρύβει κάτω από προβιά την κακία του. Αυτός όταν βρει ένα αθώο φέρσιμο ή λόγο, που γίνεται ή λέγεται όπως θέλει ο Χριστός, αλλά με τρόπο απλοϊκό, το αρπάζει και το καταστρέφει, εκτοξεύοντας μύριες κατηγορίες προς εκείνους, των οποίων στα ήθη ή τους λόγους επιτίθεται, σαν επίβουλος της ελευθερίας που έχουν οι αδελφοί από τον Χριστό(Γαλ. 2, 4).

.

26. Εκείνος που υποκρίνεται σιωπή για να πράξει κάτι κακό, μηχανεύεται δόλο κατά του πλησίον. Αν αποτύχει σ’ αυτό, φεύγει προσθέτοντας στο πάθος του και τον πόνο της αποτυχίας. Ενώ εκείνος που σιωπά για να ωφελήσει, αυξάνει την φιλία και φεύγει με χαρά, γιατί έλαβε φωτισμό που διώχνει το σκοτάδι.

.

27. Εκείνος που μέσα σε σύναξη διακόπτει την ακρόαση των λόγων με αυθάδεια, δεν κρύβει ότι πάσχει από φιλοδοξία. Δούλος της φιλοδοξίας αυτής, προτείνει στροφές και περιστροφές προτάσεων, θέλοντας να διασπάσει τον ειρμό των λεγομένων.

.

28. Ο σοφός, είτε διδάσκει, είτε διδάσκεται, μόνον τα ωφέλιμα θέλει να διδάσκεται και να διδάσκει. Ο δοκησίσοφος- αυτός που κάνει το σοφό-, και όταν ερωτά και όταν τον ρωτούν, μόνο τα πιο περίεργα παρουσιάζει.

.

29. Εκείνος που είναι μέτοχος αγαθών κατά χάρη Θεού, είναι χρεώστης να τα μεταδίδει και στους άλλους χωρίς φθόνο. γιατί λέει η Γραφή: «Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν να δώσετε»(Ματθ. 10, 8). Αυτός που κρύβει τη θεία δωρεά, συκοφαντεί τον Κύριο ως σκληρό και αρνείται την αρετή, θέλοντας να μην ταλαιπωρήσει την σάρκα του. Κι εκείνος που πουλάει την αλήθεια στους εχθρούς κι έπειτα ξεσκεπάζεται ως φιλόδοξος, απαγχονίζεται μην μπορώντας να αντέξει την ντροπή(Πρβλ. Ματθ. 25, 24. 26, 15. 27, 5).

.

30. Εκείνοι που ακόμη δειλιάζουν τον πόλεμο εναντίον των παθών και φοβούνται την επίθεση των αοράτων εχθρών, πρέπει να σωπαίνουν, δηλαδή να μη μεταχειρίζονται τον αντιρρητικό τρόπο για υπεράσπιση της αρετής, αλλά να αναθέτουν στο Θεό με προσευχή να φροντίσει για κείνους. Προς αυτούς λέγεται στην Έξοδο: «Ο Κύριος θα πολεμήσει για λογαριασμό σας κι εσείς θα σιγήσετε»(Εξ. 14, 14). Εκείνοι όμως, που μετά την κατανίκηση των δαιμόνων ζητούν αμέσως τους τρόπους ασκήσεως των αρετών, για να τους μάθουν από καλή διάθεση, πρέπει να έχουν ανοιχτό το αυτί της διάνοιάς τους. Σ’ αυτούς λέει: «Ακούτε Ισραηλίτες»(Δευτ. 6, 4). Σ’ εκείνον πάλι που, επειδή έχει καθαρθεί, επιθυμεί σφοδρά τη θεία γνώση, αρμόζει η ευλαβής παρρησία προς το Θεό. προς αυτόν θα λεχθεί: «Γιατί φωνάζεις προς εμένα;»(Εξ. 14-15). Επομένως, σ’ όποιον έχει διαταχθεί η σιωπή επειδή φοβάται, είναι κατάλληλη η καταφυγή προς τον Θεό. σ’ εκείνον που δίνεται η εντολή να ακούει, αρμόζει η ετοιμότητα στο να υπακούει τις εντολές. για τον γνωστικό, κατάλληλο είναι να φωνάζει ακατάπαυστα στο Θεό παρακαλώντας για την αποτροπή των κακών και ευχαριστώντας για την παροχή των αγαθών.

.

31. Ποτέ η ψυχή δεν μπορεί να υψωθεί στη γνώση του Θεού αν ο ίδιος ο Θεός από συγκατάβαση δεν την πιάσει και την ανεβάσει προς τον εαυτό Του. Γιατί ποτέ δεν θα είχε τόση δύναμη ο ανθρώπινος νους ώστε να δεχθεί κάποιο θείο φωτισμό, αν ο ίδιος ο Θεός δεν τον τραβήξει επάνω, όσο αυτό είναι δυνατό σε άνθρωπο, και δεν τον φωτίσει με τις θείες λάμψεις.

.

32. Εκείνος που μιμείται τους μαθητές του Κυρίου, δεν αποφεύγει από φόβο των Φαρισαίων να βαδίζει το Σάββατο μέσα από τα σπαρμένα χωράφια και να μαδά τα στάχυα(Ματθ. 12, 1-2). Αλλά μετά την άσκηση της πρακτικής αρετής και αφού φτάσει στην απάθεια, αναλογίζεται τους λόγους των δημιουργημάτων και τρέφεται ευσεβώς με τη θεία επιστήμη των όντων.

.

33. Εκείνος που είναι μόνο πιστός κατά το Ευαγγέλιο, μετακινεί το βουνό της κακίας του με την πρακτική αρετή(Ματθ. 17, 20). Επειδή κατανοεί την αστάθεια των αισθητών, απομακρύνει από μέσα του την διάθεση που είχε πρωτύτερα από αυτά. Εκείνος που μπορεί να είναι και μαθητής, δέχεται από τα χέρια του λόγου τα κομμάτια των άρτων της γνώσεως και τρέφει με αυτά χιλιάδες(Ματθ. 14, 19-20), φανερώνοντας έτσι ότι η δύναμη του λόγου αυξάνεται με την πράξη. Εκείνος που μπόρεσε να είναι και Απόστολος, θεραπεύει κάθε ασθένεια και αδυναμία. βγάζει δαιμόνια(Ματθ. 10, 8. Λουκ. 10, 17), εξορίζει δηλαδή την ενέργεια των παθών. θεραπεύει ασθενείς, επαναφέροντας μέσω της ελπίδας στη συνήθεια της ευσέβειας, εκείνους που την είχαν στερηθεί. και εκείνους που από οκνηρία χαυνώθηκαν, τους ελέγχει με την υπόμνηση της κρίσεως. Γιατί, αφού διατάχθηκε να πατεί πάνω σε φίδια και σκορπιούς(Λουκ. 10, 19), εξαφανίζει την αρχή και το τέλος της αμαρτίας.

.

34. Ο Απόστολος και μαθητής, είναι οπωσδήποτε και πιστός. Ο μαθητής πάλι δεν είναι οπωσδήποτε και Απόστολος, είναι όμως απαραίτητα πιστός. Εκείνος που είναι μόνον πιστός, ούτε μαθητής είναι , ούτε Απόστολος. Πλην όμως μπορεί με τον ανάλογο βίο και με τη θεωρία, και ο πιστός να γίνει μαθητής, και ο μαθητής να μεταταχθεί στην τάξη και αξία του Αποστόλου.

.

35. Όσα δημιουργούνται εν χρόνω και υπόκεινται στο χρόνο, σταματούν όταν τελειωθούν, παύοντας τη φυσική τους αύξηση. Όσα όμως έργα αρετής κατορθώνονται με τη γνώση του Θεού, αυτά και όταν ολοκληρωθούν, πάλι κινούνται για νέα αύξηση. Γιατί τα τέλη τους αποτελούν αρχές άλλων. Όποιος δηλαδή κατάργησε στον εαυτό του τη δύναμη των φθαρτών μέσω της πρακτικής εφαρμογής των αρετών, άρχισε ήδη την πραγματοποίηση άλλων θειοτέρων καταστάσεων. Γιατί ο Θεός δεν δίνει τέλος ποτέ στα καλά, τα οποία δεν έχουν ούτε αρχή. Γιατί όπως ιδίωμα του φωτός είναι να φωτίζει, έτσι ιδίωμα και του Θεού είναι να ευεργετεί. Γι’ αυτό στο Νόμο, όπου γίνεται η αφήγηση της κατά χρόνον συστάσεως όσων δημιουργούνται και φθείρονται, τιμάται με αργία το Σάββατο(Εξ. 31, 14-15). Στο Ευαγγέλιο όμως, με το οποίο εισάγεται το καθεστώς των νοητών, το Σάββατο στολίζεται με αγαθοεργίες(Ιω. 5, 16-17), ακόμα και αν αγανακτούν εκείνοι που δεν εννόησαν ότι το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο, και ότι ο Υιός του ανθρώπου είναι Κύριος και του Σαββάτου(Μαρκ. 2, 27-28).

.

36. Αναφέρεται στο Νόμο και στους προφήτες: και σάββατο(Ησ. 66,23), και σάββατα(Εξ. 31,13) και σάββατα σαββάτων(Λευιτ.16,31), όπως επίσης και περιτομή και περιτομή περιτομής(Γεν.17,10-13), και θέρος(Γεν.8,22) και θέρος θέρους, όπως στη φράση: «Όταν θερίσετε τον θερισμό σας»(Λευιτ. 23,10). Σημαίνουν λοιπόν, το πρώτο την τελείωση της πρακτικής, της φυσικής και της θεολογικής φιλοσοφίας. το δεύτερο, [την αποδέσμευση από] την δημιουργία και τους λόγους των δημιουργημάτων. [το τρίτο,] τη συγκέντρωση και απόλαυση [των πιο πνευματικών λόγων των αισθητών και νοητών]. Και αν αυτό γίνει κατά τρεις τρόπους, δηλ. για το καθένα απ’ όσα είπαμε, θα γνωρίσει αυτός που έχει θεία γνώση τους λόγους για τους οποίους ο Μωυσής πεθαίνει και «σαββατίζει», δηλ. αναπαύεται έξω από την αγία γη(Δευτ. 34,5). και ο Ιησούς του Ναυή διενεργεί την περιτομή αφού περάσει τον Ιορδάνη(Ι. Ναυή 5,3). και αυτοί που κληρονομούν την αγαθή γη προσκομίζουν στο Θεό την εισφορά με το υπερθετικό του διπλού θέρους(Λευϊτ.23,11).

.

37. Σάββατο, είναι η απάθεια της λογικής ψυχής, η οποία μέσω της πρακτικής αρετής απέρριψε ολότελα τα στίγματα της αμαρτίας.

.

38. Σάββατα, είναι η ελευθερία της λογικής ψυχής, η οποία έχει αποθέσει και αυτήν ακόμη την φυσική ενέργεια της αισθήσεως μέσω της πνευματικής θεωρίας της φύσεως.

.

39. Σάββατα σαββάτων είναι η πνευματική ηρεμία της λογικής ψυχής, η οποία απέσπασε το νου και από αυτούς ακόμη τους πιο θείους λόγους των όντων και τον βύθισε ολοκληρωτικά στο Θεό μόνο κατά ερωτική έκσταση, και τον έκανε ολότελα αμετακίνητο από το Θεό με την μυστική θεολογία.

,

40. Περιτομή είναι η αποβολή από την ψυχή της εμπαθούς διαθέσεως προς τα δημιουργήματα.

.

41. Περιτομή περιτομής, είναι η τέλεια αποβολή και αφαίρεση από την ψυχή και αυτών των φυσικών κινήσεων προς τα δημιουργήματα.

.

42. Θέρος της λογικής ψυχής είναι η κατά γνώση συγκέντρωση και επίγνωση των πιο πνευματικών λόγων περί της αρετής και της φύσεως των όντων.

.

43. Θέρος θέρους, είναι η απρόσιτη σ’ όλους κατανόηση του Θεού, η οποία πραγματοποιείται στο νου μετά τη μυστική θεωρία των νοητών με τρόπο που ξεπερνά τη γνώση. Αυτή τη μυστική θεωρία προσφέρει όπως πρέπει αυτός που εξ αφορμής των ορατών και αοράτων δημιουργημάτων δοξάζει άξια το Δημιουργό.

.

44. Υπάρχε και άλλο θέρος πνευματικότερο, που αναφέρεται πως είναι του Θεού, και άλλη πιο μυστική περιτομή και άλλο πιο κρυφό σάββατο, κατά το οποίο ο Θεός «σαββατίζει» από τα έργα του, δηλ. αναπαύεται. και αυτά σύμφωνα με τους λόγους: «Ο θερισμός είναι πολύς, αλλά οι εργάτες λίγοι»(Ματθ. 9,37), και: «Πνευματική περιτομή της καρδιάς»(Ρωμ. 2,29), και «Ευλόγησε ο Θεός την έβδομη ημέρα και την αγίασε, επειδή σ’ αυτήν αναπαύθηκε έχοντας ολοκληρώσει όλα τα έργα Του, τα οποία είχε αρχίσει ο Θεός να δημιουργεί»(Γεν. 2,3).

.

45. Θέρος Θεού είναι η αιώνια παραμονή και εγκατάσταση όλων των αξίων πλησίον Του μετά το τέλος των αιώνων.

.

46. Πνευματική περιτομή της καρδιάς(Ρωμ. 2,29) είναι η τέλεια αφαίρεση των φυσικών ενεργειών των αισθήσεων και του νου σχετικά με τα αισθητά και τα νοητά. Αυτό γίνεται με την παρουσία του Πνεύματος, που κατά τρόπο άμεσο μεταμορφώνει προς το θεϊκότερο ολικά και το σώμα και την ψυχή.

.

47. Σαββατισμός του Θεού είναι η ολική κατάληξη σ’ Αυτόν των δημιουργημάτων Του, με την οποία ο Θεός παύει τη φυσική ενέργειά τους, όταν αυτά ενεργούν μυστικώς τη δική Του θειότατη ενέργεια. Σταματά δηλαδή ο Θεός τη φυσική ενέργεια που τυχόν έχει κάθε ον και σύμφωνα με την οποία εκ φύσεως κινείται, όταν το καθένα από τα όντα, αφού δεχτεί αναλόγως τη θεία ενέργεια, κατευθύνει τη δική του φυσική ενέργεια προς τον ίδιο τον Θεό.

.

48. Ας αναζητήσουν όσοι έχουν ζήλο στα πνευματικά, ποια πρέπει να θεωρήσουν ότι είναι τα έργα που άρχισε να δημιουργεί ο Θεός, και ποια πάλι είναι εκείνα που δεν άρχισε. Γιατί αν ο Θεός σταμάτησε όταν ολοκλήρωσε τα έργα που άρχισε, είναι φανερό ότι δεν σταμάτησε από εκείνα, τα οποία δεν άρχισε. Ας σκεφτούν λοιπόν, μήπως έργα του Θεού που έχουν αρχίσει χρονικά είναι όλα τα όντα τα «μετέχοντα» (όσα μετέχουν στις μεθεκτές θείες ενέργειες), δηλαδή οι διάφορες ουσίες των όντων. γιατί έχουν το «μη είναι» πρωτύτερο από το «είναι» τους, καθώς ήταν καιρός που τα μετέχοντα όντα δεν υπήρχαν. Και μήπως έργα του Θεού που δεν έχουν αρχίσει χρονικά είναι τα «μεθεκτά» όντα, εκείνα δηλαδή στα οποία μετέχουν κατά χάρη τα «μετέχοντα». Τέτοια είναι η αγαθότητα και ό,τι περιέχεται στην έννοια της αγαθότητας, και γενικά όλη η ζωή και η αθανασία και η απλότητα και η αμετατρεψία και η απειρία και όσα αποτελούν ουσιώδεις ενέργειες του Θεού. Αυτά και έργα του Θεού είναι, και δεν έχουν αρχή μέσα στο χρόνο. Γιατί η ανυπαρξία δεν είναι αρχαιότερη από την αρετή, ούτε από κανένα από όσα προαναφέραμε, ακόμη και αν εκείνα που μετέχουν σ’ αυτά έχουν τα ίδια χρονική αρχή. Κάθε αρετή είναι άναρχη, και δεν είναι ο χρόνος αρχαιότερός της, γιατί έχει το Θεό ένα και μοναδικό γεννήτορά της προαιωνίως.

.

49. Από όλα τα όντα, και τα μετέχοντα και τα μεθεκτά, είναι πάνω απείρως άπειρες φορές ο Θεός. Γιατί κάθε τι που έχει ως κατηγορούμενό του την ιδιότητα της υπάρξεως, είναι έργο του Θεού. Και τούτο, είτε έχει δημιουργηθεί κι έχει χρονική αρχή της υπάρξεως, είτε δόθηκε κατά χάρη στα δημιουργήματα, σαν μία έμφυτη δύναμη που κηρύττει μεγαλόφωνα το Θεό που βρίσκεται σε όλα.

.

50. Όλα όσα είναι αθάνατα και η ίδια η αθανασία, και όλα όσα ζούνε και η ίδια η ζωή, και όλα τα άγια και η ίδια η αγιότητα, και όλα τα ενάρετα και η ίδια η αρετή, και όλα τα αγαθά και η ίδια η αγαθότητα, και όλα τα όντα και η ίδια η οντότητα, ολοφάνερα είναι έργα του Θεού. Αλλά αυτά έχουν χρονική αρχή, γιατί κάποτε δεν υπήρχαν. [ενώ τα άλλα δεν έχουν χρονική αρχή, γιατί πάντοτε υπήρχαν] αρετή και αγαθότητα και αγιότητα και αθανασία. Και αυτά που έχουν χρονική αρχή, υπάρχουν και λέγονται, ό,τι είναι και ό,τι λέγονται με τη μετοχή τους σ’ εκείνα που δεν έχουν χρονική αρχή. Γιατί δημιουργός κάθε ζωής και αθανασίας και αγιότητας και αρετής είναι ο Θεός. και είναι πάνω και πέρα από την ουσία όλων όσα νοούμε και λέμε.

.

51. Η έκτη ημέρα, κατά τη Γραφή, διηγείται τη συμπλήρωση των όντων της φύσεως. Η έβδομη τελειώνει την κίνηση του χρόνου. Και η όγδοη υποδηλώνει τον τρόπο της καταστάσεως που υπερβαίνει και την φύση και τον χρόνο.

.

52. Εκείνος που διέρχεται την έκτη ημέρα σύμφωνα μόνο με το Νόμο, φεύγοντας από την ενεργητική κυριαρχία των παθών που πιέζουν την ψυχή, αυτός περνά άφοβα τη θάλασσα και βγαίνει στην έρημο,(Εξ. 14,29-30. 16,1) όπου «σαββατίζει», δηλ. αναπαύεται μόνο με την αργία των παθών. Εκείνος όμως που πέρασε τον Ιορδάνη(Ι. Ναυή 3,17), αφού άφησε και αυτή την κατάσταση της αργίας των παθών, έφτασε στην κληρονομία των παθών.

.

53. Εκείνος που περνά την έκτη ημέρα σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, αφού πρωτύτερα θανάτωσε τις πρώτες κινήσεις της αμαρτίας, φτάνει δια μέσου των αρετών στην έρημη από κάθε κακία κατάσταση της απάθειας, όπου σαββατίζει το νου του και από αυτή την ψιλή φαντασία των παθών. Εκείνος τώρα που πέρασε τον Ιορδάνη, μετατίθεται στη χώρα της γνώσεως, όπου ο νους, σαν ναός που κτίζεται μυστικά από την ειρήνη, γίνεται πνευματικό κατοικητήριο του Θεού.

.

54. Εκείνος που συμπλήρωσε την έκτη ημέρα κατά το θέλημα του Θεού με κατάλληλα έργα και σκέψεις και ολοκλήρωσε και αυτός, όπως ο Θεός, τα έργα του, πέρασε δια μέσου της κατανοήσεως όλο το κόσμο των όντων, που τα εξουσιάζουν η φύση και ο χρόνος, και ήρθε στη μυστική θεωρία των αιώνων και των αιωνίων, όπου σαββατίζει νοερά κατά τρόπο ακατάληπτο με την ολοκληρωτική εγκατάλειψη και υπέρβαση των όντων. Εκείνος τώρα που αξιώθηκε και την όγδοη ημέρα, αναστήθηκε και αυτός όπως ο Θεός από τους νεκρούς – δηλαδή από όλα, από τα αισθητά και τα νοητά, τους λόγους και τα νοήματα – και έζησε την μακάρια ζωή του Θεού, του μόνου που αληθινά και λέγεται και είναι κατά κυριολεξίαν ζωή, γιατί έγινε και ο ίδιος Θεός με τη θέωση.

.

55. Έκτη ημέρα είναι η τέλεια από τους πρακτικούς εκπλήρωση των φυσικών ενεργειών των σχετικών με την αρετή. Έβδομη, είναι η αποπεράτωση και η παύση από τους θεωρητικούς όλων των φυσικών εννοιών γύρω από την ανέκφραστη γνώση. Όγδοη είναι η μετάταξη και μετάβαση των αξίων προς την θέωση. Και ίσως ο Κύριος υποδηλώνοντας μυστικότερα αυτήν την έβδομη και την όγδοη ημέρα τις ονόμασε «ημέρα και ώρα συντελείας»(Ματθ. 24,36), επειδή περικλείουν τα μυστήρια και τους λόγους των πάντων. Αυτή την «ημέρα και την ώρα», καμία απολύτως από τις επουράνιες και επίγειες δυνάμεις δεν θα μπορέσει να τις γνωρίσει προτού να τις ζήσει, εκτός από την ίδια την μακάρια θεότητα που δημιουργεί αυτά τα πράγματα.

.

56. Η έκτη ημέρα υποδηλώνει το λόγο της υπάρξεως των όντων. Η έβδομη υπονοεί τον τρόπο της ευδαιμονίας των όντων, και η όγδοη υπαγορεύει το άρρητο μυστήριο της αιώνιας ευδαιμονίας των όντων.

.

57. Αφού γνωρίζομε ότι η έκτη ημέρα είναι σύμβολο της πρακτικής ενέργειας, έχομε χρέος να εκπληρώσομε κατ’ αυτήν όλο το χρέος των έργων της αρετής, για να λεχθεί και σ’ εμάς ο λόγος: «Και είδε ο Θεός όλα όσα δημιούργησε, και ιδού, είναι πολύ καλά»(Γεν, 1,31).

.

58. Εκπληρώνει το χρέος της καλής εργασίας, την οποία επαινεί ο Θεός, εκείνος που μέσω της φιλόπονης σωματικής ασκήσεως στολίζει την ψυχή με τις ποικίλες αρετές.

.

59. Εκείνος που ολοκλήρωσε την παρασκευή των έργων της δικαιοσύνης, πέρασε στην ανάπαυση της γνωστικής θεωρίας. κατά την οποία, αφού έκλεισε μέσα του με θείο τρόπο τους λόγους των όντων, αναπαύεται από τη νοερή κίνηση γύρω από αυτήν.

.

60. Εκείνος που έγινε μέτοχος της αναπαύσεως του Θεού για μας την έβδομη ημέρα, θα γίνει μέτοχος και της θεωτικής για μας ενέργειάς Του της όγδοης ημέρας, δηλαδή της μυστικής αναπαύσεως, αφήνοντας και αυτός στον τάφο τα οθόνια και το σουδάριο της κεφαλής(Ιω. 20,6-7). Αυτά βλέποντάς τα ο οποιοσδήποτε Πέτρος και Ιωάννης, πιστεύουν ότι ο Κύριος έχει αναστηθεί.

.

61. Μνημείο του Κυρίου είναι εξίσου ο κόσμος και η καρδιά κάθε πιστού. Τα οθόνια είναι οι λόγοι των αισθητών μαζί με τους τρόπους των αρετών. Το σουδάριο είναι η απλή και ενιαία γνώση των νοητών και η θεολογία στο μέτρο που κατορθώνεται. Με αυτά έγινε τότε γνωστός ο λόγος της Αναστάσεως, και χωρίς αυτά είναι ολότελα αδύνατη για μας η κατανόηση όσων είναι πιο πάνω από αυτά.

.

62. Εκείνοι που ενταφιάζουν με τιμές τον Κύριο, θα Τον δουν και αναστημένο με δόξα, ενώ είναι αθέατος σ’ όλους που δεν ενεργούν έτσι. Γιατί δε συλλαμβάνεται πλέον ο Κύριος απ’ όσους Τον επιβουλεύονται, καθώς δεν έχει τα εξωτερικά περικαλύμματα με τα οποία φαινόταν ότι αφήνεται θεληματικά να συλληφθεί από τους διώκτες Τουκαι υπέμεινε το πάθος για τη σωτηρία όλων.

.

63. Εκείνος που ενταφιάζει με τιμές τον Κύριο(Ματθ. 28,60), είναι σε όλους τους φιλόθεους σεβάσμιος, γιατί Τον έσωσε όπως έπρεπε, από την διαπόμπευση και τον εξευτελισμό των εχθρών Του, και δεν άφησε να γίνει το κάρφωμά Του πάνω στο σταυρό αφορμή βλασφημίας στους άπιστους. Εκείνοι που σφραγίζουν τον τάφο και βάζουν στρατιώτες να τον φρουρούν(Ματθ. 27,66), είναι μισητοί για την πράξη τους. και όταν αναστηθεί ο Λόγος, αυτοί διαδίδουν ότι δήθεν Τον έκλεψαν(Ματθ. 28,13). Για τη συκοφαντία αυτή του αναστημένου Σωτήρα, εξαγοράζουν και τους στρατιώτες με χρήματα, όπως και για την προδοσία είχαν εξαγοράσει το νόθο μαθητή(Ματθ. 26,15). (νόθο μαθητή εννοώ τον επιδεικτικό τρόπο της αρετής). Γνωρίζει την έννοια των λεγομένων όποιος κατέχει θεία γνώση. αυτός δεν αγνοεί πώς και με πόσους τρόπους σταυρώνεται ο Κύριος και ενταφιάζεται και ανασταίνεται κάνοντας σαν νεκρούς τους εμπαθείς λογισμούς που τους εγκαθιστούν οι δαίμονες στην καρδιά, εκείνους που διαμοιράζονται στις ώρες του πειρασμού σαν ιμάτια(Ματθ. 27,35) τους τρόπους της ηθικής ομορφιάς. και πώς εξουδετερώνει, όπως τις σφραγίδες του τάφου, τα αποτυπώματα που άφησαν πάνω στη ψυχή τα προηγούμενα αμαρτήματα.

.

64. Κάθε φιλάργυρος που με σχήμα ευλάβειας υποκρίνεται την αρετή, όταν βρει τρόπο να συλλέξει τα χρήματα που ποθεί, απαρνείται τη συμπεριφορά με την οποία νομιζόταν πρωτύτερα ότι είναι μαθητής του Λόγου.

.

65. Όταν δεις κάποιους υπερήφανους που δεν αντέχουν να επαινούνται οι καλύτεροι, και μηχανεύονται πώς να συγκαλύψουν την αλήθεια που κηρύττεται, εμποδίζοντάς την με χίλιους δυο πειρασμούς κι αθέμιτες διαβολές, τότε να νοείς ότι ξανασταυρώνεται απ’ αυτούς ο Κύριος και ενταφιάζεται και φρουρείται με στρατιώτες και σφραγίδες στον τάφο. Ο λόγος όμως, ανατρέποντας αυτούς, ανασταίνεται, και πιο πολύ αποδεικνύεται από τον εναντίον του πόλεμο, ενισχυόμενος ως προς την απάθεια με τα παθήματα. Γιατί είναι ισχυρότερος απ’ όλα, επειδή και είναι(Ιω. 17,17) και ονομάζεται αλήθεια.

.

66. Το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου περιέχει το νόημα όλων των αινιγματικών και συμβολικών λόγων της Γραφής, καθώς επίσης και τη γνώση των ορατών [και των νοητών] δημιουργημάτων. Όποιος έχει κατανοήσει το μυστήριο του σταυρού και της ταφής, κατανοεί και τους λόγους όσων προαναφέρθηκαν. Κι όποιος έχει μυηθεί στην ανέκφραστη δύναμη της Αναστάσεως, κατανόησε το σκοπό για τον οποίο αρχικά ο Θεός δημιούργησε τα πάντα.

.

67. Όλες οι ορατές πραγματικότητες χρειάζονται το σταυρό, δηλαδή την κατάσταση στην οποία αποκόπτονται από πράγματα που επενεργούν στις πραγματικότητες αυτές μέσω της αισθήσεως. Τα νοητά πάλι όλα, έχουν ανάγκη από την ταφή. την ολική δηλαδή ακινησία αυτών που επενεργούν νοερά σ’ αυτά. Γιατί όταν μαζί με τη σχέση θανατώνεται και κάθε φυσική ενέργεια και κίνηση σχετικά με όλα τα πράγματα, τότε ο λόγος, μένοντας μόνος με τον εαυτό του, φανερώνεται σαν αναστημένος από τους νεκρούς, περικλείοντας μέσα του όλα όσα προέρχονται από αυτόν, χωρίς κανένα γενικώς πράγμα να έχει μαζί του την οικειότητα της φυσικής σχέσεως. Επειδή κατά χάρη γίνεται η σωτηρία των σωζομένων και όχι κατά φύση(Εφ. 2, 5).

.

68. Οι αιώνες και οι χρόνοι και οι τόποι ανήκουν στην κατηγορία της σχέσεως και χωρίς αυτά δεν υπάρχει τίποτε από όσα εννοούνται μαζί τους. Ο Θεός όμως δεν ανήκει στα σχετικά, γιατί τίποτε άλλο απολύτως δεν υπάρχει που να εννοείται μαζί με Αυτόν. Αν λοιπόν η κληρονομία των αξίων είναι αυτός ο Θεός, εκείνος που θα αξιωθεί αυτή τη χάρη, θα είναι πάνω από όλους τους αιώνες και χρόνους και τόπους. τόπος του θα είναι ο ίδιος ο Θεός, σύμφωνα με τη Γραφή: «Γίνε για μένα Θεός υπερασπιστής και τόπος οχυρός για να με σώσεις»(Ψαλμ. 70, 3).

.

69. Το τέλος δεν έχει καμιά ομοιότητα με τη μεσότητα. αλλιώς δεν θα ήταν τέλος. Μεσότητα είναι όλα όσα βρίσκονται έπειτα από την αρχή και πριν από το τέλος. Αν λοιπόν όλοι οι αιώνες και οι χρόνοι και οι τόποι με όλα όσα εννοούνται μαζί τους, είναι μετά το Θεό, ο οποίος είναι αρχή άναρχη, αλλά βρίσκονται και πολύ πριν από Αυτόν, άρα σε τίποτε δε διαφέρουν από την μεσότητα. Τέλος των σωζομένων είναι ο Θεός. δεν θα υπάρχει τίποτε από την μεσότητα, που να συνθεωρείται με όσους σώζονται φτάνοντας στο ακρότατο τέλος.

.

70. Ο κόσμος όλος, περιοριζόμενος από τους ίδιους τους λόγους του, και τόπος λέγεται και αιώναςεκείνων που ζουν μέσα σ’ αυτόν. Έχει τρόπους φυσικής θεωρίας τους κατάλληλους με τη φύση του, οι οποίοι μπορούν να προξενήσουν μερική κατανόηση της σοφίας του Θεού που απλώνεται σε όλα. Αυτοί που ζουν μέσα στον κόσμο, όσο μεταχειρίζονται τους τρόπους αυτούς ως μέσα κατανοήσεως, δεν μπορούν να απαλλαγούν από τη μεσότητα και τη μερική κατανόηση. Όμως το μερικό, όταν φανεί το τέλειο, καταργείται. και οι καθρέφτες όλοι και τα σκοτεινά αινίγματα περνούν καθώς φτάνει η πρόσωπο προς πρόσωπο αλήθεια(Α΄ Κορ. 13, 10-12).Έτσι ο σωζόμενος, όταν αποκτήσει την κατά Θεόν τελειότητα, θα είναι πάνω απ’ όλους τους κόσμους και αιώνες και τόπους, με τους οποίους μέχρι τότε παιδαγωγούνταν ως νήπιο.

71. Ο Πιλάτος είναι ο τύπος του φυσικού νόμου, ενώ του γραπτού νόμου το πλήθος των Ιουδαίων. Εκείνος λοιπόν που δεν υψώθηκε με την πίστη πάνω από τους δύο νόμους, δεν μπορεί να δεχτεί την αλήθεια που είναι πάνω από τη φύση και το λόγο, αλλά σταυρώνει πάντως το λόγο, θεωρώντας το Ευαγγέλιο είτε σκάνδαλο, όπως ο Ιουδαίος, είτε μωρία, όπως ο εθνικός(Α΄ Κορ. 1, 23).

72. Όταν δεις τον Ηρώδη και τον Πιλάτο να συμφιλιώνονται για να θανατώσουν τον Ιησού(Λουκ. 23, 12), τότε να νοήσεις τη συνάντηση των δαιμόνων της πορνείας και της κενοδοξίας που συμφώνησαν μεταξύ τους για να θανατώσουν το λόγο της αρετής και της γνώσεως. Γιατί ο δαίμονας της κενοδοξίας υποκρίνεται πνευματική γνώση και παραπέμπει στο δαίμονα της πορνείας. ο δαίμονας πάλι της πορνείας υποκρίνεται καθαρότητα και στέλνει πίσω στο δαίμονα της κενοδοξίας, καθώς λέει: «Αφού Του φόρεσε φόρεμα λαμπρό, ο Ηρώδης έστειλε τον Ιησού ξανά στον Πιλάτο»(Λουκ. 23, 11).

73. Καλό είναι να μην επιτρέπομε στο νου να ασχολείται με το σώμα και τα πάθη. Γιατί λέει η Γραφή: «Δεν μαζεύουν σύκα από τ’ αγκάθια», δηλαδή αρετή από τα πάθη, «ούτε σταφύλια από τη βάτο»(Λουκ. 6, 44), δηλαδή από τη σάρκα, την πνευματική γνώση που ευφραίνει.

74. Ο ασκητής δοκιμάζεται με την υπομονή των πειρασμών, καθαρίζεται με τη σωματική παιδαγωγία, τελειοποιείται με την επιμέλεια των υψηλών θεωριών, και έτσι αξιώνεται την θεία παρηγοριά. Γιατί λέει ο Μωυσής: «Ο Κύριος έρχεται από το Σινά», δηλαδή από τους πειρασμούς, «και μας φανερώθηκε από τη Σηείρ», δηλαδή από τους σωματικούς κόπους, «και έσπευσε να έρθει από το όρος Φαρράν μαζί με μυριάδες Κάδης (αγίων)»(Δευτ. 33,2), δηλαδή από το όρος της πίστεως μαζί με μυριάδες αγίων γνώσεων.

75. Ο Ηρώδης έχει τη θέση του σαρκικού φρονήματος ενώ ο Πιλάτος της αισθήσεως, ο Καίσαρας των αισθητών, και οι Ιουδαίοι των ψυχικών λογισμών. Όταν λοιπόν η ψυχή από άγνοια στραφεί στα αισθητά, παραδίνει στην αίσθηση τον λόγο για να θανατωθεί, και κατακυρώνει εναντίον της με την ομολογία της τη βασιλεία των φθαρτών. Γιατί είπαν οι Ιουδαίοι: «Δεν έχομε βασιλιά, παρά τον Καίσαρα»(Ιω. 19, 15).

76. Ο Ηρώδης έχει τη θέση της ενέργειας των παθών, ενώ ο Πιλάτος της έξεως που δημιουργείται από την απάτη των παθών. ο Καίσαρας του σκοτεινού κοσμοκράτορα, του διαβόλου, και οι Ιουδαίοι της ψυχής. Όταν λοιπόν η ψυχή υποταχθεί στα πάθη και παραδώσει την αρετή υποχείρια στην έξη της κακίας, αρνείται ολοφάνερα τη βασιλεία του Θεού και μεταβαίνει στην καταστρεπτική τυρρανία του διαβόλου.

77. Δεν αρκεί στην ψυχή, για την πνευματική ευφροσύνη της, η υποδούλωση των παθών, αν δεν αποκτήσει τις αρετές με την εκπλήρωση των εντολών. «Να μη χαίρεστε, λεει ο Κύριος, γιατί υποτάσσονται σ’ εσάς τα δαιμόνια», δηλαδή τα ενεργήματα των παθών, «αλλά γιατί τα ονόματά σας γράφτηκαν στον ουρανό»(Λουκ. 10, 20), καθώς μεταγράφηκαν στον τόπο της απάθειας με τη χάρη της υιοθεσίας μέσω των αρετών.

78. Σ’ εκείνον που έχει πνευματική γνώση, είναι αναγκαίος οπωσδήποτε ο πλούτος των αρετών, που αποκτάται με την πρακτική άσκηση. Γιατί λέει ο Κύριος: «Όποιος έχει βαλλάντιο», δηλαδή γνώση πνευματική, «ας το πάρει. επίσης και δισσάκι», δηλαδή αρετή και γνώση, «ας πουλήσει το φόρεμά του κι ας αγοράσει μαχαίρι»(Λουκ. 22,36), δηλαδή ας παραδώσει με προθυμία το σώμα του στους κόπους των αρετών και ας μεταχειρισθεί με σοφία για χάρη της ειρήνης του Θεού τον πόλεμο εναντίον των παθών και των δαιμόνων. δηλαδή την ικανότητα να διακρίνει με το λόγο του Θεού το χειρότερο από το καλύτερο.

79. Όταν έγινε τριάντα ετών αρχισε ο Κύριος το έργο Του(Λουκ. 3,23), διδάσκοντας με τον αριθμό αυτό τους διορατικούς τα σχετικά με τον εαυτό Του μυστήρια με μυστικό τρόπο. Γιατί ο αριθμός τριάντα, όταν κατανοηθεί μυστικά, παρουσιαζει τον Κύριο ως δημιουργό και προνοητή του χρόνου και της φύσεως και των νοητών που είναι πάνω από την ορατή φύση. Ως δημιουργό του χρόνου με το επτά, γιατί ο χρόνος είναι εβδοματικός. της φύσεως με το πέντε, γιατί η φύση είναι πενταδική, εξαιτίας της αισθήσεως που διαιρείται σε πέντε είδη. των νοητών με το οκτώ, γιατί η γένεση των νοητών βρίσκεται παραπάνω από το χρόνο που μετρούμε. Ως προνοητή με τον αριθμό δέκα. τούτο και λόγω της αγίας δεκάδας των εντολών που κατευθύνουν τους ανθρώπους προς τη μακαριότητα, αλλά και γιατί με αυτό το γράμμα* αρχίζει το όνομα του Κυρίου, όταν έγινε άνθρωπος. Αν λοιπόν προσθέσεις τους αριθμούς πέντε, επτά, οκτώ και δέκα, έχεις τον αριθμό τριάντα. Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει να ακολουθεί σωστά τον Κύριο ως αρχηγό, δε θα αγνοήσει το λόγο για τον οποίο και αυτός τριάντα ετών θα εμφανιστεί έχοντας τη δύναμη να κηρύττει το ευαγγέλιο της Βασιλείας. Γιατί όταν χωρίς ψεγάδι δημιουργήσει σαν κάποια ορατή φύση τον κόσμο των πρακτικών αρετών, χωρίς να μεταβάλλει την πορεία που σαν κάποιος χρόνος πραγματοποιείται δια μέσου των αντιθέτων στην ίδια την ψυχή, και αποκομίσει γνώση χωρίς σφάλματα μέσω της θεωρίας και μπόρεσε να μεταδώσει με φροντίδα την αυτή διάθεση και στους άλλους, τότε και αυτός, όση σωματική ηλικία και αν έχει, είναι τριάντα ετών κατά το πνεύμα και φανερώνει την ενέργεια των δικών του αγαθών στους άλλους.

* Εννοεί το γράμμα Ι, αρχικό της λέξεως Ιησούς, το οποίο στην Ελληνική αρίθμηση συμβολίζει το 10.

80. Εκείνος που είναι παραλυμένος από τις ηδονές του σώματος, ούτε για πραγμάτωση αρετής ενεργεί, ούτε μπορεί να κινηθεί για την πνευματική γνώση. Γι’ αυτό ούτε που έχει άνθρωπο, δηλαδή φρόνιμο λογισμό, για να τον βάλει, όταν ταραχθεί το νερό στην κολυμβήθρα(Ιω. 5, 7), δηλαδή στην αρετή που είναι δεκτική της θείας γνώσεως και θεραπεύει κάθε ασθένεια, αν βέβαια, καθώς ο άρρωστος αναβάλλει από ραθυμία, δεν προλάβει κάποιος άλλος που θα τον εμποδίσει να βρει την θεραπεία του. Γι’ αυτό και μένει στο κρεβάτι από την αρρώστια του τριάντα οκτώ χρόνια(Ιω. 5,5). Εκείνος δηλαδή που δεν παρατηρεί την ορατή κτίση πρός δόξαν Θεού και δεν ανεβάζει με ευσεβή λογισμό τη θεωρία των αισθητών προς τη νοητή φύση, είναι λογικό να μένει άρρωστος τον παραπάνω αριθμό των ετών. Γιατί ο αριθμός τριάντα, με την φυσική έννοια σημαίνει την αισθητή φύση, όπως και όταν τον πάρομε πρακτικά, σημαίνει την [πρακτική] αρετή. Ο αριθμός οκτώ, στο μυστικό του νόημα υποδηλώνει τη νοητή φύση των ασωμάτων, όπως και όταν τον δούμε γνωστικά, υποδηλώνει τη πάνσοφη θεολογία. Όποιος δεν κινείται μ’ αυτές για να φτάσει στο Θεό, μένει παράλυτος, μέχρις ότου έρθει ο Λόγος και τον διδάξει τον σύντομο τρόπο της θεραπείας λέγοντάς του: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε»(Ιω. 5, 8), διατάζοντας δηλαδή το νου να σηκωθεί από την φιληδονία που τον κατέχει και να πάρει το σώμα στους ώμους των αρετών και να πάει στο σπίτι του, δηλαδήσ τον ουρανό. Γιατί είναι καλό να σηκώνεται το χειρότερο (το σώμα) προς την αρετή από το καλύτερο (το νου) στους ώμους της πρακτικής ασκήσεως, παρά το καλύτερο να οδηγείται στη φιληδονία από το χειρότερο με τη μαλθακότητα.

81. Εφόσον δεν έχομε ξεπεράσει καθαρά κατά διάνοια τόσο την δική μας ύπαρξη, όσο και όλων των έπειτα από το Θεό, δεν έχομε αποκτήσει ακόμη την κατάσταση της σταθερότητας στην αρετή. Κι όταν με την αγάπη επιτύχομε αυτή την υψηλή κατάσταση, τότε θα γνωρίσομε τη δύναμη της θείας υποσχέσεως. Γιατί εκεί πρέπει να πιστεύομε ότι θα έχουν αμετακίνητη εγκατάσταση οι άξιοι, όπου ο νους πρωτύτερα ρίζωσε τη δική του δύναμη με την αγάπη. Γιατί «εκείνος» που δεν βγήκε από τον εαυτό του και από όλα όσα μπορούν να νοηθούν, και δεν έφτασε στη σιωπή που είναι πάνω από κάθε νόηση, δεν μπορεί να είναι τελείως ελεύθερος από τη μεταβολή.

82. Κάθε νόηση εμπεριέχει οπωσδήποτε την έννοια του πλήθους, ή τουλάχιστον της δυάδας, γιατί αποτελεί τη μέση σχέση δύο άκρων, καθώς ενώνει μεταξύ τους αυτό που νοεί και αυτό που νοείται (το νοούν και το νοούμενο)· και κανένα από τα δύο αυτά δε διασώζει την τέλεια απλότητα. Το νοούν είναι ένα υποκείμενο, καθώς συνεπινοείται μαζί του η δύναμη να νοεί. Και το νοούμενο είναι πάντως υποκείμενο, και ή έχει συνεπινοουμένη μέσα στο νοούν υποκείμενο τη δύναμη να νοείται, ή έχει ως προϋπάρχουσα την ουσία εκείνου του οποίου είναι δύναμη. Γιατί κανένα ον δεν είναι εντελώς αυτό καθ’ αυτό απλή ουσία ή νόηση για να είναι και μονάδα αδιαίρετη. Ο Θεός όμως, είτε ουσία Τον πούμε, δεν έχει φυσικώς συνεπινοούμενη μαζί Του τη δύναμη να νοείται, γιατί διαφορετικα θα ήταν σύνθετος· είτε νόηση Τον πούμε, δεν έχει φυσικώς ουσία επιδεκτική νοήσεως, αλλά ο Θεός είναι νόηση κατ’ ουσίαν. Και είναι όλος νόηση, και μόνο νόηση, και ο ίδιος είναι κατά τη νόηση ουσία, και όλος ουσία και μόνον ουσία, και όλος πάνω από ουσία, [και όλος πάνω από νόηση,] γιατί είναι και μονάδα αδιαίρετη και χωρίς μέρη και απλή. Εκείνος λοιπόν που έχει με οποιοδήποτε τρόπο νόηση, δεν βγήκε ακόμη από τη δυάδα· εκείνος όμως που την άφησε ολότελα, μπήκε οπωσδήποτε στη μονάδα, εγκαταλείποντας με την υπέρβαση τη δύναμη της νοήσεως.

83. Στα πολλά υπάρχει η ετερότητα, η ανομοιότητα και η διαφορά. Αλλά στο Θεό, ο οποίος είναι ένας και μόνος, υπάρχει μόνο η ταυτότητα, η απλότητα και η ομοιότητα. Δεν είναι ακίνδυνο λοιπόν πριν βγούμε έξω από τα πολλά, να προχωρούμε στις θεωρίες περί Θεού. Τούτο το φανερώνει ο Μωυσής στήνοντας τη σκηνή της διάνοιας έξω από το στρατόπεδο(Εξ. 33, 7) και τότε συνομιλώντας με το Θεό. Είναι επικίνδυνονα επιχειρήσει κανείς να πει με προφορικό λόγο το άρρητο, γιατί ο προφορικός λόγος είναι και δυάδα και ακόμη περισσότερο. Ενώ το να θεωρεί κανείς το ον χωρίς φωνή με μόνη τη ψυχή, αυτό είναι πολύ ισχυρό, γιατί τότε μένει στην αδιαίρετη μονάδα και όχι στα πολλά. Το παράδειγμα του Αρχιερέα, που είχε διαταγή μια φορά μόνο το χρόνο να διασχίζει το καταπέτασμα και να εισέρχεται στα Άγια των Αγίων(Λεϋιτ. 16, 34· Εβρ. 9, 7), διδάσκει ότι μόνο εκείνος που πέρασε την αυλή και τα Άγια πρέπει να εισέρχεται στα Άγια των Αγίων, δηλαδή μόνο εκείνος ο οποίος ξεπέρασε όλη τη φύση και των αισθητών και των νοητών και έγινε καθαρός από κάθε τι που χαρακτηρίζει τα δημιουργήματα, πρέπει να πλησιάζει στις περί Θεού θεωρίες με τελείων γυμνή διάνοια.

84. Ο μέγας Μωυσής, αφού έστησε την σκηνή του έξω από το στρατόπεδο(Έξ. 33,7), δηλαδή αφού έστησε τη γνώμη και την διάνοιά του έξω από όσα βλέπομε, αρχίζει να λατρεύει το Θεό· και αφού μπήκε μέσα στον γνόφο(Έξ. 20, 21), δηλαδή στον ασχημάτιστο και άϋλο τόπο της γνώσεως, εκεί επιτέλεσε τις ιερότατες τελετές.

85. Ο γνόφος είναι η ασχημάτιστη και άυλη και ασώματη κατάσταση, η οποία κατέχει την γνώση των προτοτύπων όλων των όντων. Όποιος βρεθεί μέσα σ’ αυτήν, σαν ένας άλλος Μωυσής, παρότι θνητός κατά τη φύση, κατανοεί τα αθάνατα.Με τη γνώση αυτή, αφού ζωγραφίσει μέσα τουτο κάλλος των θείων αρετών, σαν ζωγραφιά που είναι πιστό αντίγραφο του αρχέτυπου κάλλους, ακτεβαίνει από το όρος και παρουσιάζει τον εαυτό του ως πρότυπο σ’ εκείνους που θέλουν να μιμούνται την αρετή(Έξ. 24,18· 34,29). Και με αυτό φανερώνει τη φιλανθρωπία και την αφθονία της χάρης της οποίας έγινε μέτοχος.

86. Εκείνοι που ασκούν με καθαρότητα την κατά Θεόν φιλοσοφία, έχουν ένα πολύ μεγάλο κέρδος από τη θεία γνώση που αυτή προξενεί: το να μη μεταβάλλεται πλέον η γνώμη τους μαζί με τα πράγματα, αλλά με σταθερή βεβαιότητα να καταπιάνονται πρόθυμα με όσα αρμόζουν στην αρετή.

87. Όταν βαπτισθήκαμε εν Χριστώ δια του Πνεύματος, ντυθήκαμε την κατά σάρκα πρώτη αφθαρσία· περιμένομε τώρα την τελική κατά Χριστόν αφθαρσία του Πνεύματος, αφού βέβαια φυλάξαμε ακηλίδωτη την πρώτη με την καρποφορία αγαθών έργων και τη θεληματική νέκρωση. Όποιος έχει την τελική αυτή αφθαρσία, δεν φοβάται πλέον οτι θα χάσει τα αποκτηθέντα αγαθά.

88. Επειδή ο Θεός θέλησε από ευσπλαγχνίανα στείλει σ’ εμάς που κατοικούμε τη γη τη χάρη της θείας αρετής από τον ουρανό, κατασκεύασε συμβολικά την ιερή σκηνή με όλα όσα περιέχει(Έξ. 25,8), για να είναι απεικόνιση, υποτύπωση και μίμηση της σοφίας.

89. Η χάρη της Νέας Διαθήκης είναι κρυμμένη μυστικα στο γράμμα της Παλαιάς. Γι’ αυτό λέει ο Απόστολος ότι ο Νόμος είναι πνευματικός(Ρωμ. 7,14). Ο Νόμος λοιπόν κατά το γράμμα παλιώνει και γερνά και καταργείται(Εβρ. 8,13), κατά το Πνεύμα όμως μένει νέος και είναι πάντοτε ενεργούμενος. Γιατί η χάρη δεν παλιώνει καθόλου.

90. Ο Νόμος αποτελεί τη σκιά του Ευαγγελίου, ενώ το Ευαγγέλιο είναι εικόνα των μελλοντικών αγαθών. Ο Νόμος εμποδίζει τις ενέργειες των κακών, το Ευαγγέλιο παραθέτει τις πράξεις των αγαθών.

91. Όλη η αγία Γραφή λέμε ότι διαιρείται σε σάρκα και σε πνεύμα, σαν να είναι ένας πνευματικός άνθρωπος. Και εκείνος που λέει ότι το γράμμα της Γραφής είναι σάρκα και το νόημά του ότι είναι πνεύμα, δηλαδή ψυχή, δεν κάνει λάθος. Και είναι φανερά σοφός εκείνος που άφησε το φθειρόμενο μέρος και δόθηκε ολότελα στο άφθαρτο.

92. Ο Νόμος είναι η σάρκα της Αγίας Γραφής, όταν θεωρηθεί σαν πνευματικός άνθρωπος. Αίσθηση είναι οι Προφήτες. Το Ευαγγέλιο είναι η νοερή ψυχή που ενεργεί με τη σάρκα του Νόμου και με την αίσθηση των Προφητών και εκδηλώνει τη δύναμή της με τις ενέργειές της.

93. Ο Νόμος είχε τη σκιά(Εβρ. 10,1), ενώ οι Προφήτες την εικόνα των θείων και πνευματικών αγαθών του Ευαγγελίου. Το Ευαγγέλιο όμως έδειξε σ’ εμάς παρούσα στα πράγματα την αλήθεια που είχε δοθεί πρωτύτερα από το Νόμο ως σκιά και είχε προεικονισθεί από τους Προφήτες.

94. Εκείνος που με το βίο και τη διαγωγή του εκτελεί το Νόμο, έχει αργία μόνον για την τέλεση της αμαρτίας, προσφέροντας θυσία στο Θεό την ενέργεια των αλόγων παθών, και αρκείται σ’ αυτό για τη σωτηρία του, λόγω της πνευματικής του νηπιότητας.

95. Εκείνος που παιδαγωγείται με τον προφητικό λόγο, μαζί με την αποβολή της ενέργειας των παθών αποβάλλει και τις συγκαταθέσεις προς αυτά, οι οποίες ενεργούνται στην ψυχή του. Αλλιώς ενώ νομίζει ότι με το χειρότερο μέρος του, εννοώ τη σάρκα, απέχει από την κακία, θα του διαφύγει ότι με το καλύτερο μέρος, εννοώ την ψυχή, την διαπράττει αδιάκοπα.

96. Εκείνος που ακολουθεί με γνησιότητα την ευαγγελική ζωή, έκοψε και την αρχή και το τέλος της κακίας του, και εργάζεται κάθε αρετή με το έργο και με το λόγο. Προσφέρει στο Θεό θυσία δοξολογίας και ευχαριστίας(Ψαλμ. 49,14· 115,8)· είναι ελευθερωμένος από κάθε ενόχληση ενέργειας των παθών, καθώς επίσης και από το νοερό πόλεμο εναντίον τους· και έχει μοναδική αχόρταστη ηδονή την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, η οποία τρέφει την ψυχή.

97. Σ’ εκείνους που μελετούν με μεγάλη επιμέλεια τις θείες Γραφές, ο Κύριος παρουσιάζεται να έχει δύο μορφές. Η μία είναι κοινή και πιο δημώδης και [όχι] σε λίγους θεατή, και σ’ αυτήν αναφέρεται η φράση: «Τον είδαμε και δεν είχε ωραιότητα ούτε κάλλος»(Ησ. 53,2). Η άλλη είναι πιο μυστική και λίγοι τη φτάνουν, όσοι έχουν γίνει ήδη όμοιοι με τους αγίους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη, μπροστά στους οποίους μεταμορφώθηκε ο Κύριος με λαμπρότητα που υπερβαίνει την αίσθηση(Ματθ. 17,2· Β΄ Πετρ. 1, 17-18). Με τη μορφή αυτή είναι ωραίος περισσοτερο απ’ όλους των υιούς των ανθρώπων(Ψαλμ 44,3). Από αυτές τις δύο μορφές η πρώτη είναι κατάλληλη για τους αρχαρίους, η δεύτερη για εκείνους που έγιναν τέλειοι στη γνώση, ο καθένας ανάλογα με τη δυνατότητά του. Η μία μορφή είναι εικόνα της πρώτης παρουσίας του Κυρίου· σ’ αυτήν, που καθαρίζει με τα παθήματα τους πρακτικούς, αντιστοιχεί το γράμμα του Ευαγγελίου. Η άλλη είναι προεικόνιση της ένδοξης δευτέρας παρουσίας Του· σ’ αυτή νοείται το πνεύμα του Ευαγγελίου, και αυτή μεταμορφώνει προς τη θέωση με τη σοφία τους γνωστικούς καθώς, με τη μεταμόρφωση του Λόγου που γίνεται μέσα τους, αυτοί αντανακλούν με ακάλυπτο πρόσωπο τη λαμπρότητα του Κυρίου(Β΄ Κορ. 3, 18).

98. Εκείνος που για την απόκτηση της αρετής μένει με την καρτερία ακλόνητος στα δεινά, έχει επάνω του τα γνωρίσματα της πρώτης παρουσίας του Λόγου, η οποία τον καθαρίζει από κάθε κηλίδα. Εκείνος που έχει μεταφέρει το νου του με τη θεωρία στην κατάσταση των αγγέλων, έχει τη δύναμη της δευτέρας παρουσίας, η οποία του δίνει την απάθεια και το να μένει άπτωτος.

99. Η αίσθηση συνοδεύει τον πρακτικό που κατορθώνει με κόπους τις αρετές. Τον γνωστικό τον χαρακτηρίζει η νέκρωση της αισθήσεως, γιατί έχει αποσύρει το νου του από την σάρκα και τον κόσμο και τον περιόρισε στο Θεό. Ο πρώτος, καθώς αγωνίζεται με την πρακτική άσκηση να λύσει την ψυχή από τον φυσικό δεσμό της σχέσεως με τη σάρκα, έχει συνεχώς το φρόνημά του καμπτόμενο μπροστά στους κόπους. Ενώ ο άλλος, επειδή με τη θεωρία αφαίρεσε τα καρφιά της σχέσεως αυτής, δεν μπορεί να περιοριστεί διόλου από τίποτε, γιατί έγινε πλέον ελεύθερος από το να υποφέρει και να κρατείται από εκείνα που θέλουν να τον κυριεύσουν.

100. Το μάννα που δόθηκε στους Ισραηλίτες στην έρημο(Εξ. 16, 14-35), είναι ο λόγος του Θεού, ο οποίος επαρκεί σε κείνους που τον τρώνε για κάθε πνευματική ηδονή, και μεταβάλλεται σε κάθε γεύση ανάλογα με τη διαφορά της επιθυμίας εκείνων που τον τρώνε· γιατί έχει την ποιότητα οποιασδήποτε πνευματικής τροφής. Γι’ αυτό σε κείνους που με το Πνεύμα γεννήθηκαν άνωθεν(Ιω. 3, 3-5) από άφθαρτη σπορά, γίνεται άδολο πνευματικό γάλα(Α΄ Πετρ. 2,2)· στους ασθενείς γίνεται λάχανο(Ρωμ. 14,2) που τονώνει τη δύναμη της ψυχής που έχει τραυματιστεί. Σ’ εκείνους που λόγω της εξεως στο καλό έχουν γυμνασμένα τα αισθητήρια της ψυχής και διακρίνουν το καλό και το κακό, τους δίνει στερεά τροφή(Εβρ. 5,14). Έχει και άλλες άπειρες δυνάμεις ο λόγος του Θεού, οι οποίες είναι ανέφικτες εδώ. Όταν όμως κανείς τελειώσει τη ζωή και γίνει άξιος να του δοθούν στον ουρανό πολλά ή όλα(Ματθ. 25,21), αυτός θα λάβει και όλες ή μερικές από εκείνες τις δυνάμεις του λόγου του Θεού, επειδή έλαβε εδώ τα πολύ λίγα. Γιατί η ακρότητα των θείων χαρισμάτων που δίνονται εδώ, όταν συγκριθεί με τα μέλλοντα, είναι κάτι το ελάχιστο και μέτριο.

Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 103-122.





Οι λόγοι των όντων

Εισαγωγή στην «Ευχαριστιακή Οντολογία»

Εξήγηση τής οντολογίας τού αγίου Μαξίμου α

πό τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο

Παύλος Κλιματσάκης

 

Πηγή: Aντίφωνο






Το εισαγωγικό αυτό άρθρο είναι το  πρώτο  μιας σειράς από  τρία  μέρη, στην οποία θα επιχειρήσω την έκθεση των βασικών νοημάτων της διδακτορικής διατριβής του π. Νικολάου Λουδοβίκου, η οποία εκυκλοφόρησε και ως βιβλίο με τον τίτλο «Η Ευχαριστιακή Οντολογία». Στόχος της παρουσίασης είναι να διαφανούν τα βασικά σημεία της θεολογίας του Αγίου Μαξίμου σχετικά με τους λεγόμενους «λόγους των όντων», ένα ζήτημα, όπως αποδεικνύεται, βαρύνουσας σημασίας για την κατανόηση της ορθόδοξης θεολογίας.





Επειδή εγώ δεν είμαι θεολόγος, δεν θα επιχειρήσω κανενός είδους θεολογική ερμηνευτική των λεγομένων, αλλά θα τα δεχθώ ως έχουν. Άλλωστε, οι λόγοι για τους οποίους παρακινήθηκα σε αυτήν την μελέτη και έκθεση είναι αφενός η γνωριμία με τον π. Νικόλαο και αφετέρου το εξαιρετικό φιλοσοφικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει το εν λόγω ζήτημα. Στο τρίτο μέρος αυτής της σειράς θα προσθέσω κάποια στοιχεία από την αγγλική μετάφραση της εν λόγω διατριβής, τα οποία καταδεικνύουν τον ακαδημαϊκό διάλογο του π. Νικολάου με θεολόγους της Δύσεως. 

Επειδή λοιπόν τα θεωρητικά μου ενδιαφέροντα είναι κυρίως φιλοσοφικά, αλλά και για να μην παραβιάσω το κείμενο λόγω ελλιπούς γνώσεως σε θεολογικό επίπεδο, συνέγραψα την παρούσα έκθεση με ένα κάπως ασύνηθη τρόπο, τον οποίο θέλω να εξηγήσω, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης να αποφύγει δυσκολίες κατά την ανάγνωση. Μέσα στην ίδια την έκθεση του κειμένου της διατριβής, την οποία προσπάθησα να πραγματοποιήσω με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα, παρεμβάλλω μέσα σε αγκύλες [...] φιλοσοφικές παρατηρήσεις. Όταν λοιπόν ο αναγνώστης βλέπει κείμενο μέσα σε αγκύλες [...], πρέπει να γνωρίζει ότι είναι αποκλειστικώς δικά μου λόγια, μπορεί δε και να τα παρακάμψει. Μέσα σε εισαγωγικά περιέχεται κείμενο (μεταφρασμένο ή μη) του Άγιου Μάξιμου (όπου ο π. Νικόλαος δίνει την μετάφραση, την χρησιμοποιώ). Τέλος, τα υπόλοιπα είναι η μεταφορά, επιτυχημένη ελπίζω, των λόγων του π. Νικολάου, ο οποίος με το έργο αυτό παράσχει σημαντικές αφετηρίες για την σύνδεση του θεολογικού με τον φιλοσοφικό λόγο. Από θεολογική δε άποψη φαίνεται πώς εκθέτει ένα θέμα ύψιστης σημασίας.

Προσωπικά ανακάλυψα μέσα στο εν λόγω κείμενο μια θεολογία ακραιφνώς φιλοσοφική τόσο υπό την έννοια της χρήσεως της παραδοσιακής ορολογίας όσο και από την άποψη της συγκρότησης ενός συστήματος εννοιών από τον Άγιο Μάξιμο (γι’ αυτόν τον λόγο θεωρείται, όπως φαίνεται, ο φιλοσοφικότερος των Πατέρων). Το σημαντικότερο είναι, όμως, ότι η αναφερθείσα θεματική φανερώνει τη δυνατότητα θεωρητικής διαπραγμάτευσης της ορθόδοξης θεολογίας, ώστε να στραφούν επάνω της τα βλέμματα με ένα καινούριο και αντάξιο σε αυτή τρόπο. Ο π. Νικόλαος που καταπιάστηκε με το θέμα του σε νεαρή ηλικία, μπόρεσε να το διεκπεραιώσει επιτυχώς. Αυτή τη στιγμή είναι εκείνος ο θεωρητικός θεολόγος που είναι σε θέση να κοιτάζει και να παρουσιάζει την ορθόδοξη παράδοση μέσα από το πρίσμα ενός σύγχρονου ανθρώπου και με τον ανάλογο γνωσιακό εξοπλισμό.

 

Ευχαριστιακή οντολογία

Σύμφωνα με τον π. Νικόλαο υπάρχει μια αμφίδρομη ερμηνευτική συσχέτιση ανάμεσα στην θεολογία του Μαξίμου, η οποία είναι ευχαριστιακή, και στην «οντολογία» του, η οποία βασίζεται στην έννοια των «λόγων των όντων». (σελ.78) Ο Μάξιμος εξηγεί: «επιθυμώντας να ουσιωθεί ο υπερούσιος Λόγος και δημιουργός όλων των όντων, φέρει μαζί του (ενσαρκούμενος) … και όλους τους λόγους της ουσίας των φαινομένων και νοουμένων όντων … Ο Λόγος (ο Υιός του Θεού) είναι δάσκαλος των πνευματικών λόγων που είναι τόσο στα φαινόμενα όσο και στα νοούμενα … και παρέχει με τη μορφή της σάρκας Του τη γνώση που ενυπάρχει στους λόγους των ορωμένων και με το αίμα Του τη γνώση που ενυπάρχει στους λόγους των νοουμένων…» Η θεολογία των λόγων των όντων είναι κατά τον π. Νικόλαο το κλειδί για την ερμηνεία της Ευχαριστίας στον Άγιο Μάξιμο. (σελ. 83)

 

Τί είναι οι λόγοι των όντων

Οι λόγοι των όντων είναι το άρρητο και υπερφυές θείο πυρ που ενυπάρχει στην ουσία των όντων [αυτό που προσδίδει στα όντα την ουσία τους], και το οποίο [ενυπάρχον] δεν είναι άλλο από τον Θεό Λόγο. (σελ. 85) Πρόκειται για άκτιστη, προσωπική και δημιουργική παρέμβαση του Θεού-Λόγου η οποία συνιστά τους λόγους των όντων. Όποιος γνωρίζει τους λόγους των όντων, μανθάνει «τις ο λόγος της καθ’ εκάστου ουσίας, φύσεως, είδους, σχήματος, συνθέσεως, δυνάμεως, ενεργείας, πάθους». (σελ. 85-6) Ο π. Νικόλαος παραθέτει στη συνέχεια κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις σε σχέση με τους λόγους των όντων, τις οποίες εν προκειμένω θα παραβλέψουμε, ακολουθώντας την αναλυτική παρουσίαση των κειμένων του Αγίου Μαξίμου από τον π. Νικόλαο.

Ο Θεός διατελεί μεν κρυπτόμενος στους λόγους των όντων αλλά δια αυτών πιστοποιεί την ύπαρξή Του∙ αυτό αποτελεί για τους ευσεβείς την πιο πειστική απόδειξη περί Θεού. (σελ. 90) Ο Θεός είναι «αυτολογιότητα» και ως εκ τούτου ουσιοποιός και υπερούσιος οντότης. [είναι ίδιον του υπερουσίου να ποιεί ουσίες, ενούσια όντα] Ο Θεός είναι ποιητική αιτία πάσης ουσίας και δυνάμεως και ενεργείας. (σελ 91) Οι συγκεκριμένες λογικές δράσεις [δημιουργικές πράξεις] καθιστούν δυνατή και πραγματική την ουσία, τη φύση, το είδος, το σχήμα, τη σύνθεση, τη δύναμη την ενέργεια, το πάθος, αλλά και την ατομική σύσταση των όντων, έτι δε περαιτέρω και την προνοιακή και οικονομική σχέση του Θεού προς το καθ’ έκαστον ον.

Όποιος εξετάζει με το θεωρητικό μέρος της ψυχής την απειρία και ποικιλία των δημιουργημάτων, «δεν θα θεωρήσει ως πολλούς λόγους τον ένα Λόγο, ο οποίος συνδιακρίνεται μέσα στην αδιαίρετη διαφορά των δημιουργημάτων, ενώ παραμένει ένας [ενικός], εξαιτίας του ότι παραμένουν τα όντα μεταξύ τους αλλά και με τον εαυτό τους ασύγχυτα… και θα γνωρίσει σαν έναν τους πολλούς [λόγους] εξαιτίας της αναφοράς όλων προς Αυτόν που υπάρχει ενούσιος και ενυπόστατος και ασύγχυτος του Θεού Πατρός Λόγος». (σελ. 92) [ο ένας Λόγος που υπάρχει στα όντα τα καθιστά λόγους, αλλά χωρίς να συγχέονται και χωρίς Αυτός να συγχέεται με αυτά – αυτή ακριβώς είναι η σημασία της δημιουργίας συγκεκριμένων και καθ’ έκαστον όντων].

Η πολλαπλότητα των πολλών λόγων παραπέμπει συνεχώς στον ένα Λόγο, στον οποίο οφείλεται ο επιμερισμός τους. Ο Μάξιμος αντιτίθεται στην νεοπλατωνική έννοια της «απορροής»: «έχοντας τους λόγους των δημιουργημάτων να υπάρχουν [υφεστώτας] πριν από τους αιώνες, δημιούργησε με αγαθό θέλημα σύμφωνα με αυτούς εκ του μη όντος την ορατή και την αόρατη κτίση με λογική και σοφία, τα πάντα στην ώρα που έπρεπε, αφού δημιούργησε αλλά και ακόμα δημιουργεί, τα καθόλου [γένη και είδη] αλλά και τα καθ’ έκαστον [ατομικά όντα]». Ο π. Νικόλαος υπογραμμίζει ότι οι λόγοι υπάρχουν προαιώνια, αποτελούν αντικείμενο της αγαθής βουλήσεως του Θεού, κτίζονται στον ορθό χρόνο, και διαχωρίζονται σε καθόλου και καθ’ έκαστον λόγους. (σελ. 93) Όλα τα δημιουργημένα νοερά και λογικά όντα [άγγελοι και άνθρωποι], «εξαιτίας αυτού του λόγου σύμφωνα με τον οποίο δημιουργήθηκαν, και ο οποίος υπάρχει στον Θεό, ονομάζονται και είναι μέρος του θεού (μοίρα λέγεται και έστι Θεού) [δική μου έμφαση]».[βλέπουμε εδώ τα όντα να ανακλούν μέρος του Θεού – επομένως η ουσία τους νοείται μόνο δια της αναφοράς της στον Θεό, τα όντα δεν νοούνται αληθώς χωρίς την ανάδειξη της σχέσεως τους προς τον Λόγο. Η εμπειρική επιστήμη ως εκ τούτου δεν ασχολείται καν με την ουσία των όντων].

Ο π. Νικόλαος τονίζει ότι σύμφωνα με την παραπάνω θέση οι λόγοι διακρίνονται σαφώς από το Θεό Λόγο, αλλά και από τα όντα, τα οποία Αυτός δημιούργησε σύμφωνα με τους λόγους τους. Περαιτέρω τονίζει την αγαθή βούληση, δια της οποίας ο Θεός βούλεται τα όντα κατά τους λόγους τους. [τα όντα είναι καλά, εφόσον είναι σύμφωνα με τους λόγους τους] Επομένως, ο Άγιος Μάξιμος αναιρεί την ωριγένεια αντίληψη της δημιουργίας ως πτώσεως (σελ. 93), αλλά κυρίως θέτει τον όρο της μετοχής στον Θεό: «Γιατί όλα, καθώς έχουν γίνει από τον Θεό, μετέχουν στον Θεό κατ’ αναλογία, ή κατά τον λόγον ή κατά την αίσθησιν και την ζωτικήν κίνησιν ή κατά την ιδιότητα της ουσίας και της έξης τους». (σελ. 93-4)

Ο λόγος του όντος νοείται λοιπόν ως μετοχή Θεού: Αυτός λοιπόν που «λόγω της αυτοδύναμης άπειρης υπεροχής Του είναι άρρητος και ακατανόητος και πέρα από κάθε δημιουργία … ο ίδιος παρουσιάζεται και πολλαπλασιάζεται σε όλα όσα προέρχονται από Αυτόν, ανάλογα στον καθένα, όπως αρμόζει στον Αγαθό, και ανακεφαλαιώνει τα πάντα στον εαυτό Του … ». [Εν προκειμένω η δημιουργία εκφέρεται ως πραξη του Θεού, δια της οποίας Αυτός θέτει τον εαυτό Του ως έτερον τι, καθιστάμενος αυτό που Εκείνος δεν είναι, αλλά παραμένοντας στον εαυτό Του]. Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ότι ο ίδιος ο Λόγος παρέχει στα όντα το Είναι, ώστε και αυτά δια της κίνησής τους να μπορούν να μετέχουν του Θεού με τη συνεχή ανακεφαλαίωσή τους στον Λόγο. (σελ. 94) Πρόκειται για διαπίστωση της βαθύτατης αυτής κοινωνίας Λόγου και κτίσεως «και μέχρι των εσχάτων».

Ακολουθούν οι εξής εκπληκτικές εκφράσεις του Αγίου Μαξίμου: «ει ουν νοών εαυτόν τα όντα νοεί, αυτός έστι τα όντα» και «αι τοίνυν νοήσεις αυτού εστι τα όντα» [τα όντα είναι τα νοήματα του Θεού Λόγου∙ ο υπερούσιος ουσιώνει τα όντα νοώντας τα, η νόηση του υπερουσίου όντος παράγει ον. Ο Θεός καθιστά ον αυτό που νοεί, ενώ στον νου του ανθρώπου το ον παρίσταται μόνο υποκειμενικά ως έλλειψη της παρουσίας του]. Γι’ αυτό ο Άγιος Μάξιμος ονομάζει τους λόγους «ιδέες» ή παραδείγματα [πρότυπα] των όντων, όχι όμως ως αυθύπαρκτες ουσίες [όπως στον Πλάτωνα], αλλά υπό την έννοια των «αϊδίων νοήσεων» του Λόγου σύμφωνα με την αγαθή βούλησή Του και σύμφωνα με τον θείο σκοπό Του. (σελ. 95) [δηλαδή, τα δημιουργημένα να κοινωνούν με Αυτόν]. Ο Άγιος Μάξιμος επικαλείται εν προκειμένω και τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος ονομάζει τους λόγους «προορισμούς» και «θεία θελήματα». Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ότι με αυτόν τον τρόπο αναιρείται η πλατωνική αποκοπή των ιδεών από το Θεό και η αυτονομία τους, το ενυπόστατό τους [Κατά τον Πλάτωνα οι ιδέες είναι ουσίες. Ο Πλάτων δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της κοινωνίας τους με τα αισθητά όντα∙ ωστόσο θεωρεί ως υπέρτατη ιδέα το αγαθό, οι ιδέες εκφράζουν επομένως και στον Πλάτωνα αγαθή βούληση, αλλά χωρίς να είναι σαφής η προέλευσή τους, -καθώς δεν είναι σαφής και η προέλευση των ψυχών-, βασικά προβλήματα στον Πλάτωνα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει αληθής έννοια δημιουργίας].

Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι ο Άγιος Μάξιμος ενδιαφέρεται, σε αντιδιαστολή αφενός προς την αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση, και αφετέρου προς εκείνες τις φιλοσοφικές προσπάθειες που αφορμώνται  από τον ιουδαϊσμό (Φίλων) και τον χριστιανισμό (Ωριγένης), να αναδείξει το ελεύθερον της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό. [στους αρχαίους δεν υπάρχει ούτε δημιουργία ούτε ελεύθερη δημιουργία, αφού αυτές οι δύο έννοιες κατ’ ουσίαν ταυτίζονται] Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ότι  τόσο οι ιδέες όσο και οι σπερματικοί λόγοι αδυνατούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της εκ του μηδενός δημιουργίας του κόσμου και της ελευθερίας του Θεού κατά την δημιουργία. (σελ. 101) Το στοιχείο της αναγκαστικότητας είναι αυτονόητα εγγενές στην ελληνική σκέψη [βεβαίως, αλλά πιθανόν οι Έλληνες δεν το θεωρούσαν κατ’ ανάγκην πρόβλημα∙ πάντως στην τραγωδία ο άνθρωπος έρχεται σε σύγκρουση με το πεπρωμένο του, από το οποίο συντρίβεται] Η προκύπτουσα όμως συναιωνιότητα του κόσμου, όπως και το ότι ο κόσμος δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει, καθιστάμενος έτσι συνάναρχος του Θεού και προϋπόθεση της υπάρξεως και της ζωής του, είναι απόψεις απαράδεκτες για έναν Χριστιανό (σελ. 102-3) [αυτή είναι η ουσία του ζητήματος]

Ο Άγιος Μάξιμος ταυτίζει, όπως ειπώθηκε, λόγους και θελήματα, αποφεύγοντας έτσι την αναγκαιότητα της δημιουργίας. Ο κόσμος δημιουργείται εκ του μηδενός ως αποτέλεσμα της θελήσεως του Θεού: «την γνώση των όντων, η οποία προϋπήρχε αιδίως εντός του, ο δημιουργός, όταν θέλησε, την έφερε στην ουσία και την προέβαλε». (σελ. 103-4) Ο Άγιος Μάξιμος διαφοροποιείται από την φιλοσοφική παράδοση κατά το ότι σε αυτήν δεν απαντάται δημιουργία ουσιών [δημιουργία κατά κυριολεξία], αλλά ουσιαστικά μόνο δημιουργία ποιοτήτων, το οποίο συνεπάγεται ότι «εξ αϊδίου συνυπαρκτά τω θεω τα δημιουργήματα». [Πρόκειται για σημαντικό ζήτημα. Στον Πλάτωνα, όπως είπαμε, δεν είναι σαφές πώς προκύπτουν οι ιδέες στο ον ή καλύτερα δεν τίθεται ζήτημα. Ο αισθητός κόσμος προκύπτει (Τίμαιος) με πρότυπα τις ιδέες από τον διακοσμητή νου, τον πλατωνικό δημιουργό]

Ο π. Νικόλαος ανευρίσκει την κλείδα της κατανοήσεως της διδασκαλίας του Μαξίμου, στο ότι βλέπει τον Λόγο ως πρόσωπο, υπό την έννοια ότι Αυτός προσωπικά έχει εντός Του τους λόγους ως αγαθά θελήματα και ως εκφέροντες τον θείο σκοπό Του σύμφωνα με την προαιώνια αγαθή προαίρεσή Του. (σελ 105) [Πολύ σημαντική παρατήρηση. Ο σκοπός της δημιουργίας είναι «σκοπός», επομένως αποτέλεσμα της αυτεξουσιότητας του Θεού ως Λόγου και ως προσώπου∙ περαιτέρω είναι αγαθός σκοπός, αποβλέπει στη μετάδοση του Είναι σε όντα, τα οποία δεν μπορούν να είναι αφ’ εαυτών] Ο π. Νικόλαος σχολιάζει εύστοχα ότι η δημιουργία των όντων δια των λόγων τους είναι ελεύθερη, εφόσον αυτοί αποτελούν το υλικό της ευχαριστιακής κοινωνίας του κτιστού με την ελεύθερη και προσωπική θεία αγάπη. (σελ 106) [με άλλα λόγια, αφού ο Θεός κοινωνεί με τα κτιστά όντα, όπως μαρτυρούν οι άγιοι, σημαίνει ότι τα έχει δημιουργήσει ούτως ώστε να είναι επιδεκτικά της κοινωνίας με Αυτόν, να είναι ικανά να μετέχουν σε Αυτόν.] Ο Θεός έχει ελεύθερα δημιουργήσει τον κόσμο, και αυτό σημαίνει ότι η δημιουργία είναι εκ του μη όντος∙ επομένως δεν πρόκειται για αναγκαστική δημιουργία, αφού κανένα ον δεν προηγείται αυτής, το οποίο θα επέβαλλε περιορισμό δια της προϋπάρξεώς του στην απολυτότητα της προσωπικής αγαπητικής θείας ελευθερίας (σελ 106) [Εν τέλει δημιουργία και ελεύθερη δημιουργία ή εκ του μη όντος δημιουργία είναι το ίδιο. Αυτό μάλιστα συνεπάγεται ότι το δημιουργημένο είναι προϊόν της αγαθής θείας βούλησης, και υπάρχει, για να μετέχει του Θεού. Η ουσία του κτιστού όντος είναι εν Θεώ, είναι ο λόγος για τον οποίο αυτό είναι ό,τι είναι και προκειμένου να δύναται, αφότου ο λόγος του καταστεί πραγματική εκτός Θεού ύπαρξη, δηλαδή κτιστό ον,  να μετέχει και να κοινωνεί του Θεού].

Οι λόγοι των όντων είναι κατά τον Άγιο Μάξιμο κυρίως «λόγοι ουσιώσεως». «Η φύση των όντων έρχεται στην ύπαρξη μέσω μιας θείας τέχνης, η οποία συνιστά τα φυτά και τα ζώα και τις μεταστοιχειώσεις των στοιχείων, και εν γένει την ουσία των φυομένων, η οποία είναι αρχή κινήσεως και στάσεως [αυτών]». (σελ.107) [η ουσία των όντων έρχεται στην ύπαρξη (εις γένεσιν προϊούσα), και αυτή η ίδια συνεπάγεται κίνηση και στάση∙ τα όντα κινούνται κατά τη ουσία τους -όλα αυτά είναι αριστοτελικά. Περαιτέρω, η ουσίωση των όντων είναι θεία τέχνη, δηλαδή δημιουργική πράξη, ο Θεός πράττει δημιουργώντας, παράγοντας τα όντα εκ του μη όντος] Ακόμα, στα όντα αποτυπώνεται, όπως και στα ανθρώπινα έργα, η λογικότητα του Κτίστη τους, δηλαδή η βούληση και η διανόηση του Θεού. (σελ.107)

Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι ο κεφαλαιώδης ορισμός του λόγου στον Άγιο Μάξιμο είναι «θεία τέχνη ουσιώσεως», ο οποίος και εκφράζει τη ριζικότητα της δημιουργικής πράξεως του Θεού και τη φιλόκαλη αγαθότητά της. (σελ. 108) Σχολιάζει ακόμα ότι πρέπει να προσεχθεί και η έννοια του λόγου ως εικόνας στον Άγιο Μάξιμο: Οι λόγοι των όντων ως περιεχόμενο της θείας βουλής διατηρούν ένα είδος εικονισμού του Θεού, διάφορο από τη «φυσική εικόνα» Του, Τον Υιό, και την κατά «μίμησιν εικόνα» Του, τον άνθρωπο. Τα κτιστά είναι εικόνες των λόγων τους: «θεία παραδείγματα τους προορισμούς εκληπτέον, ων εικόνες τα της κτίσεως αποτελέσματα» (σελ. 109). Κατά τον Μάξιμο, όποιος απελευθερώνει τον νου από τις αισθητές εικόνες, θα μπορέσει να ιδεί γυμνούς τους λόγους των αισθητών, να αποκτήσει επίγνωση των τύπων των νοητών. Εκείνος που βρήκε την πνευματική καθαρότητα, «την εν τοις λόγοις των όντων εύρεν αλήθειαν». Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι η αλήθεια των λόγων είναι η εικονιστική τους υφή, αφού «οι λόγοι παρά τω Θεώ μένουσι», και αυτή καθιστά τα ομοιώματά τους, τα κτιστά, αληθή και καθαρά. (σελ. 109) Ο Θεός γνωρίζει τα όντα σύμφωνα με αυτή τους την καθαρότητα, κατά τον Μάξιμο. Ο Θεός δεν αντιλαμβάνεται τα όντα, όπως αυτά αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, αλλά Αυτός γνωρίζει τα όντα σαν δικά του θελήματα (ως ίδια θελήματα Αυτόν γιγνώσκειν τα όντα φαμεν) [και ως δικά του ενεργήματα θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος, καθώς τα όντα κατόπιν της δημιουργίας τους υπάρχουν κατ’ ιδίαν]. Τα κτιστά λοιπόν όντα είναι απολύτως οντολογικά εξαρτημένα από το θείο θέλημα, και επειδή αυτό είναι ελεύθερο, τα κτιστά προέρχονται από την ελεύθερη θέληση του Θεού.

Επίσης, επειδή οι αιτίες των όντων, δηλαδή οι λόγοι της φύσεώς τους [με άλλα λόγια η αληθής ουσία τους], προέρχονται «παρά της θείας φύσεως», αυτή η τελευταία είναι η φύση «καθόλου», αφού «εξ αυτής έφυ τα όλα». Το μη ον, το μηδέν, δηλώνει την μη ύπαρξη σχετικού λόγου στον Θεό, είναι επομένως το μη δημιουργηθέν, το παρά την θέλησιν του Θεού. (σελ. 111) Γι’ αυτό οι λόγοι είναι λόγοι τελείων και όχι ατελών φύσεων [Πολύ σημαντική παρατήρηση. Το παρά Θεού δημιουργηθέν έχει τέλεια την φύση, διότι αντιστοιχεί σε κάποιο λόγο των όντων, ο οποίος με τη σειρά του είναι εικών του Θεού]. Επομένως, το κακό ούτε υπάρχει ούτε προέρχεται από τον Θεό, αλλά είναι αναίτιο, άσκοπο, αφού είναι ά-λογο [χωρίς λόγο]. «Αφού λοιπόν το κακό είναι παρά φύσιν, δεν θα υπάρχει για τη φύση του λόγος», μας λέει ο Μάξιμος.

Ο π. Νικόλαος εξάγει το συμπέρασμα ότι στο Θεό δεν υπάρχει το μηδέν, και Αυτός δεν ταλανίζεται από δυσαρμονία ανάμεσα στη βούλησή Του και στην ευδοκία Του, και γι’ Αυτόν δεν υπάρχει κάτι μη-θελητό ή αναγκαστικό. Αυτός λοιπόν θέλει, και ό,τι δημιουργεί και μόνον αυτό είναι αληθές ον. (σελ. 111) Επίσης και στα όντα δεν υπάρχει το μηδέν, αφού και αυτά είναι τέλεια κατά την αναφορά τους στη θεία καθολικότητα, και επομένως το κακό είναι παρά-λογο και παρά φύσιν. Είναι έτσι άσκοπο και ακατανόητο με κάποια θετική σημασία (σελ. 112) Στη συνέχεια ο π. Νικόλαος επιχειρεί κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις σε σχέση με την κατανόηση του μη-όντος στην φιλοσοφία, τις οποίες, τουλάχιστον σε σχέση με τον Πλάτωνα και τον Χέγκελ, δηλαδή αναφορικά με την διαλεκτική, δεν μπορώ να ακολουθήσω. Παρόλαυτα συμφωνώ με την εξής διατύπωση: Επειδή ο άκτιστος Θεός είναι ελεύθερος, υποστασιάζοντας ελεύθερα το Είναι του, ό,τι είναι μη-Θεός ακριβώς δεν είναι, είναι απολύτως μηδέν. [Αυτή ακριβώς είναι η «έννοια» του Θεού, δηλαδή η ελευθερία Του να θέτει τον εαυτό Του, και ο,τιδήποτε θελήσει, στο Είναι]. Έτσι από τον Άγιο Μάξιμο διδασκόμαστε πως ο Θεός δεν διαθέτει εντός του τίποτε αθέλητο, τίποτε μη-ον. Επίσης ότι η γέννηση του όντος εκ του μηδενός, δεν έγινε, επειδή υπήρχε το μηδέν, αλλά λόγω της προσωπικής και αγαθής δημιουργικής βουλήσεως του Θεού. [όπως προαναφέρθηκε, οι έννοιες της δημιουργίας, της δημιουργίας «εκ του μηδενός» και της προσωπικής, δηλαδή ηθελημένης και επομένως ελεύθερης δημιουργίας συμπίπτουν].

Ο π. Νικόλαος εξηγεί μια ακόμα πλευρά της οντολογικής σημασίας των λόγων των όντων, καθώς σύμφωνα με τον Μάξιμο «όλα τα κτιστά κατά την ουσία και τη γένεσή τους βεβαιώνονται περιεχόμενα στους ιδικούς τους λόγους, όπως και σε αυτούς των όντων των ευρισκομένων έξω και γύρω τους». Επομένως οι λόγοι των κτιστών όντων εδραιώνουν και την διακοινωνία των κτιστών μεταξύ τους, καθώς αλληλοπεριέχονται και αλληλοπροσδιορίζονται. (σελ. 116) [Πολύ σημαντικό ζήτημα του οποίου την σημασία θα δούμε στο δεύτερο μέρος αυτής της παρουσίασης: τα όντα είναι αυτά που είναι δια της μεταξύ τους κοινωνίας, όχι απομονωμένα και χωριστά, και μόνον σε αυτήν επιτυγχάνουν το ουσιώδες είναι τους] Ο π. Νικόλαος εκθέτει και άλλες πολύ σημαντικές διακρίσεις που εισάγει ο Άγιος Μάξιμος: ο λόγος κάθε όντος αφορά τόσο την ουσία του, όσο και την συνεπαγόμενη δύναμη και ενέργεια [με βάση τις αντίστοιχες αριστοτελικές διακρίσεις]. Μία εξέχουσας σημασίας διάκριση είναι ότι έχουμε λόγους γενών, ειδών και καθ’ έκαστον όντων, αλλά και διάκριση των λόγων κατά την φύση [το καθόλου] και την υπόσταση [το ατομικό].

Με βάση την ερμηνευτική προσέγγιση του Florovsky, κατά τον οποίο η κεντρική ιδέα στον Άγιο Μάξιμο είναι ότι όλος ο κόσμος είναι μια αποκάλυψη του Θεού, θεμελιωμένη στη σκέψη και τη θέλησή Του, η οποία ολοκληρώνεται δια της ενσαρκώσεως, ο π. Νικόλαος παρατηρεί ότι ο Χριστός είναι για τον Άγιο Μάξιμο το κριτήριο δια του οποίου μπορούν να ερμηνευθούν τα πάντα. (σελ. 116-7) Μπορούμε να διακρίνουμε δηλαδή μια σειρά τριών σαρκώσεων ή «παχύνσεων» του Λόγου∙ πρώτον, την σάρκωσή Του δια των λόγων των όντων [ο Λόγος εξωτερικεύεται κρυπτόμενος στα όντα ως ο λόγος τους]∙ δεύτερον, την σάρκωσή Του μέσα στους πιστούς με τις αρετές∙ τρίτον, την σάρκωσή Του μέσα στις Γραφές. Σε αυτές φανερώνεται μέσω συμβόλων και περιγραφών και ιστοριών, καθώς οι άνθρωποι «δεν μπορούν με γυμνό τον νου να εννοήσουν τα νοητά, και έτσι συζητά μαζί τους με το συνήθη σε αυτούς τρόπο, με ιστορίες και αινίγματα και παραβολές». (σελ. 118) Αυτές οι τρεις ενσαρκώσεις σχετίζονται, όπως σχολιάζει ο π. Νικόλαος, με τους τρεις νόμους, τον φυσικό, τον γραπτό, και τον νόμο της χάριτος και αποσκοπούν στην τελική φανέρωση του καινού κόσμου της βασιλείας του Θεού. Αυτό που πρέπει πάντως να μην λησμονούμε είναι ότι η ταύτιση των λόγων με τα αναφερθέντα θελήματα και τον άγιο σκοπό του Θεού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευχαριστιακή ενσάρκωση του Λόγου, διότι αυτή φανερώνει σε εμάς την ιστορική Του ενσάρκωση, από την οποία μπορούμε να συμπεράνουμε την έσχατη και απροϋπόθετη βουλή του Θεού για την κτίση [Σημαντική παρατήρηση. Η θεία κοινωνία καταδεικνύει την αλήθεια των όντων ως κοινωνία, η οποία καθίσταται δυνατή και πραγματική δια των λόγων τους, του θεϊκού δηλαδή στοιχείου εντός τους].

 

Είναι, ευ είναι, αεί είναι

Μια πολύ σημαντική πλευρά της εκθέσεως της διδασκαλίας του Μαξίμου από τον π. Νικόλαο, αφορά στις τριάδες που σχηματίζονται με βάση την τριμερή διάκριση «είναι, ευ είναι, αεί είναι». Ο Άγιος Μάξιμος διακρίνει δηλαδή λόγο του είναι, λόγο του ευ είναι και λόγο του αεί είναι σε κάθε ον∙ και οι τρεις αυτές πλευρές του λόγου ενός όντος είναι εν Θεώ. Σε ένα πολύ όμορφο χωρίο αναφέρονται τα εξής: «και έστι ο άνθρωπος μοίρα Θεού, ως ων δια τον εν τω Θεω του είναι αυτού λόγον [ο άνθρωπος είναι μέρος του Θεού, αφού είναι εξαιτίας του λόγου που υπάρχει γι’ αυτόν μέσα στον Θεό] και ως αγαθός δια τον εν Θεώ του ευ είναι αυτού λόγον [και είναι αγαθός εξαιτίας του λόγου του ευ είναι που υπάρχει γι’ αυτόν μέσα στον Θεό] και ως Θεός δια τον εν Θεώ του αεί είναι αυτού λόγον [και είναι ως Θεός εξαιτίας του λόγου του αεί είναι που υπάρχει γι’ αυτόν μέσα στον Θεό]». (σελ. 121) [ο λόγος του  όντος ενός ανθρώπου περιέχει επομένως αυτόκλητα και τις διαστάσεις του ευ είναι, αλλά και του αεί είναι∙ ο λόγος του καθ’ έκαστον ανθρώπου εμπεριέχει τη δυνατότητά του να θεωθεί δια της χάριτος].

Η παραπάνω τριάδα υπανίσσεται, όπως παρατηρεί και ο π. Νικόλαος, ότι κάθε ον κατά τον λόγο του περιέχει τις συνιστώσες της γενέσεως, της κίνησεως και της στάσεως (2η τριάδα, σελ. 122) Όπως εξηγεί ο Άγιος Μάξιμος, «γενητά υπάρχει τα λογικά και κινείται πάντως, ως εξ αρχής κατά φύσιν δια το είναι, προς τέλος κατά γνώμην δια το ευ είναι κινούμενα» [εν προκειμένω όλη η ορολογία είναι αριστοτελική: εμφανίζεται τόσο το ποιητικό όσο και το τελικό αίτιο ως αιτία της κινήσεως, μόνο που, όπως θα δούμε αργότερα, η τελολογία διαπλέκεται με το αυτεξούσιο]. «Τέλος γαρ των κινουμένων κινήσεως το εν τω αεί ευ είναι, όπερ και αρχή αυτό το είναι, όπερ εστι ο Θεός, ο και του είναι δοτήρ και του ευ είναι χαριστικός» [Πολύ σημαντικό στοιχείο. Στην αρχή και το τέλος της κινήσεως του όντος είναι ο λόγος του, ο οποίος είναι εν τέλει το θείο εντός του∙ ο Θεός που καθιστά τη φύση του όντος δυνατή, την καθιστά και κινητική, ώστε να τον προσεγγίζει].

Στα λογικά όντα η κίνηση που προσιδιάζει στη φύση τους, διαβαίνει μέσω της γνώμης προς το ευ είναι [θα δούμε αργότερα πώς αυτή συναρτάται με το γνωμικό θέλημα] και σταματά στην πλήρωση του αεί ευ είναι (3η τριάδα, σελ. 122) Η τέταρτη τριάδα μπορεί να νοηθεί ως τριπλή γέννηση του ανθρώπου: γέννηση, βάπτισμα, ανάσταση. (4η τριάδα, σελ. 122-3) Η τέταρτη τριάδα περιέχει τους όρους αγαθότης Θεού, αγάπη Θεού και πρόνοια Θεού∙ στην πρώτη οφείλεται το είναι, στην δεύτερη το ευ είναι και στην τρίτη το αεί ευ είναι, η θέωση (5η τριάδα, σελ. 123) Στην έκτη τριάδα ανήκουν οι όροι ουσία, προαίρεση, χάρις. Είναι προφανές ότι στην ουσία αντιστοιχεί το είναι, στην προαίρεση το ευ είναι, και στην χάρη το αεί ευ είναι. (6η τριάδα, σελ. 123) Η έβδομη τριάδα αποτελεί παραλλαγή της έκτης: ουσία, προαίρεση, χάρις. [εκτός της εννοίας της χάριτος, η υπόλοιπη ορολογία είναι αριστοτελική]. Όγδοη τριάδα: δύναμη, ενέργεια, αργία [επανάληψη της αριστοτελικής αντίληψης της κινήσεως με την χριστιανική συνιστώσα της πληρώσεως]. (8η τριάδα, σελ. 124) Το ίδιο μοτίβο θεωρημένο «χωρικά» μεταφράζεται σε παρών τόπος, μετά θάνατον τόπος, και μέλλων αιών. (9η τριάδα, σελ. 124) Από την άποψη της θεωρητικής πλευράς του ανθρώπου έχουμε τους όρους: πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία, θεολογική μυσταγωγία. (10η τριάδα, σελ. 125) Αξίζει να αναφέρουμε ότι με την πρακτική φιλοσοφία οι πιστοί καθαίρονται από το σαρκικό φρόνημα, ενώ ήδη με τη φυσική θεωρία, η οποία αντιστοιχεί στο ευ είναι, οι πιστοί θεωρούν τους πνευματικούς λόγους των όντων αφού έχουν απαλλαγεί από κάθε φανταστική ή αισθητική παράσταση. Στο ευ είναι αντιστοιχεί η αναφερθείσα θεολογική μυσταγωγία κατά την οποία οι πιστοί «αρρήτοις νοός κινήμασι μορφίζονται, τί το πλάτος και μήκος και βάθος και το υπερβάλλον εις ημάς μέγεθος της του Θεού σοφίας». [φαίνεται πώς οι άγιοι άνθρωποι σε αυτήν την κατάσταση ενότητας με το θείο αποκτούν με θεοειδή θεωρία, εντός της οποίας μπορούν να ορούν τα όντα ως προσδιορισμούς του Θεού] Στην δέκατη τριάδα παραλληλίζεται η ενδέκατη, όπου ως θεωρητικές δυνάμεις εμφανίζονται οι όροι, πρακτικόν της ψυχής, λόγος και νους (11η τριάδα, σελ. 125). [Φαίνεται πώς ο Άγιος Μάξιμος αποδίδει στην αναφερθείσα θεοειδή θεωρία τον όρο «νους»]

Ο π. Νικόλαος προχωρεί σε κάποιες συνοπτικές παρατηρήσεις: Ο λόγος του είναι των όντων τα οδηγεί στην εν χρόνω ύπαρξη, στη δημιουργία. Με αυτήν τους έχει δοθεί η φύση, η ουσία τους, η οποία περιέχει την πρωταρχική δύναμη προς πνευματική ανέλιξη μέσω της δράσεως στον παρόντα αιώνα δια της πρακτικής φιλοσοφίας. Ο λόγος του ευ είναι πραγματώνεται ως κατόρθωμα της κινήσεως των λογικών όντων με ορθή κατεύθυνση της γνώμης τους και είναι δώρο της αγάπης του Θεού. Αυτή η χάρη όμως τίθεται σε ενέργεια, εφόσον ο άνθρωπος έχει την αγαθή προαίρεση. Η πλήρης πράγματωση πάντως του ευ είναι καθίσταται δυνατή μετά θάνατον. Στον παρόντα κόσμο ο πιστός δια της νεκρώσεως του σαρκικού φρονήματος φτάνει στη «φυσική θεωρία» των ακτίστων λόγων των όντων, καθώς φωτίζεται η λογική δύναμη της ψυχής του. Τέλος, ο λόγος του αεί ευ είναι πραγματώνεται ως δωρεά Θεού στον μέλλοντα αιώνα και ως επιβράβευση της ορθής επιλογής και της αγαθής προαιρέσεως κατά το παρόν στάδιο. Αυτή η κατάσταση της πληρώσεως επέρχεται ως στάσις και αργία αεικίνητος εν μέσω της άπειρης αγαθότητας και δόξας του Θεού. Αυτή συνιστά θεολογική μυσταγωγία που έχει ως όργανό της την ακρότατη των δυνάμεων της ψυχής, τον «θεόπτη νου». (σελ. 126-7)

Η κακή εκδοχή της αναφερθείσης υπαρξιακής εξελίξεως οδηγεί δια της διεστραμμένης κινήσεως της προαιρέσεως στο αεί φευ είναι, η οποία προέρχεται από την παρά φύσιν χρήση των δυνάμεων της φύσεως [της ανθρώπινης]. Όπως σημειώνει ο Άγιος Μάξιμος, «ο Θεός θα αποκαταστήσει άπαντες αναφορικά με το είναι και το αεί είναι τους, αλλά αναφορικά με το αεί ευ είναι μόνο τους αγίους αγγέλους και ανθρώπους». (σελ. 127) Κατά τον Άγιο Μάξιμο η εκκλησία γνωρίζει τρεις αποκαταστάσεις: η πρώτη είναι αποκατάσταση του καθενός με την εκπλήρωση του λόγου της αρετής, η δεύτερη είναι η αποκατάσταση όλης της φύσεως στην αφθαρσία [μετά την Δευτέρα Παρουσία] και η τρίτη είναι η αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής στην προπτωτική τους φυσική κατάσταση. [εδώ βλέπουμε ότι η αφθαρσία δεν συνεπάγεται παράδεισο, μπορεί να σημαίνει και κόλαση] Ο π. Νικόλαος επιστρατεύει εν προκειμένω και μια ερμηνεία του Florovsky, κατά την οποία στους αμαρτωλούς η αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής θα σημαίνει την επίγνωση μεν του Θεού, αλλά όχι την μετοχή σε αυτόν, και η αυτή η συνείδηση της έλλειψης κοινωνίας με τη Ζωή δια της απορρίψεως της αγάπης του Θεού, θα οδηγεί αυτούς σε μια αυτοκόλαση που θα οφείλεται στην διεστραμμένη κίνηση της γνώμης τους [του γνωμικού θελήματός τους, όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος αυτή της παρουσιάσεως]. (σελ. 128)

Στην «όγδοη ημέρα» της κτίσεως «ο Θεός θα παράσχει το αεί ευ είναι σε εκείνους που χρησιμοποίησαν κατά φύσιν τον λόγο του είναι τους κατά την προαίρεσή τους, επιδημώντας ολόκληρος σε ολόκληρους αυτούς και προσφέροντας τους τη μέθεξή Του…» [εδώ συναντάμε την εξύψωση της ατομικότητας σε ολότητα βλ. «τι είναι έννοια» περί της ατομικής ολότητας] «σε εκείνους δε που χρησιμοποίησαν παρά φύσιν τον λόγο του είναι τους … θα τους παραχωρήσει το αεί φευ είναι, καθώς δεν μπορεί να χωρέσει σε αυτούς το ευ είναι, αφού διάκεινται ενάντια προς αυτό» (σελ. 129) [βλέπουμε εν προκειμένω την σημασία της ορθής γνώσης του όντος. Ο αμαρτωλός διαστρέφει το νόημα του όντος, εχθρεύεται την αλήθεια.] Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι ο Άγιος Μάξιμος θεωρεί το αεί ευ είναι ως το κατ’ εξοχήν είναι, η οντολογία του είναι επομένως εσχατολογική. Σημειώνει επίσης ότι πρόκειται για μια οντολογία μη-φιλοσοφική καθώς δεν θεμελιώνεται στις «αρχές» των όντων. Πρόκειται για οντολογία αποκαλυπτική και εσχατολογική.

Στην συνέχεια παρατίθεται ένα εξαίρετο χωρίο από τον Άγιο Μάξιμο: «διότι για αυτόν τον λόγο ο Θεός μας εδημιούργησε, για να γίνουμε κοινωνοί της θείας φύσεως και μέτοχοι της αϊδιότητάς Του∙ και να φανούμε όμοιοι με Αυτόν κατά την εκ της χάριτος θέωση… [ο Θεός δεν αποκλείει τα όντα από τον εαυτό του∙ τώρα, εάν θέλει κανείς να επιμένει ότι οι άγιοι εν τέλει δεν μετέχουν κατά την όγδοη ημέρα της θείας φύσεως –αφθαρτοποίηση-, τότε ο Άγιος Μάξιμος θα πρέπει να έχει κάνει λανθασμένη επιλογή λέξεων] … εξ αιτίας λοιπόν αυτής έχει συμβεί η όλη σύσταση των όντων και η συντήρησή τους, και η παραγωγή και η γένεση των μη όντων» [μάλλον εννοεί: των όντων εκ των μη όντων]. (σελ. 130)

Ο π. Νικόλαος συνδέει την έννοια της θεώσεως με αυτήν της ευχαριστίας, αφού, σύμφωνα τον Μάξιμο, κατά την θεία Μετάληψη έχουμε «κοινωνία τε και ταυτότητα [με τον Θεό], δι’ ης γενέσθει Θεός εξ ανθρώπου καταξιούται ο άνθρωπος». Η εμπειρία που παράσχει λοιπόν η θεία ευχαριστία αποτελεί και την εμβάθυνση στον έσχατο λόγο των όντων κατά τον Μάξιμο, όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος. Η εκπλήρωση των δυνατοτήτων του είναι τους λαμβάνει χώρα κατά την ευχαριστιακή ενσωμάτωση και προσκομιδή τους στον Θεό, η οποία αρχίζει από αυτόν τον κόσμο. (σελ. 131)

πηγή: Aντίφωνο





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου