Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΤΟ ΒΑΘΥΤΕΡΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

                               

                              Ο ΓΑΜΟΣ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ








Ο ΓΑΜΟΣ

κατά τον ιερό Χρυσόστομο


Ο Χρυσόστομος με την εσχατολογική του προοπτική φρονεί και κηρύττει ότι η αρετή και η άσκηση δεν είναι τέχνη αποκλειστικά μοναχική, αλλά και κοινωνική. Είναι λοιπόν εξαιρετικά χρήσιμη η συμβολή της μελέτης, όταν μ’ αυτήν εξηγείται η θεώρηση αυτή του ι. πατρός, η οποία για την σύγχρονη κοινωνία είναι «παράδοξον», ακριβώς επειδή η κοινωνία αυτή επηρεάζεται ως επί το πλείστον από τη δυτική θεολογία και τις δυτικές δοξασίες. 


Στα κείμενα των Ελλήνων ορθοδόξων και ανατολικών πατέρων, όπως του Μ. Αθανασίου, του Γρηγορίου Νύσσης, και του Ιωάννου Χρυσοστόμου, η εσχατολογική εμβάθυνση μετατοπίζει την ουσία της χριστιανικής ηθικής από την αγαμία στην άσκηση, στα πλαίσια της στενής οδού γενικά. Έτσι χάρη σ’ αυτή την εμβάθυνση, ο ενιαίος εσχατολογικός στόχος της στενής οδού επιτρέπει την ετερότητα των μεθόδων. Συνέπεια τούτου είναι να διαφοροποιείται σαφώς η χριστιανική ηθική από το γνωστικισμό. Με βάση την ορθή αυτή εσχατολογική τοποθέτηση διασφαλίστηκε η ισορροπία στην έξαρση των θετικών στοιχείων τόσο της παρθενίας όσο και του γάμου.


Αντίθετα στα κείμενα των εκκλησιαστικών πατέρων και συγγραφέων της Δύσεως, όπως του Κυπριανού, του Αμβροσίου, του Ιερωνύμου, και του Αυγουστίνου, η απόκλιση προς την αγαμία είναι εμφανής και η μείωση της αξίας του γάμου πολύ ενδεικτική. Από τις απόψεις αυτών δυστυχώς αντλούν οι περισσότερες ανθρωπολογικές μελέτες, με αναπόφευκτο επακόλουθο να διασαλευθή η προειρημένη ισορροπία και να παρερμηνευθεί ή ακόμη και ν’ αγνοηθεί η εσχατολογική προοπτική της Βίβλου και των Πατέρων γενικών.


ΣΚΟΠΟΣ.


Στο Χρυσόστομο είναι σαφές ότι, ενώ ο γάμος δεν μπορεί ν’ αποτελέσει πρόφαση ραθυμίας ή φυγομαχίας κατά τον κοινό για όλους τους Χριστιανούς αγώνα, εν τούτοις λόγω της «κοσμικής» και «εφθαρμένης» διακρίσεως που τον αποκόπτει από τον εσχατολογικό του προορισμό, λόγω δηλαδή του ότι ο σκοπός του κακώς μετατοπίστηκε από τη «βασιλεία του Θεού» στην «κοινωνία», έχει καταντήσει «εμπόδιον» στην ταχύτερη πρόοδο προς τον έσχατο και κοινό όλων των Χριστιανών στόχο, δηλαδή προς την τελείωση. Βασική εσχατολογική αρχή για το Χρυσόστομο είναι ότι η «σοφία» της οικογενείας είναι αυτή η ίδια η «κατά Χριστόν φιλοσοφία».

Ο γάμος είναι μεν μεταπτωτική μορφή του παρόντος βίου, η υπεροχή όμως της παρθενίας συνίσταται όχι τόσο στην προπτωτική της καταγωγή όσο στη δυνατότητα που φαίνεται να εξασφαλίζει για μια ταχύτερη επάνοδο ή μάλλον άνοδο προς την ερχομένη βασιλεία. Η διάκριση δηλαδή αφορά στο ήθος, όπου αυτό υπάρχει.


Εν τούτοις η εσχατολογική αυτή προοπτική του Χρυσοστόμου διέφυγε την προσοχή μερικών ερευνητών του, οι οποίοι και απέδωσαν τις απόψεις του σφαλερά. Υποστήριξαν δηλαδή, ότι ο ι. πατήρ δίνει την εντύπωση ότι θεωρεί το γάμο σαν κάτι το κατώτερο. Διατείνονται μάλιστα ότι στη διαμόρφωση της κατ’ αυτούς απόψεώς του καθοριστική υπήρξε η επίδραση του γνωστικισμού, η χηρεία της μητέρας του, η περιπέτεια του φίλου του Θεοδώρου, η έντονη προσωπική του κλίση προς το μοναχισμό, κι επί πλέον ο αυστηρός κι απαισιόδοξος προσωπικός του χαρακτήρας.


Παρά ταύτα για τον ι. Χρυσόστομο κάθε εκ των υστέρων εισηγμένη μέθοδος, όπως εν προκειμένω ο γάμος, είναι αναμφίβολα καλή και θεραπευτική, εφ’ όσον αποτελεί μέτρο της «προνοίας» του φιλανθρώπου Θεού και εντάσσεται στην εσχατολογική «οικονομία» του. Μετά την πτώση ο γάμος αντί περιττού κατέστη «πράγμα σφόδρα χρήσιμον και αναγκαίον». Ενώ λοιπόν στην αρχή, ερμηνεύει ο Χρυσόστομος, πριν δηλαδή από την πτώση, περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν η ανιδιοτελής αγάπη, η αρμονική συμβίωση με τον πλησίον, μετά την πτώση, όταν παρεισήλθε η αμαρτία, ο άνθρωπος εξέπεσε από το πρόσωπο στο άτομο και σαν ατομιστής πλέον στράφηκε από τον έτερο στον εαυτό του. Διχοτομήθηκε λοιπόν η ενότητα και διαρράγηκε η αγάπη. Έρχεται τότε ο φιλάνθρωπος Θεός κι εξασφαλίζει την ένωση ενσπείροντας την επιθυμία για την επανασύνδεση των «διχασμένων».

Όπως παρατηρεί ο Χρυσόστομος, στην αρχή οι πρωτόπλαστοι είχαν μεταξύ τους τόση αγάπη και οικειότητα, ώστε να είναι σαν «εν», καθώς φαίνεται κι ο Θεός μέσα στο βιβλικό κείμενο «ως περί ενός περί αμφοτέρων διαλεγόμενος». Στη «συζυγία» εκείνη η πρόνοια του Θεού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν υπήρχε στη γυναίκα αγάπη μεγαλύτερη από εκείνη που ένιωθε προς τον άντρα της . και αντιστρόφως.


Αργότερα όμως, όταν υπεισήλθε και υπερίσχυσε η «φιλαυτία», η επιθυμία κρίθηκε σα στοιχείο θετικό, ακριβώς επειδή αξιολογήθηκε σα μέσο αποκαταστάσεως της ενότητος εκείνης. Την ενότητα αυτή αποκαθιστά ο γάμος, όταν ασφαλώς καταργούνται μέσα σ’ αυτόν «τα εμά» και «τα σα». Συνεπώς η επιθυμία εντάσσεται μέσα στο εσχατολογικό σχέδιο και αποβαίνει σε μέσο αγάπης του άλλου και τελειώσεως, καθώς μάλιστα και το νόημα της τελειώσεως και της ομοιώσεως με το Θεό δεν ανευρίσκεται παρά μόνο στην αγάπη.


Μετά την πτώση επίσης ο γάμος καταπραΰνει και σα «φάρμακον» την «λύτταν της φύσεως» και γίνεται μέσο «σωφροσύνης» και αποφυγής κάθε ασχημοσύνης. Αναδεικνύεται λοιπόν «τίμιος ο γάμος». Ο εσχατολογικός εντοπισμός της μορφής του παρόντος βίου ουσιαστικά στην άσκηση και η θεραπευτική κλίμακα της χριστιανικής ηθικής δίνουν στο Χρυσόστομο τη δυνατότητα τόσο να προτρέπει στην παρθενία όσο και να επιτρέπει το γάμο, ενώ το δεύτερο γάμο τον επιτρέπει σα «συγκατάβασιν» και παραχωρήσει πάντοτε προς θεραπεία της ασελγείας και όχι σαν εντολή.


Οι γάμοι βέβαια που γίνονται κατά συγκατάβαση τόσο του Παύλου όσο και του Χρυσόστομου δεν θεωρούνται αξιέπαινοι . είναι μεν εκτός κολάσεως και τιμωρίας, αλλά «επαίνων και εγκωμίων ουκ αν δύναιτο κοινωνείν». Επεί πλέον «το συγκαταβήναι τοσούτον, ουδέν ετερόν έστιν ή σημείον ασθενείας και απροσεξίας πολλής». Εξ άλλου ο ι. πατήρ συνδέει τον αγιασμό, «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον», με την άσκηση, και διευκρινίζει . αν κάποιος είναι «χωρίς γάμον», «αγνός μενέτω» ή «γαμείτω» . αν πάλι βρίσκεται «εν γάμω», «μη πορνευέτω».

Για το Χρυσόστομο λοιπόν ο αγιασμός κατά τεκμήριο δεν ευδοκιμεί ιδιαιτέρως στο γάμο, αλλά ούτε και είναι αποκλειστικό προνόμιο της παρθενίας. Απόκειται κυρίως στην προσπάθεια που μπορούν να αναλάβουν και οι μεν και οι δε. Εφ όσον λοιπόν ο αγιασμός πραγματοποιείται με την άσκηση, η παραβολή εγγάμου και αγάμου δεν θα πρέπει να περιορίζεται στη «σωφροσύνη», αλλά ν’ αφορά στο σύνολο των αρετών.


Η εσχατολογική προοπτική του Χρυσοστόμου και γενικώς της Χριστιανικής ηθικής δεν αποτιμάει τον άνθρωπο από τον έγγαμο ή τον παρθενικό του βίοι αποκλειστικά. Σα μόνο αδιάψευστο κριτήριο καταδεικνύεται η ενάρετη ζωή, ο αγιασμός και η άσκηση. Αυτό είναι και το έρεισμα της απόψεως του ότι ο γάμος σε καμμία περίπτωση δεν παρακωλύει την αρετή. Προς επίρρωση της επικαλείται πολλά βιβλικά πρότυπα, όπως τον Ενώχ, τον Ακύλα, την Πρίσκιλλα.


Οπωσδήποτε μετά την πτώση και την επεισαγωγή του θανάτου ο γάμος υπηρετεί και τη διαδοχή του ανθρώπινου γένους. Στον Κλημέντα Αλεξανδρέα και στους πατέρες γενικώς παρατηρείται μια συσχέτιση του γάμου με την παιδοποιία και το θάνατο. Η γέννηση μάλιστα σαν συνδημιουργία αποδίδεται στο «κατ’ εικόνα». Οι απολογηταί όπως οι Ιουστίνος και Αθηναγόρας θέτουν σαν πρώτιστο του γάμου και της επιθυμίας την τεκνογονία, την οποία βλέπουν σαν αντίδοτο του θανάτου. Στην άποψη αυτή συγκλίνει και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς. 




Την τεκνογονία σα σκοπό του γάμου συναντούμε και στους Λατίνους πατέρες, όπως ο Αμβρόσιος κι ο Αυγουστίνος. Ο Χρυσόστομος όμως έχει στο εν λόγω θέμα ιδιαίτερη θέση εμφανώς εσχατολογική. Σ’ αυτόν ο γάμος σχετίζεται μεν με την πτώση, όχι όμως τόσο σαν αντίδοτο του θανάτου απαραίτητο για τη διαιώνιση του γένους, όσο και κυρίως σα θεραπευτικό φάρμακο για την τελείωση των ανθρώπων. Ο ι πατήρ τονίζει ότι η γέννηση οφείλεται στον ίδιο λόγο του Θεού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», και όχι στο γάμο. Τη θέση αυτή την επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ασφαλώς υπάρχουν έγγαμοι που δεν έγιναν πατέρες, ενώ πολλές γεννήσεις, όπως και η του Ισαάκ, οφείλονται αποκλειστικά στο θέλημα του Θεού.


Αν λοιπόν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει, ο Θεός θα μπορούσε και με άλλο τρόπο να κάνη εφικτό τον πολλαπλασιασμό του ανθρώπινου γένους, όπως γίνεται φανερό κι από τη γέννηση του Αδάμ και της Εύας. Ούτε η παρθενία μειώνει τον ανθρώπινο πληθυσμό ούτε η αύξηση του πληθυσμού εξαρτάται αποκλειστικά από τον γάμο. Κι αν δεν μεσολαβούσε η αμαρτία των πρωτοπλάστων, λέγει ο Χρυσόστομος, ο Θεός «ουκ αν ηπόρησεν οδόυ, δι ης το των ανθρώπων γένος αυξήσει».


Κατά το Χρυσόστομο ο γάμος και η επιθυμία εισήχθησαν για λόγους καθαρά θεραπευτικούς και ασκητικούς, για την εν Χριστώ τελείωση. Την άποψη του αυτή την τεκμιριώνει εσχατολογικά όχι απλώς από τα «πρώτα» του ανθρώπου, αλλά κι από την ανάσταση του Χριστού, η οποία κατ’ αυτόν υπαινίσσεται τα έσχατα. Όπως δηλαδή ερμηνεύει ο ίδιος, πριν από την ανάσταση κυριαρχούσε ο θάνατος, οπότε η τεκνογονία ήταν κάτι ποθητό, διότι αποτελούσε «παρηγορίαν κατά του θανάτου» και όλοι στήριζαν την ελπίδα τους, σ’ αυτή για ν’ αφήσουν «μνημόσυνον» η λείψανα ζωής», τη συνέχεια και τη διαδοχή της ζωής των. Έφτασαν μάλιστα να επιτρέπουν για το λόγο αυτό και την πολυγαμία. Διότι οι άνθρωποι δεν είχαν διευκρινισμένη ελπίδα της αναστάσεως, όπως δείχνουν και περιπτώσεις εναρέτων ανθρώπων, λ.χ. του Ιωβ.


Τώρα όμως που η ανάσταση διέλαμψε, έγινε περιττή» η βλέψη αυτή. Προσθέτει μάλιστα ο Χρυσόστομος και άλλο ένα επιχείρημα. Εφ’ όσον τώρα η γη «εμπέλησται» από τους ανθρώπους, δεν υπάρχει ανάγκη να ποθή και να επιδιώκει κανείς τα τέκνα τόσο όσο τους «πνευματικούς τόνους». Φθάνει μάλιστα και να συμπεράνη «Ώστε μια τις έστι γάμου πρόφασις, το μη πορνεύειν». Βλέπει δηλαδή το γάμο σα φάρμακο θεραπείας της επιθυμίας. Αλλού πάλι υποστηρίζοντας πρώτα ότι ο γάμος επεισήλθε, τόσο για να «σωφρονώμεν» όσο και για να « γινώμεθα πατέρες», καταλήγει ότι «των δύο τούτων προηγούμενη η της σωφροσύνης εστί πρόφασις».




Είτε λοιπόν από τα «πρώτα» του ανθρώπου είτε από την «ανάστασιν» του Χριστού εξετάζεται ο γάμος, εσχατολογικώς χαρακτηρίζεται κυρίως σαν «άσκησις» και «θεραπεία» για την τελείωση. Βέβαια στη σκέψη του Χρυσοστόμου αυτό δεν αποτελεί υποβιβασμό της τεκνογονίας και των παιδιών και της οικογενείας, θέμα που θα εξετασθή στη συνέχεια, αλλ’ απλώς μετατοπίζει την παιδοποιϊα από το σκοπό στο φυσικό αποτέλεσμα. από το στόχο στη μέθοδο. Διότι τα παιδιά είναι θεμελιώδης παράγων για την τελείωση των γονέων.


Είναι όμως ευνόητο ότι η τεκνογονία, όταν δεν οδηγή στην ενότητα, την αγάπη και την πνευματική δημιουργία, γίνεται αξιοθρήνητη. Η διδασκαλία αυτή του ι. πατρός οφείλεται στο έντονο ενδιαφέρον του ν’ αποδείξη ότι η τεκνογονία δεν προσπορίζει στο γάμο τέτοια υπεροχή, ώστε να μειονεκτή απέναντι του η παρθενία.


Πρώτο λοιπόν συμπέρασμα σχετικό με τη διδασκαλία αυτή του Χρυσοστόμου είναι ότι κατ’ αυτόν σκοπός του γάμου είναι η «άσκησις» και η «θεραπεία» για την «τελείωσιν» και την αγάπη και τη σωφροσύνη. Μιλάει δε για τη σωφροσύνη περισσότερο, όχι διότι η σπουδαιότητα της έχει στη σκέψη του προτεραιότητα, αλλά διότι το κάνει αυτό χάριν του ακροατηρίου του. Μένει άλλωστε πιστός στο χωρίο του Παύλου Α΄Κορ. 7,5 όπου σκοπός της σωφροσύνης είναι η αγάπη, κι αυτό πάλι χάριν του ακροατηρίου του. Δεύτερο δε συμπέρασμα είναι ότι την τεκνογονία δεν τη θεωρεί πλέον σα κύριο σκοπό του γάμου, την κρατάει όμως σα μέσο τελειώσεως και την απαιτεί μόνον όταν αρχίζει να καταλαμβάνη την πρώτη θέση, δεν της αναγνωρίζει τη θέση αυτή.




Η εσχατολογική μετατόπιση του κυρίου σκοπού του γάμου από την τεκνογονία στην άσκηση οφείλεται στο ότι η ανθρωπολογία του Χρυσοστόμου εξετάζει τον άνθρωπο όχι φυσιολογικά ούτε ψυχολογικά αλλά σαν πολίτη της βασιλείας των ουρανών, οπότε ο γάμος καθίσταται «μυστήριον». Η υψηλή αυτή και βαθειά θεώρηση του γάμου είναι άμεση απάντηση προς τους γνωστικούς και προς τους δυτικούς, αφού ο Χρυσόστομος εντάσσει το γάμο στην ίδια την «οικονομία» και πρόνοια του Θεού.





ΚΕΙΜΕΝΟ 7ο

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ: Ε.Π.Ε. εκδ« ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, τ. 27, σελ. 158-162.

Όλα αυτά λοιπόν τα έχει υπόψη του ο Παύλος, ότι δηλαδή αφού και οι δυο νεόνυμφοι αφήσουν τους γονείς τους, συνδέονται στενά μεταξύ τους, και όσο περνάει ο καιρός ενώνονται ακόμα περισσότερο, και παρατηρεί πως αυτό δεν είναι ανθρώπινο, αλλά ότι ο Θεός τους έδωσε τον έρωτα, ώστε όλοι που συμμετέχουν στο γάμο να το κάνουν με μεγάλη χαρά: “το μυστήριο αυτό έχει μεγάλη σημασία”.

Και όπως συμβαίνει με τα μωρά που γνωρίζουν αμέσως τους γονείς τους χωρίς ακόμα να μιλούν, έτσι και ο γαμπρός και η νύφη, χωρίς κανείς να τους κατευθύνει και να τους συμβουλεύει, αμέσως με το πρώτο βλέμμα συνδέονται μεταξύ τους. Μετά, όταν παρατήρησε να γίνεται το ίδιο με τον Χριστό, και κυρίως με την Εκκλησία, ένιωσε έκπληξη και θαυμασμό. Πως έγινε λοιπόν αυτό με το Χριστό και την Εκκλησία;


Όπως δηλαδή ο γαμπρός εγκαταλείπει τον πατέρα του και έρχεται προς τη νύφη, έτσι και ο Χριστός άφησε τον πατρικό θρόνο, και ήρθε προς την Εκκλησία. Και δεν μας κάλεσε προς τα πάνω αλλά κατέβηκε Αυτός σε εμάς. Και μην σκεφτείς ότι έγινε κάποια μετακίνηση, αλλά συγκατάβαση. Γιατί και όταν ήταν μαζί μας, ήταν ταυτόχρονα μαζί με τον Πατέρα. Γι’ αυτό λέει ότι το μυστήριο αυτό έχει μεγάλη σημασία. Είναι πράγματι μεγάλο μυστήριο, που γίνεται και στους ανθρώπους. Όταν όμως δω ότι αυτό γίνεται και στο Χριστό με την Εκκλησία, τότε θαυμάζω. Γι’ αυτό είπε: “αυτό που έγινε στην αρχή με την δημιουργία του άντρα και της γυναίκας, το ίδιο έγινε και με τη μυστική ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας”. Τώρα λοιπόν που γνωρίζεις πόσο μεγάλο μυστήριο είναι ο γάμος, να μην σκέφτεσαι επιπόλαια και μην το αφήνεις στην τύχη, και μην ζητάς πολλά χρήματα, όταν πρόκειται να παντρευτείς. Γιατί δεν πρέπει να θεωρείς το γάμο εμπόριο, αλλά απόλυτη ένωση της ζωής των συζύγων.


Γιατί πραγματικά άκουσα πολλούς να λένε, ότι κάποιος έγινε πλουσιότερος απ’ τον γάμο, ενώ ήταν φτωχός. Τι λες άνθρωπε μου; Θέλεις να κερδίσεις πλούτη απ’ την σύζυγό σου και δεν ντρέπεσαι, δεν κοκκινίζεις; Είναι αυτά λόγια που αξίζουν σ’ έναν άντρα; Έργο της γυναίκας είναι ένα, να φυλάει τα χρήματα που συγκεντρώνεται, να διατηρεί τα εισοδήματα και να φροντίζει το σπίτι. Γιατί και ο Θεός έδωσε τη γυναίκα στον άντρα για να τον βοηθά σε όλα.

Και στη γυναίκα ανέθεσε τη φροντίδα του σπιτιού, ενώ στους άντρες τις άλλες υποθέσεις, που έχουν σχέση με τη πόλη, την αγορά, τα δικαστήρια, τα στρατιωτικά και όλα τα άλλα. Η γυναίκα δεν μπορεί να ρίξει ακόντιο ούτε βέλος. Μπορεί όμως να υφάνει στον αργαλειό και να τακτοποιήσει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Δεν μπορεί να πει τη γνώμη της στη βουλή, μπορεί όμως να πει τη γνώμη της για τις υποθέσεις του σπιτιού και μάλιστα πολύ καλύτερα από έναν άντρα. Δεν μπορεί να χειριστεί τις δημόσιες υποθέσεις, μπορεί όμως να αναθρέψει σωστά τα παιδιά, το σημαντικότερο απόκτημα. Μπορεί να συγκρατήσει την οικογένεια στο ύψος της, και να φροντίσει όλες τις υποθέσεις του σπιτιού, τα οποία δεν αρμόζουν σε έναν άντρα.

Γιατί εάν ο Θεός έκανε τον άντρα ικανό και κατάλληλο και για τα δυο, τότε οι γυναίκες θα ήταν τελείως άχρηστες. Και αν πάλι έκανε τις γυναίκες πιο ικανές, θα τις έκανε πιο εγωίστριες και αλαζονικές. Αλλά ταυτόχρονα προνόησε και για την ειρήνη μεταξύ των δυο φύλων, διαίρεσε τη ζωή μας στα δυο, και το αναγκαιότερο και πιο χρήσιμο το ανέθεσε στον άντρα, ενώ το μικρότερο και κατώτερο στη γυναίκα. Ώστε ο άντρας να απολαμβάνει μεγαλύτερες τιμές γιατί κάνει το σπουδαιότερο έργο, ενώ η γυναίκα με την κατώτερη υπηρεσία, να μην επαναστατεί κατά του συζύγου.

Έχοντας λοιπόν στο μυαλό μας όλα αυτά ας αναζητήσουμε μόνο την αρετή της ψυχής και την ευγένεια του χαρακτήρα, για να χαιρόμαστε τη ζωή μας με ομόνοια και ειρήνη. Γιατί ο άντρας που πήρε πλούσια σύζυγο, πήρε περισσότερο τύραννο παρά γυναίκα. Ενώ εκείνος που παίρνει ισότιμη ή φτωχότερη γυναίκα, αυτός παίρνει βοηθό και σύμμαχο, και βάζει στο σπίτι του όλα τα αγαθά. Έτσι αφαιρεί κάθε αιτία διαμάχης και ζήλιας, και γίνεται σύνδεσμος ειρήνης, αγάπης, συμφωνίας.

Άρα ας μην επιδιώκουμε να αποκτήσουμε χρήματα, αλλά πώς να έχουμε ειρήνη, γι να απολαύσουμε τη χαρά της ζωής. Γι’ αυτό δημιουργήθηκε ο γάμος, για να έχουμε στη ζωή βοήθεια, και λιμάνι να καταφύγουμε, και παρηγοριά, για να συζητούμε ευχάριστα με τη γυναίκα, και όχι να γεμίζουμε το σπίτι μας με πολέμους, γκρίνιες και τσακωμούς. Πόσοι πλούσιοι που πήραν πλούσιες συζύγους, αύξησαν μεν την περιουσία τους, αλλά έχασαν τη χαρά και την ομόνοια, και φιλονικούν; Και πόσοι φτωχοί που πήραν φτωχότερες συζύγους, έχουν ειρήνη στο σπίτι τους; Έτσι δεν έχουμε κανένα όφελος απ’ τα χρήματα, όταν δεν υπάρχει καλή ψυχή. Γιατί ακόμα και στην απόκτηση χρημάτων πολλές φορές η πλούσια σύζυγος μας βλάπτει.


Συμβαίνει δηλαδή, αυτοί που βάσισαν τα πάντα στη προίκα της συζύγου, μετά απ’ τον πρόωρο θάνατό της, να αναγκάζονται να επιστρέψουν στους συγγενείς της όλη την προίκα. Και όπως τι σκάφος βυθίζεται με μια γρήγορη εισροή νερού, έτσι και εδώ αν έρθει ο πρόωρος θάνατος, μαζί με τη γυναίκα, αφαιρούνται και όλα τα υπάρχοντά του.


Ας μην αποβλέπουμε λοιπόν στα χρήματα αλλά στο ήθος, στη σεμνότητα και στην καλοσύνη. Γιατί γυναίκα λογική, μετριοπαθής και καλή, ακόμα και αν είναι φτωχή, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τη φτώχια καλύτερα απ’ τον πλούτο. Ενώ η διεφθαρμένη και η κολασμένη, ακόμη και αν βρει αναρίθμητα πλούτη στο σπίτι, θα τα σκορπίσει πιο γρήγορα και απ’ τον άνεμο, και θα ρίξει τον άντρα της σε πολλές συμφορές. Πρώτα μάθε ποια είναι η αιτία του γάμου και για ποιον λόγο έχει μπει στη ζωή μας, και μη ζητήσεις τίποτα περισσότερο. Για την αιτία αυτή λέει ο Παύλος: “για το κίνδυνο να παρεκτραπείς στην πορνεία, ας έχει καθένας τη σύζυγό του”. Δεν είπε για να μην είσαι φτωχός ή για γίνεις πλούσιος. Αλλά τι είπε; Για να αποφύγουμε την πορνεία, να ξεπεράσουμε την επιθυμία, για να γίνουμε αρεστοί στο Θεό, με το να αρκούμαστε μόνο στη σύζυγό μας. Αυτό είναι το δώρο του γάμου, αυτό είναι το κέρδος. Μην αφήνεις λοιπόν τα σπουδαιότερα για να επιζητείς τα κατώτερα.

Γιατί ο πλούτος είναι πολύ κατώτερος απ’ την λογική. Και πρέπει να προχωρούμε στο γάμο με σκοπό να μας βοηθήσει να ζούμε με λογική και σωφροσύνη. Και αυτό θα γίνει μόνο αν παίρνουμε γυναίκες με ευσέβεια, ήθος και καλοσύνη. Γιατί η εξωτερική ομορφιά, όταν δεν συνοδεύεται από την αρετή της ψυχής μπορεί να κατακτήσει τον άντρα μέχρι είκοσι και τριάντα μέρες, δεν θα μπορέσει όμως να αντέξει περισσότερο. Ενώ οι γυναίκες που λάμπει η ψυχή τους, όσο προχωράει ο καιρός, τόσο αποδεικνύουν την ευγένειά τους και τόσο πιο πολύ κάνουν να μεγαλώσει η αγάπη των συζύγων τους. Και όταν υπάρχει θερμή και αληθινή αγάπη μεταξύ τους, διώχνεται κάθε είδος πορνείας και δεν περνά ποτέ η ιδέα της ακολασίας στον άντρα που αγαπά την γυναίκα του, αλλά μένει σταθερός στην αγάπη του προς την σύζυγό του και κερδίζει την εύνοια του Θεού για ολόκληρο το σπίτι του.























Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

κατά

Τον ιερό Χρυσόστομο




Κατά την πρώτη και «φύσει» γινομένη γέννηση το παιδί δεν γίνεται ούτε καλό ούτε κακό, διότι «ουκ έστι φύσει τα αμαρτήματα», αλλ’ ακριβώς απ’ αυτή αρχίζουν οι γονείς η να το γεννούν η να το θανατώνουν. Ο Χρυσόστομος επαινεί τη Δομνίνη την μητέρα των δύο μαρτύρων Βερνίκης και Προσδόκης, επειδή κατόρθωσε να τις αναγεννήση από την παιδική κιόλας ηλικία και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ένας που ανατράφηκε εξ’ αρχής με πολλή φροντίδα κι επιμέλεια είναι αδύνατο να γίνη κακός.

Το γεγονός ότι η αρετή υπάρχει «φύσει», η δε κακία «παρά φύσιν», και ότι το καλό και το κακό οφείλονται στην προαίρεση του ανθρώπου, είναι η διττή βάση πάνω στην οποία στηρίζει ο ι. πατήρ την ευθύνη των γονέων για την παιδαγωγία των τέκνων. Έτσι η αγαθότητα των μικρών παιδιών τεκμηριώνει το ότι η κακία προέρχεται από την κακή παιδεία. Εφ’ όσον ο βίος του ανθρώπου είναι έκφραση του φρονήματος του, στους γονείς απόκειται μεγάλη ευθύνη. Το γεγονός ότι η ψυχή είναι εύπλαστη, ότι διαπλάθεται ανάλογα με την αγωγή του δέχεται, κι ότι εκείνη που διαμορφώνει την προαίρεση και τη γνώμη είναι η γνώση, επιφορτίζει τους γονείς, με τη μεγαλύτερη για τα παιδιά τους ευθύνη. Στα πρώτα 10 χρόνια της ηλικίας, όταν το παιδί σχηματίζει τις βασικές αρχές του, όταν και οι γονείς έχουν τη λευκή ψυχή του παιδιού των και το χρόνο επαρκέστερο από κάθε άλλη φορά, η ευθύνη είναι ολόκληρη δική τους. Μετά το δέκατο έτος της ηλικίας ο Χρυσόστομος αποδίδει ευθύνη και στα παιδιά. Άλλωστε και για τον εαυτό του ακόμη μας πληροφορεί ότι αγάπησε τον Παύλο από την μελέτη του.

Η πνευματική διάπλαση των παιδιών θεμελιώνεται εσχατολογικά και σκοπεύει στο να κάνει τα παιδιά «φιλοσόφους» και πολίτες των ουρανών. Γι’ αυτό και η διαπαιδαγώγηση και ανατροφή των τέκνων γίνεται κατά το Χρυσόστομο με εσχατολογικές προϋποθέσεις και προοπτικές. Γι’ αυτό επίσης και ο όρος «φιλόσοφος» κατανοείται σαν εσχατολογικός. «Φιλοσόφους γάρ εγώ καλώ τους ουδέν περιττόν επιζητούντας», εξηγεί ο ι. πατήρ. Ασφαλώς η λέξη «φιλοσοφία» στα κείμενα του έχει χαρακτήρα έντονα εσχατολογικό. Τον ενδιαφέρει η σώζουσα γνώση, η οποία πρέπει να προηγηθή όλων των άλλων. Η όντως φιλοσοφία είναι η «απόκτησις της αρετής» «Ουδέν σοφώτερον του την αρετήν κατορθούντος».

Σε σύγκριση με τον εγκόσμιο πλούτο και την εγκόσμια δόξα προέχουν οι θησαυροί της ψυχής και του πνεύματος προέχει συνεπώς η παιδεία εκείνη που αξιώνει τον άνθρωπο να νικά το κακό που ενυπάρχει στον κόσμο. Στα κείμενα του Χρυσοστόμου είναι εμφανής η άποψη ότι το κακό θα καταργηθή στα έσχατα εμφανίζεται εν τούτοις και η άποψη ότι μια καλή παιδεία είναι δυναόν να οπλίση τον άνθρωπο με αρετές, ώστε ν’ αντιμετωπίσει το κακό.

«Αληθής» και «ειλικρινής» φιλοσοφία είναι η βίωση της αρετής. Ο Χρυσόστομος αρνείται την έξω από το Χριστιανισμό ύπαρξη της όντως φιλοσοφίας και των όντως φιλοσόφων. Μόνο μέσα στο Χριστιανισμό κατά τη γνώμη του εμφανίστηκαν οι φιλόσοφοι που άλλαξαν τον κόσμο, κι αυτοί είναι οι απόστολοι και οι μοναχοί. Χαρακτηριστικοί είναι μια σύγκριση που κάνει μεταξύ Παύλου και Πλάτωνος, κατά την οποία καταλήγει στην πλήρη αποτυχία του Πλάτωνος και στη λαμπρή επιτυχία του Παύλου και καταδεικνύει τη μωρία των κατά κόσμον φιλοσόφων και τη σοφία της κατά Χριστόν φιλοσοφίας.

Αλλού πάλι συγκρίνει τον Πλάτωνα με τον Πέτρο και αποδεικνύει τον απλό αλιέα απόστολο ανώτερο εκείνου, επειδή ακριβώς αυτός ήταν «ανήρ φιλόσοφος και δεκτικός της χάριτος» αυτή είναι η «ουσία» της φιλοσοφίας, η δεκτικότης της χάριτος, η οποία συμβαδίζει με τα έργα του ανθρώπου και αφορά στο βίο του και δεν είναι στεγνοί συλλογισμοί αφορά στην εσχατολογική προσδοκία του ανθρωπίνου προορισμού, κάτι που απουσιάζει από την κατά κόσμο φολοσοφία. Το τελευταίο αυτό επέτρεψε στο Χρυσόστομο να ειρωνευθή επανειλημμένως τους θύραθεν φιλοσόφους.

Εξ’ άλλου εκείνο που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει τη χριστιανική φιλοσοφία είναι το εσχατολογικό της υπόβαθρο και η εσχατολογική της προοπτική, τα οποία και της δίνουν νόημα. Η κατά κόσμον φιλοσοφία, στερημένη απ’ αυτό το βάθος, αποβαίνει σε μωρία η προσκόλληση του κατά κόσμον φιλοσόφου στα επίγεια δείχνει πόσο είναι «άσοφος» και ότι επιζητεί τα περιττά και ματαιοπονεί αντίθετα ο καταφρονητής των περιττών και εγκοσμίων, ο «μηδένα είναι νομίζων τον παρόντα βίον» έχει το γνώρισμα του αληθινού φιλοσόφου. Έτσι η θύραθεν φιλοσοφία αποδεικνύεται ανεπαρκής και ανίκανη για τη θεραπεία και την ικανοποίηση των βαθυτέρων εφέσεων του ανθρωπίνου πνεύματος και δεν προωθεί τον άνθρωπο στον έσχατο προορισμό του.

Αντίθετα για το Χρυσόστομο η αληθινή σοφία είναι ο «φόβος Κυρίου», η ορθή διάγνωση των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Μόνον ο «φόβος Κυρίου» έχει τη δύναμη να καταλύση την πονηρία και να εμφυτεύση την αρετή, προπαρασκευάζει τον άνθρωπο ν περιφρονεί τα παρόντα και μετατοπίζει το ενδιαφέρον του προς τον ουρανό.

Συνεπώς η ανατροφή των τέκνων προϋποθέτει τον «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» η πνευματική τροφή και η σοφία «εκπορεύονται δια στόματος Θεού». Και σχολιάζει περαιτέρω ο ι. πατήρ «Ταύτη νουν λέγει την τροφήν, ην εξαιρέτως έδωκε τοις φοβουμένοις αυτόν, την διά του λόγου διδασκαλίαν, την παίδευσιν, την φιλοσοφίαν άπασαν» και «η όντως σοφία και η όντως παίδευσις ουδέν έτερον έστιν, αλλ’ η ο του Θεού φόβος».

Στη συνέχεια θα παραθέτουμε χαρακτηριστικές συμβουλές του Χρυσοστόμου, οι οποίες ερμηνεύουν την εσχατολογική προοπτική του και ερμηνεύονται απ’ αυτή.



Κατ’ αρχήν η παιδαγωγία η «φιλοσοφία της ψυχής» απαντάται όχι σα μετάδοση γνώσεως η επιστημονική μόρφωση, αλλά σα βιωματική «άσκησις», σαν εκπαίδευση. Γι’ αυτό το λόγο ο θείος Χρυσόστομος τονίζει ιδιαιτέρως ότι η αρετή δεν είναι για μια ηλικία και για άλλη όχι, αλλά για όλη τη ζωή του ανθρώπου. Και δεν προσδιορίζει την «ηλικίαν» από την επίγεια και φυσική γέννηση, αλλ’ από την πνευματική. Έτσι εκείνη που προσδιορίζει την ηλικία εσχατολογικώς είναι η αρετή. Η πνευματική διάπλαση του ανθρώπου, δηλαδή η εκμάθηση της ασκήσεως της αρετής, αρχίζει με από τη μικρή ηλικία, συμπορεύεται δε μ’ όλες τις ηλικίες. Αυτό το αποδεικνύει η ύπαρξη εναρέτων, οι οποίοι άσκησαν την αρετή σε διάφορες ηλικίες.

Έτσι ο Αβραάμ στο γήρας του θυσίασε «προαιρέσει» το παιδί του. Ο Ιερεμίας κι ο Δανιήλ διέλαμψαν κατά τη νεότητά τους, ομοίως και οι τρεις παίδες εν καμίνω ο Παύλος σε προχωρημένη ηλικία επιδόθηκε σε θαυμαστούς αγώνες (Φιλήμ. 9). Έτσι ενώ στον κόσμο κάποια ηλικία τίθεται σε αχρηστία. στην Εκκλησία αξιοποιείται οποιαδήποτε ηλικία, διότι σ’ αυτή χρειάζεται η γνώμη και η ελευθερία. «Ενός χρεία, γνώμης μόνον, και ψυχής παρασκευασμένης και ούτε νεότης άχρηστος, ούτε γήρας ανεπιτήδειον». Πέρα από την ηλικία εκείνο που επαρκεί για την «χάριν» είναι η «προαίρεσις» και η «γνώμη» «ου της ηλικίας ο τρόπος, αλλά της γνώμης τα κατορθώματα». Το γεγονός άλλωστε ότι η σωφροσύνη παρατηρείται σε νέους, ενώ ενδέχεται ν’ απουσιάζει κι από γέροντες, αποδεοκνύει ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στη «σπουδή» ή στη «ραθυμία», κι όχι στην ηλικία.

Ο Χρυσόστομος δεν ασχολήθηκε με την παιδαγωγία σε ιδιαίτερη πραγματεία, ερμηνεύει όμως πολλά βιβλικά χωρία, ιδιαιτέρως του Παύλου, που αναφέρονται στους γονείς και στα τέκνα. Στους γονείς και στα παιδιά επίσης αναφέρεται σε μεγάλο βαθμό και η πραγματεία του «Προς τους πολεμούντας τοις επί το μονάζειν ενάγουσι». Τέλος είναι μοναδικό το έργο του «Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», του οποίου θέμα είναι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών τα νοήματα του συναντώνται σχεδόν όλα και στ’ άλλα έργα του σποραδικώς, και στο γεγονός αυτό στηρίχθηκε κυρίως η υπέρ της γνησιότητος του επιχειρηματολογία.

Το ιδιαίτερο και καινούργιο σ’ αυτό είναι η συγκέντρωση όλων των σχετικών παρατηρήσεων του Χρυσοστόμου και η βαθύτερη ψυχολογική ανάλυση, εφ’ όσον το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο θέμα αυτό της αγωγής των παιδιών. Το έργο δεν είναι μια παιδαγωγική συστηματική, αλλά περιέχει οξυδερκέστατες παρατηρήσεις και νοήματα, διαποτισμένα δε με το εσχατολογικό πνεύμα του ι. πατρός. Το τελευταίο αυτό οφείλεται προφανώς στο ότι και ο Χρυσόστομος ενδιαφερόταν κυρίως γι’ αυτό και την προσοχή των γονέων διέλαθε κυρίως αυτό.

Στο Χρυσόστομο εκείνο που έχει προτεραιότητα είναι η εκμάθηση της αρετής, αφού αυτή είναι εσχατολογικώς η πρώτη και κεντρική τέχνη της ζωής, δια της οποίας ο άνθρωπος καταφρονεί και υπερβαίνει τα «ενταύθα», αντί να φροντίζει γι’ αυτά. Όταν υπάρχει αυτή η τέχνη, ωφελούν κι όλες οι άλλες και μικρές «ταύτης δε απούσης, ουδέν έσται κέρδος». Διότι μόνο αυτή η τέχνη «προξενεί την βασιλείαν» και χαρίζει τα όντως αγαθά. Η εκμάθηση της αρετής αρχίζει από μικρή ηλικία και μέσα στην οικογένεια, εκεί όπου ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται και διαμορφώνει τα ιδεώδη του. Γι’ αυτό κι ο Χρυσόστομος συμβουλεύει τους γονείς ν’ αντικαταστήσουν τις κοσμικές μεθόδους με εμφύτευση του φόβου του Θεού μέσα στην ψυχή του μικρού παιδιού, με διδασκαλία για την εν ουρανοίς αμοιβή και την τιμωρία των κακών έργων και επί της γης, με το να τους εμβάλλουν τον πόθο να γίνουν στρατιώτες του Χριστού, με εξιστορήσεις των πράξεων των αγίων, με το να τους δίνουν ονόματα αγίων, και με ψαλμωδίες πνευματικές.

Για την κάπως προχωρημένη νεαρή νεαρή ηλικία συνιστά για τους νέους σαν πρότυπα συνομηλίκους εναρέτους, συμβουλές αγίων ανδρών, νηστεία, προσευχή, εκκλησιασμό, πρώιμο γάμο, μίμηση των αγίων της Αγίας Γραφής και όλα όσα προάγουν προς τη βασιλεία των ουρανών. Έτσι η εκμάθηση της αρετής σε μικρή ηλικία γίνεται νόμος και εθισμός. Ιδιαιτέρως όμως συνιστά την επίσκεψη μοναστηριών, τα οποία είναι αληθινά σχολεία των ζητουμένων αρετών.

Αυτή την επίσκεψη και διέλευση από τα μοναστήρια και την κάποια άσκηση των νέων εκεί τη θεωρεί σαν απαραίτητη, αφ’ ενός μέν διότι η άσκηση είναι η αναγκαιότερη τέχνη για την κτήση της βασιλείας των ουρανών, αφ’ ετέρου δε ο νέος, κι αν δε γίνη μοναχός, θα μείνει οπωσδήποτε ευσεβής. Η προσδοκία των επουρανίων και όχι των επιγείων, αποκτάται στα μοναστήρια, διότι εκεί διδάσκεται αμέσως και εμπράκτως από τα υπαρκτά και ορατά πρότυπα, τους μοναχούς, ενώ στον κόσμο διδάσκονται από τα δικά του πρότυπα τα αντίθετα. Η ιδέα αυτή δεν είναι μια ακραία σκέψη του Χρυσοστόμου, προερχόμενη από καιρό κατά τον οποίο ήταν ενθουσιασμένος μοναχός, διότι συναντάται όχι μόνο στα πρώιμα συγγράμματα του αλλά και στα μεταγενέστερα. Φθάνει μάλιστα στο σημείο να συμβουλεύση τους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους να εγκαταβιώσουν σε μοναστήρια από 10 μέχρι 20 ετών, ώστε να ωριμάσουν και να μάθουν τα πρώτα αναγκαία εκεί, κι έπειτα να μάθουν τα επαγγέλματα και τις τέχνες της παρούσης ζωής.


















ΚΕΙΜΕΝΟ 8ο

Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ: Ε.Π.Ε. εκδ.«ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »

ΕΡΓΑ ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, τ. 30, σελ. 637.


Αμέσως μόλις γεννηθεί το παιδί o πατέρας σκέφτεται όχι πώς να ρυθμίσει σωστά τη ζωή του, αλλά πως θα του φορέσει χρυσαφικά και ωραία ρούχα. Γιατί το κάνεις αυτό άνθρωπε; Καλά εσύ ο ίδιος να τα φοράς. Γιατί και το παιδί που δεν ξέρει ακόμα αυτή τη μανία, το συνηθίζεις σ’ αυτά; Σωστός δάσκαλος του χρειάζεται, για να παιδαγωγήσει σωστά το παιδί, και όχι στολίδια. Ακόμη, του αφήνεις μακριά μαλλιά όπως και τα κορίτσια, και το κάνεις να χάνει την ισχυρή φύση του απ’ την πρώτη στιγμή, βάζοντας μέσα του τον έρωτα για τα χρήματα και πείθοντάς το να συγκινείται από ανώφελα πράγματα.

Γιατί το κάνεις να ευχαριστείται απ’ τα σωματικά πράγματα; Αν ο άντρας έχει μακριά μαλλιά, αυτό δεν είναι τιμητικό γι’ αυτόν λέει. Δεν το θέλει αυτό η φύση και δεν το επέτρεψε ο Θεός. Το πράγμα αυτό έχει απαγορευθεί, είναι έργο της ελληνικής προκατάληψης. Πολλοί κρεμούν και στ’ αυτιά τους χρυσαφικά. Μακάρι ούτε και τα κορίτσια να μην τα φορούσαν, εσείς όμως οδηγείτε και τα αγόρια στην καταστροφή.

Ίσως πολλοί να γελούν και να τα θεωρού ασήμαντα. Δεν είναι όμως μικρά αλλά σημαντικά. Αν το κορίτσι συνηθίσει να γοητεύεται απ’ τα γυναικεία στολίδια, όταν θα φύγει απ’ το πατρικό της θα είναι πολύ δύσκολη και ανυπόφορη στον σύζυγό της. Από εκεί αρχίζει η κακία να γίνεται δύσκολη να την πολεμήσεις, απ’ το ότι κανένας δεν μιλάει στα παιδιά για αγνότητα, για καλοσύνη, για περιφρόνηση των χρημάτων και της δόξας, για όσα λέει η Γραφή.


Όταν λοιπόν στερηθούν τα παιδιά απ’ την πρώτη ηλικία τους δασκάλους, τι θα γίνουν; Γιατί, αν μερικοί, ενώ τρέφονται απ’ την κοιλιά της μάνας τους και παιδαγωγούνται μέχρι τα γεράματα, δεν κατορθώνουν να γίνουν σωστοί άνθρωποι, εκείνοι που απ’ την αρχή της ζωής τους συνηθίζουν σε όλα αυτά, ποιο κακό είναι δυνατόν να μην κάνουν; Τώρα όμως ο καθένας προσπαθεί να μάθει στα παιδιά του τέχνες και γράμματα και ρητορική ικανότητα στους λόγους, πως όμως θα μπορούσε να εξασκηθεί η ψυχή τους, δεν νοιάζεται κανείς.


Σας παρακαλώ πριν απ’ όλα τα’ άλλα να δίνετε σωστή ανατροφή στα παιδιά. Αν πραγματικά αγαπάς το παιδί σου, δείξε την αγάπη σου από αυτό. Άλλωστε γι’ αυτό θα έχεις κι αμοιβή. Και αν εσύ νιώθεις ότι έκανες αμέτρητα κακά, προσπάθησε με αυτό να βρεις κάποια παρηγοριά. Ανέθρεψε το παιδί σου για τον Χριστό. Δεν λέω να μην το αφήσεις να παντρευτεί ή να το προετοιμάσεις να γίνει μοναχός. Το θέλω βέβαια αυτό και θα ευχόμουν πολλοί να το δέχονταν, αλλά επειδή θεωρείται ότι είναι βαρύ, δεν σε αναγκάζω. Ανέθρεψε έναν αθλητή για τον Χριστό και δίδαξέ τον απ’ την πρώτη του ηλικία να είναι ευσεβής.


Αν τα καλά διδάγματα τυπωθούν στην ψυχή ενώ ακόμα είναι αγνή, κανείς δεν θα μπορέσει να τα εξαφανίσει, όταν θα γίνει σκληρή σαν τη σφραγίδα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το κερί. Εσύ πρώτος απολαμβάνεις τα αγαθά αν έχεις καλό γιο και μετά ο Θεός. Για τον εαυτό σου κοπιάζεις.


Λένε πως τα μαργαριτάρια μόλις τα βγάλουν απ’ το νερό, είναι σαν νερό. Αν λοιπόν είναι έμπειρος αυτός που τα βγάζει, βάζοντας τη σταγόνα εκείνη στην παλάμη του και κουνώντας με προσεκτικό τρόπο, την κάνει πάρα πολύ στρογγυλή. Όταν όμως στερεοποιηθεί δεν μπορεί τότε να της δώσει το σχήμα που θέλει, επειδή έχει αποκτήσει την σκληρότητα σαν κάποια μόνιμη κατάσταση.


Ο καθένας λοιπόν απ’ εσάς, πατέρας ή μητέρα, ας φροντίζετε και εσείς τα παιδιά σας, όπως ο γλύπτης τα αγάλματα. Και όπως οι ζωγράφοι τα έργα τους, όταν δηλαδή αφού τοποθετήσουν μπροστά τους τον πίνακα προσθέτουν καθημερινά το χρώμα που χρειάζεται. Έτσι λοιπόν και εσείς όπως και οι καλλιτέχνες να έχετε συγκεντρωμένη την προσοχή σας όταν κατασκευάζετε καλλιτεχνήματα για το θεό. Να αφαιρείται το περιττό και να προσθέτετε ότι λείπει. Να αυξάνετε τα προτερήματα και να προσπαθείτε να μειώσετε τα ελαττώματα. Και προτού του παιδί τα αποκτήσει διδάξτε το να είναι προσεκτικό, ήρεμο, να προσεύχεται και σε οτιδήποτε κάνει. Να κάνει πρώτα το σταυρό του.


Σκέψου ότι είσαι βασιλιάς που έχεις μπροστά σου μια πόλη, την ψυχή του παιδιού σου. Και όπως μέσα στην πόλη κάποιοι κλέβουν, άλλοι εργάζονται, και άλλοι τα κάνουν όλα όπως τύχει, έτσι λειτουργούν και στην ψυχή η διάνοια και οι σκέψεις. Άλλοι φροντίζουν για όλο τον άνθρωπο, και για το σώμα και για την κατοικία, όπως κάνουν στις πόλεις οι πολίτες του. Άλλοι δίνουν εντολές, όπως ακριβώς οι άρχοντες στις πόλεις. Και άλλοι απ’ αυτούς διηγούνται ασεβή πράγματα, όπως κάνουν οι ακόλαστοι στις πόλεις, ενώ άλλοι διηγούνται σεμνά πράγματα, όπως κάνουν οι λογικοί στις πόλεις. Και άλλοι απ’ αυτούς δέχονται διαταγές σαν δούλοι, όπως συμβαίνει και με τους δούλους στις πόλεις, ενώ άλλοι είναι ευγενείς, όπως είναι και οι ελεύθεροι στις πόλεις.

Χρειαζόμαστε λοιπόν νόμους, ώστε να εξορίζουμε τους κακούς, ενώ τους καλούς να τους επιδοκιμάζουμε, και να μην αφήνουμε τους κακούς να δρουν εναντίον των καλών. Γιατί όπως ακριβώς στην πόλη αν θεσπίσει κανείς νόμους που αφήνουν πολύ ελευθερία στους κλέφτες, αυτός κατάστρεψε τα πάντα, και αν ο καθένας αφήσει τη θέση του και προσπαθεί να πάρει τη θέση κάποιου άλλου, με την πλεονεξία κατέστρεψε την αρμονία, έτσι γίνεται και εδώ.


Πόλη λοιπόν είναι η ψυχή του παιδιού, πόλη που μόλις χτίστηκε, που έχει ξένους πολίτες, αλλά δεν έχουν καμία εμπειρία. Και σ’ αυτούς τους πολίτες είναι εύκολο να δώσει κανείς καλές συνήθειες. Γιατί εκείνοι που έζησαν με κακό τρόπο στην ζωή τους, δύσκολα θα μπορούσαν να αλλάξουν τρόπους, χωρίς όμως να είναι και αδύνατον. Γιατί μπορούν ν’ αλλάξουν τρόπους αν το θέλουν. Ενώ εκείνοι που είναι τελείως άπειροι εύκολα θα δέχονταν τους νόμους σου.


Φτιάξε λοιπόν νόμους σ’ αυτή τη πόλη, ώστε να φαίνονται αυστηροί, και γίνε προστάτης των νόμων που παραβαίνονται. Γιατί δεν ωφελεί σε τίποτα να θεσπίζεις νόμους, εάν δεν ακολουθεί η τιμωρία στους παραβάτες.


















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου