Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                                         ΤΟ ΑΞΙΩΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ


   





ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ VIRGIL GEORGIOU
από το βιβλίο " η εικοστή πέμπτη ώρα"

                                            

                                               Πατέρας μου και πατέρας όλων

Τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής: Ήταν Κυριακή. Για μας κάθε Κυριακή είναι Πάσχα. Είναι η μέρα της Αναστάσεως. Η Κυριακή δεν μοιάζει με καμμιά απ’ τις άλλες μέρες, όπως και το Πάσχα δεν μοιάζει με τις άλλες γιορτές, όσο μεγάλες κι είναι, όπως ακριβώς το φεγγάρι δεν μοιάζει με κανένα από τα εκατομμύρια αστέρια που υπάρχουν γύρω του. Επειδή λοιπόν δίνομε μια τέτοια σημασία στις Κυριακές, οι εβδομάδες στην πατρίδα μου μοιάζουν να έχουν μια μέρα περισσότερο απ’ ότι έχουν αλλού. Ξέρομε πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι μέρες και πως η έβδομη μέρα ήταν το Σάββατο. Αλλά ύστερα από τις επτά αυτές μέρες ήρθε ήλθε η Κυριακή. Dies Octava, η όγδοη ημέρα. Γιατί μια Κυριακή ήταν που ο Ιησούς Χριστός με την Ανάστασί του ωλοκλήρωσε την καινούργια αυτή δημιουργία – είναι η πιο σπουδαία απ’ τις επτά πρώτες μέρες. Και δεν οφείλεται στο ότι έχομε γευθή τη Θεολογία, που μετρούμε την Κυριακή σαν όγδοη μέρα. Και οι αρχαίοι διδάσκαλοι και Πατέρες της Εκκλησίας το ίδιο έκαναν. Και η dies octava, η όγδοη μέρα της εβδομάδας είναι μια ανάμνησις που μας άφησαν οι άγιοι κατάδικοι, τους οποίους έστελναν τους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες στα χρυσορυχεία της πατρίδος μου και οι οποίοι μας έφερναν το Ευαγγέλιο και το βάπτισμα.

Ήταν λοιπόν μια Κυριακή. Μετά τη θεία Λειτουργία. Παρατηρούσα τους χωρικούς που έβγαιναν από την εκκλησία. Ο πατέρας μου στεκόταν στα σκαλοπάτια και χαιρετούσε κάθε πιστό. Όλο το χωριό ήταν εκεί. Γιατί, την Κυριακή, κανείς ποτέ δεν λείπει από τη θεία Λειτουργία. Ήταν ακόμη εκεί και οι ορεσίβιοι γέροντες με τις λευκές τους γενειάδες, ζωντανές μορφές των πατριαρχών της Βίβλου, οι γυναίκες, οι άντρες και τα παιδιά. Όλοι με τα ρούχα της Κυριακής, με φορεσιές λινές ή μάλλινες πάντοτε όμως άσπρες σαν το γάλα και σαν το χιόνι. Το λευκό είναι το εθνικό χρώμα στην Pedrodava. Για όλες τις ηλικίες και για τα δύο φύλα. Αλλά η καθαριότης του λευκού χρώματος των ρούχων ήταν ασήμαντο πράγμα μπροστά στην αγνότητα των βλεμμάτων και των μορφών. Όλοι οι πιστοί καθώς έβγαιναν απ’ τη θεία Λειτουργία έμοιαζαν μεταμορφωμένοι, απαλλαγμένοι από κάθε γήινη ασχολία, αγιασμένοι. Και κάτι πιο πολύ από αγιασμένοι: θεωμένοι… Ήξερα γιατί όλες οι μορφές ήταν ωραίες και γιατί όλα τα βλέμματα ήταν λαμπερά. Γιατί οι άσχημες γυναίκες ήταν όμορφες. Οι τραχείς ξυλοκόποι ακτινοβολούσαν στα μάγουλα τους και στα μέτωπά τους ένα φως που έμοιαζε με το φωτοστέφανο των αγίων. Τα παιδιά ήταν σαν άγγελοι. Βγαίνοντας από τη θεία Λειτουργία όλοι οι άντρες και όλες οι γυναίκες του χωριού μας ήταν Θεοφόροι, φορείς δηλ. του Θεού. Είχαν όλοι κοινωνήσει. Και μέσα στις αρτηρίες τους έτρεχε το αίμα του Θεού. Θεωμένοι. Βέβαια οι άνθρωποι αυτοί ήταν χωρικοί αγροίκοι, άθλιοι και πτωχοί. Ήξεραν τι ήταν. Γι’ αυτό πριν κοινωνήσουν έλεγαν την ακόλουθη προσευχή:

«Κύριε, ο Θεός μου, οίδα, ότι ουκ ειμί άξιος ουδέ ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής…

Και ως κατεδέξω εν σπηλαίω και φάτνη αλόγων… και εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού… ούτω καταδέξαι εισελθείν εις τον οίκον της ταπεινής μου ψυχής, του λεπρού και αμαρτωλού».

Και ο Θεός, ύστερα από τη θεία Κοινωνία, είχε εισέλθη «υπό την στέγην» κάθε ψυχής, σ’ όλες τις ψυχές του χωριού μας. Και βγαίνοντας από την εκκλησία έφεραν τον Θεό μέσα τους. Και βάδιζαν με προφύλαξι, όπως βαδίζουν όταν μεταφέρουν κάποιο πράγμα ανεκτίμητο. Και ήταν έτσι θεοφόροι, φορείς του Θεού. Όταν κανείς μεταφέρη μια λάμπα ή ένα κερί, το πρόσωπό του φωτίζεται από τη φλόγα. Όταν φέρη κανείς μέσα του τον Θεό, το Φως των φωτών, φωτίζεται εσωτερικά με τέτοιον τρόπο ώστε όλη η σάρκα του και όλο το σώμα του μεταμορφώνονται, εξωραΐζονται. Όλοι γνωρίζομε πως οι καλλιτέχνες επάνω στη σκηνή, καθώς ερμηνεύουν το ρόλο τους, μεταμορφώνονται κυριολεκτικά, όταν τους αγκαλιάζουν τα φώτα των προβολέων. Κάτω απ’ τον έντονο αυτό φωτισμό με δυσκολία θα αναγνώριζε κανείς το γυιό του ή την κόρη του. Τόσο πολύ αλλάζουν. Με την ίδια ακριβώς δυσκολία αναγνώριζα και εγώ τους κατοίκους του χωριού μας, όταν έβγαιναν απ’ την εκκλησία, φέρνοντας το Θεό «υπό την στέγην της ψυχής των». Τόσο ήταν ωραίοι, λαμπροί, υπέροχοι… Ποτέ μου δεν είδα ούτε δέρμα ούτε σάρκα πιο όμορφα όσο στις μορφές των θεοφόρων, των ανθρώπων που φέρουν μέσα τους το εκθαμβωτικό φως του Θεού. Η σάρκα τους ήταν θεωμένη, χωρίς βάρος και όγκο, μεταμορφωμένη από το φως του θείου Πνεύματος.

Παρατηρούσα λοιπόν την κίνησι των χωρικών φορέων του Θεού, όπως παρατηρεί κανείς ένα θέαμα. Και όπως κάθε θεατής, που παρευρίσκεται σε ένα θέαμα, ήμουν γοητευμένος.

Όλοι οι χωρικοί, που σαν το διαμάντι, ακτινοβολούσαν το φως, πλησίαζαν τον πατέρα μου. Σταματούσαν μπροστά του σε μια μικρή απόστασι. Υποκλίνονταν όπως μπροστά σε μια εικόνα. Και αυτό μου φαινόταν φυσικό. Γιατί ο πατέρας μου ήταν μια εικόνα. Έπειτα οι πιστοί, τεντώνοντας τα δυο τους χέρια με τις παλάμες ενωμένες σε σχήμα ποτηριού, δέχονταν το δεξί χέρι του πατέρα μου, όπως δέχεται κανείς ένα άγιο λείψανο, και το έφεραν ευλαβικά στα χείλη τους, το ασπάζονταν, όπως ασπάζεται κανείς τον ευλογημένο άρτο, την αναφορά, πριν τη φάη. Ο πιστός, φιλώντας το δεξί χέρι του πατέρα μου, έλεγε:

-Ευλόγησε με, πάτερ μου.

Και ο πατέρας μου απαντούσε:

-Ο Θεός να σε ευλογή, παιδί μου.

Ήταν η πρώτη φορά που το μάθαινα αυτό: Όλοι οι άνθρωποι έλεγαν τον δικό μου πατέρα «πατέρα μου»! Και κείνος – ο θαυμαστός και σεβαστός πατέρας μου – έλεγε όλους τους κατοίκους του χωριού «παιδί μου»!

Η έκπληξις με συνεκλόνισε. Ήταν απίστευτο. Η πρώτη μου αντίδρασις ήταν ν’ αρνηθώ να πιστεύσω μια τέτοια υπερβολή. Είπα πως δεν είχα ακούσει καλά. Ένα τέτοιο πράγμα δεν μπορούσε να είναι αληθινό. Αν και ήμουν ακόμη πολύ μικρός ήξερα κιόλας πως δεν πρέπει κανείς να εμπιστεύεται στις αισθήσεις, γιατί το μάτι σε ξεγελάει και το αυτί σου λέει ψέματα. Πλησίασα λοιπόν τον πατέρα μου. Κόλλησα επάνω στα γόνατά του. Και αμέσως το πληροφορήθηκα. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία. Το απίστευτο πράγμα ήταν αληθινό: όλοι οι χωρικοί, φιλώντας το δεξί χέρι του πατέρα μου, τον έλεγαν «πατέρα μου». Τον δικό μου πατέρα τον έλεγαν όλοι «πατέρα». Και κείνος – ο θαυμαστός, ο σεβαστός μου πατέρας – έλεγε «παιδί μου» όλους τους χωρικούς. Έκλεισα τα μάτια μου για να μη βλέπω πια ένα τέτοιο θέαμα. Ξέσπασα σε λυγμούς και έφυγα. Όσο μπορούσα μακρύτερα. Για να μην ακούω και να μη βλέπω πια. Μια τέτοια αδικία ήταν αβάσταχτη για την εύθραυστη και μικρή ύπαρξί μου. Ύστερα απ’ αυτή τη μέρα εξέταζα προσεκτικά τα παιδιά των γειτόνων μου. Ήταν παιδιά της ίδιας ηλικίας με μένα. Και κυττάζοντας τα, ξεσπούσα κα πάλι σε λυγμούς. Γιατί καθένα απ’ τα παιδιά αυτά – αντίθετα από μένα – είχε το δικό του πατέρα. Αποκλειστικά δικό του. Όχι όπως εγώ. Γιατί εγώ είχα ένα πατέρα που έπρεπε να μοιράζωμαι με όλο το χωριό. Και κανείς, κανείς στον κόσμο ολόκληρο, δεν μπορεί να φαντασθή τον πόνο που μπορεί να δοκιμάση ένα πολύ μικρό πλάσμα, ανακαλύπτοντας πως ο λατρεμένος πατέρας του είναι πατέρας όλου του κόσμου. Αυτό ήταν πολύ χειρότερο από το να μη είχα καθόλου πατέρα…






                                                      Δάκρυα και θεολογία.

Το μεσημέρι της μέρας εκείνης δεν θέλησα να φάω. Κρύφτηκα. Και έκλαιγα για τη δυστυχία μου. Ο πατέρας μου ήλθε για να με παρηγορήση.

  • Γιατί κλαις; με ρώτησε.

  • Όλα τα παιδιά του κόσμου έχουν το δικό τους πατέρα, εκτός από μένα, είπα.

  • Εσύ, κι εσύ έχεις ένα πατέρα. Εγώ είμαι ο πατέρας σου.

- Ναι, είσαι ο πατέρας μου. Αυτό είναι σωστό. Αλλά δεν είσαι αποκλειστικά δικός μου πατέρας. Είσαι ο πατέρας όλων των ανθρώπων. Μη μου πης πως αυτό δεν είναι σωστό. Και συνέχιζα να κλαίω. Είσαι πατέρας ακόμη και κείνων που είναι πιο μεγάλοι από σένα στην ηλικία. Τους άκουσα και τους είδα. Πατέρας των γερόντων! Τους αποκαλούσες «παιδιά σου». Είσαι ο πατέρας όλου του κόσμου. Πατέρας του καθενός. Είσαι ακόμη πατέρας των κακών και βρωμερών ανθρώπων.

Η δυστυχία μου με εμπόδιζε να μιλώ. Μια θηλειά μ’ έπνιγε στον λαιμό. Και οι λέξεις σταμάτησαν να βγαίνουν απ’ το στόμα μου. Κι’ είχα δίκιο να είμαι δυστυχής. Γιατί αγαπούσα τον πατέρα μου. Και όταν αγαπά κανείς ένα πράγμα θέλει να του ανήκη αποκλειστικά. Όταν κανείς αγαπά ένα λειβάδι, ένα κήπο, ένα ζώο ή ένα πράγμα θέλει να το έχη στην απόλυτη κατοχή του. Το να κατέχης και να σου ανήκη ένα πράγμα που αγαπάς είναι νόμος της φύσεως. Αυτός που αγαπά είναι έτοιμος να πληρώση οποιαδήποτε τιμή και να κάνη οποιαδήποτε θυσία για να κάνη δικό του το πράγμα που αγαπά. Όταν ένας άντρας αγαπά μια γυναίκα την παντρεύεται και την κάνει «γυναίκα του»… Όταν αγοράζω ένα σπίτι, γίνεται «το σπίτι μου». Έτσι είναι καμωμένη η ανθρώπινη φύσις. Ο κολλεκτιβισμός, κι αν ακόμη είναι πιο δίκαιος και πιο δικαιολογημένος απ’ την προσωπική ιδιοκτησία, δεν μπόρεσε να μπολιαστή στην ανθρώπινη φύσι. Και η χριστιανική Εκκλησία επεχείρησε να πραγματοποιήση την κοινοκτημοσύνη και τον κολλεκτιβισμό, καταργώντας την ατομική ιδιοκτησία. Όμως απέτυχε. Όπως απέτυχαν όλες, απόλυτα όλες, οι προσπάθειες του είδους αυτού. Το αποτέλεσμα των πειραμάτων αυτών είναι ότι κάνουν δυστυχείς μέχρι θανάτου εκείνους που υποχρεώνουν να τα υποστούν. Η χριστιανική Εκκλησία εγκατέλειψε μια για πάντα την ουτοπία αυτή : το να πραγματοποιήση δηλ. την κοινοκτημοσύνη επί της γης. Την εγκατέλειψε όχι βέβαια χωρίς λύπη, αλλ’ οπωσδήποτε χωρίς καμμιά αμφιβολία. Και διακηρύττει πως η ατομική ιδιοκτησία είναι ένας απαραίτητος θεσμός, τουλάχιστον για τον απατηλό αυτόν κόσμο… Πρέπει να ανέχεσαι την κατάστασι αυτή των πραγμάτων, σαν μια παραχώρησι στην ανθρώπινη αδυναμία και όχι να την χειροκροτής σαν ευκταία καθ’ εαυτή. Το ιδανικό – εάν βεβαία η ανθρώπινη φύσις μπορούσε να φθάση σ’ αυτό – είναι η κοινοκτημοσύνη. Communis enim usus omnium, quae sunt in hoc mundo, omnibus esse depuit.

Πάντως όταν κανείς αγαπά ένα πράγμα δεν μπορεί να το παραχωρήση και το παραδώση στην κοινή χρήσι.

-Εγώ σε αγαπώ τόσο πολύ! Και τώρα ανακαλύπτω πως είσαι πατέρας όλου του χωριού, είπα.

Τα δάκρυα μου κάποτε σταμάτησαν. Κι όμως υπήρχαν κι άλλα δάκρυα να κυλήσουν.

-Πες μου, γιατί είσαι ο πατέρας όλων των ανθρώπων; Το ποθούσα τόσο πολύ να είχα κι εγώ ένα δικό μου πατέρα. Απόλυτα δικό μου… Όπως τα’ άλλα παιδιά. Γιατί λοιπόν δεν ανήκεις αποκλειστικά σε μένα;

-Είμαι πατέρας όλων γιατί είμαι ιερεύς, απάντησε ο πατέρας μου.

Είχε βαθειά στεναχωρηθή για μένα, χωρίς όμως να μπορή ν’ αλλάξη την κατάστασι αυτή.

-Πώς λοιπόν είσαι πατέρας όλων; ξέσπασα πάλι. Είσαι ακόμη πατέρας και των ανθρώπων που δεν κατοικούν στο χωριό μας;

Και το ρώτησα αυτό γιατί, μέχρι τότε, δεν είχα δη παρά μονάχα τους κατοίκους του χωριού μας να τον ονομάζουν «πατέρα».

-Ναι, απάντησε. Είμαι ο πατέρας των ανθρώπων που κατοικούν στο χωριό μας. Και πατέρας εκείνων που κατοικούν σε άλλα χωριά και στα χωριά ακόμη που βρίσκονται στην άλλη άκρη της γης. Είμαι πατέρας ανθρώπων που ποτέ μου δεν είδα. Κι όμως είμαι πατέρας των. Και κάτι ακόμη περισσότερο : είμαι ο πατέρας των ανθρώπων που πέθαναν και είναι θαμμένοι από πολλούς αιώνες τώρα.

Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. Δάκρυα καυτά, σαν λυωμένο μέταλλο. Με πολύ δυσκολία μπόρεσα να ρωτήσω, τρομαγμένος απ’ το πρωτάκουστο γεγονός που μόλις είχα ακούσει;

-Είσαι ο πατέρας των νεκρών; Όλων των νεκρών;

Το ποτήρι της δυστυχίας μου είχε πια ξεχειλίσει. Ο πόνος μου έγινε πιο μεγάλος γιατί ο πατέρας μου μου απάντησε καταφατικά:

-Είμαι ο πατέρας των νεκρών. Είμαι ο πατέρας των ζωντανών και είμαι ο πατέρας αυτών που θα γεννηθούν αύριο, σ’ ολόκληρο τον αιώνα ή σε χίλιους αιώνες μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.

Ήμουν τόσο βαθειά θλιμμένος απ’ την τρομερή αυτή αποκάλυψι, ώστε ήμουν έτοιμος να εγκαταλείψω τον πατέρα μου. Έμοιαζα τη στιγμή εκείνη με τους προγόνους μου, τους Αθάνατους, που δεν παραδέχονταν παρά μονάχα το απόλυτο, που δεν καταλάβαιναν τις ελαφρές διαφορές, τους συμβιβασμούς, τις συμφιλιώσεις ή τις συναλλαγές. Ο Θεός μου χάρισε ένα πατέρα, ένα δώρο προσωπικό, τόσο προσωπικό όσο είναι το σώμα σας και δεν δεχόμουν να γίνη αυτός ένα κοινό πράγμα. Ήταν δικός μου. Αποκλειστικά δικός μου. Και αν δεν θα μπορούσα να τον έχω αποκλειστικά δικό μου, θα προτιμούσα να τον εγκαταλείψω. Όπως οι Αθάνατοι προτίμησαν να πεθάνουν καλύτερα παρά να ζήσουν μαζή με τους κατακτητές των. Ήμουνα τόσο μικρός που δεν ξεπερνούσα το γόνατο του πατέρα μου, όμως τον αγαπούσα και δεν ήθελα να τον έχω μοιρασμένο.

-Σ’ εγκαταλείπω, του είπα. Μια κι έχεις τόσα παιδιά, άλλα ζωντανά, άλλα πεθαμένα ή άλλα που πρόκειται να γεννηθούν, δεν έχεις ανάγκη από μένα. Δεν είμαι παρά ένα ακόμη δυστυχισμένο παιδί, ανάμεσα σ’ εκατομμύρια παιδιά, στο καθένα απ’ τα οποία λες τρυφερά : «παιδί μου».

Αλλά δεν είχα το θάρρος και τη δύναμι να φύγω. Έμενα ακίνητος , τόσο δα μικρός μπροστά στον πατέρα μου και έκλαιγα, έκλαιγα.

-Γιατί ο ιερεύς είναι πατέρας τόσων πολλών ανθρώπων; Ρώτησα.

Ο πατέρας μου σιωπούσε. Ήταν κι αυτός λυπημένος όπως κι εγώ. Ήταν ανάστατος. Δεν του είχαν έλθη ποτέ στο νου οι ερωτήσεις που του είχα κάνει. Αν και ο πατέρας του ήταν ιερεύς, όπως κι αυτός ο ίδιος. Οι ερωτήσεις μου τον γέμιζαν κατάπληξη. Ήταν ερωτήσεις εντελώς καινούργιες και απροσδόκητες. Δεν περίμενε ούτε τα δάκρυα μου ούτε τη ζήλεια μου. Ήμουνα ένα παιδί με ποιητικό χάρισμα κι ο προορισμός μου ήταν να βλέπω το βάθος των πραγμάτων. Όπως οι άλλοι άνθρωποι τα βλέπουν με τη βοήθεια των ακτίνων Χ. Ο ποιητής είναι μια ανθρώπινη ύπαρξι που ζη αποκλειστικά για να σηκώνη την αυλαία των όρων, των κανόνων, των λέξεων για να βλέπη και να δείχνη και στους άλλους αυτό που κρύβεται πίσω απ΄ την αυλαία αυτή. Ο ποιητής σχίζει κάθε ετικέττα για να δη τι βρίσκεται από κάτω. Οι άλλοι άνθρωποι ευχαριστούνται να παρατηρούν την ετικέττα.

Επιπλέον ο πατέρας μου ήταν ταραγμένος από τα δάκρυά μου και τον πόνο μου γιατί ήταν ακόμη πολύ νέος. Μόλις είχε βγη από το σεμινάριο. Ήμουνα το πρώτο του παιδί. Θάθελε πολύ να με παρηγορήση όπως παρηγορούν συνήθως τα παιδιά. Μα δεν ήθελε να μου πη μισόλογα ή ψέμματα. Δεν μπορούσε να μου απαντήση οτιδήποτε. Το να είναι κανείς χριστιανός σημαίνει πριν απ’ όλα ότι είναι σοβαρός άνθρωπος. Να μη παίρνη τίποτε στα ελαφρά. Κάθε ενέργεια του χριστιανού, ακόμη και η απάντησις που δίνει σ’ ένα παιδί που κλαίει, πρέπει να είναι κάτι το σοβαρό. Γιατί κάθε πράξις, για τον χριστιανό, δεν έχει συνέπειες μονάχα εδώ κάτω, σ’ αυτή τη γήινη ύπαρξι, αλλ’ ακόμη και κυρίως εκεί ψηλά και για πάντα. Και μέχρι την συντέλεια των αιώνων. Ένας πιστός άνθρωπος αγνοεί τελείως την υποκρισία. Με την υποκρισία και το διεστραμμένο πνεύμα μπορεί κανείς να κρύψη την πραγματικότητα απ’ τους γείτονες και τους γήινους δικαστές κι έπειτα να περιμένη την λήθη. Για τον χριστιανό είναι ακριβώς το αντίθετο. Και αυτή η ύπαρξις της υποκρισίας είναι γι’ αυτόν αδιανόητη. Γιατί ο χριστιανός γνωρίζει πως τίποτε δεν μπορεί να ξεγελάση το μάτι του Θεού, και πως η λήθη είναι αδύνατη στη μνήμη του Θεού και πως ενώπιόν του τίποτε δεν μπορεί να κρυφθή.

Ο πατέρας μου λοιπόν δεν μπορούσε παρά να μου απαντήση με σοβαρό τρόπο. Αυτό που επρόκειτο να μου πη έπρεπε ν’ αποτελή μια αξιόλογη απάντησι και ενώπιον ακόμη του Θεού. Αν και θ’ απευθυνόταν σ’ ένα τόσο μικρό παιδί. Και έκλαιγα. Ήταν η πρώτη μου μεγάλη δυστυχία. Και τα δάκρυά μου ζυμώνονταν με την θεολογία, που υπήρξε η πηγή της πρώτης μου οδύνης επί της γης…



                                      Το μεγάλο θεολογικό ειδύλλιο.

Απ’ την ημέρα αυτή και πέρα οι συζητήσεις μου με τον πατέρα μου ήταν θεολογικές. Αποκλειστικά. Γιατί η μεγάλη οδύνη μου ήταν που είχα ένα πατέρα «μαζικό». Ήξερα πως ήμουν το μοναδικό του παιδί. Κι ήμουνα ο μόνος που είχα το δικαίωμα να τον λέω «πατέρα» και πως μου ανήκε αποκλειστικά η ευτυχία να με λέη ο πατέρας μου «παιδί μου». Κι όμως αυτός έλεγε «παιδί» του όλο τον κόσμο και όλοι οι άνθρωποι τον έλεγαν «πατέρα». Σκεπτόμουνα πως αν ο πατέρας μου είχε ένα επάγγελμα όπως όλος ο κόσμος, δεν θα δοκίμαζα αυτόν τον τρομερό πόνο. Και θα είχα ένα πατέρα αποκλειστικά δικό μου. Το ήξερα και υπέφερα για την τύχη μου να είμαι παιδί ενός ιερέως. Κι όμως παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν θέλησα να ήταν ο πατέρας άλλο πράγμα ή να είχε άλλη δουλειά εκτός απ’ αυτή του υπηρέτου του Θεού, μέσα στον οίκο του Θεού, στον ουρανό δηλαδή.

-Η δουλειά σου σαν ιερεύς είναι να τελής τη θεία Λειτουργία, να βαπτίζης τα παιδιά, να εξομολογής τους άντρες και τις γυναίκες, να τους κοινωνής και να ζητάς την ευλογία του Θεού για τα έργα τους, τους κόπους και τις χαρές τους… Ενταφιάζεις τους νεκρούς, προσεύχεσαι για τους ζωντανούς, στεφανώνεις τους νέους ανθρώπους… Αυτό είναι το έργο ενός ιερέως. Κι είναι λοιπόν απαραίτητο να είσαι ο πατέρας όλων και να τους λες όλους παιδιά σου και κορίτσια σου, αυτούς που είναι ξένοι και που δεν είναι παιδιά σου όπως εγώ;

-Ένας ιερεύς είναι ο πατέρας των ανθρώπων επί της γης, όπως ο Θεός είναι ο πατέρας των ανθρώπων στον ουρανό, απάντησε ο πατέρας μου. Το έργο ενός ιερέως, όπως και το έργο του Θεού, είναι αποκλειστικά ένα πατρικό έργο.

Δεν καταλάβαινα. Ήμουν τόσο μικρός, μόλις επτά χρονών. Η ηλικία μου ήταν τόσο λεπτή όσο και δυο σελίδες απ’ το αλφαβητάριο. Κι ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω. Η αλήθεια είναι πως η ζωή του κάθε χριστιανού, ακόμη και του πιο μικρού, δεν αρχίζει την μέρα της γεννήσεώς του, αλλά φθάνει στην ημερομηνία της δημιουργίας του κόσμου. Όπως δεν υπάρχουν μέσα στη φύσι άτομα της ύλης σε ελεύθερη κατάστασι, έτσι δεν υπάρχουν και χριστιανοί μεμονωμένοι, αυτόνομοι. Η ζωή του χριστιανού αρχίζει με τη δημιουργία του πρώτου ανθρώπου. Η ιστορία του κόσμου είναι στενά συνυφασμένη και αχώριστη με την προσωπική ζωή του κάθε ανθρώπου, του κάθε χριστιανού. Η ζωή ενός ανθρώπου δεν μπορεί να εντοπισθή σ’ ένα μονάχα τόπο και σ’ ένα μονάχα χρόνο. Για να γράψης τη βιογραφία ενός ανθρώπου- κι αν ακόμη υπήρξε τόσο μικρός όσο ήμουνα εγώ την εποχή εκείνη – πρέπει ν’ αρχίσης με την κατάλυσι της έννοιας του χρόνου και του τόπου, που χωρίζουν. Κάθε χριστιανός είναι σύγχρονος του πρώτου ανθρώπου και όλων των ανθρώπων όλων των εποχών και όλων των κατοικημένων περιοχών. Κανένας χριστιανός δεν είναι μόνος στον κόσμο. Κανένας χριστιανός δεν έζησε, δεν ζη και δεν θα ζήση ποτέ μόνος, σε μια μονάχα εποχή, σ’ ένα μόνο χρόνο και σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος. Ένας χριστιανός ζη σ’ όλους τους καιρούς, στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, ταυτόχρονα και παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι. Η ιστορία του κάθε χριστιανού είναι η πλήρης ιστορία του κόσμου, με τις επτά ημέρες της δημιουργίας και την όγδοη ημέρα της καινούργιας δημιουργίας, που έγινε με την Ανάστασι.

Ακούγοντας τον πατέρα μου να λέη αυτά τα πράγματα το μυαλό μου θόλωσε.

-Δεν ήξερα πως είμαι τόσο παλαιός, είπα.

Απ’ τη μέρα αυτή έμαθα πως όλοι οι άνθρωποι είναι σύγχρονοι και πως η ηλικία είναι θέμα φυσικής καταστάσεως, υλικό θέμα, που δεν έχει ουσιαστική σχέσι με τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν. Δημιουργήθηκα κι εγώ μαζή με τον πρώτο άνθρωπο. Η ζωή του ήταν ζωή μου.

Ακούγοντας λοιπόν την διήγησι της Γενέσεως, άκουγα την προσωπική μου βιογραφία.

-Ο άνθρωπος «Θεού τε κτίσμα τυγχάνων Θεός είναι κεκελευσμένος» μου είπε ο πατέρας μου κυττάζοντάς με.

Τώρα ήξερα πως αυτή η εντολή – Θεόν γενέσθαι – είχε δοθή και σε μένα. Γιατί η ιστορία του πρώτου ανθρώπου ήταν και δική μου ιστορία. Και αυτό ήταν για μένα μια ευχάριστη έκπληξις. Είναι πολύ ευχάριστο ν’ ακούη κανείς πως κάποιος έχει την αποστολή να γίνη στρατηγός, υπουργός, βασιληάς. Αλλά η αποστολή να γίνη κανείς Θεός είναι πολύ πιο μεγάλη…. Ύψιστη.

«Ο Θεός ύστερα από την δημιουργία του ανθρώπου, που ήταν ολοκαίνουργιος, και ολόμορφος του είπε : Άνθρωπε, θα είσαι κύριος της γης και ανώτερος απ’ ότι υπάρχει στο σύμπαν. Θα είσαι ίσος με μένα, τον Θεό σου. Και σαν εγγύησι της ομοιότητος σου με τον Θεό σου δίνω από τώρα το κατ’ εξοχήν θείο προνόμιο: την ελευθερία».

«Ο Θεός γνώρισε στον άνθρωπο πως είναι το μοναδικό ελεύθερο πλάσμα μέσα σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Τα ζώα, τα φυτά, τα άστρα, το φεγγάρι και ο ήλιος, τα ορυκτά και ολόκληρη η άψυχη και έμψυχη φύσις, όλα είναι αλυσοδεμένα με τους μηχανικούς νόμους στα ένστικτά τους και στις συνθήκες της ζωής τους. Ο άνθρωπος μόνο είναι ελεύθερος, όπως ο Θεός. Η αποστολή του ανθρώπου ήταν να κληρονομήση τη Βασιλεία του πατέρα του, του Θεού και να συμμετάσχη σ’ όλα τα θεϊκά μυστήρια».

Είχα κοκκινήσει μέχρι τα αυτιά μου από ευχαρίστησι και χαρά. Ήξερα τώρα πια τους τίτλους της ευγενείας που μου είχαν δοθή και τα δικαιώματα που είχα αποκτήσει με τη γέννησί μου: Ήμουνα λοιπόν το παιδί του Θεού και όμοιος με Κείνον. Ήμουν υπερήφανος για τους αδελφούς μου, τους άλλους ανθρώπους. Ήμουνα θεοειδής. Ήμουνα κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού. Κι ήμουνα ελεύθερος , σαν τον Θεό. Ήμουνα τόσο ευτυχισμένος για την ανθρώπινη κατάστασί μου που είχα ακόμη λησμονήσει την μεγάλη, την τρομερή οδύνη που είχαν προκαλέσει οι αποκαλύψεις αυτές : τον πόνο να έχω ένα πατέρα που έπρεπε να μοιράζωμαι μ’ όλον τον κόσμο, γιατί ακριβώς ήταν ιερεύς…















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου