Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Τσέρωφ
Ήταν δειλινό της Κυριακής των Βαϊων και στο γυναικείο μοναστήρι του Στάρο – Πετρόφσκι ψαλλόταν ο Εσπερινός. Η ώρα ήταν σχεδόν δέκα όταν μοιραζόντουσαν τα βάγια και το φως των μικρών καντηλιών, μπροστά από ις εικόνες, τρεμόπαιζε μέσα στο σκοτάδι αμυδρά. τα φυτίλια τους είχαν σχεδόν μισοκαεί και μια ελαφριά καπνώδης καταχνιά περιπλανιόταν στο χώρο του παρεκκλησιού. Καθώς οι πιστοί συνωθούντο προς τα μπρος, μέσα στο ημίφως, σαν τα διογκωμένα θαλάσσια κύματα, που βρίσκουν λύτρωση ξεσπώντας στην ακρογιαλιά, φαινόταν στον θεοφιλέστατο Πιότρ, ο οποίος αισθανόταν εδώ και τρεις μέρες μια αδιαθεσία, πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι, που έρχονταν προς αυτόν για να πάρουν από το χέρι του τα βάγια, ήσαν πανομοιότυποι και όλοι είχαν την ίδια έκφραση στα μάτια τους. Δεν μπορούσε να δει την κεντρική είσοδο του παρεκκλησιού, εξαιτίας της ομίχλης του καπνού. Η ατέλειωτη μάζα των ανθρώπων γλιστρούσε συνέχεια προς αυτόν και έδινε την αίσθηση ότι θα συνέχιζε να συνωθείται και να περνά μπροστά του ασταμάτητα για πάντα. Στο μεταξύ ο γυναικείος χορός των καλογραιών συνέχιζε να ψέλνει ενώ μια μοναχή κανοναρχούσε.
Πόσο ζεστός και αποπνικτικός ήταν ο αέρας! Πόσο μακροσκελή και ατελείωτα τα ψαλσίματα! Ο θεοφιλέστατος ήταν κατάκοπος. Από τον αποστεγνωμένο και κατάξερο φάρυγγα του η αναπνοή του έβγαινε γρήγορα προκαλώντας πόνο. οι ώμοι του πονούσαν. τα πόδια του έτρεμαν. Οι περιστασιακές άναρθρες κραυγές κάποιου καθυστερημένου, που ξεφώνιζε από το γυναικωνίτη, τον ενοχλούσαν φοβερά. Και τώρα, σαν κορύφωση στην όλη μουντή και οδυνηρή ατμόσφαιρα, ο Θεοφιλέστατος διέκρινε, σαν μέσα από πυρετική έξαψη, την ίδια τη μητέρα του – που ‘χε εννέα χρόνια να την δει – να ‘ρχεται προς το μέρος του μέσα από το πλήθος. Αυτή, η κάποια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα φτυστό της αντίγραφο, πήρε ένα κλώνο βάγια από το χέρι του και απομακρύνθηκε κοιτώντας τον όλη την ώρα με ένα χαρούμενο, γλυκό χαμόγελο, έως ότου χάθηκε μέσα στο πλήθος. Για κάποιο άγνωστο λόγο δάκρυα άρχισαν να τρέχουν κυλώντας στα μάγουλά του. Η καρδιά του γέμισε ευτυχία και ειρήνη και η ματιά του προσηλώθηκε σ’ ένα μακρινό σημείο στην άκρη του παρεκκλησιού, όπου διαβάζονταν τα αναγνώσματα και όπου καμιά ανθρώπινη ύπαρξη δεν ήταν ευδιάκριτη μέσα στις σκιές. Τα δάκρυα λαμπύρισαν στα μάγουλα και στο γένι του. Τότε κάποιος που στεκόταν κοντά του άρχισε να δακρύζει και αυτός, έπειτα και ένας άλλος και άλλος, έως ότου σιγά - σιγά το παρεκκλήσι γέμισε από ένα αχνό θρηνώδη ήχο. ξαφνικά ο γυναικείος χορός των καλογραιών ξανάρχισε να ψάλλει, ο θρηνώδης ήχος σταμάτησε και όλα συνεχίστηκαν όπως και προηγουμένως.
Πολύ σύντομα μετά από αυτό η ακολουθία τελείωσε. Οι χαρμόσυνες, πανηγυρικές νότες από τις βαριές καμπάνες του παρεκκλησίου διέσχισαν εκκωφαντικά το φεγγαρόλουστο κήπο, καθώς ο Επίσκοπος ανέβηκε τα σκαλοπάτια της άμαξας του και έφυγε. Οι λευκοί τοίχοι, οι σταυροί των τάφων, οι ασημοντυμένες σημύδες και το απόμακρο φεγγάρι, που κρεμόταν ακριβώς πάνω από το μοναστήρι, όλα φαίνονταν να επιβιώνουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο ζωής, ακατανόητο ίσως, πολύ κοντινό όμως προς αυτόν του ανθρώπινου γένους. Ήταν οι πρώτες μέρες του Απρίλη και μιά ψυχρή νύχτα είχε διαδεχθεί μιά ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Μιά ελαφριά πάχνη έπεφτε, αλλά η ανάσα της άνοιξης μπορούσε να γίνει αντιληπτή στο μαλακό, δροσερό αέρα. Ο δρόμος που ξεκινούσε από το μοναστήρι ήταν αμμώδης. τα άλογα υποχρεώνονταν να προχωρούν σε ρυθμό βάδην. και, λουσμένος στο λαμπρό, γαλήνιο φεγγαρόφωτο, ένας χείμαρρος προσκυνητών κυλούσε αργά και από τις δυό πλευρές της άμαξας. Όλοι ήσαν παραδομένοι στις σκέψεις τους, σιωπηλοί. Όλα γύρω τους: τα δένδρα, ο ουρανός, ακόμη και το φεγγάρι, φάνταζαν τόσο νέα και οικεία και φιλικά και ζεστά, που όλοι ήσαν τώρα πια απρόθυμοι να διαλύσουν αυτή την υπέροχη μαγεία, η οποία ήλπιζαν πως ίσως διαρκέσει για πάντα.
Επιτέλους, κάποια στιγμή, η άμαξα κατάφερε να μπει στην πόλη και κατευθύνθηκε προς τον κεντρικό δρόμο. Όλα τα καταστήματα ήταν πια κλειστά εκτός από εκείνο του Έρακιν, του εκατομμυριούχου εμπόρου. Δοκίμαζε για πρώτη φορά τα ηλεκτρικά του φώτα, που άστραφταν τόσο έντονα, ώστε ένα πλήθος είχε συγκεντρωθεί μπροστά από το κατάστημά του. Λίγο μετά συνάντησαν σε μια ατελείωτη ακολουθία τους πλατείς, σκοτεινούς δρόμους, και έπειτα τη δημοσιά και τους αγρούς και τη μυρωδιά των πεύκων. Ξαφνικά αχνοϋφάνθηκε μπρός του ένας λευκός πυργωτός τοίχος και πιο πίσω απ' αυτόν υψώθηκε ένα ψηλό καμπαναριό στεφανωμένο με πέντε απαστράπτοντες χρυσούς τρούλους, όλα λουσμένα στο ασημένιο φεγγαρόφωτο. Ήταν το μοναστήρι του Πανκρατιέφσκι, όπου ο θεοφιλέστατος Πιότρ κατοικούσε. Και εδώ, επίσης, το ήρεμο, προστατευτικό φεγγάρι φαινόταν να λικνίζεται ακριβώς πάνω από το μοναστήρι. Η άμαξα πέρασε την κεντρική πύλη, ενώ οι τροχοί της έτριζαν περνώντας πάνω από την άμμο. Εδώ και κει οι σκούρες φιγούρες των μοναχών πρόβαλαν ξαφνικά από τις σκιές στο φεγγαρόφωτο και βήματα αντηχούσαν στα λιθόστρωτα μονοπάτια.
«Η μητέρα σας ήρθε, ενώ λείπατε, Θεοφιλέστατε», ένας δόκιμος είπε στον Επίσκοπο, καθώς αυτός έμπαινε στο δωμάτιό του.
«Η μητέρα μου; Πότε ήρθε;»
«Πριν τον Εσπερινό. Πρώτα ανακάλυψε που ήσασταν και κατόπιν κατευθύνθηκε στο γυναικείο μοναστήρι».
«Τότε αυτή ήταν που είδα τώρα δα στο παρεκκλήσι!
Ω, Επουράνιε Πατέρα!»
Και ο Θεοφιλέστατος γέλασε από χαρά.
«Μου είπε να σας πω, Θεοφιλέστατε,» ο δόκιμος συνέχισε, ότι θα 'ρθει πάλι αύριο. Είχε ένα μικρό κορίτσι μαζί της - την εγγονή της νομίζω. Θα διανυκτέρευε στο πανδοχείο του Οσβιανίκωφ».
«Τι ώρα είναι τώρα;»
«Περασμένες ένδεκα»
«Τι μπελάς!»
Ο Θεοφιλέστατος κάθισε αναποφάσιστα στο καθιστικό του Δεσποτικού, απρόθυμος να πιστέψει ότι ήδη ήταν τόσο αργά. Οι ώμοι και τα πόδια του τον βασάνιζαν από τον πόνο, ο αυχένας του τον πονούσε φρικτά και ένιωθε δυσάρεστα και πυρετικά. Αφού ξεκουράστηκε για λίγα λεπτά, πέρασε στο υπνοδωμάτιο του και εκεί κάθισε, πάλι, και ονειροπόλησε τη μητέρα του. Άκουσε τον δόκιμο να απομακρύνεται και τον πατέρα Σισώη, τον ιερομόναχο, να βήχει στο διπλανό δωμάτιο. Το μεγάλο ρολόι του μοναστηριού κτύπησε το τέταρτο.
Ξεντύθηκε και άρχισε να προσεύχεται. Κάνοντας τον κανόνα του, προσευχήθηκε με τις γνωστές παλιές οικείες λέξεις με ευσυνείδητη προσοχή στην εκφορά τους, και ταυτόχρονα σκεφτόταν τη μητέρα του. Είχε εννέα παιδιά και σαράντα περίπου εγγόνια. Είχε ζήσει από τα δεκαεπτά της ως τα εξήντα της με τον άντρα της, το διάκο, σ' ένα μικρό χωριό. Ο Θεοφιλέστατος την θυμόταν από τα πρώιμα παιδικά του χρόνια και, μμμ, πόσο την είχε αγαπήσει! Ω, αυτή η αγαπημένη, η πολύτιμη, η αξέχαστη παιδική του ηλικία! Γιατί άραγε εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, που ' χαν ξεθωριάσει και χαθεί για πάντα, να φαίνονται πιο λαμπερά, πιο πολύτιμα, πιο εύθυμα, από ότι στην πραγματικότητα ήταν; Πόσο τρυφερή και εξυπηρετική ήταν η μητέρα του, όταν ήταν άρρωστος στην παιδική του ηλικία! Η προσευχή του ανακατευόταν με τις αναμνήσεις του, που πυράκτωναν, όλο πιο λαμπερές και αστραφτερές σαν φλόγα, την καρδιά του, αλλά δεν παρεμπόδιζαν τις σκέψεις του για τη μητέρα του.
Σαν απόσωσε την καθιερωμένη, τυπική προσευχή του κανόνα του, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και, μόλις βρέθηκε στο σκοτάδι, τότε εμφανίσθηκαν μπρός στα μάτια του σαν όραμα, ο πεθαμένος πατέρας του, η μητέρα του και η Λυεζόπολη, η γενέτειρα του. Το τρίξιμο από τους τροχούς των κάρων, τα βελάσματα των προβάτων, ο ήχος από τις καμπάνες της εκκλησίας στο καθάριο καλοκαιρινό πρωινό, ούπς, πόσο ευχαριστιόταν να θυμάται όλα αυτά! Έφερε στο νου του τον πατέρα Συμεών, τον ηλικιωμένο ιερέα της Λυεζόπολης, τον καλόκαρδο, προσηνή και ευπροσήγορο γεράκο. Ήταν απ' τη φύση του μικροσκοπικός, ενώ ο γιος του ήταν ένας πελώριος γεροδεμένος δόκιμος με μια φοβερή μπάσα φωνή. Θυμόταν πως αυτός ο νεαρός κληρικός κατσάδιασε μια φορά το μάγειρο και είχε τσιρίξει θυμωμένα: «Ε! συ άχρηστη όνος του Ιεχωβά!» Και ο πατήρ Συμεών δεν είχε πει τίποτα, μόνο που είχε κατακοκκινίσει από ντροπή, γιατί σ' όλη του τη ζωή δεν θυμόταν να 'χει διαβάσει στην Αγία Γραφή για καμιά όνο με αυτό το όνομα!
Τον πατέρα Συμεών είχε διαδεχθεί ο πατήρ Δαμιανός, που ήταν σκληρός πότης και κάποιες φορές γινόταν τόσο στουπί, που έλεγε πως έβλεπε πράσινα φίδια. Γι' αυτό και το παρατσούκλι του στο χωριό ήταν: «Δαμιανός ο Φιδομάντης». Ο Ματέι Νικόλαϊτς ήταν ο διευθυντής του σχολείου, ένας ευγενικός, μορφωμένος άνδρας, αλλά σκληρός πότης επίσης. Ποτέ δεν ξυλοφόρτωνε τους μαθητές του, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο φύλαγε ένα μικρό καδράκι φτιαγμένο από κλαδάκια σημύδας κρεμασμένο στον τοίχο, κάτω από το οποίο βρισκόταν μια ταμπέλα που έγραφε μια εντελώς ακατάληπτη επιγραφή: «Betula Kinderbalsamica Secuta». Είχε ακόμη ένα μαλλιαρό μαύρο σκύλο, που τον φώναζε:« Συντακτικό».
Ο Επίσκοπος γέλασε. Οκτώ μίλια από τη Λυεζόπολη βρισκόταν το χωριό Όμπνινο, που κατείχε μια θαυματουργή εικόνα. Μια θρησκευτική πομπή ξεκινούσε από το Όμπνινο κάθε καλοκαίρι λιτανεύοντας τη θαυματουργή εικόνα και γυροφέροντας την σε όλα τα γειτονικά χωριά. Οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούσαν κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, πρώτα στο ένα χωριό, έπειτα στο άλλο, και στο μικρό Πάβελ - ο Θεοφιλέστατος ονομαζόταν τότε μικρός Πάβελ - ο ίδιος ο αέρας φαινόταν να ριγεί με έκσταση. Ξυπόλυτος, ξεσκούφωτος και απέραντα ευτυχισμένος, ακολουθούσε την εικόνα με ένα ανεπιτήδευτο χαμόγελο στα χείλη του και μια απλοϊκή πίστη στην καρδιά του.
Μέχρι τα δεκαπέντε του ο μικρός Παβέλ ήταν τόσο καθυστερημένος στα μαθήματα του, ώστε οι γονείς του είχαν σκεφθεί να τον σταματήσουν από την εκκλησιαστική σχολή και να τον βάλουν να δουλέψει στο κατάστημα του χωριού.
Ο Επίσκοπος στριφογύρισε τόσο ώστε να διακόψει τον ειρμό των σκέψεων του και προσπάθησε να κοιμηθεί.
«Η μητέρα μου ήρθε!» σκέφθηκε και γέλασε.
Το φεγγάρι έστελνε τις λαμπερές του ακτίνες μέσα από το παράθυρο και το πάτωμα άστραφτε από την αντανάκλαση τους, ενώ αυτός κειτόταν στη σκιά. Ένας γρύλος ακουγόταν. Ο πατήρ Σισώης ροχάλιζε στο διπλανό δωμάτιο και στα αυτιά του Δεσπότη έφθανε μια μίζερη, ελάχιστα φιλική, πλανόδια νότα από το ανεβοκατέβασμα του ρυθμού της αναπνοής του γέρου ιερομόναχου.
Ο πατήρ Σισώης ήταν κάποτε οικονόμος ενός Μητροπολίτου και ήταν πια γνωστός ως πατήρ πρώην Οικονόμος. Ήταν εβδομήντα χρονών και ζούσε άλλοτε σε ένα μοναστήρι δεκάξι μίλια μακριά, άλλοτε στην πόλη, άλλοτε όπου τύχαινε να βρίσκεται. Πριν τρεις μέρες είχε εμφανισθεί τυχαία στο μοναστήρι του Πανκρατιέφσκι, και ο Δεσπότης τον είχε κρατήσει εδώ με σκοπό να συζητήσει μαζί του, σε ώρες ξεκούρασης και ηρεμίας, τις υποθέσεις του μοναστηριού.
Η καμπάνα για τον Όρθρο κτύπησε στις μιάμισυ. Ο πατήρ Σισώης έβηξε, μούγκρισε κάτι και σηκώθηκε.
«Πάτερ Σισώη!» φώναξε ο Δεσπότης.
Ο πατήρ Σισώης παρουσιάσθηκε ντυμένος με ένα λευκό αντερί, κρατώντας στο χέρι του ένα κηροπήγιο.
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ», είπε ο Δεσπότης. «Πρέπει να 'μαι άρρωστος. Δεν ξέρω τι τρέχει. έχω πυρετό».
«Κρύωσες Δεσπότη μου. Πρέπει να σε τρίψω με ζωικό λίπος».
Ο πατήρ Σισώης στάθηκε για λίγο κοιτώντας τον και χασμουρήθηκε: «Αχχ - Σπλαχνίσου μας Κύριε!»
«Ο Έρακιν ηλεκτροδότησε το μαγαζί του πια - το μισώ!», συνέχισε.
Ο πατήρ Σισώης ήταν γέρος, με κυρτωμένους ώμους και αδύνατος. Πάντοτε δυσαρεστιόταν με τούτο ή το άλλο και τα μάτια του - που πετάγονταν έξω σαν αυτά του κάβουρα - είχαν πάντοτε νια θυμωμένη έκφραση.
«Μα το Θεό, δεν μου αρέσει καθόλου», επανέλαβε, «το μισώ».
Την επόμενη μέρα, Κυριακή των Βαΐων, ο Θεοφιλέστατος χοροστάτησε στον καθεδρικό Ναό της πόλης. Κατόπιν επισκέφθηκε το Μητροπολίτη της περιοχής και υπέβαλε καθηκόντως τα σέβη του. Ύστερα πήγε στο σπίτι της συζύγου ενός στρατηγού, που ήταν άρρωστη και στο τέλος επέστρεψε στο κατάλυμά του. Στις δύο μ.μ., δυό αγαπημένοι γευμάτισαν μαζί του, η ηλικιωμένη μητέρα του και η μικρή ανηψιά του, Κάτια, παιδί οκτώ χρονών. Ο ανοιξιάτικος ήλιος κρυφοκοίταζε κεφάτα μέσα από τα παράθυρα, σαν κάθησαν να γευματίσουν, και έλαμπε εύθυμα παιχνιδίζοντας στο λευκό τραπεζομάντηλο και στα κόκκινα μαλλιά της Κάτιας. Από τα δίπλα τζάμια άκουγαν τα κοράκια να κρώζουν και τις καρακάξες να φλυαρούν στον κήπο.
«Πέρασαν εννιά χρόνια από τότε που σε είδα για τελευταία φορά» είπε η γριά μητέρα, «και παρ' όλα αυτά, όταν σ' αντίκρισα στο παρεκκλήσι του γυναικείου μοναστηριού χθες, σκέφθηκα μέσα μου: " Ας με συγχωρέσει ο Θεός, δεν άλλαξε ούτε τόσο δα". Ίσως να 'σαι μόνο λίγο λεπτότερος απ' ότι ήσουν, και η γενειάδα σου έχει μακρύνει περισσότερο. Ω, Παναγία μου, Βασίλισσα των Ουρανών! Όλοι σιγόκλαιγαν χθές. Μόλις σε είδα, δάκρυσα και η ίδια. Δεν ξέρω γιατί. Ας γίνει το θέλημα Του!»
Παρ' όλη τη στοργή με την οποία τα 'πε, ήταν φανερό ότι ανησυχούσε. Ήταν σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να απευθύνεται στον Επίσκοπο με το οικείο «συ» η το τυπικό «σεις» και αν όφειλε να γελά ή όχι. Φαινόταν να αισθάνεται μπροστά του μάλλον σαν φτωχή σύζυγος διακόνου, παρά σαν μητέρα. Εν τω μεταξύ η Κάτια καθόταν με τα μάτια της προσηλωμένα στο πρόσωπο του θείου της του Δεσπότη, σαν να προσπαθούσε να αντιληφθεί τι είδους άνθρωπος ήταν. Τούφες απ' τα μαλλιά της είχαν ξεφύγει από το κοκκαλάκι της και το φιόγκο από βελούδινη κορδέλα και στέκονταν ισομερώς γύρω από το κεφάλι της σαν φωτοστέφανο. Τα μάτια της είχαν ένα λαμπρό κοκκινωπό καφέ χρώμα. Είχε ήδη σπάσει ένα ποτήρι λίγο πριν καθήσει στο τραπέζι, και τώρα, καθώς μιλούσε, η γιαγιά της δεν έπαυε να μετακινεί πρώτα ένα νεροπότηρο, και έπειτα ένα κρασοπότηρο, μακριά της. Καθώς ο Επίσκοπος καθόταν ακούγοντας τη μητέρα του, θυμόταν πως πολλά, πολλά χρόνια πριν, μερικές φορές έπαιρνε αυτόν, τους αδελφούς και τις αδελφές του μαζί της για να επισκεφθούν συγγενείς, που αυτή θεωρούσε πλούσιους. Τότε ήταν διαρκώς απασχολημένη με το να προσέχει τα παιδιά της μην κάνουν καμιά ζημιά, και τώρα έκανε το ίδιο και με τα εγγόνια της, και είχε έρθει εδώ να τον επισκεφθεί με την Κάτια, κάνοντας το ίδιο.
«Η αδελφή σας Βαρένκα έχει τέσσερα παιδιά» -τον πληροφόρησε- «η Κάτια είναι το μεγαλύτερο. Ο Θεός ξέρει γιατί ο πατέρας της αρρώστησε και πέθανε τρεις μέρες πριν την Κοίμηση της Θεοτόκου. Έτσι η Βαρένκα μου βρέθηκε μόνη της να παλεύει σ' ένα αφιλόξενο κόσμο».
«Τι κάνει ο αδελφός μου Νικάνωρ;» ο Επίσκοπος ρώτησε.
«Είναι καλά, δόξα τω Θεώ. Είναι πολύ καλά, δοξασμένο να 'ναι το όνομα του Κυρίου. Αλλά ο γιός του ο Νικολάσα δεν θέλει να ιερωθεί, σπουδάζοντας σε κάποια εκκλησιαστική σχολή, και αντί γι' αυτό βρίσκεται σ' ένα κολέγιο για να σπουδάσει γιατρός. Νομίζει πως είναι καλύτερα έτσι, αλλά ποιος ξέρει; Όπως και να 'ναι ας γίνει το θέλημα του Θεού!»
«Ο Νικολάσα τεμαχίζει νεκρούς» είπε η Κάτια, χύνοντας κάμποσο νερό πάνω στην ποδιά της.
«Κάτσε ήσυχη πια παιδί μου», παρατήρησε η γιαγιά της, παίρνοντας ήρεμα το νεροπότηρο απ' το χέρι της.
«Πόσος καιρός πάει από τότε που έχουμε να ιδωθούμε!» αναφώνησε ο Θεοφιλέστατος, χαϊδεύοντας τρυφερά τους ώμους και το χέρι της μητέρας του. «Μου 'λειψες, όσο ήμουν στο εξωτερικό! Μου 'λειψες τρομερά!»
«Σ' ευχαριστώ. Σ' ευχαριστώ πολύ, καρδιά μου!»
«Συνήθιζα να στέκομαι στο παράθυρό μου τα βράδια, ακούγοντας την μπάντα να παίζει, και αισθανόμουνα τόσο μόνος και έρημος. Μερικές φορές αισθανόμουνα τόση νοσταλγία για την πατρίδα, που συνήθιζα να σκέπτομαι πως θα μπορούσα ευχαρίστως να δώσω ότι είχα στον κόσμο για να δω, έστω φευγαλέα, εσένα και την πατρίδα».
Η μητέρα του χαμογέλασε λάμποντας από χαρά, και έπειτα αστραπιαία έγινε σοβαρή και απάντησε τυπικά:
«Σας ευχαριστώ πολύ!»
Η διάθεση του Δεσπότη άλλαξε. Κοίταξε τη μητέρα του και δεν μπορούσε να καταλάβει που είχε αποκτήσει αυτή τη γεμάτη ταπεινόσχημο και δουλοπρεπή σεβασμό έκφραση του προσώπου και της φωνής της και τι μπορούσε να σημαίνει αυτό. Σχεδόν δεν την αναγνωρίζει και αισθάνθηκε στενοχώρια και ενόχληση. Εκτός αυτού ο πονοκέφαλος συνεχιζόταν και τα πόδια του έτρεμαν απ' τον πόνο. Το ψάρι που έτρωγε είχε μια αηδιαστική γεύση και διψούσε πολύ.
Μετά το γεύμα δυό πλούσιες σύζυγοι γαιοκτημόνων τον επισκέφθηκαν και κάθησαν μιάμισυ ώρα συνοφρυωμένες και σοβαρές, χωρίς να βγάλουν απ' το στόμα τους ούτε μια λέξη. Κατόπιν δέχθηκε ένα αρχιμανδρίτη, σκυθρωπό και μαζεμένο, που 'χε έρθει για υπηρεσιακά ζητήματα. Έπειτα οι καμπάνες σήμαναν για Εσπερινό, ο ήλιος έδυσε πίσω από το δάσος, και η μέρα έκλεισε. Μόλις επέστρεψε από την εκκλησία, ο Δεσπότης διάβασε τις προσευχές του κανόνα του χωρίς σχεδόν να προσέχει το νόημά τους, και ξάπλωσε στο κρεβάτι, σύροντας τις κουβέρτες μέχρι πάνω σκεπάζοντας σχεδόν τ' αυτιά του. Το φεγγαρόφωτο τον ενοχλούσε, και σύντομα ήχος φωνών έφθασε στ' αυτιά του. Ο πατήρ Σισώης συζητούσε για πολιτικά θέματα με τη μητέρα του στο διπλανό δωμάτιο.
«Διεξάγεται ένας πόλεμος αυτή τη στιγμή στην Ιαπωνία», έλεγε ο πατήρ Σισώης. «Οι Ιάπωνες ανήκουν στην ίδια φυλή με τους Μοντενέγρους. Βρέθηκαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό την ίδια χρονική περίοδο».
Και τότε ο Επίσκοπος άκουσε τη φωνή της μητέρας του να λέει:
«Και έτσι, βλέπετε, μόλις είχαμε διαβάσει τις προσευχές μας και είχαμε πιεί το τσάι μας, επισκεφθήκαμε τον πατέρα Γιέγκορ-».
Συνέχισε να επαναλαμβάνει αδιάκοπα τη φράση: «είχαν πιεί τσάι», λες και το μόνο πράγμα που ήξερε να κάνει στη ζωή της ήταν να πίνει τσάι.
Οι αναμνήσεις από τη ζωή στην εκκλησιαστική σχολή και στο κολέγιο αργά και αχνά έπαιρναν μορφή και σχήμα στο μυαλό του Επισκόπου. Ήταν δάσκαλος των Ελληνικών για τρία χρόνια, ώσπου πια δεν μπορούσε να διαβάζει χωρίς γυαλιά, και τότε εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε. Στα τριάντα δύο του προήχθη σε διευθυντή εκκλησιαστικής σχολής και προεχειρίσθη σε αρχομανδρίτη. Τον καιρό εκείνο η ζωή του ήταν τόσο εύκολη και ευχάριστη και φαινόταν να εκτείνεται τόσο μακριά, βαθιά στο μέλλον, που ο ίδιος δεν μπορούσε να δει κανένα απολύτως τέλος σ' αυτήν. Η υγεία του όμως κλονίσθηκε και σχεδόν έχασε την όρασή του. Οι γιατροί τον συμβούλευσαν να παραιτηθεί από τη διεύθυνση της σχολής και να ταξιδεύσει στο εξωτερικό.
«Και τι κάνατε μετά;» ρώτησε ο πατήρ Σισώης στο γειτονικό δωμάτιο.
«Μα ήπιαμε τσάι» απάντησε η μητέρα του.
«Γιατί, παππούλη, τα γένια σας είναι πράσινα;» ξεφώνισε η Κάτια ξαφνικά και έσκασε στα γέλια.
Ο Επίσκοπος θυμήθηκε ότι το χρώμα της γενειάδας του πατρός Σισώη ήταν πράγματι στις άκρες της πρασινωπό και γέλασε κι ο ίδιος.
«Θεέ μου! Τι βάσανο είναι αυτό το παιδί», κραύγασε ο πατήρ Σισώης με δυνατή φωνή, αρχίζοντας να θυμώνει. «Πόσο παραχαϊδεμένη είσαι! Ησύχασε πια».
Ο Επίσκοπος ανακάλεσε στη μνήμη του την καινούργια ολόλευκη εκκλησία στην οποία λειτουργούσε, όταν ήταν στο εξωτερικό, και τον ήχο από τον απαλό κυματισμό της ζεστής θάλασσας. Οκτώ ολόκληρα χρόνια κύλησαν σαν νερό, όταν ήταν εκεί. Έπειτα τον ανεκάλεσαν στη Ρωσία και τώρα πια ήταν ήδη Επίσκοπος, και το παρελθόν είχε ξεθωριάσει σιγά-σιγά μέσα στην αχλύ του χρόνου, σαν να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα όνειρο.
Ο πατήρ Σισώης μπήκε στο δωμάτιό του κρατώντας στο χέρι του ένα κηροπήγιο.
«Μπα, μπα!» ξεφώνισε έκπληκτος. «Ξυπνήσατε κιόλας, Θεοφιλέστατε;»
«Γιατί όχι;»
«Είναι νωρίς ακόμη. μόλις δέκα η ώρα! Αγόρασα ένα κομμάτι βαμβακερό ύφασμα αυτό το απόγευμα και ήθελα να σας τρίψω με ζωικό λίπος».
«Έχω πυρετό», είπε ο Επίσκοπος και ανακάθησε. «Υποθέτω πως κάτι πρέπει να γίνει. Το κεφάλι μου βουίζει και αισθάνομαι τρομερά άκεφος και αδιάθετος».
Ο πατήρ Σισώης άρχισε να τρίβει το στήθος και την πλάτη του Επισκόπου με το ζωικό λίπος .
«Άκου και φρίξε »τσίριξε. «Ω, Μεγαλοδύναμε Θεέ! Φρίξον ήλιε! Πήγα μέχρι την πόλη σήμερα και είδα αυτόν -πως τον λένε καλέ;-αυτόν τον πρωτοπρεσβύτερο το Σιντόνσκι. Ήπια και τσάι μαζί του. Τον μισώ! Ω Θεέ μεγαλοδύναμε! Άκου! Τον μισώ!»
Ο Μητροπολίτης της περιοχής ήταν πολύ γέρος και τετράπαχος, και ένα μήνα τώρα άρρωστος και για τα καλά κρεβατωμένος από αρθρίτιδα. Έτσι ο θεοφιλέστατος Πιότρ αναγκάσθηκε να τον επισκέπτεται σχεδόν κάθε μέρα και να δέχεται σε ακρόαση τους ανθρώπους που επισκέπτονταν το Μητροπολίτη αντί γι' αυτόν. Και τώρα, που ήταν και αυτός άρρωστος, του προκαλούσε φρίκη και μόνο η σκέψη από τις ασημαντότητες και μηδαμινότητες που ζητούσαν σαν χάρη και για τις οποίες έχυναν βρύσες τα δάκρυα οι επισκέπτες. Αισθανόταν εξοργισμένος με την άγνοια και τη λιποψυχία τους. Αυτός καθ΄αυτόν ο αριθμός όλων τούτων των άχρηστων κοινοτοπιών τον κατέθλιβε και αισθανόταν πως μπορούσε να καταλάβει το Μητροπολίτη, που είχε συγγράψει Μαθήματα Ελεύθερης Θέλησης όταν ήταν νέος, και τώρα φαινόταν τόσο απορροφημένος στις ασήμαντες λεπτομέρειες, ώστε η μνήμη οτιδήποτε άλλου, ακόμη και του Θεού, να τον έχει εγκαταλείψει. Ο θεοφιλέστατος Πιότρ πρέπει να 'χε χάσει την επαφή του με το ρωσικό τρόπο ζωής, ενώ βρισκόταν στο εξωτερικό, μια και του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να προσαρμοσθεί πάλι σ' αυτόν τώρα. Οι άνδρες φαίνονταν τραχείς και άξεστοι, οι γυναίκες κουτές ανυπόφορες και πληκτικές. τα μαθητούδια συχνά ανεξέλεγκτα και άτακτα και οι δάσκαλοί τους αμόρφωτοι. Και ύστερα αυτά τα χιλιάδες έγγραφα που πέρναγαν απ' τα χέρια του! Και οι διάφοροι αρχιερατικοί επίτροποι που συντασσαν εκθέσεις καλής συμπεριφοράς για όλους τους ιερείς - νέους και ηλικιωμένους - της μητροπολιτικής περιφέρειας και τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους ! Και ο ίδιος που ΄ταν υποχρεωμένος να συζητά για όλα αυτά τα κουτσομπολιά και να τα διαβάζει και να γράφει σοβαροφανή σχόλια στο περιθώριο των αναφορών.
Και δεν είχε ούτε μια τόση δα στιγμούλα που θα μπορούσε να την αφιερώσει αποκλειστικά στον εαυτό του! ΄Ολη την ημέρα τα νεύρα του κόντευαν να σπάσουν και άρχιζε να χαλαρώνει και να γαληνεύει μόνο σαν βρισκόταν μέσα στο Ναό.
Δεν μπορούσε να εξοικειωθεί εύκολα με το φόβο και τρόμο, που άθελά του προκαλούσε σε όποιον τον πλησίαζε, παρά τους ήσυχους και σμνούς τρόπους συμπεριφοράς του. ΄Ολοι στη μητροπολιτική περιφέρεια φαίνονταν να ζαρώνουν, να σιγοτρέμουν και να μισοαπλογούνται, μόλις έριχνε μια εξεταστική ματιά πάνω τους. ΄Ολοι έτρεμαν μόλις εμφανιζόταν ακόμη και οι ηλικιωμένοι πρωτοπρεσβύτεροι γονάτιζαν μπρος στα ποδια του, και πολύ πρόσφατα μια από τις επισκέπτριες - η γριά σύζυγος ενός παπά από χωριό - είχε μείνει άφωνη από τον τρόμο και είχε φύγει χωρίς να ζητήσει τίποτα. Και αυτός , που δεν ήταν ποτέ μα ποτέ ικανός να εκστομίσει μια αυστηρή λέξη στα κηρύγματά του και που δεν είχε ποτέ κατακρίνει τους ανθρώπους, γιατί τους ευσπλαχνιζόταν τόσο πολύ, εξαγριωνόταν τόσο με όλους αυτούς τους επισκέπτες, ώστε κυριολεκτικά, πετούσε στον κάλαθο των αχρήστων τα αιτήματά τους. Κανείς μα κανείς δεν του είχε μιλήσει, αφότου είχε έλθει εδώ , ειλικρινά και φυσικά. Ακόμη και η γριά μητέρα του είχε αλλάξει ναι, είχε αλλάξει τόσο πολύ ! Γιατί μιλούσε όλη αυτή την ώρα τώρα τόσο άνετα και ελεύθερα, χωρίς επισημότητες, με τον πατέρα Σισώη, ενώ όλη την ώρα που διαλεγόταν μαζί του - με το ίδιο της το γιό ! ήταν τόσο σοβαρή και απόμακρη, αμήχανη και συγκρατημένη στις εκδηλώσεις της; Δεν ήταν αυτή που θυμόταν ! Ο μόνος τελικά άνθρωπος που του συμπεριφερόταν φυσικά και αβίαστα, και που έλεγε χωρίς δισταγμό ό,τι του ερχόταν στο κεφάλι, ήταν ο γεράκος ο πατήρ Σισώης, που ολόκληρη τη ζωή του την είχε περάσει κοντά σε Επισκόπους και είχε συνοδεύσει στην τελευταία τους κατοικία ένδεκα απ΄αυτούς. Και γι΄αυτό ο Θεοφιλέστατος αισθανόταν άνετα μαζί του, αν και ο πατήρ Σισώης ήταν - χωρίς αντιλογία - ένας άνθρωπος τραχύς, σκληρός και έτοιμος πάντα για καυγά.
Μετά την ακολουθία το πρωί της Μεγάλη Τρίτης ο Θεοφιλέστατος δέχθηκε σε ακρόαση το κοινό και έχασε πάλι την ψυχραιμία του μαζί τους. Αισθάνθηκε χάλια, όπως συνήθως, και μια σφοδρή και ακατάσχετη επιθυμία να βρεθεί γρήγορα στο κρεβάτι του, αλλά δεν είχε προλάβει να διασχίσει το κατώφλι του δωματίου του , όταν ειδοποίησαν πως ένα νεαρός έμπορος, ο Εράκιν - ευεργέτης μάλιστα και του μοναστηριού - μόλις είχε έλθει για κάποιες σπουδαίες και επείγουσες υποθέσεις. Ο Επίσκοπος ήταν υποχρεωμένος να τον δεχθεί . Ο Εράκιν παρέμεινε για μια ολόκληρη σχεδόν ώρα μιλώντας ακατάπαυστα και πολύ δυνατά, μα στον Επίσκοπο ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιληφθεί τι προσπαθούσε να του πει.
Μόλις ξεφορτώθηκε τον έμπορο, κατέφθασε μια ηγουμένη από ένα μακρινό γυναικείο μοναστήρι και ώσπου να φύγει κι αυτή, οι καμπάνες κτυπούσαν για τον Εσπερινό. Είχε φθάσει η ώρα που έπρεπε ο Επίσκοπος να κατέβει στο Ναό για την ακολουθία.
Οι μοναχοί έψελναν μελωδικά και με ενθουσιασμό εκείνο το βράδυ, ενώ ένας νεαρός μαυρογένης ιερομόναχος τελούσε την ακολουθία. Ο Θεοφιλέστατος άκουγε προσεκτικά καθώς έψαλλαν στην ακολουθία του Νυμφίου το τροπάριο για τον "κεκοσμημένον νυμφώνα" αλλά δεν ένιωθε τίποτα, ούτε μεταμέλεια, ούτε λύπη, μόνο μια βαθιά γαλήνη του ναού. Καθόταν δίπλα σχεδόν από την Αγία Τράπεζα, όπου οι σκιές ήταν πυκνότερες και βαθύτερες , και παρασυμένος από τη φαντασία του, είχε γυρίσει πίσω στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, τότε που για πρώτη φορά είχε ακούσει τα λόγια του τροπαρίου αυτού να ψέλνονται . Τα δάκρυα κυλούσαν στις παρειές του και αναπολούσε το πως είχε κατορθώσει στη ζωή του ό,τι ήταν μπορετό , σ΄ένα άνδρα της δικής του κοινωνικής τάξης και θέσης να επιτύχει. Η πίστη του ήταν ακλόνητη, αν και δεν ήταν ακόμη όλα ξεκάθαρα γι αυτόν. Κάτι όμως του διέφευγε και στα σίγουρα δεν ήθελε να πεθάνει. Του φαινόταν πως του είχε ξεφύγει, χωρίς ακόμη να το έχει ανακαλύψει, κάτι που ήταν το πιο ενδιαφέρον πράγμα απ΄όλα, το πιο σημαντικό και ταυτόχρονα τόσο αναγκαίο και απαραίτητο στη ζωή του κάτι που το ΄χε αμυδρά ονειρευθεί στο παρελθόν ελπίδες και προσδοκίες, που τον είχαν συγκινήσει και συναρπάσει σαν ήταν παιδί ή μαθητούδι ή ταξιδιώτης σε ξένες χώρες, ακόμη τον ταλαιπωρούσαν και τον βασάνιζαν.
"Πόσο όμορφα ψάλλουν σήμερα !", σκέφθηκε. "Πόσο όμορφα!"
Τη Μεγάλη Πέμπτη χοροστάτησε στην ακολουθία του Νιπτήρος στο μητροπολιτικό Ναό . ΄Οταν η ακολουθία τελείωσε και οι πιστοί επέστρεψαν ο καθένας στο σπίτι του, ο ήλιος έλαμπε ακόμη φωτεινά και αστραφτερά και η ατμόσφαιρα ήταν θερμή. Στα χαντάκια των δρόμων κυλούσαν παφλάζοντας τα νερά, και τα τρυφερά τραγούδια των κορυδαλλιών από τους αγρούς περιπλανιόταν πάνω από την πόλη, γαληνεύοντας την καρδιά του. Τα δένδρα είχαν κιόλας αφυπνισθεί με την αρχή της ανοίξεως και ψηλά, από πάνω τους , απλωνόταν σαν προστατευτικό θόλος, ο γαλάζιος , απέραντος ουρανός.
Ο Θεοφιλέστατος ξάπλωσε αμέσως μόλις έφθασε στο μοναστήρι και ζήτησε από το δόκιμο να κλείσει τα παντζούρια . Το δωμάτιο βυθίσθηκε στο σκοτάδι . Πόσο κουρασμένος ήταν !
΄Οπως και την προηγουμένη μέρα, ο ήχος από τις φωνές και το τσούγκρισμα των ποτηριών από το διπλανό δωμάτιο έφθασε στ΄ αυτιά του. Η μητέρα του διηγείτο με εύθυμη διάθεση κάποια ιστορία στον πατέρα Σισώη, χρησιμοποιώντας πολλές γραφικές κουβέντες και παροιμίες, και ο γέρος ιερομόναχος άκουγε κατσουφιασμένος και απαντούσε με βραχνή φωνή:
" Α, όχι! Εγώ ... ποτέ ! ΄Ετσι λοιπόν το ΄καναν ! Αλήθεια; ΓΙα σκέψου ! Τι να πεις κανείς !"
Και για μια ακόμη φορά ο Δεσπότης αισθάνθηκε ενοχλημένος και αμέσως μετά βαθιά πληγωμένος από το γεγονός ότι η ηλικιωμένη κυρία, η μητέρα του, μπορούσε να φέρεται τόσο φυσικά και απλά με τους ξένους, ενώ ήταν τόσο σιωπηλή και αμήχανη με τον ίδιο της το γιό. Και ακόμη του φαινόταν ότι πάντοτε προσπαθούσε να βρει κάποια πρόφαση για να στέκεται όρθια, όταν αυτός ήταν παρών, σαν να αισθανόταν άβολα να κάθεται μπροστά τους.Και ο πατέρας του; Αν ήταν ζωντανός , πολύ πιθανόν να μην μπορούσε να αρθρώσει μια λέξη , όταν ο Επίσκοπος - γιός του θα ΄ταν παρών.
Κείνη τη στιγμή κάτι στο διπλανό δωμάτιο έπεσε στο πάτωμα με πάταγο. Σίγουρα η Κάτια είχε σπάσει κάποιο φλυτζάνι ή πιατάκι , γιατί ο πατήρ Σισώης ξαφνικά ξεφύσηξε με δυσαρέσκεια και φώναξε θυμωμένα :
" Τι φοβερή πληγή είναι αυτό το παιδί ! Χριστέ και Παναγία ! Κανείς δεν μπορεί να την προλάβει τροφοδοτώντας την με πορσελάνες !"
Ακολούθησε σιωπή. ΄Οταν ο Επίσκοπος ξανάνοιξε τα ματιά του, είδε την Κάτια να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι του και να ΄χει καρφώσει τα μάτια της πάνω του. Τα κόκκινα μαλλιά της στεφάνωναν το πρόσωπό της σαν φωτοστέφανο , όπως συνήθως.
" Εσύ είσαι Κάτια;" ρώτησε . "Ποιος ανοιγοκλείνει τις πόρτες εκεί κάτω ;"
"Δεν ακούω τίποτα ".
Της χάιδεψε τρυφερά το κεφαλι.
" ΄Ετσι λοιπόν! Ο ξάδελφος σου ο Νικολάσα τεμαχίζει νεκρούς, ε;» ρώτησε μετά από κάποια παύση.
«Ναι εξασκείται σ' αυτό».
«Είναι όμορφος;»
«Ναι, πολύ. Μόνο που πίνει αρκετά».
«Από τι πέθανε ο πατέρας σου;»
«Ο μπαμπάς άρχισε να εξασθενεί και να αδυνατίζει όλο και περισσότερο μέχρι που τον έπιασε πονόλαιμος. Και εγώ αρρώστησα, όπως και ο αδελφός μου ο Φέντια. Όλοι είχαμε πονόλαιμο. Ο μπαμπάς πέθανε, θείε, αλλά εμείς γίναμε καλά».
Το πηγούνι της άρχισε να τρέμει και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Ω, Θεοφιλέστατε!» φώναξε με μια στριγγλή φωνή, αρχίζοντας να κλαίει πικρά. «Αγαπημένε μου θείε! Η μητέρα και όλοι εμείς είμαστε τόσο δυστυχισμένοι! Ας μας δώσεις λίγα χρήματα! Βοήθα μας, αγαπημένε μου θείε!»
Άρχισε και αυτός να δακρύζει και για μια στιγμή δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνηση. Της χάϊδεψε πάλι τα μαλλιά, την άγγιξε στους ώμους και είπε:
«Εντάξει, εντάξει, κοριτσάκι. Περίμενε μέχρι να 'ρθει το Πάσχα, και τότε θα το κουβεντιάσουμε. Θα σας βοηθήσω».
Η μητέρα του μπήκε ήσυχα και διστακτικά στο δωμάτιο, και προσευχήθηκε για λίγο μπροστά στην εικόνα. Όταν παρατήρησε πως ήταν ξύπνιος, τον ρώτησε:
«Θα θέλατε λίγη σούπα;»
«Όχι, ευχαριστώ», απάντησε. «Δεν πεινώ».
«Δεν πιστεύω πως είσθε καλά. Το βλέπω πως δεν είσθε καλά! Πράγματι δεν πρέπει να κρεβατωθείτε. Και είσθε υποχρεωμένος να 'σθε όρθιος στη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας! Θεέ μου! Κουράζεται και μόνο αν σας δει κάποιος! Δεν πειράζει όμως, το Πάσχα δεν είναι μακριά πιά, πλησιάζει. Όταν θα 'ρθει θα ξεκουραστείτε. Ο Θεός θα μας χαρίσει τότε λίγο χρόνο για να κουβεντιάσουμε. Τώρα όμως δεν πρόκειται να σας στενοχωρήσω με τις ανόητες φλυαρίες μου. Έλα Κάτι. Ας αφήσουμε το Θεοφιλέστατο να πάρει έναν υπνάκο ακόμη!»
Ο Δεσπότης θυμήθηκε τότε πως, όταν ήταν μικρός, η μητέρα του χρησιμοποιούσε ακριβώς τον ίδιο λίγο περιπαικτικό, λίγο σεβαστικό τόνο, όταν απευθυνόταν στους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Εκκλησίας. Μόνο από την απρόσμενη τρυφερή έκφραση των ματιών της και την αγωνιώδη ματιά που του έριξε βγαίνοντας από το δωμάτιο, θα μπορούσε κάποιος να υποψιασθεί πως ήταν μητέρα του. Έκλεισε τα μάτια του και έκανε πως κοιμάται, αλλά άκουσε το ρολόι να κτυπά δυό φορές και τον πατέρα Σισώη να βήχει στο διπλανό δωμάτιο. Η μητέρα του ξανάρθε και τον κοίταξε συνεσταλμένα. Ξαφνικά έφθασε στ' αυτιά του ένας δυνατός θόρυβος και μιά πόρτα βρόντηξε. Κάποιο όχημα κατέφθασε και σταμάτησε στην μπροστινή είσοδο. Ο δόκιμος όρμησε στο δωμάτιο του Δεσπότη και φώναξε:
«Θεοφιλέστατε!»
«Τι είναι;»
«Ήρθε η άμαξα! Είναι ώρα για να πάτε στην ακολουθία των Παθών».
«Τι ώρα είναι;»
«Οκτώ παρά τέταρτο».
Ο Επίσκοπος ντύθηκε και κατευθύνθηκε στο μητροπολιτικό Ναό. Έπρεπε να στέκεται ακίνητος στο κέντρο του Ναού κατά τη διάρκεια της αναγνώσεως των δώδεκα Ευαγγελίων, ενώ το πρώτο και μεγαλύτερο σε μέγεθος και το πιο όμορφο σε περιεχόμενο από όλα το διάβασε ο ίδιος. Μια έντονα θαρραλέα διάθεση τον κυρίευσε. Γνώριζε αυτό το πρώτο Ευαγγέλιο -που άρχιζε με τη φράση «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου»- από στήθους, και καθώς το απήγγειλε, ύψωσε τα μάτια του από το κείμενο του Ευαγγελίου που είχε μπροστά του, και αντίκρυσε μια θάλασσα από μικρά φώτα γύρω του. Άκουσε το τσίριγμα των κεριών, αλλά το εκκλησίασμα φαινόταν πως είχε εξαφανισθεί από τα μάτια του εξαιτίας της ανταύγειας του φωτός. Αισθάνθηκε να περιτριγυρίζεται απ' όλους εκείνους που είχε γνωρίσει στη νεότητά του. Του φάνηκε πως όλοι αυτοί ήταν πάντα εκεί μέχρι... ο Θεός ξέρει πότε!
Ο πατέρας του ήταν διάκονος, ο παππούς του ιερέας και ο προπάππος του διάκονος. Προερχόταν από οικογένεια που ανήκε στην Εκκλησία από τότε που ο Χριστινισμός πρωτόρθε στη Ρωσία, και η αγάπη του για το τελετουργικό της Εκκλησίας, τον κλήρο και τον ήχο από τις καμπάνες του Ναού, που ήταν σπαρμένη μέσα του από τη στιγμή σχεδόν της γέννησής του, τώρα πια είχε εμφυτευθεί και απλώσει γερές και στέρεες ρίζες βαθιά μέσα στην καρδιά του. Όταν βρισκόταν στο Ναό -ιδιαίτερα όταν χοροστατούσε στις ακολουθίες ή λειτουργούσε ο ίδιος- αισθανόταν ακμαίος και δραστήριος και ευτυχής. Και έτσι αισθανόταν αυτή τη στιγμή. Μονάχα όταν είχε αναγνωσθεί και το όγδοο Ευαγγέλιο, ένιωσε πως η φωνή του εξασθένησε τόσο που ακόμη και ο βήχας του ήταν δύσκολα αντιληπτός στ' αυτί. Είχε ένα τρομερό πονοκέφαλο και άρχισε να φοβάται πως ήταν πολύ πιθανόν να σωριασθεί κάτω λιπόθυμος. Τα πόδια του σιγά-σιγά άρχισαν να μουδιάζουν και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έπαυσε να ΄χει οποιαδήποτε αίσθησή τους και δεν μπορούσε πια να εικάσει γιατί στεκόταν εκεί όρθιος και πως δεν είχε σωριασθεί κάτω ακόμη.
Ήταν δώδεκα παρά τέταρτο όταν τέλειωσε η ακολουθία. Ο Επίσκοπος ξάπλωσε στο κρεβάτι του αμέσως σαν έφθασε στο μοναστήρι, χωρίς να 'χει διάθεση ούτε να ψιθυρίσει τον κανόνα του. Καθώς έσυρε την κουβέρτα του ψηλά μέχρι το κεφάλι του σχεδόν, ξαφνικά ευχήθηκε να 'ταν κάπου μακριά, στο εξωτερικό. Το ευχήθηκε παθιασμένα! Θα μπορούσε να δώσει και τη ζωή του -σκέφθηκε- προκειμένου να παύσει να βλέπει αυτούς τους φθηνιάρικους ξύλινους τοίχους και αυτό το τόσο καταθλιπτικά χαμηλό ταβάνι. να μη μυρίζει πια αυτή τη μπαγιάτικη μουχλιασμένη μυρωδιά, που ανέπνεε το μοναστήρι.
Ω! Και να υπήρχε μονάχα κάποιος -οποιοσδήποτε- με τον οποίο να μπορούσε να μιλήσει. κάποιος στον οποίο να μπορούσε να εκμυστηρευθεί και να αποκαλύψει τα μύχια της βασανισμένης καρδιάς του!
Άκουσε βήματα στο γειτονικό δωμάτιο και προσπάθησε να θυμηθεί σε ποιον μπορεί να ανήκαν. Τελικά η πόρτα άνοιξε και ο πατήρ Σισώης μπήκε κρατώντας ένα κηροπήγιο στο ένα χέρι και ένα φλυτζάνι τσάι στο άλλο.
«Ξαπλώσατε κιόλας, Θεοφιλέστατε;» ρώτησε. «Ήρθα για να τρίψω το στήθος σας με ξύδι και βότκα. Ανακουφίζεται κανείς, αν τον τρίψουν επιτήδεια και δυνατά. Ω, Μεγαλοδύναμε Θεέ! Ακούς εκεί -Μόλις ήρθα από το μοναστήρι μας. Το μισώ όμως! Θα φύγω από δω αύριο κιόλας, Χριστέ μου! Ω, Χριστέ μου, Μεγαλοδύναμε Θεέ -άκου-».
Ο πατήρ Σισώης δεν κατόρθωνε ποτέ να μείνει για πολύ σ' ένα μέρος, και τώρα του φαινόταν σαν να 'χε ζήσει στο μοναστήρι αυτό ολόκληρο χρόνο. Ήταν αδύνατο σχεδόν να διαπιστώσει κανείς -απ' όσα έλεγε ο ίδιος- που είχε γεννηθεί αν υπήρχε κάποιος ή κάτι τελοσπάντων σ' αυτόν τον κόσμο που να το αγαπούσε, και αν πίστευε ή όχι στο Θεό... Ο ίδιος πάντως δεν είχε καταφέρει να βρει -τόσα χρόνια τώρα- μια ικανοποιητική και παραδεκτή εξήγηση για το λόγο που τον ώθησε να γίνει μοναχός. Άλλωστε δεν κάθησε ποτέ να το καλοσκεφθεί και εξάλλου η χρονική στιγμή, που έδωσε τις υποσχέσεις της μοναχικής του κουράς, είχε χρόνια τώρα ξεθωριάσει στη μνήμη του. Του φαινόταν σαν να 'χε γεννηθεί καλόγερος!
«Ναι, αλήθεια! Θα φύγω από δω αύριο. Βαρέθηκα πια τούτο τον τόπο!»
«Θα 'θελα να κουβεντιάσω λίγο μαζί σου. Δεν είχα ποτέ το χρόνο γι' αυτό» ψιθύρισε ο Δεσπότης, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να μιλήσει. «Βλέπεις δεν ξέρω κανένα -τίποτα δεν γνωρίζω, εδώ-».
«Πολύ καλά τότε. Θα παραμείνω μέχρι την Κυριακή του Πάσχα -όχι όμως περισσότερο! Τον βαρέθηκα αυτό τον τόπο!»
«Τι σόι Δεσπότης είμαι;» ο Θεοφιλέστατος συνέχισε με εξασθενημένη φωνή. «Έπρεπε να 'χα γίνει ένας παπάς σε κάποιο χωριό, ή ένας διάκος, ή ένας απλός μοναχός. Όλη αυτή η κατάσταση με πνίγει -με σκοτώνει...»
«Τι λες εκεί, ε; Ω, Χριστέ μου, Μεγαλοδύναμε Θεέ! Άκου -Σου χρειάζεται ένας καλός ύπνος, Θεοδιλέστατε. Τι θες να πεις δηλαδή; Άκου... Τι είναι αυτά που λες καλέ; Άντε, καληνύχτα τώρα!»
Όλη τη νύκτα ο Δεσπότης έμεινε άγρυπνος και το πρωί ήταν πολύ άρρωστος. Ο δόκιμος, σαν τον είδε, πανικοβλήθηκε και έτρεξε πρώτα στον ηγούμενο και έπειτα για το γιατρό, που εξυπηρετούσε το μοναστήρι και που κατοικούσε στην πόλη. Ο γιατρός -ένας χονδρός ηλικιωμένος άνδρας με ένα μακρύ, γκρίζο γένι -κοίταξε επίμονα το Δεσπότη, κούνησε το κεφάλι του, συνοφρυώθηκε, και επιτέλους αποφάνθηκε:
«Θα σας πως τι έχετε, Θεοφιλέστατε, -τυφώδη πυρετό!»
Ο Επίσκοπος την επόμενη κιόλας ώρα, φάνηκε πιο ισχνός και ωχρός, τα μάτια του μεγάλωσαν, το πρόσωπό του καλύφθηκε από ρυτίδες, και έμοιαζε σαν ξαφνικά να ζάρωσε και να γέρασε. Αισθανόταν σα να 'ταν ο πιο αδύνατος, ασθενικός, και κοκκαλιάρης άνθρωπος, που υπήρχε πάνω σ' όλο τον κόσμο, και πως ότι καλό του 'χε τύχει πριν τον βρει αυτή η αρρώστια, ήταν θαμμένο μακριά, πολύ μακριά στο παρελθόν, και -το χειρότερο- δεν επρόκειτο να το γευθεί ποτέ πια ξανά.
«Πόσο ευτυχής είμαι έτσι!», σκέφθηκε. «Ω, πόσο είμαι χαρούμενος!»
Κάποια στιγμή η γριά μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο. Μόλις όμως αντίκρυσε το ζαρωμένο του πρόσωπο και τα εξογκωμένα του μάτια πανικοβλήθηκε και, πέφτοντας στα γόνατα στο πλάι του κρεβατιού του, άρχισε να φιλά το πρόσωπο, τους ώμους και τα χέρια του. Της φαινόταν πως σε ολόκληρη τη γη δεν υπήρχε άλλος τόσο ασθενικός, αδύναμος και λιπόσαρκος άνθρωπος απ' αυτόν, και, ξεχνώντας πως ήταν Δεσπότης, τον καταφιλούσε λες και ήταν ένα μικρό παιδί, που όμως αυτή τον αγαπούσε, -αχ! πόσο τον αγαπούσε!
«Μικρέ μου Πάβελ, παιδί μου αγαπημένο!» κραύγασε. «Αγοράκι μου, τι έχεις και φαίνεσαι έτσι; Μικρέ μου Πάβελ! Ω, σε παρακαλώ, απάντησέ μου!»
Η Κάτια ωχρή και σοβαρή, στεκόταν κοντά τους, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι κακό έτρεχε με το θείο της και γιατί το πρόσωπο της γιαγιάκας της είχε αλλοιωθεί απ' αυτή τη γκριμάτσα του πόνου και έβγαζε τόσο σπαραξικάρδια λόγια. Και αυτός, ο θείος, ο Δεσπότης ήταν άφωνος και φαινόταν σαν να μην αισθάνεται τι γινόταν γύρω του. Ναι, ο Δεσπότης ονειρευόταν πως για μια ακόμη φορά ήταν ένας κοινός άνθρωπος, που διέσχιζε με μεγάλους δρασκελισμούς ολόκληρη την ύπαιθρο χώρα, γοργά και χαρούμενα, μ' ένα ραβδί στο χέρι, λουσμένος στο ηλιοφώς, με τον απέραντο ευρύ ουρανό πάνωθέ του, τόσο απόλυτα ελεύθερος όσο και ένα πουλί, -λεύτερος να πετάξει όπου θα τον οδηγούσε η αστείρευτη πια φαντασία του.
«Αγοράκι μου! Μικρέ μου Πάβελ! Απάντησέ μου» ικέτευσε η μητέρα του.
«Μη σκοτίζεις το Δεσπότη», φώναξε θυμωμένα ο πατήρ Σισώης, διασχίζοντας το δωμάτιο. «Άστον να κοιμηθεί. Δεν μπορεί τίποτα να προσφέρει κανείς εδώ... Γιατί άλλωστε;...»
Τρεις γιατροί ήρθαν, είδαν, συσκέφθηκαν και απήλθαν. Η μέρα έμοιαζε μεγάλη, απίστευτα μεγάλη. Και έπειτα ήρθε η μακριά, ατέλειωτη νύκτα. Λίγο πριν την αυγή, το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, ο δόκιμος αναζήτησε τη γριά μάνα, που έκειτο στον καναπέ του καθιστικού και της ζήτησε να τον ακολουθήσει μέχρι το υπνοδωμάτιο του Επισκόπου. Ο Θεοφιλέστατος είχε επιτέλους συναντήσει την ατέλειωτη γαλήνη!
Την επόμενη μέρα ήταν Κυριακή του Πάσχα. Η πόλη είχε σαράντα ναούς και δυό μοναστήρια, και οι μπάσοι χαρμόσυνοι ήχοι από τις καμπάνες τους διέτρεχαν την ατμόσφαιρα της πόλης απ' το πρωί μέχρι το βράδυ. Τα πουλιά κελαηδούσαν, ο αστραφτερός ήλιος έλαμπε. Η μεγάλη αγορά ήταν γεμάτη θόρυβο. Οι λατέρνες βούιζαν, οι φυσαρμόνικες στρίγγλιζαν και οι μεθυσμένες φωνές κουδούνιζαν στον αέρα. Ένα βιαστικό ανθρώπινο ρεύμα βολτάριζε στον κεντρικό δρόμο εκείνο το απόγευμα. Με μια λέξη όλοι ήταν χαρούμενοι και εύθυμοι, όπως ήσαν και την ίδια μέρα το προηγούμενο χρόνο, και όπως, αναμφίβολα, θα 'σαν πάλι και το χρόνο που επρόκειτο να 'ρθει.
Ένα μήνα αργότερα κατεστάθηκε νέος βοηθός Επίσκοπος, και όλοι ξέχασαν το θεοφιλέστατο Πιότρ. Μονάχα η μητέρα του νεκρού Επισκόπου -που τώρα έμενε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη με το γιο της το διάκονο- όταν το δειλινό πήγαινε να φροντίσει την αγελάδα της και στο δρόμο συναντούσε τις άλλες γυναίκες, τους μιλούσε για τα παιδιά και τα εγγόνια της και ακόμη για το αγόρι εκείνο, που 'χε γίνει Δεσπότης.
Και όταν τον μνημόνευε, τις κοιτούσε ντροπαλά, γιατί φοβόταν πως μπορεί και να μην την καταλάβαιναν. να μην την πίστευαν.
Και πράγματι, λίγες ήταν τελικά αυτές που την καταλάβαιναν και την πίστευαν!